Βατοπεδινές Κατηχήσεις
Γέροντος Ιωσήφ
Κατήχηση 17η
Οι γίγαντες των παθών και ο δικός μας αγώνας
Αδελφοί και πατέρες, ας επανέλθουμε στο σκοπό του αγώνα, για τον οποίο μας κάλεσε ο Κύριός μας. Μιλήσαμε για τις αρετές και για την πίστη. Πράγματι η πίστη είναι κορυφαία αρετή, γιατί μας στηρίζει στο ξεκίνημά μας, όταν είμαστε αδαείς, αλλά και στη συνέχεια γίνεται το στήριγμα και το εξάρτημα της μετάνοιας. Όλες τις ελλείψεις μας τις συμπληρώνουμε με την πίστη, αφού ο Κύριός μας μας υπόσχεται, ότι «ουκ αφήσω υμάς ορφανούς» (Ιω. ιδ, 18).Όλες οι αρετές είναι αλληλένδετες και άλληλοεξαρτώμενες και το ίδιο συμβαίνει και με την πίστη. «Έργον άπιστον και πίστις άεργος», είναι και τα δυο στον ίδιο βαθμό νεκρά. Η αφηρημένη πίστη είναι νεκρή, κατά το λόγο τον Κυρίου: «Ου πας ο λέγων μοι Κύριε Κύριε, εισελεύσεται» (Ματ. ζ, 21). Τι θα ωφεληθεί κάποιος αν πιστεύει ότι υπάρχει Θεός; Μήπως και οι δαίμονες δεν πιστεύουν στην ύπαρξή του και πρώτοι διδάσκούν για τη θεότητα του Κυρίου μας;
«Ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνος εστιν ο αγαπών με» (Ιω. ιδ, 21), λέει ο Κύριος. Αρα η πίστη για να γίνει ζωντανή και πραγματική, πρέπει να εφαρμόζονται τα πιστευόμενα. Τότε η πίστη είναι ζωντανή και ενεργή, όταν τα εντάλματα του Δημιουργού εφαρμόζονται πρακτικά. Πως θα αποδείξουμε ότι υπολογίζουμε και αγαπούμε αυτόν που μας κάλεσε; Με έργα αποδεικνύει κανείς την αγάπη του προς το Θεό. Όπως γίνεται ο Κύριος «τοις πάσι τα πάντα» στους πιστούς, έτσι και οι πιστοί πρέπει να θυσιάζουν για αυτόν «τα πάντα» και τότε λειτούργει η πίστη «κατά πάντα».
Όταν εμείς τηρούμε τις εντολές του Θεού, ούτε δίνουμε σ αυτόν τίποτε, ούτε αυτός παίρνει από μας. Ευεργετούμε μόνο τον εαυτό μας, ως αληθινά πιστοί, και ωφελούμαστε και στο παρόν, αλλά και θα ευεργετηθούμε στο μέλλον, στην αιωνιότητα. Με την ακρίβεια της φυλακής των εντολών φανερώνουμε την ταυτότητά μας. Η αδιαφορία και η αμέλεια της υποταγής μας στο θείο θέλημα, εμάς μόνο βλάφτει και όχι τον ανενδεή και παντέλειο Θεό. Γι αυτό ας μη ραθυμούμε, μετεωριζόμαστε και ξοδεύουμε άσκοπα τον πολύτιμο χρόνο, που μόνο τώρα έχουμε, γιατί δεν γνωρίζουμε το αύριο, το μέλλον. Καμμιά πρόφαση, που μας εμποδίζει να φύλάξουμε τις εντολές του Θεού, να μη γίνεται παραδεκτή. Αυτό μας διδάσκει ο Κύριος. Εάν το δεξιό σου χέρι σε εμποδίζει να πειθαρχείς στις εντολές, κόψε το, και αν το δεξιό σου μάτι πάλι γίνεται εμπόδιο μην το λυπηθείς, γιατί σε συμφέρει να μπεις στη βασιλεία του Θεού χωρίς αυτά παρά να τα έχεις και να κολαστείς (πρβλ. Ματ. ε, 29-3θ). Με τις λέξεις χέρι και μάτι εννοεί τα πιο αγαπητά μας πρόσωπα ή πράγματα.
Εδώ επισημαίνουμε τη σημασία των αιτίων και αφορμών, ειδικά για τους αδύνατους χαρακτήρες. Μη λες, «εγώ δεν θα υποκύψω», όταν είναι παρόν το αίτιο. Δεν είμαστε δυνατώτεροι από το Σαμψών, ούτε σοφώτεροι από το Σολομώντα, ούτε αγιώτεροι από το Δαυΐδ, τους οποίους κατάστρεψαν τα αίτια.
Με κόπο θα σχολιάσουμε τους γίγαντες των παθών, για να γνωρίζουμε από αυτά που μας παρενοχλούν σε ποιά ολέθρια κατάσταση βρισκόμαστε. Οι δυνάμεις του σκότους συστηματικά κινούνται για τη δική μας υποδούλωση και καταστροφή. Αν είμαστε προσεκτικοί καταλαβαίνουμε από τα πάθη, που μας παρενοχλούν, σε ποια τάξη μάχης βρισκόμαστε και είμαστε έτοιμοι για την αντιμετώπισή τους. « Ητοιμάσθην και ουκ εταράχθην» (Ψαλμ. ριη, 6θ).
Συνήθως οι πρώτοι δαίμονες, που δίνουν το έναυσμα της μάχης είναι οι της γαστριμαργίας, επειδή συνδέονται, δήθεν, με τη βιολογική μας σύσταση.Ακολουθούν αυτοί της φιλαργυρίας και πλεονεξίας, για τους μοναχους, για να μη τους λείψουν δήθεν τα απαραίτητα. Διώχνουν έτσι την πίστη στο Θεό, που προνοεί πατρικώτατα. Μετά έρχονται οι της φιλοδοξίας, με τέρμα την υπερηφάνεια, τον πυθμένα του αφανισμού και της διαβολοποίησης. Αυτή είναι η τρίαινα της ειδωλολατρίας, που συμβολίζει την επικράτεια του κόσμου τούτου, που την κατάργησε ο Κυριος με την παρουσία του. Σ όσους γίνεται πιστευτός «ο δράκων», κατευθείαν επιβάλλεται και επιβουλεύεται τον άνθρωπο μέσω των βιολογικών του αναγκών.
Σε μας όμως, πατέρες και αδελφοί, εύχομαι και ελπίζω με τη Χάρη του Χριστού, του γλυκύτατού μας σωτήρα, να μη βρει θέση ή τόπο ή ακρόαση, αφού αισθητά γνωρίζουμε ότι «μηκέτι εαυτοίς ζώμεν αλλά τω υπέρ ημών αποθανόντι και εγερθέντι» (πρβλ. Β Κορ. ε, 15). και άρα «αυτώ μέλει περί υμών» (Α Πέτ. ε, 7), «είτε ζώμεν, είτε αποθνήσκομεν» (πρβλ. Ρωμ. ιδ, η).
Πίσω από τα τρία αυτά πάθη ακολουθούν τα υπόλοιπα «έθνη των αλλοφύλων», που συνεργούν στη συντριβή αυτών, που οι τρεις πρώτοι δαίμονες πλήγωσαν. Όσοι αισθάνονται ερεθισμούς και ενοχλήσεις αισθησιακές, να γνωρίζουν ότι έπεσαν θύματα της γαστριμαργίας, του κορεσμού και της ηδυφαγίας. Όσοι πιέζονται από θυμούς, αντιλογίες και ταραχή, είναι θύματα της πλεονεξίας και του προσωπικού συμφέροντος. Η λύπη δεν απουσιάζει. Ακολουθεί ο σβησμός τον ζήλου και της θέρμης του πνεύματος. Το τρίτο και μεγαλύτερο κακό, η ύπερηφάνεια, τροφοδοτείται από τα προηγούμενα πάθη και ειδικά από την αυτοπεποίθηση, την επιμονή στη γνώμη, στη γνώση, στο θέλημα και στην κρίση του ανθρώπου.
Τους τρεις αυτούς γίγαντες ανέτρεψε ο Κύριος, όταν αποσύρθηκε στην έρημο της ησυχίας και νήστευε και μας παρέδωσε τα λάφυρα της μάχης. Δεν υποχωρούμε στους ερεθισμούς της επιθυμίας και στις πιο κρίσιμες ώρες της ανάγκης, γιατί «ουκ επ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος» (Ματ. δ, 4). Δεν συμβιβαζόμαστε με καμμιά παράβαση του θείου θελήματος ή της θείας λατρείας, με ανταλλαγή όλης της κοσμικής εξουσίας. «Ύπαγε οπίσω μου σατανά. Κύριον τον Θεόν μου προσκυνήσω και αυτώ μόνω λατρεύσω» (Ματ. δ,1θ). Ούτε παράλογα προκαλούμε και πειράζουμε τη θεία Πρόνοια, ούτε από περιέργεια, ούτε από απροσεξία, γιατί «ουκ εκπειράζομεν Κύριον τον Θεόν ημών».
Να γνωρίζετε ότι όλοι οι δαιμονιώδεις λογισμοί, είναι νοήματα αισθητών πραγμάτων, που γνωρίσαμε ή που ακούσαμε. Αυτά προβαλλόμενα στο νου ερεθίζουν το πάθος στο οποίο ανήκουν. Απ αυτό διαπιστώνει κανείς που είναι αιχμάλωτος και πειράζεται. Όταν μας παρουσιάζεται, είτε είμαστε ξύπνιοι, είτε κοιμόμαστε, το πρόσωπο αυτού που μας λύπησε ή αδίκησε, φανερώνεται το πάθος της μνησικακίας. Με αυτόν τον τρόπο μαθαίνει ο καθένας το πάθος, που τον πολεμα και στρέφει προς αυτό την πάλη.
Πάντως δεν είναι μόνο από τους δαίμονες οι ερεθισμοί και οι εμπαθείς εικόνες. Και ο ίδιος ο νους, με τη φαντασία και τη μνήμη, κρατά από όσα συνέβησαν στο παρελθόν, και ευεργετώντας μας, μας δείχνει την αθλιότητά μας, για να μετανοήσουμε και θεραπευτούμε.
Όπως στη θέση και τάξη και επικράτηση του κακού διδαχθήκαμε τους πανταίτιους, υπάρχουν κατά τους Πατέρες μας και σωσίβια, που μας βοηθούν στην ανάπλαση και θεραπεία. Σε όσους νόμιμα αγωνίζονται, αντίθετη στις εμπαθείς μνήμες και το θυμό είναι η κακοπάθεια, μέσω της νηστείας και αγρυπνίας. Με τον τρόπο αυτό ταπεινώνεται το παθητικό μέρος και μετά, με τη μακροθυμία, ανεξικακία, ανεκτικότητα και συμπάθεια, ημερεύει το επιθυμητικό μέρος.
Το επίκεντρο της πραγματικής νίκης στο λαβύρινθο του πολέμου είναι η όσο το δυνατό ολοκληρωμένη αυταπάρνηση. Μόνο έτσι δεν βρίσκει είσοδο ο Πονηρός μέσω των εργαλείων του, που είναι τα δικά μας θελήματα. Όπου υπάρχει αληθινή αυταπάρνηση και έλλειψη του δικού μας θελήματος, διαλύεται όλος ο μηχανισμός του αντίπαλου που μας πολεμά. Γιατί «ουκ αν λάβης παρά του μη έχοντος» δικό του θέλημα ή προτίμηση. Γι αυτό μην υποκύπτετε στη φιλαρέσκεια, αυτάρκεια και επιμονή στο θέλημά σας. Αν και περιγράφουμε τη λεπτομέρεια των παθών και της σατανικής πονηριάς, αυτά καταντούν ανάξια προσοχής σε μας, που ζούμε ομαδικά κατά την ιερή μας παράδοση. φτάνει να κρατούμε την υπακοή και τη φιλαδελφία μας και ειδικά να προσέχουμε στο τυπικό μας, ως δούλοι Χριστού, ως ομόψυχοι συναγωνιστές και ως φιλόθεοι εργάτες του νοητού αμπελώνα.
Ο Κύριός μας, που μας διάλεξε από τον κόσμο και μας έδωσε τη μερίδα του κλήρου των αγίων, ετοίμασε για μας αγαθά «α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη» (Α Κορ. β, 9). Μην υποχωρείτε εύκολα στις διάφορες προφάσεις, που παρουσιάζονται και προδίδετε το πρόγραμμα και τον κανόνα σας, για να μη «μωμήται η διακονία» (πρβλ. Β Κορ. ς, 3), γιατί ο Κύριός μας απαιτεί αγαθότητα και πίστη για να μας απευθύνει το «εύγε». Μην καταφρονείτε, μην αμελείτε, μην αποθαρρύνεστε, αλλά να επιμένετε στην ακρίβεια της ομολογίας σας. Μην κρίνετε τόσο εύκολα τα σφάλματα των αδελφών σας, γιατί έτσι ραπίζεται η αγάπη, που είναι η πρακτική παρουσία της Χάρης μαζί σας. Ο στόχος και ο σκοπός μας είναι η άνοδος και προκοπή, και όχι η χλιαρότητα και προδοσία. Αλλοτε σας ανέφερα το παράδειγμα αυτού που έδειξε συμπάθεια στον αδελφό που έφταιξε και τον αποδέχτηκε η Χάρη ως ήρωα.
Το μαρτύριο της συνείδησής μας να είναι πάντοτε σε ενέργεια, όπως και των αγίων μαρτύρων του Χριστού, που τίποτε δεν τους απασχολούσε ή ενδιέφερε, όταν βρίσκονταν στην άσκηση της ομολογίας τους. Ούτε οι τόσο προκλητικές κολακείες, ούτε τα φοβερά βασανιστήρια άλλαζαν το σκοπό τους, αλλά όλοι με προθυμία και ζήλο επισφράγισαν άριστα τη μαρτυρία τους. Θυμάστε, από τους βίους τους, τη φρίκη των φοβερών βασάνων, που και μόνο η ακοή τους αλλοιώνει τον ακροατή. Και αυτό το συναντούμε σ όλες τις ηλικίες και καταστάσεις. Ποιο ήταν εκείνο το στοιχείο που τους καθιστούσε δυνατώτερους στη φρικαλεότητα αυτήν των βασανιστηρίων, που το άκουσμά τους μόνο τρομάζει; Η αγάπη του Χριστού και η αμοιβή που τους ετοίμαζε, αν υπέμεναν μέχρι τέλους.
Και εμείς, πατέρες και αδελφοί, στην ίδια στρατιά ανήκουμε. Για το ίδιο βραβείο υπομένουμε, και στην ίδια ομολογία κληθήκαμε. Εκείνοι στο δόγμα και την πίστη, εμείς στην παράδοση. Εκείνοι στην άρνηση του ψεύδους και της διαστροφής, εμείς στο ήθος και στην αξιοπρέπεια της προσωπικότητάς μας. Αν ολοκληρώσουμε το «κατ εικόνα και καθ ομοίωσιν» του δημιουργού μας με τη Χάρη, αντιγράφοντας τον πανάρετο βίο του, θα μας δοθεί η μεγάλη αμοιβή, που και οι άγγελοι επιθυμούν να θαυμάσουν. «Οσοι γαρ έλαβον αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι» (Ιω. α, 12). «Τίνι γαρ ειπέ ποτέ των αγγέλων υιός μου ει συ;» (Εβρ. α, 5). Δεν ανήκει αυτό το υπέρτιμο αξίωμα της θείας υιοθεσίας στους αληθινούς ομολογητές και μάρτυρες που δεν πρσσκυνούν τα διαβεβλημένα πάθη του αντιστρατευόμενου νόμου, αλλά τα περιφρονούν και αγωνίζονται υπομένοντας τον καύσωνα των παθών και τον παγετώνα των αλλοιώσεων;
«Που διακρίνεται η παρουσία της Χάρης;» ερωτά μέγας φωστήρας της Εκκλησίας. Και απαντά: «Όπου υπάρχει περιφρόνηση στην ακάθεκτη ορμή των επιθυμιών και των παθών». Η ορμή αυτή, ειδικά σήμερα, υπάρχει στη νεότητα, που είναι γεμάτη σφρίγος. Όταν ανταλλάσσονται με παρρησία οι αξίες με την ευτέλεια, οι ανέσεις με τους κόπους και η αξιοπρέπεια με τις ατιμίες, δεν είναι αυτό έργο και ενέργεια της Χάρης; Ας αποδείξουν οι «νέοι του αιώνος τούτου» (Λσυκ. ις, 8) τα κατορθώματά τους, που «εν τιμή όντες ου συνήκαν αλλά παρασυνεβλήθησαν τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ωμοιώθησαν αυτοίς» (Πρβλ. Ψαλμ. μη, 21).
Θάρρος, αδελφοί μου συναθλητές, γιατί να, «ο ερχόμενος ήξει και ου χρονιεί» (Εβρ. ι, 37) και ο μισθός θα είναι ασύγκριτος!
ΚΑΤΗΧΗΣΗ 18η
Λεπτομέρειες του πνευματικού πολέμου
Αδελφοί και πατέρες, βλέπουμε τον προφήτη Δαυΐδ, αν και ήταν πολυάσχολος και γεμάτος φροντίδες, να τον απασχολεί έντονα τι θα λαλήσει ο Θεός μέσα του, με το φωτισμό του. «Ακούσομαι τι λαλήσει εν εμοί Κύριος ο Θεός» (Ψαλμ. πε, 8). Αυτό το πράγμα δεν το βλέπω στο δικό μας περιβάλλον και στη δική μας ζωή. Ο λόγος του Θεού πάντοτε λαλεί στις ψυχές των θεοφοβούμενων. Όποιος δεν ακούει τι λαλεί μέσα του ο Θεός, ο ίδιος είναι υπαίτιος για τη χαύνωση και την αμέλειά του.
Στο κοινοβιακό σύστημα, όπου υπάρχει σύναξη πολλών αδελφών, είναι απαραίτητες η απλότητα και η αφέλεια, στις όποιες υπάρχει η αγάπη. « Γίνεσθε ως τα παιδία» (Ματ. ιη, 3), διδάσκει ο Κύριος. Στην παιδική απλότητα τι υπάρχει, παρά χαρά και ταπείνωση, που είναι η βάση της θείας Χάρης. Τότε δεν θα υπάρχουν υπεροψία, γογγυσμός, αντιλογία και όσα διαλύουν την ενότητα και το σύνδεσμο της συμφωνίας και ομοψυχίας. Σ αυτό το περιβάλλον λειτουργεί η έννοια της ενότητας και της αγάπης και γίνεται μια θαυμάσια και επαινετή ισότητα. Όσοι περισσεύουν στην ευχή, αλλά υστερούν στη σωματική διακονία, εύχονται για όσους κοπιάζουν και τότε γίνεται ισότητα, όπως στις ιδανικές οικογένειες, που οι μικροί βαστάζουν τους μεγαλύτερους και οι υγιείς τους ασθενείς όπως επισημαίνει και η Γραφή: «Ουκ επλεόνασεν ο το πολύ, και ο το έλαττον ουκ ελαττόνησεν» (Εξοδ. ιστ, 18). Τότε γίνεται το θέλημα του Θεού « ως εν ουρανώ και επί της γης», όταν μεταξύ μας δεν υπερηφανευόμαστε, δεν ζηλεύουμε, αλλά περισσεύει η απλότητα και η αγάπη. Αισθανόμαστε την προκοπή του αδελφού μας, ως δική μας και τη βλάβη του, ως δική μας βλάβη. Πως όμως θα γίνουν αυτά, όταν υπάρχουν οι αμελείς και καταφρονητές, που αμελούν τελείως την προσευχή, ανατρέπουν ποικιλότροπα το πρόγραμμα και την τάξη, και γίνονται και κακό παράδειγμα;
Αντίθετα ο μοναχός, με αληθινή αυταπάρνηση, παραδίνεται ολοκληρωτικά στην κρίση και απόφαση της αδελφότητας, χωρίς καμμιά δική του κρίση, εκλογή η γνώμη. Σέβεται τους υπεύθυνους διακονητές με πίστη και ευλάβεια, γιατί μέσω αυτών επιβραβεύει η Χάρη τη δική του προσφορά και υπηρεσία. Δεν μπορεί να είναι παντού και πάντοτε ο Ηγούμενος. Τον εκπροσωπούν οι προϊστάμενοι των διακονημάτων.
Κάθε προσπάθεια για την επικράτηση των αρετών είναι απαραίτητη και επιβάλλεται. Προτεραιότητα όμως και μέριμνα χρειάζεται για την προσευχή. Αυτή είναι το μέσο μεταφοράς της θείας Χάρης και βοήθειας στη δική μας μηδαμινότητα. «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιω. ιε, 5), λέγει ο Κύριος. Ο Παύλος επιμένει «τη προσευχή προσκαρτερείτε» (Κολ. δ, 2). Να μην αποθαρρύνονται οι νεώτεροι αδελφοί, αν αισθάνονται δυσκολία όταν επιμένουν στην ευχή, ή δεν αίσθάνονται την ενέργειά της. Προηγείται η επιμονή για να έλθει η συνήθεια, «η έξη του εύχεσθαι», και μετά η Χάρη μόνη της, και παρηγορεί, και πληροφορεί και δεν εγκαταλείπει.
Πολλές φορές τονίζουμε την επίδραση της δικής μας αγωνιστικότητας εναντίον κάποιου πάθους, το οποίο μας πολεμά. Η μέθοδος, που οι Πατέρες μας παρέδωσαν από την πείρα τους, είναι ότι κάθε πάθος πολεμείται με την αντίστοιχη αρετή. Κάθε πόλεμος και μάχη του εχθρού έχει ένα σκοπό. Να μας αναγκάσει να υποκύψουμε στην πράξη και παραδοχή τον παράλογου και όσων απαγορεύει ο Θεός.
Όπως τα πάθη αλληλοσυνέχονται και εξαρτώνται, έτσι και οι αρετές. Αν κατ ανάγκη αγωνίζεται κάποιος προς ένα πάθος με την αντίστοιχη καλωσύνη και αρετή, να γνωρίζει ότι την αρετή αυτήν ακολουθούν και άλλες. Όπου ενεργεί και υπάρχει η προσευχή ακολουθεί η αγάπη. Την αγάπη ακολουθεί η χαρά. Όπου χαρά εκεί και πραότητα. Όπου πραότητα εκεί και η ταπεινοφροσύνη. Την ταπεινοφροσύνη ακολουθεί η διακονία. Ο ταπεινός, βλέποντας τον εαυτό του κάτω από όλους χαίρεται, να υπηρετεί και να διακονεί. Της διακονίας σύνοδος είναι η ελπίδα. Της ελπίδας η πίστη, που είναι γέννημα της υπακοής, την οποία γεννά η μακάρια απλότητα. Ολη αυτή η ιερώτατη σειρά, ως δεσμός, μας ενώνει μεταξύ μας και με το Θεό, το δοτήρα κάθε καλωσύνης.
Από την άλλη μεριά βρίσκονται τα ακάθαρτα και αποκρουστικά πάθη, με κύριο σκοπό τους να μας απομακρύνουν από το Θεό και το θέλημά του. Κατά τη Γραφή «οι εχθροί ημών ανόητοι» (Δευτ, λβ, 31). Στά πάθη θα ήταν πλάνη να ψάχνει κανείς τάξη, ειρμό και αρμονία. Το θυμό ακολουθεί το μίσος, την υπερηφάνεια η κενοδοξία και συνεχίζεται ο σύνδεσμος της απώλειας. Την απιστία ακολουθεί η σκληροκαρδία. Αφορμή της απιστίας, η αμέλεια και της σκληροκαρδίας, η χαύνωση. Αιχμαλωτίζεται από τη φιληδονία και χάνεται ο άνθρωπος «δι ον Χριστός απέθανε» (πρβλ. Ρωμ. ε, 8).
Αλλά και αν ηττηθεί ο διάβολος από την επίμονη αντίσταση του αγωνιστή, πάλι δεν υποχωρεί. Με πλάγια μέσα μάχεται να νοθέψει το αγαθό της φιλοπονίας, με το να εισάγει κάποιο πλανεμένο σκοπό, ώστε να το κάνει ακάθαρτο στο Θεό. «Παν δε ο ουκ εκ πίστεως αμαρτία εστίν» (Ρωμ. ιδ, 23). Πολλή προσοχή χρειάζεται σ αυτήν τη λεπτομέρεια, γιατί πολλά κερδίζει ο Πονηρός από τους αφελείς και απρόσεκτους, ειδικά όμως από τους ιδιόρρυθμους και αναρχικούς.
Δεν χρειάζεται ο Θεός πράγματα ή κόπους ή προσφορές για τον εαυτό του, αλλά πίστη και υπακοή, που μαρτυρούν την αγάπη μας προς αυτόν. Κάθε τι που προσφέρουμε για την εντολή του, οφείλουμε να το προσφέρουμε ανόθευτο από τη δική μας μικρότητα και κρίση, που σημαίνει ότι το κάνουμε για την αγάπη του, όπως αυτός ορίζει.
Αδελφοί και πατέρες, δεν ακολουθούμε η πράττουμε συστήματα και γνώμες ανθρώπων η δικών μας ιδιοτελών επιδιώξεων. Πιστέψαμε ότι μας κάλεσε, η μάλλον « είλκυσε», ο Κύριός μας στο μοναχικό σύστημα, που ερμηνεύεται ως η απόλυτη υπακοή και εξάρτηση από το πανάγιο θέλημά του. Αρα πρέπει να γίνουμε όπως ο Κύριός μας, μας θέλει. Αυτή είναι και η αιτία, που η γενική και πρώτη μας ασχολία είναι η υπακοή, την οποία όχι μόνο ακούσαμε ως εντολή, αλλά και είδαμε έμπρακτα να εφαρμόζεται στη ζωή του αναμορφωτή σωτήρα μας. Ποιό είναι το τελικό τέρμα του σκοπού μας, παρά το να γίνουμε ολοκληρωτικά όπως ο Θεός θέλει;
Ο Κύριός μας καταδέχτηκε, όταν θα τον επικαλούμαστε, να τον αποκαλούμε Πατέρα μας, αντί να χρησιμοποιούμε κάποιο άλλο όνομα της θεοπρεπούς του μεγαλωσύνης. Έτσι δεν αρχίζει η Κυριακή προσευχή, που ο Κύριος μας παρέδωσε; Το ίδιο όμως, λέει η Γραφή μέσω των προφητών: « Υιός δοξάσει Πατέρα και δούλος τον Κύριον αυτού, και ει Πατήρ ειμι εγώ που εστιν η δόξα μου; και ει Κύριος ειμι εγώ, που εστιν ο φόβος μου; λέγει Κύριος παντοκράτωρ» (Μαλαχ. α, 6). Αυτό αισθανόμενος ο Παύλος, μας παρακινεί να φερθούμε αντάξια αυτής της θέσης, λέγοντας «καθαρίσωμεν εαυτούς από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος» (Β Κορ. ζ, 1).Ο Κύριος μας διατάζει να καθαρίσουμε το «εντός του ποτηρίου, και της παροψίδος ίνα γένηται και το εκτός αυτού καθαρόν» (Ματ. κγ, 26).
Ας προσέχουν οι ευλαβέστεροι, που δεν πρόκοψαν μόνοι τους, αλλά με τη Χάρη, να μην υπερηφανεύονται κατά των ασθενέστερων. Μήπως υπάρχει αξίωμα καθαρώτερο και φωτεινότερο του αγγελικού; Και όμως, για την έπαρση, ως αστραπή εξοστρακίστηκε από τους ουρανους και δεν του δόθηκε ευκαιρία μετάνοιας! Αχώριστη συντροφιά κάθε ανθρώπου, που μετανοεί και αγωνίζεται, ας είναι η ταπείνωση, που από πολλά μέσα και στοιχεία προκαλείται, αν είμαστε προσεκτικοί. Η μνήμη των παλιών μας σφαλμάτων γίνεται αφορμή να κατεβαίνουμε στο ταπεινό φρόνημα. Δεν είναι άστοχο όμως να μνημονεύουμε και την άλλη ενοχή μας. Ότι προδώσαμε όλα όσα υποσχεθήκαμε στο άγιο Βάπτισμα, ώστε με ταπείνωση να παρακαλούμε το Θεό. Σε αυτό μας παρακινεί ο μέγας Παύλος παρ όλη την ύψιστή του αγιότητα. «Ουκ ειμί ικανός», λέγει, «καλείσθαι απόστολος» (Α Κορ. ιε, 9) και πάλι: «Τον πρότερον όντα βλάσφημον και διώκτην και υβριστήν» και «ο Κύριος ήλθεν αμαρτωλούς σώσαι ων πρώτός ειμι εγώ» (Α Τιμ. α, 15).
Μετά από αυτήν τη σύγκριση τι απομένει σε μας τους πράγματι ευτελείς, παρά να είμαστε ταπεινοί «ψυχή και σώματι» και στο φρόνημα και στο θέλημα, και στα λόγια και στις σκέψεις και ολοκληρωτικά «έσωθεν και έξωθεν», άφου ο Κυριος «υπερηφάνοις αντιτάσσεται και ταπεινοίς (μόνο) δίδωσι χάριν» (Ιακ. δ, 6).
Ο πόλεμος του εχθρού δεν είναι μονομερής και μονόπλευρος. Δεν έχει στο νου του μόνο τα σωματικά πάθη και την ατονία του δύστηνου σώματος και τα υπόλοιπα, που καθημερινά ερμηνεύουμε. Όταν το κοινόβιο έχει σταθερή οργάνωση και προλαμβάνονται οι ραδιουργίες του εχθρού, τότε ετοιμάζει νέου είδους πόλεμο, που μόνο η δική του κακουργία επινοεί. Φέρνει στις μνήμες των αδαών και αφελέστερων ή και βαθιά εγωιστών τη ζωή των ερημιτών και ησυχαστών, ως δήθεν αληθινών μοναχών, που με τη μεγάλη τους φιλοπονία και άσκηση περισσότερο προοδεύουν. Η προβάλλει ακόμα τον Ηγούμενο και το Γέροντα, ως σκληρό και χωρίς διάκριση, η ότι έχει προτιμήσεις σε επουσιώδη συστήματα και προγράμματα και το ένα, που λείπει, το αγνοεί. Και γενικά παρουσιάζει όσα η διαβολική πονηριά του γεννά, με σκοπό να ξεκόψει το πρόβατο από τη μάντρα. Τα υπόλοιπα είναι εύκολο να τα πετύχουν οι δαίμονες.
Στην ευτελή και μακροχρόνια ζωή μου, ως μοναχού, δεν είδα ούτε άκουσα αποχώρηση προσεκτικού και ευλαβούς μοναχού από τη μονή του, που ασφαλώς η θεία πρόνοια τον οδήγησε. Είδα όμως απρόσεκτους, απρογραμμάτιστους και ακατάστατους, να μην πω και αμελείς, οι οποίοι εγκατέλειψαν τη μονή τους, με πρόφαση τη φυγή τους για προκοπή, που δεν απέδειξαν ότι τους ενδιέφερε.
Κάποτε, και σε μένα τον ταλαίπωρο, συνέβηκε κάτι παρόμοιο, όταν ζούσε ο αγιώτατός μου Γέροντας. Με απασχολούσε δήθεν, αυτός ο λογισμός. Ήθελα να φύγω, γιατί φανταζόμουν ότι το κλίμα της Παλαιστίνης ήταν καλύτερο για την άσκηση, γιατί ήταν θερμό, ενώ το αθωνικό ήταν παγερό. Στο βάθος όμως δεν ήταν αυτό, όπως αργότερα διαπίστωσα, αλλά αρχικά ήταν δυσδιάκριτο. Σε κάτι με μάλωσε ο Γέροντας, ή κάτι έκανε, μπροστά στους συνάδελφούς μου, που μου φάνηκε υποτιμητικό. Ήταν όμως δυσδιάκριτο στην ώρα του πολέμου. Πρίν έρθω στον Αθωνα επισκέφτηκα την Παλαιστίνη και έμεινα τέσσερεις μηνες. Μου προσφέρθηκαν διάφορες θέσεις και είχα και διάφορες προτάσεις, όχι γιατί υπήρχε εκεί πνεύμα ενδιαφέροντος για τη σωτηρία, αλλά για να καλυφτούν μεγάλες ανάγκες, έταζαν λαγούς με πετραχήλια. Πίεσα τον εαυτό μου να το πω στο Γέροντα, γιατί στην αρχή το έκρυβα. Ο Γέροντας μάλλον με προκάλεσε, γιατί αισθανόταν ότι κάτι με απασχολεί. Μολις του το είπα, γέλασε χαϊδευτικά και μου είπε. «Πόσο ευτυχής θα ήμουν, αν είχα ένα τέτοιο μαθητή άξιο προαγωγής, που εγώ δεν μπορώ να την προσφέρω. Θα σε πήγαινα εγώ εκεί που θα ήταν η προκοπή σου, αφού αυτό εύχομαι και νοσταλγώ! Είσαι βέβαιος ότι τελείωσες την εδώ μαθητεία σου και εγώ αδυνατώ να σε βοηθήσω; Εάν είναι έτσι τότε η απαίτησή σου είναι δίκαιη».
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει με στοργή την απάντηση και ο λογισμός της φυγής εξαφανίστηκε τελείως, ώστε ούτε θυμόμουνα ποτέ ότι τον είχα.
ΚΑΤΗΧΗΣΗ 19η
Πρακτικές νουθεσίες και περί θείας δικαιοσύνης
Αδελφοί και πατέρες, όσοι θέλουν να μαθητεύσουν στην πατερική μας παράδοση, η οποία πραγματοποιεί την αληθινή μεταμόρφωση, οφείλουν να έχουν, ως καλή αρχή, τη λογική και ορθή ρύθμιση των ηθών, την ευπρέπεια στην εμφάνιση και το εύσχημο του χαρακτήρα. Αυτά μαρτυρούν την εσωτερική διάθεση και τον πόθο του καθενός. Το βλέμμα, το βάδισμα, η φωνή, το γέλιο, η συναναστροφή και οι ομιλίες, όλα μαρτύρονν και είναι κριτήρια, που δείχνουν τι άνθρωπος προτιμά και επιδιώκει να είναι ο καθένας. Αυτός ο άνθρωπος απέδειξε ότι είναι κύριος του εαυτού του και επομένως η πρόθεσή του να καταξιωθεί και της θείας Χάρης είναι δικαιολογημένη. Πως είναι δυνατό να πιστεύει κανείς ότι θα τύχει πνευματικής ελευθερίας με τη βοήθεια της Χάρης, αφού ο ίδιος δεν προσπαθεί να είναι ελεύθερος, αλλά είναι υπεύθυνος κάθε αταξίας και ακαταστασίας;
Η αχαλίνωτη διάχυση στη συμπεριφορά και η υποδούλωση γενικά στην ακαταστασία, σημαίνει δουλεία και αιχμαλωσία στά πάθη, που με μια λέξη λέγονται αμαρτία. Και «εν σώματι καταχρέω αμαρτίας Θεός ουκ εισελεύσεται, ει δε και εισελεύσεται ταχέως εξελεύσεται» (πρβλ. Σοφ. Σολ. α, 4). Δεν προκύπτει καμμιά ωφέλεια, ούτε ενοίκηση της Χάρης στο χαρακτήρα του ακατάστατου και αυτού που ζεί χωρίς ρυθμό και τάξη, όσο και αν μετρά τις περιόδους και την άσκοπη σπατάλη τον χρόνου.
Όσο και αν επικράτησε η κακή συνήθεια στο χαρακτήρα του ανθρώπου, σε ποσότητα η σε χρόνο, δεν δυσκολεύεται η παντοδύναμη Χάρη του Θεού να την ξεριζώσει και να την καταργήσει, αν το θέλει αληθινά αυτός που πάσχει. Για το σκοπό αυτό ήλθε ο Κύριος στον κόσμο μας. Για να σώσει τους εμπαθείς, αρρώστους και αμαρτωλούς. Όσο μεγαλύτερο είναι φυσικά το τραύμα, έχει ανάγκη φροντίδας και περιποίησης για περισσότερο χρόνο. Επομένως δεν πρέπει να αποθαρρύνονται οι βαθύτερα τραυματισμένοι. Ο παράλυτος βρισκόταν τριανταοκτώ χρόνια κοντά στην κολυμβήθρα της Βηθεσδά και με την παρουσία του Ιησού αυτόματα θεραπεύτηκε. Γιατί σε ανάπαυση καλεί ο πανάγαθος σωτήρας «τους κοπιόντας και πεφορτισμένους» (Ματ. ια, 28) και της ανιούσας μορφής και της κατιούσας, στα ψεκτά πάθη και τις συνήθειες. Ο ίδιος μας προσκαλεί και γι αυτό δεν πρέπει να αποτύχει ο άνθρωπος στην πατρική αυτή πρόσκληση. Και θα το πετύχει με τη Χάρη του Χριστού, αν σταθερά αποφασίσει να απορρίψει την ολέθρια αμέλεια και την περιφρόνηση, σ αυτό το έργο η πρόνοια συνεχώς τον διεγείρει.
Αν και κατά τη φυση όλοι οι άνθρωποι είναι ίδιοι, υπάρχει, κατά τους νόμους της θείας πρόνοιας, διαφορά στους χαρακτήρες. Αυτό από πολλους θεωρείται ως η αρχή των συγκρούσεων μεταξυ των ανθρώπων. Οι συνετοί και φρόνιμοι όμως οφείλουν να τις αποφεύγουν, αφού και οι σαρκικοί ακόμη αδελφοί διαφωνούν. Λέει η Γραφή: «Τέλος λόγου το παν ακούεται, τον Θεόν φοβού και τας εντολάς αυτού φύλασσε ότι τούτο πας ο άνθρωπος» (Εκκλ. ιβ, 13). Ο Θεός Λόγος την ανθρώπινη ψυχή, που διαστράφηκε, με την παρουσία του την ειρήνευσε, την αποκατέστησε και της έδωσε, ως φάρμακα θεραπευτικά, τις δικές του εντολές. Αυτές έχουν ως σκοπό να σταματήσουν την παράλογη χρήση των στοιχείων της φύσης, που συνέβηκε μετά την πτώση λόγω της διαστροφής. Ο σκοπός των ανθρώπων στην παρούσα ζωή είναι να αρνηθούν την ιδιοτέλεια και αυταρέσκεια, να υποταγούν ολοκληρωτικά και να τηρούν τις θείες εντολές, που καταργούν την ενέργεια του παράλογου.
Οι μοναχοί έχουν αυτήν την ευχέρεια, εάν ευλαβούνται το σκοπό τους. Αποχωρίζονται από τα πολλαπλά αίτια και με τη συνεχή έπαφη με το Θεό και με τη «φιλόθεον αδολεσχίαν», παίρνουν τη θεία Χάρη, που τους προβιβάζει στην ελευθερία και τους μετατάσσει στη μερίδα των αρετών, δηλαδή στην αρχική κατασκευή της φύσης. Η ζωή του ανακαινιστή της φύσης μας, που μας παραδόθηκε με λόγια και έργα, απασχολεί τη μοναχική μας διαγωγή. Αυτήν αντέγραψαν τα εκατομμύρια των ηρώων της πίστης μας, και οι όσιοι Πατέρες εμάς των μοναχών.
Που θα βρεθεί αφορμή πλεονεξίας ή υποψίας ή θυμού, οργής και μνησικακίας σ εκείνους που αρνήθηκαν τελείως τον εαυτό τους και κανένα πράγμα του κόσμου αυτού δεν τους απασχολεί; Αφού και αυτήν την προσωπική τους ζωή θυσίασαν για την αγάπη και την πίστη αυτού που τους κάλεσε, όπως και αυτός έγινε υπήκοος για τη δική μας σωτηρία.
Χρειάζεται όμως συνεχής προσπάθεια για την ανατροπή τον αντιστρατευόμενου νόμου, που επικράτησε και επιμένει, ως δεύτερη φύση. Ειδικά στους επιρρεπείς στις διαχύσεις και σ αυτούς που δεν θέλουν να πάρουν μέρος στη σωτήρια φιλοπονία, που είναι το νόημα του Σταυρού, στην άρση του οποίου ο Κύριος μας παρακινεί. Επόμενο είναι ότι εκείνος που δεν είναι φιλόπονος, είναι φιλήδονος και όποιος δεν είναι σώφρονας και φρόνιμος, γίνεται μωρός. Και ακολουθεί ο λόγος του Κυρίου: «Ο μη ων μετ εμού κατ έμού εστι και ο μη συνάγων μετ εμού σκορπίζει» (Ματ. ιβ, 3θ). Εάν όλα τα δικά μας ο Κύριος απαιτεί να τα ρυθμίζουμε με αγάπη, γιατί να υπάρχει η ιδιοτέλεια, η ιδιορρυθμία, η επιμονή και η βλακεία της παρακοής; Στον τόπο αυτόν της εξορίας μας, τι χρειαζόμαστε περισσότερο από λίγη τροφή, μερικά κουρέλια για να ντυθούμε και μια ταπεινή στέγη, μέχρι την ώρα του τάφου;
Ο σκοπός αυτών που λέμε, τιμιώτατοι αδελφοί, είναι να αφυπνίσουμε την πρόθεση, που συνήθως κοιμάται και κουράζεται, είτε από πραγματική κόπωση, είτε λόγω της σατανικής κακουργίας. Μη σας κουράζει η εξάρτηση και υποταγή στους προϊστάμενους, όπως είναι η ιερή παράδοση. Αυτή η τάξη και αρμονία υπάρχει και στον ουρανό, όπου αρχές, εξουσίες και δυνάμεις. Τα συστήματα των λογικών υπάρξεων είναιι κοινωνικά και για να υπαρχει αρμονία και ειρήνη στη ζωή, απαιτείται πειθαρχία και τάξη. Μήπως και οι πονηρότατοι δαίμονες δεν έχουν αρχές και εξουσίες, που επιβάλλονται με τη βία, όπως οι Πατέρες μας πληροφορούν με το φωτισμό της Χάρης; Μα και στην άλογη φύση των ζώων, των πτηνών και των εντόμων, και όπου υπάρχει κίνηση και ζωή, δεν συναντούμε πειθαρχία και εξάρτηση;
Γιατί, λοιπόν, ο μοναχός να αντιλέγει και να γίνεται αποστάτης; Πότε θα ξυπνήσουμε και θα αναλάβουμε υπεύθυνα την ανάπλαση και ανάστασή μας; Δεν μας συγκινεί το παράδειγμα του Κυρίου μας, ο οποίος «πάσχων ουκ ηπείλει, παρεδίδου δε τω κρίνοντι δικαίως» (Α Πέτ. β, 23); Εάν « ιώτα εν η μία κεραία ου μη παρέλθη από του νόμου έως αν πάντα γένηται» (Ματ. ε, 18), γιατί να υπάρχει η αυθάδης αντιλογία και αντίδραση; Εάν όλα όσα συμβαίνουν ρυθμίζονται από το θείο θέλημα, δεν νομίζετε ότι όποιος αντιστέκεται κατηγορεί ως λανθασμένη τη θεία οικονομία; Το θείο θέλημα, που με τέσσερεις τρόπους εκδηλώνεται, μένει ακριβώς το ίδιο, από το ρυθμιστή του, ως απαραίτητος κανόνας γεγονότων. Σκοπός του θείου θελήματος, είτε «κατ ευδοκίαν» , είτε «κατ οικονομίαν» , είτε «κατά παραχώρησιν» , είτε «κατ εγκατάλειψιν» είναι η εφαρμογή της θείας δικαιοσύνης σε ποσότητα, ποιότητα και χρόνο. Μόνο η ειλικρινής μετάνοια και διόρθωση του παράλογου, το οποίο προκάλεσε την κρίση, μπορεί να την ανακαλέσει, και όχι ο γογγυσμός, η επίκριση και κατηγορία, η οποία μάλλον αυξάνει την ποινή. «Εν κημώ και χαλινώ τας σιαγόνας αυτών άγξαι των μη εγγιζόντων» (Ψαλμ. λα, 9) σε μετάνοια και επιστροφή. Και στον κόσμο της αδικίας πολλές φορές οι κρατούντες μετέβαλαν την καταδικαστική τους απόφαση, λόγω της ταπείνωσης των ενόχων. Αυτή είναι απαραίτητη σε κάθε συμβατική επιφορά, που επιτρέπει η θεία δικαιοσύνη, και όχι η αντιλογία και ο γογγυσμός. Αυτός ο λαβύρινθος φυσικά δεν έχει θέση, όπου υπάρχει η μακάρια αγάπη και φιλαδελφία, που μας χαρακτηρίζει ως υιούς του Θεού και όχι ως δούλους.
Εάν είχαμε στη ζωή μας, ως δείκτη, την εντολή του Κυρίου μας, «εντέλλομαι υμίν ίνα αγαπάτε αλλήλους καθώς εγώ ηγάπησα υμάς» (Ιω. ιε, 17), δεν θα χρειάζονταν ούτε όροι, ούτε κανόνες, ούτε επιτίμια και όσα συντρίβουν την ανθρώπινη προσωπικότητα. Πως συζούσαν και ευαρέστησαν το Θεό οι χιλιάδες των μοναχών υπό τη σκέπη και πρόνοια των μεγάλων μας Πατέρων, Παχωμίου, Σάββα, Θεοδοσίου και των περίφημων Στουδιτών, των οποίων τα προγράμματα και τους τύπους κρατούμε; Που εκεί ζήλεια, μάχη, αντίσταση και αντιλογία; Ούτε καν ομιλία η κραυγή υπήρχε, ώστε να απορεί κανείς πως συνεννοούνταν σε τόση απέραντη σιωπή;
Γιατί σε μας τόση πτώση, αδιαφορία και αμέλεια, ώστε να νομίζει κανείς ότι είμαστε σαν κατάδικοι σε αγγαρεία; Τολμηρές είναι οι συγκρίσεις μου, αδελφοί, αλλά μάλλον δίνω αφορμή στη φιλοθεΐα σας, για τη θερμότερη ανάληψη των καθηκόντων σας. Δεν αρνούμαστε την ασθένεια της φύσης, ειδικά στους καιρούς μας, ούτε την κόπωση του αδιάλειπτου αγώνα μας, ούτε την κακουργία και λύσσα των δαιμόνων, που ακούραστα μας πολεμούν. Η δύναμη όμως της Χάρης, δεν αφήνει ποτέ όσους την επιζητούν. Όπως ο αγιώτατος Γέροντάς μας, μας πληροφορούσε, στους δικούς μας καιρούς η Χάρη πλησιάζει τους αγωνιζόμενους με λιγώτερη φιλοπονία και αναζήτηση, παρά στους παλαιότερους χρόνους, και αυτό επειδή γνωρίζει την αδυναμία μας και το πλήθος των πειρασμών και αφορμών, που μας περικυκλώνουν.
Με θάρρος, αδελφοί μου ποθεινότατοι, με επιμονή, όσο μικρή και ευτελής κι αν είναι λόγω της δικής μας μικρότητας, και ο πανάγαθος Δεσπότης και σωτήρας μας, που υπόσχεται συνοδοιπορεία και στοργή δεν θα μας αφήσει, αφού ήδη «μεθ ημών εστι» και σ αυτόν ανήκει η δύναμη, με την οποία μέχρι σήμερα σύνεχίζουμε την πορεία μας. Και οι πρεσβείες των Πατέρων μας δεν απουσιάζουν, αφού αυτοί απαλλάχτηκαν από το βάρος του επίγειου κόπου και βρίσκονται κοντά στον Κύριό μας, τον οποίο ντύθηκαν και με τη Χάρη του θεώθηκαν. Δεν μας παραβλέπουν, αφο απέκτησαν τα ίδια χαρακτηριστικά με το πρότυπο και, ως «θέσει Θεοί», μας αγαπούν και μας συμπαραστέκονται, έχοντας και την πείρα της δικής μας δυστυχίας.
ΚΑΤΗΧΗΣΗ 20η
Ο νοητός πόλεμος και η νέκρωση των παθών
Αδελφοί και πατέρες, υπάρχει και προβάλλεται στους καιρούς μας, για να γίνει πιστευτή, μία λανθασμένη άποψη και κριτική, που αφορά το σκοπό και την προσφορά του μοναχισμού. «Βαρειά η καλογηρική και τι προσφέρει;». Ας σχολιάσουμε αυτήν την παράλογη θέση. Και στο παρελθόν και σήμερα, παγκοσμίως, υπάρχουν δραστηριότητες σ όλους τους τομείς και χώρους της πανανθρώπινης ζωής. Κάθε ενέργεια και δραστηριότητα έχει ένα σκοπό και η θυσία που γίνεται αποφέρει το αντίστοιχο κέρδος. Ποια είναι τα κέρδη και των πλέον επιτυχημένων δραστηριοτήτων; Συνήθως είναι υλικές κατακτήσεις και γήινες αξίες. Η χρονική διάρκεια του μεγάλου αυτού κέρδους φθάνει μέχρι του τάφου, αν δεν γίνει νωρίτερα αρπαγή από τους επιτήδειους. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να γίνεται το κέρδος ασήκωτο βάρος και πληγή γι αυτούς που θεωρούνται νικητές.
Η επιτυχία και το κέρδος των μοναχών δεν μπορεί να συγκριθεί με το παραπάνω, γιατί είναι πνευματική και αιώνια. Ο μικρός αυτός αγώνας των μοναχών, γιατί μικρή είναι και η διάρκεια της ζωής, δεν μπορεί να συγκριθεί, γιατί το κέρδος είναι θεοειδές και χρονικά αιώνιο.
Όσοι αγωνίζονται και κουράζονται μέσα στον κόσμο, προσπαθούν να ευαρεστήσουν άλλους και φαίνονται ότι έχουν κάποια οφέλη, τα οποία κερδίζουν μερικές φορές και με εξευτελισμούς.
Οι μοναχοι καμμιά δουλειά η υπηρεσία η εξαγορά δεν προσφέρουν σε κανένα. Καταργούν, με το μικρό τους αγώνα, τα έργα και συστήματα του παράλογου βιώματος και φρονήματος, και απαιτούν από τη Χάρη δωρεάν εξυγίανση και ισορροπία των φυσικών τους ιδιοτήτων, που έχασαν με τη συντριβή της πτώσης. Αφού με τη Χάρη αφαιρέσουν την παραχάραξη της διαστροφής, επανέρχονται στη φυσική κατάσταση του «κατ εικόνα και καθ ομοίωσιν» και εισέρχονται δικαιωματικά στους κόλπους τον ουράνιου Πατέρα και χαίρονται αιώνια, ως θεοί κατά Χάρη, όσα ο Θεός και Πατέρας τους ετοίμασε «προ καταβολής κόσμου».
Παρακαλούμε τους φιλομαθείς να κάνουν τη σύγκριση και να μας αποδείξουν αν αληθεύουν οι συκοφαντίες των κατηγόρων, που παρουσιάζουν τους μοναχούς ότι πλανήθηκαν και αδικούνται από την κακή επιλογή και προτίμησή τους.
Βέβαια στερούνται οι μοναχοί με την εκλογή που έκαναν. Τι όμως; Στερούνται την επαίσχυντη σπατάλη και κατάχρηση. Την άχρηστη απώλεια του πολύτιμου χρόνου, τις συγκρούσεις και φιλονικίες, τα ψέμματα και τις συκοφαντίες, την αρπαγή περισσότερου «μαμωνά» και τις ελεεινές και άσκοπες επιδείξεις.
Στην πάλη κατά των παθών και του παράλογου υπάρχει λεπτομέρεια και σκληρός αγώνας και εδώ συνιστώ την προσοχή των φιλοπόνων. Δεν είναι μόνα τα πάθη και οι συνήθειες και αυτοί ακόμα οι δαίμονες με την πείρα των χιλιάδων χρόνων. Είναι και ο χαρακτήρας μας και η βιαιότητα της προηγούμενης ένοχης ζωής. Εξαιτίας όλων αυτών χρειάζεται πολλή προσοχή, γιατί τα μικρά πάθη και οι συνήθειες, ως δεύτερη φύση, δεν δαμάζονται εύκολα, και η συνεχής παρουσία της φαυλότητας προκαλεί αποθάρρυνση και απογοήτευση. Ειδικά στα τελευταία οι δαίμονες πολύ οχυρώνονται και επιμένουν. «Ενεπάγην εις ιλύν βυθού και ουκ έστιν υπόστασις» (Ψαλμ. ξη, 2) και «ωδίνες Αδου περιεκύκλωσάν με» (Ψαλμ. ιζ, 5). Αυτά αναφέρονται για την απόγνωση. «Ώδε η σοφία εστίν» (Αποκ. ιγ, 18) και η σύνεση.
Δεν θα υποχωρήσουμε, τιμιώτατοι αθλητές και αδελφοί, αλλά θα επιμείνουμε και θα επανέλθουμε και δεν θα οπισθοχωρήσουμε. Δεν είμαστε υποχείριοι κανενός. Είμαστε υιοί του Πατέρα μας και όσες φορές κι αν επιστρέψουμε μετανοημένοι, μας αναμένει. «Εξέρχεται εις υπάντησιν» και κρατά στα χέρια «την πρώτην στολήν» και «υποδήματα εις τους πόδας», κατά την παραβολή του «Ασώτου και όλα αυτά για τη δική μας σωτηρία και είσοδο στην πατρική κληρονομιά. Περιφρονήστε τις κραυγές της απόγνωσης. Στο Θεό αμαρτάνουμε, στο Θεό δίνουμε απολογία.
Πολλές φορές η μητέρα Χάρη, επειδή πολύ την προσβάλαμε με την προδοσία μας, μας αφήνει για λίγο αβοήθητους και απαρηγόρητους. Ο σκοπός είναι να κερδίσουμε ως λάφυρο, με την πείρα, την αυτογνωσία και την ταπείνωση, για τη δική μας ασφάλεια και προκοπή. Αν και συμβαίνει πολλές φορές να πέφτουμε, δεν θα πάψουμε να σηκωνόμαστε, ξανά και ξανά, για να μη θεωρηθούμε λιποτάκτες, αφού δεν είμαστε από πρόθεση τέτοιοι, όσο και αν οι δαίμονες μας κατηγορούν. Ο Κύριος μας ενθαρρύνει: «Θάρσει, έγειρε» (Μάρκ. ι, 49) και θα σωθείς και στον κορυφαίο τον απόστολο όρισε να συγχωρεί αυτούς που μετανοούν «έως εβδομηκοντάκις επτά», δηλαδή απεριόριστα.
Όλα όσα είπαμε αναφέρονται στους αδύνατους, τραυματίες και αιχμάλωτους, που υπάρχουν μέσα στη διεστραμμένη γενιά μας, για να μην οπισθοχωρήσουν. Δεν συνιστούμε όμως τη φιλανθρωπία του Θεού, ως αφορμή ραθυμίας και χλιαρότητας.
Το φρόνημα ψηλά, «άνω σχώμεν τας καρδίας» και τα νοήματα και τα κινήματα, γιατί το ελατήριο των κινήσεών μας είναι η αυτοθυσία για την αγάπη του Κυρίου μας. Όπως αυτός « αγαπήσας τους ιδίους εις τέλος ηγάπησεν αυτούς» (Ιω. ιγ, 1), έτσι και μεις ό,τι καλό έχουμε στη φύση μας, αποτέλεσμα της θείας αγάπης, ανήκει στο δοτήρα του και σ αυτόν πάντοτε θα προσφέρεται. « Τα σα εκ των σων σοι προσφέρομεν». Κερδισμένοι πάλι είμαστε εμείς, εφόσον «εν ω μέτρω μετρά τις αντιμετρηθήσεται αυτώ» (πρβλ. Ματ. ζ, 2). Αρα η προσφορά και η θυσία επανέρχεται σε μας και ο ανενδεέστατός μας Κύριος και Δεσπότης τίποτε δεν απαιτεί.
Να μην παραξενεύονται οι αγωνιζόμενοι για τη σωτηρία τους, όταν βλέπουν να εμφανίζονται πόλεμοι με παράλογες έννοιες και κρούσεις, από πράγματα ή πρόσωπα, που αισθητά απουσιάζουν από το περιβάλλον τους. Μπορούν να το κάνουν αυτό και οι εμπαθείς μνήμες μόνες τους, αφού βρίσκονται τυπωμένες στην οθόνη της φαντασίας από το παρελθόν και ελέγχουν το παθητικό μέρος της ψυχής, που βρίσκεται κάτω από την επιρροή και την αιχμαλωσία τους. Ο σκοπός του αγώνα είναι να παραμεριστούν όσα βοηθούν στην ανάμνηση προσώπων, πραγμάτων και σχημάτων, γιατί ο άνθρωπος είναι θύμα της επιρροής και παρασύρεται.
Η νέκρωση των παθών επιβάλλεται απαραίτητα. Αυτό γίνεται μέσα από τα πρακτικά έργα της εγκράτειας, της αλληλεγγύης, της κόπωσης και της ευχής. Η Γραφή διατάζει την εργασία αυτήν ως βάση και θεμέλιο. «Νεκρώσατε ουν τα μέλη υμών τα επί της γης» (Κολ. γ, 5). Και ερμηνεύει λεπτομερέστερα ο Παύλος: «οι δε του Χριστού την σάρκα εσταύρωσαν συν τοις παθήμασι και ταις επιθυμίαις» (Γαλ. ε, 24). Όταν τα πάθη νεκρωθούν και εκλείψουν μαζί με τις επιθυμίες, που είναι όλο το σύστημα του παλαιού ανθρώπου, το φρόνημα της σαρκός, τότε παίρνουμε το Σταυρό και ακολουθούμε το Χριστό. Τη νέκρωση των παθών θα ακολουθήσει η φανέρωση της κρυμμένης «εν Χριστώ» ζωής.
Όσοι όμως θέλουν να υποτάξουν πρακτικά τη σάρκα, δεν πρέπει να νυστάξουν ή να παραμελούν, και επομένως να μην «ποιούν αυτής πρόνοιαν εις επιθυμίαν» (Ρωμ. ιγ, 14). Εάν για λίγο νυστάξουμε, τότε αυτή δίκαια απαιτεί τα δικά της. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι ο καθολικός μας σκοπός είναι η επιμέλεια της καθαρότητας. Το θεμέλιο της καθαρότητας είναι η σωφροσύνη. Όταν παρατείνεται η ιερώτατη αυτή εργασία, θα καρποφορήσει την αγνότητα, που η τελειότητά της χαρακτηρίζεται, από τους Πατέρες, ως απάθεια. Για να επιτευχθεί αυτός ο άθλος απαιτείται δουλαγωγία και φίμωση της σάρκας, τόσο στη δίαιτά της, όσο και στις υπόλοιπες διαχύσεις, που προκαλούν το σκορπισμό. Τότε ελεύθερα εισβάλλουν τα πάθη. Και τα παλιά, που πολεμήσαμε και κατά κάποιο τρόπο δαμάσαμε εν μέρει, και τα καινουργια που συσσωρεύει η απρόσεκτη ζωή της διάχυσης. Απαραίτητα και επωφελέστατα μέσα είναι ο ταπεινός λογισμός σε όλα, γέννημα της αυτομεμψίας, η επίμονη προσευχή και η συγκράτηση του νου που μετεωρίζεται.
Στους κοινοβιάτες αδελφούς δεν είναι δυσκολη η προκοπή, εάν λίγο προσέχουν και δεν αθετούν ή παραβιάζουν αυτό που ξεκίνησαν με την αποταγή και υπακοή, η οποία αποτελεί ρίζα και βάση της αρχής τους. Ποιό πάθος η ενόχληση σταματά την πορεία και αγωνιστικότητα του υποτακτικού, αφού δεν έχει τίποτα δικό του, ούτε γνώμη, ούτε θέλημα, ούτε κρίση, αλλά εξαρτάται από το νεύμα και το στόμα του προϊστάμενου Γέροντα; Τι ευκολώτερο πράγμα για τη ζωή του ανθρώπου από το να έχει αμεριμνία και άλλοι να νοιάζονται, όχι μόνο για τις γενικές ευθύνες, αλλά και για τη δική του ζωή, αφού με αληθινή υποταγή και υπακοή ακολουθεί αγόγγυστα ό,τι τον διατάξουν;
Πόσο νοσταλγώ τις προηγούμενες μέρες, που πολλή άθληση υπακοής και αυταπάρνησης υπομείναμε και ο Κύριος «τον χειμμάρουν της τρυφής αυτού» (Ψαλμ. λε, 9) είχε στραμμένο στην ταπεινή μας ψυχή! Με πόση νοσταλγία ανέμενα να ακούσω την εντολή του Γέροντα και ορμούσα με όλη μου την προθυμία, χωρίς ποτέ καμμιά επίκριση, η αμφιβολία, ή σχόλιο, ή δειλία, ή «εάν» ή «μήπως»! Δεν υπερβάλλω, όταν λέγω ότι για πολλές μέρες και μήνες ήμουν συνεχώς γεμάτος ιδρώτες, χωρίς να αισθάνομαι καμμιά ενόχληση η έγνοια γι αυτό. αφού πολλές φορές και ο νόμος της βαρύτητας ήταν ανεπαίσθητος, γιατί όλα τα συμπλήρωνε και τα ανακούφιζε η μαρτυρική χάρη της υπακοής και αυταπάρνησης. Όταν άκουα το σεβαστό Γέροντα να προστάζει, επιθυμούσα να αποταθεί και σε μένα και ας ήταν η ώρα της ανάπαυσής μου, μετά από πολύωρη και κοπιαστική υπηρεσία. Αλλά, γιατί η αφροσύνη μου με πλανά να φαντάζομαι τα παρελθόντα, αφού τώρα είμαι ένα άχρηστο και ελεεινό υποκείμενο, βάρος στους άλλους, αντί να συντελώ στην άρση του Σταυρού της αδελφότητας;
Εύχομαι η πρόθεσή σας και ο ευσεβής σας πόθος, να συνεχιστεί με τη γενναιότητα της αυταπάρνησης και φιλοπονίας. Να θυμάστε τους άγιους μάρτυρες, που όχι μόνο κοπίαζαν, αδικούνταν και διώκονταν, αλλά και με φρικτά βασανιστήρια τελείωναν αγόγγυστα τη ζωή τους. Και τι ήταν τα σύντομα βάσανα, αδελφοί μου, προς τη μελλοντική δόξα, που ο Κύριος τους ετοίμασε; « Υμείς εστε οι διαμεμενηκότες μετ εμού εν τοις πειρασμοίς μου» (Λουκ. κβ, 28). Αφού εμένα με δίωξαν και με σταύρωσαν, και. σας θα κατατάξουν στο δικό μου κλήρο και εγώ θα παραθέσω τράπεζα, «ίνα εσθίητε και πίνητε... εν τη βασιλεία μου» (Λουκ. κβ, 30). Και των πνευματικών μας όμως προγόνων, των οσίων μας Πατέρων, οι κόποι και οι ιδρώτες όσοι και αν ήταν, ως διαρκέστεροι των μαρτύρων, δεν τελείωσαν; Δεν βρίσκονται τώρα γύρω από το θρόνο του Κυρίου μας, και μετέχουν στις θεοειδείς αμοιβές, που ο ίδιος υπόσχεται σε όσους τον ακολουθούν; «Χαίρετε», λέει, «και αγαλλιάσθε, ότι ο μισθός υμών πολύς εν τοις ουρανοίς» (Ματ. ε,12). Και ο Παύλος που τις γνώρισε, μας είπε ότι δεν περιγράφονται από κτιστή φύση, ως ασύγκριτες.
Με θάρρος και πίστη, ο καθένας μας, ας προσπαθεί εκεί που βρίσκεται. Είτε στη διακονία, είτε στην ακολουθία, είτε στη φροντίδα της διοίκησης, είτε στη φιλοξενία, να είναι συνεπής στην αποστολή του, για να ακούσουμε όλοι μαζί «ευ, δούλε αγαθέ και πιστέ... είσελθε εις την χαράν του κυρίου σου» (Ματ. κε, 21).
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου