Βατοπεδινές Κατηχήσεις
Γέροντος Ιωσήφ
Κατήχηση 1η
Αποταγή και ξενιτεία
Αδελφοί και πατέρες, γράφει ο Απόστολος Παύλος για τον εαυτό του και το μεταφέρω και εγώ στην ευτέλειά μου- «σε μένα δεν είναι οκνηρό σε σας όμως είναι ασφαλές» (Φιλ. γ΄, 1), να υπενθυμίζω συνεχώς το σκοπό της σωτηρίας μας, αφού αυτός είναι και ο προορισμός μας.
Η αφετηρία μας κατά τη Γραφή και τη γνώμη των Πατέρων μας, είναι η αποταγή, η ξενιτεία, η αναχώρηση. Και δικαίως αφού ο Κύριός μας, μας τονίζει: «Πας εξ υμών, ος ουκ αποτάσσεται πάσι τοις εαυτού υπάρχουσιν, ου δύναται είναι μου μαθητής» (Λουκ. ι΄ 33). Τα υπάρχοντά μας κατά τη διπλή μας υπόσταση- είναι και αυτά διπλά. Αλλα ανήκουν στον κόσμο των πραγμάτων και άλλα ανήκουν στον κόσμο των νοημάτων.Και τα πρώτα του κόσμου των πραγμάτων και των υλών- και αυτόν ακόμη το δεσμό της συγγένειας, με τη Χάρη του Χριστού, τα αφήσαμε. Μένουν τώρα σε μας οι λεγόμενες «προλήψεις», δηλαδή τα νοήματα του κόσμου των πραγμάτων και των υλών.
Το κύριο μέσο και όργανο της επαφής και επικοινωνίας με τον κόσμο μας είναι ο νους. 'ρα αν θέλουμε να ανασυρθούμε από την πτώση και αιχμαλωσία του παλαιού ανθρώπου, η προσπάθειά μας πρέπει να στραφεί στον έλεγχο και την τήρηση του νου.
Ως προς τα πράγματα του κόσμου, τα οποία προκαλούν και ερεθίζουν, επειδή τα εγκαταλείψαμε, έχουμε σχετική ελευθερία. Ως προς τα νοήματα και τις μνήμες όμως, που είναι τυπωμένα στη φαντασία, χρειάζεται διανοητική εργασία και αγώνας για να απαλλαγούμε απ αυτά. Γι αυτό όταν οι παλαιοί φιλόσοφοι ρώτησαν τον πρώτο μας αρχηγέτη και γενάρχη Αββά Αντώνιο «τι περισσότερο κάνετε σεις σαν μοναχοί» έλαβαν την απάντηση: «Ημείς νουν τηρούμεν», πράγμα που ομολόγησαν ότι δεν μπορούσαν να καταφέρουν.
Τα δυό στοιχεία τα οποία συνιστούν την ανθρώπινη φύση η ψυχή και το σώμα- αλληλοεξαρτώνται και αλληλοεπιδρούν και στην πρόοδο και στην ήττα, και στη ζωή και στο θάνατο. «Τις σοφός και φυλάξει ταύτα και συνήσει τα ελέη του Κυρίου;» (Ψαλμ. ρστ΄ 43).
Οι θεοφόροι και θεόσοφοι Πατέρες μας, που χάραξαν με το φωτεινό τους παράδειγμα το σωτήριο αυτό δρόμο της κατά Θεό πορείας, στην οποία βρίσκεται η κάθαρση, ο φωτισμός, η ανάπλαση και σωτηρία, μας ενθαρρύνουν σ αυτή για να μην αποθαρρυνόμαστε όταν αισθανόμαστε κόπωση και παράξενα συναισθήματα. Τα περισσότερα από τα συναισθήματα αυτά οφείλονται στην απειρία μας και γι αυτό χρειάζεται επιμονή και καρτερία ώστε να μην υποχωρούμε στην πρόθεση και τον προγραμματισμό, γνωρίζοντας ότι το προκείμενο στάδιο δεν είναι σκέψη και απόφαση ανθρώπου, αλλά μάλλον αποκάλυψη, πρόσκληση και ευδοκία αυτού που καλέι «τα μη όντα εις όντα». Είναι επίνοια και βουλή αυτού που είπε και πάντοτε λέει: «Ουχ υμείς με εξελέξασθε, αλλ εγώ εξελεξάμην υμάς, και έθηκα υμάς ίνα υμείς υπάγητε και καρπόν φέρητε» (Ιω. ιε΄ 16). Και πάλι: «Ουδείς δύναται ελθείν προς με ει μη ο πατήρ ο πέμψας με ελκύση αυτόν» (Ιω. στ΄ 44).
Έχοντας ισχυρή βάση και θεμέλιο της ιερής μας προσέλευσης, ότι είμαστε κατά κάποιο τρόπο «θύματα της θείας παναγάπης», γιατί μας έχει προσκαλέσει ο ίδιος ο Κύριος για να πάρουμε μέρος έμπρακτα και θεάρεστα, ας μη λυγίσουμε, ας μη μικροψυχήσουμε, ας μη νυστάξουμε, ας μην υποδουλωθούμε στα δαιδαλώδη πανουργεύματα του εχθρού μας, γιατί «μείζων εστίν ο εν υμίν» -αυτός που έχει όλη την εξουσία- «η ο εν τω κόσμω» (Α΄ Ιω. δ΄, 4), ο πονηρός δραπέτης των ουρανών.
Με προθυμία και με όλη τη θέλησή μας, ας γίνουμε σαν τους επαινετούς εκείνους δούλους του Ευαγγελίου, που αναμένουν συνεχώς και άγρυπνα τον Κύριό τους. Ας επιστρατεύσουμε όλες τις δυνάμεις, του σώματος και της ψυχής, με την πράξη και τη θεωρία στον επιδιωκόμενο στόχο και σκοπό.
Δίκαι προηγείται η πρακτική με τα εξωτερικά μας μέλη και τις αισθήσεις, αφού και κατά τη δημιουργία μας το πήλινό μας σώμα κατασκευάστηκε πριν την ψυχή. Η έννοια και μορφή της νέας μας ιδιότητας και αγωγής είναι η πρακτική μετάνοια, αφού πρώτο μας ιδίωμα το «κατ εικόνα και ομοίωσιν»- συντρίφτηκε με την πτώση.
Ευλογητός ο Θεός, που με το πολύ του έλεος ανέχτηκε την επιστροφή και τη θεραπεία μας με τη μετάνοια και άρα όλη μας η προσπάθεια, θέληση και σπουδή ισόβια θα εκφράζεται με αυτήν.
Η πρώτη απόδειξη της θέλησής μας αυτής έγινε με την αποταγή, αφού τα αφήσαμε όλα και ακολουθήσαμε αυτόν, που μας κάλεσε. Η τυπική όμως απάρνηση του κόσμου, χωρίς την ολοκληρωτική απάρνηση των θελημάτων, νοημάτων, επιθυμιών και συστημάτων του κοσμικού φρονήματος, δεν μας απαλλάσσει από τα δεσμά του παλαιού ανθρώπου στον οποίο βρίσκεται όλο ο «αντιστρατευόμενος νόμος της διαστροφής», που είναι φυτεμένος στα μέλη μας.
«Ου πας ο λέγων μοι Κύριε, Κύριε εισελεύσεται» (Ματ. ζ΄, 21), λέγει ο Κύριος, αλλά μόνον «ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς» Ιω. ιδ΄, 21). Και όντως αυτός είναι ο ακριβής όρος και νόμος της μετάνοιας.
Μια καλή αρχή, σαν βάση της ιερής μετάνοιας, ας γίνει από αυτά τα τρία θεμέλια. Της απλότητας και ακακίας, της νηστείας και της σωφροσύνης.
Ω μακάρια απλότητα, αθωότητα και ακακία!
Πόση δύναμη έχεις, πόση επιβολή, πόση βοήθεια δίνεις στο ενάρετο πεδίο της προκοπής αλλά και πόση συντριβή εξουθένωση και ήττα των σατανικών προσβολών και επιτηδευμάτων προσφέρεις! Αυτήν την ακακία, αθωότητα και απλότητα μακάρισε ο Κύριος στα «παιδία» και τη θεώρησε ότι εισάγει στη βασιλεία του. «'φετε τα παιδία έρχεσθαι προς με,... των γαρ τοιούτων εστίν η βασιλεία του Θεού. Αμήν λέγω υμίν, ος εάν μη δέξηται την βασιλείαν του Θεού ως παιδίον, ου μη εισέλθη εις αυτήν» (Μαρκ. ι΄ 14 15).
Ως εύκολο τρόπο προβάλαμε την απλότητα και ακακία την οποία γεννά η πίστη. Αλλωστε «δια πίστεως περιπατούμεν, ου δια είδους» (Β΄ Κορ. ε΄, 7). Μήπως αμφιβάλλει κανείς ότι με την πίστη βαδίζουμε και άρα δεν ζητούμε αποδείξεις;
Ποιός μας χάρισε το δώρο της αποταγής και αυταπάρνησης, ώστε να βρισκόμαστε μακρυά από τα κοσμικά συστήματα εξόριστοι στις ερήμους; Να λοιπόν, που είμαστε θύματα της πίστης προς το σωτήρα μας «ότι αυτώ μέλει περί υμών» (Α΄ Πέτ. ε΄, 7). Ποτέ να μη λείπει αυτή η πίστη απ αυτόν, που θέλει να σωθεί. Αυτή η πίστη είναι ο στύλος το στήριγμα στην ψυχή που σηκώνει όλο το βάρος της περιεκτικής φιλοπονίας, που είναι το κύριο νόημα ολόκληρης της αγωνιστικότητας.
Το δεύτερο στοιχείο του τρίπτυχου, είναι η νηστεία. Πως μπορούμε να περιγράψουμε τη δύναμη και ιδιότητα αυτού του πανίσχυρου όπλου; Αλλωστε δεν είναι και το πρώτο, που παρέδωσε και δίδαξε ο Κύριός μας, στον πνευματικό αγώνα; «Δια βρώσεως εξήγαγε του Παραδείσου ο εχθρός τον Αδάμ». Με τη νηστεία χαράζει την αρχή της πάλης ο Χριστός μας. Η μητέρα του θανάτου ηδονή, δεν αρχίζει απ εδώ τον όλεθρόν της με πρόβαση τη βιολογική μας σύσταση και μας κατρακυλά στη μεριά της κτηνωδίας; Εάν η γαστριμαργία χαρακτηρίζεται ο γίγαντας των παθών, ποιο άλλο μέσο θα δαμάσει αυτόν τον κίνδυνο; Πόσο εύστοχα ο προφήτης Δαυΐδ αντιμετωπίζει αυτόν τον πόλεμο! «Εγώ δε εν τω αυτούς (τους δαίμονας) παρενοχλείν μοι, ενεδυόμην σάκκον, και εταπείνουν εν νηστεία την ψυχήν μου και η προσευχή μου εις κόλπον μου αποστραφήσεται» (Ψαλμ. λδ΄, 13). Το επωφελέστερο μέσο και μέτρο αυτών που αγωνίστηκαν μέσα στους αιώνες και αυτών που συνεχίζουν την ίδια πνευματική πορεία ήταν η νηστεία. Από την ιερώτατη αυτή αρετή ξεκίνησαν και με αυτήν τελειώθηκαν. Δίκαια λέγεται ότι ο «αγωνιζόμενος πάντα εγκρατεύεται» (Α΄ Κορ. θ΄, 25).
Το τρίτο στοιχείο του τριπτύχου είναι η σωφροσύνη. Εκεί βρίσκεται η αγνότητα και ισάγγελη πολιτεία. εδώ θα σχολιάσουμε μια ιδαίτερη ιδιότητα ή καλύτερα τελειότητα της ισάγγελης αυτής διαγωγής. Είναι φανερό ότι ο Θεός είναι αγάπη και με την αγάπη δημιούργησε και προνοεί για όλα. Και του ιδίου Υιού ουκ εφείσατο» για την ανάπλαση και αποκατάστασή τους.
Ως αγάπη, ή μάλλον παναγάπη, ο Θεός με αγάπη λατρεύεται και ευαρεστείται. Γι αυτό απαιτεί ολοκληρωτική αγάπη «εξ όλης ψυχής, καρδίας, διανοίας και ισχύος» (Μαρκ. ιβ΄, 30). Για να εφαρμοστεί απόλυτα η σύσταση αυτής της αγάπης, δεν μπορούμε να διαμοιράζουμε τη γενική μας αγάπη σε κανένα άλλο στοιχείο όσο και αν μας φαίνεται αναγκαίο ή σπουδαίο. 'λλωστε το ίδιο μέτρο εφαρμόζει και ο Θεός ο οποίος «αγαπήσας τους ιδίους τους εν τω κόσμω εις τέλος ηγάπησεν αυτούς» (Ιω. ιγ΄, 1).
Τα τιμιώτερα μέλη, για μας τους μοναχούς, που δικαιούνται την εκδήλωση της αγάπης μας είναι ασφαλώς οι γονείς, οι παράγοντες της ύπαρξής μας.
Ως πρότυπο της ολοκληρωτικής αγάπης προς το Θεό έχουμε μόνο τον Κύριό μας Ιησού Χριστό. Στις ευαγγελικές διηγήσεις βλέπουμε ότι αποδεδειγμένα εφάρμοσε αυτήν την τελειότητα της αγάπης προς αυτόν. Ουδέποτε ο κύριος εκδηλώνει, έστω και κατ ελάχιστο, σε κανένα άλλο πράμγα ή πρόσωπο τρυφερότητα και αγάπη, ούτε και σ αυτήν ακόμη τη μητέρα του, που όχι μόνο ήταν κατά άνθρωπο μητέρα, αλλά και το τελειότερο πλάσμα απ όλα τα λογικά του κτίσματα. Και όμως ο Κύριος δεν μοίρασε τον υπέρτιμο πλούτο της αγάπης παρά στην ίδια την αυτοαγάπη, το Θεό, όπως ο ίδιος απαιτεί. Αρα, λοιπόν, οι τρυφερότητες και οι συμπάθειες, πέραν του τυπικού, είναι κλοπές και ιδιοποιήσεις της κύριας προς το Θεό αγάπης.
ΚΑΤΗΧΗΣΗ 2η
Η περιεκτική μετάνοια
Αδελφοί και πατέρες, σας καλώ και πάλι να σκεφτούμε τον καθολικό μας σκοπό, που είναι η συνεχής μετάνοια. Εάν αναλογισθούμε την πρώτη κατασκευή του ανθρώπου κατά τη δημιουργία, την ανάπλασή μας από το Θεό Λόγο, το ύψιστο τέρμα των θείων επαγγελιών, που μας χάρισε η θεία παναγάπη, και ότι όλα αυτά τα στερούμαστε, και μάλιστα με ποινή αιώνιας καταδίκης, εξαιτίας της απροσεξίας και αμέλειάς μας, πραγματικά μας καταπνίγει η απόγνωση.
Ευλογητός όμως ο Θεός πάντοτε, νυν και στην αιωνιότητα, ο οποίος μας λυπήθηκε και μας χάρισε τη μετάνοια, με την οποία ανακαλούμε αυτά που χάσαμε, επανακτούμε τη θέση μας και κληρονομούμε όσα η παναγάπη και η Χάρη του μας υπόσχεται.
Μετάνοια. Το απόλυτο καθήκον της μοναστικής μας ζωής και ιδιότητας. Μετάνοια. Η ανεύρεση αυτών που χάσαμε. Μετάνοια. Η εξόφληση των χρεών. Μετάνοια. Η ανάσταση των νεκρών μελών, που παραμόρφωσε η αμαρτία, η προδοσία και η άρνηση. Μετάνοια. Το βέβαιο σωσίβιο αυτών που βυθίστηκαν στο πέλαγος της μάταιης αυτής ζωής. Μετάνοια. Ο κύριος και πραγματικός στόχος και προορισμός του «πεπτωκότος ανθρώπου».
Με βάση τους βίους, διδαχές και υποδείξεις των Πατέρων μας βαδίζουμε απρόσκοπτα, όσοι θέλουμε να πετύχουμε τους ίδιους με αυτούς σκοπούς. Και σχολιάζουμε τώρα τα συστήματα της πρακτικής.
Με καλή αρχή τα ιερά λόγια: «Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου» (Παρ. θ΄,10) και «τω φόβω Κυρίου εκκλίνει πας από κακού» (Παρ. ιε΄,27) ξεκινούμε την πορεία της ανάστασής μας. Η περιεκτική μετάνοια χαρακτηρίζεται ως «κλίμαξ», που ανεβάζει, όσους είναι πεσμένη στη γη, στον ουρανό, όπου βρίσκεται η πραγματική μας πατρίδα.
Ο φόβος γεννά τη νήψη και την προσοχή. Η νήψη τηρεί τις εντολές. Όταν τηρούνται οι εντολές γεννούν το ζήλο, που σηκώνει το βάρος της πρακτικής φιλοπονίας. Εάν ο ζήλος δεν σκορπιστεί από αμέλεια ή από κάποια άλλη απροσεξία, συσφίγγει τα μέλη σε ακριβέστερη φιλοπονία. Έτσι προκαλείται η παρουσία της Χάρης, όχι περιστασιακά, αλλά υπό μορφή ενδημική, η οποία μυστικά παρηγορεί και ενθαρρύνει το νου στην ακρίβεια της εκλογής και της επιμονής προς τη μάχη και πάλη κατά της χαύνωσης.
Σε όσους αθλούν νόμιμα στο πολύπονο στάδιο της φιλοπονίας, χρήσιμη βοηθός και συμπαραστάτρια είναι η εγκράτεια και η ακρίβεια της τήρησης του προγράμματος. Και τα δύο θεωρούνται απαραίτητα μέσα προαγωγής. Το τουΑποστόλου «ο αγωνιζόμενος πάντα εγκρατεύεται» (Α΄ Κορ. θ΄,25), θεωρείται επιβεβλημένη αρχή, που συναντούμε επίμονα στους βίους των Πατέρων μας. Μόνο η εγκράτεια, ως αποτελεσματικό μέσο, καθαίρει τη μητέρα του θανάτου ηδονή.
Η επιμονή στο πρόγραμμα, που είναι σωτήριο μέσο στον πνευματικό μας αγώνα, διευκολύνει την παράταση της εγκράτειας. Μη λησμονούμε ότι οι ακατονόμαστοι λόγοι και προφάσεις, χάριν δήθεν της βιολογικής μας σύστασης, αλλοιώνουν την επιμονή της εγκράτειας. Το παράδειγμα του Κυρίου μας, ως καθηγητή της εγκράτειας (νηστείας), στην έρημο, πείθει για την αναγκαιότητα της επιμονής στο πρόγραμμα ολόκληρης της αγωνιστικότητας. Αν και η Γραφή λέγει ότι ο Κύριός μας «επείνασε» (Ματ. δ΄,2), εν τούτοις δεν υποχώρησε στο γαργαλισμό των αισθήσεων της δήθεν βιολογικής αναγκαιότητας, αλλά παρέμεινε τηρητής του προγράμματος της ασκητικής αγωνιστικότητας. Με την πίστη στη θεία Πρόνοια έλυσε το πρόβλημα της ανάγκης της πείνας, που φαινόταν ότι πίεζε. Αυτό το παράδειγμα να μη λείψει ποτέ από το οπλοστάσιο της πνευματικής μας άμυνας.
Όπως αντιμετωπίζουμε τον πόλεμο της αμαρτίας στον αισθητό κόσμο των πραγμάτων, έτσι να τον αντιμετωπίζουμε και στο νοητό κόσμο των νοημάτων, που είναι δυσκολώτερος και ταχύτερος στην προσβολή και επίθεσή του. Σ αυτό πολύ μας ωφελεί η μελέτη και η πείρα των Γραφών και των πατερικών διηγημάτων, από τα οποία παίρνει δύναμη ο νους και αμύνεται στο νοητό και αόρατο πόλεμο. Από αυτό ξυπνά η μνήμη του Θεού και ενεργοποιείται η όλη του παναγαθότητα, που συνεχώς μας περιβάλλει.
Απ εδώ αρχίζει και το πανίσχυρό μας όπλο, η προσευχή, χωρίς την οποία δεν μπορεί να επιτευχθεί τίποτα. Ερμηνεύοντας οι Πατέρες αυτό που λέει ο Δαυΐδ, «εις τας πρωΐας απέκτεινον πάντας τους αμαρτωλούς της γης» (Ψαλμ. ρ΄,8), υποδεικνύουν με επαινετή επιμονή τη σημασία του αγώνα. Ο αγώνας πρέπει να γίνεται με βία από την αρχή, πριν ο νους σκορπιστεί στις μνήμες του παρελθόντος, λόγω του μετεωρισμού. Πρώτο καθήκον στο πνευματικό στάδιο του αόρατου και πολυμόρφου πολέμου είναι η εργασία στο νου απ όπου τα ακατονόμαστα νοήματα ξεκινούν από «πρωΐας», δηλαδή από την αρχή. Και αυτό κατορθώνεται με τη μνήμη του Θεού «από φυλακής πρωΐας» (Ψαλμ. ρκθ΄,6) και με την επίμονη επίκληση του πανάγιου ονόματός του, με την οποία φανερώνεται η πρόθεση για υποταγή στο θείο του θέλημα.
Στη νοητή Ιερουσαλήμ, που είναι η προσοχή του νου, πριν ακόμη αποκτήσει την ησυχία, εισερχόμαστε με την «εν γνώσει» σιωπή του στόματος. Δεύτερο βήμα είναι η εγκράτεια στη δίαιτά μας. Επιδιώκεται η κατά δύναμη λιτότητα και η αποφυγή του κορεσμού. Τρίτη προσπάθεια προβάλλουμε τη μελέτη των ιερών κειμένων, της θείας Γραφής και των συγγραμμάτων των οσίων Πατέρων μας, με τη μνήμη του θανάτου που ακολουθεί.
Ω! Πόσο ωφέλιμη είναι αυτή η εργασία της μνήμης του θανάτου. Είναι εξάλλου τόσο αισθητή, γιατί καθημερινά εγκαταλείπουν τη ζωή συνάνθρωποί μας, αλλά και αυτοί οι πρόγονοί μας! Μακάριος είναι εκείνος, που κατόρθωσε και πήρε ως σύζυγό του ισόβια αυτήν την σκέψη και μνήμη. Απ την αρχή πρόκοψε και ξέφυγε τις πολυποίκιλες παγίδες του θανάτου.
Επειδή αποκτήσαμε μεταπτωτικά την τρεπτότητα και εύκολα αλλάζουμε ανάλογα με το περιβάλλον μας, είναι ωφέλιμη η προσπάθεια νααποκτήσουμε καλές συνήθειες, που μας συγκρατούν στις πιέσεις των ποικίλων αντιθέσεων του αντιστρατευόμενου νόμου, με τον οποίο η αμαρτία μας παραμόρφωσε. Όταν μας γίνουν συνήθεια οι πρακτικές αρετές για τις οποίες προσπαθούμε, η εγκράτεια, η σιωπή, και όσες έχουν σχέση με την αντίσταση κατά των αισθήσεων και κατά του νόμου της διαστροφής, τότε γίνεται σε μας εύκολος ο τρόπος να κρατούμε το νου με την επίμονη ευχή.
Συνιστούμε την επιμονή στο πρόγραμμα. Με αυτήν αποφεύγεται ο μαρασμός του θείου ζήλου και η επίδραση του ανρητικού περιβάλλοντος, που μας εμποδίζει να κατορθώσουμε το δικό μας στόχο και σκοπό. η προσοχή στην τήρηση του προγράμματος, όχι μόνο δεν παραδέχεται την έλλειψη (παράλειψη), αλλά αποφεύγει και την υπερβολή, γιατί και τα δύο ταράζουν την ισορροπία. Τότε σβήνει ο ζήλος και η θέρμη, που είναι οι κινητήριες δυνάμεις.
Η πατερική εμπειρία μαρτυρεί ότι την προσεκτική και με ακρίβεια πρακτική ζωή ακολουθούν οι πειρασμοί. Είναι, κατά κάποιο τρόπο, ο έλεγχος της γνησιότητας του αγώνα και της «κατά Θεόν» άσκησης. Δεν προκαλούν όμως οι δοκιμασίες, μέσω των ποικίλων πειρασμών, ούτε αποθάρρυνση, ούτε φόβο, ούτε υποχώρηση. Χρειάζεται επιμονή με προσοχή, ώστε ούτε να ξεθαρεύει κάποιος, αλλά και ούτε να φοβάται. Κρατώντας την πίστη, με την οποία η θεία Χάρη τον οδήγησε μέχρι το σημείο αυτό της νόμιμης πάλης, να τα αφήνει ό,α στην υπακοή και την εξάρτησή του, από τους πνευματικούς πατέρες.
Αν και πάντοτε για τον αγωνιζόμενο θεωρείται απαραίτητο στοιχείο η προσαευχή, ειδικά την ώρα των πειρασμών επιβάλλεται επιτακτικά. Κανένας άλλος τρόπος, όσο η ευχή με αυτομεμψία και ταπείνωση, δεν απομακρύνει την παρουσία των πειρασμών στους οποίους υπάρχει αισθητά η σατανική ενέργεια. «Επικάλεσαί με εν ημέρα θλίψεώς σου, και εξελούμαι σε και δοξάσεις με» (Ψαλμ. μθ΄,15), λέγει ο ψαλμωδός.
Όπως από την είσοδο των αισθήσεων ανεβαίνει ο θάνατος, κατά τη Γραφή, κατά τον ίδιο τρόπο και η Χάρη απωθείται και αποσύρεται. Ένα σαφέστατο δείγμα αυτής της φθοράς είναι η ακράτεια του στόματος με την πολυλογία. Τι κερδίσαμε με τη φλυαρία σ όλη μας τη ζωή; Ποιος δεν γνωρίζει τη ζημιά, που προκαλούν τα απρόσεκτα λόγια, από τα οποία δημιουργούνται οι παρεξηγήσεις, τα μίση, οι κατηγορίες, οι χωρισμοί των φίλων ή και των συγγενών; Το σπουδαιότερο όμως, είναι η πρόκληση λύπης στο Πνεύμα το Αγιο, που αποστρέφεται την πολυλογία. Δίκαια λέγεται ότι «εκ πολυλογίας ουκ εκφεύξη αμαρτίαν» (Παρ. ι΄,19) και πάλι, κατά το ρητό, «κρείσσον πεσείν από ύψους ή πεσείν από γλώσσης».
Συ, ο φιλόθεος και φιλόπονος, στην ψυχή του οποίου μίλησε η Χάρη, και ήδη ασχολείσαι με τη σωτηρία σου, πως θέλεις να δουλεύεις σε δύο κυρίους; «Ακούσομαι τι λαλήσει εν εμοί Κύριος» (Ψαλμ. πδ΄,8), λέγει ο Δαυΐδ. Αλλά πως θα λαλήσει και σε μας ο κύριος, όταν η γλώσσα και ο νους ταξιδεύει στους ορίζοντες και ανακρίνει τις πράξεις των ανθρώπων;
Ω μακαρία σιωπή, η πύλη της σοφίας και της θεϊκής γνώσης. Το φως του νου και η φωτιά του θείου ζήλου και η ακούραστη φιλοπονία, που προέρχεται απ αυτόν.
Δώσε μας, πανάγαθε Κύριε,τη μακαρία σιωπή. Τη στάθμη της προόδου, την οποία και συ κράτησες μπροστά στους άρχοντες αυτού του αιώνα και έδωσες σε μας τη σωτηρία και ανάσταση, ως ο πρώτος και μόνος νικητής του ψεύδους, της υποκρισίας, της φθοράς και του θανάτου.
ΚΑΤΗΧΗΣΗ 3η
Θέλημα, αυταπάρνηση και ταπείνωση
Αδελφοί και πατέρες, ο πραγματικός εργάτης της μετάνοιας πρέπει να μοιάζει με τον κάβουρα, που όταν πιέζεται, αλλάζει πορεία προς την αντίθετη κατεύθυνση και γλυτώνει. Αυτό το λέω έχοντας υπόψη τις γνώμες των Πατέρων μας, οι οποίοι μας ενθαρρύνουν να μην υποχωρούμε στη γραμμή της μάχης και της πάλης. Αν και είμαστε όλοι οι άνθρωποι ίδιοι στη μορφή και τη φύση, δεν έχουμε την ίδια γνώμη και δύναμη. Έπειτα μας ακολουθεί, ως κακός γείτονας, η μάστιγα των αλλοιώσεων, οι οποίες αδιάκοπα μας επιβουλεύονται, λόγω της μεταπτωτικής μας τρεπτότητας. Επιδρούν έτσι οι διάφοροι παράγοντες πάνω μας, Χωρίς όμως να αποθαρρυνόμαστε, μεταλλάσσουμε τον τρόπο της θέσης και αγωγής μας.
Η βάση πάντως ολόκληρης της συμπεριφοράς και των κινήσεών μας, ξεκινά από το θέλημα, το οποίο θα περιγράψουμε λεπτομερέστερα, με τη βοήθεια του Κυρίου, του «διδόντος ευχήν τοις ευχομένοις» (Α΄ Βασ. β΄,9) και «διδάσκοντος ανθρώποις γνώσιν» (Ψαλμ. ςε΄,10).
Προσέχετε από το θέλημα, από τη γνώμη, από την κρίση. Αφού διαλέξαμε ή μάλλον ο Κύριος μας προόρισε στην αποταγή και ξενιτεία, γιατί τώρα προβάλλουμε γνώμες, θελήματα και κρίσεις; Πως θα αξιωθούμε φωτισμού και ελευθερίας από τον παλαιό άνθρωπο, πως θα γίνουμε «καθαροί τη καρδία», που είναι ο στόχος και προορισμός μας, το πτυχίο μας; Πως θα αντιγράψουμε το πρότυπό μας, το Χριστό μας, τον Πατέρα μας, που είναι «ταπεινός τη καρδία», όταν ο αυταρχισμός και το θέλημα μας κυριεύουν; «Όπου ειμί εγώ, εκεί και ο διάκονος ο εμός έσται» (Ιω. ιβ΄, 26). Που είναι λοιπόν, το κέντρο του ενδιαφέροντός μας, ο γλυκύς μας Ιησούς; Δεν είναι στην υποταγή και υπακοή του Πατέρα του, αν και δεν είναι «ήττον της πατρικής μεγαλωσύνης;»
Ο Κύριος μας αποκαλύπτει ότι «ου ζητώ το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντός με Πατρός» (Ιω. ε,30) «και τελειώσω αυτού το έργον» (Ιω. δ΄,34). Και εμείς με τη μακαρία υπακοή και υποταγή στο θείο θέλημα, που είναι για μας η «πατερική παράδοση», τελειώνοντας εδώ την πορεία μας κατά την παράδοσή μας, τελειώνουμε όπως εκείνος το έργο μας και γινόμαστε μέτοχοι των θείων επαγγελιών στις οποίες η μακαρία ελπίδα μας πληροφορεί για τη δικαίωσή μας.
Κάποτε στον τραχύ δρόμο που πορευόμαστε συναντούμε κάποιος εμόδιο ή στον αγώνα μας τραυματιζόμαστε. Δεν πρέπει να χάνουμε το θέρρος μας και να νομίζουμε ότι αποτύχαμε. Το πρόσκομμα ή το τραύμα δεν είναι αποτυχία και οπισθοχώρηση, αλλά σύμπτωμα περιστασιακό, που οφείλεται στην πίεση των επίβουλων, αδίστακτων και ακούραστον εχθρών ή στη δική μας απειρία. Δεν συνηθίσαμε ακόμη, κατά το Δαυΐδ, «τους δακτύλους εις πόλεμον και τους βραχίονας εις παράταξιν» (Ψαλμ. ρμγ΄,1). Βρισκόμαστε ως άπειροι «εις το γίγνεσθαι».
Πόσο όμως θα μας ανέχεται η θεία μακριθυμία, που αλάνθαστα μας τράβηξε σ αυτό το βραβείο της «άνω κλήσεως»; Δεν μας συγκινεί η δραστηριότητα των ανθρώπων που βρίσκονται στον κόσμο; Ακούραστα αγωνίζονται για λίγη τροφή ή για την ψεύτικη ικανοποίηση των αισθήσεων ή για αγαθά που αφανίζει η βία του οργανωμένου κακού.
Σε μας όμως δεν συμβαίνει το ίδιο, διότι δεν αναμένουμε εδώ αμοιβή ή ανταπόδοση. Ούτε μπορούν να μας κλέψουν ή να μας αρπάξουν τα δεδουλευμένα. Η πάλη και η μάχη για μας δεν είναι για την ύλη ή για κατακτήσεις ή αξίες, για τις οποίες συνθλίβεται και πεθαίνει ο κόσμος. Η πάλη και η μάχη μας έχει σκοπό την απαλλαγή από τα πάθη και την απόκτηση αρετών. Σκοπός είναι η ανάκτηση «του κατ εικόνα και ομοίωσιν», της γνησίας δηλαδή και πραγματικής προσωπικότητας.
«Έχοντες διατροφάς και σκεπάσματα» (Α΄Τιμ. στ΄,8) στο μοναστηριακό μας σύστημα, δεν ενδιαφερόμαστε για πράγματα ή νοήματα αυτού του κόσμου. Διότι «ημών το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει, εξ ου και σωτήρα απεκδεχόμεθα Κύριον Ιησούν Χριστόν, ος μετασχηματίσει το σώμα της ταπεινώσεως ημών» (Φιλ. γ΄, 20) Αρα «τα άνω φρονώμεν, μη τα επι της γης» (Κολ. γ΄, 2) και εύκολα απαλλασόμαστε από τα ποικίλα αίτια και αφορμές αυτού του κόσμου, αλλά και των παγίδων του Πονηρού. Εάν με τις απροσεξίες μας δεν στρέφουμε το νου προς τα πίσω, ούτε ο εχθρός διάβολος, ούτε τα πάθη μπορούν να μας επιβουλευθούν. Και η μερική καταπίεση, που καμιά φορά συμβαίνει, είναι η απόδειξη και επισφράγιση της προαγωγής μας, ότι ολοκληρώσαμε ανθρωπίνως την ομολογία μας. Πως θα πούμε, με τον πολύαθλο Δαυΐδ, «ταύτα πάντα ήλθεν εφ ημάς και ουκ επελαθόμεά σου» (Ψαλμ. μγ΄, 18), «ελογίσθημεν ως πρόβατα σφαγής» (Ψαλμ. μγ΄23) και «δια τους λόγους των χειλέων σου εφυλάξαμεν οδούς σκληράς;» (Ψαλμ. ιστ΄,4).
Το επίκεντρο του σκοπού μας δεν είναι άλλο παρά η απέκδυση του παλαιού ανθρώπου, που είναι ο νόμος της διαστροφής και η ένδυση του «κανού ανθρώπου, του κατά Χριστόν, του ανθρώπου της αθωότητας και απάθειας. Αλλωστε, όταν παίρνουμε το μοναχικό μας σχήμα, δεν ομολογούμε ενώπιον αγγέλων και ανθρώπων αυτήν την υπόσχεση αλλάζοντας και το όνομά μας και την ενδυμασία μας, αφού κάθε ένα από τα ρούχα μας συμβολίζει τη νέα ζωή μας;
Ο οσιώτατος μας Γέροντας, μας υποχρέωνε να μελετούμε κατά καιρούς τις υποσχέσεις του μοναχικού σχήματος για να ανακαινίζεται η προθυμία μας στον προκείμενο αγώνα μας. Μη δυσανασχετείτε, όταν συνεχώς σας προκαλούμε σε αγώνα, προσπάθεια και σπουδή. Εάν για τον επιούσιο και την επιβίωσή μας χρειάζεται τόσος αγώνας, δεν πρέπει να αγωνιστούμε για την αποδοχή των θείων επαγγελιών, ώστε να γίνουμε «συμπολίται των αγίων και οικείοι του Θεού;» (Εφ. β΄,19).
Επειδή ο κεντρικός στόχος του μοναστικού μας βιώματος είναι η αυταπάρνηση, δεν παραξενευόμαστε όταν μας παρενοχλούν οι παλιές μας συνήθειες που, με τη Χάρη του Χριστού, εγκαταλείψαμε. Αν και μας φαίνεται παράλογο ή παράξενο που επιμένουν, αφού δεν τις θέλουμε, στην ουσία είναι ευεργετικές, γιατί μας αναγκάζουν να αποδείξουμε ποιοί είμαστε και τι προτιμούμε. Γίνονται οι εργοδότες μας, που μας δίνουναφορμές νόμιμης άθλησης και αμοιβής. Πως θα ακούσουμε στον κατάλληλο καιρό το «ευ, δούλε αγαθέ και πιστέ, είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου»; (Ματ. κε΄,21).
Όπως υπάρχουν πάθη γενικά και περιεκτικά, έτσι και υπάρχουν, κατά τον ίδιο τρόπο ή μάλλον σε μεγαλύτερο βαθμό, αρετές και καλωσύνες, που ευκολώτερα και αποτελεσματικώτερα μας οδηγούν σε προαγωγή. Οι συνετοί αποδεικνύουν με αυτές τη σύνεσή τους στον προκείμενο αγώνα. Όπως στον κόσμο της διαστροφής και της πλάνης υπερτερούν η φιλαυτία, ο εγωισμός και η πλεονεξία, αντίστοιχα στον κόσμο της ζωής και της αλήθειας υπάρχουν η ταπείνωση, η αυταπάρνηση και η αγάπη με τη Χάρη του Χριστού, η οποία επικάθεται σ αυτές τις αρετές.
Η ταπείνωση δεν είναι απλώς μόνο μία παναρετή, η οποία ανατρέπει την αντίστοιχη κακία. Περιέει και ένα άλλο σπουδαιότατο στοιχείο, που επιβάλλεται να το κατακτήσουμε. Η ταπείνωση είναι ο χαρακτήρας του δημιουργού, σωτήρα και Πατέρα μας. Όσοι ανήκουμε σ αυτόν, είμαστε υποχρεωμένοι να περιφέρουμε το χαρακτήρα του Πατέρα μας. «Μάθετε», λέγει, «απ εμού, ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία» (Ματ. ια΄,29). Ποιος εξάλλου παράγοντας ή μέσο θα μας σώσει από τη βία της διαβολικής λύσσας; Όταν κυριαρχεί το ταπεινό φρόνημα, και μόνο αυτό, και τα σκάνδαλα του εχθρού ανατρέπει και το θείο θέλημα αγόγγυστα κάνει να εφαρμόζεται και το περιβάλλον ημερεύει και ετοιμάζει την προκοπή.
Αφού αποφασίσαμε την ξενιτεία και αποταγή, χρησιμοποιούμε ό,τι είναι αναγκαίο για την επιτυχία μας. Το απαρρησίαστο ήθος, την άγνωστη σοφία, την κρυμμένη σύνεση, τον αθεώρητο βίο και σκοπό, την δίψα της ευτέλειας και γενικά τη φιλοπονία σε όλα.
Ο αληθινός μοναχός αγωνίζεται να βρίσκεται πάντοτε πρακτικά και θεωρητικά σ αυτά τα ιδιώματα. Όπου η Χάρη τα συναντά παραμένει ενδημούσα και μεταμορφώνει το χαρακτήρα προς τον αγιασμό, που είναι και ο σκοπός της μακάριας αποταγής. Που μπορεί να βρεθεί σ αυτό το περιβάλλον γογγυσμός, αντιλογία, θέλημα, φιλαυτία και το καταραμένο «γιατί;» που τα ερημώνει όλα;
Επειδή βρισκόμαστε στο στάδιο της πρακτικής, αδελφοί και πατέρες, πρέπει να πιέζουμε το νου και την καρδιά στα έργα και ιδιώματα της ταπείνωσης, που προκαλούν την παρουσία και επίδραση της Χάρης, διότι «ο Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν» (Ιακ. δ΄,6). Στο ταπεινό φρόνημα αδυνατεί να πλησιάσει ο εχθρός και ακώλυτα οι δυνάμεις της ψυχής επιβάλλουν την τάξη.
Ολόκληρη η πατερική διδασκαλία συμφωνεί ότι και μόνη της η παναρετή της ταπείνωσης, αναπληρώνει όλες τις αρετές. Αν αυτή πάλι λείψει, είναι αδύνατο να επιτευχθεί ωφέλεια στον αόρατό μας πόλεμο. Και οι παλιές μνήμες των σφαλμάτων μας και η περιγραφή του ασθενικού μας χαρακτήρα και οι πολύτιμες ευκαιρίες που δόθηκαν κατά καιρούς από την Πρόνοια και τις περιφρονήσαμε και γενικά όλη μας η αναξιότητα, προκαλούν φρόνημα ταπεινό και συντρίβεται η διαστροφή του γογγυσμού και της αντιλογίας.
Η μνήμη πάλι των ηρώων της πίστης μας, που ακούμε την πανάρετη ζωή τους, πολύ μαλακώνει τη σκληρότητά μας. Περισσότερο όμως η ζωή του σωτήρα μας Χριστού, που έπαθε αγόγγυστα από την αυθάδεια και ανταρσία αυτών που ευεργέτησε, συντελεί στον παραδειγματισμό μας, ειδικά στην ώρα της κρούσης και της πάλης.
Ας κρατήσουμε, ως πρώτο μας μέλημα, το φρόνημα και την πράξη ταπεινά. Ο Κύριός μας, ως διδάσκαλος αυτής της αρχής, θα μας χαρίσει τη νίκη στον αγώνα μας, γιατί θα είμαστε μιμητές του δικού του παραδείγματος.
ΚΑΤΗΧΗΣΗ 4η
«Τω πνεύματι ζέοντες, τω Κυρίω δουλεύοντες»
Αδελφοί και πατέρες, δεν θα σταματήσουμε με τη Χάρη του Χριστού, να ασχολούμαστε και να υπενθυμίζουμε το σκοπό που επιδιώκουμε. Στη ζωή μας είναι ενωμένα ο Σταυρός και η Χάρη. Τα επίπονα είναι ο Σταυρός και τα χαρμόσυνα είναι η παρουσία της Χάρης του Κυρίου μας, η οποία παρηγορεί την ψυχή μας όσες φορές στηρίζει η θεία Πρόνοια.
Η κολακευτική μορφή της Χάρης του Κυρίου, η οποία μας πληροφορεί ότι αποδέχεται την πρόθεση και την ρποσφορά μας, είναι είδηση, ότι έρχονται θλίψεις και κόποι. Γι αυτό απαιτείται συνεχής ομολογία για το βραβείο, που μας περιμένει. Αφού κατά τη Γραφή «πολλαί αι θλίψεις των δικαίων» ((Ψαλμ. λγ΄, 19) και «δια πολλών θλίψεων δει ημάς εισελθείν εις την ζωήν» (Πραξ. ζ΄, 10), εμείς επιμένουμε στην πρώτη μας υπόσχεση και δεν ανακαλούμε την απόφασή μας, για την αποταγή, η οποία «ουδέν άλλο εστί, ει μη σταυρού και θανάτου επαγγελία». Ατενίζοντας σταθερά στα πρότυπά μας, το βίο του Κυρίου μας και των ηρώων της πίστης μας, μαρτύρων, ομολογητών και οσίων, αντιγράφουμε με πόθο τον αγώνα τους «μηδεμίαν εν μηδενί διδόντες προσκοπήν, ίνα μη μωμηθή η διακονία» (Β Κορ. στ΄,3).
Αν και κατά τη Γραφή η ζωή μας διαιρείται σε σαρκική, ψυχική και πνευματική, εμείς «οι του Χριστού» (Γαλ. ε΄, 24), ως συνετοί, δεν θα κινηθούμε παράλογα, ώστε να υποκύψουμε σε όσα προκαλούν βλάβη. Νεκρώνοντας «τα μέλη ημών τα επί της γης», ταπεινώνουμε και δαμάζουμε τη σάρκα παρέχοντας σ αυτήν τα αναγκαία, όσα διδάσκει και η ιερή κοινοβιακή μας παράδοση. Μετά υποτάσσοντας το θέλημα και την κρίση μας στη μακάρια υποταγή, υπακούουμε στους προϊσταμένους μας. Έτσι καταργούμε τα συναισθήματα του ψυχικού μέρους και παραμένει υγιές το πνευματικό μας μέρος με τις ακατάπαυστες δεήσεις και ικεσίες. Αναμένουμε από τον Κύριό μας τη λυτρωση και σωτηρία. Αυτός θα μας αποκαλέσει «άλας της γης και φως του κόσμου» (Ματ. ε΄, 13 14).
Με θάρρος, αδελφοί και πατέρες, «τοις έμπροσθεν επεκτεινόμενοι ατά σκοπόν διώκομεν επί το βραβείον της άνω κλήσεως» (Φιλ. γ΄, 13), το οποίο ο Κύριός μας μας ετοίμασε, πριν ακόμη μας καλέσει στη θεία του επίγνωση.
Η ζωή μας δίκαια χαρακτηρίζεται απ όλους μας πνευματική. Μας παραδέχονται και μας ονομάζουν πνευματικούς. Αυτό μας αναγκάζει και μας επιβάλλει να αποδεικνύουμε πρακτικά αυτήν την ιδιότητα. Ότι δηλαδή, δεν ζούμε «κατά σάρκα», αλλά «κατά πνεύμα», ελεύθεροι από επιθυμίες, πάθη και ελαττώματα, τα οποία χαρακτηρίζουν την ενοχή και σαρκική ζωή.
Ποτέ θα παλλαγούμε από τα συστήματα και τις συνήθεις του παλαιού ανθρώπου; Πότε θα δεχθούμε φωτισμό στο νου μας και θα έρθουμε σε αίσθηση της φιλίας του Κυρίου, ο οποίος δηλώνει ότι «υμείς φίλοι μου εστε και ουκέτι υμάς λέγω δούλους» (Ιω. ιε΄, 14 15), ακριβώς διότι υποτάξαμε ολοκληρωτικά τους εαυτούς μας στο πανάγιό του θέλημα; Εάν δεν αποδείξουμε, με την αυταπάρνηση και υποταγή, τους εαυτούς μας «πνευματικούς», τότε υποβιβαζόμαστε στη μερίδα των «ψυχικών», τους οποίους αιχμαλωτίζει η αδράνεια, που προέρχεται από την αναισθησία, την οποία προκαλεί σιγά σιγά η αμέλεια. Οι ψυχικοί ούτε θέλουν να κοπιάσουν, ούτενα σκέφτονται, ούτε αποφασίζουν για πνευματικές έννοιες ή αγωγή, αλλά ως παράλυτοι και αναίσθητοι σκορπίζουν άσκοπα το χρόνο τους και βλάπτουν με τη διαγωγή τους και αυτούς που έχουν προθυμία να αγωνιστούν. Δίκαια η Γραφή λέγει «ψυχικός δε άνθρωπος ου δέχεται τα του Πνεύματος του Θεού, μωρία γαρ αυτώ εστι» (Α Κορ. β΄, 14) και δεν γνωρίζει «ότι ο νόμος πνευματικός εστιν» (Ρωμ. ζ΄, 14) και «πνευματικώς ανακρίνεται» (Α Κορ. β΄, 14).
Εμείς όμως, εργάτες τίμιοι και πιστοί διάκονοι της μακάριας υπακοής, ας μη μικροψυχούμε ούτε και σε όσα συμβαίνουν απροσδόκητα στη μαρτυρική μας ζωή. Καθένας από μας, ας μένει εκεί όπου αρχικά κλήθηκε και τοποθετήθηκε από το Γέροντα, στη διακονία του.
Ο φιλόπονος εστιάτορας, ο πιστότατος δοχειάρης και οικονόμος των αντικειμένων και πραγμάτων της μονής, ο νηφάλιος τραπεζοκόμος, ο οποίος προσεκτικά και ακούραστα περιποιείται όχι μόνο την αδελφότητα, αλλά και τους πολυπληθείς ευλαβείς προσκυνητές, όσοι κοπιάζουν στους κήπους και στα χωράφια της μονής, από τα οποία αυτή προμηθεύεται τα περισσότερα είδη των αγαθών και οι υπόλοιποι διακονητές στις ανάγκες της αδελφότητας. Όλοι με ζήλο «ως τω Κυρίω δουλεύοντες και ουκ ανθρώποις», για να πάρει ο καθένας από τον Κύριο το βραβείο της πρόθυμης προσφοράς που μεζήλο και πίστη προσφέρει.
Οι ευλαβέστατοι και νηφάλιοι πρεσβύτεροι και διάκονοι, σαν τα μάτια ολόκληρης της αδελφότητας, δίνουν την καλή μαρτυρία της πίστης και της ιερή μας παράδοσης και στηρίζουν τους προσκυνητές μας, που δοκιμάζονται, και γίνονται συνεχές παράδειγμα ζήλου και υπακοής στη νεαρή μας αδελφότητα.
Όλοι μαζί, ένα σώμα και ένα πνεύμα. Με μια καρδιά και θέληση επισφραγίζοντας την καλή ομολογία, συνεχώς «αφορώντες εις τον της πίστεως αρχηγόν και τελειωτήν Ιησούν» (Εβρ. ιβ΄, 2), ο οποίος με παρρησία καυχήθηκε στον Πατέρα ότι «το έργον ετελείωσα ο δέδωκάς μοι ίνα ποιήσω» (Ιω. ιζ΄, 4).
Και εμείς πρέπει να έχουμε προθυμία και ζήλο. Έτσι ως ομολογητές της πίστης και των παραδόσεων, θα επαινεθούμε από τον Κύριό μας, ως πιστοί οικονόμοι, που τον αναμένουν. Αυτού του είδους η αναμονή είναι το πλήρωμα της ομολογίας μας και δικαιούμαστε να απαιτήσουμε την αμοιβή, που μας υποσχέθηκε, τη Χάρη του Παναγίου Πνεύματος. Η Χάρη αυτή θα μας ελευθερώσει από τα πάθη μας, θα εξαλείψει τις αμαρτίες μας, θα φωτίσει το νου μας και θα μας κάνει «καθαρούς τη καρδία» που είναι και το κέντρο του προορισμού μας.
«Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Ματ. ε΄, 8). Τούτο είναι κατά τον Παύλο το «βραβείον της άνω κλήσεως» (Φιλ. γ΄, 14) του Θεού και γι αυτό το βραβείο όλοι οι άγιοι αγωνίστηκαν μέχρι θανάτου.
Αναρίθμητοι είναι όσοι άθλησαν, όχι «τω καιρώ εκείνω», αλλά και σήμερα. Είναι αυτοί οι οποίοι δεν υπέκυψαν στη βία των απάνθρωπων καθεστώτων. Θυσιάζονται ομαδικά και μεμονωμένα για να αποδείξουν ότι ο Κύριός μας Χριστός είναι «χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας» (Εβρ. ιγ΄, 8). Είναι ο αγωνοθέτης και βραβευτής των ηρώων της πίστης μας.
Το δικό μας όμως ενδιαφέρον και η προτίμηση είναι το αναίμακτο μαρτύριο των διαμέσου των αιώνων οσιώτατων πατέρων και αθηλτών, που όχι περιστασιακά, αλλά ισόβια πάλεψαν με τις δυνάμεις του σκότους, με τα «πνευματικά της πονηρία» (Εφ. στ΄, 12). Οι αδίστακτοι εχθροί ακούραστα πολεμούσαν την ευαγγελική αλήθεια και με σύμμαχο τη διεφθαρμένη αδαμιαία φύση μας,κατατυράννησαν τους γνήσιους αθλητές του Κυρίου μας. «Ημών γαρ το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει, εξ ου και σωτήρα απεκδεχόμεθα Κύριον Ιησούν Χριστόν, ος μετασχηματίσει το σώμα της ταπεινώσεως ημών εις το γενέσθαι αυτό σύμμορφον τω σώματι της δόξης αυτού» (Φιλ. γ΄, 20 21).
Ποιός είναι ο μετασχηματισμός, αδελφοί μου, παρά η μεταμόρφωσή μας! Το να γίνουμε δηλαδή σύμμορφοι με το πρότυπό μας, το οποίο μας χάρισε με την παρουσία του την υιοθεσία, ώστε να είμαστε κληρονόμοι Θεού και συγκληρονόμοι του Υιού του; Αυτήν όμως την υπεραξία, στην οποία και οι άγγελοι επιθυμούν να παρακύπτουν και να θαυμάζουν, θα την κερδίσουμε με την αγωνιστικότητά μας, όταν θα αποβάλουμε τον παλαιό άνθρωπο και όλο το σύστημα της διαστροφής, το οποίο ως αντιστρατευόμενος νόμος μας αιχμαλωτίζει, εάν μένουμε αμελείς και ράθυμοι στα πνευματικά μας καθήκοντα. «Τω πνεύματι ζέοντες τω Κυρίω δουλεύοντες» (Ρωμ. ιβ΄, 11) και «ανεχόμενοι αλλήλους εν σπλάγχνοις Χριστού». Μακρυά από το θέλημα, τη βάση της αποστασίας και του αναρχισμού. Αποφεύγετε την κατάρα του γογγυσμού και του «γιατί;», που είναι αντίθετη στη συνεκτική πρόνοια και διοίκηση του Κυρίου, εφόσον «αυτώ μέλει περί υμών» (Α Πετ. ε΄, 7) και «αι τρίχες της κεφαλής πάσαι ηριθμημέναι εισί» (Ματ. ι΄, 30). Και παλιν λέγει η Γραφή, «ουχί του ανθρώπου η οδός αυτού» (Ιερ. ι 23).
Τα τέσσερα είδη του θείου θελήματος, είτε κατ ευδοκία εκδηλώνεται, είτε κατ οικονομία, είτε κατά παραχώρηση, είτε κατ εγκατάλειψη είναι το ίδιο θέλημα του Κυρίου. Είναι απαράβατη θεία εντολή και κανένας δεν μένει εκτός της θείας απόφασης.
Το κοινοβιακό σύστημα της ζωής μας, ως κοινωνικό, επιβάλλει την αλληλεγγύη και έτσι «αλλήλων τα βάρη βαστάζοντες αναπληρούμεν τον νόμον του Χριστού» (Γαλ. στ΄, 2). «Βλέπετε ουν πως ακριβώς περιπατείτε, μη ως άσοφοι, αλλ ως σοφοί, εξαγοραζόμενοι τον καιρόν, ότι αι ημέραι πονηραί εισι» (Εφ. ε΄. 15 16).
Εμείς δεν αντιμετωπίζουμε εξωτερικούς κινδύνους, γιατί είμαστε σχεδόν απόκοσμοι. Περισσότερο μας πολεμούν τα πάθη και οι συνήθεις, εάν είμαστε απρόσεκτοι. Μην αμελείτε να εξομολογείσθε τους λογισμούς σας στον Ηγούμενο, για να προλαμβάνετε στη θεραπεία από την προσβολή. Η αποκάλυψη κάθε προσβολής την καταργεί, διότι, ως ταπείνωση, η φανέρωση των σκέψεων και νοημάτων της σατανικής κακότητας, τη διαλύει στην παρουσία του φωτός. Είναι ταυτόχρονα και πρακτική άρνηση της αμαρτίας, στην οποία μας παρακινεί. Τότε η θεία Χάρη δικαιούται να μας απαλάξει από την πρόκληση.
Η παραίτηση της φιλοπονίας, στην οποία στηρίζεται όλη η αγωνιστικότητα, είναι κατά κάποιο τρόπο η προδοσία και ήττα στην πάλη. Τότε επανέρχεται η ηδονή, η αρχή των κακών και του θανάτου.
Φιλοπονία δεν είναι μόνο η σκληρότητα της ζωής σε μονομερείς προσπάθειες, την οποία συναντούμε στους βίους των Πατέρων μας. Η ακριβή τήρηση της συνείδησης στο διακόνημα είναι παρατεταμένη φιλοπονία, όπως και η φροντίδα της φύλαξης των εργαλείων κάθε υπηρεσίας, ώστε να μη χάνονται και καταστρέφονται. Η άσκοπη απώλεια των ποικίλων χρειωδών των καθημερινών μας αναγκών, η μη πρόληψη των παραγόντων που προκαλούν ζημιά ή καταστροφή και γενικά η αδιαφορία είναι προδοσία της απαραίτητης φιλοπονίας. Χωρίς αυτήν καταργείται το νόημα του Σταυρού, το οποίο ο Κύριος τόσο επιτακτικά διατάζει. «Ος ου λαμβάνει τον σταυρόν αυτού και ακολουθεί οπίσω μου, ουκ έστι μου άξιος» (Ματ. ι΄ , 38).
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου