Αγίου Γρηγορίου Επισκόπου Νύσσης
Λόγος περί ψυχής και Αναστάσεως
Τά λεγόμενα Μακρίνια
Μετάφραση Αρχιμ. Δωρόθεος Πάπαρης
Εφόσον όμως και η σωφροσύνη και η ακολασία γίνονται με τη σάρκα, πώς είναι δυνατόν στην Κρίση ν’ αποδοθεί το δίκαιο τόσο σ’ εκείνους που υπομένουν τις οδυνηρές τιμωρίες για την ευσέβεια, όσο και σ’ εκείνους που τις αποφεύγουν από φιλοσαρκία; Καθώς και οι δύο κατηγορίες (ανθρώπων) δείχνουν τη διαγωγή τους με τις αισθήσεις του σώματος; Ή, στην περίπτωση του ανθρώπου, που τώρα αμαρτάνει και κατόπιν με τη μετάνοια καθαρίζεται, αν τύχει να πέσει πάλι ο ίδιος σε σφάλμα, οπότε το σώμα θα έχει γευθεί, σύμφωνα με την ροή της φύσεως, και την κατάσταση της ακολασίας και της καθαρότητος, χωρίς καμία από τις δύο να καταφέρει να διαρκέσει για πάντα, τότε ποιό σώμα θα τιμωρηθεί για την ακολασία; Αυτό που ζάρωσε στα γεράματα, λίγο πριν το θάνατο; Αλλά αυτό ήταν διαφορετικό απ’ αυτό που διέπραξε την αμαρτία. Μήπως αυτό που μολύνθηκε από το πάθος; Και πού θα είναι τότε ο γέρος άνθρωπος; Διότι, ή δεν θ’ αναστηθεί αυτός, οπότε δεν θα έχει γενική ισχύ η ανάσταση· ή θα αναστηθεί αυτός, αλλά θα ξεφύγει από την τιμωρία αυτός (ο νέος) που την διέπραξε.
»Ας αναφέρω και κάτι άλλο απ’ όσα λένε αυτοί που δεν δέχονται τη διδασκαλία μας (για την ανάσταση). Η φύση, λένε, κανένα μόριο του σώματος δεν έπλασε, για να είναι άπραγο. Ορισμένα (μόρια) έχουν την αιτία και τη δύναμη της ζωής μέσα μας, χωρίς τα οποία δεν μπορεί να υπάρξει η ζωή του σώματος· για παράδειγμα, η καρδιά, το συκώτι, ο εγκέφαλος, τα πνευμόνια, το στομάχι και τα άλλα σπλάγχνα. Άλλα μόρια έχουν αποστολή να λειτουργούν τις αισθήσεις, άλλα είναι για να ενεργούν τις πράξεις και κινήσεις και άλλα είναι αρμόδια για την αναπαραγωγή των απογόνων. »Εάν, λοιπόν, η μετέπειτα ζωή μας θα συνίσταται στην ίδια αποστολή (με την παρούσα), τότε η ανάσταση δεν ωφελεί καθόλου. Εάν όμως είναι αλήθεια –όπως και είναι–, ότι στη ζωή μετά την ανάσταση δεν έχει θέση ο γάμος, ούτε η ζωή συντηρείται από το φαγητό και το πιοτό, τότε ποιά ανάγκη θα υπάρχει για τα μόρια του σώματος, αφού στην άλλη ζωή δεν θα χρειάζονται για όσα τώρα αυτά τα μέλη χρησιμεύουν; Πράγματι, εάν χάρη στο γάμο υπάρχουν τα σχετικά με το γάμο, όταν εκείνος δεν θα υφίσταται, δεν θα χρειαζόμαστε τίποτε από τα σχετικά γάμου.
Παρόμοια, δεν θα είναι αναγκαία τα χέρια για την εργασία, τα πόδια για το δρόμο, το στόμα για τη λήψη τροφής, τα δόντια για να τη μασήσουν, τα σπλάγχνα για την πέψη και οι διεξοδικοί πόροι για την αποβολή των αχρήστων. Όταν, λοιπόν, οι λειτουργίες εκείνες δεν υπάρχουν, πώς και γιατί να υπάρχουν τα όργανα τα οποία τις εκτελούν; »Είναι, επομένως, ανάγκη, εάν δεν θα υπάρχουν στο σώμα τα μόρια που δεν πρόκειται να συμβάλλουν στη ζωή εκείνη, ούτε όσα είναι συμπληρωματικά στο τωρινό μας σώμα (διότι η ζωή συνίσταται από άλλα), και κανείς αυτό να μην το ονομάσει ανάσταση, αφού δεν συγκροτούν το σώμα καθένα από τα μέλη του λόγω της αχρησίας τους σ’ εκείνη τη ζωή; Εάν όμως σε όλα τα μέλη του σώματος θα συμβεί η ανάσταση, τότε αυτός που ενεργεί την ανάσταση θα δημιουργήσει για εκείνη τη (μέλλουσα) ζωή μάταια και ανώφελα μέλη. Αλλ’ όμως, πρέπει να πιστέψουμε ότι και η ανάσταση θα γίνει και δεν είναι άσκοπη. Γι’ αυτό πρέπει να προσέξουμε στο ζήτημα, μέ ποιό τρόπο θα διασωθεί στο δόγμα το ορθό». Αφού, λοιπόν, είπα εγώ αυτά, μου λέει η δασκάλα: «με δεξιότητα και σύμφωνα με την καλούμενη ρητορική τέχνη, παρουσίασες το δόγμα της αναστάσεως· κατοχύρωσες την αλήθεια με πειστικά ανασκευαστικά επιχειρήματα, ώστε εκείνοι που δεν γνωρίζουν καλά το μυστήριο αυτό της αλήθειας, να επηρεασθούν σοβαρά από τα επιχειρήματά σου και να πιστέψουν ότι η απορία για τα λεγόμενα δεν είναι έξω από το δέον. »Η αλήθεια, όμως, δεν είναι αυτή, αν και δεν θα μπορούσαμε να τα αναιρέσουμε αυτά με την ίδια ρητορική δύναμη. Η αλήθεια γι’ αυτά είναι αποταμιευμένη στους απόκρυφους θησαυρούς της σοφίας· και τότε θα εμφανισθεί, όταν έμπρακτα θα μάθουμε το μυστήριο της αναστάσεως· οπότε δεν θα μας χρειάζονται λόγια για να φανερώσουμε όσα ελπίζουμε. Αλλά, όπως ακριβώς τη νύχτα, όσοι ξαγρυπνούν, λένε πολλά για τη λάμψη του ήλιου, πώς (φαντάζονται ότι) είναι· μόλις όμως εμφανισθεί η χάρη της ακτίνας του ήλιου, καταργεί κάθε περιγραφή των λόγων· έτσι, όταν το προσδοκώμενο αποκτηθεί με την πείρα, θ’ αποδείξει χωρίς καμιά αξία κάθε συλλογισμό ο οποίος στοχάζεται τη μέλλουσα κατάσταση. Επειδή, όμως, δεν πρέπει να αφήσουμε ολοκληρωτικά ανεξέταστες τις ενστάσεις που υπέβαλαν σε μας, γι’ αυτό θα συζητήσουμε τα επιχειρήματα αυτά. »Πρέπει πρώτα να καταλάβουμε ποιός είναι ο σκοπός του δόγματος της αναστάσεως και για χάρη τίνος έχει λεχθεί αυτό από την αγία φωνή και έγινε πιστευτό. Λοιπόν, για να το ορίσουμε, αφού το βάλουμε σε συγκεκριμένες συντεταγμένες, λέμε το εξής: ανάσταση είναι η αποκατάσταση της φύσεώς μας (στο αρχαίο κάλλος της). Αλλά, στην αρχική ζωή που μας έπλασε ο Θεός, δεν υπήρχαν, όπως ήταν φυσικό, ούτε γεράματα, ούτε νηπιακή ηλικία, ούτε τα βάσανα των πολύμορφων ασθενειών, ούτε τίποτε άλλο από την σωματική ταλαιπωρία (διότι δεν είναι φυσικό να δημιουργεί τέτοιου είδους καταστάσεις ο Θεός)· αλλά η ανθρώπινη φύση ήταν κάτι το θείο, προτού ορμήσει στην ανθρωπότητα το κακό.
Και όλα αυτά ήλθαν σε μας με την έλευση της κακίας. Επομένως, ο βίος που είναι χωρίς κακία, δεν θα έχει καμιά ανάγκη να γεύεται τις συνέπειες της κακίας. »Συμβαίνει ό,τι μ’ αυτόν που πεζοπορεί στην παγωνιά και αισθάνεται το ψύχος στο σώμα του, ή ό,τι μ’ αυτόν που βαδίζει κάτω από τις θερμές ακτίνες του ήλιου και μαυρίζει το δέρμα του· και όταν κάποιος απομακρυνθεί και από τα δύο αυτά, θα απαλλαγεί σίγουρα και από το μαύρισμα και από την ψύξη· διότι, όταν δεν υπάρχει η αιτία, κανείς δεν δικαιολογείται να ζητεί το αποτέλεσμά της. Έτσι και η φύση μας, όταν έγινε εμπαθής, αναγκαστικά υπέστη όσα συνεπάγεται η ζωή των παθών. Όταν όμως επιστρέψει πάλι στην απαθή μακαριότητα, τότε δεν θα φέρει μαζί της τις συνέπειες της κακίας. Επειδή, λοιπόν, όσα από την άλογη ζωή αναμίχθηκαν στην ανθρώπινη φύση, δεν ανήκαν σε μας προτού πέσουμε στα πάθη με την κακία, σίγουρα, όταν καθαρισθούμε από τα πάθη, θα εγκαταλείψουμε μαζί και όλα τα συνακόλουθά τους. Επομένως, δεν είναι ορθό σ’ εκείνη τη ζωή (της αναστάσεως) να ζητάει κανείς όσα συνέβησαν σε μας εξαιτίας των παθών. »Όπως όταν κάποιος έχοντας ξεσχισμένο χιτώνα τον πετάξει από πάνω του, δεν θα βλέπει πλέον στον εαυτό του την ασχήμια του πεταμένου ρούχου, έτσι όταν κι εμείς θα απεκδυθούμε από πάνω μας εκείνο τον νεκρό και απαίσιο χιτώνα, που μας επιβλήθηκε από τα άλογα δέρματα (όταν ακούω δέρμα εννοώ τη μορφή της αλόγου φύσεως, την οποία φορέσαμε αφού εξοικειωθήκαμε με τα πάθη), τότε μαζί με την έκδυση του δέρματος θα αποβάλλουμε και όλα όσα ήταν γύρω με το δέρμα της αλόγου φύσεως. »Και αυτά που πήραμε από το άλογο δέρμα είναι η γαμική μίξη, η σύλληψη, η γέννηση, η ακαθαρσία, ο θηλασμός, η τροφή, η αποβολή των ακαθαρσιών, η βαθμιαία αύξηση προς το τέλειο, η νεότητα, τα γεράματα, η ασθένεια, ο θάνατος. Εάν, λοιπόν, δεν θα έχουμε πάνω μας εκείνο (το δέρμα), πώς θα μείνουν σε μας εκείνα που προέρχονται απ’ αυτό; Επομένως, αφού ελπίζουμε στη μέλλουσα ζωή μια άλλη κατάσταση, είναι μάταιος κόπος να αντιδρούν στο δόγμα της αναστάσεως με στοιχεία που δεν έχουν καμιά σχέση μ’ αυτήν. Διότι, τί κοινό έχει το ζάρωμα και η παχυσαρκία, η αδυναμία και η πληθωρικότητα και ό,τι άλλο αφορά στη ρευστή φύση των σωμάτων με τη ζωή εκείνη, η οποία είναι ξένη με τη ρευστή και παροδική διαγωγή της παρούσης ζωής; »
Ένα μόνο ζητάει το δόγμα της αναστάσεως, άνθρωπο που προήλθε από γέννηση, ή καλύτερα, όπως λέει το Ευαγγέλιο, "εάν γεννήθηκε άνθρωπος στον κόσμο"· το αν υπήρξε μακρός ή βραχύς ο βίος του ή ο θάνατός του συνέβη με τον άλφα ή βήτα τρόπο, είναι μάταιο να συνεξετάζεται με το δόγμα της αναστάσεως. Όπως κι αν υποθέσουμε ότι έγιναν αυτά, είναι σχεδόν το ίδιο, και από τη διαφορά αυτή δεν προκαλείται ούτε δυσκολία ούτε ευκολία στην ανάσταση. Εκείνος που άρχισε να ζει, πρέπει πάντως να ζήσει, αφού διορθωθεί με την ανάσταση η διάλυσή του, που στο μεταξύ έφερε ο θάνατος. Το πώς και το πότε γίνεται η διάλυση, τί σχέση έχει με την ανάσταση; »Η εξέταση γι’ αυτό (το δόγμα της αναστάσεως) λαμβάνει υπόψη της άλλη προϋπόθεση, αν δηλαδή έζησε κανείς με απολαύσεις ή με στερήσεις, με αρετή ή κακία, επαινετά ή με ενοχές, αν πέρασε τη ζωή του ελεεινά ή ευτυχισμένα. Διότι όλα αυτά και τα παρόμοια βρίσκονται από το μάκρος και το είδος της παρούσης ζωής. Και έτσι, όταν θα γίνει η κρίση για όσα έζησε (ο άνθρωπος), υποχρεωτικά ο κριτής θα ερευνήσει το πάθος, την πληγή, την ασθένεια, τα γεράματα, τη νεότητα, τον πλούτο, τη φτώχεια· πώς ο καθένας συμπεριφέρθηκε στην ανάλογη κατάσταση, αν πέρασε το βίο που του έλαχε καλώς ή κακώς, εάν δέχθηκε πολλά αγαθά ή κακά σε μεγάλο χρονικό διάστημα, ή μήπως δεν δοκίμασε κανένα απ’ αυτά, διότι έπαυσε να ζει προτού καν ωριμάσει; Όταν, λοιπόν, ο Θεός επαναφέρει τη φύση του ανθρώπου στην πρώτη της κατάσταση, θα ήταν άσκοπο να συζητάει κανείς τέτοια, και να πιστεύει ότι με αυτές τις αντιρρήσεις θα εμποδίσει τη δύναμη του Θεού να φθάσει στον σκοπό της. »Και ο σκοπός του (Θεού) είναι ένας· όταν το πλήρωμα όλης της φύσεώς μας τελειωθεί με αυτά που αφορούν στον κάθε άνθρωπο, αφού άλλοι ευθύς αμέσως από την παρούσα ζωή θα έχουν καθαρθεί από την κακία, ενώ άλλοι θα γιατρευθούν με το πυρ στο μέλλον στα αναγκαία χρόνια, και τέλος άλλοι που δεν γνώρισαν στον παρόντα βίο τη γεύση ούτε του καλού ούτε του κακού, (σκοπός του Θεού είναι) σ’ όλους να προσφέρει τη συμμετοχή στα αγαθά του, τα οποία, όπως λέει η Αγία Γραφή, μήτε οφθαλμός τα είδε μήτε αυτί τα άκουσε μήτε σκέψη τα διανοήθηκε. »Και αυτό, σύμφωνα με την αντίληψή μου, δεν σημαίνει τίποτε άλλο, παρά το να είναι μέσα στην ύπαρξη του Θεού. Διότι το αγαθό που ξεπερνά την ακοή, την όραση και τη σκέψη, είναι αυτό(ς) (ο Θεός) που βρίσκεται πάνω απ’ όλα. Και η διαφορά μεταξύ του εναρέτου και αμαρτωλού βίου στη μέλλουσα ζωή θα φανεί περισσότερο στο εξής, στη γρήγορη ή αργή (χρονικά) συμμετοχή στην προσδοκώμενη μακαριότητα. Διότι ο χρόνος της θεραπείας θα εξαρτηθεί σίγουρα από το ποσό της κακίας που έχει ο καθένας.
Και θεραπεία της ψυχής εννοείται η κάθαρση από την κακία. Αυτή δεν είναι δυνατόν να κατορθωθεί χωρίς πόνο, όπως το αναφέραμε προηγουμένως. »Αλλά, οπωσδήποτε, μπορεί κανείς εύκολα να καταλάβει πόσο περιττές και ανάρμοστες είναι οι αντιρρήσεις, εάν ενδιατρίψει στο βάθος της σοφίας των Αποστόλων. Πράγματι ο Απόστολος εξηγεί το μυστήριο αυτό στους Κορινθίους, οι οποίοι πιθανόν είχαν τις ίδιες αντιρρήσεις, όπως ακριβώς έχουν όσοι τώρα προσπαθούν να ανατρέψουν την πίστη στο δόγμα της αναστάσεως. Λέει τα εξής (ο Απόστολος), για να κόψει με τη γνώση του το θράσος της δικής τους αμάθειας: "Θα μου πεις· πώς θ’ αναστηθούν οι νεκροί; Με ποιό σώμα θα έλθουν; Ανόητε", λέει, "εσύ αυτό που σπέρνεις δεν φυτρώνει, αν δεν σαπίσει· και δεν σπέρνεις το φυτό που θα φυτρώσει, αλλά σπέρνεις ξερό σπόρο σταριού ή κάποιου άλλου φυτού· ο Θεός όμως είναι που δίνει το σώμα (του φυτού), όπως ο ίδιος θέλει". »Εδώ, νομίζω, αποστομώνει αυτούς που δεν γνωρίζουν τα πραγματικά όρια της φύσεώς μας και ερευνούν τη θεία δύναμη σύμφωνα με τη δική τους αντίληψη· πιστεύουν ότι ο Θεός έχει τόση μόνο δυνατότητα, όση αντιλαμβάνεται ο νους του ανθρώπου· και ότι αυτό που είναι πάνω από τις δικές μας δυνατότητες, ξεπερνά και τη δύναμη του Θεού. Βέβαια, αυτός που ρώτησε τον Απόστολο, "πώς θ’ αναστηθούν οι νεκροί", πιστεύει ότι είναι αδύνατο τα σκορπισμένα στοιχεία του σώματα να συγκροτηθούν και πάλι. Και αφού αυτό είναι αδύνατο, και άλλο σώμα δεν γίνεται εκτός από τη συνδρομή των στοιχείων, καταλήγει στο εξής, που το συμπέρανε μ’ ένα υποθετικό συλλογισμό, όπως κάνουν οι ικανοί συζητητές: εάν το σώμα αποτελεί συνδρομή στοιχείων και η συνδρομή αυτών για δεύτερη φορά δεν είναι δυνατή, τότε ποιό σώμα θα έχουν οι αναστημένοι; »Αυτό το συμπέρασμα, το οποίο βγήκε από ένα φιλοσοσφικό τέχνασμα, το ονόμασε (ο Απόστολος) ανοησία εκείνων που δεν είδαν στην υπόλοιπη δημιουργία την υπεροχή της θείας δυνάμεως. Πράγματι, άφησε στην άκρη τα σπουδαιότερα θαύματα του Θεού, με τα οποία θα μπορούσε να φέρει σε αμηχανία τον ακροατή του –για παράδειγμα, τί είναι το σύμπαν και από πού έρχεται, τί είναι ο ήλιος, η σελήνη ή το φαινόμενο των άστρων, ο αιθέρας, ο αέρας, το νερό, η γη;–, (αφήνοντας όλα αυτά) ελέγχει την απερισκεψία των αντιρρησιών με κοινά και κοντινά μας παραδείγματα. »Διότι, δεν σε διδάσκει η γεωργία, ρωτάει (ο Απόστολος), ότι ματαιοπονεί όποιος μετράει την ανώτερη δύναμη του Θεού με τα δικά του μέτρα; Από πού προέρχονται τα σώματα που φυτρώνουν γύρω στους σπόρους; Τί γίνεται πριν βλαστήσουν; Δεν γίνεται ο θάνατος, εφόσον θάνατος είναι η διάλυση των συστατικών στοιχείων; Διότι ο σπόρος δεν πρόκειται να φυτρώσει, εάν δεν διαλυθεί στο χώμα και δεν γίνει αραιός και πορώδης, ώστε ν’ αναμιχθεί η ουσία του με την υγρασία του περιβάλλοντος, και έτσι να δώσει ρίζα και βλαστό· και ούτε εκεί θα μείνει, αλλά θα μεταποιηθεί σε καλαμιά που θα έχει πάνω της, σαν να είναι ζωσμένη με συνδέσμους, τα ενδιάμεσα γόνατα, για να μπορεί να σηκώσει το στάχυ σε όρθια στάση, όταν θα είναι γεμάτο από καρπό. Πού ήταν αυτά στο στάρι, προτού από τη διάλυση του σπόρου στο χώμα;
Και βέβαια, από κει είναι όλα αυτά. Διότι, αν δεν υπήρχε εκείνο προηγουμένως, ούτε το στάχυ θα γινόταν. »Όπως, λοιπόν, το σώμα του στάχυ φυτρώνει από τον σπόρο, επειδή η θεία δύναμη το επιμελείται για να γίνει απ’ αυτόν (σπόρο) εκείνο (στάχυ)· και δεν είναι απόλυτα όμοιο με το σπόρο αλλά ούτε και διαφορετικό σε όλα· κατά τον ίδιο τρόπο, λέει, και το μυστήριο της αναστάσεως σού έχει προτυπωθεί με τα θαυμαστά συμβάντα των σπόρων. Διότι, η θεία δύναμη, με την πολλή της εξουσία, δεν σου αποδίδει μόνο εκείνο που έχει διαλυθεί, αλλά σου προσθέτει και άλλα μεγάλα και καλά σ’ αυτό, με τα οποία η ανθρώπινη φύση σου παρουσιάζεται πιο μεγαλοπρεπής. "Σπείρεται", λέει, "στη φθορά, ανασταίνεται σε κατάσταση αφθαρσίας· σπείρεται ασθενικό, ανασταίνεται δυνατό· σπείρεται άτιμο και ανασταίνεται ένδοξο· σπείρεται (πεθαίνει) σώμα ψυχικό και ανασταίνεται σώμα πνευματικό". »Όπως ο σπόρος του σταριού, μετά τη διάλυσή του στο χώμα, αφήνει τη μικρή του ποσότητα και την ποιοτική ιδιότητα της μορφής του, αλλά δεν αφήνει την ταυτότητά του, παρά μένοντας στον εαυτό του γίνεται στάχυς και πολύ διαφέρει από τον εαυτό του στο μέγεθος, την ομορφιά, την ποικιλία, το σχήμα. Κατά παρόμοιο τρόπο, και η ανθρώπινη φύση αφήνει με το θάνατο όλες τις ιδιότητές της, τις οποίες απόκτησε με την εμπαθή της διάθεση, και εννοώ την ατιμία, τη φθορά, την ασθένεια, τη διαφορά κατά ηλικία, χωρίς όμως να εγκαταλείπει τον εαυτό της· αλλά, σαν στάχυ, μεταφέρεται στην αφθαρσία, τη δόξα, την τιμή, τη δύναμη και την τελειότητα σε όλα. Η ζωή της δεν ρυθμίζεται πλέον από τις ιδιότητες της φύσεως, αλλά έχει εισέλθει σε κάποια πνευματική και απαθή κατάσταση. Αυτή είναι ακριβώς η ιδιότητα του ψυχικού σώματος, το να αλλοιώνεται διαρκώς με συνεχή ροή και κίνηση και να μεταβάλλεται από την κατάσταση που είναι σε κάτι άλλο. Απ’ αυτά, λοιπόν, τα οποία δεν τα βλέπουμε μόνο στους ανθρώπους αλλά και στα φυτά και τα ζώα, τίποτε δεν θα μείνει στην άλλη ζωή. »Μου φαίνεται ότι και με όλα αυτά συμφωνεί ο λόγος του Αποστόλου με τη αντίληψή μας για την ανάσταση· και φανερώνει αυτό που περιέχει ο δικός μας ορισμός, που λέει ότι ανάσταση δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αποκατάσταση στην αρχαία φύση μας. Επειδή διδαχθήκαμε από την Αγία Γραφή το εξής, ότι στην πρώτη δημιουργία πρώτα βλάστησε η γη βοτάνη από χόρτα, όπως το λέει το κείμενο, και έπειτα από το βλαστό έγινε ο σπόρος, ο οποίος, όταν πέσει στο χώμα, φυτρώνει πάλι το ίδιο είδος του δένδρου που φυτεύθηκε αρχικά· αυτό γίνεται, λέει ο θείος Απόστολος, και με την ανάσταση. »Και δεν διδασκόμαστε μόνον αυτό απ’ αυτόν, ότι δηλαδή το ανθρώπινο γένος μετακομίζει σε πιο μεγαλοπρεπή κατάσταση, αλλά και ότι αυτό που ελπίζουμε δεν είναι τίποτε άλλο παρά αυτό που ήταν αρχικά.
Επειδή όμως αρχικά δεν προήλθε ο στάχυς από το σπόρο αλλά ο σπόρος από το στάχυ, και κατόπιν ο στάχυς βλαστάνει γύρω από το σπόρο, η σειρά του παραδείγματος δείχνει με σαφήνεια ότι όλη η μακαριότητα, που ξεπηδά από την ανάσταση, μας επαναφέρει στην πρωταρχική χάρη. »Και εμείς στην αρχή ήμασταν κατά κάποιο τρόπο στάχυς. Αφού, όμως, ξεραθήκαμε από τον καύσωνα της κακίας και μας παρέλαβε η γη μετά τη διάλυση του θανάτου, πάλι η άνοιξη της αναστάσεως θα αναδείξει το γυμνό αυτό κόκκο του σώματος σε στάχυ μεστωμένο, πλούσιο και όρθιο· να εκτείνεται σε ουράνιο ύψος, και αντί για καλάμη ή ανθέρικο να είναι στολισμένο (το σώμα) με την αφθαρσία και τις υπόλοιπες θεοπρεπείς ιδιότητες. "Διότι πρέπει το φθαρτό σώμα να ντυθεί την αφθαρσία". »Η αφθαρσία πάλι, η δόξα, η τιμή και η δύναμη, κατά κοινή ομολογία, αποτελούν ιδιότητες της θείας φύσεως· αυτές προηγουμένως ανήκαν στον κατ’ εικόνα Θεού (άνθρωπο) και ελπίζεται ότι θα ανήκουν πάλι. Διότι ο πρώτος στάχυς ήταν ο πρώτος άνθρωπος, ο Αδάμ. Αλλά, αφότου με την είσοδο της κακίας η φύση τεμαχίστηκε σε πολλά κομμάτια, όπως συμβαίνει με τον καρπό του στάχυος, έτσι και ο καθένας μας που γυμνωθήκαμε από το είδος εκείνου του στάχυος και αναμιχθήκαμε με τη γη, στην ανάσταση θα ξαναγεννηθούμε πάλι στο πρώτο κάλλος, και θα γίνουμε στη θέση του πρώτου στάχυος άπειρες μυριάδες στάχεις των αγρών. »Ο ενάρετος βίος πάλι αυτή τη διαφορά έχει από την κακία, ότι όσοι στην παρούσα ζωή καλλιέργησαν τον εαυτό τους με την αρετή, ευθύς αμέσως φυτρώνουν σαν τέλειοι στάχεις. Όσοι πάλι στον παρόντα βίο έκαναν τη δύναμη της ψυχής σαν ξεθωριασμένο και ανεμοδαρμένο σπόρο, τότε οι γνώστες αυτών των πραγμάτων λένε ότι γίνονται σαν τα ονομαζόμενα κεράσβολα. Το ίδιο κι αυτοί, παρόλο που θα φυτρώσουν με την ανάσταση, θα υποστούν μεγάλη επιτίμηση από τον Κριτή, επειδή δεν μπορούν να βλαστήσουν σαν το είδος του στάχυος και να γίνουν όπως ήμασταν πριν από την πτώση στη γη. »Η θεραπεία πάλι την οποία προσφέρει ο επιστάτης είναι η συλλογή των ζιζανίων και των αγκαθιών, τα οποία φύτρωσαν μαζί με το σπόρο· διότι, όλη η δύναμη που τρέφει τη ρίζα, πήγε στα παράσιτα και εξαιτίας τους ο καλός σπόρος έμεινε ατροφικός και άγονος, αφού τον έπνιξαν οι παρά φύσιν βλαστοί.
Όταν, λοιπόν, κάθε παράσιτο και ξένο βλαστάρι χωριστεί από το καλό φυτό και οδηγηθεί στον αφανισμό με την καταστροφή του από την παρά φύσιν φωτιά, τότε και σ’ αυτούς (τους ανθρώπους) θ’ αναπτυχθεί η φύση και θα δώσει καρπό χάρη σ’ αυτήν τη φροντίδα· θ’ αποκτήσει πάλι, μετά μακρύ χρονικό διάστημα, το αρχικό κοινό είδος, που μας έδωσε ο Θεός. Και ευτυχισμένοι είναι πράγματι εκείνοι στους οποίους το τέλειο κάλλος των στάχυων φυτρώνει αμέσως με την ανάσταση. »Και λέμε αυτά, όχι διότι τάχα θα υπάρχει κάποια σωματική διαφορά κατά την ανάσταση στους ενάρετους από τους αμαρτωλούς, ώστε να νομίζει κανείς ότι ο ένας είναι ατελής στο σώμα και ο άλλος τέλειος. Αλλά, όπως στον παρόντα βίο ο φυλακισμένος και ο ελεύθερος έχουν βέβαια και οι δύο ομοιότητα στο σώμα, υπάρχει όμως μεγάλη διαφορά μεταξύ τους σχετικά με την ευχαρίστηση και τη λύπη, παρόμοια νομίζω πρέπει να θεωρούμε τη διαφορά μεταξύ των αγαθών και των κακών στη μέλλουσα κατάσταση. »Διότι η τελείωση των αναστημένων από τη φθορά σωμάτων φανερώνεται, όπως λέει ο Απόστολος, στην αφθαρσία, τη δόξα, την τιμή και τη δύναμη. Η μείωση αυτών των ιδιοτήτων δεν σημαίνει κάποια αναπηρία του αναστημένου σώματος, αλλά στέρηση και αλλοτρίωση καθενός από τα νοητά αγαθά (της αναστάσεως). Επειδή, λοιπόν, το ήθος του ανθρώπου ένα από τα δύο αντίθετα πρέπει να το διακρίνει, ή το αγαθό ή το κακό, είναι φανερό ότι, όταν λέμε ότι κάποιος δεν βρίσκεται μέσα στο αγαθό, δείχνουμε ότι σίγουρα βρίσκεται μέσα στο κακό. Και βέβαια στην κακία δεν υπάρχει ούτε τιμή, ούτε δόξα, ούτε αφθαρσία, ούτε δύναμη. »Υποχρεωτικά, λοιπόν, δεν πρέπει ν’ αμφιβάλλουμε ότι σ’ όποιον δεν υπάρχουν αυτά, υπάρχουν τα αντίθετά τους, δηλαδή ασθένεια, ατιμία, φθορά και όσα ανήκουν στην ίδια κατηγορία. Αυτά, όπως είπαμε στη συζήτησή μας παραπάνω, αποτελούν τα πάθη της κακίας για την ψυχή που δύσκολα διώχνονται, διότι αναμειγνύονται και φυτρώνουν μαζί, και γίνονται ένα μ’ αυτήν. Αφού, όμως, αυτά (τα πάθη) με τη θεραπεία της φωτιάς (της κρίσεως) καθαρισθούν και χαθούν, θα έλθει στη θέση τους καθένα από τα θεωρούμενα αγαθά, δηλαδή η αφθαρσία, η ζωή, η τιμή, η χάρη, η δόξα, η δύναμη και οτιδήποτε άλλο παρόμοιο φανταζόμαστε ότι υπάρχει τόσο στο Θεό όσο και στην εικόνα Του, που είναι η ανθρώπινη φύση».
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου