Αγίου Γρηγορίου Επισκόπου Νύσσης
Λόγος περί ψυχής και Αναστάσεως
Τά λεγόμενα Μακρίνια
Μετάφραση Αρχιμ. Δωρόθεος Πάπαρης
Επομένως, απ’ αυτό αποδεικνύεται ξεκάθαρα, ότι η κακία δεν είναι πιο μεγάλη από τη ζωή, ούτε η φύση έχει τη δημιουργική της αρχή απ’ αυτήν, αλλά η σοφία του Θεού κυβερνά τη ζωή μας και προνοεί για το καθετί. Όταν η ψυχή δημιουργηθεί, σύμφωνα με τον αρεστό στο Δημιουργό της τρόπο, τότε η ίδια επιλέγει ελεύθερα αυτό που κατά τη γνώμη της είναι ορθό και γίνεται, σύμφωνα με τη δύναμη της προαιρέσεώς της, ό,τι εκείνη θέλει. »Θα καταλάβουμε το θέμα από το παράδειγμα των οφθαλμών· εκεί η όραση προέρχεται από τη φύση, ενώ η τύφλωση από την προαίρεση ή το πάθος. Είναι δυνατόν βέβαια καμιά φορά να συμβεί το παρά φύσιν αντί για το φυσικό, όταν κάποιος με τη θέλησή του κλείσει τα μάτια ή από πάθος χάσει το φως του. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με την ψυχή, η οποία έχει τη σύστασή της από το Θεό· επειδή καμιά κακία δεν αποδίδεται στο Θεό, βρίσκεται (και η ψυχή) έξω απ’ αυτή την αναγκαιότητα. Έχοντας, λοιπόν, δημιουργηθεί έτσι, οδηγείται με τη δική της γνώμη σ’ αυτό που θέλει: ή κλείνει θεληματικά τα μάτια της στο καλό, ή από προσβολή του εχθρού (διαβόλου), που συγκατοικεί στη ζωή μας, παθαίνει ζημιά στα μάτια και ζει στο σκοτάδι της πονηρίας· ή και το αντίθετο πάλι· βλέποντας καθαρά την αλήθεια, απομακρύνεται από τα σκοτεινά πάθη. »Θα ρωτήσει, λοιπόν, κάποιος: πότε και πώς γεννιέται η ψυχή; Αλλά το θέμα για το πώς έγινε το καθένα, πρέπει ν’ αποκλειστεί τελείως από τη συζήτησή μας. Διότι ακόμη και τα θέματα που είναι εύκολα στην κατανόησή τους και τα αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις, δεν θα μπορούσε αυτός που τα ερευνά με τη λογική να κατανοήσει πώς δημιουργήθηκε το φαινόμενο (της ψυχής). Άλλωστε θεωρούμε ότι αυτό δεν το κατανόησαν ούτε οι θεοφόροι και άγιοι Πατέρες. »
"Με την πίστη κατανοούμε", λέει ο Απόστολος, "ότι έχουν δημιουργηθεί οι αιώνες με το λόγο του Θεού, ώστε να έχουν γίνει αυτά που βλέπονται από εκείνα που δε φαίνονται"· και δεν νομίζω ότι θα το έλεγε αυτό (ο Απόστολος), εάν θεωρούσε ότι το ζήτημα είναι κατανοητό με τη λογική. Ο Απόστολος λέει, ότι πιστεύει απόλυτα ότι αυτός ο κόσμος και όσα Εκείνος έκαμε –οτιδήποτε κι αν είναι αυτός ο κόσμος, στον οποίο συμπεριλαμβάνεται κάθε ορατό και αόρατο κτίσμα–, όλα έχουν δημιουργηθεί από το θέλημα του Θεού· το πώς δημιουργήθηκαν, δεν το ερευνά. »Και δεν νομίζω ότι είναι εφικτό κάτι τέτοιο στους ερευνητές, καθώς αυτό το θέμα παρουσιάζει μπροστά μας πολλές δυσκολίες. Πώς προήλθε, για παράδειγμα, από την ακίνητη φύση το κινούμενο, από την απλή και αδιάστατη το διαστηματικό και σύνθετο; Μήπως από την ίδια την ανώτερη (θεία) ουσία; Αλλά δεν συμφωνεί μ’ αυτό το γεγονός ότι τα όντα έχουν άλλη φύση μ’ εκείνη. Και από πού αλλού; Και όμως η λογική δεν βλέπει τίποτε έξω από τη θεία φύση. Πράγματι θα διαιρεθεί σε πολλές θεωρίες το ζήτημα, εάν θεωρήσουμε κάτι έξω από τη δημιουργική αιτία (του Θεού), από το οποίο η σοφία της τέχνης λαμβάνει τις μεθόδους της δημιουργίας. »Το αίτιο, λοιπόν, των όντων είναι ένα, αλλά δεν έχουν την ίδια με τη θεϊκή φύση τα όντα που δημιουργούνται απ’ αυτήν. Εξίσου απορριπτέες είναι και οι δύο θεωρίες, τόσο ότι η κτίση προέρχεται από τη φύση του Θεού, όσο και το ότι όλα έχουν δημιουργηθεί από κάποια άλλη φύση. Δηλαδή, ή θα νοηθεί το θείο με τις ιδιότητες της κτίσεως, εφόσον τα δημιουργήματα έχουν την ίδια φύση με το Θεό· ή κάποια άλλη υλική φύση θα εισαχθεί απέξω στη θέση του Θεού και θα εξισωθεί μ’ Αυτόν στην ιδιότητα του αγεννήτου μέσω της αιωνιότητας των κτισμάτων.
Κάτι τέτοιο φαντάσθηκαν και οι Μανιχαίοι, το αποδέχθηκαν και ορισμένοι Έλληνες φιλόσοφοι και έκαναν δόγμα πίστεως τη φανταστική αυτή θεωρία. »Για ν’ αποφύγουμε, λοιπόν, κατά το δυνατόν, το αβάσιμο καθεμιάς απ’ αυτές τις θεωρίες για τη δημιουργία των όντων, δεν θα εξετάσουμε το ζήτημα, το τί και το πώς της γενέσεως, σύμφωνα με το παράδειγμα του Αποστόλου· τόσο μόνο θα σημειώσουμε, ότι η ορμή της θείας βουλήσεως, όταν θέλει, πραγματώνεται, και η θέληση γίνεται ουσία και αμέσως σχηματίζει φύση. Καθόσον η παντοδύναμη εξουσία (του Θεού), οτιδήποτε σχεδιάσει με σοφία και καλλιτεχνία, δεν αφήνει το θέλημά της ανυπόστατο. Διότι η ύπαρξη του θελήματος είναι ουσία. »Και καθώς τα όντα διαιρούνται σε δύο είδη, στα νοερά και τα σωματικά, η δημιουργία των νοερών δεν φαίνεται εντελώς ασύμφωνη με τη δημιουργία της ασώματης φύσεως· αλλά δείχνει από κοντά τις ιδιότητες του αΐδιου, άϋλου και αδιάστατου. Αυτές, δεν θα κάνει λάθος κάποιος, να τις αποδώσει και στην ανώτερη (θεϊκή) φύση. Η σωματική πάλι φύση θεωρείται ότι έχει ιδιότητες ακοινώνητες (ξένες) προς το Θείο· και μάλιστα προκαλεί μεγάλη αδυναμία στη λογική, διότι δεν μπορεί να καταλάβει πώς προέρχεται από το αόρατο το ορατό, από το άϋλο το στερεό και σκληρό, από το αόριστο το συγκεκριμμένο, από το αμέτρητο και αχώρητο (πώς προέρχεται) αυτό που χωρεί μέσα σε μέτρα και ποσά. »Και το καθένα απ’ αυτά που κατατάσσονται στη φύση των σωμάτων, για τα οποία τόσο πολύ ισχυριζόμαστε ότι κανένα απ’ αυτά που αποδίδονται στις ιδιότητες του σώματος δεν είναι σώμα, ούτε σχήμα, ούτε χρώμα, ούτε βάρος, ούτε διάστημα, ούτε μέγεθος, ούτε κάτι άλλο απ’ όσα ανήκουν στην ποιότητα, αλλά το καθένα απ’ αυτά είναι λόγος· μόνον η συνδρομή και η ένωση όλων αυτών μεταξύ τους αποτελεί το σώμα. Επειδή, λοιπόν, οι ιδιότητες που συναπαρτίζουν το σώμα, κατανοούνται με το νου και όχι με τις αισθήσεις, και νοερός είναι ο Θεός, ποιά δυσκολία έχει ο νοητός να κατασκευάσει τα νοητά, των οποίων η συνένωση συγκρότησε τη φύση του σώματός μας; »Αλλά αυτά βέβαια εξετάστηκαν, ενώ είναι έξω από το θέμα μας. Το ζητούμενο, λοιπόν, ήταν, εάν προϋπάρχουν οι ψυχές από τα σώματα, πότε και πώς γίνονται. Η συζήτησή μας πάντως άφησε ανεξέταστο το θέμα πώς γεννιούνται οι ψυχές, επειδή είναι απλησίαστο.
Μένει για συζήτηση το θέμα, που έχει σχέση με τα προλεχθέντα, πότε οι ψυχές έχουν την αρχή τους. »Εάν πράγματι γίνει δεκτό ότι η ψυχή ζει σε ιδιαίτερη κατάσταση πριν από τη γένεση του σώματος, υποχρεωτικά θα δεχθούμε ότι είναι έγκυρες εκείνες οι απαράδεκτες θεωρίες οι οποίες εισάγουν τις ψυχές μέσα στα σώματα εξαιτίας της κακίας τους. Αλλά, βέβαια, κανένας από τους λογικούς ανθρώπους δεν πιστεύει ότι οι ψυχές είναι υστερόχρονες στη δημιουργία και νεότερες στη γέννηση από τα σώματα· διότι είναι σ’ όλους φανερό ότι κανένα άψυχο δεν έχει από τον εαυτό του δύναμη να κινηθεί και αυξηθεί. Και κανείς δεν αμφιβάλλει ότι ακόμη και τα νήπια και μεγαλώνουν και κινούνται τοπικά. »Μένει, λοιπόν, να δεχθούμε την ταυτόχρονη αρχή της συστάσεως της ψυχής και του σώματος. Και όπως η γη, αφού δέχθηκε τη ρίζα του φυτού από τους γεωργούς, την έκανε δένδρο, χωρίς να βάζει μέσα στο τρεφόμενο (φυτό) τη δύναμη της αυξήσεως, αλλά παρείχε στο φύτευμα μόνο τις αφορμές για αύξηση· έτσι παρόμοια ισχυριζόμαστε ότι και αυτό που αποσπάται από τον άνθρωπο για να γεννηθεί άλλος άνθρωπος, είναι κι αυτό, κατά κάποιο τρόπο, έμψυχο ον που προέρχεται από άλλο έμψυχο, και τρέφεται από κάποιο που και εκείνο τρέφεται. »Δεν είναι καθόλου παράξενο, εάν ένα τόσο μικρό κομμάτι περιέχει όλες τις ενέργειες και κινήσεις της ψυχής. Διότι ούτε ο σπόρος του σταριού από την αρχή δεν φαίνεται σαν στάχυς –διότι πώς είναι δυνατόν ένα τόσο μεγάλο να χωρέσει σ’τόσο μικρό; Καθώς η γη τον τρέφει με τις κατάλληλες τροφές, ο σπόρος του σταριού γίνεται στάχυς, χωρίς να μεταβάλλει μέσα στο χώμα τη φύση του, αλλά αναπτύσσει τον εαυτό του και τον τελειοποιεί με την ενέργεια της τροφής. »Όπως ακριβώς, λοιπόν, στους σπόρους των φυτών η αύξηση προχωρεί λίγο λίγο προς την τελείωση, με τον ίδιο τρόπο και στη σύσταση του ανθρώπου, η δύναμη της ψυχής σχηματίζεται αναλογικά με την σωματική ποσότητα.
Πρώτα εμφανίζεται (η ψυχή) να ενεργεί με την θρεπτική και αυξητική ιδιότητα στα έμβρυα, που πλάθονται μέσα στην κοιλιά· έπειτα, προσφέρει τη δωρεά των αισθήσεων σε όσους έλθουν στο φως (γεννηθούν)· τέλος παρουσιάζει, σαν καρπό ενός φυτού που μεγάλωσε, τη δύναμη της λογικής, όχι ολοκληρωμένη αμέσως, αλλά βαθμιαία, να αυξάνεται σε αναλογία με το μεγάλωμα του φυτού. »Επειδή, λοιπόν, αυτό που αποσπάται από έμψυχο (στοιχείο) για να συστήσει ένα έμψυχο ον, δεν μπορεί να είναι νεκρό –διότι η νεκρότητα προέρχεται από την απουσία ψυχής· και η απουσία ψυχής δεν παίρνει μορφή–, απ’ αυτά καταλαβαίνουμε ότι η σύσταση του ανθρώπου γίνεται από την κοινή συνύπαρξη και των δύο (ψυχής και σώματος)· ούτε το ένα προηγείται ούτε το άλλο ακολουθεί. »Υποχρεωτικά το δόγμα μας προβλέπει ότι κάποτε θα σταματήσει η αύξηση ψυχών, για να μην αυξάνεται διαρκώς η ανθρώπινη φύση· καθώς με τα νεογέννητα θα κινείται προς τα εμπρός και ποτέ δεν θα σταματά. Νομίζουμε πως η αιτία ότι πρέπει να σταματήσει κάποτε την κίνησή της και η δική μας φύση είναι η εξής, ότι όπως κάθε νοητή φύση βρίσκεται στο πλήρωμά της, είναι φυσιολογικό και η ανθρώπινη φύση να φτάσει στο τέρμα της –διότι ούτε αυτό είναι ξένο προς τη νοητή φύση–, ώστε να μη θεωρείται ότι πάντοτε ζει με έλλειψη. Διότι, η συνεχής προσθήκη των νεογέννητων αποτελεί κατηγορία, ότι η φύση είναι ελλιπής. »Όταν, λοιπόν, το ανθρώπινο γένος έρθει στο πλήρωμά του, θα σταματήσει οπωσδήποτε αυτή η ρευστή κίνηση της φύσεώς μας, αφού έφθασε στο αναγκαίο τέρμα. Και κάποια άλλη κατάσταση θα διαδεχθεί αυτή τη ζωή, διαφορετική από την παρούσα, που βρίσκεται στη γένεση και τη φθορά. Διότι, αν δεν υπάρχει γένεση, υποχρεωτικά δεν θα γίνει ούτε αυτό που θα φθαρεί. Εάν η σύνθεση αρχίζει πριν από τη διάλυση –και σύνθεση εννοούμε την εμφάνιση με τη γέννηση–, είναι επόμενο, εάν δεν προηγηθεί η σύνθεση, δεν θ’ ακολουθήσει ούτε η διάλυση. Επομένως, η ζωή μετά την παρούσα προμηνύεται οπωσδήποτε σταθερή και αδιάλυτη, χωρίς να αλλοιώνεται ούτε από τη γένεση ούτε από τη φθορά».
Αφού η δασκάλα είπε αυτά και επειδή πολλοί που άκουγαν νόμισαν ότι η συζήτηση έφτασε στο τέλος της, εγώ, αντίθετα, φοβήθηκα ότι, εάν η δασκάλα πάθει κάτι λόγω της αρρώστιας της, όπως και έγινε, μήπως δεν θα υπάρχει αυτός ο οποίος θα αντικρούσει τις θεωρίες των εχθρών μας σχετικά με την ανάσταση. Γι’ αυτό είπα: «η συζήτησή μας δεν έθιξε ακόμη το σπουδαιότερο μέρος του δόγματος (της αναστάσεως). Διότι λέει η θεόπνευστη Αγία Γραφή, και η Καινή και η Παλαιά διδασκαλία, ότι όταν κάποτε θα φθάσει η φύση μας με τάξη και συνοχή στο τέλος αυτής της παροδικής χρονικής κινήσεώς της, τότε θα σταματήσει αυτή η χρονική ροή που δημιουργείται από τη διαδοχή των γενεών· και το σύνολο του πληρώματος δεν θα δέχεται πλέον καμιά επιπλέον αύξηση. Τότε όλο το σύνολο των ψυχών θα επιστρέψει πάλι από την κατάσταση που ήταν αόρατο και σκορπισμένο, στην κατάσταση να έχει μορφή και να φαίνεται· τα ίδια στοιχεία, με την ίδια τάξη. θα συνδράμουν πάλι όλα μαζί, το ένα με το άλλο, (και θα συστήσουν τον άνθρωπο). Αυτή η (νέα) κατάσταση της ζωής λέγεται από τη διδασκαλία της Αγίας Γραφής ανάσταση· με το όνομα αυτό, μαζί με την αναγέννηση του γηΐνου, εννοείται και όλη η κίνηση και συνδρομή των στοιχείων». «Ποιό, λοιπόν, απ’ αυτά, είπε εκείνη, δεν ειπώθηκε στη συζήτησή μας;». «Αυτό, λέω, το δόγμα της αναστάσεως». «Και όμως, απάντησε, πολλά, που ειπώθηκαν με κάθε λεπτομέρεια, σ’ αυτό το θέμα μας οδηγούν». «Δεν γνωρίζεις, ρώτησα, πόσο πλήθος επιχειρημάτων επιστρατεύουν οι αντιτιθέμενοι σ’ αυτή μας την ελπίδα;». Και επιχειρούσα ταυτόχρονα να εκθέσω τις αντιρρήσεις που οι εριστικοί μας αντίπαλοι εφευρίσκουν εναντίον της αναστάσεως.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου