Αγίου Γρηγορίου Επισκόπου Νύσσης
Λόγος περί ψυχής και Αναστάσεως
Τά λεγόμενα Μακρίνια
Μετάφραση Αρχιμ. Δωρόθεος Πάπαρης
Μου απάντησε εκείνη: «Μου φαίνεται ότι πρέπει πρώτα να αναφέρουμε με συντομία όσα διάσπαρτα αναφέρει η Αγία Γραφή γι’ αυτό το δόγμα, για να έχουμε επικεφαλίδα του λόγου μας εκείνη (Αγ. Γραφή). Άκουσα, λοιπόν, τον Δαβίδ να υμνολογεί στις θεόπνευστες ωδές του, και να έχει ως περιεχόμενο του ύμνου του, στον εκατοστό τρίτο Ψαλμό, το στολισμό του σύμπαντος· Λέει το εξής προς το τέλος του ψαλμού: "Θ’ αφαιρέσεις το πνεύμα τους και θα πεθάνουν· και θα επιστρέψουν πάλι στο χώμα (της προελεύσεώς) τους. Θα ξαναστείλεις το Πνεύμα σου και θα ζήσουν· και θα αναγεννήσεις όλα τα πρόσωπα της γης". Εννοεί, μ’ αυτά τα λόγια, τη δύναμη του Πνεύματος που ενεργεί και δίνει ζωή σε όλους όσους επισκέπτεται, ενώ αφαιρεί τη ζωή απ’ όσους αποχωρεί. »Επειδή, λοιπόν, λέει ότι με την αναχώρηση του πνεύματος έχουμε το θάνατο των ζώντων, ενώ με την παρουσία του έχουμε την αναγέννηση των νεκρών, σύμφωνα με τη λογική σειρά, προηγείται ο θάνατος αυτών που θα ξαναγεννηθούν.
Νομίζουμε ότι στον ψαλμό του εκείνο ο Δαβίδ, με το προφητικό του χάρισμα, προαναγγέλλει το μυστήριο της αναστάσεως που η Εκκλησία κηρύττει. »Αλλά και κάπου αλλού ο ίδιος προφήτης λέει ότι ο Θεός του σύμπαντος, ο Κύριος όλων των όντων, "φανερώθηκε σε μας και συνέστησε τη γιορτή με τους πυκασμούς". Με τη λέξη "πυκασμό" εννοεί την εορτή της Σκηνοπηγίας, η οποία, καθώς νομίζω, καθιερώθηκε παλαιά από την παράδοση του Μωϋσή· μ’ αυτήν ο νομοθέτης προαναγγέλλει τα μέλλοντα να συμβούν· αυτή (Σκηνοπηγία) γίνεται πάντοτε (συμβολικά), αλλά δεν έχει γίνει ακόμη (πραγματικά). »Προαγγελόταν, βέβαια, η αλήθεια τυπολογικά, με τα σύμβολα όσων γίνονταν, η αληθινή όμως σκηνοπηγία δεν γινόταν ακόμη. Αλλά, ακριβώς για το γεγονός αυτό, σύμφωνα με το λόγο του προφήτη, ο Θεός και Κύριος του σύμπαντος φανερώθηκε σε μας, για να συσταθεί στην ανθρώπινη φύση η σκηνή της διαλυμένης οικίας μας, που θα σχηματισθεί πάλι σε σώμα από τη συνδρομή των στοιχείων. Διότι η λέξη "πυκασμός" δηλώνει με έμφαση την ένδυση και το στολισμό της (της ανθρώπινης φύσεως). »Και τα λόγια του Ψαλμού έχουν ως εξής:
"Ο Θεός Κύριος φανερώθηκε σε μας, για να συστήσει εορτή με το στολισμό έως τα κέρατα του θυσιαστηρίου". Μου φαίνεται ότι αυτό προαναγγέλλει συμβολικά ότι θα συστηθεί μια γιορτή όλης της λογικής δημιουργίας, στην οποία θα συμπανηγυρίζουν τα κατώτερα μα τα ανώτερα στοιχεία με τη συνοδία των αγαθών. Επειδή στην περίπτωση του κανονισμού του Ναού (του Σολομώντα), δεν επιτρεπόταν σε όλους που βρισκόταν απέξω να εισέλθουν μέσα, αλλά απαγόρευαν την είσοδο στους ειδωλολάτρες και ξένους· και επίσης, οι εισερχόμενοι δεν είχαν όλοι το ίδιο δικαίωμα να προχωρήσουν στα ενδότερα, εάν δεν εξαγνιζόταν με καθαρότερη νηστεία και ραντισμούς· και πάλι, για εκείνους τους ίδιους δεν ήταν προσβάσιμος ο εσωτερικός ναός σε όλους, αλλά επιτρεπόταν μόνον στους ιερείς να επιτελούν τις αναγκαίες ιερουργίες μέσα στο καταπέτασμα· και το απόκρυφο και απροσπέλαστο μέρος του Ναού, στο βρισκόταν το θυσιαστήριο στολισμένο με κέρατα σαν προβόλους, ήταν άβατο και για τους ίδιους τους ιερείς· εκτός από έναν που προεξήρχε των ιερέων και ο οποίος μια φορά το χρόνο, την ορισμένη ημέρα από το Νόμο, μόνος του έμπαινε μέσα για να προσφέρει την πιο απόκρυφη και μυστική ιερουργία. »Εάν, λοιπόν, υπήρχε τόση διαφορά στα μέρη του Ναού εκείνου, ο οποίος ήταν μιμητική απεικόνιση της νοητής καταστάσεως, ο εξωτερικός και μόνο συμβολισμός διδάσκει το εξής: δεν είναι δυνατόν να πλησιάσει όλη η λογική φύση το Θεό, δηλαδή να πιστέψει και ομολογήσει τον αληθινό Θεό, αλλά οι πλανεμένοι σε ψευδείς θεωρίες βρίσκονται έξω από το θείο περίβολο· από εκείνους πάλι, που με την ομολογία της πίστεως εισήλθαν μέσα (στο Ναό), προτιμώνται περισσότερο όσοι καθαρίζονται με ραντισμούς και αγνισμούς· και απ’ αυτούς τέλος πλεονεκτούν οι αφιερωμένοι, ώστε να αξιώνονται την εσωτερική μυσταγωγία. »Και εάν κάποιος εξηγήσει πιο φανερά αυτή την αλληγορία, θα καταλάβει τα εξής από τη διήγηση: από τις λογικές δυνάμεις ορισμένες βρίσκονται μέσα στο άγιο θυσιαστήριο, εγκαταστημένες στο άδυτο της θεότητος· άλλες πάλι απ’ αυτές εξέχουν και προβάλλονται σαν κέρατα, και άλλες βρίσκονται γύρω από εκείνες με καθορισμένη τάξη στην πρώτη και δεύτερη σειρά· το ανθρώπινο όμως γένος, εξαιτίας της κακίας που εισήλθε μέσα του, εξορίστηκε έξω από το θείο περίβολο· όταν όμως καθαρισθεί με το ραντιστήριο λουτρό (βάπτισμα), πάλι εισέρχεται μέσα. Αλλά επειδή πρόκειται κάποτε να καταργηθούν οι εσωτερικές περιφράξεις, με τις οποίες η κακία μας έβγαλε έξω από το εσωτερικό του καταπετάσματος, όταν η φύση μας θα ανακαινισθεί με την ανάσταση και θα εξαφανισθεί όλη η φθορά των όντων που προήλθε από την κακία, τότε θα συστηθεί κοινή γιορτή γύρω από το Θεό από εκείνους που θα είναι στολισμένοι με την ανάσταση.
Και έτσι όλοι θα γεύονται την ίδια χαρά και ευφροσύνη, και καμία διαφορά δεν θα ξεχωρίζει τις λογικές φύσεις από το να μετέχουν εξίσου· αλλά και αυτοί που τώρα βρίσκονται έξω (από το καταπέτασμα) εξαιτίας της κακίας, θα εισέλθουν κάποτε μέσα στα άδυτα της θείας ευτυχίας και θα συνενωθούν με τα κέρατα του θυσιαστηρίου, δηλαδή με τις σπουδαιότερες υπερκόσμιες (αγγελικές) δυνάμεις. »Αυτό το λέει ξεκάθαρα ο Απόστολος (Παύλος) όταν περιγράφει τη συμφωνία όλων προς το αγαθό, ότι, δηλαδή, μπροστά του "θα γονατίσουν οι επουράνιες, οι επίγειες και οι καταχθόνιες δυνάμεις, και κάθε γλώσσα θα δοξολογήσει ότι αυτός είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός, η δόξα του Θεού Πατέρα". Αντί για κέρατα αναφέρει τις αγγελικές και επουράνιες δυνάμεις, ενώ με τις υπόλοιπες ορολογίες εννοεί τη μετά από τους αγγέλους δημιουργία, δηλαδή εμάς, για τους οποίους όλους θα στηθεί μία αρμονική γιορτή. Και γιορτή είναι η ομολογία και επίγνωση του αληθινού Θεού. »Είναι δυνατόν, συνέχισε, να επιλεγούν και άλλα πολλά χωρία της Αγίας Γραφής για τη στήριξη του δόγματος της αναστάσεως. Πράγματι και ο Ιεζεκιήλ, ξεπερνώντας με το προφητικό του πνεύμα όλο τον ενδιάμεσο χρόνο και το αντίστοιχο διάστημα, σταματά ακριβώς στη στιγμή της αναστάσεως· και βλέποντας με την προγνωστική του δύναμη αυτό που θα έλθει, ήδη ως παρόν, το αναπαριστά με τη διήγησή του. »Είδε, λοιπόν, μια απέραντη πεδιάδα να απλώνεται, γεμάτη από πολλούς σωρούς με οστά, που ήταν πεταμένα άλλα από δω κι άλλα από κει. Έπειτα, με τη θεία δύναμη, το κάθε οστό κινούνταν προς το συγγενικό του και ενώνονταν μ’ αυτό αρμονικά· στη συνέχεια, καλύφθηκαν (τα οστά) με νεύρα, σάρκα και δέρμα (το οποίο ο Ψαλμός το ονομάζει στολισμό)· και τέλος το πνεύμα έδωσε ζωή και ανάστησε όλο το πλήθος των οστών που ήταν πεταμένα εκεί. »Και ποιός να πει τη διήγηση του Αποστόλου σχετικά με το θαυμαστό γεγονός της αναστάσεως, αφού είναι πασίγνωστη στους αναγνώστες; Ότι, δηλαδή, όπως διηγείται ο λόγος, με κάποιο πρόσταγμα και ήχο σαλπίγγων, ακαριαία όλο μαζί το πλήθος των νεκρών και πεθαμένων, θα μεταλλαγεί στην κατάσταση της αθανάτου φύσεως;
Θα αφήσουμε στην άκρη επίσης και τις ευαγγελικές διηγήσεις, διότι όλοι τις γνωρίζουν. Κι αυτό διότι ο Κύριος δεν διδάσκει μόνο με το λόγο ότι οι νεκροί θ’ αναστηθούν, αλλά και έμπρακτα ανασταίνει, αρχίζοντας τα θαύματα από τα πιο κοντινά σε μας και λιγότερο αμφισβητήσιμα. »Πρώτα, δηλαδή, δείχνει τη ζωοποιό δύναμή του στα θανατηφορά νοσήματα, απομακρύνοντας τις αρρώστιες με το πρόσταγμα και το λόγο του. Έπειτα, ανασταίνει ένα πρόσφατα πεθαμένο παιδί. Κατόπιν, ανασταίνει ένα νέο την ώρα που μετέφεραν τη σορό του στον τάφο και τον παραδίδει στη μητέρα του. Μετά απ’ αυτό, βγάζει ζωντανό από τον τάφο το νεκρό Λάζαρο, που ήταν ήδη πεθαμένος τέσσερις ημέρες, και ανασταίνει το νεκρό με φωνή και προσταγή. Τέλος, τον εαυτό του, που τον είχαν τρυπήσει με καρφιά και λόγχη, τον ανασταίνει από τους νεκρούς την τρίτη ημέρα, για να φέρνει ως απόδειξη της αναστάσεως τα σημάδια των καρφιών και τη λογχισμένη πληγή. Νομίζω ότι δεν χρειάζεται να τα πω αυτά διεξοδικά, διότι δεν μένει καμιά αμφιβολία σ’ όσους παραδέχονται τα γραπτά του Ευαγγελίου». «Αλλά το ζητούμενο, είπα εγώ, δεν ήταν αυτό. Τό ότι κάποτε θα γίνει η ανάσταση και ο άνθρωπος θα οδηγηθεί στην αδέκαστη κρίση του Θεού, οι περισσότεροι ακροατές θα συμφωνήσουν ότι αυτά αποδεικνύονται και από την Αγία Γραφή και απ’ όσα ήδη αναφέραμε. Μένει να εξετάσουμε, εάν η μελλοντική κατάσταση θα είναι όπως και η παρούσα. Αν κάτι τέτοιο συνέβαινε, θα έλεγα ότι δεν συμφέρει στους ανθρώπους να ελπίζουν σε ανάσταση. Διότι, εάν τα ανθρώπινα σώματα αποκατασταθούν πάλι στην κατάσταση που ήταν στο τέλος της ζωής τους, τότε οι άνθρωποι προσδοκούν με την ανάσταση μια συμφορά δίχως τέλος. »Διότι, ποιό θέαμα είναι πιο τρισάθλιο από τα σώματα που στα βαθιά γεράματα έχουν συρρικνωθεί και έχουν πάρει μια απαίσια και άσχημη μορφή, καθώς η σάρκα έχει μαραζώσει από το χρόνο, ενώ το ροζιασμένο δέρμα κολλάει πάνω στα κόκαλα; Καθώς, επίσης, τα νεύρα κάνουν συσπάσεις, επειδή δεν διατηρούνται σε φυσική ικμάδα, και γι’ αυτό όλο το σώμα καμπουριάζει και παρουσιάζει ένα άθλιο και ελεεινό θέμα. Ακόμη, το κεφάλι πέφτει στα γόνατα, ενώ τα χέρια πέφτουν από δω κι από κει· αδυνατούν να κάμουν τις ενέργειες της φύσεως, τρέμουν χωρίς τη θέλησή τους και κουνιούνται συνεχώς. »Ποιά είναι πάλι τα σώματα αυτών που λιώνουν σε χρόνια νοσήματα; Αυτά τόσο διαφέρουν από τα απογυμνωμένα οστά, ώστε φαίνονται σαν να έχουν καλυφθεί μ’ ένα λεπτό και φθαρμένο δέρμα.
Ποιά είναι, επίσης, τα σώματα εκείνων που έχουν φουσκώσει από την υδρωπικία; Ποιά λόγια να πει κανείς, για να περιγράψει την απαίσια λέπρα όσων προσβλήθηκαν από την ιερή νόσο; Πώς, δηλαδή, η σήψη προχώρησε σιγά σιγά και κατατρώει όλα τα μέλη, και τα όργανα και τα αισθητήριά τους; Και τί να πει κάποιος για τους ακρωτηριασμένους από σεισμούς ή πολέμους ή από κάποια άλλη αιτία, που ζουν πολλά χρόνια πριν πεθάνουν μ’ αυτή την αναπηρία; Ή τί να πει για εκείνους που από τη γέννησή τους είχαν κάποια ανωμαλία στο σώμα και μεγάλωσαν με αναπηρία στα μέλη τους; »Και τι πρέπει να σκεφθούμε για τα νεογέννητα νήπια, όσα εκτίθενται, όσα πνίγονται και όσα πεθαίνουν αμέσως; Εάν αυτά επανέλθουν στη ζωή, άραγε θα μείνουν στη νηπιότητα; Και τί είναι πιο ελεεινό απ’ αυτό; Θα φθάσουν στο άκρο της ηλικίας; Με τί είδους γάλα πάλι θα τ’ αναθρέψει η φύση; »Ώστε, εάν αναστηθεί το σώμα μας πάλι στην ίδια σε όλα κατάσταση, το προσδοκώμενο θα είναι συμφορά. Εάν πάλι δεν είναι το ίδιο σώμα, τότε ο αναστημένος θα είναι άλλος και όχι εκείνος που πέθανε. Πράγματι, εάν πέθανε παιδί και ανασταίνεται τέλειος άνθρωπος, και το αντίστροφο, τότε πώς μπορούμε να πούμε ότι αναστήθηκε ο πεθαμένος, αφού ο πεθαμένος άλλαξε ηλικία; Διότι, όταν κανείς βλέπει αντί για παιδί ώριμο άνθρωπο και αντί για γέρο νέο και αντί για ανάπηρο βλέπει αρτιμελή και αντί για λιπόσαρκο εύσωμο και τα υπόλοιπα κατά παρόμοιο τρόπο –για να μη πολυλογεί κανένας αναφέροντας με λεπτομέρειες τα καθέκαστα–, τότε βλέπει άλλο άνθρωπο στη θέση άλλου. »Εάν όμως δεν αναστηθεί το σώμα πάλι όπως ήταν όταν παραχώθηκε στη γη, τότε δεν θα αναστηθεί ο πεθαμένος, αλλά θα πλασθεί από το χώμα άλλος άνθρωπος.
Τι θα με ωφελήσει, λοιπόν, η ανάσταση, εάν αντί για μένα κάποιος άλλος θ’ αναστηθεί; Πώς θ’ αναγνώριζα εγώ τον εαυτό μου, βλέποντας στον εαυτό μου όχι τον εαυτό μου; Διότι δεν θα ήμουν αληθινά εγώ, εάν δεν ήμουν σε όλα ίδιος με τον εαυτό μου. »Όπως, λοιπόν, στην παρούσα ζωή, εάν έχω στη μνήμη μου τα χαρακτηριστικά κάποιου, και αυτός είναι, για παράδειγμα, φαλακρός, μεγαλόχειλος, πλακομύτης, λευκός, γαλανομάτης, λευκότριχος και με ρυτίδες στο σώμα· κι έπειτα, ενώ ζητώ αυτόν, βρίσκω (μετά την ανάσταση) ένα νέο, τριχωτό, γαμψομύτη, μελαχροινό και σ’ όλα τ’ άλλα με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Άραγε, βλέποντας αυτόν, θα νομίσω ότι είδα εκείνον; Αλλά, γιατί χρονοτριβώ σ’ αυτές τις μικρές αντιρρήσεις για την ανάσταση και αφήνω τη σπουδαιότερη; Ποιός δεν γνωρίζει ότι η ανθρώπινη φύση μοιάζει με ρεύμα, προχωρώντας από τη γέννηση στο θάνατο πάντοτε με μια κίνηση, η οποία τότε σταματά, όταν παύει και η ύπαρξη; »Και η κίνηση αυτή δεν είναι τοπική μετάσταση –διότι δεν βγαίνει από τον εαυτό της η φύση–, αλλά προχωρεί με αλλοίωση. Και αλλοίωση σημαίνει αυτό που λέει το όνομά της, δεν μένει δηλαδή ποτέ στα ίδια (διότι πώς αυτό που αλλοιώνεται θα παραμένει στην ταυτότητά του;)· αλλά, όπως η φλόγα του φυτιλιού φαίνεται ότι είναι πάντοτε η ίδια (διότι η συνεχής κίνησή της κάνει τη φλόγα να φαίνεται πάντοτε αδιάσπαστα ενωμένη με τον εαυτό της), ενώ στην πραγματικότητα ποτέ δεν μένει η ίδια, διότι διαδέχεται η ίδια τον εαυτό της· (η ύλη που βγαίνει από τη θερμότητα γίνεται φλόγα και με την καύση γίνεται καπνός, και πάντοτε η κίνηση της φλόγας ενεργεί με τη δύναμη της αλλοιώσεως μεταβάλλοντας το ενεργούμενό της σε καπνό)· όπως, λοιπόν, αν κάποιος αγγίξει δύο φορές στο ίδιο σημείο τη φλόγα, δεν είναι δυνατό να αγγίξει δύο φορές την ίδια φλόγα (διότι η ταχύτητα της αλλαγής δεν περιμένει αυτόν που την αγγίζει πάλι για δεύτερη φορά, όσο γρήγορα κι αν το κάμει), αλλά πάντοτε η φλόγα γίνεται καινούργια και νωπή, και πάντοτε διαδέχεται τον εαυτό της και ποτέ δεν μένει στο ίδιο σημείο. Κάτι παρόμοιο γίνεται και με τη φύση του σώματός μας. »Διότι η ροή και η απορροή της φύσεώς μας προχωρεί πάντοτε με την κίνηση της αλλοιώσεως· και τότε παύει να κινείται, όταν λήξει και η ζωή. Όσο χρόνο όμως ζει, δεν σταματά καθόλου· διότι ή γεμίζει ή αδειάζει ή πάντοτε κινείται με συνδυασμό και των δύο καταστάσεων. Εάν, λοιπόν, κανείς δεν είναι ίδιος με το χθεσινό εαυτό του, αλλά με την αλλοίωση γίνεται διαφορετικός, όταν η ανάσταση θα επαναφέρει πάλι το σώμα μας στη ζωή, ο ένας θα γίνει πλήθος ανθρώπων, για να μην απουσιάζει από τον αναστημένο τίποτε, το βρέφος, το νήπιο, το παιδί, ο έφηβος, ο άνδρας, ο πατέρας, ο γέροντας και όλες οι ενδιάμεσες καταστάσεις της ηλικίας.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου