Αγίου Γρηγορίου Επισκόπου Νύσσης
Λόγος περί ψυχής και Αναστάσεως
Τά λεγόμενα Μακρίνια
Μετάφραση Αρχιμ. Δωρόθεος Πάπαρης
Εάν, λοιπόν, παραβρίσκεται η ψυχή στα στοιχεία του σώματος, τα οποία αναμίχθηκαν με το σύμπαν (μετά θάνατο), τότε όχι μόνο θα γνωρίσει όλο το πλήθος των στοιχείων που συνέθεσαν το σώμα, και θα βρίσκεται σ’ αυτά· αλλά, θα γνωρίσει και την ιδιαίτερη σύσταση κάθε μέρους του συνόλου, δηλαδή με ποιά μόρια των στοιχείων σχηματίστηκαν τα μέλη του σώματός μας. Δεν είναι, λοιπόν, παράδοξο η ψυχή, που βρίσκεται σ’ όλο το σύνολο της συνθέσεως των στοιχείων, να βρίσκεται και σε κάθε μόριο. Έτσι, βλέποντας κανείς τα στοιχεία, στα οποία μέσα υπάρχουν δυνάμει τα ιδιαίτερα μέλη του σώματος, δεν θα κάνει σφάλμα να εννοήσει ότι η Γραφή για αυτά ομιλεί όταν αναφέρεται, μετά τη διάλυση του σώματος, σε δάχτυλο, οφθαλμό, γλώσσα και σ’ όλα τα υπόλοιπα μέλη. »Εάν, λοιπόν, η εξέταση του καθένα (στοιχείου) μεταφέρει το νου μακριά από σωματική εκδοχή της διηγήσεως, είναι εύλογο και η αναφορά τώρα σε άδη, να μην υπονοεί κάποιον τόπο που έχει αυτό το όνομα, αλλά να εννοεί μια κατάσταση βίου, αιώνια και ασώματη· σ’ αυτήν, μας διδάσκει η Γραφή, ζει η ψυχή.
»Αλλά, στη διήγηση για τον πλούσιο και το φτωχό (Λάζαρο), καί κάποιο άλλο δόγμα μαθαίνουμε, το οποίο έχει μεγάλη ομοιότητα με όσα εξετάσαμε. Παρουσίασε (η διήγηση) εκείνο τον εμπαθή και φιλόσαρκο (πλούσιο), όταν είδε ότι η καταδίκη του ήταν αναπόφευκτη, να φροντίζει για τους συγγενείς του που ήταν στη γη, ώστε να κάμουν το ορθό· και ο Αβραάμ απάντησε ότι ο Θεός δεν άφησε αφρόντιστη την επίγεια ζωή των ανθρώπων· αλλά μπορούν, εάν θέλουν,να γνωρίσουν την ορθή ζωή από τη διδασκαλία του νόμου και των προφητών. (Ο πλούσιος) όμως εξακολουθεί να παρακαλεί τον δίκαιο (Αβραάμ), λέγοντας ότι η διδασκαλία θα έχει αποτέλεσμα μόνο με τρόπο θαυματουργικό, εάν δηλαδή κάποιος από τους νεκρούς αναστηθεί και τους διδάξει». «Ποιό δόγμα, λοιπόν, ρώτησα, υπάρχει σ’ αυτή τη διήγηση;».
«Η ψυχή του Λαζάρου, απάντησε εκείνη, δεν ενδιαφέρεται για τα παρόντα και δεν επιστρέφει σε τίποτε απ’ όσα άφησε πίσω της στη γη· ο πλούσιος όμως είναι προσκολλημένος σαν ιξός στη σαρκική ζωή ακόμη και μετά το θάνατο· απ’ αυτήν δεν απαλλάχτηκε τελείως κι όταν έπαψε να ζει, αλλά ακόμη φροντίζει για τη σάρκα και το αίμα· αφού παρακαλεί ν’ απαλλαγούν οι συγγενείς του από τα κακά, είναι φανερό ότι δεν έχει ακόμη ελευθερωθεί από τις γήϊνες φροντίδες. Με όλες αυτές τις διηγήσεις, θεωρούμε ότι ο Κύριος θεμελιώνει το εξής δόγμα: αυτοί που ζουν ακόμη τη σαρκική ζωή πρέπει, με την ενάρετη βιοτή τους, ν’ απομακρύνονται κάπως και να ξεφεύγουν από τη σχέση με τη σάρκα, ώστε μετά το θάνατο να μην έχουν ανάγκη από κάποιον άλλο θάνατο, ο οποίος θα καθαρίσει τα υπολείμματα της σαρκικής ζωής. Αλλά, όπως έσπασαν τα δεσμά της ψυχής, να της γίνει εύκολος και άνετος ο δρόμος προς το αγαθό και κανένα σωματικό βάρος να μην την αποσπά. »Όποιος γίνει εντελώς σαρκικός στη σκέψη του και αφιερώνει κάθε κίνηση και ενέργεια της ψυχής στα θελήματα της σάρκας, αυτός, κι όταν ακόμη βγει έξω από τη σάρκα του, δεν αποχωρίζεται τα πάθη της. Όπως εκείνοι που έχουν μείνει αρκετό καιρό στους πιο βρωμερούς τόπους, ακόμη κι όταν φύγουν από κει και έλθουν στον καθαρό αέρα, δεν απαλλάσσονται από τη δυσοσμία της βρώμας, την οποία συνήθισαν λόγω της μακράς διαμονής τους σ’ αυτήν. »Έτσι, όταν γίνει η μεταφορά προς την αιώνια και αόρατη ζωή, δεν είναι δυνατόν αυτοί που αγαπούν τη σάρκα να μην ελκύονται με οποιονδήποτε τρόπο από τη δυσοσμία της σαρκικής ζωής. Απ’ αυτό η οδύνη τους γίνεται βαρύτερη, επειδή η ψυχή απ’ αυτήν την κατάσταση γίνεται περισσότερο υλόφρονη.
Νομίζω μάλιστα ότι συμφωνεί μ’ αυτή την άποψή μου αυτό που λένε ορισμένοι, ότι δηλαδή πολλές φορές εκεί που βρίσκονται τα σώματα (τάφοι) φαίνονται σκιές φαντασμάτων των νεκρών. »Εάν πράγματι γίνεται κάτι τέτοιο, αποδεικνύεται έτσι η προσκόλληση της ψυχής στην σαρκική ζωή περισσότερο από το πρέπον· έτσι ώστε, κι όταν βγει από τη σάρκα, να μη θέλει ν’ αποχωριστεί καθαρά απ’ αυτήν, ούτε να δέχεται την ολοκληρωτική αλλαγή της στην κατάσταση της αιωνιότητας· αντίθετα, να παραμένει ακόμη, και μετά τη διάλυση, στη σωματική μορφή και, ενώ είναι ήδη έξω από το σώμα, να περιφέρεται με νοσταλγία στους τόπους της υλικής ζωής και εκεί να αναστρέφεται». Εγώ τότε, αφού συλλογίστηκα για λίγο και σκέφτηκα την έννοια των λόγων της, είπα: «Μου φαίνεται, με όσα ειπώθηκαν, προκύπτει κάποια αντίφαση στα θέματα που συζητήθηκαν για τα πάθη. Διότι, νομίσαμε ότι αυτά τα κινήματα των παθών, τα οποία απαρίθμησες στην προηγούμενη συζήτησή μας, όπως ο θυμός, ο φόβος, η ηδονή, η επιθυμία και τα παρόμοια, ενεργούν στην ψυχή μας εξαιτίας της συγγένειάς της με τα άλογα. Παράλληλα όμως είπες ότι η καλή χρήση τους (των παθών) είναι αρετή, ενώ η σφαλερή κακία· και πρόσθεσες ακόμη στη συζήτηση ότι και κάθε άλλο (πάθος) συμβάλλει στον ενάρετο βίο, διότι με την επιθυμία ανεβαίνουμε προς το Θεό, σαν να αναρριχόμαστε προς Αυτόν με μια αλυσίδα κάτω από τη γη. Νομίζω, λοιπόν, ότι τα επιχειρήματα (του λόγου σου) αντιφάσκουν με το συμπέρασμα».
«Πώς το λες αυτό;», με ρώτησε εκείνη. «Αφού με την κάθαρση, απάντησα, σβήνει μέσα μας κάθε άλογη κίνηση, είναι επόμενο ότι δεν υφίσταται καθόλου ούτε η επιθυμία· κι αφού δεν υπάρχει αυτή, δεν υπάρχει επιθυμία ούτε για τα καλύτερο (αγαθό)· διότι δεν έμεινε στην ψυχή καμιά κίνηση (πάθος), που να την διεγείρει να επιθυμεί τα αγαθά». «Στην αντίρρηση αυτή, είπε εκείνη, απαντάμε το εξής: η θεωρητική και διακριτική ικανότητα αποτελεί ιδιότητα της θεοείδειας της ψυχής· διότι και το Θεό με αυτές τον αντιλαμβανόμαστε. Εάν, λοιπόν, είτε με τον πνευματικό αγώνα της παρούσης ζωής είτε με την κάθαρση μετά απ’ αυτήν, ελευθερωθεί η ψυχή από την εξάρτησή της από τα άλογα πάθη, τότε τίποτε δεν την αποκλείει από τη θεωρία του καλού. Διότι το καλό από τη φύση του ελκύει καθέναν που προσβλέπει σ’ αυτό. Εάν, λοιπόν, η ψυχή καθαριστεί από κάθε κακία, σίγουρα θα βρίσκεται μέσα στο καλό. Και καλό στη φύση του είναι το Θείο, στο οποίο η ψυχή θα προσδένεται με την καθαρότητά της όπως συνδέεται με συγγενή της. »Εάν, λοιπόν, γίνει αυτό, τότε δεν θα μας χρειάζεται πλέον η λειτουργία της επιθυμίας, για να μας οδηγήσει στο καλό. Μόνον όποιος βρίσκεται στο σκοτάδι, αυτός επιθυμεί το φως. Εάν όμως βρεθεί στο φως, την επιθυμία διαδέχεται η απόλαυση· και η κυριαρχία της απολαύσεως θα καταστήσει αργή και άχρηστη την επιθυμία.
»Καμία, λοιπόν, ζημία δεν θα έχει η ψυχή στη μετοχή της στο αγαθό, εάν απελευθερωθεί από τέτοια κινήματα (των παθών)· θα επανέλθει πάλι στον εαυτό της και θα δει ακριβώς την ύπαρξή της, ποιά ακριβώς είναι· και, σαν σε καθρέφτη που απεικονίζει, θα βλέπει με το δικό της κάλλος το αρχέτυπό της. »Πράγματι, σ’ αυτό ακριβώς μπορούμε να πούμε ότι αποτυπώνεται η ακριβής ομοίωση με το Θεό· να μιμείται δηλαδή, όσο γίνεται, η δική μας ψυχή την ανωτέρή μας ύπαρξη. Διότι η φύση (του Θεού), που υπάρχει πάνω από κάθε (κατα)νόηση, βρίσκεται μακριά από τις δικές μας αντιλήψεις· διάγει τη ζωή της με διαφορετικό τρόπο, και όχι όπως εμείς ζούμε την παρούσα ζωή. Διότι εμείς οι άνθρωποι, επειδή η φύση μας βρίσκεται πάντοτε σε κίνηση, πηγαίνουμε εκεί που μας οδηγεί η ορμή της προαιρέσεώς μας· η ψυχή όμως, θα έλεγε κανείς, δεν διάγει το επόμενο στάδιο της υπάρξεώς της όπως και το προηγούμενο. »Διότι η ελπίδα καθοδηγεί (την ψυχή) στην κίνησή της προς τα μπρος, ενώ η μνήμη διαδέχεται την ελπίδα, όταν προχωρήσει η κίνηση προς τα μπρος. Αλλά, εάν βέβαια η ελπίδα οδηγεί την ψυχή σ’ αυτό που είναι καλό από τη φύση του, τότε η κίνηση της προαιρέσεως χαράσσει στη μνήμη ίχνος ευχάριστο. Εάν όμως ο άνθρωπος αποτύχει στην επιδίωξη του καλύτερου, επειδή η ελπίδα ξεγέλασε την ψυχή με ψεύτικο κάλλος, η μνήμη, που ακολουθεί τα γεγονότα, γίνεται αιτία ντροπής. Και έτσι γίνεται μέσα στην ψυχή εμφύλιος πόλεμος· η μνήμη μάχεται ενάντια στην ελπίδα, επειδή έγινε κακός οδηγός της προαιρέσεως. Τέτοια πράγματι έννοια έχει σαφώς το πάθος της ντροπής, όταν η ψυχή πληγώνεται από το αποτέλεσμα· χρησιμοποιεί τη μετάνοια σαν μαστίγιο εναντίον της αθέλητης ορμής και προκαλεί σε συμμαχία τη λησμονιά ενάντια στη λύπη. Αλλά σε μας βέβαια η φύση, επειδή είναι φτωχή από το καλό, πάντοτε τρέχει προς αυτό που της λείπει· και αυτός ο πόθος του ελλείποντος αποτελεί την ίδια την επιθυμητική διάθεση της φύσεώς μας· η οποία, είτε σφάλλει από απειρία να φτάσει το όντως καλό, είτε πετυχαίνει εκείνο που είναι καλό.
»Η φύση πάλι (Θεός) που ξεπερνά κάθε έννοια του αγαθού και κάθε δύναμη, επειδή δεν έχει ανάγκη κανένα από εκείνα που θεωρούνται αγαθά, αποτελεί η ίδια την πληρότητα όλων των αγαθών. Δεν βρίσκεται στο καλό γιατί μετέχει σε κάποιο καλό, αλλά η ίδια είναι η φύση του καλού, οτιδήποτε κι αν υποθετεί ο νους ότι είναι το καλό. Αυτή η φύση δεν δέχεται για τον εαυτό της την κίνηση της ελπίδος –διότι η ελπίδα κινείται μόνον προς αυτό που δεν υπάρχει· "αυτό όμως που το έχει κάποιος, γιατί να το ελπίζει;", λέει ο Απόστολος. Ούτε πάλι χρειάζεται την ικανότητα της μνήμης για να γνωρίζει ακριβώς τα όντα· διότι αυτό που βλέπει, δεν έχει ανάγκη να το θυμάται. »Επειδή, λοιπόν, η θεία φύση είναι πέρα από κάθε αγαθό –και το αγαθό βέβαια αγαπά το αγαθό–, γι’ αυτό βλέποντας μέσα της και ό,τι έχει θέλει και ό,τι θέλει έχει· δεν δέχεται τίποτε απέξω για τον εαυτό της, ενώ έξω απ’ αυτήν δεν υπάρχει τίποτε εκτός από την κακία, η οποία –όσο κι αν είναι παράδοξο να το πούμε– έχει την ύπαρξή της στην ανυπαρξία. Διότι τίποτε άλλο δεν γεννά την κακία παρά η στέρηση του όντος. Και αυτό που όντως είναι ον (ύπαρξη) είναι η φύση του αγαθού. Και ό,τι δεν βρίσκεται στην ύπαρξη (δεν είναι ον), βρίσκεται στην ανυπαρξία. »Όταν, λοιπόν, και η ψυχή πετάξει από πάνω της όλα τα διάφορα κινήματα (πάθη) της φύσεως και γίνει όμοια με τη θεία φύση· όταν ξεπεράσει την επιθυμία και βρίσκεται εκεί που προηγουμένως την οδηγούσε η επιθυμία· τότε, δεν επιτρέπει πλέον τίποτε στον εαυτό της, ούτε την ελπίδα ούτε τη μνήμη, διότι κατέχει αυτό που ελπίζει. Η ασχολία πάλι για την απόλαυση των αγαθών αποβάλλει τη μνήμη από το νου. Και έτσι μιμείται την υπεροχική ζωή που έχει αποτυπωθεί από τις ιδιότητες της θείας φύσεως· ώστε, τίποτε άλλο να μην επιδιώκει παρά μόνον την αγάπη, η οποία από τη φύση της βλαστάνει μαζί με το αγαθό. Διότι αγάπη είναι το εξής, η εσωτερική σχέση προς το επιθυμητό.
»Όταν, λοιπόν, η ψυχή γίνει απλή και έχει μόνο ένα πάθος (αγάπη) και είναι περίπου όμοια με τη θεία φύση, θα βρει πράγματι ένα απλό και άϋλο αγαθό, που είναι το μόνο αγαπητό και επιθυμητό. Ενώνεται και αναμειγνύεται (η ψυχή), με την αγαπητική διάθεση και ενέργειά της, μ’ αυτό (αγαθό=Θεός)· εκτυπώνει την μορφή της σύμφωνα μ’ αυτό, που πάντοτε νοείται και υπάρχει. Γίνεται, με την ομοίωση του αγαθού, ό,τι ακριβώς είναι η φύση αυτού στο οποίο μετέχει. Επειδή εκείνο (το αγαθό=Θεός) δεν έχει καμιά επιθυμία, διότι δεν του λείπει κανένα από τα αγαθά, είναι επόμενο και η ψυχή να γίνεται κι αυτή ανενδεής· διώχνει από πάνω της την επιθυμητική κίνηση και διάθεση, η οποία τότε μόνον υφίσταται, όταν απουσιάζει το αντικείμενο του πόθου. »Στο δόγμα αυτό μας οδηγεί και ο θείος Απόστολος (Παύλος), ο οποίος προανήγγειλε παύση και καταστολή όλων των ενεργημάτων που υπάρχουν τώρα μέσα μας και μας κατευθύνουν στο αγαθό· μόνο για την αγάπη δεν υπάρχει τέλος. Διότι, είπε, οι προφητείες θα καταργηθούν και τα χαρίσματα της γλωσσολαλιάς θα σταματήσουν· η αγάπη όμως ποτέ δεν πέφτει· πράγμα που σημαίνει ότι (η αγάπη) πάντοτε μένει η ίδια. Αλλά, λέγοντας ότι θα παραμείνουν μαζί με την αγάπη η πίστη και η ελπίδα, πάλι αυτήν, δικαιολογημένα, τοποθετεί επικεφαλής. Διότι η ελπίδα ενεργεί μέχρις ότου δεν έχει έλθει η απόλαυση των ελπιζομένων· και η πίστη παρόμοια γίνεται στήριγμα της αβεβαιότητας των ελπιζομένων. Γι’ αυτό και έδωσε τον ορισμό της, λέγοντας: "πίστη είναι υπόσταση (πραγμάτωση) όσων ελπίζουμε".
»Όταν όμως εκπληρωθεί αυτό που ελπίζουμε και όλες οι άλλες (αρετές) καταργούνται, τότε μένει μόνον η ενέργεια της αγάπης, χωρίς να βρίσκει διάδοχό της. Γι’ αυτό και (η αγάπη) είναι πρώτη σ’ όλα τα επιτεύγματα των αρετών και των εντολών του (θείου) νόμου. Εάν, λοιπόν, φτάσει κάποτε η ψυχή σ’ αυτό το τέρμα, τότε δεν θα έχει ανάγκη τις άλλες αρετές, επειδή θα έχει πραγματώσει τον ανώτατο σκοπό των όντων και μόνη της θα φαίνεται ότι διατηρεί μέσα της τα χαρακτηριστικά της θείας μακαριότητας. »Διότι η ζωή της άνω (θείας) φύσεως είναι αγάπη· επειδή το καλό είναι αγαπητό σ’ εκείνους που το γνωρίζουν, και ο Θεός πάλι γνωρίζει τον εαυτό του· γι’ αυτό, και η γνώση αυτή είναι αγάπη. Διότι, είναι καλό από τη φύση του αυτό που γνωρίζεται· και το αληθινά καλό δεν το αγγίζει η ύβρις του χορτασμού. Εφόσον, λοιπόν, ο χορτασμός δεν διακόπτει τη σχέση της αγάπης προς το καλό, πάντοτε η θεία ζωή θα ενεργεί με την αγάπη, η οποία είναι από τη φύση της καλή, και αγαπά αυτό που από τη φύση του είναι καλό· η ενέργεια της αγάπης δεν έχει όριο, διότι ούτε του καλού υπάρχει τέρμα, ώστε η αγάπη να τερματίζει στο τέρμα του καλού. Διότι το καλό σταματά μόνον από το αντίθετό του. Όπου όμως η φύση δεν αποδέχεται το κακό, τότε το αγαθό θα προχωρεί στό ατελείωτο και απεριόριστο.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου