Βατοπεδινές Κατηχήσεις
Γέροντος Ιωσήφ
Κατήχηση 21η
Μη χάνετε το θάρρος σας
Αδελφοί και πατέρες, αν και περιστασιακά μιλήσαμε για το θάρρος, και ότι δεν πρέπει να πέφτουμε στην απόγνωση, σ αυτήν την κατήχηση θα αναπτύξουμε το θέμα εκτενέστερα, για να ενθαρρύνουμε τους αγωνιστές, ώστε να μην οπισθοχωρούν μπροστά σ ένα από τα σπουδαιότερα τεχνάσματα του πονηρού μας αντίπαλου.Εάν το «κατ ευδοκίαν» θέλημα του Θεού και Πατέρα των πάντων είναι «ίνα (μη) απόληται εις των μικρών τούτων» (Ματ. ιη, 14), και πάλι τον βρίσκουμε να ορκίζεται στο όνομά του, « επεί κατ ουδενός είχε μείζονος ομόσαι» (Εβρ. στ, 13), ότι δεν θέλει το θάνατο του αμαρτωλού «ως το επιστρέψαι και ζην αυτόν» , τότε ποια θέση μπορεί να έχει η απόγνωση; Προηγείται η αποθάρρυνση, που προκαλεί το μαρασμό και ακολουθεί η απογοήτευση, που προκαλεί τη νέκρωση και παραλυσία. Μετά τοποθετείται η πλάκα του θανάτου, η απόγνωση, που είναι ύβρη κατά της θείας ευσπλαγχνίας και παναγάπης. Αυτός ο οποίος «του ιδίου υιού ουκ εφείσατο, αλλ υπέρ ημών πάντων παρέδωκεν αυτόν» (Ρωμ. η, 32), δεν θα επιβλέψει και στη δική μας φτώχεια και αδυναμία, ώστε να μη μας στερήσει αυτά που ετοίμασε «πρό καταβολής κόσμου»; Χωρίς Θεό γίνεται τίποτε; Εάν «ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν ει μη εν Πνεύματι Αγίω» (Α Κορ. ιβ, 3) και «ουδείς δύναται ελθείν προς με, εάν μη ο πατήρ ο πέμψας με ελκύση αυτόν» και «ουχ υμείς με εξελέξασθε, αλλ εγώ εξελεξάμην υμάς, και έθηκα υμάς ίνα υμείς υπάγητε και καρπόν φέρητε» (Ιω. ιε, 16), τότε που βρίσκεται η έννοια της αποθάρρυνσης ή και αυτής της σκέψης ότι μεταβλήθηκε η απόφαση του Θεού ή η ευσπλαγχνία του;
Δεν είναι κριτής ο Θεός, αν και στη συντέλεια άπαξ θα «αποδώσει εκάστω κατά τα έργα αυτού» (Ρωμ. β, 6). Στην εδώ ζωή όμως, μόνο την ευσπλαγχνία και αγάπη του εφαρμόζει, όπως ο ίδιος αποκαλύπτει. «Ου γαρ ήλθον ίνα κρίνω τον κόσμον, αλλ ίνα σώσω τον κόσμον» (Ιω. ιβ, 47). Δεν είδατε ότι όταν οι μαθητές Ιάκωβος και Ιωάννης, επειδή ήταν ατελείς πριν την Πεντηκοστή, ζήτησαν να τους επιτραπεί να κατακάψονν τους Σαμαρείτες, επειδή δεν τους δέχτηκαν στην πόλη τους, ο Κύριος τους επετίμησε και τους είπε «ουκ οίδατε ποίου πνεύματός εστε υμείς» (Λονκ. θ, 55) και άρα ποιος είναι ο σκοπός σας;
Ο Θεός στις σχέσεις του με τον κόσμο δεν εμφανίζεται ως κριτής, αλλά ως πατρική παναγάπη. Περιστασιακά, όταν επεμβαίνει για τη διόρθωση και τον αφυπνισμό των αναίσθητων ανθρώπων και φαίνεται ως κριτής, και πάλιν άλλη μορφή αγάπης παρουσιάζει. Εάν εφάρμοζε την εξουσία του, ως Κριτής, έπρεπε να την εφαρμόσει εξ αρχής στην πτώση του ανθρώπου. Μόνο όμως στοργή εφάρμοσε, την οποία συνεχίζει μέχρι το τέλος του «παρόντος αιώνος».Εάν ο Θεός ήταν κριτής, έπρεπε σε μας να εφαρμόσει τη δικαιοσύνη του, όταν τον αγνοούσαμε και τον προδώσαμε ολοκληρωτικά. Όμως, παρά τη δική μας άρνηση και αυθάδεια, μας τράβηξε πίσω του, για να φανερώνει έτσι αδιάλειπτα την ευσπλαγχνία και την παναγάπη του.
Η περιγραφή της παναγαθότητας του Θεού δεν σημαίνει μείωση της πρόθεσής μας για πίστη και υπακοή στο πανάγιο θέλημά του, ούτε αφορμή για ραθυμία και αμέλεια λόγω της φιλανθρωπίας του. Ξεσκεπάζουμε, με αυτά που λέμε, τα παμπόνηρα οχυρά και όπλα του διαβόλου, με τα οποία τρομοκρατεί με λύσσα τους αδύνατους και όσους δεν έχουν γνώση του αόρατου πολέμου. Πολλά παραδείγματα διάφορων αθλητών υπάρχουν στις διηγήσεις των βίων των Πατέρων μας, που αν και πολεμήθηκαν με βία από τον εχθρό, για τα λάθη που τους συνέβησαν στη ζωή, δεν έπεσαν στην απόγνωση και δεν υποχώρησαν, παρά τις πληγές που δέχονταν, όπως ο Κύριος το επέτρεψε. Επέμεναν στη μετάνοια, ελπίζοντας και πιστεύοντας στην αμετάβλητη ευσπλαγχνία του Κυρίου.
Συγκλονιστικά παραδείγματα ηρώων της μετάνοιας αναφέρονται στον «Ευεργετινό» (τ. Α), που με τη θαυμαστή επιμονή τους και πίστη στη θεία ευσπλαγχνία πέτυχαν τη σωτηρία τους, παρά τα θανάσιμα τραύματα, που δέχτηκαν. Θα αναφέρω μόνο ένα, με το οποίο φράζεται κάθε στόμα και καθίσταται υπόδικος ο δαίμονας της αποθάρρυνσης και απελπισίας.
Αναφέρει ο άγιος Αμφιλόχιος για ένα μοναχό, που νικήθηκε από το πάθος της πορνείας και καθημερινά επιτελούσε την αμαρτία. Δεν έχασε όμως το θάρρος του, ως αθλητής της μετάνοιας, αλλά έτρεχε στο ναό και με δάκρυα ικέτευε τον Κύριό μας να τον συγχωρήσει για το σφάλμα του, που το παραδεχόταν ως φοβερό. Η κακή αρχή και πράξη πρόσθεσε και τη συνήθεια στο πάθος. Και η συνήθεια τον έσυρε καθημερινά στην αμαρτία, χωρίς να πάψει όμως, την ίδια ώρα, να κλαίει και να ικετεύει τον πανάγαθο Δεσπότη να μην τον αποστραφεί, αλλά και να του αφαιρέσει το μεγάλο πειρασμό, που τον αιχμαλώτιζε. Αυτή η κατάσταση κράτησε περισσότερο από δέκα χρόνια με την ίδια μετάνοια και εξομολόγηση.
Πολλές φορές από την αίσθηση της μεγάλης του ενοχής ορκιζόταν στο Θεό, ότι αν τον συγχωρούσε δεν θα το επαναλάμβανε, χωρίς ποτέ φυσικά να φυλάξει τον όρκο του. Στο μακρύ διάστημα αυτής της πάλης δεν άντεξε ο διάβολος την ήττα του, από τη μετάνοια του αδελφού, που του γκρέμιζε κάθε μέρα όσα πετύχαινε με τους πειρασμούς του. Ενώ βρισκόταν ο αδελφός πεσμένος μπροστά στην εικόνα του Κυρίου κλαίοντας, παρουσιάστηκε αισθητά ο διάβολος και ζητούσε δικαιοσύνη από το Θεό. Διαμαρτυρόταν γιατί δεχόταν ο Θεός συνέχεια τον ψεύτη και πόρνο και δεν τον τιμωρούσε, αφού όχι μόνο αμάρτανε, αλλά και έδινε ψεύτικες υποσχέσεις καθημερινά, χωρίς ποτέ να τις τηρήσει.
Τότε ο Κύριος, με φωνή αντάξια της παντοκρατορίας του, είπε στο διάβολο:
«Δράκοντα βύθιε, δεν σε φτάνει ότι κατάπιες όλη την οικουμένη; Θέλεις να αρπάξεις κι αυτόν που είναι πεσμένος μπροστά μου και ζητά το έλεός μου; Έχεις να δείξεις τόσα κακά, όσα αξίζει το αίμα μου, που έχυσα γι αυτόν; Εγώ παράγγειλα στους μαθητές μου, να συγχωρούν «εβδομηκοντάκις επτά» καθημερινά, όσους μετανοούν, και δεν θα το εφαρμόσω εγώ σε όσους με παρακαλούν; Όσες φορές έρχεται σε σένα για να κάνει την αμαρτία δεν τον διώχνεις, αλλά τον δέχεσαι με χαρά και δεν τον περιφρονείς. Θα τον περιφρονήσω εγώ, που έγινα γι αυτόν άνθρωπος και φιλάνθρωπος; Εγώ είπα ότι σε οποιαδήποτε κατάσταση βρώ τον άνθρωπο σ αυτήν και θα τον κρίνω. Να, λοιπόν, αυτόν τον βρίσκω μπροστά μου να μετανοεί. Τον παίρνω καθώς με παρακαλεί και σώζω την ψυχή του, που δεν έπαψε να ελπίζει στην ευσπλαγχνία μου και συ να ντροπιαστείς» !
Περιγράψαμε με συντομία και σταθήκαμε στα κύρια σημεία της διήγησης, με σκοπό να μάθουμε ποιον έχουμε εύσπλαγχνο Πατέρα και Δεσπότη, και ότι καμμιά σατανική πονηριά η κακότητα δεν μπορεί να μας αποκόψει απ αυτόν, εάν δεν απελπιστούμε, όσο και αν ηττηθούμε σε κάποια πράγματα για ένα διάστημα. Φτάνει να διορθωθούμε επιστρέφοντας με τη μετάνοια.
Για να αποδείξουν την αξία και τη δύναμη της μετάνοιας οι Πατέρες, μας είπαν το εξής απόφθεγμα: «Αύτη εστίν η δυναμις των θελόντων κτήσασθαι τας αρετάς, ίνα εάν πέσωσι μη μικροψυχήσωσι αλλά πάλιν εγερθώσι».
Σε μας όμως, τιμιώτατοι μου αδελφοί, ποιά δύναμη και θέση έχει η σκοτεινή ομίχλη της απελπισίας, αφού γίναμε και είμαστε όλοι ένα σώμα, μια καρδιά και μια ψυχή, με τη Χάρη τον Χριστού; Προχωρούμε αλληλοϋποστηριζόμενοι στον αγώνα μας, τηρώντας, με όση δύναμη έχουμε, το πατερικό μας πρόγραμμα, που είναι η ζωντανή ομολογία μας. «Τω πνεύματι ζέοντες τω Κυρίω δουλεύοντες» (Ρωμ. ιβ, 11) «μηδεμίαν εν μηδενί διδόντες προσκοπήν ίνα μη μωμηθή η διακονία» (Β Κορ. στ, 3).
Επισύρω και πάλι την προσοχή σας στις περιστάσεις που βρισκόμαστε, με την ανακαίνιση της μονής μας και άρα την αύξηση των μεριμνών και των ευθυνών. Τι είναι όμως αυτές, αν τις συγκρίνουμε με όσα οι προηγούμενοι από μας Πατέρες δημιούργησαν από το μηδέν και σε καιρούς δύσκολους, τότε που δεν υπήρχαν τα μέσα και τα υλικά; Είναι απαραίτητο χρέος και επιβάλλεται να διατηρήσουμε τη μονή για την επόμενη γενιά, όπως και μεις τη βρήκαμε. Να μην κουράζεστε και γογγύζετε, γιατί θα αμειφθούμε ασύγκριτα από τον εργοδότη μας Θεό, που υπόσχεται μισθό σε όποιο δώσει ένα ποτήρι ψυχρού νερού στο όνομά του. Πόσο μεγαλύτερη αμοιβή θα δοθεί σ εκείνους που συντηρούν και συγκρατούν τα θεία ιδρύματα και σκηνώματα, ειδικά σήμερα που η απιστία και αδιαφορία τα καταργεί, και στερούνται οι πιστοί της παρηγοριάς. Δεν μας συγκινεί η ευαρέσκεια, που εκφράζουν οι προσκυνητές και η προσέλευση νέων αδελφών στη συνοδεία μας, που είναι μαρτυρία ότι ο Θεός ευαρεστείται με τη μικρή μας πρόθεση και προσφορά;
Με επιμέλεια να φροντίζουμε τη διακονία μας. Ειδικά να προσέχουμε τα διάφορα υλικά και εργαλεία τα οποία χρησιμοποιούν οι εργάτες για τις διάφορες εργασίες. Ζούμε σ έναν κυκεώνα ιδεών, θεωριών και πεποιθήσεων και οι περισσότεροι των εργατών είναι αδιάφοροι. Χρειάζεται από μας επιστασία, για να επικρατεί κάποια ισορροπία, ώστε να ολοκληρώνεται ο δικός μας σκοπός, αλλά κι αυτούς να αφυπνίσουμε από την απόγνωση της συγχυσμένης τους ζωής, αφού οι περισσότεροι είναι εξόριστοι και μακρυά από τις οικογένειες και τις πατρίδες τους. Παντού και πάντοτε είμαστε υποχρεωμένοι, ως «άλας της γης», να δίνουμε την καλή μαρτυρία του ευαγγελίου, που είναι η προέκταση της παρουσίας του Κυρίου μας μέσω των ανθρώπων κάθε εποχής.
Όποιος βλέπει ή αισθάνεται, στο περιβάλλον που βρίσκεται, ότι γίνεται σπατάλη, κακή χρήση η φθορά των μέσων και των υλικών της μονής να μην αμελεί, αλλά να διορθώνει, αν μπορεί, ή να ειδοποιεί τους υπεύθυνους, γιατί «επικατάρατος ο ποιών το έργον του Κυρίου αμελώς» (Ιερ. λγ, 10). Ποτέ όμως, να μη γίνονται οι μέριμνες πρόφαση αμέλειας η περιφρόνησης του πνευματικού μας σκοπού, που είναι το κέντρο βάρους του μοναχικού μας προορισμού. Γι αυτό οι πατέρες μας χάραξαν τα προγράμματα των ακολουθιών και των προσευχών μας.
Δεν μας συγκινεί το παράδειγμα του βασιλιά Δαυΐδ, που ενώ ήταν πολυάσχολος και σε εμπόλεμους καιρούς, δεν ξεχνούσε τη λατρεία του προς το Θεό και. εφτά φορές την ημέρα προσευχόταν; Προσθέστε και τις παρακλήσεις του ανάλογα με τις περιστάσεις. Και ήταν ταυτόχρονα βασιλιάς, στρατηγός, πατέρας, κριτής και παππούς πολύ μεγάλης οικογένειας. Πότε έβρισκε τον κατάλληλο καιρό, ώστε να βρέχει το κρεββάτι του με δάκρυα μετάνοιας; Επειδή δεν ακολουθούσε τη βασιλική διατροφή, τα γόνατά του ασθενούσαν από τη νηστεία και η όψη του αλλοιωνόταν από την εγκράτεια.
Εμείς, αδελφοί μου, δεν πρέπει όλα αυτά να τα παραμελούμε, γιατί αθλούμε στο ίδιο στάδιο και προσδοκούμε τις ίδιες αμοιβές.
ΚΑΤΗΧΗΣΗ 22η
«Υπομονής έχομεν χρείαν»
Αδελφοί και πατέρες, με βάση τα λόγια του Κυρίου θα αναφερθώ σήμερα στο σκοπό της μοναχικής
ζωής. «Εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τας ψυχάς υμών» (Λουκ. κα, 19) και «ο υπομείνας εις τέλος ούτος σωθήσεται» (Ματ. ι, 22). Που απαιτείται καρτερία και υπομονή; Επιβάλλεται στη μελέτη του νόμου του Κυρίου μέρα και νύκτα. Τότε θα μοιάζετε, κατά το ψαλμικό, «ως το ξύλον το πεφυτευμένον παρά τας διεξόδους των υδάτων» (Ψαλμ. α, 3).
Η δική μας μάχη και πάλη δεν είναι τόσο αισθητή, ώστε να φαίνεται και να ελέγχεται. Είναι πνευματική. Είναι νοητή, αλλά και αδιάκοπη, χωρίς ανακωχή. Όσοι αγωνίζονται και αντιστέκονται, κατά το δυνατόν, λένε με παρρησία στο δικό μας αγωνοθέτη: «Ένεκά σου θανατούμεθα όλην την ημέραν ελογίσθημεν ως πρόβατα σφαγής» (Ψαλμ. μγ, 22). Οσα δεινά όμως και αν μας καταπονούν, είναι αντάξια όσων ετοιμάζει ο Κύριός μας για τους αγωνιστές; Ο Παύλος, που τα είδε, μας πληροφορεί ότι «ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι εις ημάς» (Ρωμ. η, 18). Όσα και αν είναι τα βάσανα, που μας περικυκλώνουν και μας κατατυραννούν, δεν ισοδυναμούν με τα μαρτύρια της στρατιάς των μαρτύρων μας, ούτε με τα πάθη και το Σταυρό του Κυρίου μας. Αφήνω τους κόπους και ιδρώτες των Πατέρων μας εναντίον των δυνάμεων του σκότους, για να απαλλαγούν από τη βία του παλαιού ανθρώπου και όλου του περιεκτικού κακού. Πιέζει η ακηδία και παραλύει τα μέλη, ώστε να νομίζει κανείς ότι είναι αδύνατο να αναλάβει και να συνεχίσει την υπηρεσία του. Πιέζει ο κόπος του καθημερινού μας καθήκοντος, ή και αυτές ακόμα οι καιρικές συνθήκες, σ όσους αδελφούς αθλούν στα εξωτερικά διακονήματα, και τόσα άλλα που περιέχει το πρόγραμμά μας.
Αν και τα δικά μας αγωνίσματα συγκρινόμενα με εκείνα των προηγουμένων είναι ελαφρότερα, δεν θα στερηθούμε και ούτε θα πάρουμε μικρότερη την αμοιβή, που ο πανάγαθος μισθαποδότης υπόσχεται. Στην παραβολή των εργατών βρίσκουμε να αμείβονται οι «έσχατοι» όπως και οι «πρώτοι». Και μάλιστα αμείβονται πρώτα αυτοί που ανέλαβαν εργασία «έσχατοι».
Γι αυτό σας υπενθυμίζω. Μη λυγίζετε, μη μικροψυχείτε και σας ξεφεύγει το καταραμένο «γιατί;», που για μας τους μοναχούς ισούται με βλασφημία. Δεν διοικεί ο Θεός Λόγος, ως σννοχέας των όλων, ολόκληρη την κτίση και χωρίς τη δική του κρίση και απόφαση τίποτε δεν μπορεί να κινηθεί; Γιατί να υπάρχει η προδοσία και η λιποταξία του γογγυσμού και των επικρίσεων; Ξεχνούμε ότι «η βασιλεία των ουρανών βιάζεται και βεασταί αρπάζουσιν αυτήν;» (Ματ. ια, 12). Εδώ μόνο επιτρέπεται η αρπαγή και οι φρόνιμοι ετοιμάζονται γι αυτήν την αξιέπαινη πράξη, που άλλοι την κατόρθωσαν με πολλούς ιδρώτες και αίματα.
Ο πόλεμός μας στον πνευματικό τομέα είναι πολύπλευρος και, πολύπλοκος και γι αυτό τονίζω συνέχεια το θέμα της βίας και προσοχής. Να μη γινεται από την πλευρά μας παράλειψη στον κανόνα και το πρόγραμμα, γιατί αυτό είναι αρκετό για να συνάψει ο Σατανάς βίαιο πόλεμο. Οι Πατέρες μας λένε ότι ο διάβολος αυτό μόνο ζητά. Να υποχωρήσει ο άνθρωπος, να συγκατατεθεί νοερά, δίνοντάς του έτσι την αφορμή. «Μη άψη, μηδέ θίγης» (Κολ. β, 21), λέγει η υγιής θέση της αντίστασης. Και αλλού γράφεται: «Εάν πνεύμα του εξουσιάζοντος αναβή επί σε, τόπον σου μη αφής» (Εκκλ. ι, 4). Ποιό είναι το «πνεύμα» , παρά η προσβολή, η πρόκληση της επιθυμίας ή του πάθους και «ο τόπος» είναι η δική μας συγκατάθεση, που περισσότερο γίνεται από χαύνωση και ακαταστασία παρά από φιλαυτία.
Εμείς, αδελφοί μου, είμαστε νεκροί για τον κόσμο και επομένως τίποτε δεν μας συγκινεί ή μας ενδιαφέρει. Ό,τι μας χρειάζεται, το ετοιμάζει η μονή. Το δικό μας καθήκον είναι η συνεχής ομολογία, όσες φορές κάποιο αίτιο από το περιβάλλον μας, μας πιέζει να υποχωρήσουμε. Πέραν των αισθητών πραγμάτων, που ως αφορμές μας προκαλούν, ο εχθρός χρησιμοποιεί ως εργαλεία κρούσης, γιατί είναι πιο εύχρηστα, τις σκέψεις και τα νοήματα. Γι αυτό μην αφήνετε την προσευχή, που είναι το μόνο σωσίβιο σ αυτήν τη μάχη. Και επειδή ως άνθρωποι αδύνατοι και αδαείς στον πνευματικό πόλεμο έχουμε ανάγκη συμμαχίας, θα τη βρίσκουμε στη συνεχή μελέτη της Γραφής και των λόγων των Πατέρων, στα οποία να επιμένετε. Στο μωσαϊκό νόμο ο Θεός απαιτούσε προθυμία και αδιάλειπτη μελέτη. « Και εν τω νόμω αυτού μελετήσει ημέρας και νυκτός» (Ψαλμ. α, 2).
Μην ξεθαρρεύετε ποτέ, όσο και αν φαίνεται ότι υπάρχει γαλήνη και νηνεμία. Οι εχθροί μας είναι ακούραστοι και πονηρότατοι, και δεν τους εμποδίζουν ο χρόνος και οι αποστάσεις. Μόλις συμβεί τραύμα ή πληγή στη μάχη να μη διστάσει ο μοναχός να τρέξει στο ιατρείο, γιατί η αδιαφορία θα χειροτερέψει την πληγή και ποιος γνωρίζει το μέλλον πόσο η ποιό θα είναι. Δεν είναι παράξενο στη γραμμή του πυρός να συμβεί τραύμα, αφού ο πόλεμος είναι συνεχής. Γιατί η αμέλεια και η ντροπή να εμποδίσουν τη θεραπεία; Υπάρχει άνθρωπος στη ζωή αλάνθαστος όσο και αν είναι ολιγοχρόνιος; Η προθυμία και η ταχύτητα της θεραπείας είναι ταυτόχρονα και ομολογία προς τον Κύριο, ότι δεν συμφωνούμε με το παράλογο και δεν συμβιβαζόμαστε και αυτό μας δικαιώνει ως πιστούς.
Δεν είναι τόσο ο κόπος της εξωτερικής εργασίας των διακονημάτων, όσο ο κόπος της «έσωθεν φυλακής» , που μας πιέζει στην αντίσταση και την ιδιορρυθμία. Μόλις η κόπωση επικρατήσει εμφανίζεται η πρόφαση του «γιατί». Αν αυτή γίνει πιστευτή, επιβάλλεται η ακηδία και η παράλυση και τότε πόσος κόπος χρειάζεται για να επανέλθουμε στην ισορροπία!
Δεν εργαζόμαστε, αδελφοί, με ποσοστά η συναλλαγές. Πολεμούμε τον παλαιό άνθρωπο του εγωκεντρισμού, του αναρχισμού, του θελήματος και του δικαιώματος και τα πάθη, που αν επικρατήσουν θα έπιφέρουν τα εργαλεία της καταστροφής: Τη φιλαυτία, τη φιληδονία, την αναισθησία, την άρνηση. Και ο ναός του Θεού θα μεταβληθεί ή σε ειδωλείο ή σε σταύλο των κτηνών και των θηρίων.
Μήν κουράζεστε, όταν σας κεντρίζω συνεχώς το ενδιαφέρον. Σκοπός μου είναι ο αφυπνισμός, η διέγερση και η προθυμία. Η φύση μας μεταπτωτικά έπαθε διαστροφή και μόνο με αγώνα και προσπάθεια την επαναφέρουμε στην υγεία, με τη συνεργασία της θείας Χάρης. Το αντίδοτο της διαστροφής, που πρέπει να εφαρμόσουμε, είναι τα στοιχεία της φιλοπονίας, τα οποία εκφράζουν το Σταυρό του Κυρίου μας, που πρώτος τον σήκωσε εκούσια και μας προσκαλεί να τον μιμηθούμε. Ο κόπος, ο μόχθος, ο ιδρώτας και η περιεκτική εγκράτεια, που φέρνει η αίσθηση της νηστείας και γενικά της κακοπάθειας, είναι τα ελάχιστα κατάλοιπα της μεγάλης αυταπάρνησης των Πατέρων μας, που ισόβια πολέμησαν τον εχθρό και νέκρωσαν το παράλογο των αισθήσεων, για να δεχτούν ως βραβείο το φωτισμό του νου και την ελευθερία με τη Χάρη.
Σε αυτήν τη γραμμή και μεις είμαστε συνοδοιπόροι, γιατί έχουμε και μεις τα ίδια ενδιαφέροντα. Ο ίδιος εργοδότης μας επιστράτευσε, όπως και αυτούς, για να τύχουμε των ίδιων αμοιβών και ανταποδόσεων. Και όπως ο αγιώτατός μας Γέροντας μας πληροφορούσε, σήμερα, για την ασθένεια της φύσης, δίνει ο Κύριος την ίδια αμοιβή, όπως και στους παλαιούς πατέρες, για λιγώτερους κόπους. Τα Θεία χαρίσματα είναι αμεταμέλητα όπως και οι αποφάσεις. Ας μη λυγίσουμε, ας μη μικροψυχήσουμε, ας μη στραφούμε πίσω με την προαίρεση. Ας τηρήσουμε το πρόγραμμα, το τυπικό μας και πάνω απ όλα την υποταγή και υπακοή μας, γιατί μόνο «ο υπομείνας εις τέλος» (Ματ. ι, 22) βραβεύεται. Η αγόγγυστη ολοκλήρωση της διακονίας του καθενός είναι η εκτέλεση του καθήκοντος και η ομολογία του. Γιατί δεν το έκαμε για ιδιοτέλεια ή από προσωπική θέληση και γνώμη, αλλά για την εντολή. Αυτή ακριβώς είναι η υπακοή μας στο νόημα του Χριστού, που δεν διακόνησε ποτέ το θέλημά του, αλλά το θέλημα του «πέμψαντος αυτόν». Εμείς θα ακούσουμε το «εκεί όπου ειμί εγώ και ο διάκονος ο εμός έσται» (Ιω. ιβ, 26). Ναί, αγαπητοί μου αδελφοί, εκεί όπου ο Κύριός μας, εκεί και εμείς.
Τι πρέπει να συμπεράνω όμως, ο ταλαίπωρος, όταν ακούω τον Ηγούμενό μας με πικρία να περιγράφει τα «κατά συρροήν» σφάλματα, ως γεννήματα της αδιαφορίας; Να δώσω έπαινο γι αυτό ή να σιωπήσω; Οταν συνεχίζονται ολιγωρίες, ακηδίες, ιδιορρυθμίες, θελήματα, παρακοές και ευκολώτατες αντιλογίες, ως φυσικές εκδηλώσεις μοναχικής συμπεριφοράς, δεν είναι αφορμές λύπης και ανησυχίας και ειδικά η αμέλεια του εκκλησιασμού με μικρές και αδικαιολόγητες προφάσεις; Τότε για ποιο λόγο μένουμε εδώ και έχουμε το φιλόπονο πρόγραμμά μας; Νυσταγμός είναι και επομένως κλοπή, παλιό παράσιτο του αόρατου πολέμου. Ξεριζώνεται με τη διέγερση του ζήλου και της προθυμίας μας. Να θυμόμαστε, κατά τον Παύλο, «τας πρότερον ημέρας» του ξεκινήματός μας, στις οποίες πολύ ζήλο και άθληση κατά των παθών και του θελήματος καταβάλαμε. Ποιος αμείβεται εάν δεν εργαστεί, και ποιος φωτίζεται και καθαρίζεται από τα πάθη, εάν δεν αγωνιστεί; Δεν βάλαμε όλοι μας σαν αρχή και ξεκίνημα της ζωής μας το παράδειγμα και τους λόγους των αγίων Πατέρων μας; Τι είναι η ελαχιστότητα των έργων μας κοντά στους υπερφυσικούς αγώνες τους;
Η παράβαση του κανόνα και του καθήκοντός μας δεν οφείλεται στη μεταφορά μας σε άλλους τόπους και καθεστώτα, αλλά στη χαλάρωση της εσωτερικής προσοχής και φυλακής, όπου αντί σιωπής και ευχής, αρχίζουν η φλυαρία η πολυλογία, τα γέλια και ο μετεωρισμός. Μετά ακολουθούν οι κρίσεις και η ραθυμία, οι προφάσεις, η παρακοή, ο γογγυσμός, η αποστασία με το καταραμένο δικαίωμα και το ότι κάτι έπρεπε να γίνει διαφορετικά απ ότι έγινε. Και μόνο που τα σκέφτεται κανείς αυτά, τον πιάνει κατάθλιψη, γιατί ενώ φαίνονται ασήμαντα, είναι προδοσία και άρνηση, που διώχνει τη Χάρη. Τότε επικρατεί μαρασμός και ξηρασία, που προκαλούν τη νέκρωση, η οποία με την αναισθησία νεκρώνει τα πάντα. Όταν επικρατήσει αυτή η αθλιότητα, γίνεται συνήθεια και έχουμε πολλά παραδείγματα τέτοιων θυμάτων και στη γενιά μας. Μοναχοί που γυρίζουν χωρίς πρόγραμμα και θέληση, «πλανώντες και πλανώμενοι» (Β Τιμ. γ, 13) και οι άγγελοι θρηνούν την απώλεια της θείας ευσπλαγχνίας, την οποία οι μοναχοί πρόδωσαν, με αποτέλεσμα να χάνονται για την εκούσια αμέλεια!
Ας προσέχουμε, αδελφοί μου, να μη νυστάξουμε και προδώσουμε την ευλογία και αγάπη του Κυρίου μας, που προτίμησε εμάς «τα ασθενή» (Α Κορ. α, 27) έναντι δισεκατομμυρίων συνανθρώπων μας με τελειότερο χαρακτήρα και ικανότητες. Να φανούμε αντάξιοι της ευλογίας του και κληρονόμοι των επαγγελιών του και συμμέτοχοι, με όσους τον ευαρέστησαν, στις χορείες των αγίων. Να φανούμε αντάξιοι της πρόσκλησης «δεύτε πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι καγώ αναπαύσω υμάς» (Ματ. ια, 28). «Κοπιώντας και πεφορτισμένους» μας αποκαλεί, όταν φυλάξουμε με συνείδηση την υπόσχεση της κουράς μας και το τυπικό της αδελφότητας.
ΚΑΤΗΧΗΣΗ 23η
Ο εύκολος δρόμος της Υπακοής
Αδελφοί και πατέρες, σε μας τους κοινοβιάτες το βασικώτερο καθήκον είναι η υπακοή στον πνευματικό μας προϊστάμενο, που είναι ο Ηγούμενος, ο οποίος επέχει θέση του σωτήρα μας Χριστού, στον οποίο υποσχεθήκαμε υποταγή από το βάπτισμά μας. Χρειάζεται σύνεση και προσοχή σ όλη μας την αναστροφή, γιατί δεν αξιολογείται τόσο η απόδοση των ενεργειών ή των επιτευγμάτων μας, όσο η ευαρέσκεια αυτού που δίνει τις εντολές. Ο Κύριός μας έλεγε στους Απόστολους, «ο ακούων υμών εμού ακούει, και ο αθετών υμάς εμέ αθετεί. Ο δε εμέ αθετών αθετεί τον αποστείλαντά με» (Λουκ. ι, 16). Βλέπετε, που είναι η σημασία και η βαρύτητα του σκοπού μας; Εάν αυτός που δίνει τις εντολές, που δεν είναι άλλος παρά ο Κύριος του παντός, περιφρονείται και παραμερίζεται, τότε ποια είναι η προσδοκία μας; «Τις ωφέλεια εν τω αίματί μου εν τω καταβήναι με εις διαφθοράν,» (Ψαλμ. κθ, 9).
Αυτήν την προσοχή να κρατάτε συνεχώς και δεν θα σας κλέβει η αμέλεια και η αδιαφορία, ούτε ο κατάπτυστος αναρχισμός. Εάν με ραθυμία και αδιαφορία περνούμε το χρόνο μας από που θα φυλαχτούμε; Τότε «τις ικανός σώος φυλαχθήναι εκ του εχθρού άμα και ανθρωποκτόνου» κατά τη στουδίτικη παραγγελία; «Πάση φυλακή τήρει σην καρδίαν» (Παρ. δ, 23) εντέλλεται η Γραφή, ώστε και έξωθεν και έσωθεν να είμαστε σε επιφυλακή από τους πονηρούς εχθρούς μας. Όταν βρισκόμαστε στο ναό, δεν θα αμελούμε και να μετεωριζόμαστε. Εκεί δεν υπάρχει σωματική ασχολία, ώστε να υπάρχει αιχμαλωσία. Ευκολώτερα ο «πειράζων» αιχμαλωτίζει το νου και τη θεωρία, που είναι το μέσο της πνευματικής εργασίας και μάχης. Περισσότερη βία και προσοχή χρειάζεται για να αμυνόμαστε κατά του μετεωρισμού. Ή προσέχουμε στα νοήματα των ύμνων και των ευχών της ακολουθίας ή ασχολούμαστε με την έμμονη επίκληση του πανάγιου ονόματος του Κυρίου μας, με την ευχή, αλλιώς απουσιάζουμε από το ναό ή μένουμε κοιμισμένοι στο στασίδι μας. Όλα όσα υπάρχουν γύρω μας, η εικονογραφία με τις μορφές των μαρτύρων και ομολογητών της πίστης και η ψαλμωδία, γίνονται αφορμές καρποφορίας, αν είμαστε προσεκτικοί. Με το παράδειγμα όσων μας περιβάλλουν, όσων ψάλλουμε και ακούμε, μεταβάλλουμε τη μάχη υπέρ μας, αλλάσσοντας την εικόνα της κρούσης που μας χώρισε από το σκοπό μας. Έτσι τη ρομφαία των εχθρών μας τη στρέφουμε «εις την εαυτών καρδίαν» . Η μάχη γίνεται κέρδος και θρίαμβος δικός μας και η σε βάρος μας ληστεία και αρπαγή μεταβάλλεται σε κερδοφόρα συναλλαγή. Έτσι γινόμαστε συνετοί και φρόνιμοι οικονόμοι.
Να αποφεύγετε την αυτοπεποίθηση και να μένετε στην εξάρτηση και υποταγή. Δεν είμαστε δυνατώτεροι του Σαμψών, ούτε σοφώτεροι του Σολομώντα, ούτε γνωστικώτεροι του Δαυΐδ, ούτε αγαπούμε το Θεό περισσότερο από τον Πέτρο, που ξέπεσαν θανάσιμα, γιατί ξεθάρρεψαν και στηρίχτηκαν στις δυνάμεις τους, παρά στη διαρκή ελπίδα και πίστη στο Θεό.
Προσέχετε την παρρησία. Είναι ο σβησμός του ζήλου και της θέρμης της Χάρης. Τότε πλησιάζει κανείς την επιθανάτια κλίνη και η λήθη προβάλλει την αναισθησία. Ο νόμος της υποταγής, που υπάρχει στο κοινοβιακό σύστημα, μας απαλλάσσει από κάθε μέριμνα και σχεδιασμό, γιατί καταργείται η δική μας πρωτοβουλία με την οποία συνήθως ενεργούμε και δεν γνωρίζουμε το πραγματικό μας συμφέρον. Εάν κρατούμε την υπακοή, προκόβουμε χωρίς φροντίδα και κόπο. Η υπακοή είναι ταυτόχρονα ταπείνωση, αγάπη και πίστη. Ως απόφαση είναι ταπείνωση. Όταν εφαρμόζεται γίνεται έμπρακτη αγάπη και άρα ολοκληρωμένη πίστη στο Θεό. Σ αυτό το άρμα κάθεται το Πανάγιο Πνεύμα, η πηγή και ρίζα κάθε αγαθότητας και αρετής.
Αντίθετα η παρακοή και το θέλημα, τα στοιχεία του αναρχισμού και της αποστασίας, προκαλούν την παραμόρφωση των λογικών δυνάμεων και στοιχείων της φύσης. Τότε λειτουργούν τα στοιχεία του παράλογου και ο άνθρωπος γίνεται «είτε κτηνώδης είτε δαιμονιώδης». Όταν εμποδίζεται η εφαρμογή του θελήματος του ιδιόρρυθμου, τότε δημιουργείται η οργή και ο θυμός, που πιέζουν σε αντίσταση στο πρόγραμμα. Ο νους σκοτίζεται, γιατί σκορπίστηκαν τα λάφύρα της γαλήνης και της ειρήνης, που κέρδισε με την προηγούμενη προσοχή. Γιατί ο Θεός «ουδέ κατοικήσει εν σώματι καταχρέω αμαρτίας» (Σοφ. Σολ. α, 4). Οπως στο σώμα υπάρχει η κατάχρηση των πραγμάτων, όπου η ασωτία, έτσι υπάρχει στο νου η παράχρηση των νοημάτων, εφόσον «η οργή απόλλυσιν και φρονίμους» και « ανήρ θυμώδης παρασκευάζει μάχας» (Παρ. ιε, 1, 18).
Ας μη ραθυμούμε, αδελφοί μου, στο σύντομο χρόνο της ζωής μας. Αντίθετα με μεγαλύτερη προσοχή, ας αξιολογούμε τις δυνάμεις μας, σωματικές και πνευματικές, για να ολοκληρώσουμε την ομολογία μας.
Τέσσερα όπλα στη μάχη κατά του εχθρού και των παθών μας είναι οι δυνάμεις της ψυχής: Η φρόνηση, η σωφροσύνη, η ανδρεία και η δικαιοσύνη. Αν τις κυβερνούμε συνετά ξεριζώνουμε «πάντα τα οχυρά» του εχθρού, αλλά και τη δυσμορφία των παθών μας. Με τη φρόνηση, όταν ενεργούμε σωστά, ξύπνονμε το θυμικό μέρος της ψυχής και αντιστεκόμαστε προς κάθε έννοια και προσβολή του παράλογου. Προκαλούμε ταυτόχρονα τη σωτήρια αυτομεμψία, που συντρίβει κάθε στοιχείο αναρχισμού και ιδιορρυθμίας. Η σοφία, με τη σωφροσύνη, ερεθίζει το λογιστικό σε νήψη και προσευχή και κάθε πνευματική θεωρία. Με τη χρήση της δικαιοσύνης όλα τα προσφέρουμε στο Θεό «εξ ου τα πάντα και δι ου τα πάντα» (Α Κορ. η, 6). Με την ανδρεία κατευθύνονται οι πέντε αισθήσεις, ώστε ούτε ο έξω, ούτε ο έσω άνθρωπος, να μολύνεται και να χρεωκοπεί. Αυτό είναι από τα σπουδαιότερά μας καθήκοντα, ως λογικών υπάρξεων και «καθ ομοίωσιν» του πλάστη μας.
Υπάρχουν όμως και οι φιλοσοφικώτεροι αγωνιστές, που δεν ενδιαφέρθηκαν γι αυτές τις λεπτομέρειες. Κράτησαν γερά την ακρίβεια της υποταγής και της υπακοής και νέκρωσαν ολοκληρωτικά το δικό τους θέλημα και τη γνώμη και σ αυτά ακόμα τα απλά και νηπιώδη, που απαιτεί η φύση.
Όπως η βροχή που πέφτει στη γη, τη μαλακώνει και ετοιμάζει τη βλάστηση, έτσι γίνεται και σε μας με τη συνεχή μνήμη και επίκληση του πανάγιου ονόματος του Κυρίου μας, όπως αναφέρουν οι Πατέρες στο θέμα της προσευχής.
Μεγαλύτερη ευεργεσία και αγαθό που δόθηκε στη γενιά μας, σε όσους θέλουν να αποβάλουν «τον παλαιό» τους εαυτό, είναι η θεία επίκληση και προσευχή κατά των νοητών εχθρών. Η Γραφή μας παρακινεί με πολλούς τρόπους ακόμη από τη μωσαΐκή περίοδο. «Ετοιμάζου του επικαλείσθαι τον Θεόν σου Ισραήλ» (Αμώς δ, 12). Και ο Παύλος: «Αδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α Θεσ. ε, 12). Και ο Κύριος: «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιω. ιε, 5) και «ο μένων εν εμοί καγώ εν αυτώ, ούτος φέρει καρπόν πολύν και εάν μη τις μείνη εν εμοί, εβλήθη έξω ως το κλήμα» (Ιω. ιε, 5, 6) και τόσα άλλα που παραλείπουμε, ως γνωστά. Με την προσευχή και την επίκληση του θείου ονόματος έχουμε υπομονή στις θλίψεις, ανεκτικότητα στις παρενοχλήσεις από τον πλησίον, επίγνωση του πνευματικού νόμου και γενικά της παρουσίας της θείας Χάρης και βοήθειας. Ειδικά για τους μοναχούς, που θέλουν να επιτύχουν σύντομα το θείο φωτισμό και την κάθαρση της καρδιάς, οι Πατέρες θεωρονν την πράξη αυτήν ως τη βασικώτερη.
Να παραμένεις στην προσοχή της διάνοιας και δεν θα κουραστείς στον πόλεμο με τους πειρασμούς. Εάν όμως αμελήσεις, να ετοιμαστείς να υπομείνεις αυτά που έρχονται κατά τον κανόνα του πνευματικού νόμου. Όπως αρχή της καρποφορίας είναι τα άνθη, έτσι και στην πνευματική καρποφορία, άνθος είναι η περιεκτική εγκράτεια. Όταν εφαρμόζεται, ευκολύνει την τάξη και το πρόγραμμα και καταμερίζεται ισότιμα η αγωνιστικότητα και στο σώμα και στην ψυχή. Περισσότερη όμως αγωνιστικότητα, οι φιλόθεοι, χαρίζουν στο νου από όπου όλες οι κινήσεις.
Πάντοτε όμως, θυμίζουμε ότι χωρίς βία κέρδη πνευματικά δεν επιτυγχάνονται και αυτός είναι ο λόγος που χαρακτηρίζεται η βασιλεία του Θεού «βιαζομένη» και «αρπαζομένη» από βιαστές. Σε όσους δεν θέλουν να βιαστούν, λόγω της ραθυμίας, ο Προνοητής στέλνει πειρασμούς, με τους οποίους τους αναγκάζει να ξυπνήσουν. Αυτό είναι και το νόημα των απροσδόκητων πειρασμών ή συμβατικών επιφορών.
Το συνεχές σύνθημα των Πατέρων μας, αδελφοί και πατέρες, είναι η υποταγή στο θείο θέλημα. Σε όσους θέλουν πρακτικώτερα και αποτελεσματικώτερα να πετύχουν το διπλό σκοπό της δικής τους ελευθερίας και κάθαρσης, όπου υπάρχει ο φωτισμός και η ένωση με το Θεό αυτήν τη συνταγή παραγγέλλουν: Ταπείνωση και κακοπάθεια. Η ταπείνωση κόβει τα πάθη της ψυχής, η κακοπάθεια τα πάθη του σώματος. Σημείο αναγνώρισης των θεοσεβών και όσων φοβούνται το Θεό είναι η ευτέλεια και η ταπείνωση. Η ευτέλεια είναι προϊόν της αυταπάρνησης και κακοπάθειας. Της ταπείνωσης, η αυτομεμψία και αυτογνωσία, με κριτήριο το θείο φόβο.
Προβάλλουν οι Πατέρες και αυτό: «Όπως το φως αποκαλύπτει και φανερώνει τα πάντα, ποια είναι και τι είναι, έτσι και η ταπείνωση, όπου βρίσκεται και βιώνεται φανερώνει την πνευματικότητα του καθενός». Πολύ βλάπτει, όσους θέλουν να ζήσουν την κατά θεό πνευματική ζωή, η άσκοπη ενασχόληση με κοσμικές ομιλίες, ακόμα και όταν τις περιεργάζονται κατά διάνοια, ή όταν τους απασχολούν μάταια αισθητά πράγματα. Όλα αυτά, αν από αμέλεια γίνονται παραδεκτά, σβήνουν τη θέρμη της ευλάβειας και του ζήλου και η προδοσία είναι φανερή. Η ακτημοσύνη και η σιωπή βρίζονται, από τους Πατέρες, ως κρυμμένος θησαυρός στον αγρό της μοναδικής πολιτείας». Όποιος θέλει να πλουτίσει χωρίς κόπο, ας πουλήσει τα υπάρχοντα, τις συνήθειες και τα θελήματά του και να αγοράσει αυτόν τον «αγρό», για να γίνει και να είναι πραγματικά μακάριος. Ευκολώτερο πράγμα είναι να κάνουμε σώφρονα και καθαρή, ψυχή που είναι τραυματισμένη και βρίσκεται στην άγνοια, παρά να τη θεραπεύσουμε όταν πλανηθεί και γυρίσει στα ίδια. Γίνεται δυνατώτερη, μετά την ήττα και προδοσία, η συνήθεια, αλλά και το δαιμόνιο της λύπης και απόγνωσης επικρατέστερο και μόνο συμπαράσταση πνευματικού ανθρώπου θεραπεύει την ψυχή.
Με επιμονή οι Πατέρες συνιστούν την αποφυγή της πολυλογίας, γιατί προξενεί πολλά κακά. Απ αυτή γεννιούνται το ψέμα, η παρρησία, οι αστεϊσμοί, η αισχρότητα, η μωρολογία και γενικά «εκ πολυλογίας ουκ εκφεύξη αμαρτίαν» (Παρ. ι, 19). Οι συνετοί αγωνιστές μεταφέρουν την πολυλογία στο πνευματικό στρατόπεδο και την εφαρμόζουν στη συνεχή ευχή και επίκληση του πανάγιου ονόματος του Κυρίου μας, και έτσι μακαρίζονται ως φρόνιμοι.
ΚΑΤΗΧΗΣΗ 24η
Έχουμε ένδυμα γάμου;
Αδελφοί και πατέρες, «έκαστος εν τη κλήσει η εκλήθη, εν ταύτη μενέτω» (Α Κορ. ζ, 20). Αυτό είναι το γενικό μας σύνθημα. Η παραμονή δεν είναι ως προς τον τόπο, αλλά τον τρόπο. Θα επιμείνουμε στον τρόπο, για να ανταποκριθούμε στη θεία πρόκληση και ευλογία. Έχουμε άραγε όλοι αίσθηση, ότι η είσοδός μας στη μοναχική ζωή, δεν είναι δικό μας κατόρθωμα ή εκλογή, αλλά θεία ευσπλαγχνία και έλεος του «καλούντος τα μη όντα ως όντα»; (Ρωμ. δ,17). Ο Κύριος μας πληροφορεί ουχ υμείς με εξελέξασθε αλλ εγώ εξελεξάμην υμάς» (Ιω. ιε, 16) και «ουδείς έρχεται προς με ει μη ο πατήρ ο πέμψας με ελκύσει αυτόν;» (Ιω. ς, 44). Υπάρχει μεγαλύτερη ευλογία και δωρεά απ αυτήν; Να μας προσκαλεί ονομαστικά, για να πάρουμε μέρος στον πνευματικό του γάμο, στην αιώνια βασιλεία του. Εκεί μας ετοιμάζει τόπο.
Πως όμως θα γίνει αυτό αν εμείς νυστάζουμε και ραθυμούμε; «Αποθώμεθα ουν τα έργα του σκότους», τα πάθη και τις επιθυμίες, «και ενδυσώμεθα τα όπλα του φωτός» (Ρωμ. ιγ, 12) δηλαδή την ολοκληρωτικά ενάρετη ζωή. « Εισελθών γαρ ο βασιλευς θεάσασθαι τους ανακειμένονς είδεν εκεί άνθρωπον ουκ ενδεδυμένον ένδυμα γάμου» (Ματ. κβ, 11) και χωρίς οίκτο διέταξε την αποπομπή του στο «σκότος το εξώτερον» . Βλέπετε ότι χωρίς το κατάλληλο ένδυμα κανένας δεν γίνεται δεκτός στο ουράνιο δείπνο; Το ακάθαρτο ένδυμα καταδίκασε αυτόν που είχε προσκληθεί, αν και ήταν άνθρωπος λογικός. Η αξία της ανθρώπινης προσωπικότητας δεν μπόρεσε να αντισταθμίσει την παραμόρφωση, που προκάλεσαν τα πάθη της ντροπής και της ατιμίας, που επικράτησαν.
Σ αυτά αναφέρεται και ο δικός μας στόχος. Γι αυτά συνεχώς υπενθυμίζουμε, συμβουλεύουμε και επιτιμούμε, για να μη γίνει η παραμονή και η διαγωγή μας άκαρπη.
Το απρόθυμο, το απαρασκεύαστο, το ανεύθυνο και το αδιάφορο, φανερώνουν ολοκληρωτικό νυσταγμό και προδοσία. Τότε ο εχθρός, που είναι ως « λέων ωρυόμενος» (Α Πέτ. ε, 8), θα παρασύρει τον απρόθυμο για φιλοπονία στην παγίδα που βρίσκεται δίπλα του, δηλαδή στην παρακοή ή το γογγυσμό ή την αντιλογία ή την ολοκληρωτική λιποταξία, με την πρόφαση ότι δεν βρίσκει κατανόηση!
Εάν ποτέ συμβεί νυσταγμός, και άρα ολίσθημα, παρακαλώ τους δυνατούς, τους παλαιότερους και έμπειρους να «καταρτίζουσι τον τοιούτον εν πνεύματι πραότητος» (Γαλ. ς, 1), για να εφαρμόζεται και σε μας το «ίνα μη το χωλόν εκτραπή, ιαθή δε μάλλον» (Εβρ. ιβ, 13) και έτσι «αλλήλων τα βάρη βαστάζοντες αναπληρούμεν τον νόμον του Χριστού» (Γαλ. ς, 2). Οι συνετοί έμποροι του κόσμου τούτου δεν αφήνουν ανεκμετάλλευτη ευκαιρία για να κερδίσουν, και μάλιστα προσωρινό κέρδος, στη μάταιη αυτή ζωή. Εμείς, οι «νέοι της βασιλείας», δεν πρέπει κάθε προσβολή και βέλος του Πονηρού, με λίγη προσπάθεια, να τη μετατρέπουμε σε αφορμή καρποφορίας;
Εάν σκεφτόμαστε, ότι ο χαρακτήρας των μαθητών του Χριστού είναι η ταπείνωση, τότε συντρίβουμε όλα τα « πεπυρωμένα βέλη του πονηρού», επειδή ο Κύριός μας, τον οποίο επικαλούμαστε, «ταπεινοίς δίδωσι χάριν» (Ιακ. δ, 6).
Και γι αυτό να μην ξεχνούμε ότι «οφείλομεν υπέρ των αδελφών τας ψυχάς τιθέναι» (Α Ιω. γ, 16). Εάν ο Θεός μας « αγάπη εστί, και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ» (Α Ιω. δ, 16), ποια άλλη επικερδέστερη πράξη θα μας απασχολεί; Πως όμως θα αγαπήσει κανείς το Θεό ή τον πλησίον, όταν κρατά επίμονα το δικό του θέλημα; Και πόσο μάλλον, όταν κυριεύει η σκοτοδίνη του εγωκεντρισμού την καρδιά και το νου;
Η ζωή μας, αδελφοί και πατέρες, δεν είναι επίδειξη δραστηριοτήτων. Είναι ζωή ειλικρινούς υποταγής και υπακοής στο θείο θέλημα. Με τη ζωή μας αυτή, ολοκληρώνουμε την ομολογία μας και αρνούμαστε την πρώτη άρνηση του θείου θελήματος, με την οποία μπήκε ο θάνατος και η καταστροφή σ όλο το γένος μας.
Δεν δεχτήκαμε το νόμο της υποταγής μόνο με εντολές, όπως στο μωσαϊκό νόμο. Η παναγάπη του σωτήρα μας καταδέχτηκε να ζήσει μαζί μας και να μας αποδείξει έμπρακτα, ότι η εφαρμογή του νόμου των εντολών, είναι καθήκον απαραίτητο για τη σωτηρία μας. Πόσο τερατώδης και απαίσια είναι η δική μας ανταρσία και απείθεια, απ οποιαδήποτε πλευρά κι αν εξεταστεί;
Ο κορυφαίος των αποστόλων με πειστικότητα μας υπενθύμίζει ότι «Χριστού ουν παθόντος υπέρ ημών σαρκί και υμείς την αυτήν έννοιαν οπλίσασθε» (Α Πέτ. δ,1). Να οπλισθούμε, δηλαδή, με το ίδιο φρόνημα. Δεν εννοεί μόνο το σταυρικό θάνατο, αλλά ολόκληρη την υποταγή του στο πατρικό θέλημα. Και όταν το έφερε σε πέρας με παρρησία μας πληροφορεί: «Εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης» (Ματ. κη, 18). Για μας που τον ακολουθούμε και αγωνιζόμαστε λέγει: «Ο νικών, δώσω αυτώ καθίσαι μετ εμού εν τω θρόνω μου, ως καγώ ενίκησα και εκάθισα μετά του πατρός μου εν τω θρόνω αυτού» (Αποκ. γ, 21).
«Ιδού δη τι καλόν ή τι τερπνόν, αλλ η το κατοικείν αδελφούς επί το αυτό» (Ψαλμ. ρλβ, 1). Να συναγωνίζονται αλληλοσυγκρατούμενοι και αλληλουποστηριζόμενοι με το πνεύμα της αγάπης, στο οποίο ο Κύριος ευαρεστείται, λέγοντας: «ου γαρ εισι δύο η τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμι εν μέσω αυτών» (Ματ. ιη, 20) και αν συμφωνούν «περί παντός πράγματος ου εάν αιτήσωνται γενήσεται αυτοίς παρά του πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματ. ιη, 19).
Αφού φύγαμε από τον κόσμο, μη μας απασχολούν οι ματαιότητές του και αιχμαλωτίζεται ο νους μας από εκείνα που αρνηθήκαμε και πετάξαμε. Αν οι μνήμες και οι σκέψεις του κόσμου παραμένουν στον αδιάφορο νου, δεν θ αργήσουν να λυγίσουν και τη θέλησή του, και τότε γίνονται «τα έσχατα χείρονα των πρώτων» (Ματ. ιβ, 45). Ποιο είναι εκείνο, που είναι αντάξιο της προσδοκίας μας, από όσα στην καλή μας αλλοίωση και το φωτισμό απαρνηθήκαμε, όταν ακούσαμε τη φωνή του Κύρίου μας; Δεν μας συνετίζει το παράδειγμα της συζύγου του Λώτ, που για την παρακοή στο θείο πρόσταγμα και την παράλογη νοσταλγία του παρελθόντος αφανίστηκε;
Όση είναι η φιλανθρωπία και παναγαθότητα του Θεού, τόση είναι και η δικαιοσύνη και αποτομία του, όταν τα κτίσματα παραμένουν στην αποστασία. Η διοίκηση των πάντων από την πανσωστική πρόνοια του Θεού δεν κάνει λάθη ή παραλείψεις, όπως εμείς νομίζουμε. Από αυτήν την αντίληψη αρχίζει η έλλειψη της απαραίτητης εξάρτησης και υποταγής. Εάν, σύμφωνα με το αλάνθαστο κριτήριο της θείας πρόνοιας, εξαντληθεί η μακροθυμία της αναμονής για επιστροφή, μας περιμένει «φοβερά δε τις εκδοχή κρίσεως και πυρός ζήλος εσθίειν μέλλοντος τους υπεναντίους» (Εδρ. ι, 27). Πόσα παραδείγματα έχουμε στην Παλαιά Διαθήκη, που με αποτομία η θεία δικαιοσύνη αφάνισε πεισματάρηδες και θρασείς; Δεν μας συγκινεί το παράδειγμα των «εκπεσόντων αγγέλων», που δεν τους δόθηκε τόπος μετάνοιας και μένουν σ όλη την κτίση η τρομερώτερη εικόνα της ανταρσίας προς το θείο θέλημα και η αμεταμέλητη εφαρμογή της θείας δικαιοσύνης; Η τραγική εικόνα του Ισραήλ δεν μας συγκλονίζει; Ήταν η εκλογή και η συμπάθεια του Θεού και για τις επαγγελίες των προγόνων του. Και όμως. Όταν η μακροθυμία του Θεού εξαντλήθηκε, λόγω της θρασύτητας και του πείσματός τους, ο Κύριός μας τους απέρριψε ολοκληρωτικά. «Ιδού αφίεται υμίν ο οίκος υμών έρημος. Λέγω γαρ υμίν, ου μη με ίδητε απ άρτι» (Ματ. κγ, 38) και αρθήσεται αφ υμών η βασιλεία του Θεού» (Ματ. κα, 43). Από τότε, επειδή έχασαν εντελώς τη Χάρη, για την άρνηση και προδοσία, βρίσκονται στην αντίθετη πλευρά, του Πονηρού, και υπηρετούν αδίστακτα την άρνηση και αποστασία!
Με όσα αναφέρουμε, ένα σκοπό έχουμε. Να διεγείρουμε την προθυμία και το ζήλο σας στη θεία υπακοή και πειθαρχία, όπου βρίσκονται οι ευλογίες και επαγγελίες και η «υπέρ μέλι και κηρίον» θεία πρόσκληση του «ευ δούλοι αγαθοί και πιστοί εισέλθετε εις την χαράν του Κυρίου σας» (Ματ. κε, 21). Αυτό είναι το πτυχίο μας, ο προβιβασμός μας, ο θρίαμβος του υπέρτατου κέρδους, στο οποίο πράγματι «επιθυμούσιν άγγελοι παρακύψαι» (Α Πέτ. α, 12). Λίγος ιδρώτας, λίγη δίψα ή πείνα, λίγη αλουσία και ατημέλεια, λίγος κόπος και υπομονή, είναι η ομολογία των ομολογητών και η μαρτυρία των μαρτύρων, που ολοκλήρωσε τη θεία ευαρέσκεια και χάρισε τα υπέρτατα αγαθά και δώρα, που δεν είναι αντάξιός τους όλος ο κόσμος. Λίγη υπομονή, η μάλλον επιμονή, όταν το παράλογο πάθος ή η κακή συνήθεια πιέζουν. Όταν λόγω της κόπωσης προβάλλεται η φιληδονία η και η ποικιλόμορφη πρόφαση. Εάν τότε προσέχει ο αθλητής και επιμένει, ενθυμούμενος τις υποσχέσεις που έδωσε όταν πήρε το μοναχικό σχήμα, θα αναδειχθεί νικητής και η χαρά του θα είναι αφάνταστη, επειδή δεν πρόδωσε ούτε από δειλία ούτε από φιλαυτία την αλήθεια.
Κρατάτε όσο μπορεϊτε τη θεία επίκληση, την ευχή του πανάγιου ονόματος του σωτήρα, «ως λυχνω φαίνοντι εν αυχμηρώ τόπω, έως ου ημέρα διαυγάση και φωσφόρος ανατείλη» (Β Πέτ. α, 19) η επίσκεψη της Χάρης αισθητά και παρηγορήσει τη θλιμμένη καρδιά και ψυχή.
Οταν το Παύλειο ρήμα περιστρέφεται στη διάνοιά σας, και ερμηνεύται σφαιρικά, θα έχετε πολλή δύναμη καρτερίας και πάλης στις δαιδαλώδεις κρούσεις τοy πολέμου, εξωτερικές και εσωτερικές, απ όπου κι αν παίρνουν αφορμές. «Εν παντί και εν πάσι μεμύημαι και χορτάζεσθαι και πεινάν, και περισσεύειν και υστερείσθαι» (Φιλ. δ, 12). Και ο Δαυΐδ: « Ουχί τω Θεώ υποταγήσεται η ψυχή μου,» (Ψαλμ. ξα, 1). Δεν υπάρχει εύλογη αφορμή προδοσίας, αφού «ουκέτι εαυτοίς εσμεν» και «αυτώ (τω Κυρίω) μέλει περί ημών» (πρβλ. Α Πέτ. ε, 7).
Όταν σκεφτόμαστε τις προηγούμενες μέρες, όταν η Χάρη του ζήλου και της θέρμης ήταν πλούσια μαζί μας και καμμιά πρόφαση δεν σταματούσε την προθυμία και αγωνιστικότητά μας, τότε θα συνεχίσουμε με την ίδια απόφαση και πάλι θα επανέλθει η γαλήνη και θα ανατείλει ο ήλιος, που κρύφτηκε εξαιτίας της λαίλαπας των πειρασμών. Αφού η παρουσία μας εδώ είναι ομολογιακή, πως θα γίνει ομολογία εάν δεν παρούσιαστούν στοιχεία άρνησης και αντίστασης; Και ο Κύριός μας, μας πληροφορεί ότι «ανάγκη γαρ εστι ελθείν τα σκάνδαλα» (Ματ. ιη, 7), αφού «δια πολλών θλίψεων δει ημάς εισελθείν εις την ζωήν» (Πράξ. ιδ, 22) και « ανήρ φρόνιμος πολλά υποφέρει» (Παρ. ιδ, 17).
Εάν λίγο υπομείνουμε και αντισταθονμε στην επίθεση του παράλογου, που ο Σατανάς εξαπολύει, γινόμαστε νικητές και ακούμε ότι ο «εν ολίγω πιστός και εν πολλά πιστός εστι» (Ματ. κε, 21). Εάν η Χάρη και το έλεος του Κυρίου προήγαγε και μας, «τα ασθενή του κόσμου», στη μερίδα του κλήρου των αγίων, πως ξεχνούμε ότι πρέπει να ανταποκριθούμε και στη μαρτυρία και ομολογία τους, αφού είναι γνωστά τα άθλα και παλαίσματα που υπέμειναν ισόβια για τη δόξα του Χριστού;
Ας θυμόμαστε τις παραινέσεις και υποκινήσεις, που έκαναν οι άγιοι σαράντα μάρτυρες, που άθλησαν στη λίμνη της Σεβάστειας. « Μη δειλιάσωμεν, μηδέ μικροψυχήσωμεν, ω συστρατιώται» -έλεγαν ο ένας στον άλλο- «υπομένωμεν, ίνα συνδοξασθώμεν. Καταφρονήσωμεν κρύους λυομένου. Ρυείτω η χειρ ίνα υψούτε προς τον Κύριον. Καυθήτω ο πους ίνα χορεύει αιώνια!».
Και μεις ας μην οπισθοχωρήσουμε, αλλά να είμαστε πρόθυμοι και θα εφαρμόζεται το λόγιο «δώη σοι Κύριος κατά την καρδίαν σου και πάσαν την βουλήν σου πληρώσαι» (Ψαλμ. ιθ, 4). Κρατήστε την παρρησία της αληθινής σας υπακοής και αυταπάρνησης, το «υποπίπτον φρόνημα» με την αυτομεμψία και ταπείνωση και η ευχή δεν θα μειωθεί από το νου σας. Και ο Κύριος, που τον επικαλείσθε με τη φιλόθεη προαίρεση, είναι αδύνατον να μην απαντήσει, «ιδού πάρειμι». Τότε παύουν οι πειρασμοί και η λύπη, που τρομάζουν την κουρασμένη ψυχή.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου