Βατοπεδινές Κατηχήσεις
Γέροντος Ιωσήφ
Κατήχηση 33
Η εσωστρέφεια, ένα δυνατό όπλο
Αδελφοί και πατέρες, οι θεόπνευστοι Πατέρες μας επιμένουν ότι η εσωστρέφεια είναι απαραίτητο μέσο προκοπής στον πνευματικό αγώνα. Γι αυτό επιβάλλεται να μην αμελήσουμε το επωφελέστατο αυτό μέσο για τον καταρτισμό μας, που είναι ισχυρό όπλο στο νοητό πόλεμο.
Σαν σύνθημα ακούεται η παραγγελία ενός μεγάλου Πατέρα, του αββά Αλώνιου, και μας εισάγει κατευθείαν στο κεντρικώτατο νόημα της εσωστρέφειας, που είναι και ο βασικός στόχος που θέλουμε σύντομα να κατακτήσουμε. «Εάν δεν πει ο άνθρωπος, ο μοναχός, μέσα στην καρδιά του, ότι είμαι εγώ μόνος και ο Θεός στον κόσμο, αυτός δεν θα βρει ανάπαυση». Σύντομο και περιεκτικό απόφθεγμα. Πληροφορεί κάθε αγωνιζόμενο ότι αυτό είναι το περιεχόμενο του νόμιμου αγώνα, για την απαλλαγή και ελευθερία από τα νοήματα και πράγματα αυτού του κόσμου.
Δυό αφορμές και αιτίες ή υλικά μέσα κινούν όλο τον κόσμο μας, τον εσωτερικό και εξωτερικό, και δια μέσου αυτών γίνεται η δική μας εργασία και η πάλη και κατά του αντιστρατευόμενου νόμου και κατά του Πονηρού. Η μια αιτία είναι εξωτερική και φροντίζει την επαφή μας με τον κόσμο και τη συντήρηση του σώματος. Η άλλη, η εσωτερική, είναι τα πάθη, που αποκτήσαμε μετά την πτώση, και εμποδίζει τις αρετές.
Για να δει και αισθανθεί η ψυχή την εσωτερική αυτή διαστροφή πρέπει να ελευθερωθεί από τις εξωτερικές επιδράσεις και αιχμαλωσίες. Αυτός είναι ο λόγος που ο Κύριός μας όρισε ότι «πας εξ υμών, ος ουχ αποτάσσεται πάσι τοις εαυτού υπάρχουσιν (το Θελημα), ου δύναται είναι μου μαθητής» (Λουκ. ιδ, 33). Η εξωτερική ύλη και αφορμή συνίσταται στο θέλημα του ανθρώπου, το οποίο εξουσιάζει ο ίδιος, αν θέλει. Η εσωτερική είναι η σκια του σώματος, η επίδραση των εξωτερικών ενεργειών του θελήματος. Αυτός είναι ο λόγος που ο Κύριος, ως πραγματικός ιατρός της δικής μας διαστροφής, διατάζει επίμονα να απαρνηθούμε το θέλημα και μας έδειξε έμπρακτα αυτήν την αυταπάρνηση υπακούοντας σε όλα στον Πατέρα του.
Αν η θέληση του ανθρώπου ασχολείται με τα εξωτερικά και μάταια, ο νους, ο οποίος συλλαμβάνει νοήματα και σχεδιασμούς, νεκρώνεται. Εάν ο άνθρωπος ξυπνήσει από την άσκοπη φιλαυτία, τότε εντοπίζει τα πάθη, που είναι κρυμμένα εσωτερικά από την προηγούμενη αιχμαλωσία. Αντιστέκεται και τα πολεμά παραμερίζοντας τις αφορμές, τις άσκοπες ύλες της φιλαυτίας. Αφού γίνει μ αυτό τον τρόπο ο νους ελεύθερος από τα αίτια που τον δεσμεύουν, γίνεται κύριος του εαυτού του και επικαλείται τη χάρη του Κυρίου μας, που τον υπακούει, αφού έδωσε μαρτυρία με τη νίκη κατά της φιλαυτίας. Τότε δυναμώνει και απομακρύνει ένα ένα τα πάθη και ελευθερώνει την ψυχή από την αιχμαλωσία. Και όχι μόνο αυτό, αλλά τον προφυλάσσει να μην ξεγελαστεί από τον Πονηρό, που επιχειρεί να τον αποπλανήσει.
Ίσως είναι δύσκολη η θεωρία που περιγράφουμε, αλλά ήταν χρέος να φανερώσουμε τις συνέπειες της εξωστρέφειας και αδιαφορίας. Τι άλλο είναι επιτέλους ο μοναχός, παρά θεωρητικός και εσωστρεφής, αφού θεωρείται ως «νέος Ισραήλ», δηλαδή νους που βλέπει το Θεό; Δεν έλεγαν οι πρόγονοί μας «νους ορά και νους ακούει»; «Πνεύμα ο Θεός και τους προσκυνούντας αυτόν εν Πνευματι και αληθεία δει προσκυνείν» (Ιω. δ, 24). Αλλωστε η αυστηρότατη και επίμονη άσκηση της ακτημοσύνης των Πατέρων μας σε τι άλλο απέβλεπε παρά στην απομάκρυνση των αφορμών και των αιτίων, που αιχμαλωτίζουν τη θέληση και το νου. Μετά, ολοκληρωτικά ελεύθεροι, θα μπορουσαν να εφαρμόσουν στην εντέλεια την προτροπή του Παύλου στο να εύχονται «αδιαλείπτως».
Πολλοί από τους σοφούς του «αιώνος τούτου» ασπάζονταν την ακτημοσύνη και αμεριμνία, για να επιδοθούν ελεύθεροι στις ιδεολογίες τους. Και οι δικοί μας Πατέρες, πραγματικοί φιλόσοφοι, μας παρέδωσαν με ακρίβεια την πράξη και τη μέθοδο της εσωστρέφειας και το ότι επιτυγχάνεται με την αυταπάρνηση και νέκρωση των θελημάτων. Εάν ο άνθρωπος δεν απαλλαγεί από τη ματαιότητα, που η φαυλότητα της φιλαυτίας προκαλεί, δεν μπορεί να πλησιάσει την αγάπη του Θεού, που είναι το κέντρο της σπουδής και επιδίωξής μας. Ο άγιος Διάδοχος λέει στις διδαχές του: «Ψυχή που δεν απαλλάχτηκε από τα μάταια κοσμικά θελήματα και πράγματα, ούτε το Θεό θα αγαπήσει γνήσια, ούτε το διάβολο θα βδελυχθεί πως του αξίζει». Και οι κορυφαίοι μας Πατέρες τονίζουν ότι εάν κάποιος φαντάζεται ότι θα νικήσει τα πάθη μπλέκοντας με την ύλη, μοιάζει με αυτόν που προσπαθεί να σβήσει τη φωτιά ρίχνοντας άχυρα.
Απαραίτητος κανόνας και επιταγή είναι η ελευθερία του νου από τα εσωτερικά πάθη. Η ισχυρή θέληση θα νεκρώσει τη φιλαυτία, η οποία συντηρεί τη θέση του παράλογου, που είναι η δύναμη και η θύρα του εχθρού. Όταν βρει ο διάβολος μοναχό, χωρίς ανάγκη ή εντολή, να ασχολείται με σωματικά πράγματα αυτού του κόσμου, του αρπάζει το λάφυρο της γνώσης, τη διάκριση, και μετά του κόβει την ελπίδα προς το Θεό. Το πράγμα είναι απλό, γιατί κατά το λόγο του Κυρίου δεν μπορεί ο άνθρωπος « δυσί κυρίοις δουλεύειν» (Ματ. στ, 24).
Αντί λοιπόν να αγαπούμε τη ματαιότητα του κόσμου, αγαπούμε το Θεό και οι θεόπνευστοι Πατέρες μας διδάσκουν τον πρακτικό τρόπο της επιτυχίας. Ανθρωπος στην πραγματικότητα είναι ο νους, επειδή και τα ζώα έχουν τα υπόλοιπα μέλη του σώματος. Στρέφοντας όλη μας την προσπάθεια στην τήρηση του νου και υποτάσσοντας κάθε νόημα στην υπακοή του Χριστού, προκαλούμε τη συμπαράσταση και συμμαχία της θείας
Χάρης και με αυτήν «πάντα ισχύομεν εν τω ενδυναμούντι ημάς Χριστώ» (Φιλ. δ, 13). Προηγείται όμως η νέκρωση και η κατάργηση των παθών, όπου κατοικεί το παράλογο. Η επιμονή μας συνίσταται στην εκκοπή του θελήματός μας και στην υπακοή, που είναι το αποτελεσματικότερο μέσο της νέκρωσης του θελήματος, όπου στηρίζεται και όλος ο παλαιός άνθρωπος. Οι Πατέρες επιμένουν ότι για την τήρηση του νου πρέπει να αποφεύγεται η γνώση των νοημάτων και πραγμάτων του κόσμου τούτου για να επέλθει η λήθη του παρελθόντος, εφόσον για μας «τα αρχαία παρήλθεν ιδού γέγονεν καινά τα πάντα» (Β Κορ. ε, 17) και δεν μας απασχολεί τίποτε άλλο. Για μας «το ζήν Χριστός και το αποθανείν κέρδος» (Φιλ. α, 21), γιατί « υκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν» (Εβρ. ιγ, 14), ούτε χώρο, ούτε θέλημα. Εάν έτσι σκεφτόμαστε, είμαστε κοντά στη βασιλεία του Θεού.
Που και πως οι Πατέρες μας απέκτησαν τις αρετές, απέβαλαν τα πάθη και φόρεσαν το Χριστό και τώρα συμβασιλεύουν μαζί του στην αιωνιότητα; Δεν μελετούμε συνεχώς τους υπερφυσικούς αγώνες στις πανερήμους, την τέλεια ακτημοσύνη και την ολοκληρωτική απομόνωση με τις οποίες μας διδάσκουν την αποχή από τα πράγματα και θελήματα του κόσμου; Ο Κύριός μας διδάσκει ότι ο υιός αντιγράφει τον πατέρα του και ό,τι κάνει αυτός το κάνει και ο υιός. Εάν είμαστε και μείς συνεχιστές και πνευματικά παιδιά των Πατέρων μας, οφείλουμε να τους υπακούουμε και να τους μιμούμαστε, αφού τους γιορτάζουμε, φτιάχνουμε τις εικόνες τους και μελετούμε τους άθλους τους.
Ο οσιώτατος και διακριτικώτατος των Πατέρων μας, Εφραίμ ο Σύρος, διδάσκει αποφθεγματικά: «Μοναχός εμπλεκόμενος ταις του βίου πραγματείαις και μεταστρέφων τον λογισμόν αυτού εις φροντίδα των κατά κόσμου, όμοιος εστι τω ανατέμνοντι εαυτόν». «Ο επιζητών κληρονομίαν των κατά σάρκα οικείων μετά το αποτάξασθαι και γενέσθαι μοναχόν, εμπεσείται εις πειρασμόν». Το παράδειγμα των επτά κατά σάρκα αδελφών, των οποίων ένας ήταν ο περιβόητος αββάς Ποιμήν δεν μας συνετίζει; Αυτοί τη γριά μητέρα τους, που τους επισκέφτηκε και έκλαιε, δεν καταδέχτηκαν να τη δουν. Και όταν η κατά σάρκα αδελφή του αββά Ποιμένα τον παρακαλούσε να μεσιτέψει για την αποφυλάκιση του παιδιού της, αυτός δεν υποχώρησε και της δήλωσε ότι «ο Ποιμήν δεν έκανε παιδιά!». Μήπως ήταν τόσο σκληρός και απάνθρωπος, αυτός που η ζωή του ήταν απόλύτη αγάπη; Οχι, αλλά ως πρότυπο μοναχού μας παιδαγωγούσε, ότι δεν μας ωφελούν οι μνήμες, οι σκέψεις και σχέσεις με το παρελθόν, από το οποίο ο Κύριος μας απέκοψε. «Εξέλθετε», λέει η Γραφή, «εκ μέσού αυτών και αφορίσθητε, και ακαθάρτου μη άπτεσθε, καγώ εισδέξομαι υμάς, και έσομαι υμίν εις πατέρα» (Β Κορ. στ, 17, 18).
Τα παραδείγματα μας οδηγούν στο θέμα της κατήχησης αυτής, που είναι η εσωστρέφεια και τήρηση του νου, για να μπορέσουμε με τη βοήθεια της Χάρης να περικόψουμε τις πονηρές συνήθειες και μετά τα πάθη. Να αποβάλουμε τον παλαιό άνθρωπο «τον φθειρόμενον κατά τας επιθυμίας της απάτης» (Εφ. ζ, 22) και να ντύθονμε το νέο, να γίνουμε θεοειδείς όπως μας θέλει ο Κύριος.
Σε μας τους κοινοβιάτες προκαλεί καρποφορία και ωφέλεια το πρόγραμμά μας, όπως στους ασκητές και αναχωρητές το δικό τους, γιατί ο σκοπός είναι ο ίδιος. Εκείνοι με την αυστηρή φιλοπονία και εσωστρέφεια δάμασαν τα πάθη και νέκρωσαν τον παλαιό άνθρωπο, πράγμα που και στο δικό μας τυπικό και πρόγραμμα γίνεται. Με την υποταγή, υπακοή και αυταπάρνηση στο ίδιο αποτέλεσμα φθάνουμε. Επιπρόσθετα, έχουμε και το κέρδος της αλληλεγγύης, όπου «τα ασθενήματα των αδυνάτων βαστάζομεν» χωρίς να δουλεύουμε στην αυταρέσκεια. «Ανεχόμενοι αλλήλοις, εν σπλάγχνοις Χριστού» (Εφ. δ, 2, Φίλιπ. α, 8) αναγκάζουμε τη θεία παναγάπη να εφαρμόσει αυτό που υπόσχεται. «Εν η μέτρω μετρείτε μετρηθήσεται υμίν» (Ματ. ζ, 2).
Όταν εφαρμόζεται η αγάπη, που είναι η πραγματική ταυτότητα της χριστιανικής ζωής, «καλύπτει πλήθος αμαρτιών» (Ιακ. ε, 20) και μας προκαλεί σχεδόν άκοπα το «καθ ομοίωσιν» , εφόσον «ο Θεός αγάπη εστί, και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ» (Α Ιω. δ, 16). Πόσοι ανακουφίζονται από την προσφορά και τη διακονία μας; Όχι μόνο οι δικοί μας γέροντες και ασθενείς, αλλά και οι καθημερινοί μας έπισκέπτες. Στους πιστούς με τους οποίους ερχόμαστε σε επαφή γινόμαστε παράδειγμα πίστης, αύταπάρνησης και αγάπης, στοιχεία απαραίτητα για την ισορροπία της κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης. Χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, μόνο ζώντας το δικό μας πρόγραμμα, τους στηρίζουμε, χωρίς να φευγουμε από τον τόπο μας, αφού έρχονται αυτοί σε μας. Αυτό δεν έννοεί ο Κύριος λέγοντας «υμείς εστε το άλας της γης, υμείς έστε το φως του κόσμου» (Ματ. ε, 12, 14);
Ευκολώτερη είναι η μάχη μαζί με τους ομοιοπαθείς μας ανθρώπους, παρά με τους πονηρούς και κακοποιούς δαίμονες, που πολεμούν εντονώτερα τους απομονωμένους παρά τους κοινοβιάτες. Η συμπαράσταση των αδελφών δεν είναι μικρή βοήθεια όπως η Γραφή υπενθυμίζει «αδελφός υπό αδελφού βοηθούμενος ως πόλις οχυρά» (Παρ. ιη, 19) και «ουαί αυτώ τω ενί, όταν πέση και μη ή δεύτερος του εγείραι αυτόν» (Εκκλ. δ, 10).
Υπομένοντας με μακροθυμία στη διακονία σας, τις αδυναμίες των ασθενών και ανιάτων, εφαρμόζετε το νόμο της αγάπης και υπομονής και κερδίζετε τα βραβεία της προκοπής και της τελείωσης. Επιμένω όμως στην ωφέλεια της ανεκτικότητας και συμπάθειας στα λάθη και σκάνδαλα των αδύνατων και όσων δεν γνωρίζουν. Πράγματι, κάμπτεται με την ευσπλαγχνία ο πανάγαθός μας σωτήρας Χριστός, γιατί ο ίδιος είναι παναγάπη και συμπάθεια. Να, λοιπόν, τρόπος να εκμεταλλευτούμε την ευσπλαγχνία του, αφού ο ίδιος μας λέει να γίνουμε οικτίρμονες, όπως είναι αυτός ο ίδιος.
ΚΑΤΗΧΗΣΗ 34η
Ίαση και θεραπεία του ανθρώπου
Αδελφοί και πατέρες, η αλήθεια του Θεού δεν είναι αφηρημένη ή διηγηματική διδασκαλία και θεωρία, αλλά βίωμα που ενσαρκώνει την ομολογία μας και όχι σχήματα και τύπους. Η άρνηση της πρώτης εντολής, που έθεσε ο δημιουργός Θεός, έγινε αφορμή της καταστροφής, όχι μόνο για μας, αλλά και για τα στοιχεία που μας περιβάλλουν. Μοναδική ελπίδα απαναφοράς και ανάκτησης αυτών που χάσαμε είναι η ορθή ομολογία, ως θεραπεία της άρνησης. Αυτή η επιστροφή και ανάσταση από την πτώση λέγεται μετάνοια, ως ανάκληση της λανθασμένης γνώμης και θέσης του νου, που δέχτηκε τα μη καλά ως καλά, δεν τήρησε το καθήκον και είχε ως αποτέλεσμα τα δεινά και το θάνατο. Η μετάνοια έχει ως σκοπό να πείσουμε τη Χάρη να επανέλθει. Αυτό επιτυγχάνεται με κόπο. Χρησιμοποιώντας την ελευθερία μας απερίσκεπτα, προδώσαμε και παραδώσαμε στον εχθρό μας την εξουσία των δικαιωμάτων μας. Για να τα πάρουμε πίσω απαιτείται αντίσταση και κόπος. Αυτό είναι και το νόημα της κύριας εντολής του αναμορφωτή μας, η άρση του σταυρού. Όποιος δεν σηκώνει το σταυρό δεν είναι άξιος μαθητής.
Η θεία Χάρη, που ήταν ενωμένη με την αρχική μας ύπαρξη, μας φώτιζε και μας στήριζε στους κανόνες και νόμους της θεοείδειας και γενικά του ενάρετου και ηθικού βίου. Η αποστασία και ο αποχωρισμός μας από το Θεό, μας απογύμνωσε από τη σκέπη και το φωτισμό της Χάρης. Ο εχθρός μας παρέσυρε στην έννοια και πράξη του παράλογου και παράνομου. Καρπός είναι τα πονηρά έργα και πάθη και όλη η δομή της διαστροφής.
Η μετάνοια είναι το μόνο μέσο ίασης, αποθεραπείας και ανάστασης. Τα θύματα κάθε αιχμαλωσίας, χρειάζονται μάχη και αγώνα για να απαλλαγούν απ αυτήν. Οι φορείς της μετάνοιας χρειάζονται κάτι παραπάνω, γιατί ο πόλεμος και η μάχη δεν γίνεται προς τα αισθητά και φαινόμενα, αλλά, όπως λέει ο Παύλος, «προς τας αρχάς, προς τας εξουσίας, προς τους κοσμοκράτορας του σκότους» (Εφ. ς, 12), που αδίστακτα και επίμονα δεν παραχωρούν στα θύματά τους άνεση και ελευθερία. Απομένει μόνο η Χάρη του Κυρίου μας, που «τα ασθενή θεραπεύει και τα ελλείποντα αναπληροί».
Αναλύουμε σαφέστερα την πρακτική μορφή της ολοκληρωτικής μετάνοιας, για τους φιλομαθείς, για να μην προσκρούουν στους υφάλους της απειρίας και της πονηριάς των εχθρών. Υπενθυμίζουμε το διπλό αγώνα της έμπρακτης μετάνοιας, καθώς και μεις είμαστε διπλοί, από σώμα και ψυχή. Προηγούνται των πνευματικών, τα σωματικά έργα της μετάνοιας, τα «πρακτικά», όπως και στη δημιουργία προηγήθηκε η κατασκευή του σώματος και μετά του πνεύματος, της ψυχής.
Ο λόγος εδώ είναι λεπτός και λίγο δυσδιάκριτος. Χρειάζεται περισσότερη προσοχή για να μη γίνονται αποτυχίες, όσο εξαρτάται από μας. Η αιχμαλωσία δημιούργησε τα πρώτα τραύματα της αποστασίας μας, τα πάθη, σωματικά και ψυχικά. Αυτά αλληλοεξαρτώνται και αλληλοσυνέχονται και εμποδίζουν την επιστροφή της Χάρης και γενικά της ενάρετης ζωής. Η ίαση της προσωπικότητας κάνει τον άνθρωπο δεκτικό των θείων επαγγελιών.
Αναφέρει ο θειότατος και πρακτικός Πατέρας της Εκκλησίας, αββάς Ισαάκ, του οποίου τους λόγους ο αγιώτατος Γέροντάς μας είχε ως εγκόλπιο συνεχώς, ότι δεν μπορεί κανείς να νικήσει τα πάθη παρά μόνο με αρετές αισθητές, δηλαδή σωματικές και ορατές. Το μετεωρισμό του νου πολεμούμε, μόνο με μελέτες πνευματικής γνώσης και έννοιες περί Θεού και του θείου νόμου του. Ο νους από τη φύση του, ως αεικίνητος, δεν παραμένει σε πρόγραμμα και περιορισμό, ειδικά όταν τα πάθη τον υποκινούν. Εάν δεν δεσμευτεί με την κατά Θεό σκέψη και επίκληση, δεν απαλλάσσεται από το μετεωρισμό. Τα πάθη, είναι κατά κάποιο τρόπο εμπόδιο των φυσικών αρετών της ψνχής. Εάν αυτά δεν πολεμηθούν προηγουμένως με τις φανερές αρετές και καταπαύσουν, δεν μπορεί ο νους να υποτάξει τις αισθήσεις στην υπακοή των εντολών, με τις οποίες καταργείται το παράλογο και η παρά φύση ζωή. Αν αυτό γίνει με τη Χάρη του Θεού, ο νους επιβάλλει την «κατά Χριστόν» απαθή αγωγή, και κατά τη διδασκαλία των Πατέρων, υποτάσσεται η Χάρη στο νου, χαρίζοντάς του την αίσθηση του θείου πόθου και της εν Χριστώ συγγένειας. Τότε πραγματοποιείται το «όσοι έλαβαν αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι» (Ιω. α, 12). Έτσι γίνεται αισθητή η πραγματική νέκρωση από τον κόσμο αυτό και ο Πονηρός «ουχ άπτεται» αυτών. Πάντως, ο Κύριος ευδόκησε «εν τω ιδρώτι του προσώπου» οι αθλητές να κερδίζουν «τον άρτον» αυτόν και γι αυτό λίγοι είναι όσοι τον βρίσκουν και τον γεύονται. Σε μας όμως τους μοναχούς αυτό επιβάλλεται, αφού με αυτό εκπληρώνεται ο προορισμός μας.
Στον οικονομικό τομέα όποιος είναι χρεώστης δεν απαλλάσσεται της ευθύνης με τη φυγή η με άλλο μέσο, παρά μόνο με την εξόφληση του χρέους. Επικερδέστατος τρόπος εξόφλησης και προκοπής στον πνευματικό τομέα είναι η καρτερία και υπομονή στην περιεκτική αδικία και περιφρόνηση, που προκαλεί ο εχθρός με τους αδαείς και τους απρόσεκτους, που συναντούμε στη σταυροφόρο πορεία μας και αυτό για δύο λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι η εντολή «άφετε και αφεθήσεται» και «αγαπάτε τους εχθρούς ημών» (Ματ. ε, 44). Ο δεύτερος και φυσικός λόγος είναι η εξόφληση της φιληδονίας και φιλαρέσκειας, που γεννήθηκε από τις παραβάσεις εφόσον «πάσα παράβασις και παρακοή λαμβάνει ένδικον μισθαποδοσίαν» (Εβρ. β, 2). Αυτός ο νόμος και κανόνας εφαρμόζεται απαράβατα από τη θεία δικαιοσύνη με τον πνευματικό νόμο. Εάν συνετά και αγόγγυστα υπομένουμε τα δεινά, που μας συμβαίνουν, απαλλασσόμαστε από την ευθύνη των παραβάσεων του παρελθόντος ή αυτών που πρόκειται να γίνουν στο μέλλον. Ορθά περιγράφει την πραγματικότητα ο Δαυΐδ λέγοντας: «Πρό του με ταπεινωθήναι εγώ επλημμέλησα» (Ψαλ. ριη, 67).
Εάν πράγματι θέλει, αυτός που μετανοεί, να τρυγήσει σύντομα και πλούσια τους καρπούς της μετάνοιας, ας αγκαλιάσει το φρόνημα της καρτερίας και της περιεκτικής ταπείνωσης, υπερευχόμενος γι αυτούς που του προκαλούν πειρασμούς και δεν θα αργήσει να απολαύσει ως μισθό τον πλούτο της Χάρης, που παρηγορεί και προάγει τους «πτωχούς τω πνεύματι» (Ματ. ε, 3).
Όσοι ασχολούνται με την ακριβέστατη αυτή μέθοδο της μίμησης του αρχηγού και λυτρωτή μας, κερδίζουν την ταπείνωση και τη φιλοπονία, τα ισχυρότερα όπλα και μέσα, που η δύναμη και πονηριά των εχθρών δεν μπορεί να πλησιάσει. Αυτοί βρίσκονται πολύ κοντά στο τέρμα, που είναι ο θρίαμβος και η ελευθερία, δηλαδή η απάθεια.
Να τρόπος επικερδής και κατορθωτός σε όλες τις περιστάσεις και σ όλους σχεδόν τους χαρακτήρες, εάν, με τη βοήθεια της Χάρης, θελήσουν να αθλήσουν νόμιμα στα στάδια της μετάνοιας, χωρίς απομόνωση και ασκήσεις και άλλους σκληρούς αγώνες, που μαθαίνουμε ότι έκαναν παλαιότερα οι ασκητές.
Εμείς οι κοινοβιάτες, που ζούμε κοινωνική ζωή, πιο εύκολα, αν προσέξουμε, κερδίζουμε τα λάφυρα της μετάνοιας, φτάνει να αγωνιζόμαστε στο να ανεχόμαστε τις αδυναμίες των αδελφών μας, των ασθενών, των αδαών, των γερόντων και γενικά όσων δέχονται τις δαιμονικές επήρειες.
Πόσα παραδείγματα μοναχών βρίσκουμε στους βίους των Πατέρων, που πρόκοψαν με την καρτερία, με την αληθινή υπακοή και υποταγή, αλλά και με την ανεξικακία και συγχώρηση όσων τους ενοχλούσαν και τους πείραζαν; Τι θα πούμε για τον ήρωα εκείνο αδελφό, που ο Γέροντας, λόγω έλλειψης χώρου, έβαλε το βόδι της μονής στο κελλί του και του έκοβε τα νήματα του εργόχειρού του και ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε, ούτε το ζώο έδειρε; Η αγία Ισιδώρα σε ποιο ύψος αγιασμού έφτασε, επειδή υπέμενε τις περιφρονήσεις και τους πειρασμούς των απρόσεκτων και ραθύμων;
Σε μας, που ζούμε ομαδικά και κοινωνικά, υπάρχουν πολλά περιθώρια κέρδους και προκοπής, αν ανεχόμαστε αλλήλους « εν σπλάγχνοις Χριστού» (Φίλιπ. α, 8), κατά το «εν ώ μέτρω μετρείτε μετρηθήσεται υμίν» (Ματ. ζ, 2).
«Αλλήλων τα βάρη βαστάζοντες» (Γαλ. ς, 2) εκπληρώνουμε το νόμο της αγάπης προς τον πλησίον μας, που είναι η πρώτη και κύρια εντολή του καθήκοντός μας και εφαρμόζουμε την ταπείνωση στον εαυτό μας.
Από τα πιο συνηθισμένα και συνεχή χαρακτηριστικά του πνευματικού μας αγώνα είναι οι τριβές μεταξύ των αδελφών. Αυτές δεν οφείλονται σε μόνιμες καταστάσεις διαφοράς και ασυμφωνίας, αλλά τις προκαλούν οι αλλοιώσεις και η κακία του Σατανά. Δημιουργούνται σκάνδαλα καθώς, κατά το λόγιο, «ανένδεκτον εστι του μη ελθείν τα σκάνδαλα» (Λούκ. ιζ, 1).
Με την υπομονή, την αυτοθυσία και την ελπίδα στο Θεό όλα αυτά τα υπερπηδούμε, έχοντας υπόψη μας και το καθήκον της αντιγραφής των διάφορων τρόπων και μορφών της ζωής του Κυρίου.
Η εικόνα της αποθεραπείας του αρρωστημένου πεπτωκότος ανθρώπου» παρουσιάζεται πρακτικά στη ζωή του Κυρίου μας, ως ανακαινιστή της διεστραμμένης φύσης μας. Πριν να ανέβει στο σταυρό για την τέλειά μας ανάσταση, θεράπευσε όλες τις μορφές της διαστροφής, που κυρίεψαν τον άνθρωπο. Θεράπευσε τη δική μας συντριβή, τα μέλη και όργανα του θανάτου. Τον τυφλό, τον κωφό, τον παράλυτο, τον συγκύπτοντα, τον λεπρό και γενικά τη νεκρότητα, που συμβολίζουν τα πάθη και τα όργανα της διαστροφής. Μετά ανέβηκε στο σταυρό και μας χάρισε την πλήρη ανάσταση και αθανασία. Μας χάραξε συμβολικά το νόημα της μετάνοιας, που μας οδηγεί στην ίαση και θεραπεία των ασθενειών του παλαιού ανθρώπου, του αντιστρατευόμενου νόμου της περιεκτικής αιχμαλωσίας. Και καθώς φορέσαμε την εικόνα του πεπτωκότος και χοϊκού ανθρώπου, να φορέσουμε τώρα, με την ορθή μετάνοια, την εικόνα του επουράνιου, στην οποία ανήκει και η ευλογημένη πρόσκληση του Κυρίου «δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν» (Ματ. κε, 34) και πάλι, « δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι καγώ αναπαύσω υμάς» (Ματ. ια, 28).
Με την ευλογημένη υπακοή και αυταπάρνηση, που χαρακτηρίζει τη ζωή μας, βρισκόμαστε στο στάδιο της πρακτικής μετάνοιας και μας ανήκει ο μακαρισμός του Κυρίου μας. Μόνο να αποφεύγετε, κατά το δυνατό, την ιδιορρυθμία και το θέλημα, που γεννούν την ακηδία και την αμέλεια.
ΚΑΤΗΧΗΣΗ 35η
ΚΑΤΗΧΗΣΗ 35η
Συνήθισε τη γλώσσα σου να λέει «συγχώρησον»
Αδελφοί και πατέρες, αναγκαζόμαστε να επανέλθουμε στο θέμα της πρακτικής μορφής της μετάνοιάς μας, γιατί παρατηρώ με δυσαρέσκεια την απροσεξία και επιμονή στο προσωπικό θέλημα και την ιδιορρυθμία, που είναι η βάση των κακών και έμπρακτη αποτυχία!
Όποις θλει με τη Χάρη του Θεού να σωθεί και να απαλλαγεί από την αιχμαλωσία του παλαιού ανθρώπου, ουδέποτε προβάλλει το δικό του θέλημα ή τη γνώμη του. Και αν ακόμη συμβεί αυτό, επειδή ρωτήθηκε από τους αδελφούς, πρέπει να είναι έτοιμος, αν κάποιος του κάνει παρατήρηση, ότι δεν μίλησε σωστά, να μην ταραχθεί, αλλά με ταπείνωση να ζητήσει συγγνώμη και να πει: « Συγγνώμη, αδελφοί μου, εγώ είπα μια γνώμη, αλλά μη μου μετρήσετε το λάθος μου. Όπως εσείς νομίζετε να πράξουμε, γιατί εγώ είμαι σκοτισμένος και δεν μπορώ να καταλάβω το καλύτερο».
Εάν δεν τηρηθεί αυτός ο τρόπος, θα φυτρώσει θυμός και φιλονικία. «θυμός ανδρός δικαιοσύνην Θεού ου κατεργάζεται» και επιπλέον ο Απόστολος συνιστά «δούλον δε Κυρίου ου δει μάχεσθαι» (Β Τιμ. β, 24). Τέτοιοι είμαστε κάποτε, όταν ζούσαμε χωρίς Χριστό, «τέκνα φύσει οργής» (Εφ. β, 3). Τώρα όμως, που ελεηθήκαμε, βιαζόμαστε να αντιγράψουμε το πρότυπό μας, που μας πείθει ότι «ου ζητώ το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντός με πατρός» (Ιω. ε, 29). Εκείνος που συνειδητοποίησε την εντολή της αγάπης, το «μηδείς το εαυτού ζητείτω αλλά το του ετέρου» (Α Κορ. ι, 24) και το «πάντα υμών εν αγάπη γινέσθω» (Α Κορ. ις, 14), δεν προτιμά ποτέ τη γνώμη ή το θέλημά του, όταν ζει μαζί με τους αδελφούς του. Όταν θλίβονται οι άλλοι και πάσχουν, συμπάσχει με αυτούς και όταν ο ίδιος ικανοποιείται και χαίρεται, τους συγκαλεί να μετάσχουν. Αυτή είναι η ιδιότητα και αυτοθυσία της αγάπης, που είναι ο Θεός.
Για μας που ζούμε κοινοβιακά αναφέρω τη συμβουλή του μεγάλου και διακριτικού αββά Ησαΐα: «Ον τρόπον υποτάσσεται το κτήνος τω ανθρώπω, ούτως οφείλει πας άνθρωπος τω πλησίον υποτάσσεσθαι δια τον Θεόν». Ο επίλογος αυτού του θριάμβου είναι το απόφθεγμα «απολύσαι την γνώσιν μου τω αγνοούντι και το θέλημά μου τω άφρονι». Τότε με τη βοήθεια της Χάρης «επιγνώσομαι εαυτόν και κατανοήσω το βλάπτειν με», επειδή η Χάρη «ταπεινοίς δίδεται και υπερηφάνοις αντιτάσσεται» (Α Πέτ. ε, 5).
Στην ψυχή του φιλόνικου επικρατεί κάθε πονηρό πάθος και νόημα. Στην αυτοπεποίθηση λαμβάνει μέρος και θέση ο εχθρός, γιατί βρίσκει ιδιότητες του δικού του αυταρχισμού. «Συνήθισε», λένε οι Πατέρες, «τη γλώσσα σου να λέει σνγχώρησον και θα αποκτήσεις την ταπείνωση». Εκεί που άρχισε να επικρατεί η εκκοπή του θελήματος, σημαίνει ότι άρχισε ο νους να αισθάνεται την παρουσία των αρετών. Εκεί όμως, που επικρατεί το θέλημα, υπάρχει αγνωσία και ο άνθρωπος δεν γνώρισε την αρχή της μετάνοιας.
Ας φροντίσουμε να αφήνουμε αμέσως την ιδιορρυθμία και το θέλημά μας, γιατί αυτά καταστρέφουν τα θεμέλια της ενάρετης ζωής και του ενάρετου φρονήματος. Η απλότητα και ευθύτητα του φρονήματος καταργεί τελείως το θέλημα και η πραότητα, που ακολουθεί, καταργεί τη φιλονικία, που είναι ολοκληρωτική φθορά της πνευματικής ζωής. Το πάθος της φιλονικίας, που παράγεται από το δικαίωμα και τυφλώνει τον άνθρωπο, προφασίζεται ότι φροντίζει για τις αρετές και τη δικαιοσύνη. Τότε η κατάσταση είναι ανίατη, με αποτέλεσμα να αφανιστεί κάθε υγιής βάση, που οικοδόμησε η προηγούμενη προσεκτική ζωή. Κατά την κρίση των Πατέρων μας, στην ψυχή όποιου υποκύπτει σ αυτό το καταστρεπτικό πάθος, κατοικούν όσα ο Θεός μισεί και αποστρέφεται. Η εκκοπή του θελήματος ενώνει και είιρηνεύει όλες τις αρετές μεταξύ τους. Κάνει το ηγεμονικό ατάραχο. Αυτό απαιτεί ο Θεός από τον άνθρωπο για να τον οδηγήσει στην ελευθερία και ανάσταση. Απαραίτητη είναι η προσοχή μας στα αίτια, που προκαλούν τη φιλονικία και τις παρεξηγήσεις. Ποια είναι αυτά; Η πολυλογία, το να μεταφέρει κανείς λόγια από τον ένα στον άλλο, η παρρησία, η διγλωσσία, η επιμονή στην άποψή μας, η υποκρισία και γενικά κάθε τι που δεν είναι συμπάθεια και αγάπη, η οποία τα πάντα « στέγει» και ανέχεται. Απαράβατος όρος και καθήκον στους κοινοβιάτες μοναχούς είναι να βλέπουν όλους τους αδελφούς ίσους και να προσέχουν το στόμα και τα μάτια. Αν φυλάσσεται αυτός ο κανόνας, η Χάρη φωτίζει το νου του μοναχού και δεν ταράζεται ή θλίβεται αν κάτι που ζήτησε δεν του δόθηκε ή σε κάτι τον λύπησαν ή περιφρόνησαν. Η δύναμη της πίστης, που γεννιέται από την υπακοή και την ταπείνωση, τον πληροφορεί ότι η δικαιοσύνη του Θεού διοικεί και επιτρέπει τα πάντα και δεν μετρά με ανθρώπινα κριτήρια.
Οι Πατέρες μας πληροφορούν ότι καμμιά θλίψη δεν έρχεται στους ανθρώπους παρά από το Θεό, για δοκιμή ή για τις αμαρτίες τους. Όποιος σκέφτεται διαφορετικά δεν πιστεύει ότι ο Θεός είναι δίκαιος κριτής. Εκείνος που αντιστέκεται στις θλίψεις που έρχονται αντιμάχεται την προσταγή του Θεού έχοντας αγνωσία. Μόνο όποιος τις δέχεται με αληθινή γνώση, κατά τη Γραφή, υπομένει τον Κύριο. «Όταν έλθει πειρασμός», λένε οι Πατέρες, « να μη ζητάς το γιατί ή από ποιον ήλθε, αλλά πως θα τον υπομείνεις ευχάριστα και χωρίς μνησικακία».
Πάλι σας τονίζω την απαιτούμενη αυταπάρνηση, ως το απαραίτητο θεμέλιο της οικοδομής της πνευματικής ζωής, που είναιι ο σκοπός και το καθήκον μας, και μη γογγύζετε για την επίμονη αυτή σύσταση. Αλλος δρόμος προκοπής και επιτυχίας δεν υπάρχει, όταν η αυταρέσκεια και φιλαρέσκεια επικρατήσουν.
Τα φαινομενικά μικρά λάθη δεν είναι μικρά, αφού επικρατούν βάσει μιας εκλογής και προτίμησης. Όποιος καταφρονεί τα μικρά λάθη «κατά μικρόν πεσείται» . Αλλά μήπως δεν κρίνεται και απ αυτά ολόκληρος ο άνθρωπος; «Ο πιστός εν ελαχίστω, και εν πολλώ πιστός εστι» (Λουκ. ιστ, 10) και αντιθέτως.
Εάν ο Κύριος λέει ότι είμαστε το «άλας της γης» και το «φώς του κόσμου», επιτρέπονται εδώ οι παραλείψεις; Τότε δεν θα ακούσουμε την καταδίκη του παραβάτη, «ουαί δι ου το σκάνδαλον έρχεται» (Ματ. ιη, 7);
Δεν τα αρνηθήκαμε όλα, αδελφοί μου, μετά την πρόσκληση του Κυρίου, για να σηκώσουμε το σταυρό του και να τον ακολουθήσουμε; Αυτός δεν προπορεύεται και τον ακολουθούν τα νέφη των αγίων στον αιματηρό στίβο της ομολογίας τους; Γιατί ξεχνούμε τις υποσχέσεις μας και προκαλούμε την πικρία και αποθάρρυνση των πιστών; Η παραμικρή αμέλεια γεννά την κακή συνήθεια και η καταραμένη αναισθησία κυριαρχεί στην πρόθεση. Που θα βρεθούν μετά δάκρυα για την αποθεραπεία;
Οι άνθρωποι μέσα στην κοινωνία τηρούν τους νόμους, γιατί φοβούνται την απειλή της ποινής από την εξουσία που κυβερνά. Η ενθύμηση αυτή είναι φραγμός για να μην παρανομούν. Σε μας δεν είναι αρκετή η πληροφορία, ότι η αποτυχία μας δεν θα αναφέρεται σε ύλες και αξίες της ματαιότητας, αλλά θα είναι έκπτωση από το Θεό και τη βασιλεία του και άρα την αιώνια ζωή;
Μην αμελούμε την ακρίβεια του προγράμματός μας, επειδή αυτές οι παραλείψεις είναι η είσοδος των πειρασμών και η άμβλυνση του ζήλου, που σηκώνει το βάρος του φιλόπονου βιώματος. «Τι ανταποδώσωμεν τω Κυρίω περί πάντων ων ανταπέδωκεν ημίν»; Δεν αρκεί ότι μας τράβηξε στην επίγνωσή του και μας κατέταξε στη μερίδα του κλήρου των αγίων; Τι ζητά τώρα από μας για να μας κάνει μετόχους της αγάπης και της βασιλείας του, που μας φαίνεται δύσκολο και ακατόρθωτο;
Μας έδειξε έμπρακτα με την παρουσία του την απάρνηση των συστημάτων του παλαιού ανθρώπου και την υποταγή στο θείο θέλημα, που το εφάρμοσε ο ίδιος, και μας προκαλεί σε μίμηση. Δεν μας συγκινούν τα παραδείγματα των εκατομμυρίων ηρώων της πίστης, που φάνηκαν συνεπείς και υπήκοοι σε ό,τι αυτός « ήρξατο ποιείν τε και διδάσκειν» (Πράξ. α, 1); Εάν εφαρμόζουμε τον κανόνα της φιλαδελφίας και αλληλεγγύης και την ειρηνική και αρμονική ζωή, παραμένει μαζί μας η θεία Χάρη και με αυτήν τα κατορθώνούμε όλα.
Τι θα μας ωφελήσει η αντιλογία, η παρακοή, το θέλημα, που μας αφαιρούν την ειρήνη και ανάπαυση, μέσα απαραίτητα για τη νηφαλιότητα, που επιβάλλεται στην πάλη του αόρατου πολέμου; Ο Κύριός μας εκφράζοντας την πατρική του στοργή μας ικετεύει! «Μείνατε εν εμοί καγώ εν υμίν» (Ιω. ιε, 4). Το ότι δεν μας απειλεί, το ότι δεν μας επιτιμά για την τόση αδιαφορία και ενοχή μας, αλλά μας παρακαλεί να παραμείνουμε μαζί του, και εδώ και στην αιωνιότητα, αυτό δεν συγκλονίζει την αναίσθητη ψυχή μας; Δεν παραμένουμε μαζί του, παρά μόνο με την τήρηση των θείων εντολών, που « βαρείαι ουκ εισί» (Α Ί ω. ε, 3), όπως μας αποδεικνύει. Για ποια τήρηση όμως των εντολών μιλάμε, όταν επικρατεί αδιαφορία;
Μην αμελούμε, αδελφοί μου, μη νυστάζουμε, αλλά ας τρέξουμε «ίνα καταλάβωμεν εφ ω και κατελήφθημεν» από τον Κύριό μας, που μας ενθαρρύνει λέγοντας ότι «όπου ειμί εγώ, εκεί και ο διάκονος ο εμός έσται» (Ιω. ιβ, 26). Εάν « δούλον Κυρίου ου δει μάχεσθαι» (Β Τιμ. β, 24), τότε γιατί υπάρχουν αντιλογίες, γογγυσμοί, μεμψιμοιρίες και πείσματα; Δεν σημαίνει αυτό ότι υποδουλώθηκε το νοερό μας εργαστήριο, και όχι « εν τω νότω» μας, αλλά μπροστά μας «τεκταίνουν οι αμαρτωλοί» (πρβλ. Ψαλμ. ρκη, 3) και πονηροί δαίμονες, αφού τους παραδώσαμε και τα όπλα και τη μάχη;
Δεν δεχόμαστε πληγές στα νώτα ως λιποτάκτες, αλλά ως νόμιμοι μαχητές παραμένουμε ανυποχώρητοι. Αν και κάποτε συμβαίνει να γλιστρούμε, για την απειρία μας ή την αδυναμία μας, δεν εγκαταλείπουμε τη μάχη, δεν αρνούμαστε την πάλη, δεν χάνουμε το θάρρος μας, γιατί «μείζων εστί ο εν ημίν» παρά ο διάβολος, που μας πολεμά. Ας μην ξεχνούμε τα λόγια, που αναπέμπουμε με προθυμία στην προσευχή μας: « Γνώτε έθνη και ηττάσθε... εάν γάρ πάλιν ισχύσητε, πάλιν ηττηθήσεσθε ότι μεθ ημών ο Θεός» (Ησ. η, 9 10).
Δεν μας πληροφορεί ο Κύριος με την απόλυτη πατρική στοργή του, ότι «ιδού εγώ μεθ υμών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» (Ματ. κη, 20); Σε ποιό υγιή νου ή νηφάλια καρδιά μπορεί να πλησιάσει αποθάρρυνση ή δειλία, όταν αυτούς που ελκύει κοντά του εκ των προτέρων τους διαβεβαιώνει, ότι είναι και θα μένει διαρκώς μαζί τους; Σας υπενθύμισα σπουδαία στοιχεία της παναγάπης του σωτήρα μας, για να μη λυγίζετε λόγω απειρίας στις αλλοιώσεις, που περιέχει η σταυροφόρα ζωή μας, για να μην τρομάζετε και ανακόπτετε την προς τα εμπρός πορεία σας.
Δεν είμαστε ούτε οι πρώτοι, ούτε οι μόνοι στη χριστοφόρα πορεία μας. Μαζί μας συμπορεύονται προφήτες, απόστολοι, διδάσκαλοι, μάρτυρες, ομολογητές και η αναρίθμητη πορεία των Πατέρων μας, που συμπαρίστανται και συμμαχούν αόρατα στην πρακτική μας ομολογία. Η γλυκύτατή μας Δέσποινα Θεοτόκος, ως κοινή μητέρα και κουροτρόφος της παρθενικής μας ζωής, ποτέ δεν μας αφήνει και πολλές φορές αισθητά μας πληροφορεί ότι μας συμπαρίσταται. Τα πανάγια λείψανα των αγίων μας, οι αγιασμένες μορφές και εικόνες τους, οι πνευματοφόρες βιογραφίες και διδαχές τους, δεν είναι εγγύηση και τον δικού μας θριάμβου; Αφού «δίκαιοι εις τον αιώνα ζώσι και εν Κυρίω ο μισθός αυτών» (Σοφ. Σολ. ε, 15), άρα και η πρεσβεία τους για μας είναι αιώνια.
Εάν ο Κύριός μας «ώμοσε καθ εαυτού ότι ου θελήσει τον θάνατον του ανόμου» (Αμώς στ, 8, Εζεκ. ιη, 21), πόσο θα ορκιστεί για μας, που τον επικαλούμαστε και κατά δύναμη τον ακολουθούμε και «ως οφθαλμοί δούλων εις χείρας του κυρίου αυτών» (Ψαλμ. ρκβ, 2) μέρα και νύκτα περιμένουμε και αδιάλειπτα κτυπούμε τη θύρα τον ελέους του; Πιστεύουμε απόλυτα ότι «εν τάχει ποιήσει την εκδίκησιν ημών» (πρβλ. Λούκ. ιη, 8) και θα μας σώσει στην αιώνια βασιλεία του. Γένοιτο. Αμήν.
ΚΑΤΗΧΗΣΗ 36η
Το «υποπίπτον φρόνημα»
Αδελφοί και πατέρες, η επανάληψη είναι μητέρα της μάθησης, λένε οι σοφοί του κόσμου, και αυτό ισχύει και για τις δικές μας προσπάθειες. Η επανάληψη δεν είναι μόνο ωφέλιμη αλλά και αναγκαία, γιατί η φύση μας μετά την πτώση έχασε τη σταθερότητά της, δέχεται συνεχώς επιδράσεις από το περιβάλλον και η λήθη αμβλύνει και καλύπτει την προσπάθειά μας.
Θα υπενθυμίσουμε την παναρετή του ταπεινού φρονήματος, τόσο για τη δική μας ανάγκη, όσο και γιατί οι Πατέρες επιμένουν ανυποχώρητα σ αυτήν την ασχολία, για όσους θέλουν να προκόψουν. Κοιτάζοντας τον εαυτό μου λέω: «Πόθεν άρξομαι θρηνείν τας του αθλίου μου βίου πράξεις; ποίαν απαρχήν επιθήσω Χριστέ τη νυν θρηνωδία; αλλ ως εύσπλαγχνός μοι δος παραπτωμάτων άφεσιν!».
Το σύνολο της πατερικής διδασκαλίας, για την αυτογνωσία και ταπείνωση, περιλαμβάνεται στον όρο «υποπίπτον φρόνημα». Οι συμβουλές και τα αποφθέγματα ειδικά για το «υποπίπτον» και ταπεινό φρόνημα είναι πολλά. Θα σημειώσουμε όσα ειδικά αναφέρονταιι στο δικό μας σκοπό. Τα σπουδαιότερα όλων είναι τα του Κυρίου μας: «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστιν η βασιλεία των ουρανών» (Ματ. ε, 3), « ος εάν θέλη εν υμίν μέγας γενέσθαι, έσται υμών διάκονος» (Ματ. κ, 26), «εγώ δε ειμι εν μέσω υμών ως ο διακονών» (Λουκ. κ6, 27) και το «ει ουν εγώ ένιψα υμών τους πόδας, ο Κύριος και ο Διδάσκαλος, και υμείς οφείλετε αλλήλων νίπτειν τους πόδας, υπόδειγμα γαρ δέδωκα υμίν, ίνα καθώς εγώ εποίησα υμίν, και υμείς ποιήτε» (Ιω. ιγ, 14, 15).
Την περιεκτική έννοια των εντολών του Κυρίου μας, για το «υποπίπτον φρόνιμα» συμπληρώνουν κατάλληλα και οι πνευματοφόροι Πατέρες μας, ο καθένας με το δικό του τρόπο και ανάλογα με την περίσταση, πάντως όμως, επιδιώκοντας τον ίδιο ακριβώς σκοπό.
Ο αββάς Σισώης, από τους κορυφαίους Πατέρες της παράδοσής μας, λέει το εξής αξιοσημείωτο απόφθεγμα: «Ο κατέχων το αψήφιστον εν γνώσει, επιτελεί πάσαν την Γραφήν». Τι είναι το «αψήφιστον», παρά το να μην υπολογίζει κάποιος τον εαυτό του ότι είναι κάτι, ή, κατά το λόγο του Κυρίου μας, το να αισθάνεται ότι είναι «πάντων έσχατος» και «υπό κάτω πάντων»; Όταν ρώτησαν τον ίδιο Γέροντα, αν είναι καλό να παραμένει συνεχώς η μνήμη του Θεού στο νου μας, αυτός απάντησε ότι αυτό δεν είναι τόσο μεγάλο. Μεγάλο είναι να βλέπεις τον εαυτό σου κάτω απ όλη την κτίση.
Ο λύχνος αυτός της διάκρισης, όταν ρωτήθηκε για να υποδείξει πρακτικό τρόπο σωτηρίας, αποκρίθηκε: «Η ταπείνωση είναι το μέσο που φέρνει την ελευθερία και την προκοπή. Αυτήν την προκαλούν η εγκράτεια, ο κόπος, η συνεχής προσευχή και, το σπουδαιότερο, το να αισθανόμαστε ότι είμαστε κάτω από κάθε άνθρωπο».
Όταν ρωτήθηκε ο διάβολος, από το Μέγα Μακάριο, ποιο έργο ή αρετή φοβούνται περισσότερο οι δαίμονες, είπε την αλήθεια, ο ψεύτης, ότι μόνο η ταπείνωση τον νικά και τον καταργεί τελείως. Οι Πατέρες μας συνιστούν το «υποπίπτον φρόνημα» για την απόκτηση της ταπείνωσης.
Δείγμα προηγμένης ταπείνωσης είναι το να συγχωρήσεις εκείνον που σε έβλαψε ή σε ενόχλησε, πριν το ζητήσει ο ίδιος. Το σπουδαιότερο και θετικώτερο απόφθεγμα των Πατέρων μας είναι αυτό: «Πάρε το σφάλμα επάνω σου και περίμενε πειρασμό μέχρι την τελευταία σου αναπνοή». Πράγματι όποιος, με τη Χάρη του Χριστού, εφάρμοσε στον εαυτό του αυτό το πρόγραμμα, έφθασε στο λιμάνι της κατάπαυσης και της ειρήνης, όπου οι υιοί του Θεού κληρονομούν και βασιλεύουν.
Πάλι λένε οι Πατέρες: Όπως αρχή της καρποφορίας είναι το άνθος, έτσι αρχή της μακάριας ταπείνωσης είναι η υποταγή στον Κύριο. Όποιος την κατόρθωσε γίνεται σ όλα υπάκουος, ευπειθής, επιεικής και όλους τους τιμά και τους σέβεται. Όποιος έχει «υποπίπτον φρόνιμα» και απ αυτό ταπείνωση, δεν έχει γλώσσα να ελέγξει κάποιον που είναι αμελής. Κανένα δεν περιφρονεί, δεν προσέχει τα ελαττώματα των άλλων, ούτε ακούει όσα δεν ωφελούν την ψυχή του.
Λένε πάλι οι Πατέρες: «Αδελφέ, συνήθισε τη γλώσσα σου να λέει συγγνώμη και θα αποκτήσεις την ταπείνωση. Αυτή θα σε σκεπάσει από τις συμβατικές επιφορές, (ακούσιες θλίψεις που στέλλει ο Θεός), που προκαλούν τα καθημερινά σου λάθη. Μην ακηδιάσεις στην κακοπάθεια, γιατί ο κόπος, η φτώχεια, η ξενιτεία, η υπομονή σ αυτά και η σιωπή, γεννούν την ταπείνωση και αυτή σβήνει όλες τις αμαρτίες». Όσο ο άνθρωπος αμελεί τη σωτηρία του, φθάνει και στην πλάνη να φαντάζεται ότι είναι φίλος του Θεού. Εάν όμως με την καλή προσπάθεια ελευθερωθεί από τα πάθη του, ντρέπεται να κοιτάξει τον ουρανό, γιατί τίποτε από όσα ανήκουν σ αυτόν δεν κατόρθωσε.
Το να προσέχει κάποιος να μην πληγώσει τη συνείδηση του πλησίον, είναι δείγμα ότι έφθασε στην ταπείνωση. Αυτή φέρνει τη διάκριση, η οποία ως στάθμη ακρίβειας ξεχωρίζει τα πάθη και γίνεται «λύχνος τοις ποσί και φως ταις τρίβοις του» (Ψαλμ. ριη,105). Για να φτάσει όμως σ αυτήν την καρποφορία προηγείται η καλλιέργεια αυτού τον μέτρου. Με συντομία αναφερόμαστε σ αυτήν την προσπάθεια. Πρώτα είναι η αποχή από κάθε τι ξένο προς το δικό μας σκοπό. Η ησυχία αυτή γεννά την άσκηση. Η άσκηση γεννά την κατάνύξη και τα δάκρυα. Αυτά γεννούν το θείο φόβο. Ο θείος φόβος φέρνει την ταπείνωση. Αυτή φέρνει τη διάκριση. Τότε αρχίζει το «υπέρ φύσιν» των αισθητών, η προ όραση. Αυτή φέρνει την αγάπη, με την οποία ο άνθρωπος αισθάνεται την είσοδο στις θείες επαγγελίες, όπου με εξουσία εισέρχονται οι υιοί του Θεού.
Με προσοχή προβάλαμε από την πατερική μας παράδοση κατάλληλα χωρία και υποδείξεις για όσα συνεχώς και εμείς οι ταπεινοί υποδεικνύουμε. Ετσι διαπιστώνετε ότι δεν διδάσκουμε τίποτε δικό μας ή ξένες σκέψεις και συμβουλές άλλων. Τιμώντας τους Πατέρες μας με την υπακοή προς αυτούς, και φυλάσσοντας τις δικές τους συμβουλές, τους έχουμε πρέσβεις και ικέτες προς τον Κύριο.
Οι Πατέρες μας με το ζήλο, την υπακοή και την αυταπάρνησή τους, πήραν από τη Χάρη πύρινα φτερά και πέταξαν προς τον Κυριο που τους κάλεσε. Εμείς όμως έχουμε ασθενικά και αδύνατα και με κόπο, κλαυθμό και ταπείνωση θα περάσουμε απέναντι, γιατί ασθένησε η πρόθεση και η προσπάθειά μας. Εάν φροντίζουμε για την ταπείνωση και όσα τη συνιστούν, δεν θα πέσουμε στις συμβατικές επιφορές, που είναι οι τιμωρίες του Θεού, άγνωστες σε μας, για τις παραλείψεις και τα λάθη μας. Μην ξεχνούμε ότι «πάσα παράβασις και παρακοή λαμβάνει ένδικον μισθαποδοσίαν» (Εβρ. β, 2) και ειδικά όσες η καταραμένη οίηση μας προκαλεί. Η αφορμή, που μας τυραννούν οι ποικίλοι πειρασμοί, δεν είναι η φαντασία και έπαρσή μας; Το παράδειγμα του Παύλου είναι αρκετό. «Εδόθη μοι» , λέει, « σκόλοψ τη σαρκί, άγγελος σατάν ίνα με κολαφίζη ίνα μη υπεραίρωμαι» (Β Κορ. ιβ, 7). Εάν στον μεγαλύτερο των αγίων «εδόθη σκόλοψ», για να μην υπερηφανεύεται, πόσοι πρέπει να δοθούν σε μας που κοιμόμαστε και αδιαφορούμε;
Για τους πειρασμους του, λοιπόν, είναι υπαίτιος ο καθένας και όχι ο δικαιοκρίτης Θεός, που εφαρμόζει το δίκαιο σ όλη την κτίση κατά τον ίδιο τρόπο. Γι αυτό το θέμα γράφει ο Παύλος: «Ει γαρ εαυτούς διεκρίνομεν, ουκ αν εκρινόμεθα. Κρινόμενοι δε υπό του Κυρίου παιδευόμεθα, ίνα μη συν τω κόσμω κατακριθώμεν» (Β Κορ. ια, 31). Όλη αυτήν τη χρεοκοπία προκαλεί η απουσία της ταπείνωσης.
Μεγάλο κατόρθωμα είναι να γνωρίζει κανείς επαρκώς το μέτρο της ασθένειας και αδυναμίας του. Όποιος το κατόρθωσε, έφτασε στην ταπείνωση, αλλά και την κατά το δυνατό επίγνωση του Θεού. Σ αυτόν πλησιάζουν τα θεία χαρίσματα. Προηγείται πάντως η ταπείνωση, της Χάρης, όπως και του πειρασμού προτρέχει η οίηση. Εμείς, ας γίνουμε και ας μείνουμε προσεκτικοί, κρατώντας το «υποπίπτον φρόνημα», «ανεχόμενοι αλλήλων» (Εφ. δ, 2) και η σκιά της ταπείνωσης θα μας καλύψει από την πίκρα των πειρασμών, και ζήλο και αυταπάρνηση θα μας προκαλεί, ώστε να συμπληρώνονμε τους άλλους, παρά να ταρασσόμαστε και να κατηγορούμε ο ένας τον άλλο στους πειρασμους που συμβαίνονν.
Ας μη λείπει από το στόμα και το νου το πανάγιο όνομα του Κυρίου μας. Είναι αδύνατο ο πανάγαθος να παραβλέψει την επίκλησή μας, αφού αν και τον αγνοούσαμε, μας οδήγησε πίσω του και παραμένει μαζί μας, ανεχόμενος την ταλαιπωρία μας. Συνεπείς στην ιερή μας παράδοση, με προσοχή συνεχίζουμε την καλή ομολογία της αυταπάρνησης και φιλοπονίας, με τις οποίες εξορίζουμε τη μητέρα του θανάτου ηδονή, συνεχώς «τα μεν οπίσω επιλανθανόμενοι τοις δε έμπροσθεν επεκτεινόμενοι» (Φιλ. γ, 13).
Ποια σχέση έχουμε εμείς με το μάταιο αυτό κόσμο, από τον οποίο ο Κύριος μας απομάκρυνε; «Υμείς εκ του κόσμου ουκ εστέ, αλλ εγώ εξελεξάμην υμάς εκ του κόσμου» (Ιω. ιε, 16, 19) και «έθηκα υμάς ίνα υμείς υπάγητε και καρπού φέρητε και ο καρπός υμών μένη» (Ιω. ιε, 16). Ο καρπός, που ο Κύριός μας απαιτεί, είναι το πλήρωμα της αλληλεγγύης και όλη η συμπεριφορά της ανεκτικότητας και αγάπης, αφού αυτός μας δίδαξε «ότι έγώ ειμι εν μέσω υμών ως ο διακονών» (Λούκ. κ6, 27).
Ανέφερα προηγουμένως την ομολογία μας. Και ασφαλώς ομολογία είναι η καλή μας συμπεριφορά, με την αντίσταση κατά των παθών και όλου του αντιστρατευόμενου νόμου, που χαρακτηρίζουν τον παλαιό άνθρωπο. Ομολογία δεν είναι όταν «βαστάζομεν τα ασθενήματα των αδύνάτων» (πρόλ. Ρωμ. ιε, 1) ανακουφίζοντας τους γέροντες και τους ασθενείς; Όταν διακονούμε τους πολυπληθείς προσκυνητές, που στους άστατους καιρούς μας αυξάνονται και απαιτούν από μας να μάθουν, αν και σήμερα είναι δυνατή η εφαρμογή της ευαγγελικής μας παράδοσης; Σε ποιους απευθύνεται ο Κύριος λέγοντας «υμείς εστέ το άλας της γης» (Ματ. ε, 13) και «το φως του κόσμου» (Ματ. ε, 14), παρά σε μας, που μας οδήγησε στην επίγνωση του πανάγιου θελήματός του και μας κατέταξε στη μερίδα του κλήρου των αγίων του;
Δεν έχουμε πείρα της παναγαθότητας και της ενυσπλαγχνίας του και των τόσων δωρεών, που μας καταξίωσε, ειδικά στη νέα μας ζωή; Με τη Χάρη του και με τη δύναμη της πίστης, απαρνηθήκαμε την κοσμική ματαιότητα, και «καταπαίζομεν σεισμού πυρφόρου», της σατανικής λύσσας, που μέρα νύκτα αναμοχλεύει τα συστήματα και το νόμο του παράλογου, για να μας κάνει να προδώσουμε την επαγγελία του βαπτίσματος, αλλά και του δικού μας σχήματος.
Αν και από τους ασχέτους θεωρούμαστε «ως περικαθάρματα του κόσμου» (Α Κορ. δ, 13), «ημείς εσμεν οι διαμεμενηκότες μετ αυτού εν τοις πειρασμοίς του» (πρβλ. Λουκ. κβ, 28). Ο Κύριος υπόσχεται, σε όσους συνεχίσουν αγόγγυστα το δρόμο της αρετής, να διαθέσει «τράπεζαν εν τη βασιλεία του» (πρβλ. Λουκ. κβ, 29, 30), ως σε φίλους και όχι ως σε δούλους.
Ας έχουμε, τιμιώτατοι αδελφοί, «τας οσφύας περιεζωσμένας και τους λύχνους καιομένους» (πρβλ. Λουκ. ιβ, 35), ως φρόνιμοι οικονόμοι και όχι ως μισθωτοί, ώστε όταν μας καλέσει στις ποικίλες περιστάσεις το καθήκον, να βρεθούμε έτοιμοι και πρόθυμοι. Η υποταγή και υπακοή να έχουν την πρώτη θέση. Η προθυμία, το «υποπίπτον φρόνημα» η σιωπή και προσευχή, το αγόγγυστο, το πράο και το ιλαρό να δεσπόζουν στη ζωή μας και γενικα να είναι «τα πάντα και εν πάσι Χριστός» (Κολ. γ, 11). «Αλλήλων τα βάρη βαστάζοντες» (Γαλ. στ, 2), ανεχόμενοι αλλήλους εν σπλάγχνοις Χριστού, ώστε να είναι γνωστό «το επιεικές ημών πάσιν ανθρώποις» (πρβλ. Φιλ. δ, 5), αληθινά αντίτυπα των Πατέρων μας, που κέρδισαν τον αγιασμό.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου