Αγίου Γρηγορίου Επισκόπου Νύσσης
Λόγος περί ψυχής και Αναστάσεως
Τά λεγόμενα Μακρίνια
Μετάφραση Αρχιμ. Δωρόθεος Πάπαρης
«Και πώς, ρώτησα, η πίστη στο Θεό αποδεικνύει ταυτόχρονα και την ύπαρξη της ανθρώπινης ψυχής; Διότι η ψυχή δεν είναι κάτι το ίδιο με το Θεό ώστε, εάν ομολογηθεί ότι υπάρχει το ένα, να παραδεχτούμε οπωσδήποτε ότι υπάρχει και το άλλο». Εκείνη τότε μου απάντησε: «Λένε οι σοφοί ότι ο άνθρωπος είναι ένας μικρόκοσμος καθώς περιέχει μέσα του στοιχεία από τα οποία αποτελούνται τα όντα. Αν ο λόγος αυτός, όπως φαίνεται, είναι αληθινός, τότε δεν θα χρειαζόμασταν καμμιά επιπλέον απόδειξη για να βεβαιώσουμε αυτό που πιστεύουμε για την ψυχή. »Πιστεύουμε ότι η ψυχή υπάρχει καθ’ εαυτή με φύση ιδιαίτερη και διαφορετική από την παχύτητα του σώματος. Διότι, όπως αντιλαμβανόμαστε όλο τον κόσμο με τις αισθήσεις, με την ίδια την ενέργεια των αισθητηρίων οδηγούμαστε στη γνώση της υπεραισθητής και νοητής πραγματικότητας· τότε γίνεται το μάτι μας ερμηνευτής της παντοδύναμης σοφίας (του Θεού), την οποία θεωρούμε στο κάθε ον και η οποία μας φανερώνει Εκείνον που συγκρατεί το σύμπαν. Με τον ίδιο τρόπο κι εμείς, βλέποντας τον εσωτερικό μας κόσμο, δεν έχουμε και λίγες αφορμές να στοχαστούμε μέσα από τα φαινόμενα αυτό που κρύβεται από πίσω. Και κρύβεται εκείνο το οποίο, όντας από τον εαυτό του νοητό και αόρατο, ξεφεύγει από την κατανόηση των αισθήσεων».
Είπα κι εγώ: «Σίγουρα είναι δυνατόν να δεχθούμε με το συλλογισμό τη σοφία που ξεπερνά κάθε ον, με τη θεωρία των σοφών και καλλιτεχνικών ιδιοτήτων που υπάρχουν στη φύση των όντων και αποτελεί την αρμονική διακόσμησή τους. Ποιά όμως γνώση της ψυχής είναι δυνατόν να προέλθει από τις σωματικές ιδιότητες σ’ αυτούς που ψάχνουν να βρουν τι κρύβεται πίσω από τα φαινόμενα;». «Βέβαια, λέει η παρθένα, για εκείνους που, σύμφωνα με το σοφό παράγγελμα, επιθυμούν να γνωρίσουν τον εαυτό τους, η ίδια η ψυχή γίνεται δασκάλα για τα ζητήματα της ψυχής· διότι, ενώ είναι άϋλη και ασώματη, ενεργεί και κινείται ανάλογα στη φύση της και με τα όργανα του σώματος μαρτυρεί τις κινήσεις της. »Η κατασκευή αυτή των οργάνων του σώματος διατηρείται το ίδιο και σ’ αυτούς που έχουν ήδη πεθάνει· μένει όμως ακίνητη και ανενέργητη, διότι δεν υπάρχει μέσα της η δύναμη της ψυχής. Τότε μόνον κινείται, όταν υπάρχουν οι αισθήσεις στα σωματικά όργανα και μέσω των αισθήσεων διαπερνά η νοητική δύναμη (της ψυχής) με την ορμή της και κινεί τις σωματικές αισθήσεις εκεί που θέλει». «Τί, λοιπόν, είναι η ψυχή; ρώτησα. Είναι δυνατόν με κάποια λόγια να περιγραφεί η φύση της, ώστε να μπορούμε με τον λεκτικό ορισμό ν’ αντιληφθούμε τί είναι;». Και η δασκάλα απάντησε: «Προσπάθησαν πολλοί, με διαφορετικό τρόπο ο καθένας, σύμφωνα με την αντίληψη τους, να ορίσουν τον ορισμό της· ο δικός μας ορισμός γι’ αυτήν είναι ο εξής:
Η ψυχή είναι κτιστή ουσία, ζώσα, νοερή που μεταδίδει από μόνη της στα όργανα και τις αισθήσεις του σώματος δύναμη ζωής και αντίληψη των αισθητών, έως εκεί που φτάνει η συνεκτική φύση τους». Και ενώ έλεγε αυτά, δείχνει με το χέρι το γιατρό που καθόταν δίπλα της για τη τη θεραπεία του σώματός της και είπε: «Η απόδειξη των όσων λέμε είναι μπροστά μας. Πές μου, πώς αυτός (ο γιατρός) ακουμπώντας με τα δάχτυλα την αρτηρία, ακούει κατά κάποιο τρόπο με την αίσθηση της αφής τον οργανισμό να του φωνάζει και να του διηγείται τις ασθένειές του; Να διηγείται δηλαδή ότι η αρρώστια βρίσκεται σε έξαρση στο σώμα και ξεκίνησε από το τάδε σπλάγχνο και για τόσο καιρό θα παραταθεί η κρίση του πυρετού; »Εξίσου μ’ αυτά ο γιατρός διδάσκεται και από το μάτι, παρατηρώντας από τη μια το σχήμα της κατακλίσεώς του κι από την άλλη την αδυναμία του σώματος. Παρατηρεί την εσωτερική κατάσταση του σώματος, το είδος του χρώματός του, αν αν είναι ωχρό ή πρασινωπό, και το βλέμμα των οφθαλμών, που αυτόματα φανερώνει τη λύπη και τον πόνο. Αλλά και η ακοή διδάσκει το γιατρό για παρόμοια πράγματα· κάνει διάγνωση της νόσου με την πυκνότητα της αναπνοής και με το στεναγμό που βγαίνει ταυτόχρονα μ’ αυτήν. Θα έλεγε μάλιστα κανείς ότι ούτε η όσφρηση του επιστήμονα μένει αχρησιμοποίητη στη διάγνωση της ασθένειας· με την ποιότητα της αναπνοής βρίσκει την αρρώστεια που κρύβεται στα σπλάγχνα του σώματος. »Άρα, λοιπόν, αν δεν ήταν παρούσα σε κάθε αισθητήριο μια δύναμη νοητική, τί θα μπορούσε να μας διδάξει από μόνο του το χέρι, αφού δεν θα καθοδηγούσε η νόηση την αφή στη γνώση του υποκειμένου; Σε τί, επίσης, θα συνέβαλε στη γνώση του ζητουμένου η ακοή, εφόσον ήταν ξέχωρα από τη νόηση, ή το μάτι ή η μύτη ή κάποια άλλη αίσθηση, εάν η καθεμιά ενεργούσε από μόνη της; Αλλά, το πιο αληθινό είναι εκείνο το οποίο αναφέρουν ότι είπε κάποιος από τους μορφωμένους της κοσμικής (έξω, θύραθεν) παιδείας· ότι, δηλαδή, ο νους είναι εκείνος που βλέπει και ακούει. »Και εάν κανείς δεν δεχόταν ότι αυτό είναι αλήθεια, πές μου, πώς εσύ, βλέποντας τον ήλιο, όπως σου έμαθε να τον βλέπεις ο δάσκαλός σου, θα έλεγες ότι αυτός στο μέγεθος της περιφέρειάς του δεν είναι τόσο μεγάλος όσο νομίζουν οι πολλοί, αλλά ξεπερνά σε πολλαπλάσιο αριθμό το μέγεθος όλης της γης; Δεν ισχυρίζεσαι με αυτοπεποίθηση ότι έτσι είναι τα πράγματα, διότι μελέτησες με τη νόηση τα φαινομένα, την οποιαδήποτε κίνηση, τα χρονικά και τοπικά διαστήματα και τις αιτίες των εκλείψεων; »
Και όταν βλέπεις την έλλειψη ή το γέμισμα της σελήνης, διδάσκεσαι άλλες αλήθειες από τα φαινόμενα του σχήματος της σελήνης· ότι στη φύση της είναι είναι αφεγγής (ετερόφωτη) και περιφέρεται γύρω από τη γη· λάμπει με το φως που δέχεται από τις ακτίνες του ήλιου –όπως συμβαίνει με τους καθρέφτες που δέχονται πάνω τους τον ήλιο και δεν εκπέμπουν δικό τους φως, αλλ’ αντανακλούν προς τα πίσω το ηλιακό φως εξαιτίας τη λείας και στιλπνής επιφάνειάς τους. Αυτοί όμως που βλέπουν τα πράγματα χωρίς να τα εξετάσουν καλά, πιστεύουν ότι το φως προέρχεται από την ίδια τη σελήνη. »Αποδεικνύεται βέβαια ότι η σελήνη δεν έχει δικό της φως από το ότι, όταν βρίσκεται εκ διαμέτρου αντίθετα στον ήλιο, φωτίζεται σ’ όλο της τον κύκλο που βλέπουμε εμείς· επειδή όμως το διάστημα που περιφέρεται είναι μικρότερο, κάνει πιο γρήγορα τον κύκλο του εαυτού της, προτού ο ήλιος κάνει το δικό του μία φορά· έτσι περιτρέχει τον εαυτό της περισσότερο από δώδεκα φορές. »Γι’ αυτό συμβαίνει να μην είναι γεμάτη πάντα με φως η σελήνη· διότι η θέση της δεν διατηρείται συνεχώς απέναντι στον ήλιο λόγω της ταχείας περιστροφής της. Ενώ ο ήλιος κάνει πολύ χρόνο να περιστραφεί γύρω από τον εαυτό του, η σελήνη κάνει πολύ λίγο και περιστρέφεται πολλές φορές. Έτσι, όπως η θέση ακριβώς απέναντι από τον ήλιο, κάνει να φωτίζεται από τις ακτίνες του όλο το μέρος της σελήνης που βλέπουμε εμείς, έτσι και όταν βρίσκεται στα πλάγια του ήλιου, τότε το ημισφαίριο της σελήνης που βρίσκεται απέναντι από τον ήλιο δέχεται τις ακτίνες του, ενώ το στραμμένο σε μας αναγκαστικά βρίσκεται στη σκιά· η λαμπρότητα αφαιρείται από το μέρος εκείνο της σελήνης που δεν μπορεί να βλέπει προς τον ήλιο καί δίνεται σ’εκείνο το μέρος που είναι πάντα απέναντι από τον ήλιο· έως ότου η σελήνη περάσει κατευθείαν απέναντι στον ήλιο και δεχθεί τις ακτίνες του στο νότιο μέρος της, οπότε φωτίζεται το πάνω απ’ αυτό ημισφαίριο και γίνεται αόρατο το δικό μας, διότι από τη φύση του το δεύτερο είναι χωρίς φως. Το φαινόμενο αυτό λέγεται ολική μείωση του σώματος της σελήνης. Εάν πάλι περάσει τον ήλιο στη διαδρομή της κινήσεώς της και δεχθεί πλάγια τις ακτίνες του, τότε αυτό που πριν λίγο ήταν αφώτιστο αρχίζει να λάμπει, διότι οι ακτίνες πέφτουν από το φωτισμένο στο πρώην αφώτιστο μέρος της. »Βλέπεις πόσα πράγματα σου διδάσκει η όραση; Μόνη της δεν θα σου πρόσφερε τη γνώση όλων αυτών, εάν δεν υπήρχε κάτι που βλέπει με τα μάτια· αυτό χρησιμοποιεί τα δεδομένα των αισθήσεων σαν κάποιο οδηγό ώστε να να εισέλθει μ’ αυτά που βλέπει σ’ αυτά που δεν βλέπει.
Πρέπει ακόμη να προσθέσουμε τις γεωμετρικές μεθόδους, οι οποίες με τα φαινομενικά σχήματα μας οδηγούν στα υπεραισθητά· και πέρα απ’ αυτές μύρια άλλα, τα οποία αποδεικνύουν ότι με τις σωματικές μας ενέργειες κατανοούμε την κρυφή μέσα μας νοερή ουσία». «Τί, είπα εγώ, εάν όπως είναι κοινό στοιχείο στη φύση των αισθητών η ύλη αλλά και η διαφορά της ύλης σε κάθε είδος είναι μεγάλη εξαιτίας της ιδιαιτερότητας των χαρακτηριστικών του και η κίνησή τους παρουσιάζει αντιθέσεις, διότι άλλο πάει προς τα πάνω, άλλο πάλι πάει προς τα κάτω και το είδος τους δεν είναι το ίδιο και η ποιότητά τους διαφορετική, θα μπορούσε να πει κάποιος ότι η δύναμή τους είναι συσσωματωμένη σύμφωνα με το λόγο τους και ενεργεί τις νοητικές αυτές φαντασίες και κινήσεις από τη φυσική ιδιότητα και δύναμη των στοιχείων; »Παραδείγματα τέτοια βλέπουμε πολλά να κάνουν οι μηχανικοί, οι οποίοι με τη τεχνική τους κάνουν την ύλη να μιμείται τη φύση. Δεν δείχνει την ομοιότητα μόνο στο σχήμα αλλά και σε άλλα· διότι και κινείται και παράγει κάποιο φθόγγο, ο οποίος ηχεί στο φωνητικό μέρος του μηχανήματος και πουθενά στα γινόμενα δεν φανταζόμαστε κάποια νοητική δύναμη που στο καθένα να δημιουργεί το σχήμα, το είδος, τον ήχο και την κίνηση. »Κι αν αυτά λέμε ότι συμβαίνουν στα μηχανικά όργανα της φύσεώς μας, χωρίς να υπάρχει καμιά νοητική ουσία που να είναι συνυφασμένη με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της· αλλά με το να υπάρχει στη φύση των στοιχείων μας κάποια δύναμη που δίνει κίνηση, και αποτέλεσμα της ενέργειάς της είναι τίποτε άλλο παρά μια κίνηση ορμητική που ενεργεί για να γνωρίσει τα πράγματα που ερευνά· με αυτό τί θα αποδεικνύονταν περισσότερο, ότι η νοητή εκείνη και ασώματη ουσία της ψυχής υπάρχει αφ’ εαυτού της ή ότι δεν υπάρχει καθόλου;». Εκείνη είπε: «Το παράδειγμά σου ταιριάζει με τα επιχειρήματά σου, αλλά όλη η επιχειρηματολογία της αντιρρήσεως στα δικά που παρουσιάζεται, θ’ αποτελέσει μεγάλη επιβεβαίωση των απόψεών μας». «Πώς ισχυρίζεσαι κάτι τέτοιο;». «Διότι, απαντά εκείνη, το να γνωρίζεις να χρησιμοποιείς και να διαθέτεις την άψυχη ύλη κάπως έτσι, ώστε η τέχνη που συγκροτεί τα μηχανήματα να έχει σχεδόν τη θέση της ψυχής στην ύλη και να δημιουργεί μ’ αυτά κίνηση, ήχο, σχήματα και τις παρόμοιες απομιμήσεις, αυτό αποτελεί απόδειξη ότι κάτι τέτοιο υπάρχει και στον άνθρωπο. Μ’ αυτό παρουσιάζεται ο άνθρωπος, με τη θεωρητική και εφευρετική δύναμή του, να επινοεί μέσα του και να προκατασκευάζει με τη σκέψη τα μηχανήματα· έπειτα, με την τέχνη, τα θέτει σε ενέργεια και υλοποιεί εκείνο που είχε στο νου του. »Και πρώτα αντιλήφθηκε ότι είχε ανάγκη από αέρα για να δημιουργήσει την εκφώνηση. Έπειτα, για να παράγει αέρα με το μηχάνημα, εξέτασε πρώτα με τη σκέψη και ερεύνησε τη φύση των στοιχείων· βρήκε ότι δεν υπάρχει κανένα κενό στα όντα, αλλά το ελαφρύτερο θεωρείται κενό μόνο σε σύγκριση με το βαρύτερο. Διότι, και ο ίδιος ο αέρας στην ιδιαίτερη ιδιοσυστασία του είναι γεμάτος και πλήρης. Καταχρηστικά μάλιστα λέμε ότι το δοχείο είναι άδειο. Κι όταν είναι άδειο από το υγρό περιεχόμενό του, ο μορφωμένος άνθρωπος πάλι θα πει ότι είναι γεμάτο, από αέρα. »Απόδειξη αυτού αποτελεί και το ότι, όταν ρίξουμε έναν αμφορέα στη λίμνη, να μη γεμίζει αμέσως νερό αλλά στην αρχή να επιπλέει· διότι ο περιεχόμενος αέρας συγκρατεί το κοίλο δοχείο προς τα πάνω, έως ότου πιεστεί ο αμφορέας από το χέρι αυτού που αντλεί νερό· έτσι βυθίζεται, και τότε γεμίζει νερό από το στόμιο.
Μ’ αυτά αποδεικνύεται ότι το δοχείο δεν είναι κενό πριν γεμίσει με νερό. Στο στόμιο του δοχείου γίνεται ένα είδος μάχης μεταξύ των δύο στοιχείων· το νερό από τη μια σαν βαρύτερο πιέζεται προς τα κάτω και ρέει μέσα στο δοχείο· κι από την άλλη ο αέρας που βρίσκεται μέσα στο δοχείο, επειδή πιέζεται από το νερό, ανεβαίνει προς το ίδιο στόμιο με ορμή και εμποδίζει την είσοδο του νερού· γι’ αυτό, με τη δύναμή του ο αέρας, κάνει το νερό να φουσκώνει και ν’ αφρίζει. »Όλα αυτά, λοιπόν, τα κατανόησε ο άνθρωπος. Γι’ αυτό επινόησε τρόπο πώς, με τα στοιχεία της φύσεως, θα εισέρχεται ο αέρας στο μηχάνημα. Κατασκεύασε ένα κοίλωμα από στερεή ύλη και περιόρισε απ’ όλες τις πλευρές τον αέρα, να μην μπορεί να βγει έξω. Έπειτα, έχυσε νερό από το στόμιο στο κοίλωμα, αφού το μέτρησε να είναι στην απαιτούμενη ποσότητα· κατόπιν, δίνει με τον παρακείμενο αυλό διέξοδο στον αέρα από την αντίθετη πλευρά· και ο αέρας με την πίεση του νερού γίνεται δυνατός άνεμος, ο οποίος εξερχόμενος παράγει ήχο με την κατασκευή του αυλού. »Αποδεικνύεται, λοιπόν, ξεκάθαρα από τα φαινόμενα ότι υπάρχει μέσα στον άνθρωπο νους, διαφορετικός από τα ορατά· ο νους, με την αόρατη και νοερή φύση του, προκατασκευάζει με την σκέψη του αυτά (τα φαινόμενα) και στη συνέχεια με την ύλη παρουσιάζει προς τα έξω εκείνα που σχεδίασε με το νου του. Έτσι δεν είναι; »Διότι, εάν, σύμφωνα με όσα λένε οι αντιτιθέμενοι, ήταν δυνατόν αυτά τα θαυμαστά γεγονότα να τ’ αποδώσουμε στη φύση των στοιχείων, τότε από μόνα τους θα δημιουργούνταν τα μηχανήματα. Δεν θα περίμενε ο χαλκός την τέχνη για να σχηματίσει άγαλμα, αλλά ευθύς από τη φύση του θα γινόταν. Ούτε ο αέρας θα χρειαζόταν τον αυλό για να παράγει ήχο, αλλά πάντοτε από μόνος του θα τον παρήγε με την ρέουσα κίνησή του. Ούτε πάλι το νερό, για νά τρέξει προς τα πάνω, θα πιέζονταν από σωλήνα με τεχνική πίεση που σπρώχνει το νερό να κινηθεί με τρόπο που ξεπερνά τη φύση του· αλλά, από μόνο του θ’ ανέβαινε το νερό προς το μηχάνημα, γιατί θα το έσπρωχνε προς τα πάνω η ίδια η φύση του. »Εάν, λοιπόν, τίποτε απ’ αυτά δεν γίνεται αυτόματα και δεν ενεργεί από τα ίδια τα στοιχεία της φύσεως, αλλά το καθένα ενεργείται σύμφωνα με τη θέληση, με τη δύναμη της τέχνης· και τέχνη είναι διάνοια σταθερή που ενεργεί για κάποιο σκοπό μέσω της ύλης, ενώ διάνοια είναι φυσική κίνηση και ενέργεια του νου· επομένως, απέδειξε η εξέταση των αντιθέτων επιχειρημάτων στα δικά μας, ότι ο νους είναι κάτι το διαφορετικό από τα φαινόμενα (ορατά)». «Κι εγώ παραδέχομαι, είπα, ότι έτσι έχουν τα πράγματα· δηλαδή, το μη φαινόμενο δεν είναι το ίδιο με το φαινόμενο. Όμως δεν βρίσκω στο επιχείρημα αυτό την απάντηση που ζητώ. Διότι δεν μου είναι ακόμη ξεκάθαρο, τί είναι εκείνο που πρέπει να θεωρούμε ως μη φαινόμενο. Ότι δεν είναι ύλη, το έμαθα απ’ όσα λέχθηκαν. Δεν έμαθα όμως ακόμη τί ακριβώς πρέπει να λέω γι’ αυτό. Και θα επιθυμούσα πολύ περισσότερο να μάθω το εξής, τί είναι ακριβώς και όχι τί δεν είναι». Κι εκείνη απάντησε: «Μαθαίνουμε πολλά για πολλά πράγματα με τον εξής τρόπο· εξηγούμε ότι υπάρχει το ζητούμενο, χωρίς να λέμε ποτέ ότι αυτό ακριβώς είναι η ουσία του ζητουμένου. Όταν π.χ. λέμε κάποιον απόνηρο τον παρουσιάζουμε ως αγαθό· λέγοντας κάποιον άνανδρο τον χαρακτηρίζουμε ως δειλό· και πολλά παρόμοια παραδείγματα μπορούμε ν’ αναφέρουμε. Με αυτά ή παρουσιάζουμε την πιο ορθή έννοια με αποφατικό τρόπο (αναφέρουμε τι δεν είναι) ή πάλι παρουσιάζουμε τις κακές έννοιες και δείχνουμε το κακό με την μη αναφορά των καλών. »Έτσι, λοιπόν, και στον παρόντα λόγο εάν κανείς κατανοήσει έτσι τα πράγματα, δεν θα πέσει έξω στην ορθή έννοια αυτού που ψάχνει. Και ψάχνει τί πρέπει να πιστεύουμε ότι είναι ο νους στην ουσία του. Εκείνος λοιπόν που δεν αμφιβάλλει ότι υπάρχει αυτός (ο νους) για τον οποίο συζητάμε και το στηρίζει στην ενέργεια που δείχνει σε μας· αλλά επιπλέον να μάθει τί ακριβώς είναι, θα ικανοποιούνταν εάν μάθαινε ότι δεν είναι αυτό που γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις, ότι δεν είναι χρώμα ή σχήμα ή σκληρό ή βάρος ή ποιότητα ή τρισδιάστατο, μήτε καταλαμβάνει χώρο, μήτε γενικά μπορεί να γίνει αντιληπτό με τα χαρακτηριστικά της ύλης ή είναι κάτι άλλο πέρα αυτά». Εγώ τότε, ενώ συνέχιζε αυτή να μιλάει, πετάχτηκα και είπα: «Δεν γνωρίζω πώς είναι δυνατόν, εάν όλα αυτά αφαιρεθούν από τον ορισμό (του νου), να μην γίνεται να εξαλειφθεί και αυτό που ζητάμε.
Διότι, χωρίς αυτά, που θα βασιστεί η αντιληπτική ικανότητα; Πουθενά δεν βλέπω εγώ, σύμφωνα με την αντίληψή μου. Διότι παντού, στην αναζήτηση των όντων με την ερευνητική ικανότητα της διάνοιας, σχετικά με το ζητούμενο, όπως οι τυφλοί πιανόμαστε στους τοίχους, για να βρούμε την πόρτα· έτσι κι εδώ ακουμπάμε σ’ ένα από αναφερθέντα στοιχεία, είτε είνα χρώμα είτε σχήμα είτε ποιότητα είτε κάτι άλλο απ’ αυτά που απαρίθμησες παραπάνω. Όταν λοιπόν λέμε ότι το ζητούμενο δεν είναι κανένα απ’ αυτά, τότε από μικροψυχία οδηγούμαστε να πιστεύουμε ότι αυτό (ο νους) δεν είναι απολύτως τίποτε». Εκείνη στενοχωρήθηκε και στο μέσο του λόγου μου είπε: «Τί ανοησία! Σε ποιό επίπεδο πέφτει η στενόμυαλη και χαμηλή αυτή αντίληψη για τα όντα! Διότι, αν αφαιρεθεί από τα όντα κάθε τι που δεν γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις, τότε εκείνος που ισχυρίζεται κάτι τέτοιο πρέπει να παραδεχτεί ότι δεν υπάρχει ούτε αυτή η δύναμη (Θεός) που επιστατεί και συγκρατεί τα όντα. Αλλά, αφού μάθει ότι η θεία φύση είναι ασώματη και αόρατη, θα συμπεράνει σύμφωνα μ’ αυτή τη συλλογιστική ότι δεν υπάρχει και καθόλου. Εάν όμως εκεί (στο Θεό), το ότι δεν υπάρχουν αυτά τα χαρακτηριστικά, δεν σημαίνει ότι και Αυτός δεν υπάρχει, πώς ο νους του ανθρώπου αποκλείεται να υπάρχει σαν να χάνεται μαζί με τις σωματικές ιδιότητες που αποκλείστηκαν»; «Λοιπόν, είπα, με τη σειρά αυτή των επιχειρημάτων πηγαίνουμε από άτοπο σε άτοπο. Διότι τα επιχειρήματα του λόγου μας στρέφονται γύρω από την ταύτιση και του δικού μας νου με τη θεία φύση, αφού νοούμε και τον ένα και την άλλη με την αφαίρεση των ιδιοτήτων των αισθήσεων». Και η δασκάλα απάντησε: «Μη λές ότι ταυτίζονται (ο νους και ο Θεός)· αυτός ο λόγος είναι ασέβεια. Αλλά, όπως σε δίδαξε η Αγία Γραφή, να λές οτι αυτός (ο νους) είναι όμοιος μ’ εκείνον (το Θεό). Διότι εκείνο που δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα έχει ομοιότητα σε όλα με το αρχέτυπο: το νοερό με το νοερό, το ασώματο με το ασώματο· είναι απαλλαγμένο από κάθε όγκο όπως εκείνο· και δεν μετριέται με καμμία μέτρηση πάλι όπως εκείνο (αρχέτυπο)· αλλά στη φύση του είναι κάτι διαφορετικό από εκείνο. »Διότι, αν ήταν σε όλα ίδιο μ’ εκείνο, δεν θα ήταν εικόνα του· αλλά, όπως στις ιδιότητες της ακτίστου φύσεως βλέπουμε εκείνο (το κτιστό), παρόμοια και η κτιστή φύση δείχνει αυτό (άκτιστο). Και όπως πολλές φορές συμβαίνει σε μικρό γιάλινο κατασκεύασμα, όταν πέφτουν πάνω του οι ακτίνες του ήλιου, βλέπουμε όλο το δίσκο του ήλιου, όχι βέβαια στο πραγματικό του μέγεθος αλλ’ όσο το μικρό μέγεθος του αντικειμένου επιτρέπει τη θέα του ηλιακού δίσκου· έτσι γίνεται να καθρεφτίζονται στα μικρά όρια της δικής μας φύσεως εκείνες οι ανείπωτες ιδιότητες του Θεού· γίνεται έτσι, ώστε η σκέψη να καθοδηγείται απ’ αυτές (θείες ιδιότητες) και να μην αστοχεί να κατανοήσει το νου στην ουσία του, επειδή καθαρίζεται στην πορεία της έρευνάς της από τις σωματικές ιδιότητες. Ούτε πάλι να εξισώνει τη μικρή και πρόσκαιρη (ανθρώπινη) φύση με την αόρατη και καθαρή (θεία) φύση· αλλά, να θεωρεί ότι (ο νους) έχει νοητή ουσία. Επειδή όμως αυτός αποτελεί εικόνα νοητής ουσίας, να μην λέει ότι ταυτίζεται η εικόνα με το αρχέτυπο. »Συμβαίνει, λοιπόν, όπως με την άρρητη σοφία του Θεού που φαίνεται παντού· δεν αμφιβάλλουμε ότι η θεία φύση και δύναμη βρίσκεται μέσα σ’ όλα τα όντα, για να διατηρούνται αυτά στην ύπαρξη. Βέβαια, αν απαιτούσες τον ορισμό της θείας φύσεως, η ουσία του Θεού απέχει άπειρα από κάθε φαινόμενο και νοούμενο της κτίσεως. Παρ’ όλ’ αυτά όμως, όλοι δέχονται ότι αυτό που διαφέρει στη φύση (άκτιστο) βρίσκεται μέσα σ’ αυτά (κτιστά). »Έτσι, δεν είναι καθόλου απίστευτο ότι και η ουσία της ψυχής –η οποία οτιδήποτε κι αν υποθέτουμε ότι είναι, είναι κάτι άλλο καθ’ εαυτήν–, να μη συναντά εμπόδια υπάρξεως· παρόλο που, όσα στοιχειωδώς παρατηρούνται στον κόσμο, δεν συμβαίνουν και στη δική της φύση. Ούτε στα ζωντανά σώματα στα οποία, όπως είπαμε παραπάνω, η υπόσταση προέρχεται από τη σύγκραση των στοιχείων, υπάρχει από την πλευρά της ουσίας κάποια κοινωνία της απλής και χωρίς μορφή ψυχής με την παχύτητα του σώματος.
Όμως, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι και σ’ αυτά (τα σώματα) βρίσκεται η ζωτική ενέργεια της ψυχής, η οποία αναμίχθηκε μ’ αυτά με τρόπο που ξεπερνά την ανθρώπινη αντίληψη. »Επομένως, ούτε όταν διαλυθούν μεταξύ τους τα στοιχεία που αποτελούν το σώμα, δεν χάνεται αυτό που τα συνδέει με τη ζωτική ενέργεια. Αλλ’ όπως, όταν το συγκρότημα που αποτελείται από τα στοιχεία παίρνει τη σύστασή του, τότε και το κάθε στοιχείο του σώματος παίρνει τη δύναμη της ψυχής· διότι η ψυχή εξίσου και με όμοιο τρόπο εισέρχεται σε όλα τα μέρη που συναποτελούν το σώμα· και κανείς δεν μπορεί να πει (για την ψυχή) ούτε ότι είναι στερεή και σκληρή καθώς είναι ενωμένη με τα γεώδη στοιχεία, ούτε ότι είναι υγρή ή ψυχρή ή ποιότητα αντίθετη στην ψυχρότητα· κι όλα αυτά, παρόλο που βρίσκεται μέσα σ’ όλα αυτά (τα στοιχεία) και μεταδίδει στο καθένα τη ζωτική της δύναμη. Έτσι, κι όταν διαλυθεί η σύνθεση του σώματος και τα στοιχεία του πηγαίνουν όπου ανήκουν, είναι εύλογο να θεωρούμε ότι, και μετά τη διάλυση, εκείνη η απλή και ασύνθετη φύση (της ψυχής) βρίσκεται σε κάθε διαλυόμενο μέρος. Και είναι εύλογο να θεωρούμε ότι (η ψυχή), που συνδέθηκε άπαξ με τρόπο απερίγραπτο με τα συστατικά στοιχεία του σώματος, θα παραμένει για πάντα μ’ αυτά που αναμίχθηκε, χωρίς ν’ αποσπάται με κανένα τρόπο με τη μία και μοναδική ένωσή της (με το σώμα). Διότι δεν συμβαίνει, επειδή διαλύεται η σύσταση των σωματικών στοιχείων, να κινδυνεύει να διαλυθεί ταυτόχρονα μαζί με το σύνθετο και το άμικτο και ασύνθετο (της ψυχής)». Κι εγώ είπα: «Κανείς βέβαια δεν αντιλέγει ότι τα στοιχεία ενώνονται μεταξύ τους και πάλι χωρίζονται, και αυτό αποτελεί τη σύσταση αλλά και τη διάλυση του σώματος. Επειδή μάλιστα αυτά απέχουν πολύ μεταξύ τους και διαφέρουν το ένα απο το άλλο και σχετικά με τη θέση τους στο χώρο και με τη διαφορετική και ιδιαίτερη ποιότητά τους· όταν, λοιπόν, συγκεντρωθούν μεταξύ τους όλα τα στοιχεία στο υποκείμενο, είναι επόμενο να έχουν σύμφυτη προς αυτή την ενότητα την ίδια τη νοερή και αδιαίρετη φύση, την οποία την ονομάζουμε ψυχή. »Όταν όμως αυτά τα στοιχεία χωριστούν μεταξύ τους και πάει το καθένα εκεί που η φύση το οδηγεί, τότε τί θα πάθει η ψυχή που το όχημά της (το σώμα) σκορπίσει σε πολλά σημεία; Συμβαίνει ό,τι μ’ ένα ναύτη, που διαλύεται το πλοίο του σε ναυάγιο· αδυνατεί να κολυμπάει συγχρόνως σε όλα τα μέρη του πλοίου που σκόρπισαν σε πολλά σημεία του πελάγους· θα πιάσει εκείνο που θα τύχει μπροστά του και τα υπόλοιπα θα τ’ αφήσει στην τύχη των κυμάτων.
Κατά τον ίδιο τρόπο και η ψυχή, επειδή από τη φύση της δεν μπορεί να διασπαστεί ανάλογα με τα στοιχεία, αλλά και επειδή δεν μπορεί ν’ αποχωριστεί το σώμα, πάντως σίγουρα θα προσδεθεί σ’ ένα από τα στοιχεία και θα χωριστεί από τα υπόλοιπα. Μάλιστα, η λογική δεν επιτρέπει να πιστεύουμε ότι η ψυχή γίνεται λιγότερο αθάνατη επειδή ζει σ’ ένα στοιχείο, αλλά ούτε κι ότι γίνεται θνητή επειδή δεν ζει σε περισσότερα στοιχεία. «Αλλά, λέει εκείνη, το νοητό και αδιάστατο ούτε συστέλλεται ούτε διαστέλλεται –διότι η συστολή και η διαστολή είναι χαρακτηριστικό των σωμάτων· καθόσον (η ψυχή), σύμφωνα με την αΐδιο και ασώματη φύση της, παραβρίσκεται εξίσου και στη σύσταση των στοιχείων γύρω στο σώμα και στη διάλυσή τους· ούτε στενοχωρείται όταν τα στοιχεία συνθέτουν το σώμα ούτε όταν διαλύονται στα οικεία τους και γυρίζουν στη φύση απ’ όπου προήλθαν· παρά το ότι θεωρείται πολύ μεγάλη η απόσταση μεταξύ των στοιχείων, λόγω της ετερότητας της φύσεώς τους. »Διότι, πράγματι, είναι μεγάλη η διαφορά του ελαφρού και άδειου από το βαρύ και στέρεο· του θερμού από το ψυχρό, του υγρού από το αντίθετό του. Καμιά δυσκολία όμως δεν υπάρχει στο να βρίσκεται η νοερή φύση σε καθένα απ’ αυτά, με τα οποία μια και μοναδική φορά ενώθηκε με μίξη, και δεν κομματιάζεται εξαιτίας της αντίθεσης των στοιχείων μεταξύ τους. »Δηλαδή, επειδή θεωρείται ότι τα στοιχεία απέχουν μεταξύ τους πολύ και τοπικά και ποιοτικά, γι’ αυτό δεν κουράζεται η αχώριστη φύση να συνδέεται μ’ αυτά που απέχουν τοπικά μεταξύ τους. Επειδή και τώρα επιτρέπεται στο νου να θεωρεί και τον ουρανό αλλά και να επεκτείνεται στα πέρατα του κόσμου με την πολυπραγμοσύνη του· και παρ’ όλ’ αυτά, η θεωρητική δύναμη της ψυχής μας, με την επέκτασή της σε τόσο μεγάλες αποστάσεις, δεν διασπάται. »Επομένως, κανένα εμπόδιο δεν υπάρχει στην ψυχή να παραβρίσκεται εξίσου στα στοιχεία του σώματος, και όταν συγκροτούν τη σύνθεση και όταν σκορπίζουν με τη διάλυση. Όπως ακριβώς συμβαίνει, όταν λειώνουν μαζί το χρυσάφι και το ασήμι· υπονοείται ότι υπάρχει κάποια τεχνική δύναμη που έλιωσε τις δύο ύλες. Κι όταν πάλι μετά το λιώσιμο η μία ύλη χωριστεί από την άλλη, η δύναμη της τεχνικής διατηρείται εξίσου και στις δύο· η ύλη, λοιπόν, χωρίστηκε, ενώ η τεχνική δεν ακολούθησε το χωρισμό των υλών. Διότι, πώς θα διαιρεθεί το αδιαίρετο; »Κατά τον ίδιο τρόπο και η νοερή φύση της ψυχής συνυπάρχει με τα στοιχεία που ενώνονται (στο σώμα)· κι όταν αυτά διαλυθούν, δεν διασπάται αλλά διατηρείται σ’ αυτά· μετά το χωρισμό τους, επεκτείνεται μαζί τους χωρίς να διακόπτει την επαφή μ’ αυτά, και χωρίς να κομματιάζεται σε μικρά τεμάχια ανάλογα με τον αριθμό των στοιχείων. Διότι η διαίρεση αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της σωματικής και διαιρετής φύσεως· ενώ η νοερή και αχώριστη φύση δεν επιδέχεται τις ιδιότητες της διαίρεσης. »Υπάρχει, επομένως, η ψυχή μέσα σ’ αυτά, που μία και μοναδική φορά εισήλθε· και καμιά δύναμη δεν την αποσπά από την ένωσή της μ’ αυτά. Ποιό σκοτεινό σημείο, λοιπόν, υπάρχει σ’ αυτά; Ότι το αόρατο ανταλλάσσεται με το ορατό; Γιατί έχει επηρεαστεί τόσο αρνητικά ο νους σου προς το θάνατο;».
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου