ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Η Κωνσταντινούπολη, και ο κόσμος του Βυζαντίου

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2016

Η Κωνσταντινούπολη, και ο κόσμος του Βυζαντίου




ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΡΦΥΡΑ
ΤΖΟΥΝΤΙΘ ΧΕΡΙΝ
Ενότητες
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ   
Η Κωνσταντινούπολη, και ο κόσμος του Βυζαντίου   
Το τυπικό της Αυλής   
Το τρίτο φύλο   
Περί της Βασιλείου τάξεως   
Δημόσιες τελετές στην Κωνσταντινούπολη   
Χριστιανική πατρωνία   
Κληρονομική ηγεμονία στο Βυζάντιο   
Η αυτοκράτειρα Μαρτίνα   
Ο ευρύτερος κόσμος   
Συνέπειες των σλαβικών και των αραβικών κατακτήσεων
Η Ελλάδα στη διάρκεια του πρώιμου Μεσαίωνα   
Επαρχιακή οργάνωση της Κεντρικής Ελλάδας   
Εκκλησιαστική οργάνωση της Ελλάδος

ΠΡΟΣ ΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ Η' ΑΙΩΝΑ, ΤΟ 787 Μ.Χ., ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΙ ολόκληρης της χριστιανοσύνης συγκεντρώθηκαν στην περιτειχισμένη πόλη Νίκαια, που σήμερα ονομάζεται Ιζνίκ, στη Βορειοδυτική Τουρκία. Σκοπός τους ήταν ο τερματισμός της εικονομαχίας, της καταστροφής των αγίων εικόνων, και η αποκατάσταση των ιερών εικονισμάτων στην αρμόζουσα λατρευτική τους θέση. Συνολικά 365 επίσκοποι, ανάμεσα στους οποίους δύο παπικοί λεγάτοι και εκπρόσωποι όλων των άλλων σημαντικών πατριαρχείων της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας και της Ιερουσαλήμ, καθώς και 132 μοναχοί παρευρέθησαν στη Ζ' Οικουμενική Σύνοδο. Ύστερα από επτά συνεδριάσεις, όλοι οι συμμετέχοντες μεταφέρθηκαν ογδόντα χιλιόμετρα δυτικά, διέσχισαν τον Βόσπορο και έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη, ώστε οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου να διαπιστώσουν αυτοπροσώπως τη θριαμβευτική κατάληξη της Συνόδου. Οι σύνεδροι παρουσιάστηκαν εν σώματι στο αυτοκρατορικό Ανάκτορο της Μαγναύρας, στις 14 Νοεμβρίου του 787. Σύμφωνα με τα πρακτικά της Συνόδου:



Ο Πατριάρχης παρέλαβε τη Διακήρυξη της Πίστεως και μαζί με όλους τους συνοδικούς παρακάλεσε τους αυτοκράτορες να τη σφραγίσουν με τις ιερές υπογραφές τους. Η μεγαλοπρεπής και θεοσεβεστάτη αυτοκράτειρα παρέλαβε το έγγραφο και το υπέγραψε κατόπιν το έδωσε στον γιο της και συναυτοκράτοραγια να το υπογράψει κι αυτός με τη σειρά του ...Η αυτοκράτειρα ήταν η Ειρήνη, η οποία κυβερνούσε εν ονόματι του ανήλικου γιου της επί επτά συνεχή χρόνια.Και τότε όλοι οι επίσκοποι επευφήμησαν με μια φωνή τους αυτοκράτορες με τα ακόλουθα λόγια: «Πολύχρονοι να είναι οι αυτοκράτορες Κωνσταντίνος και Ειρήνη, η μητέρα του· πολύχρονοι να είναι οι Ορθόδοξοι αυτοκράτορες, πολύχρονοι να είναι οι νικηφόροι αυτοκράτορες, πολύχρονοι να είναι οι ειρηνοποιοί αυτοκράτορες. Είθε η μνήμη του νέου Κωνσταντίνου και της νέας Ελένης να μείνει στους αιώνες! Κύριε, φύλαττε την αυτοκρατορία τους! Χάρισέ τους ειρηνική ζωή! Στήριξε την κυριαρχία τους! Ω, ουράνιε πατέρα, φύλαττε τους κυβερνήτες της γης». Ύστερα οι αυτοκράτορες διέταξαν να αναγνωσθούν μεγαλοφώνως τα κείμενα των Πατέρων που είχαν γίνει αποδεκτά και είχαν υπογραφεί στην τέταρτη συνεδρίαση της Νίκαιας ... Με αυτόν τον τρόπο ολοκληρώθηκαν οι εργασίες της Συνόδου.

Τα παραπάνω δοξαστικά λόγια παρομοιάζουν τη χήρα αυτόκράτειρα και τον δεκαεξάχρονο γιο της με τον Κωνσταντίνο Α', τον πρώτο Ρωμαίο αυτοκράτορα που ασπάστηκε τον χριστιανισμό, και τη μητέρα του Ελένη, η οποία στις αρχές του Δ' αιώνα είχε ανακαλύψει τον Τίμιο Σταυρό (το τίμιο ξύλο, στο οποίο είχαν σταυρώσει τον Ιησού). Ο νέος Κωνσταντίνος και η νέα Ελένη αγιοποιήθηκαν από την Ορθόδοξη Εκκλησία και η μνήμη τους εορτάζεται κάθε χρόνο στις 18 Αυγούστου. Όπως ο Κωνσταντίνος Α' είχε προεδρεύσει στην Α' Οικουμενική Σύνοδο το 325, η οποία επίσης είχε διεξαχθεί στη Νίκαια, η Ειρήνη προήδρευσε στην τελική συνεδρίαση της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου, για να τονίσει τον ηγετικό της ρόλο στην υπόθεση της αναστήλωσης των εικόνων. Ωστόσο ήταν γυναίκα. Είχε παντρευτεί έναν αυτοκράτορα και ασκούσε την εξουσία σαν άνδρας ηγεμόνας ως την ενηλικίωση του γιου της.Όταν ο τελευταίος ενηλικιώθηκε και αποπειράθηκε να κυβερνήσει μόνος του, η Ειρήνη διεκδίκησε και τελικά απέκτησε τον ολοκληρωτικό έλεγχο της Αυτοκρατορίας.

Είκοσι οκτώ χρόνια αργότερα η προσπάθεια της Ειρήνης για την αποκατάσταση των εικόνων έμελλε να αποτύχει. Όμως η εγγονή της Ευφροσύνη επέπρωτο να παίξει ρόλοκλειδί όταν ο προγονός της Θεόφιλος, στα δεκαέξι του περίπου, έφτασε σε ηλικία γάμου. Ο ρόλος της μητέρας τής επέβαλλε να βοηθήσει τον γιο της να διαλέξει νύφη. Ανάμεσα στις επτά υποψήφιες, ο Θεόφιλος επέλεξε τη Θεοδώρα και «... μπροστά σε όλη τη Σύγκλητο της πρόσφερε ένα χρυσό δαχτυλίδι, εχέγγυο της αυτοκρατορικής μνηστείας. Αμέσως μετά, οι κυρίες επί των τιμών της αυτοκράτειρας Ευφροσύνης ... την παρέλαβαν και τη φρόντισαν με την κοσμιότητα, τη σεμνότητα και τον σεβασμό που της οφείλονταν. Ύστερα από είκοσι δύο μέρες, η προαναφερθείσα Θεοδώρα στέφθηκε μαζί με τον αυτοκράτορα Θεόφιλο ... στον παναγιότατο και σεβασμιότατο ναό του Αγίου Στεφάνου του Πρωτομάρτυρος στο Ανάκτορο της Δάφνης».

Δώδεκα χρόνια αργότερα, το 842, ο Θεόφιλος πέθανε σε ηλικία είκοσι εννέα ετών, αφήνοντας χήρα τη Θεοδώρα με τον δίχρονο γιο τους Μιχαήλ. Εκείνη αποφάσισε να υπερασπιστεί τα δικαιώματα του γιου της στον θρόνο του πατέρα του. Όταν την επέκρινε ένας ασκητής, ο Συμεών, ο οποίος είχε καταδιωχθεί από τον Θεόφιλο, του απάντησε: «Αφού πιστεύεις για μένα όσα λες, φύγε μακριά μου. Γιατί σκοπεύω να κυβερνήσω με πυγμή, όπως διδάχτηκα από τον άνδρα και σύζυγό μου. Θα το διαπιστώσεις». Μέσα σ’ έναν χρόνο η Θεοδώρα αποκατέστησε τη λατρεία των εικόνων. Η Θεοδώρα τιμάται ως αγία γι’ αυτή της την πράξη, η οποία εορτάζεται έως τις μέρες μας ως ο Θρίαμβος της Ορθοδοξίας. Με αυτόν τον τρόπο η νύφη της εγγονής τής Ειρήνης απεκατέστησε για μιαν ακόμη φορά σε περίοπτη θέση τις ιερές εικόνες του Βυζαντίου. Παράλληλα διατήρησε τον έλεγχο της αυτοκραχορικής εξουσίας τα επόμενα δώδεκα χρόνια, ωσότου ο γιος της Μιχαήλ ενηλικιώθηκε και άρχισε να βασιλεύει για λογαριασμό του.

Αυτές οι τρεις χήρες άσκησαν αυτοκρατορική εξουσία και άλλαξαν τον ρου της ιστορίας της Αυτοκρατορίας προσχεδιασμένα, με συνέπεια και αποφασιστικότητα. Η Ειρήνη, η Ευφροσύνη και η Θεοδώρα άσκησαν την εξουσία και την επιρροή τους στο Βυζάντιο το τελευταίο τέταρτο του Η' και το πρώτο μισό του Θ' αιώνα ως σύζυγοι αυτοκρατόρων: του Λέοντα Δ' (775780), του Μιχαήλ Β' (820829) και του Θεόφιλου (829842) αντίστοιχα. Δεν είναι μόνο ότι προσωπικά υποστήριξαν την εικονολατρία. Πρώτα η Ειρήνη και κατόπιν, οριστικά, η Θεοδώρα αποκατέστησαν τη λατρεία των εικόνων ύστερα από δύο περιόδους επίσημων διωγμών. Η Ευφροσύνη, με τη σειρά της, έπαιξε κρίσιμο ρόλο ως σύνδεσμος των δύο άλλων γυναικών. Η συνεισφορά της είναι ιδιαίτερα σημαντική, γιατί διατήρησε το αίσθημα του καθήκοντος που επιτάσσει το αυτοκρατορικό αξίωμα και ανέλαβε κάτω από αντίξοες συνθήκες τις ευθύνες της απέναντι στη δυναστεία. Εγγονή μιας εξαιρετικά επιτυχημένης αυτοκράτειρας και μέλλουσα πεθερά μιας άλλης, η Ευφροσύνη αποτέλεσε τον συνδετικό κρίκο μιας ανεπανάληπτης σειράς γυναικείας πρωτοκαθεδρίας. Ο ρόλος της ανάμεσα στις δύο διάσημες για τα εικονολατρικά τους αισθήματα αυτοκράτειρες είναι ακόμη πιο σημαντικός, επειδή μέχρι σήμερα παρέμεινε σχεδόν άγνωστος. Οι πηγές της εποχής της δεν αναγνώριζαν τη συμβολή της και σπάνια της δόθηκε η δέουσα προσοχή στις ιστορικές αναλύσεις.

Ο γάμος τους με μέλη της κυβερνώσας δυναστείας επέτρεψε σε αυτές τις γυναίκες να αποκτήσουν ιδιαίτερη σχέση με την εξόχως διαβρωτική εξουσία των ηγεμόνων του Βυζαντίου, αρχικά μέσω των συζύγων τους και αργότερα μέσω των γιων τους. Ως χήρες εξακολούθησαν να φορούν την αυτοκρατορική πορφύρα και επινόησαν πρόσθετους τρόπους για να επηρεάζουν τις εξελίξεις. Δεν ήταν μόνες στην προσπάθειά τους, αρκετοί ήταν οι άνδρες που τις βοήθησαν. Στην πραγματικότητα αποκατέστησαν μια βαθιά πατριαρχική τάξη πραγμάτων και οι ίδιες αποδείχτηκαν πιστοί τοποτηρητές της. Ωστόσο ο συνδυασμός των επιτευγμάτων τους ανέδειξε την εύστοχη χρήση του αυτοκρατορικού πλούτου, τις πολιτικές τους δεξιότητες και τη σταθερή τους στράτευση στη διαφύλαξη του λατρευτικού ρόλου των χριστιανικών εικόνων. Δεν φαίνεται να υπάρχει παρόμοιο ιστορικό αντίστοιχο, όπου γυναίκες από τρεις διαδοχικές γενεές αναλαμβάνουν την ηγεσία μιας κίνησης με ξεκάθαρη ταυτότητα και πετυχαίνουν, παρά τις προβλέψεις περί του αντιθέτου, τον σκοπό τους.

Το Βυζάντιο είναι διάσημο για τις αυτοκράτειρές του. Ο κλασικός κόσμος έχει να επιδείξει ελάχιστες αντάξιές τους, αν εξαιρέσουμε την Κλεοπάτρα και την Αγριππίνα· ο ισλαμικός κόσμος καμία. Οι Βόλσκοι υπό την Καμίλα και οι αρχαίοι Βρετανοί υπό τη Βουδίκκα θριάμβευσαν κατά των Ρωμαίων, προκαλώντας εντυπώσεις χωρίς όμως απτά αποτελέσματα. Αργότερα, εδώ κι εκεί στη μεσαιωνική ιστορία, ανακαλύπτουμε δυναμικές βασίλισσες, οι οποίες συχνά φαίνεται να εμπνέονται από όσα τις δίδαξαν οι Βυζαντινές. Στην πρώιμη νεότερη ιστορία προσωπικότητες όπως η Ελισάβετ Α' ήταν οι εξαιρέσεις. Όμως στο μεσαιωνικό Βυζάντιο, από την Ελένη τον Δ' αιώνα έως τη Ζωή, η οποία ανέδειξε τέσσερις άνδρες στο αυτοκρατορικό αξίωμα τον ΙΑ' αιώνα, χωρίς να ξεχνάμε το κορίτσι του Ιπποδρόμου που γοήτευσε τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό τον ΣΤ' αιώνα, η ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας βρίθει από αυτοκράτειρες που ακτινοβολούν στις σελίδες της. Οι τρεις αυτοκράτειρες του Η' και του Θ' αιώνα ανακάλυψαν τα πρότυπα που τις ενέπνευσαν σε ιστορίες της Ύστερης Αρχαιότητας.

Η πιο γνωστή απ’ αυτές ήταν ίσως η ιστορία στην οποία εμπλέκεται η πρώτη Θεοδώρα, εκείνη που έγινε σύζυγος του Ιουστινιανού: αφορά τον ρόλο που έπαιξε στην απόφαση του αυτοκράτορα να μην εγκαταλείψει την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη, στη διάρκεια των ταραχών του 532. Ενόσω οι συγκεντρωμένοι στασιαστές έψαλλαν στον Ιππόδρομο το σύνθημά τους («Νίκα! Νίκα!»), στο ανάκτορο συνεδρίαζε το πολεμικό συμβούλιο για να διαμορφώσει τη στάση του επίσημου κράτους· στ’ αυτιά των στρατηγών έφταναν οι κραυγές του πλήθους που απειλούσε την εξουσία του αυτοκράτορα. Η αυτοκράτειρα έκανε ένα βήμα μπροστά και απέρριψε κάθε ιδέα φυγής: «Είθε να μην αποχωριστώ ποτέ ετούτη την πορφύρα, είθε να μη ζήσω για να ιδώ την ημέρα που οι άνθρωποι θα με συναντούν χωρίς να με προσφωνούν Δέσποινα ... Αν, τώρα, επιθυμείτε να σωθείτε, ω αυτοκράτωρ, δεν είναι τόσο δύσκολο. Έχουμε αρκετά πλούτη, η θάλασσα είναι δίπλα μας και τα καράβια περιμένουν ... Όσο για μένα, συμφωνώ με κείνο το αρχαίο ρητό που λέει πως ο θρόνος είναι καλό σάβανο». Ύστερα απ’ αυτή τη δήλωση, ο Ιουστινιανός αποφάσισε να μείνει και διέταξε τους στρατηγούς του να πατάξουν τη στάση εξαντλώντας τη σκληρότητά τους. Αυτή η Θεοδώρα έγινε επίσης γνωστή γιατί υποστήριζε αποφασιστικά συγκεκριμένες πολιτικές, ήταν μια γυναίκα με απόψεις και χρησιμοποιούσε τις δυνατότητες που της παρείχε το αυτοκρατορικό αξίωμα για ιδιοτελείς σκοπούς, μια ισχυρή προσωπικότητα που δεν ορρωδούσε προκειμένου να επιβάλει τη γνώμη της. Είναι ξεκάθαρο ότι δεν διέθετε αυτοκρατορικά διαπιστευτήρια: προτού ο Ιουστινιανός αλλάξει τον νόμο για να την παντρευτεί, κέρδιζε τα προς το ζην ως μίμος που διασκέδαζε το κοινό με τα δημοφιλή της νούμερα στο ιπποδρόμιο. Πράγματι, ορισμένοι συγγραφείς του ΣΤ' αιώνα την καταδικάζουν απερίφραστα ως κοινή πόρνη

Παρ’ όλα αυτά, η αυτοκρατορική της εικόνα είναι αποτυπωμένη σ’ ένα από τα πλέον περίφημα βυζαντινά ψηφιδωτά. Στον ναό του Αγίου Βιταλίου στη Ραβένα, που αποπερατώθηκε το 547, η Θεοδώρα απεικονίζεται φορώντας την επίσημη ενδυμασία του αξιώματος της και κρατάει ένα δισκοπότηρο, προσφορά στην εκκλησία, στον επίσκοπό της και τον προστάτη άγιό της· τη συνοδεύουν κυρίες επί των τιμών που φορούν εξαίσια μεταξωτά ενδύματα και κομψά υποδήματα. Έχουν καλυμμένα τα κεφάλια, όπως το απαιτούσε η σεμνότυφη τεχνοτροπία της εποχής, αλλά τα πρόσωπά τους δεν είναι σκεπασμένα. Η τοιχογραφία της Θεοδώρας βρίσκεται αντικριστά με μια ανάλογη εικόνα του Ιουστινιανού: τον περιστοιχίζουν αυλικοί και στρατιώτες μαζί με τον επίσκοπο που είχε παραγγείλει τα συγκεκριμένα αυτοκρατορικά πορτραίτα. Τα ψηφιδωτά της Ραβένας δεν αποτελούν μόνο μιαν εξαίσια απεικόνιση του αυτοκρατορικού ζεύγους, το οποίο σημειωτέου δεν είχε επισκεφτεί ποτέ την πόλη· μας αποκαλύπτουν ταυτόχρονα πόσο αισθητή ήταν στη Βόρειο Ιταλία η εξουσία του αυτοκράτορα και της αυτοκράτειρας της μακρινής Κωνσταντινούπολης. Είτε τα συγκεκριμένα ψηφιδωτά ήταν επίσημα πορτραίτα είτε φιλοτεχνήθηκαν σύμφωνα με μια στερεότυπη αντίληψη της μορφής του αυτοκρατορικού ζεύγους, ο συνδυασμός της πορφύρας, του χρυσού και των κοσμημάτων ανακαλεί τη μεγαλοπρέπεια των επισήμων ενδυμασιών όπως την αντιλαμβάνονταν τον ΣΤ' αιώνα 

Από το ψηφιδωτό της Ραβένας, καθώς και από άλλες πιο τυπικές εικόνες αυτοκρατορισσών, γνωρίζουμε ότι τον Η' και τον Θ' αιώνα εξακολουθούσαν να φορούν τα ίδια επίσημα βασιλικά εμβλήματα, τα εντυπωσιακά στέμματα με τα κρεμαστά μεγάλα μαργαριτάρια, και να κρατούν το σκήπτρο και την υδρόγειο σφαίρα του αξιώματος τους. Τα υψηλά αξιώματα συνοδεύονταν από ενδυμασίες με επάλληλα στρώματα μεταξωτών υφασμάτων κεντημένων με χρυσές και ασημένιες κλωστές και διακοσμημένων με άφθονες πολύτιμες πέτρες. Το πορφυρό χρώμα κυριαρχούσε, και στην περίπτωση της Θεοδώρας στον ποδόγυρο του πορφυρού μανδύα της ήταν κεντημένη η εικόνα των Τριών Μάγων που καταφθάνουν με τα δώρα τους στη γέννηση του Χριστού. Ως σύζυγος του αυτοκράτορα η αυτοκράτειρα ήταν «ντυμένη στην πορφύρα», χρώμα που παραδοσιακά συνδέεται με την υψηλή κοινωνική θέση. Η παρασκευή της πορφυρής βαφής απαιτούσε πολύ μόχθο για πρώτη ύλη χρησιμοποιούσαν ένα μικρό οστρακόδερμο, γι’ αυτό και ήταν πανάκριβη. Βέβαια χρησιμοποιούσαν και πιο κοινές βαφές από λουλάκι και ερυθρόδανο σαν απομιμήσεις, ωστόσο το πορφυρό χρώμα έμεινε άρρηκτα συνδεδεμένο με την αυτοκρατορική οικογένεια. Τα βαμμένα με πορφύρα μεταξωτά ήταν οι επίσημες ενδυμασίες που φορούσαν οι ηγεμόνες στις διάφορες τελετές. Ο πορφυρίτης, ο αντίστοιχος πολύτιμος λίθος, χρησιμοποιείτο για τις αυτοκρατορικές προτομές και τις αυτοκρατορικές σαρκοφάγους. Επί αιώνες οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες κατέφευγαν σε παρόμοιες μεθόδους για να αναδείξουν την επιβλητικότητα του ηγεμόνα και της συζύγου του, για να συνδέσουν τον αυτοκράτορα με τον ήλιο. Στο Βυζάντιο οι βασιλικές ενδυμασίες, στις οποίες περιλαμβάνονταν και τα ερυθρά πέδιλα ένα ακόμη προνόμιο του αυτοκρατορικού ζεύγους, ήταν σχεδιασμένες για να ενισχύουν αυτή την ακτινοβολία, η οποία τόσο συχνά σχολιάζεται από τους επισκέπτες της αυτοκρατορικής Αυλής. Πολλές φορές μάλιστα στις επίσημες τελετές, όπου συγκεκριμένα χρώματα ενισχυμένα με χρυσό, ασήμι και πολύτιμους λίθους υποδήλωναν τη θέση του κάθε αυλικού στην ιεραρχία, η αυτοκράτειρα επίσκιαζε σε λάμψη ακόμη και τον σύντροφό της.

Ωστόσο, παρά τις ενδείξεις που παρέχουν οι παραστάσεις των ψηφιδωτών, είναι δύσκολο να αποτιμηθεί η συγκεκριμένη συνεισφορά της Ειρήνης, της Ευφροσύνης και της Θεοδώρας στα πολιτικά δρώμενα της εποχής τους. Η παρέμβαση της συζύγου του Ιουστινιανού κατά τη διάρκεια της Στάσης του Νίκα παραμένει ένα μοναδικό παράδειγμα. Στην περίπτωση των γυναικών ηγεμόνων, το ζήτημα της δυνατότητας αυτοτελούς δράσης παρουσιάζεται ιδιαιτέρως οξυμένο. Στο αυτοκρατορικό σύστημα διακυβέρνησης, που αποτελούσε κληρονομιά της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ανώνυμοι διοικητικοί υπάλληλοι ήσαν υπεύθυνοι για τη λειτουργία του: την είσπραξη των φόρων, την πληρωμή του στρατού και την κάλυψη των εξόδων της Αυλής που ήσαν εξαιρετικά υψηλά. Μια απέραντη ιεραρχία δημοσίων υπαλλήλων, που προσλαμβάνονταν με βάση τα ισχύοντα μορφωτικά κριτήρια, τηρούσαν αρχεία σε τριπλότυπα; σημειώνοντας και την παραμικρή ανωμαλία, το πιο ελάχιστο έλλειμμα. Καταμερισμένη σε διάφορα υπουργεία, επιφορτισμένα με την εξωτερική πολιτική, τις εσωτερικές υποθέσεις, τα στρατιωτικά και τα ναυτικά ζητήματα, μια υπολογίσιμη αριθμητικά γραφειοκρατία συντηρούσε τον κυβερνητικό μηχανισμό, ανεξάρτητα από το πρόσωπο που ασκούσε τη συγκεκριμένη στιγμή την εξουσία. Πολλοί υπάλληλοι εργάζονταν είτε στο αυτοκρατορικό ανάκτορο είτε σε κοντινά γραφεία, συγκεντρωμένα στην καρδιά της πρωτεύουσας. Όσοι στέλνονταν στις επαρχίες για τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της κυβέρνησης, μετατίθονταν σε τακτά διαστήματα από τη μία περιοχή στην άλλη, ώστε να μην αποκτούν τοπική ισχύ. Στο πλαίσιο ενός τόσο ανεπτυγμένου διοικητικού συστήματος, πόση ατομική επιρροή μπορούσε άραγε να ασκήσει ηγεμόνας, άνδρας ή γυναίκα;

Οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες ήταν επιφορτισμένοι με δύο ειδικές πτυχές του κυβερνητικού έργου: όφειλαν να οδηγούν τα στρατεύματα στις μάχες και ήταν αναγκασμένοι να επιτελούν ορισμένα καθήκοντα ως κεφαλή της Εκκλησίας. Ωστόσο πάντοτε υπήρχαν ηγεμόνες της «πολυθρόνας», όπως ο Ιουστινιανός, ο οποίος χρησιμοποιούσε ικανότατους στρατηγούς, σαν τον Βελισάριο και τον Ναρσή, για να φέρει εις πέρας τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις. Έτσι οι γυναίκες ηγεμόνες δεν μειονεκτούσαν εντελώς απ’ αυτή την άποψη· είχαν τη δυνατότητα και αυτές να χρησιμοποιούν στρατηγούς για να οδηγούν τις στρατιές τους στις μάχες. Όμως όσον αφορά τα της Εκκλησίας, μια γυναίκα ηγεμόνας εθεωρείτο κατά κανόνα αναρμόδια λόγω του φύλου της: οι γυναίκες δεν μπορούσαν να γίνουν ιερείς και δεν τους επιτρεπόταν η είσοδος στο ιερό γύρω απ’ την Αγία Τράπεζα. Επομένως, οι γυναίκες ηγεμόνες όφειλαν να επινοήσουν νεωτερικές μεθόδους συνεργασίας με τον πατριάρχη, ο οποίος, ως εκκλησιαστικός ηγέτης, μπορούσε να είναι περισσότερο ή λιγότερο βολικός.

Ποιος έδινε, για παράδειγμα, τις διαταγές για μια νέα στρατιωτική πρωτοβουλία; Φυσικά παρόμοια ζητήματα τα συζητούσαν στην αυτοκρατορική Αυλή, συχνά στην ολομέλεια της Συγκλήτου, και οι αποφάσεις λαμβάνονταν με βάση τις εισηγήσεις των πλέον έμπειρων συμβούλων. Παράλληλα συνεκτιμούσαν τις σχετικές πληροφορίες που συλλέγονταν από ένα ανεπτυγμένο δίκτυο κατασκόπων. Στο μεγαλύτερο διάστημα της περιόδου που εξετάζουμε, οι πολεμικές ενέργειες του Βυζαντίου ήταν περισσότερο αμυντικής παρά επιθετικής μορφής. Οι εισβολές των αραβικών δυνάμεων στα εδάφη της Αυτοκρατορίας καθόριζαν τη στρατιωτική δράση των Βυζαντινών. Έτσι η εξάρτηση μιας γυναίκας ηγεμόνος από τους εμπειροπόλεμους στρατηγούς ίσως να μην είχε και τόση σημασία.

Σε άλλους τομείς όπως η διπλωματία, οι διοικητικές μεταρρυθμίσεις και η εκκλησιαστική πολιτική, οι βυζαντινές χρονογραφίες καταγράφουν τις αυτοκρατορικές αποφάσεις με αυστηρά ουδέτερους όρους: αΟ αυτοκράτορας απέστειλε πρεσβεία στους Άραβες», για παράδειγμα. Όμως πίσω απ’ αυτές τις μονότονες αναφορές, μπορούμε να επιχειρήσουμε την ανασύσταση της διαδικασίας με την οποία έπαιρναν παρόμοιες αποφάσεις. Ο ηγεμόνας με τους συμβούλους του αναζητούν τον καλύτερο τρόπο χειρισμού μιας διαπραγμάτευσης με τον χαλίφη· πρέπει να επιλέξουν τους κατάλληλους πρεσβευτές (χρησιμοποιούνται εξίσου λαϊκοί και εκκλησιαστικοί), να διαλέξουν τα αρμόζοντα δώρα, να οργανώσουν τη στρατιωτική συνοδεία και να συγκεντρώσουν τα απαραίτητα χρήματα για την αντιμετώπιση τυχόν προβλημάτων στη διάρκεια του ταξιδιού. Σε πολλά από τα παραπάνω, ο ηγεμόνας μπορεί να έχει λόγο  να εξασφαλίσει τις υπηρεσίες ενός έμπιστου συμβούλου του ως επικεφαλής της αντιπροσωπείας, να επιμείνει ότι το βασικό δώρο πρέπει να είναι ένα τόπι μετάξι και όχι κάποιο χειρόγραφο, και πάει λέγοντας. Συνήθως οι λεπτομέρειες αυτού του τύπου δεν καταγράφονται οι ιστορικές πηγές αφήνουν να εννοηθεί ότι οι υπουργοί και οι υφιστάμενοί τους φροντίζουν για τα πάντα. Όμως είναι ξεκάθαρο πως κάποιοι ηγεμόνες είναι πιο ικανοί να διεκπεραιώσουν αυτά ειδικά τα κυβερνητικά καθήκοντα απ’ ό,τι άλλοι.

Σύμφωνα με τους άνδρες ιστορικούς που γράφουν γι’ αυτές, οι αυτοκράτειρες είναι πολύ λιγότερο προικισμένες να κυβερνούν απ’ όσο οι αυτοκράτορες. Ως γυναίκες πάσχουν από έμφυτες αδυναμίες, σωματικές όσο και ηθικές δεν έχουν εμπειρία και γνώση της πολιτικής κι έτσι δεν κρίνονται ικανές να ασκούν θετική επίδραση σε παρόμοια θέματα. Θεωρείται ότι εξαιτίας της φύσης τους εξαρτώνται ακόμη περισσότερο απ’ όσο οι άνδρες ηγεμόνες από τις συμβουλές των έμπιστων υπηρετών τους και των έμπειρων διοικητικών υπαλλήλων. Πιστεύεται μάλιστα πως είναι ιδιαιτέρως εξαρτημένες από τους ευνούχους, τους αυλικούς που έχουν άμεση πρόσβαση στα διαμερίσματα των γυναικών στα βασιλικά ανάκτορα. Και όταν τα πράγματα εξελίσσονται άσχημα, παρ’ όλ’ αυτά, οι γυναίκες φορτώνονται περισσότερη ευθύνη απ’ όση αναλογεί στο μερίδιό τους. Αν και αρκετοί άνδρες ηγεμόνες εξαρτώνται εξίσου από τους ευνούχους τους, οι γυναίκες είναι συχνά τα θύματα στη διαδικασία της ιστορικής παρερμηνείας. Οι ιστορικές πηγές αναγνωρίζουν στους άνδρες πολύ μεγαλύτερη επιρροή στη διακυβέρνηση απ’ όσο στις γυναίκες. Τα στερεότυπα σε σχέση με το φύλο ανθούσαν στο Βυζάντιο και είναι προφανή στον ιστορικό κανόνα.

Πράγματι, στα θρησκευτικά ζητήματα και στα θέματα ορισμού της ορθής πίστης, οι άνδρες ηγεμόνες άλλοτε εξυμνούνται ως προστάτες της Ορθοδοξίας και άλλοτε χρεώνονται για την εμμονή τους σε ανάρμοστες πρακτικές και αιρετικές απόψεις, γεγονός που σχετίζεται με την υποτιθέμενη δυνατότητά τους να κατανοούν είτε να παρερμηνεύουν τη θεολογία. Αντιθέτους, τεκμαίρεται ότι οι γυναίκες είναι ανίκανες να παρακολουθήσουν τα πολύπλοκα θεολογικά επιχειρήματα, ενώ έχουν τυφλή πίστη στα αναπαραστατικά λατρευτικά βοηθήματα, όπως οι ιερές εικόνες. Σε αυτόν τον τομέα, όπως άλλωστε και σε άλλους, οι σχολιαστές και όσοι καταγράφουν τα γεγονότα, που φυσικά είναι άνδρες, κυριαρχούνται από εναργέστατες προκαταλήψεις. Για παράδειγμα, ιδού πώς ο Ιγνάτιος ο ιεροδιάκονος υπενθυμίζει τον ρόλο της αυτοκράτειρας στην Οικουμενική Σύνοδο του 787: <ιΗ Ειρήνη ήταν μια απλή γυναίκα, η οποία όμως διέθετε αγάπη για τον Θεό και σταθερή πίστη, αν όντως είναι σωστό να ονομάζεται γυναίκα αυτή που υπερκέρασε ακόμη και τους άνδρες σε ευλάβεια και κατανόηση· διότι ήταν όργανο του Θεού στην αγάπη Του και στο έλεος Του για την ανθρωπότητα». Όσο και αν η πρόθεση του ιεροδιακόνου είναι επαινετική, οι παραδοχές που υποκρύπτει ο έπαινος δεν είναι διόλου κολακευτικές για τις γυναίκες.

Και όντως, είναι ακριβώς στο πεδίο της θρησκευτικής πρακτικής όπου οι τρεις αυτοκράτειρες, τις οποίες μελετούμε στο παρόν βιβλίο, εφάρμοσαν καινοφανείς πολιτικές. Επέμειναν στην απόρριψη αυτού που θεωρούσαν νεωτερισμό  την κατάργηση των ιερών εικόνων την οποία είχαν επιβάλει οι άνδρες συγγενείς τους. Η Ειρήνη, η Ευφροσύνη και η Θεοδώρα άλλαξαν βαθιά τον ρου της Ιστορίας, εξασφαλίζοντας την ανατροπή της επίσημης εικονομαχίας και αναστηλώνοντας τις εικόνες στη λατρευτική τους θέση. Η τέχνη, και όχι μόνον αυτή, του Βυζαντίου, του Ισλάμ και της Δύσης θα ήταν διαφορετική, ενδεχομένως και τελείως διαφορετική, χωρίς αυτές τις τρεις γυναίκες. Οι μέθοδοι που χρησιμοποίησαν για να χειραγωγήσουν τις αυλικές φατρίες, να παρακάμψουν επιδέξια τους εικονομάχους συμβούλους τους και θεολόγους, καθώς και η επιμονή τους, όλα αντικατοπτρίζουν τη θέλησή τους να δράσουν αυτοβούλως, να αναπτύξουν πρωτοβουλίες και να επιβάλουν  τις αποφάσεις τους με όλη τη δύναμη που διέθεταν ως πανίσχυροι ηγεμόνες. Όμως πρώτα πρέπει να εντάξουμε την ιστορία του κατορθώματος τους στο πλαίσιο του Βυζαντίου του Η' αιώνα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Η Κωνσταντινούπολη, και ο κόσμος του Βυζαντίου

ΚΑΤΑ ΤΟΝ Δ' Μ.Χ. ΑΙΩΝΑ, Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ Μεσογείου, που αποτελούσε εδώ και καιρό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, άλλαξε δραματικά χάρη στην ίδρυση μιας καινούργιας πρωτεύουσας. Το 330, στην τοποθεσία της αρχαίας ελληνικής αποικίας του Βυζαντίου η οποία δεσπόζει στον Βόσπορο, το στενό που χωρίζει την Ευρώπη από την Ασία, ο Κωνσταντίνος Α' εγκαινίασε την πόλη που πήρε το όνομά του. Η Κωνσταντινούπολη ήταν επίσης γνωστή από την αρχή και σαν Νέα Ρώμη, όνομα που υποδείκνυε τον ρόλο της ως ανατολικής πρωτεύουσας ισοδύναμης με την Παλαιά Ρώμη στις όχθες του Τίβερη. Έμελλε να επιζήσει περισσότερο από την προκάτοχό της ως κέντρο στο οποίο οδηγούσαν όλοι οι ρωμαϊκοί δρόμοι και όλες οι θαλάσσιες οδοί, αλλά και ως έδρα της αυτοκρατορικής κυβέρνησης, για περισσότερο από χίλια χρόνια, μέχρι το 1453. Εξακολούθησε να αυτοπροσδιορίζεται ως πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οι πολίτες της οποίας ήταν Ρωμαίοι (Ρωμιοί στα ελληνικά). Οι κάτοικοι της πρωτεύουσας καμάρωναν να ονομάζονται Βυζαντινοί (από το όνομα της αρχαίας αποικίας), ονομασία που επιφύλασσαν αποκλειστικά για τους εαυτούς τους. Κατά τον χριστιανικό Μεσαίωνα, η πόλη του Κωνσταντίνου ήταν η μεγαλύτερη, πλουσιότερη και πιο όμορφη μητρόπολη του τότε γνωστού κόσμου.

Ωστόσο, αυτή η εξέλιξη δεν ήταν διόλου αναπόφευκτη. Η Κωνσταντινούπολη δεν ήταν παρά ένα αχανές εργοτάξιο όσο ζούσε ο ιδρυτής της. Οι γιοι του Κωνσταντίνου Α' και οι πιο μακρινοί συγγενείς του, οι οποίοι κυβέρνησαν το ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας, κάλλιστα θα μπορούσαν να είχαν προτιμήσει τα ήδη καθιερωμένα αστικά κέντρα αυτοκρατορικής διακυβέρνησης: τη Νικομήδεια, την οποία είχε ανοικοδομήσει και εξωραΐσει ο Διοκλητιανός στα τέλη του Γ' αιώνα, ή την Αντιόχεια, την οποία προτιμούσε ο Ιουλιανός. Ωστόσο ορισμένοι παράγοντες εξασφάλισαν μετά το δεύτερο τέταρτο του Ε' αιώνα την εξέχουσα θέση της Κωνσταντινούπολης, η οποία ήδη αναφερόταν ως «Βασιλεύουσα» ή «αυτοκρατορική πόλη».

Ο πρώτος εξ αυτών έγκειται στη γεωγραφική της θέση. Επιλέγοντας αυτή την τριγωνική χερσόνησο, οι αρχαίοι Έλληνες από τα Μέγαρα διάλεξαν έναν εντυπωσιακό βράχο που έλεγχε το ναυτικό πέρασμα ανάμεσα στη Μαύρη Θάλασσα και στο Αιγαίο. Ήταν μια τοποθεσία που μπορούσαν να την υπερασπίζονται εύκολα, ενώ παράλληλα διέθετε λιμάνι με βαθιά νερά σε έναν όρμο που τον ονόμασαν Κεράτιο κόλπο το λιμάνι προστατευόταν με μια σιδερένια αλυσίδα που την κρεμούσαν ανάμεσα στην πόλη και την περιοχή στα βόρεια η οποία αργότερα ονομάστηκε Γαλατάς ή Πέρα. Αυτό ήταν κάτι που επέτρεπε στα πλοία να αγκυροβολούν και να ξεφορτώνουν με ασφάλεια στο βόρειο άκρο της πόλης, γεγονός που ενθάρρυνε την ανάπτυξη τόσο του θαλάσσιου εμπορίου, όσο και των ναυπηγικών και επισκευαστικών εργασιών. Μέσα σε λίγες γενιές μετά την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης, οι αυτοκράτορες εκμεταλλεύθηκαν τη στρατηγική της θέση και επέβαλαν δασμούς σε όλα τα φορτία που μεταφέρονταν μέσω της θαλάσσιας οδού του Βοσπόρου. Η ναυτική δεξιότητα και η εμπειρία των Βυζαντινών στα νερά του Βοσπόρου, με τα επικίνδυνα υποθαλάσσια ρεύματά του, ήταν εγγυήσεις για τον έλεγχο που ασκούσε η πόλη στη στενή υδάτινη λωρίδα και συνέτειναν στη μετατροπή της Κωνσταντινούπολης σε διεθνή εμπορικό λιμένα.

Οι χερσαίες και οι θαλάσσιες οδοί, που συνέκλιναν εξίσου στην Κωνσταντινούπολη, κατέκλυζαν με απέραντη ποικιλία αγαθών τις αγορές της πόλης. Μπαχαρικά, πιπέρι, ελεφαντόδοντο, πολύτιμοι λίθοι και θυμιάματα έφταναν από την Ανατολή μέσω της Ερυθράς Θαλάσσης και της Αιγύπτου γούνες, κεχριμπάρι, χρυσάφι και γρανάτης από τον Βορρά· μετάξι, κοσμήματα και πορσελάνες μεταφέρονταν διά της χερσαίας οδού από την Κίνα, η οποία αποκατέστησε επαφές με το Βυζάντιο τον Ζ' αιώνα τέλος, παστά ψάρια, κρασί, εξαιρετικής ποιότητας κεραμικά και λυχνάρια εισάγονταν από τη Δυτική Μεσόγειο. Όλη αυτή την οικονομική δραστηριότητα την ενθάρρυνε η απόφαση του Κωνσταντίνου να μεταφέρει αποθέματα σιτηρών από την Αίγυπτο για να θρέψει τον πληθυσμό της καινούργιας του πρωτεύουσας, κατά τα πρότυπα της Παλαιάς Ρώμης. Επίλεκτοι κάτοικοι της πόλης σιτίζονταν δωρεάν με ψωμί ζυμωμένο από το υψηλής ποιότητας σιτάρι που καλλιεργούνταν στην κοιλάδα του Νείλου. Όταν ολοκληρώθηκε η κατασκευή του Ιπποδρόμου, του επίκεντρου της δημόσιας ψυχαγωγίας, και καθιερώθηκαν οι αρματοδρομίες και οι ιπποδρομίες, η ρωμαϊκή παράδοση του δωρεάν άρτου και θεαμάτων προσέλκυσε με τη σειρά της, και πολύ σύντομα, νέα στρώματα πληθυσμού.

Ένας δεύτερος παράγοντας ενίσχυε την αυτοκρατορική διάσταση της πόλης: η μεγαλοπρέπεια και η πολυτέλεια των δημοσίων κτηρίων που σχεδιάστηκαν όπως ταίριαζε σε μια πρωτεύουσα, είχαν ωστόσο προσαρμοστεί στη μορφολογία των λόφων του αρχαίου Βυζαντίου που δέσποζαν με την υπέροχη θέα τους στη Θάλασσα του Μαρμαρά προς τον νότο και στον Βόσπορο προς τον βορρά. Η Κωνσταντινούπολη εξαπλώθηκε με παραδοσιακό τρόπο, με ένα λαμπρό ανάκτορο κοντά στον Ιππόδρομο (που εν μέρει τον είχε ήδη κατασκευάσει ο Σεπτίμιος Σεβήρος), μεγάλες λεωφόρους με κιονοστοιχίες οι οποίες συνέδεαν τα δημόσια κτήρια και τα μνημεία που είχαν ανεγερθεί σε ανάμνηση ιστορικών γεγονότων. Αμιλλόμενοι μεταξύ τους, ο ένας μετά τον άλλον οι αυτοκράτορες άφησαν τα σημάδια τους στην αναπτυσσόμενη πρωτεύουσα, οικοδομώντας αναμνηστικές στήλες που έφεραν στην κορυφή τους αυτοκρατορικά αγάλματα, κτίζοντας αψίδες θριάμβου και πολυτελή δημόσια λουτρά, αγορές, φόρα και ξενώνες. Παράλληλα δεν αγνόησαν την παραδοσιακή διακόσμηση των αρχαίων πόλεων με διάσημα έργα της κλασικής τέχνης: μια τεράστια ορειχάλκινη Αθηνά μεταφέρθηκε από την Αθήνα και τέσσερα επίχρυσα ορειχάλκινα άλογα, που πιστεύεται ότι μεταφέρθηκαν από τη Χίο, τοποθετήθηκαν πάνω από την είσοδο του Ιπποδρόμου. (Μετά το 1 204 τα λαφυραγώγησαν οι Ενετοί, για να τα τοποθετήσουν στην πρόσοψη της εκκλησίας του Αγίου Μάρκου.) Μέσα στον στίβο, στην κεντρική διακλάδωση που χώριζε την πίστα σε διαδρόμους, ένας Ηρακλής, έργο του Λύσιππου, η δελφική στήλη με το περιελισσόμενο φίδι κι ένας οβελίσκος από την Αίγυπτο, που πάνω του ήταν καταγραμμένη μια στρατιωτική νίκη στα ιερογλυφικά, προστέθηκαν πλάι σε άλλα διάσημα μνημεία.

Πολλοί δημόσιοι χώροι στη νέα πρωτεύουσα πήραν το όνομά τους από τα διακεκριμένα αυτοκρατορικά αγάλματα που τους διακοσμούσαν: η Αγορά του Κωνσταντίνου από ένα μνημειακό άγαλμα του ιδρυτή της πόλης στην κορυφή μιας κολόνας από πορφυρίτη. Το άγαλμα είχε ένα ακτινωτό στέμμα, γι’ αυτό τον λόγο οι κάτοικοι της πρωτεύουσας έλεγαν πως αναπαριστούσε αρχικά τον Απόλλωνα και πως ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος το είχε χρησιμοποιήσει για λογαριασμό του για να επιβεβαιώσει με αυτόν τον τρόπο την προσωπική του αφοσίωση στον θεό Ήλιο. Παρομοίως, το Αυγουστείον όφειλε το όνομά του σ’ ένα άγαλμα της περίφημης αυγούστας Ελένης, της μητέρας του Κωνσταντίνου, καθώς και στα αγάλματα μερικών άλλων αυτοκρατόρων και αυτοκρατορισσών. Άλλωστε πολλά αρχαία αγάλματα που παρίσταναν θεούς και θεές κοσμούσαν το κέντρο της πόλης: ο Δίας, η Ήρα, η Αφροδίτη, ενώ ο ήλιος και η σελήνη αντιπροσωπεύονταν από τον Απόλλωνα και την Άρτεμη. Στην ακρόπολη του αρχαίου Βυζαντίου ναοί αφιερωμένοι στη Ρέα, τη μητέρα των θεών, και την Τύχη παρέμειναν ως είχαν με τις οικείες αναπαραστάσεις αυτών των σημαντικών θεοτήτων. Αγάλματα των Μουσών και πολλών άλλων λιγότερο γνωστών εγχώριων θεών κοσμούσαν τα σταυροδρόμια και τους δημόσιους χώρους. Στα μέσα του ΣΤ' αιώνα, όταν ο αυτοκράτορας αποφάσισε να τα διανείμει σε άλλες περιφέρειες, μόνο από το κέντρο της πόλης απομακρύνθηκαν περισσότερα από τετρακόσια έργα της κλασικής τέχνης.

Βέβαια, επειδή η Κωνσταντινούπολη ήταν από την ίδρυσή της και χριστιανική πόλη, ο Κωνσταντίνος φρόντισε να οικοδομήσει έναν ναό αφιερωμένο στους αγίους Αποστόλους, όπου και τοποθετήθηκαν τα ιερά λείψανα των αγίων Ανδρέα και Λουκά. Αυτό το καινούργιο χαρακτηριστικό, τον τρίτο παράγοντα που ευνόησε την ανάπτυξη της πόλης, το τόνισε κατασκευάζοντας το αυτοκρατορικό μαυσωλείο προσαρτημένο στον προαναφερθέντα ναό, εκεί που ο αυτοκράτορας επέλεξε να ταφεί μετά τον θάνατό του. Υιοθετώντας τη χριστιανική μορφή ταφής σε σαρκοφάγο, αντί για τη ρωμαϊκή παράδοση της αποτέφρωσης, ο ιδρυτής της πόλης δημιούργησε ένα σημαντικό προηγούμενο. Συγκίνησε όλους τους απογόνους του και πολλούς άλλους ηγεμόνες, που αργότερα διάλεξαν να ταφούν και αυτοί στην ίδια ροτόντα. Οι αυτοκράτορες εξακολούθησαν να υποστηρίζουν το κτίσιμο χριστιανικών εκκλησιών και ο καθένας προσπαθούσε να ξεπεράσει τον προκάτοχό του σε μεγαλοπρέπεια και πολυτελή διακόσμηση. Η επέκταση των χριστιανικών μνημείων υπήρξε πρωτοφανής. Στο πέρασμα των αιώνων οι αυτοκράτορες, καθώς και πολλοί άρχοντες, αφιέρωναν τα πλούτη τους στη συλλογή των ιερών λειψάνων των σημαντικότερων Χριστιανών αγίων, τα οποία στέγαζαν κατόπιν στις εκκλησίες που οικοδομούσαν. Έκτιζαν επίσης ιδρύματα χριστιανικής αγαθοεργίας, τα οποία συχνά ήταν αφιερωμένα σε μια συγκεκριμένη κοινωνική λειτουργία: μοναστήρια, πτωχοκομεία, ξενώνες, ορφανοτροφεία, γηροκομεία, νεκροταφεία για τους ξένους. Σταδιακά τα χριστιανικά κτήρια υπερίσχυσαν παραγκωνίζοντας τα κλασικά μνημεία όπως τη Σύγκλητο, το Νομισματοκοπείο και τον Ιππόδρομο, που όλα τους ήταν διακοσμημένα με αρχαία αγάλματα. Αυτά που εμείς σήμερα ξεχωρίζουμε σε ιερά και σε κοσμικά συνυπήρχαν δημιουργώντας μια πρωτοφανή αφθονία.

Σύντομα η Κωνσταντινούπολη ξεπέρασε τα όρια που είχε σχεδιάσει ο Κωνσταντίνος Α'. Στα χρόνια του Θεοδόσιου Β' (408-450), μια τεράστια έκταση που εκτεινόταν πέρα από το αρχικό τείχος περιτειχίστηκε διπλασιάζοντας σχεδόν το μέγεθος της πόλης. Η νέα τριπλή οχυρωματική γραμμή που κατασκευάστηκε είναι ακόμη και σήμερα το πρώτο τμήμα της αρχαίας Κωνσταντινούπολης, το οποίο εντυπωσιάζει τον επισκέπτη που φτάνει από τη στεριά. Σηματοδοτεί το επίτευγμα των κτιτόρων του Ε' αιώνα: ο ογκώδης προστατευτικός περίβολος που κατασκεύασαν άντεξε πολλές πολιορκίες και κράτησε μακριά όλους τους εχθρούς μέχρι το 1204. Κατά μήκος της ακτής του Μαρμαρά και του Κεράτιου κόλπου, αμυντικές οχυρώσεις ενώνονταν με τα χερσαία τείχη περιβάλλοντας έτσι όλη την περιοχή της νέας πόλης. Τα χερσαία τείχη δεν υπέστησαν αλλαγές, εκτός από την ισχυροποίηση των οχυρών θέσεων γύρω από τον ναό των Βλαχερνών στα βορειοδυτικά, που έγινε μαζί με την ενίσχυση των θαλάσσιων τειχών. Μέσα στον περίβολο κατασκευάστηκαν σιταποθήκες και δεξαμενές, μερικές σκεπαστές και άλλες ανοιχτές, που διασφάλιζαν την επάρκεια σιτηρών και νερού για τον αυξανόμενο πληθυσμό. Ο αυτοκράτορας Ουάλης (364378) είχε ήδη συνδέσει την πόλη με τα δάση στα βορειοδυτικά, κατασκευάζοντας ένα μεγάλο υδραγωγείο το οποίο τροφοδοτούσε με νερό τις ανάγκες των κατοίκων για πλύσιμο, μαγείρεμα και αγροκαλλιέργειες. Πρόσθετα λιμάνια δημιουργήθηκαν για την εκφόρτωση ζώων και τροφίμων. Η Κωνσταντινούπολη έγινε σύντομα διάσημη τόσο για την ανυπέρβλητη οχύρωσή της, όσο και για την ικανότητά της να συντηρεί την καθημερινή ζωή εντός των τειχών ακόμη και υπό καθεστώς πολιορκίας.

Μέσα στην πόλη το οικοδόμημα που ακόμη και σήμερα δεσπόζει στον ορίζοντα είναι ο ναός της Αγίας Σοφίας. Κτίστηκε με διαταγή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού μετά την πυρκαγιά που προξένησε το εξεγερμένο πλήθος στο κέντρο της πόλης στη διάρκεια της Στάσης του Νίκα, το 532. Πέντε χρόνια αργότερα, στα θυρανοίξιά της, ήταν η μεγαλύτερη εκκλησία του τότε γνωστού κόσμουφωτιζόταν από πολυάριθμα παράθυρα που βρίσκονταν στον πελώριο τρούλο (31 μέτρα διάμετρος), ο οποίος έχει ύψος 55 μέτρα. Μέχρι το 1547, οπότε ο Μπραμάντε και ο Μιχαήλ Άγγελος ύψωσαν τον τρούλο του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη, αυτή η οροφή ήταν μοναδική. Για αιώνες προκαλούσε δέος και θαυμασμό στους επισκέπτες της. Ακόμη και σήμερα, το κολοσσιαίο της μέγεθος και ο όγκος της εντυπωσιάζουν με τη δύναμή τους. Απ’ αυτή την άποψη αντικατοπτρίζει την επιθυμία του ιδρυτή της να ξεπεράσει τον Σολομώντα και να κατασκευάσει ένα μνημείο μεγαλύτερο και μεγαλοπρεπέστερο από οποιοδήποτε άλλο. Η φιλοδοξία του Ιουστινιανού βρήκε το ταίρι της στην τεχνική επιδεξιότητα δύο μαθηματικών, του Ανθέμιου από τις Τράλλεις και του Ισίδωρου από τη Μίλητο, οι οποίοι σχέδιασαν το οικοδόμημα. Τα σχέδιά τους δεν εμπόδισαν τον τρούλο να καταρρεύσει κάμποσες φορές, όμως πάντοτε επισκευαζόταν. Με τις ενισχυμένες της αντηρίδες, η Αγία Σοφία άντεξε σεισμούς και εισβολές. Η αρχιτεκτονική της αποτέλεσε το πρότυπο για τα μεγάλα τζαμιά της Ιστανμπούλ, που σήμερα απηχούν το μεγαλείο της.

Τον ΣΤ' αιώνα ο χαρακτήρας της πόλης είχε εδραιωθεί: ήταν μια κοσμοπολίτικη μητρόπολις, μια μεγαλούπολη σε σύγκριση με τις άλλες πόλεις και η έδρα της ρωμαϊκής αυτοκρατορικής κυβέρνησης που εξούσιαζε την Ανατολική Μεσόγειο. Τα τείχη της την προστάτευαν αποτελεσματικά και σύμβολό της ήταν η Αγία Σοφία. Την κυβερνούσε το ανάκτορο, το οποίο καταλάμβανε μια μεγάλη έκταση ανάμεσα στην ακτή και στον Ιππόδρομο. Αυτό το Μέγα Παλάτιο είχε επεκταθεί σταδιακά από τα αρχικά οικοδομήματα του Κωνσταντίνου Α' (το Ανάκτορο της Δάφνης, το Αυγουστείον, τη βασιλική εκκλησία και τα κτίσματα για τη φρουρά), τα οποία είχαν σχεδιαστεί σύμφωνα με το πρότυπο της Παλαιάς Ρώμης. Συνδέονταν με τον Ιππόδρομο με τον ίδιο τρόπο που ο Παλατίνος λόφος συνδεόταν με το Circus Maximus στη Ρώμη. Σχεδόν όλοι οι αυτοκράτορες πρόσθεταν τα δικά τους κτίσματα. Στα τέλη του Ζ' αιώνα, ο Ιουστινιανός Β' περιτείχισε όλη την περιοχή του Μεγάλου Παλατιού και εκπλήρωσε τα φιλόδοξα σχέδιά του για ένα καινούργιο ανάκτορο, την Αίθουσα του Χρυσοτρίκλινου, το οποίο εξασφάλιζε ακόμη περισσότερα καταλύματα για την αυτοκρατορική οικογένεια. Ο Κωνσταντίνος Ε' (741-775) επιβεβαίωσε τη σπουδαιότητα του Χρυσοτρίκλινου προσθέτοντας μια καινούργια εκκλησία αφιερωμένη στη Μητέρα του Θεού, στον Φάρο (πρόκειται για τον φανό που οδηγούσε τα πλοία στο λιμάνι του ανακτόρου). Στα μέσα του Η' αιώνα ετούτη η τεράστια περιοχή περιέκλειε μια ολόκληρη σειρά κτηρίων: κατοικίες, αίθουσες συμποσίων και εορτών, εκκλησίες, κυβερνητικά γραφεία, στρατώνες, αρχειοφυλάκια· όλα συνδέονταν με κήπους, δενδροστοιχίες, στοές, διαδρόμους και σκεπαστές διόδους, μερικές εκ των οποίων ήταν κρυφές, όλα κομψά σχεδιασμένα ώστε να εκμεταλλεύονται στο έπακρο τη φυσική κλίση του εδάφους.

Στην κορυφή της πλαγιάς βρισκόταν ο Ιππόδρομος, ο ομφαλός της πόλης, όπου διεξάγονταν αρματοδρομίες και ιπποδρομίες, αθλητικοί αγώνες και θεατρικές παραστάσεις. Με τις αρματοδρομίες δεν παθιαζόταν μόνον ο λαός της Κωνσταντινούπολης αλλά και οι ηγεμόνες της, οι οποίοι κάποιες φορές συμμετείχαν προσωπικά σε αυτές. Στον Ιππόδρομο ηρωοποιούνταν οι αθλητές και οι θρίαμβοί τους δοξάζονταν με μνημεία που ανεγείρονταν μέσα στον αγωνιστικό χώρο. Έτσι, τον ΣΤ' αιώνα, ο Πορφύριος τιμήθηκε με ένα γλυπτό που τον παρίστανε να νικά σε μια αρματοδρομία οδηγώντας το τέθριππό του. Αυτή η δημόσια ψυχαγωγία οργανωνόταν από τους Βένετους και τους Πράσινους, δύο ομάδες αξιωματούχων που αναγνωρίζονταν από τα χρώματα των ρούχων τους. Διοργάνωναν τα σχετικά με τις αρματοδρομίες και παράλληλα γυμναστικές επιδείξεις, αγώνες πάλης και τις δημοφιλέστατες παραστάσεις μίμων που αφηγούνταν γνωστές ιστορίες με μουσική συνοδεία, συχνά και με χορό. Ήδη από τον καιρό του Κωνσταντίνου, οι αγώνες μεταξύ μονομάχων όσο και ανάμεσα σε άγρια θηρία και ελαφρά οπλισμένους σκλάβους, αιχμάλωτους και διωκόμενους Χριστιανούς είχαν καταργηθεί ως ανάρμοστες μορφές ψυχαγωγίας.

Όπως και στην αρχαία Ρώμη, ο Ιππόδρομος χρησιμοποιείτο επίσης για τις νικηφόρες παρελάσεις και άλλες αυτοκρατορικές τελετές. Από το αυτοκρατορικό θεωρείο (κάθισμα), ένα μεγάλο μπαλκόνι που είχε πρόσβαση στο ανάκτορο, ο αυτοκράτορας χαιρετούσε τα συγκεντρωμένα πλήθη. Οι συγκλητικοί κάθονταν σε μαρμάρινα έδρανα και οι υπόλοιποι σε ξύλινες κερκίδες. Για να διευκολύνεται η πρόσβαση, το βασιλικό θεωρείο συνδεόταν με το ανάκτορο με μια εσωτερική σκάλα. Ο Ιουστινιανός Β' διασφάλισε την απευθείας σύνδεση ανάμεσα στο κτηριακό συγκρότημα του Χρυσοτρίκλινου και στον Ιππόδρομο μέσω μιας μακριάς σκεπαστής οδού. Αυτή η οδός είχε ζωτική σημασία, επειδή ο Ιππόδρομος ήταν σημαντικός τόπος συγκέντρωσης για την πόλη. Μάλιστα σε περιόδους αναταραχής ήταν το κεντρικό σημείο όπου μαζεύονταν τα πλήθη για να διαμαρτυρηθούν, να απαιτήσουν αλλαγές, να στασιάσουν, ακόμη και να επιτεθούν κατά των ηγεμόνων τους. Όμως σε περιόδους ομαλότητας η σκεπαστή οδός έφερνε τους αυτοκράτορες και τους αυλικούς τους στο αυτοκρατορικό θεωρείο που δέσποζε στη γραμμή τερματισμού των αρματοδρομιών, απ’ όπου και επόπτευαν τους αγώνες. Απ’ αυτή την προνομιούχο θέση επευφημούσαν τους θριαμβευτές αρματηλάτες, αποσύρονταν στο ανάκτορο στο μεσοδιάστημα ανάμεσα στα αγωνίσματα και επανεμφανίζονταν με διαφορετικές ενδυμασίες για να στεφανώσουν τους νικητές.

Τον αυτοκράτορα τον προστάτευε από το περιβάλλον της πόλης μια παρεμφερής ιδιωτική οδός, που του επέτρεπε να επισκέπτεται την Αγία Σοφία χωρίς να εξέρχεται από το ανάκτορο. Ένας μακρύς, υπερυψωμένος πεζοδρόμος που διέσχιζε παραπλεύρως το Αυγουστείον και μέρος της εκκλησίας που συνδεόταν με το Πατριαρχείο εξασφάλιζε στους ηγεμόνες την πρόσβαση στο υπερώο της νοτιοδυτικής γωνιάς που προοριζόταν για την αποκλειστική τους χρήση. Ο ίδιος δρόμος παρείχε ασφαλή σύνδεση με τον πατριάρχη, το ανάκτορο του οποίου συνόρευε με τον μητροπολιτικό ναό σε εκείνο ακριβώς το σημείο. Ο πατριάρχης μπορούσε επίσης να χρησιμοποιεί τον ίδιο δρόμο για να επισκέπτεται το αυτοκρατορικό ανάκτορο. Έτσι η κεντρική διοίκηση της Αυτοκρατορίας λειτουργούσε ως επί το πλείστον μέσα στο Μέγα Παλάτιο η αυτοκρατορική Αυλή, το εκκλησιαστικό κέντρο, η βασική εστία λατρείας κι ένας από τους σημαντικότερους τόπους δημοσίων συγκεντρώσεων των κατοίκων της Κωνσταντινούπολης συνδέονταν μεταξύ τους. Η υπόλοιπη πόλη, που εκτεινόταν μέχρι τα τείχη στα δυτικά, διαιρούνταν σε δεκατρείς περιφέρειες και περιβαλλόταν χαρακτηριστικά από επτά λόφους, στο πρότυπο της αρχαίας Ρώμης. Οι διάφορες περιοχές συνδέονταν με φαρδείς δρόμους πλαισιωμένους με στοές γεμάτες καταστήματα, οι οποίοι κατά διαστήματα διακόπτονταν από αψίδες θριάμβου, ευρύχωρες πλατείες με δημόσια κτήρια, κρήνες, αγορές και κήπους  με δυο λόγια όλα τα χαρακτηριστικά της κλασικής πόλης. Στην καρδιά αυτής της νεόκτιστης πρωτεύουσας, βαθιά μες στο ανάκτορο, βρισκόταν η αυτοκρατορική Αυλή.

Το τυπικό της Αυλής

Η Αυλή της Κωνσταντινούπολης συνδύαζε τρία διαφορετικά στοιχεία: κατ’ αρχάς υπήρχε η παραδοσιακή ρωμαϊκή ιεραρχία με τις τάξεις των ακολούθων, άλλοι εκ των οποίων είχαν ειδικά καθήκοντα και άλλοι τιμητικές υπηρεσίες δεύτερο στοιχείο ήταν το τυπικό της περσικής Αυλής, οι τελετουργικές ενδυμασίες και η χρησιμοποίηση ευνούχων η οποία γενικεύθηκε από τον Διοκλητιανό στα τέλη του Γ' αιώνα· και τέλος η συνεχώς αυξανόμενη χριστιανική επιρροή, η οποία προσάρμοζε το φυσικό σκηνικό της βασιλικής Αυλής ώστε να προσομοιάζει στην αντίστοιχη επουράνια. Σύμφωνα με την ανάλυση που εγκαινίασε ο επίσκοπος Ευσέβιος όσο ζούσε ακόμη ο Κωνσταντίνος Α', ο αυτοκράτορας ήταν ο αντιπρόσωπος του Θεού και υπηρετούσε ως επίτροπός του επί της γης. Κυβερνούσε την Αυτοκρατορία με θεϊκή εξουσιοδότηση και αυτό το κατόρθωνε μόνο με τη βοήθεια του Θεού. Τα αυτοκρατορικά τελετουργικά της υποδοχής, της ακρόασης και της κρίσης αναπτύχτηκαν σύμφωνα με αυτό το πρότυπο, το οποίο ενίσχυε συνεχώς την εξουσία του ηγεμόνα που λατρευόταν σαν θεός, αυξάνοντας την απόσταση ανάμεσα σε αυτόν και σε όποιο πρόσωπο στεκόταν απέναντι στην αυτοκρατορική του παρουσία. Ο αυτοκράτορας καθόταν σ’ έναν υπερυψωμένο θρόνο και οι επισκέπτες επιδίδονταν στην «προσκύνηση» ενώπιον του (ακουμπούσαν το μέτωπό τους στο δάπεδο). Σε αυτήν τη σκηνοθετημένη αναπαράσταση του Δικαστηρίου της Τελικής Κρίσης, η αυτοκράτειρα έπαιζε τον ρόλο της Παρθένου Μαρίας. Ως Θεοτόκος, μητέρα του Θεού, η Μαρία ήταν ο ισχυρότερος διαμεσολαβητής στο επουράνιο δικαστήριο, ρόλο τον οποίο μιμήθηκαν με επιτυχία πολλές αυτοκρατορικές σύζυγοι στη βυζαντινή Αυλή.

Υπήρχε επίσης μια πολύ πρακτική πλευρά της αυλικής ζωής· αφορούσε τις πολυάριθμες υπηρεσίες που περιέβαλλαν το αυτοκρατορικό ζεύγος. Η Αυλή προμήθευε τον μηχανισμό της διακυβέρνησης και ήταν ο τόπος των πιο σημαντικών αποφάσεων. Όταν ο αυτοκράτορας χρειαζόταν κάποια συμβουλή, συγκαλούσε τη Σύγκλητο, η οποία συνεδρίαζε ύστερα από δική του απαίτηση αφού δεν αποτελούσε πλέον ανεξάρτητο βουλευτικό σώμα· ο διορισμός, η υποδοχή και οι συνεντεύξεις με τους πρέσβεις λάμβαναν χώρα εντός της Αυλής· όλες οι επίσημες απονομές βραβείων και τα συμπόσια γίνονταν εκεί· το μεγαλύτερο μέρος του κυβερνητικού έργου διεκπεραιωνόταν από υπηρεσίες εντεταγμένες στην Αυλή και η αυτοκρατορική οικογένεια, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών και όλων των υπηρετών, κατοικούσε εντός των τειχών της. Με το πέρασμα των αιώνων αναπτύχτηκε μια ακόμη όψη της αυλικής ζωής, ένα ετήσιο εορτολόγιο που τελούνταν από τον αυτοκράτορα και μέλη της Αυλής: εορτασμός των σημαντικών ημερομηνιών (γενέθλια, επέτειοι, ιδίως της ίδρυσης της πόλης), εκκλησιαστικοί εορτασμοί και παραδοσιακές δραστηριότητες συνδεδεμένες με την αυτοκρατορική αγαθοεργία  διανομή δωρεάν τροφής, ρουχισμού, χρημάτων και άλλων δωρεών. Πολλές απ’ αυτές τις λειτουργίες ελάμβαναν χώρα μες στο Μέγα Παλάτιο και αφορούσαν μονάχα τα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας και τους επισήμους της Αυλής. Όμως άλλες δραστηριότητες, όπως η επιθεώρηση των σιταποθηκών, οδηγούσαν τον αυτοκράτορα έξω απ’ τα τείχη του ανακτόρου.

Η γλώσσα που μιλούσαν στην Αυλή ήταν κατά κανόνα τα ελληνικά. Παρότι το Βυζάντιο υπήρξε ανέκαθεν ελληνική πόλη, ο Κωνσταντίνος Α' χρησιμοποιούσε στη νέα του πρωτεύουσα μόνο τα λατινικά που είχε διδαχτεί στην Ιλλυρία και τη Δύση. Στα μέσα του ΣΤ' αιώνα, η ελληνική είχε γίνει η επίσημη γλώσσα της κυβέρνησης, μια εξέλιξη η οποία συμβολίζεται από τη γλωσσική ιστορία του Αστικού Κώδικα του Ιουστινιανού. Αν και αρχικά συντάχτηκε στα λατινικά, την παραδοσιακή γλώσσα του ρωμαϊκού δικαίου, ωστόσο μεταφράστηκε στα ελληνικά αμέσως μετά τη δημοσίευσή του το 534. Οι μεταγενέστεροι νόμοι εκδίδονταν στα ελληνικά. Μολονότι οι νομικές σχολές και ορισμένοι αυλικοί ποιητές εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούν τα λατινικά και τα στρατιωτικά παραγγέλματα καθώς και μερικοί τελετουργικοί χαιρετισμοί δεν έπαψαν να εκφέρονται με αυτόν τον παραδοσιακό τρόπο, η ελληνική γλώσσα είχε κυριαρχήσει στους περισσότερους τομείς. Τα ελληνικά ήταν η καθομιλουμένη στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης και στις εκκλησιαστικές λειτουργίες, η γλώσσα που καταλάβαιναν όλοι. Οι συγγραφείς χρησιμοποιούσαν συχνά μια πολύ πιο λόγια και δυσνόητη μορφή ελληνικών, η οποία είχε πρότυπό της την καθομιλουμένη αττική διάλεκτο της Αθήνας τον Ε' π.Χ. αιώνα, επιδιώκοντας να επιδείξουν τις γνώσεις που κατείχαν για το παρελθόν. Αντίθετα, το τρέχον ιδιόλεκτο («κοινή») επέτρεπε σε όλα τα μέλη της αυτοκρατορικής Αυλής να συμμετέχουν στη γλώσσα της κυβέρνησης, της χριστιανικής πίστης και της καθημερινής συνομιλίας.

Ως εκ τούτου η αντίθεση με την κυριαρχία της λατινικής στη Δύση ήταν έντονη. Εκεί, τα λατινικά παρέμειναν μια λόγια κλασική γλώσσα, ενώ οι ρωμανικές διάλεκτοι αναπτύχτηκαν στις μεσαιωνικές τους παραλλαγές των γαλλικών, των ισπανικών και των ιταλικών. Μορφωμένος σήμαινε να κατέχεις τη λατινική, μία δεξιότητα που συν τω χρόνω περιορίστηκε στους κληρικούς, στους μοναχούς και στα μέλη της κοινωνικής ελίτ. Η λατινική δέσποζε στη ζωή της Εκκλησίας, πράγμα που σήμαινε ότι η λειτουργία σταδιακά γινόταν όλο και λιγότερο κατανοητή σε εκείνους που μιλούσαν αγγλοσαξονικά, παλαιά γερμανικά, προβηγκιανά ή καταλανικά. Και επειδή η Δυτική Εκκλησία είχε αποδεχθεί την άποψη ότι τρεις μόνον γλώσσες ήσαν ιερές η εβραϊκή, η ελληνική και η λατινική, κατήγγελλε τη χρήση της κοινής στην άσκηση της χριστιανικής λατρείας. Οι προσευχές για να είναι αποτελεσματικές έπρεπε να εκφέρονται σε μία από τις τρεις αρχαίες γλώσσες. Αυτός ο περιορισμός τελικά απέκλεισε τη μεγάλη πλειονότητα των κατοίκων της Δύσης από την εκκλησιαστική ζωή, ενώ παράλληλα ανύψωσε τον ρόλο των κληρικών και των μοναχών που κατείχαν τη λατινική. Δημιούργησε ένα χάσμα ανάμεσα στους μορφωμένους και στον λαό. Στην Ανατολή, ωστόσο, δεν συνέβη κάτι ανάλογο. Από τη στιγμή που η καθομιλουμένη ελληνική έγινε η lingua franca της βυζαντινής Αυλής αλλά και του συνόλου της Αυτοκρατορίας, οι αμόρφωτοι, στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν και οι γυναίκες, είχαν πρόσβαση στο γλωσσικό ιδίωμα τόσο της Εκκλησίας όσο και του κράτους.

Το τρίτο φύλο

Μ έσα στο ανάκτορο μια ιεραρχία από «αγένειους άνδρες», οι ευνούχοι, διαχειριζόταν την τελετουργική ζωή της Αυλής με επικεφαλής τον προϊστάμενο του ιερού κοιτώνος, τον προαπόσιτο. Αυτοί οι ακρωτηριασμένοι αρσενικοί θεωρούνταν ιδιαιτέρως αξιόπιστοι, επειδή η κατάστασή τους τους υποχρέωνε να μη δεσμεύονται από τα συνήθη συμφέροντα των στενών οικογενειακών σχέσεων και της δημιουργίας απογόνων. Η Αυλή της Κωνσταντινούπολης διέθετε μεγάλο αριθμό θέσεων για ευνούχους, δημιουργώντας έτσι μια ομάδα αγένειων ανδρών που ξεχώριζαν από όλους τους υπόλοιπους γενειοφόρους αξιωματούχους. Σε μια κοινωνία όπου η ενηλικίωση του άρρενος σημαδευόταν από την ύπαρξη γενειάδας, η τριχοφυΐα ήταν μόνο ένα από τα πολλά χαρακτηριστικά που διαχώριζαν τους φυσιολογικούς από τους ευνουχισμένους άνδρες. Ανάλογα με την ηλικία που γινόταν η επέμβαση, μερικοί ευνούχοι διατηρούσαν τις ψιλές φωνές, τα ξανθά μαλλιά και το απαλό δέρμα της παιδικής ηλικίας, ενώ συχνά αποκτούσαν πολύ μακριά μέλη. Όσοι ευνουχίζονταν μετά την ενηλικίωσή τους διατηρούσαν τα αρσενικά χαρακτηριστικά τους. Ευνούχοι και των δύο κατηγοριών χρησιμοποιούνταν στην προσωπική υπηρεσία των ηγεμόνων και ήταν επιφορτισμένοι με συγκεκριμένες αρμοδιότητες για την ιματιοθήκη και το υπνοδωμάτιο του αυτοκράτορα, καθώς και για τον γυναικωνίτη των ανακτόρων. Δεδομένου ότι ο ευνουχισμός ήταν παράνομος στην επικράτεια της Αυτοκρατορίας, δεξαμενή άντλησης ευνούχων αποτελούσαν οι υπόδουλοι άνδρες τους οποίους συχνά εγχείριζαν πέρα από τα αυτοκρατορικά σύνορα. Οι νεαροί μορφωμένοι ευνούχοισκλάβοι ήταν εξαιρετικά ακριβοί, επειδή συνδύαζαν την αφοσίωση προς τους κυρίους τους με την κατάρτιση σε εξειδικευμένα θέματα.

Η κυριαρχία των ευνούχων στη βυζαντινή Αυλή καθιέρωσε ένα τρίτο φύλο, έναν άφυλο και ουδέτερο τομέα ανάμεσα στους άνδρες και στις γυναίκες. Λόγω της ανικανότητάς τους για αναπαραγωγή, οι αυτοκράτορες εμπιστεύονταν σε αυτούς τους αγένειους άνδρες την προστασία των θηλυκών μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας. Με τη σειρά τους, οι γυναίκες της αυτοκρατορικής οικογένειας ήταν ελεύθερες να έχουν μεγαλύτερη οικειότητα με τους ευνούχους υπηρέτες τους απ’ όση θα τους επιτρεπόταν με φυσιολογικούς άνδρες. Η κατ’ εξοχήν κυριαρχία μελών του τρίτου φύλου στα γυναικεία διαμερίσματα συνδεόταν επίσης με το γεγονός ότι οι μορφωμένοι ευνούχοι αναλάμβαναν πολύ συχνά την εκπαίδευση των βλαστών της αυτοκρατορικής οικογένειας. Τα μαθήματα του βασικού κύκλου της στοιχειώδους παιδείας τα παρακολουθούσαν επίσης παιδιά παλατιανών αξιωματούχων. Με την επιμέλεια των ευνούχων, οι πρίγκιπες και οι πριγκίπισσες διδάσκονταν τα βασικά στοιχεία της κλασικής παιδείας: γραμματική, ρητορική και λογική. Η μάθηση αφορούσε τόσο τις κόρες όσο και τους γιους, αφού παιδιά και των δύο φύλων ήταν πιθανό να παντρευτούν ξένους ηγεμόνες για να υπηρετήσουν τη διπλωματική οικοδόμηση συμμαχιών για λογαριασμό της Αυτοκρατορίας και φυσικά όφειλαν να αντιπροσωπεύουν τη βυζαντινή παιδεία στο εξωτερικό. Γι αυτό τον λόγο πριγκίπισσες και πρίγκιπες δεν ήταν απλώς εγγράμματοι, είχαν ευρύτερη μόρφωση. Εφόσον χρειαζόταν να εμβαθύνουν στις ανώτερες μαθηματικές γνώσεις (αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία και μουσική), έπρεπε να προσληφθούν εξειδικευμένοι διδάσκαλοι. Υπάρχουν μαρτυρίες για το ότι οι γιοι πολλών σχετικά απαίδευτων αυτοκρατόρων έκαναν προχωρημένες σπουδές κλασικής παιδείας μέσα στο Μέγα Παλάτιο (ο Κωνσταντίνος Ε' ή ο Θεόφιλος, για παράδειγμα). Αυτός ο παιδαγωγικός ρόλος σήμαινε ότι η ιεραρχία των ευνούχων έπρεπε να διατηρεί υψηλό επίπεδο και οφείλε να εκπαιδεύει τα μέλη της, καθώς και να στρατολογεί μορφωμένους νεοσύλλεκτους όποτε ήταν δυνατό.

Ένα άλλο σημαντικό καθήκον του αγένειου Σώματος των θαλαμηπόλων ήταν να φροντίζουν το τελετουργικό που αντιστοιχούσε στην κάθε ημέρα του αυτοκρατορικού ημερολογίου. Όταν οι τελετές αφορούσαν την παλατιανή Αυλή, οι αξιωματούχοι ευνούχοι μεριμνούσαν ώστε όλοι οι συμμετέχοντες να γνωρίζουν τους ρόλους τους για να κυλήσει ομαλά η τελετή. Η στενή τους σχέση με την αυτοκρατορική ιματιοθήκη, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι ενδυμασίες έπαιζαν ξεχωριστό ρόλο στις τελετές, τους τοποθετούσαν ως ειδήμονες στο κέντρο της αυλικής δραστηριότητας. Εκτός από το κατάλληλο ένδυμα και τα εμβλήματα του κάθε αξιώματος, ήταν ζωτικής σημασίας για κάθε μέλος της αυτοκρατορικής οικογένειας να γνωρίζει τις απαιτήσεις της κάθε τελετής. Σε αυτό το ζήτημα, οι ευνούχοι αναλάμβαναν τη σημαντική ευθύνη να εκπαιδεύσουν την αυτοκρατορική οικογένεια και τις συζύγους που δεν ανήκαν σ’ αυτήν. Και αφού οι γιοι και οι θυγατέρες, καθώς και οι συγγενείς εκ γάμου, όφειλαν να είναι παρόντες από τα παιδικά τους χρόνια, έπρεπε να μαθαίνουν τον ρόλο τους για να τον εκτελούν με ακρίβεια. Οι ευνούχοι μάθαιναν τα παιδιά να παρατηρούν και να μιμούνται το αυτοκρατορικό ζεύγος σε συγκεκριμένες περιστάσεις, ώστε να προετοιμάζονται για την εποχή που πιθανόν με τη σειρά τους θα καλούνταν να εκτελέσουν τα ίδια τελετουργικά. Στους μεσαιωνικούς χρόνους οι πρακτικές γνώσεις αυτού του τύπου μεταβιβάζονταν με την προφορική παράδοση από τη μια γενιά στην άλλη.

Έτσι η ιεραρχία των ευνούχων αντιπροσώπευε τη συνέχεια στις αυτοκρατορικές παραδόσεις με έναν τρόπο που καμιά οικογένεια δεν θα μπορούσε να εξασφαλίσει από μόνη της.

Περί της Βασιλείου τάξεως

Η εμπειρία των ευνούχων ήταν ιδιαιτέρως σημαντική για τις πιο πολύπλοκες και χρονοβόρες τελετές, όπως οι αυτοκρατορικές στέψεις, ορισμένες εκ των οποίων ήταν επιφορτισμένοι να τις καταγράφουν από τον Ε' αιώνα και εξής. Πρωταρχικός λόγος αυτής της καταγραφής ήταν η ανάγκη τεκμηρίωσης του νεωτερικού ρόλου του πατριάρχη στη στέψη ενός νέου αυτοκράτορα στην εκκλησία. Με το πέρασμα του χρόνου ενθαρρύνθηκε η καταγραφή ακόμη και των πιο αρχαίων και παγανιστικών τελετών. Χάρη στην οργανωτική αποστολή τους και στον παιδαγωγικό τους ρόλο, οι ευνούχοι συνδέθηκαν με τη συλλογή και την αντιγραφή των κειμένων αυτών των τελετών. Το Περί της Βασιλείου τάξεως, το οποίο σώζεται σε μια έκδοση του Γ αιώνα, υπογραμμίζει τον κρίσιμο ρόλο του πραιπόσιτου, του αρχιθαλαμηπόλου του ανακτόρου και επικεφαλής του σώματος των ευνούχων. Σε πολλές περιπτώσεις είναι αυτός που διευθύνει την τελετή σηματοδοτώντας τα διάφορα στάδια με το παράγγελμα: «Αν ευαρεστείσθε ...» Μόνο εφόσον τους δώσει σήμα οι συμμετέχοντες περνούν από το ένα στάδιο στο επόμενο. Και επειδή συχνά έχει να κάνει με πολύ μεγάλες ομάδες ανθρώπων που είναι ντυμένοι μεγαλόπρεπα και διακατέχονται από την αγωνία να προσελκύσουν την αυτοκρατορική προσοχή, ο πραιπόσιτος διευθύνει με επιτελικό νου αυτή την πολύπλοκη παράσταση, μια πραγματική αναπαράσταση της τελετής ο συμβολισμός της οποίας κινδυνεύει να επισκιασθεί από τις επαναλαμβανόμενες υποκλίσεις και τους διαπληκτισμούς.

Σε μια αυτοκρατορική Αυλή η οποία εκλαμβάνεται ως αντανάκλαση της «επουράνιας», οι ευνούχοι υποδύονται τον ρόλο των αγγέλων, μιας άλλης κατηγορίας προσώπων χωρίς φύλο, των έσχατων διαμεσολαβητών. Μετέφεραν μηνύματα από την Αυλή στην ευρύτερη κοινωνία, συνέδεαν τα διαμερίσματα των γυναικών με τον έξω κόσμο. Τα θηλυκά μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας χρησιμοποιούσαν τους προσωπικούς τους ευνούχους ως διπλωμάτες και τους διόριζαν σε πολιτικά υπεύθυνες θέσεις. Το παράδειγμά τους το ακολουθούσαν όλες οι αριστοκρατικές οικογένειες, όπου η πρόσληψη ενός τουλάχιστον ευνούχου υπηρέτη θεωρείτο απολύτως αναγκαία. Σε αυτό το πλαίσιο επίσης, οι ευνούχοι υπηρετούσαν παρόμοιους σκοπούς, μεταφέροντας μηνύματα, αναλαμβάνοντας ευαίσθητες διαπραγματεύσεις και διδάσκοντας τη νεότερη γενιά. Αυτές οι αρμοδιότητες δεν ήταν φυσικά καινούργιες για τους ευνούχους. Στο παρελθόν ορισμένοι αξιωματούχοι είχαν ασκήσει τεράστια επιρροή, σε σημείο σχεδόν να κυβερνούν στο όνομα του αυτοκράτορα (όπως για παράδειγμα ο Χρυσάφιος στα τέλη του Δ' αιώνα). Οι αυτοκράτειρες έμαθαν να εκμεταλλεύονται τις περιστάσεις που τις έφερναν σε στενή επαφή με αυτούς τους εκπροσώπους του τρίτου φύλου.
Δημόσιες τελετές στην Κωνσταντινούπολη
Π έρα από τα τείχη του Μεγάλου Παλατιού, το Σώμα των ευνούχων δεν είχε έντονη παρουσία, μολονότι μερικοί αγένειοι αξιωματούχοι παρέστεκαν πάντα το αυτοκρατορικό ζεύγος. Όποτε ο αυτοκράτορας ή η συμβία του εμφανίζονταν δημόσια έξω από το Παλάτιο, συνοδεύονταν από παλατιανούς φρουρούς και μέλη των Πράσινων και των Βένετων, βασικό καθήκον των οποίων ήταν να επευφημούν τους ηγεμόνες ενώ προχωρούσαν μέσα στην πόλη. Ανάλογη υπηρεσία αναλάμβαναν πολλές φορές και οι αξιωματούχοι της πόλης, καθώς και στρατιώτες, συγκλητικοί και απλοί πολίτες που ακολουθούσαν κατά πόδας για να μη χάσουν το θέαμα. Συχνά ο αυτοκράτορας περνούσε όλη τη μέρα του επισκεπτόμενος εκκλησίες και ανάβοντας καντήλια στους βωμούς, προσευχόμενος για τους προγόνους του και μοιράζοντας χρήματα στα πλήθη. Σταματούσε σε πολλά στρατόπεδα για να αναπαυθεί και να αλλάξει ρούχα, προτιμούσε να μετακινείται με άρμα και όχι με άλογο, ή περπατούσε με ταπεινοφροσύνη για να τιμήσει τη μνήμη κάποιου συγκεκριμένου γεγονότος. Οι Βένετοι και οι Πράσινοι συμμετείχαν με μουσική συνοδεία που ανήγγελλε στον λαό αυτές τις θορυβώδεις και συναρπαστικές πομπές, στις οποίες κυριαρχούσαν τα πολύχρωμα λάβαρα και οι στρατιωτικές στολές, οι έφιπποι φρουροί, τα τραγούδια και ο ήχος φορητών μουσικών οργάνων.

Οι τακτικές αυτοκρατορικές εμφανίσεις στους δρόμους της πρωτεύουσας έκαναν τα μέλη της Αυλής πιο οικεία

στους απλούς κατοίκους της Κωνσταντινούπολης, οι οποίοι συχνά εκμεταλλεύονταν την ευκαιρία για να τους γνωστοποιήσουν τις απόψεις τους. Είτε φώναζαν για να προσελκύσουν την προσοχή των ηγεμόνων σε κάποια αδικία, είτε αποδοκίμαζαν τους διεφθαρμένους υπουργούς, η ελπίδα τους πως κάποτε θα εισακούονταν στηριζόταν στην τακτική επανάληψη των τελετουργικών της Αυλής. Κάτω από τη διεύθυνση των Πράσινων και των Βένετων, ο Ιππόδρομος παρέμεινε η σκηνή όπου διαδραματίζονταν οι πιο έντονοι διάλογοι ανάμεσα στον ηγεμόνα και στους υπηκόους του. Κάθε φορά που ο ηγεμόνας προήδρευε από το αυτοκρατορικό θεωρείο, αυτοί οι αξιωματούχοι του ιπποδρομίου καθοδηγούσαν τις καθιερωμένες επευφημίες, οι οποίες μπορούσαν να αλλοιωθούν για να εκφράσουν συγκεκριμένα λαϊκά αιτήματα. Οι Βένετοι και οι Πράσινοι παρουσιάζονταν με αυτόν τον τρόπο ως η φωνή του λαού. Όμως σε πολλές περιπτώσεις, όταν ο ηγεμόνας πραγματοποιούσε μια τελετουργική πομπή έξω από το Παλάτιο, ολόκληρη η Κωνσταντινούπολη μετατρεπόταν σε αρένα αντιπαράθεσης του λαού με τον αυτοκράτορα.

Νέες τελετές δημιουργούνταν επίσης για να σηματοδοτούν τη ζωή όλων των μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας, από τη βάπτιση μέχρι την ταφή. Κάθε διαβατήρια τελετουργία απαιτούσε ειδικό τυπικό, που έφερνε συχνά την αυτοκρατορική οικογένεια στον μητροπολιτικό ναό της Αγίας Σοφίας, στον ναό των Αγίων Αποστόλων όπου είχαν ταφεί πολλοί αυτοκράτορες και σε άλλα ιερά όπου στεγάζονταν λείψανα αγίων. Άλλες τελετές αποτελούσαν μετεξέλιξη αρχαίων παραδόσεων, για παράδειγμα η ευλογία του τρύγου στην ασιατική πλευρά του Βοσπόρου. Αν και σηματοδοτούσε την ένταξη μιας εποχιακής γιορτής στα μεσαιωνικά χριστιανικά τελετουργικά, ο αρχικός χαρακτήρας της παρέμενε προφανής, προκαλώντας αρκετές έγνοιες στους επικεφαλής της Εκκλησίας. Με την ευκαιρία αυτής της γιορτής, σχεδόν ολόκληρη η ιεραρχία των αυλικών συνόδευε το αυτοκρατορικό ζεύγος πάνω σε πλοιάρια, από το λιμάνι των Ανακτόρων ως τους αμπελώνες, όπου ο πατριάρχης και ο κλήρος του τους ανέμεναν για να ευλογήσουν τα φυτά. Έτσι αρχαίες κοσμικές παραδόσεις και ειδωλολατρικές τελετές συνδεδεμένες με τον Βάκχο, τον προστάτη του κρασιού, ενσωματώθηκαν σταδιακά στον χριστιανικό τελετουργικό κύκλο. Αντί να επικαλούνται το όνομα του αρχαίου θεού όταν οι αγρότες έκοβαν και πατούσαν τον πρώτο τρύγο, οι ιερωμένοι ευλογούσαν τη σοδειά και παρευρίσκονταν στο φθινοπωρινό γλέντι που ακολουθούσε, ένα είδος μεγάλου πικνίκ όπως απεικονίζεται στις νωπογραφίες. Όμως σε τελετουργικούς όρους αυτό σήμαινε ότι η αυτοκρατορική Αυλή γιόρταζε μια πανάρχαια ειδωλολατρική εορτή με την καινούργια χριστιανική της ενδυμασία. Η μέριμνα για τις πολύπλοκες μετακινήσεις ενός μεγάλου πλήθους σημαντικών ανθρώπων, τελετουργικών αντικειμένων και των απαραίτητων για τον εορτασμό προμηθειών ανήκε στην αρμοδιότητα συγκεκριμένων αυλικών.


Χριστιανική πατρωνία
Παρότι οι αυτοκράτειρες δεν παρακολουθούσαν πάντοτε τις ιπποδρομίες και δεν πραγματοποιούσαν τόσο πολλές εξορμήσεις έξω από τα τείχη του Μεγάλου Παλατιού όπως οι σύζυγοί τους, είχαν παρεμφερείς τρόπους να έρχονται σε επαφή με τον έξω κόσμο, είτε για να εκπληρώσουν φιλανθρωπικούς σκοπούς, είτε παράλληλα συμμετέχοντας σε πολλές εκδηλώσεις αγαθοεργού χαρακτήρα. Αυτός ο δημόσιος ρόλος πιθανόν να εξελίχτηκε ακολουθώντας το πρότυπο της μητέρας του Κωνσταντίνου Α', της Ελένης, η οποία είχε αναλάβει ένα πολύ σημαντικό διπλωματικό ταξίδι στην Ιερουσαλήμ τη δεκαετία του 330. Αν και πρωταρχικός στόχος του ταξιδιού της ήταν η ειρήνευση της στρατιωτικής αναταραχής στις φρουρές, η Ελένη ξόδεψε παράλληλα άφθονο αυτοκρατορικό χρυσό για την οικοδόμηση και τη διακόσμηση εκκλησιών, ξενώνων και άλλων εγκαταστάσεων για τους προσκυνητές της Ιερής Πόλης. Ο ρόλος της Χριστιανής ευεργέτιδος ενίσχυσε την έννοια της χριστιανικής δυναστείας που ιδρύθηκε από τον Κωνσταντίνο. Το γεγονός ότι αργότερα ανακηρύχθηκε αγία από την Ορθόδοξη Εκκλησία επειδή ανακάλυψε τον Τίμιο Σταυρό, συνέτεινε αναμφίβολα στην εξέχουσα θέση που κατέχει στη λαϊκή μνήμη.

Στα χέρια των γυναικών της αυτοκρατορικής οικογένειας, το χρήμα που προοριζόταν για την οικοδόμηση χριστιανικών μνημείων έδωσε μεγάλη ώθηση στη λατρεία της Παρθένου, η οποία έγινε σταδιακά η καινούργια προστάτιδα της Κωνσταντινούπολης και ο πνευματικός της υπερασπιστής. Κατά το πρώτο μισό του Ε' αιώνα, η Πουλχερία, η πρωτότοκη κόρη του αυτοκράτορα Αρκαδίου, έκτισε αρκετές εκκλησίες αφιερωμένες στην Παναγία και διηύθυνε προσωπικά τελετουργίες που ενίσχυσαν μια σχετικά καινούργια λατρεία. Οργανώνοντας λιτανείες από τη μία εκκλησία στην άλλη και αγρυπνίες στον ναό των

Βλαχερνών, η Πουλχερία πρωτοστάτησε στην ανακήρυξη της Μαρίας ως Θεοτόκου, μητέρας του Θεού. Αυτός ο δοξαστικός τίτλος, που έγινε δεκτός στην Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου το 431, συνέβαλε στη διαδικασία με την οποία η Αειπάρθενος μεταβλήθηκε σε πανίσχυρο μεσολαβητή. Η εξέλιξη αυτή ενισχύθηκε χάρη στην ανακάλυψη δύο πολύτιμων ιερών κειμηλίων, του πέπλου και της ζώνης της Παρθένου, τα οποία τοποθετήθηκαν επίσημα σε ξεχωριστά ιερά των εκκλησιών της. Έναν αιώνα αργότερα, με την πατρωνία της πλούσιας κυρίας Ιουλιανής Ανικίας, συζύγου συγκλητικού, οικοδομήθηκε κοντά στο μεγάλο υδραγωγείο της πόλης ο μεγαλόπρεπος ναός της Αγίας Πολυεύκτου, που ανασκάφθηκε πρόσφατα. Μολονότι δεν έχει απομείνει τίποτα από το κτήριο, τα θεμέλια και η ερειπωμένη τοιχοδομία αποκαλύπτουν ένα μνημειακό οικοδόμημα διακοσμημένο με εξαιρετικά κομψοτεχνήματα, στα οποία περιλαμβάνεται ένας μακροσκελής στιχουργικός καθαγιασμός της εκκλησίας. Αυτό το επίγραμμα διασώζεται επίσης σε μια φιλολογική συλλογή με ανάλογες επιγραφές και έτσι κατέστη δυνατή η αναγνώριση του κτηρίου, το όνομα του πάτρωνά του και της αγίας στην οποία η Ιουλιανή αφιέρωσε την εκκλησία της.

Η λίθομανία του ΣΤ' αιώνα ήταν δημοφιλής ανάμεσα σε επισκόπους, έπαρχους και ηγεμόνες. Έτσι καλλιεργήθηκε ένα πνεύμα άμιλλας, που αποκορυφώθηκε με τις υπερβολικές δαπάνες του Ιουστινιανού και της Θεοδώρας για κάθε λογής κτήρια. Η αυτοκράτειρα θεωρείται προσωπικά υπεύθυνη για την οικοδόμηση πολλών φιλανθρωπικών ιδρυμάτων που προορίζονταν για την ανακούφιση της φτώχειας· για τον λόγο αυτό οι κάτοικοι της πρωβο

τεύουσας εξέφρασαν την ευγνωμοσύνη τους ανεγείροντας ένα άγαλμα προς τιμήν της. Το μνημείο αυτό, που τοποθετήθηκε πάνω σε μια τιμητική στήλη έξω από την πόλη, στις Αρκαδιανές, στους «Κήπους αναψυχής», σμιλεύτηκε σε πορφυρίτη, την πορφυρή πέτρα που χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά για τις αυτοκρατορικές σαρκοφάγους· λεγόταν μάλιστα ότι ήταν σχεδόν εξίσου όμορφο με την ίδια τη Θεοδώρα. Ο δημόσιος ρόλος των γυναικών της αυτοκρατορικής οικογένειας ως ευεργέτιδων και πατρώνων χριστιανικών εκκλησιών τους επέτρεψε να συμμετάσχουν στην επέκταση της Κωνσταντινούπολης και στην περαιτέρω φήμη της. Έτσι ανέλαβαν την ευθύνη για έναν πολύ σημαντικό τομέα οικοδόμησης, που πρόσφερε στους κατοίκους της Νέας Ρώμης ένα όλο και πιο έντονο αίσθημα της ομορφιάς της πόλης τους και της εξέχουσας θέσης της στον κόσμο.

Αν και η συγκεκριμένη Θεοδώρα είναι γνωστό ότι είχε βαρύνοντα ρόλο στο τεράστιο πρόγραμμα ανοικοδόμησης του Ιουστινιανού, μεταγενέστερες αυτοκράτειρες ανέλαβαν παρόμοιο ρόλο μόνο μετά τον θάνατο των συζύγων τους. Ως χήρες, έπρεπε πρώτα να εποπτεύσουν την ταφή του νεκρού ηγεμόνα, μερικές φορές σε καινούργιο μνήμα, και να διασφαλίσουν τον εορτασμό της μνήμης του. Έτσι πρόσθεταν διαρκώς καινούργιες επετείους στο ημερολόγιο των υποχρεώσεων και επινοούσαν νέες τελετές για να εξασφαλίσουν την ορθή τους τήρηση. Επιπλέον, οι αυτοκράτειρες ίδρυαν σε τακτά διαστήματα νέα φιλανθρωπικά ιδρύματα για να διαιωνίσουν το δικό τους όνομα. Αρ&ρτές φορές κατασκεύαζαν ναούς για τις δικές τους οικογένειες, ώστε όλοι οι συγγενείς τους να συγκεντρώνονται στον ίδιο τελικό τόπο αναπαύσεως, όπου θα μπορούσαν να αναπέμπονται προσευχές για τις ψυχές τους. Όλη αυτή η δραστηριότητα έκανε τις γυναίκες της αυτοκρατορικής οικογένειας να μοιάζουν σαν φρουροί της δυναστείας.
Κληρονομική ηγεμονία στο Βυζάντιο
Κεντρική θέση στη βυζαντινή αντίληψη περί αυτοκρατορικής ηγεμονίας κατείχε μία δυναστική αρχή στην οποία η ουσιαστική συνεισφορά των γυναικών ήταν αναπόφευκτη. Τα θηλυκά μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας έπαιζαν έναν κρίσιμο ρόλο στη νόμιμη μεταβίβαση της αυτοκρατορικής εξουσίας, του αυτοκρατορικού κύρους και της αυτοκρατορικής ιδιότητας από τη μια γενιά στην άλλη. Στην κληρονομική εξουσία δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση ήδη από τη βασιλεία του Θεοδόσιου Α' (379-395), οι δύο νεαροί γιοι του οποίου διορίστηκαν ηγεμόνες του δυτικού και του ανατολικού τμήματος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ενώ ακόμη ήσαν ανήλικοι. Στα μέσα του Ε' αιώνα αυτή η προσήλωση στη δυναστική αρχή σήμαινε ότι οι αδελφές, οι κόρες και οι χήρες των αυτοκρατόρων έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη μεταβίβαση της εξουσίας από τον έναν ηγεμόνα στον άλλο. Η σημασία αυτού του ρόλου αναδείχθηκε από την Αριάδνη, κόρη του αυτοκράτορα Λέοντα Α' (457-474), η οποία αρχικά παντρεύτηκε έναν στρατηγό με εντελώς βαρβαρικό όνομα· μέσω αυτής, ο «Ίσαυρος» Ταρασικοδίσας έγινε ο αυτοκράτορας Ζήνων. Μετά τον θάνατό του, το 491, η Σύγκλητος ζήτησε επίσημα από την Αριάδνη να διαλέξει έναν άλλο υποψήφιο για τον θρόνο και εκείνη επέλεξε για δεύτερο σύζυγό της τον Αναστάσιο, έναν αξιωματούχο της Αυλής ειδικό στα οικονομικά. Ο πρώτος γάμος της, που τον είχε κανονίσει ο πατέρας της, εξασφάλισε την άμυνα της Αυτοκρατορίας, ενώ ο δεύτερος, που μάλλον ήταν δική της επιλογή, τη συνετή οικονομική διαχείριση. Στα τέλη του Ε' αιώνα, η Αριάδνη έγινε, όσο κανένας άλλος, η προσωποποίηση της γνήσιας αυτοκρατορικής κληρονομιάς.

Στη διάρκεια του ΣΤ' και του Ζ' αιώνα η κληρονομική αρχή δεχόταν έντονες πιέσεις καθώς νέοι εχθροί επιτίθονταν στην Αυτοκρατορία, και συχνά την παρέκαμπταν υποχωρώντας στις προκλήσεις στρατιωτικών πραξικοπημάτων. Κανονικά, ο καινούργιος αυτοκράτορας προσπαθούσε να επιβάλει τον διάδοχο της επιλογής του. Αν δεν είχε γιους, ένας γαμπρός ή ένας υιοθετημένος συνάδελφος μπορούσε να εκπληρώσει τον απαραίτητο για μια αυτοκρατορική δυναστεία ρόλο, διαδικασία όπου οι αυτοκράτειρες καλούνταν συχνά να παίξουν σημαντικό ρόλο. Είτε ως χήρες είτε ως μητέρες, η υποστήριξη που παρείχαν σ’ έναν συγκεκριμένο διάδοχο μπορούσε να αποβεί καθοριστική. Ειδικότερα, η νομική τους θέση ως κηδεμόνων των ανηλίκων τούς έδινε το δικαίωμα να συμμετέχουν στην αντιβασιλεία, όποτε οι περιστάσεις το απαιτούσαν, προκειμένου να κυβερνήσουν εξ ονόματος του ανίκανου να κυβερνήσει ακόμη, λόγω νεότητος, διαδόχου. Αλλά και στις περιπτώσεις όπου δεν υπήρχε νόμιμος ή διορισμένος διάδοχος, μια χήρα αυτοκράτειρα μπορούσε να χρίσει κάποιον αυτοκράτορα οδηγώντας τον στον θρόνο μέσω ενός δεύτερου γάμου. Πολλές γυναίκες της αυτοκρατορικής οικογένειας άσκησαν σημαντική έμμεση εξουσία με αυτούς τους τρόπους.

 Η αυτοκράτειρα Μαρτίνα

Στα μέσα του Ζ' αιώνα, η αρχή της κληρονομικής ηγεμονίας δοκιμάστηκε σκληρά και τα γεγονότα των ετών 641-642 μας παρέχουν ένα διαφωτιστικό παράδειγμα σχετικά με τη δύναμη και τις αδυναμίες των γυναικών της αυτοκρατορικής οικογένειας. Όταν ο αυτοκράτορας Ηράκλειος συνειδητοποίησε ότι επρόκειτο σύντομα να πεθάνει, φρόντισε να κληρονομήσουν την εξουσία του δύο από τους γιους του: ο πρωτότοκος, ο ΗράκλειοςΚωνσταντίνος, γιος της πρώτης του συζύγου ΦαβίαςΕυδοκίας, και ο Ηρακλωνάς, γιος από τη δεύτερη γυναίκα του, τη Μαρτίνα. Ο πρωτότοκος ήταν τότε είκοσι οκτώ και ο μικρότερος μόλις δεκαπέντε χρόνων. Ο Ηράκλειος απαίτησε από τους δύο ετεροθαλείς αδελφούς να τιμούν τη Μαρτίνα σαν μητέρα τους και αυτοκράτειρα, υποδεικνύοντας έτσι ότι η τελευταία θα είχε σημαντικό ρόλο στην αυτοκρατορική διακυβέρνηση. Όμως η Σύγκλητος ανέτρεψε τη διαθήκη του αυτοκράτορα, θεωρώντας ότι υπερισχύει το κληρονομικό δικαίωμα των απογόνων του Ηράκλειου από τον πρώτο του γάμο. Κατηγόρησαν τη χήρα αυτοκράτειρα ότι προσπάθησε να δηλητηριάσει τον προγονό της, ο οποίος πέθανε κάτω από ανεξιχνίαστες συνθήκες μερικούς μήνες μετά την ανάρρησή του στον θρόνο. Η Μαρτίνα και ο γιος της ακρωτηριάστηκαν και εξορίστηκαν από την Αυλή. Στη συνέχεια η Σύγκλητος ανακήρυξε τον ανήλικο γιο του ΗράκλειουΚωνσταντίνου και εγγονό του Ηράκλειου, τον Κώνστα, νόμιμο αυτοκράτορα, παρότι ήταν μόλις έντεκα χρόνων. Η κυβερνώσα ελίτ, υπερασπίζοντας έτσι την αρχή της κληρονομικής ηγεμονίας, απέφυγε την έμμεση εξουσία μιας αυτοκράτειρας με ισχυρό βουλητικό, ωστόσο η άνοδος στον θρόνο ενός ανήλικου σήμαινε ότι έπρεπε να συσταθεί ένα Συμβούλιο Αντιβασιλείας για να κυβερνήσει μέχρι να ενηλικιωθεί ο Κώνστας.

Με αυτόν τον τρόπο η βυζαντινή δυναστική αντίληψη αποκάλυψε τις αδυναμίες της καθώς και τη δύναμή της: για να διαφυλαχθούν τα συμφέροντα των νόμιμων απογόνων του Ηράκλειου, η Αυτοκρατορία έπρεπε να κυβερνηθεί για αρκετά χρόνια από επιτροπή. Δυστυχώς δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου στοιχεία για τη συγκεκριμένη περίοδο και έτσι αγνοούμε τον τρόπο με τον οποίο συστάθηκε το Συμβούλιο της Αντιβασιλείας. Αλλά μάλλον δεν θα πέσουμε έξω αν υποθέσουμε ότι η χήρα μητέρα του Κώνσταντος, η αυτοκράτειρα Γρηγορία, θα είχε τη θέση της σε αυτό για όσο καιρό ο γιος της παρέμενε στην κηδεμονία της. Καθώς μάλιστα ήταν στενά συνδεδεμένη με την αυτοκρατορική οικογένεια ως ανιψιά του Ηράκλειου, η Γρηγορία ήταν εξοικειωμένη με τις κυβερνητικές υποθέσεις. Ως μητέρα του πρίγκιπα, τη θεωρούσαν το κατ’ εξοχήν πρόσωπο που φυσιολογικά θα προστάτευε τα κληρονομικά του δικαιώματα μέχρι την ενηλικίωσή του. Φυσικά και ο πατριάρχης είχε τη θέση του σε οποιοδήποτε Συμβούλιο Αντιβασιλείας μαζί με εξέχοντα μέλη της Συγκλήτου, της Αυλής, της κυβερνητικής ιεραρχίας και του στρατού. Από τη στιγμή της συγκρότησής του, το Συμβούλιο κυβερνούσε εξ ονόματος του νεαρού αυτοκράτορα, ωσότου ο τελευταίος φτάσει στην ηλικία που θα του έδινε το δικαίωμα να ασκήσει την εξουσία για λογαριασμό του. Η προφανώς αδιατάρακτη μετάβαση υποδηλώνει ότι το Συμβούλιο διεκπεραίωσε την αποστολή του και παρέδωσε την εξουσία στον Κώνστα μόλις εκείνος ενηλικιώθηκε, λίγο πριν από το 650.

Ο ευρύτερος κόσμος
Στο σημείο αυτό είναι αναγκαίο να κοιτάξουμε πέρα από την πρωτεύουσα, προς τις επαρχίες της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οι οποίες κάλυπταν τις βασικές ανάγκες της Κωνσταντινούπολης με τους φόρους που πλήρωναν, τα εργατικά χέρια που προμήθευαν και τα αγροτικά τους προϊόντα. Την εποχή της ίδρυσης της Κωνσταντινούπολης, το ανατολικό μισό του ρωμαϊκού κόσμου περιλάμβανε πολλές επαρχίες που σχημάτιζαν μία πολυάνθρωπη και ευημερούσα περιοχή η οποία εκτεινόταν ανατολικά μέχρι τον Τίγρη, όπου η θαμμένη πόλη Δούρα Ευρωπός μας αποκαλύπτει την εικόνα μιας τυπικής ρωμαϊκής φρουράς· προς νότο, η Αυτοκρατορία έφτανε μέχρι τους μεγάλους αιγυπτιακούς ναούς στο Λούξορ. Ολόκληρη η ενδοχώρα της Ανατολικής Μεσογείου είχε εξελληνιστεί παρ’ όλο που οι ντόπιες γλώσσες εξακολουθούσαν να μιλιούνται και ζούσε υπό ρωμαϊκή κυριαρχία για αιώνες. Η ίδρυση μιας νέας πρωτεύουσας πρόσφερε ένα πλησιέστερο κυβερνητικό κέντρο από την Παλαιά Ρώμη· στην Κωνσταντινούπολη λειτουργούσαν τα δικαστήρια, διεξάγονταν διαπραγματεύσεις ανάμεσα σε επαρχιακές αντιπροσωπείες και στον αυτοκράτορα, και φιλόδοξοι άνθρωποι μπορούσαν να αναζητήσουν απασχόληση. Η οικοδόμηση και η πολυτελής διακόσμηση της πόλης του Κωνσταντίνου, καθώς και η δωρεάν διανομή άρτου σε επιλεγμένους κατοίκους οφείλονταν στα πλούτη που προέρχονταν απ’ αυτή την τεράστια περιοχή.

Παρά τη συνεχή αντιπαλότητα με την Περσική Αυτοκρατορία, τον έτερο «οφθαλμό» της αρχαίας Μέσης Ανατολής, αυτό το τμήμα του ρωμαϊκού κόσμου επιβίωσε σχεδόν ατόφυο μέχρι τα μέσα του ΣΤ' αιώνα. Αφού πρώτα υπέγραψε μια συμφωνία ειρήνης με τους Πέρσες το 532, ο Ιουστινιανός έστειλε τους στρατηγούς του Βελισάριο και αργότερα τον Ναρσή να ανακαταλάβουν τις περιοχές του δυτικού μισού της Αυτοκρατορίας που είχαν καταληφθεί από μη ρωμαϊκές δυνάμεις. Έτσι κατακτήθηκε το βασίλειο των Βανδάλων που είχε για κέντρο του την Καρχηδόνα στη Βόρειο Αφρική, ενώ σταδιακά εκδιώχθηκαν οι Οστρογότθοι από την Ιταλία. Η πρωτεύουσά τους, η Ραβένα, επανήλθε στον ρωμαϊκό έλεγχο, γεγονός που συμβολίστηκε με τη διακόσμηση του ναού του Αγίου Βιταλίου με τα περίφημα ψηφιδωτά του Ιουστινιανού και της Θεοδώρας, και τελικά η Παλαιά Ρώμη περιήλθε στην αυτοκρατορική εξουσία. Επίσης τμήματα της Νότιας Ισπανίας αποσπάστηκαν από τους Βησιγότθους, όμως αυτή έμελλε να αποδειχτεί η πιο εφήμερη από όλες τις κατακτήσεις. Ο Αυτοκράτορας είχε οριστικά χάσει τον έλεγχο των υπολοίπων εδαφών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στη Δύση και δεν επρόκειτο να τον ανακτήσει στο μέλλον.

Συνέπειες των σλαβικών και των αραβικών κατακτήσεων
Δεν είναι σίγουρο αν αυτές οι φιλόδοξες εκστρατείες εξασθένησαν την άμυνα της Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια ή απλώς εξέτρεψαν τις βυζαντινές δυνάμεις δυτικότεραωστόσο είναι βέβαιο ότι στο σύνορο του Δούναβη τα στρατεύματα του Ιουστινιανού συναντήθηκαν για πρώτη φορά μ’ έναν καινούργιο εχθρό: τα σλαβικά φύλα. Μετά το 558 περίπου, αυτές οι άτακτες στρατιωτικές δυνάμεις εκμεταλλεύθηκαν την ανεπάρκεια των συνοριακών φρουρών για να διασπάσουν τα σύνορα και να εισβάλουν στις πιο ανεπτυγμένες αγροτικές περιοχές νότια του Δούναβη. Μπορεί να μη διέθεταν εξελιγμένες κοινωνικές δομές, αλλά ήταν ικανές να πολιορκήσουν με επιτυχία μια περιτειχισμένη πόλη όποτε χρειαζόταν. Συνοδευόμενοι από τις γυναίκες και τα παιδιά τους αναζητούσαν πιο εύφορα εδάφη για καλλιέργεια σταδιακά κατέλαβαν ορισμένες περιοχές στα Βόρεια Βαλκάνια. Η προέλασή τους δεν είχε τον χαρακτήρα εισβολής. Έμοιαζε περισσότερο με διείσδυση στην αυτοκρατορική επικράτεια: οι νεοφερμένοι για να βρουν τόπο να εγκατασταθούν επιτέθηκαν στους ντόπιους πληθυσμούς και τους εξεδίωξαν. Για πολλά χρόνια δεν υπήρξε σοβαρή στρατιωτική αντίδραση της Κωνσταντινούπολης σ’ αυτή την ασυνήθιστη και απροσδόκητη επιχείρηση. Και στις αρχές του Ζ' αιώνα, όταν τα αυτοκρατορικά στρατεύματα στέλνονταν επανειλημμένα να πολεμήσουν στο μέτωπο του Δούναβη, οι σλαβικές δυνάμεις είχαν πια εγκατασταθεί για τα καλά. Κατά τη διάρκεια μιας εκστρατείας τον χειμώνα του 602 οι στρατιώτες στασίασαν και ανέβασαν τον διοικητή τους πάνω σε μια ασπίδα και τον ανακήρυξαν αυτοκράτορα· κατόπιν βάδισαν εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Το γεγονός αυτό έστρωσε τον δρόμο σε μια περίοδο αστάθειας, στη διάρκεια της οποίας τα σλαβικά φύλα επέκτειναν τις κτήσεις τους στα εδάφη της Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια.

Ενώ στα δυτικά ο έλεγχος χανόταν αργά αλλά σταθερά, οι Πέρσες εξαπέλυσαν μια νέα σφοδρή επίθεση από τα ανατολικά που κλόνισε την εξουσία του Ηράκλειου (610641 ). Αυτή η παρατεταμένη εισβολή ήταν τόσο εκτεταμένη, ώστε τρομοκράτησε τον πληθυσμό όχι μόνο των ανατολικών επαρχιών αλλά και της ίδιας της πρωτεύουσας. Το 626 κι ενώ ο αυτοκράτορας απούσιαζε στα ανατολικά, στρατεύματα του «Βασιλέως των Βασιλέων» έκαναν την εμφάνισή τους στην ασιατική ακτή του Βοσπόρου απέναντι από την Κωνσταντινούπολη. Είχαν συντονίσει την επίθεσή τους με τους Αβάρους και τους Σλάβους που εμφανίστηκαν ταυτόχρονα από τα δυτικά. Τότε ο πατριάρχης Σέργιος, μέλος του κυβερνώντος συμβουλίου που είχε διορίσει ο Ηράκλειος για να ελέγχει την κατάσταση στην Κωνσταντινούπολη, επινόησε έναν καινούργιο τρόπο υπεράσπισης της Πόλης, λιτανεύοντας με τις πιο σημαντικές άγιες εικόνες της Παρθένου και του Χριστού γύρω από τα τείχη, συνοδευόμενος από ολόκληρο τον λαό που έψαλλε τον περίφημο ύμνο προς την Τπέρμαχο (ένα ακόμη επίθετο της Θεοτόκου). Αυτή τη σύνθεση του Ρωμανού του Μελωδού, ενός υμνογράφου από τη Συρία, η οποία είχε γίνει εξαιρετικά δημοφιλής, τώρα τη χρησιμοποιούσαν για να εξασφαλίσουν την πνευματική αρωγή της Παναγίας κατά των πυρολατρών του ζωροαστρισμού. Την ίδια στιγμή ο στρατηγός Βώνος οργάνωνε τις στρατιωτικές επιχειρήσεις και με τη βοήθεια του υγρού πυρός επιτίθετο στα πλοία των Σλάβων που προσπαθούσαν να μεταφέρουν Πέρσες στρατιώτες στην ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου. Προς ανακούφιση των Βυζαντινών, ο εχθρός αποσύρθηκε. Και δύο χρόνια αργότερα, το 628, όταν ο Ηράκλειος έστειλε το μήνυμα της τελικής και ολοκληρωτικής του νίκης κατά της Περσικής Αυτοκρατορίας, οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης γιόρτασαν το γεγονός σίγουροι ότι έχουν εξασφαλίσει την προστασία της Παρθένου, της πνευματικής υπερασπίστριας της πόλης τους.

Όμως αυτό τον μεγάλο θρίαμβο ακολούθησε πολύ σύντομα μία πολύ πιο σοβαρή απειλή κατά της σταθερότητας του ρωμαϊκού κόσμου, που τώρα πια είχε περιοριστεί στην Ανατολική Μεσόγειο. Ελάχιστες γραπτές πηγές καταγράφουν την εξέλιξη των φυλών της ερήμου που κατείχαν την αραβική χερσόνησο πριν έρθουν σε επαφή με τον ρωμαϊκό κόσμο. Για πολλά χρόνια συνυπήρχαν ειρηνικά με τις αυτοκρατορικές δυνάμεις στα σύνορα της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου. Όμως τη δεκαετία που ακολούθησε την κατάκτηση της Περσίας από τον Ηράκλειο, σημειώθηκε αύξηση των επιθέσεών τους, που εξελίχτηκαν σε σοβαρές εχθροπραξίες στη δεκαετία του 630. Παρά τις προηγούμενες στρατιωτικές επιτυχίες του, ή ίσως και εξαιτίας τους, ο Ηράκλειος δεν κατάφερνε να βρει τρόπο να απωθήσει τις αραβικές φυλές, οι οποίες, εξοικειωμένες με την έρημο, προήλαυναν πολεμώντας καβάλα σε καμήλες και άλογα και με εντελώς διαφορετικές τακτικές από τις αντίστοιχες των συντεταγμένων στρατών του Βυζαντίου και των Περσών. Επιπλέον, οι Άραβες εμπνέονταν από τη νέα θρησκευτική αποκάλυψη του Αλλάχ στον Προφήτη Μωάμεθ. Μέσα σε λίγα χρόνια, η Δαμασκός, η πρωτεύουσα της Συρίας, και η Ιερουσαλήμ, η ιερότερη χριστιανική πόλη, έπεσαν στα χέρια του εχθρού. Μέχρι το 638, ο Ηράκλειος έβλεπε τις δυνάμεις του να υποχωρούν άτακτα κι έτσι αναγκάστηκε να αποσυρθεί πίσω από την οροσειρά του Ταύρου, σε μια πιο οχυρή θέση. Μ’ αυτόν τον τρόπο, έστω κι αν αρχικά είχε φανεί σαν προσωρινή στρατηγική οπισθοχώρηση, ο αυτοκράτορας όρισε ένα καινούργιο ανατολικό σύνορο για τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, στο απώτατο ανατολικό άκρο της Μικράς Ασίας. Ουσιαστικά εγκατέλειψε στους Άραβες μια τεράστια περιοχή που βρισκόταν προηγουμένως υπό ρωμαϊκή διοίκηση: τις επαρχίες της Συρίας, της Παλαιστίνης, της Αιγύπτου και της Βόρειας Αφρικής, καθώς και την πλούσια αγροτική ενδοχώρα που προμήθευε την πρωτεύουσα με τρόφιμα, εργατικό δυναμικό και φόρους επί αιώνες.

Μέχρι το 647, οι αραβικές κατακτήσεις στη Μέση Ανατολή είχαν δημιουργήσει μιαν απέραντη ζώνη πιστή στη νέα θρησκεία, το Ισλάμ, που εκτεινόταν από τη Βασόρα στον Περσικό κόλπο και τη Νινευή στον Τίγρη ανατολικά μέχρι τη Λιβύη στα δυτικά. Η Αντιόχεια, η Αλεξάνδρεια και η Ιερουσαλήμ, τα τρία αρχαιότερα κέντρα χριστιανικής εξουσίας, βρίσκονταν πια κάτω από ισλαμικό έλεγχο. Παρότι οι Βυζαντινοί γνώριζαν την ύπαρξη των φυλών των Βεδουίνων, τους οποίους ονόμαζαν Άραβες, Σαρακηνούς, Ισμαηλίτες ή Αγαρηνούς, δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι αυτοί οι πολεμιστές της ερήμου θα επιτύγχαναν τόσο σημαντικούς στρατιωτικούς θριάμβους αντλώντας έμπνευση από την αποκαλυπτική διδασκαλία του Προφήτη Μωάμεθ. Οι Βυζαντινοί καταδίκαζαν τη νέα θρησκεία θεωρώντας την αίρεση. Για τη βασιλεία του Κώνσταντος Β' (642668) έχουν διασωθεί ελάχιστα κείμενα, γεγονός ιδιαιτέρως λυπηρό, αφού τα μέσα του Ζ' αιώνα έμελλε ν’ αποδειχτούν μία από τις πλέον καθοριστικές περιόδους στην ιστορία του Βυζαντίου. Επί της βασιλείας του πραγματοποιήθηκαν ορισμένες μεταρρυθμίσεις στον τομέα της στρατιωτικής άμυνας, στο πλαίσιο των νέων διοικητικών περιφερειών που ονομάστηκαν Θέματα· ωστόσο παράλληλα οι Άραβες εδραίωναν τις εξαιρετικά ραγδαίες κατακτήσεις τους. Οι τελευταίοι απέκτησαν ξεκάθαρη ναυτική υπεροπλία και διενεργούσαν επιδρομές στην Κύπρο, την Κρήτη και την Κω, προελαύνοντας ανεξέλεγκτοι στο Αιγαίο. Το 669 η Κωνσταντινούπολη βρέθηκε πολιορκημένη από τους νέους εισβολείς.

Αλλά ούτε και το ανατολικό σύνορο της Αυτοκρατορίας που ακολουθούσε τη γραμμή της οροσειράς του Ταύρου, στη νοτιοανατολική Μικρά Ασία, δεν ήταν σταθερό και ακλόνητο. Παρά τα φυσικά αμυντικά τους πλεονεκτήματα, οι βυζαντινές μεθοριακές φρουρές των ορεινών οχυρών συστηματικά αποτύγχαναν να αναχαιτίσουν τις αραβικές επιδρομές στα εδάφη της Αυτοκρατορίας. Ήδη από τα μέσα του Ζ' αιώνα δεν χωρούσε αμφιβολία για το μέγεθος της καταστροφής που είχε προξενήσει στο Βυζάντιο η νέα ισλαμική δύναμη, οι ηγέτες της οποίας (οι χαλίφηδες) εγκαταστάθηκαν στη Δαμασκό. Η καταστροφική μείωση των επαρχιών που βρίσκονταν υπό ρωμαϊκό έλεγχο προκάλεσε την παρακμή της αυτοκρατορικής εξουσίας, ενώ παράλληλα υποχρέωσε εκείνους που θεωρούσαν τους εαυτούς τους κληρονόμους της αιώνιας Ρώμης να αναθεωρήσουν πολλές από τις απόψεις τους.

Πράγματι, καθώς οι Άραβες εξαπέλυαν ολοένα και πιο σφοδρές επιθέσεις κατά της Κωνσταντινούπολης τον Ζ' αιώνα, γινόταν φανερό ότι σκοπός τους ήταν η κατάλυση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Στη θέση της σκόπευαν να ιδρύσουν μια Ισλαμική Αυτοκρατορία με κέντρο της την ένδοξη πρωτεύουσα του Βοσπόρου. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η απειλή και να επιβιώσει το Βυζάντιο, πρόβαλλε επιτακτική η ανάγκη σημαντικών μεταρρυθμίσεων στη διοίκηση, τη στρατιωτική οργάνωση, ακόμη και στη θρησκευτική παιδεία. Αν οι εικονομάχοι ηγεμόνες του Η' αιώνα δεν είχαν επιβάλει τις δέουσες αλλαγές, πιθανότατα η Κωνσταντινούπολη θα είχε πέσει στα χέρια των Αράβων επτά αιώνες πριν από το 1 453, βάζοντας τέλος στη βυζαντινή ιστορία πριν καλά καλά αυτή αρχίσει. Επιστρέφοντας στα μέσα του Ζ' αιώνα, και ενώ ελάχιστοι ήταν εκείνοι που διέβλεπαν τους επερχόμενους κινδύνους, η ανησυχία που προκαλούσε η θρησκευτική αποκάλυψη του Ισλάμ ήταν αρκετά σοβαρή ώστε να πυροδοτήσει δραματικές εξελίξεις.

Ο Κώνστας Β' αντέδρασε στην αρχική επέκταση του Ισλάμ μετακομίζοντας στις Συρακούσες, στη Σικελία, μια πόλη που ακόμη και τότε διατηρούσε τις παραδόσεις της κλασικής εποχής. Αλλά όταν απαίτησε να μεταβεί εκεί η οικογένειά του, οι αξιωματούχοι επικεφαλής της αυτοκρατορικής Αυλής αρνήθηκαν να ικανοποιήσουν το αίτημά του. Η σύζυγός του Φαύστα και οι τρεις γιοι του παρέμειναν στην Ανατολή. Το 668 ο Κώνστας δολοφονήθηκε κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες κι ένας σφετεριστής ήγειρε αξιώσεις στον αυτοκρατορικό θρόνο από τη Σικελία. Αλλά μόλις τα νέα έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη, ο πρωτότοκος γιος του Κώνσταντος ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας και καταγγέλθηκε ο σφετεριστής. Η μεγάλη πλειονότητα των αυλικών και των κρατικών αξιωματούχων ήταν αφοσιωμένοι στην ανατολική πρωτεύουσα και δεν είχαν πρόθεση να την εγκαταλείψουν. Σύντομα ο νέος αυτοκράτορας, Κωνσταντίνος Δ', ανέλαβε στρατιωτική δράση κατά των Αράβων και αξιοποίησε στο έπακρο τις δυνατότητες του καινούργιου αμυντικού συστήματος των Θεμάτων (τα Θέματα ήταν στρατιωτικές επαρχίες).

Όμως η επιτυχία του στη σταθεροποίηση των ανατολικών συνόρων τον ανάγκασε να παραμελήσει τα βορειοδυτικά σύνορα της Βαλκανικής, που κατέρρευσαν υπό την πίεση των σλαβικών φύλων. Αν και η κατοχή μεγάλων εκτάσεων των δυτικών επαρχιών από τους Σλάβους ήταν πολύ λιγότερο βίαιη, οι οικισμοί τους, οι Σκλαβηνίες, αφαίρεσαν ολόκληρες περιοχές από την αυτοκρατορική εξουσία. Οι Σλάβοι γρήγορα έδειξαν ενδιαφέρον για διάφορες πτυχές της ρωμαϊκής διοίκησης, όπως το σταθερό νόμισμα, το νομικό σύστημα και η χριστιανική θρησκεία. Τελικά το Βυζάντιο τους προμήθευσε με μια γραπτή μορφή της γλώσσας τους, πράγμα που οδήγησε σε μια πολύ πιο θετική συμβίωση απ’ ό,τι θα μπορούσε να φανταστεί κανείς με τους Άραβες.

Η Ελλάδα στη διάρκεια του πρώιμου Μεσαίωνα

Τπό την επίδραση αυτών των αλλαγών, οι κλασικές παραδόσεις των αστικών κέντρων παραχώρησαν τη θέση τους σε νέες μεσαιωνικές μορφές οργάνωσης. Η ιστορία της Αθήνας είναι χαρακτηριστική. Στη διάρκεια των πρώτων χριστιανικών αιώνων, η Αθήνα εξακολουθούσε να αποτελεί κέντρο κλασικής παιδείας, όμως το 529 ο Ιουστινιανός έκλεισε την Πλατωνική Ακαδημία των Αθηνών και η πόλη απώλεσε το βασικό της θέλγητρο. Είχε ήδη υποστεί επιθέσεις από μη ελληνικές φυλές, πρώτα από τους Έρουλους και ύστερα από τους Γότθους του Αλάριχου, και είχε συρρικνωθεί σε μεγάλο βαθμό συγκριτικά με το παρελθόν μέσα στα καινούργια αμυντικά της τείχη. Η Ακρόπολη έγινε φρούριο και κέντρο της και ο Παρθενώνας μετατράπηκε σε χριστιανική εκκλησία αφιερωμένη στην Παρθένο Μαρία, Μητέρα του Θεού (Θεοτόκος). Οι ένοπλες συγκρούσεις επαναλήφθηκαν στα Βαλκάνια γύρω στο 580, όταν πολλά σλαβικά φύλα διέσχισαν τον Δούναβη και κατευθύνθηκαν νότια σε αναζήτηση καλλιεργήσιμης γης. Τα οχυρά στις Θερμοπύλες και στον Κορινθιακό κόλπο δεν απέτρεψαν την προέλασή τους. Εγκαταστάθηκαν σε αγροτικές περιοχές στον νότο της Πελοποννήσου, υποχρεώνοντας τους ντόπιους πληθυσμούς να καταφύγουν στα βουνά, τα νησιά και σε καινούργιες οχυρές τοποθεσίες, όπως η Μονεμβασία (που ιδρύθηκε το 586). Ακόμη και η Θεσσαλονίκη, η δεύτερη πιο σημαντική πόλη της Αυτοκρατορίας, πολιορκήθηκε συχνά από τους Σλάβους αλλά πάντοτε σωζόταν, γεγονός που αποδιδόταν στον πολιούχο άγιό της, τον Δημήτριο, τον οποίο είχαν δει να μάχεται μερικές φορές ανάμεσα στις τάξεις των υπερασπιστών της. Ολόκληρες κοινότητες εγκατέλειψαν τις οικίες τους και κατέφυγαν σε πιο ασφαλείς τοποθεσίες: ο πληθυσμός του Άργους, για παράδειγμα, μετακόμισε στη νησίδα Ορόβη (Ρόδι) του Αργολικού κόλπου, ενώ ο επίσκοπος της Πάτρας οδήγησε ένα μέρος του χριστιανικού του ποιμνίου στη Σικελία.

Και άλλες αρχαίες πόλεις παρήκμασαν με παρόμοιο τρόπο, όχι μόνο λόγω των στρατιωτικών απειλών αλλά και εξαιτίας των κοινωνικών αλλαγών που έπλητταν τη θέση των συγκλητικών οι οποίοι συγκροτούσαν τα συμβούλια των πόλεων. Γινόταν όλο και πιο δύσκολο για τις αστικές κοινότητες να υποστηρίξουν τον παραδοσιακό τρόπο ζωής. Τα θέατρα ερειπώνονταν και τα οικοδομικά υλικά τους λεηλατούνταν. Τα δημόσια λουτρά έπαψαν να λειτουργούν εξαιτίας της ανεπάρκειας αποθεμάτων νερού. Απ’ άκρη σ’ άκρη της Αυτοκρατορίας η μετατόπιση των πληθυσμών προς αγροτικές περιοχές συνόδευε την καταστροφή πολλών χαρακτηριστικών της κλασικής αστικής ζωής. Παράλληλα προκαλούσε μεγάλη ανησυχία, η οποία εκδηλωνόταν στα διάφορα αποκαλυπτικά κείμενα που προφήτευαν το τέλος του κόσμου. Παρότι οι Σκλαβηνίες δεν συνιστούσαν άμεση απειλή για τους κατοίκους της Ελλάδας, ωστόσο αποτελούσαν μια μη βυζαντινή διείσδυση που δεν υπόκειτο στον αυτοκρατορικό έλεγχοπολλοί ντόπιοι εγκατέλειπαν τις εστίες τους. Για πολλές δεκαετίες η κεντρική κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης έδινε πολύ μεγαλύτερη προσοχή στις ανατολικές περιοχές της Αυτοκρατορίας, αφήνοντας τους γηγενείς πληθυσμούς των Βαλκανίων να αμύνονται μόνοι τους. Μία σημαντική συνέπεια της σλαβικής διείσδυσης ήταν η αχρήστευση της Εγνατίας Οδού που συνέδεε την Κωνσταντινούπολη με τη Ρώμη. Αυτός ο βασικός οδικός άξονας διερχόταν από τη Θεσσαλονίκη και αφού διέσχιζε τα βουνά της Βόρειας Ελλάδας κατέληγε στο Δυρράχιο, στην ανατολική ακτή της Αδριατικής, όπου οι ταξιδιώτες συνέχιζαν με πλοίο μέχρι το Μπάρι, στη Νότια Ιταλία, και από εκεί στη Ρώμη. Επί αιώνες διευκόλυνε τις επαφές ανάμεσα στην Παλαιά και τη Νέα Ρώμη και έδινε ώθηση στο εμπόριο. Η Θεσσαλονίκη, το σημαντικότερο κέντρο βυζαντινής εξουσίας στο ευρωπαϊκό τμήμα της Αυτοκρατορίας, ήταν ο συνδετικός κόμβος της Εγνατίας και η επιβίωσή της ήταν απαραίτητη για την Αυτοκρατορία. Στις αρχές του Ζ' αιώνα τα οχυρά της τείχη σε συνδυασμό με την αποφασιστικότητα των επισκόπων και των κατοίκων της και ειδικότερα του πνευματικού της προστάτη έσωσαν τη Θεσσαλονίκη από τους Σλάβους. Όμως στη δεκαετία του 690, ο Ιουστινιανός Β' υποχρεώθηκε να προελάσει μαχόμενος ανάμεσα σε σλαβικούς οικισμούς για να αποκαταστήσει τη σύνδεση της πόλης με την υπόλοιπη Αυτοκρατορία. Αλλά πιο δυτικά της Θεσσαλονίκης η αυτοκρατορική εξουσία αδυνατούσε να επιβληθεί. Έτσι μεγάλες εκτάσεις των Βαλκανίων και της Ελλάδας περιήλθαν στον σλαβικό έλεγχο προκαλώντας περαιτέρω μείωση στα αυτοκρατορικά έσοδα από φόρους και προϊόντα.

Κατά την πρώτη βασιλεία του, ο Ιουστινιανός Β' έλαβε δύο σημαντικά μέτρα προκειμένου να επαναφέρει μερικές Σκλαβηνίες κάτω από τον αυτοκρατορικά έλεγχο. Το πρώτο αφορούσε τον εποικισμό της Μικράς Ασίας με Σλάβους αιχμαλώτους πολέμου που είχαν συλληφθεί στη διάρκεια των εκστρατειών του της δεκαετίας του 680. Η μέθοδος της υπαγωγής απείθαρχων στοιχείων υπό στενότερη κρατική παρακολούθηση ήταν ήδη δοκιμασμένη: η μεταφύτευση πληθυσμών από μια περιοχή σε άλλη εφαρμοζόταν επί πολλούς αιώνες. Στη συγκεκριμένη περίπτωση έφερε αρκετούς σλαβικούς πληθυσμούς σε στενή επαφή με την αυτοκρατορική κυβέρνηση, τις χριστιανικές παραδόσεις και άλλες όψεις της βυζαντινής εξουσίας, στοιχεία που απούσιαζαν από τη χαλαρή οργάνωση των σλαβικών φύλων.

Επαρχιακή οργάνωση της Κεντρικής Ελλάδας

Το δεύτερο μέτρο που πήρε ο Ιουστινιανός κατέληξε στην επιβολή ενός είδους αυτοκρατορικού ελέγχου σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας. Εφάρμοσε μια παραλλαγή του συστήματος στρατιωτικής διοίκησης που είχε αναπτυχτεί για τη φύλαξη των ανατολικών συνόρων της Αυτοκρατορίας κατά των Αράβων. Πρόκειται για έναν νέο τύπο επαρχιακής διοίκησης που ταυτίστηκε με τον όρο Θέμα. Αρχικά τον συναντάμε στη Μικρά Ασία και τη Θράκη και αργότερα επεκτείνεται σε περιοχές της Ελλάδας, στα Βαλκάνια και ορισμένα νησιά του Αιγαίου. Η πρώτη ένδειξη για την εισαγωγή του καινούργιου θεσμού σε μία συγκεκριμένη περιφέρεια είναι συνήθως μια καταγραφή που αναφέρεται στον διορισμό ενός στρατιωτικού ως επικεφαλής της νεοσύστατης επαρχιακής διοίκησης με τον τίτλο στρατηγός. Στην Κεντρική Ελλάδα η παραπάνω εξέλιξη μαρτυρείται το 695, όταν ο Λεόντιος διορίζεται στρατηγός της Ελλάδος, μολονότι ο τελευταίος αρνείται να αναλάβει τα νέα του καθήκοντα. Αντίθετα τίθεται επικεφαλής μιας εξέγερσης κατά του Ιουστινιανού Β' και στέφεται, με τη δύναμη των όπλων, αυτοκράτορας: εξορίζει τον Ιουστινιανό και κυβερνά επί τρία χρόνια. Αλλά στο μεταξύ πρέπει να είχε αποκατασταθεί ως έναν βαθμό η επαφή με την πρωτεύουσα. Πρόσφατα βρέθηκε στη διάρκεια των ανασκαφών για το μετρό της Αθήνας ένα χρυσό νόμισμα του Ιουστινιανού Β' της περιόδου 692695. Είναι το πρώτο του είδους του που ανακαλύπτεται, αφού μας λείπουν τελείως τα νομίσματα της περιόδου που αρχίζει στα μέσα του Ζ' και τελειώνει στα μέσα του Θ' αιώνα, τότε που χρονολογούνται τα νομίσματα του Θεόφιλου. Η νέα αρχαιολογική ανακάλυψη επιβεβαιώνει ότι κάποιος στην Κεντρική Ελλάδα κατείχε κάποτε ένα νόμισμα κομμένο στο νομισματοκοπείο της πρωτεύουσας στη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού Β'.

Η οργάνωση μιας επαρχιακής διοίκησης, η οποία θα ήταν σε θέση να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της πρωτεύουσας, προϋπέθετε την ύπαρξη οικονομικών αξιωματούχων που θα μεριμνούσαν για την καταγραφή των πόρων της περιοχής. Η επιθεώρηση ακόμη και μιας μικρής περιοχής παρείχε τη δυνατότητα στρατολόγησης ανδρών στον αυτοκρατορικό στρατό και απέδιδε φορολογικά έσοδα σε τακτική βάση, βασικό μέλημα του νέου διοικητικού μηχανισμού ο οποίος συνδεόταν με το σύστημα των Θεμάτων. Σταδιακά η επαρχιακή διοίκηση κατόρθωσε να καταρτίζει στρατιωτικούς καταλόγους: λίστες οικογενειών που υποχρεούνταν να προμηθεύουν έναν έφιππο και πλήρως εξοπλισμένο στρατιώτη για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία. Σε αυτούς τους καταλόγους καταγραφόταν επίσης το ποσοστό της μειωμένης φορολογίας στην έγγειο ιδιοκτησία για όσο καιρό ο στρατιώτης απούσιαζε και δεν μπορούσε να βοηθά την οικογένειά του. Οικογένειες που δεν εμφανίζονταν στους στρατιωτικούς καταλόγους καταγράφονταν σε ξεχωριστά φορολογικά μητρώα, τα οποία όριζαν τους φόρους που όφειλαν να πληρώνουν για τη γη που κατείχαν.

Η στενή συνάφεια ανάμεσα σε στρατιωτικά και φορολογικά ζητήματα είχε ως συνέπεια ότι οι υπεύθυνοι για την τήρηση αυτών των μητρώων αξιωματούχοι όφειλαν να καταμετρούν όλα τα κτήματα που καλλιεργούνταν από ανθρώπους οι οποίοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους πιστούς υπηκόους του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης και να επιβάλλουν τους φόρους που τους αναλογούσαν. Προκειμένου το σύστημα να είναι δίκαιο, η άγονη γη δεν φορολογείτο το ίδιο με τη γόνιμη, αρδευόμενη γη, ενώ οικογένειες που κατείχαν ένα ζευγάρι βόδια έπρεπε να πληρώνουν περισσότερο φόρο από αυτές που διέθεταν μονάχα ένα βόδι ή έναν γάιδαρο είτε καθόλου ζωικό κεφάλαιο. Τελικά ο υπολογισμός των φόρων εφαρμόστηκε σε όλο το ζωικό κεφάλαιο, τα οπωροφόρα δέντρα, τα κτίσματα και τα αγροτικά εργαλεία που κατείχε η κάθε οικογένεια, και επινοήθηκαν πολύπλοκες μέθοδοι αποτίμησης. Εξαιτίας της απουσίας γραπτών πληροφοριών για τον Ζ' και τον Η' αιώνα, η ανασύσταση της πρώιμης λειτουργίας αυτού του συστήματος είναι δύσκολη. Όμως αναφορές σε στρατιωτικούς καταλόγους και στους αξιωματούχους που τους κατάρτιζαν και τους ανανέωναν, υποδηλώνουν τη δραστική επίβλεψη της ζωής στις επαρχίες. Κάτω από την εξουσία του στρατηγού, η παρουσία κρατικών αξιωματούχων συνέτεινε στην οικοδόμηση επίσημων οικημάτων και νέων εκκλησιών και συνέβαλε στην ενίσχυση του κύρους της κεντρικής κυβέρνησης στις απόμακρες επαρχίες

Δεν σώζονται μαρτυρίες για το ενδεχόμενο ενδιαφέρον του Λεοντίου για την Κεντρική Ελλάδα στο διάστημα της βασιλείας του (695698). Ωστόσο πιθανολογείται ότι σε κάποιο Θέμα της Ελλάδος πρέπει να υπήρξε κάποια αναταραχή, επειδή μια γενιά αργότερα, περί το 720, ο Αγαλλιανός, ένας τουρμάρχης (κατώτερος αξιωματικός), ηγήθηκε μιας αποτυχημένης πολιτικής εξέγερσης. Ο τίτλος απορρέει από τη λέξη τούρμα, που συνήθως σημαίνει μια μικρή στρατιωτική υποδιαίρεση ενός Θέματος. Οι Ελλαδιχοί απέπλευσαν υπό την ηγεσία του Αγαλλιανού από την Ελλάδα, όμως ναυάγησαν στη διάρκεια μιας θύελλας. Είναι λοιπόν βέβαιο ότι είχαν επιβληθεί κάποιες διοικητικές δομές· ο ναυτικός χαρακτήρας αυτών των δομών ανταποκρίνεται στα συμφέροντα της Κωνσταντινούπολης για τον έλεγχο της ακτογραμμής και των λιμένων της Ελλάδας. Αλλά είναι αδύνατο να εκτιμήσουμε την έκταση αυτού του ελέγχου στην ενδοχώρα. Σφραγίδες αξιωματούχων αποσπασμένων στο Θέμα της Ελλάδος (επαρχία της Κεντρικής Ελλάδας) εμφανίζονται στη διάρκεια του Η' αιώνα. Παρότι είναι τοις πάσι γνωστό πόσο δύσκολη είναι η χρονολόγησή τους, το γεγονός ότι αρκετές απ’ αυτές έχουν διασωθεί και ανακαλύπτονται τυχαία σε τοποθεσίες ανασκαφών, υποδηλώνει την παρουσία ενός αυξανόμενου δικτύου επαρχιακών διοικητικών υπαλλήλων τους οποίους διόριζε η πρωτεύουσα.

Εκκλησιαστική οργάνωση της Ελλάδας

Μ ία πρόσθετη πλευρά του αυτοκρατορικού ελέγχου στην Ελλάδα επιβίωσε κατά τη μακρόχρονη περίοδο προσαρμογής, την εποχή που οι Σλάβοι επέκτειναν τους οικισμούς τους και κατελάμβαναν μεγάλες περιοχές: ήταν η ιεραρχία των Χριστιανών επισκόπων. Αυτή η παράπλευρη δομή της βυζαντινής αυτοκρατορικής εξουσίας είχε ως αποτέλεσμα να τοποθετηθούν υψηλόβαθμοι κληρικοί επικεφαλής των δύο μητροπολιτικών Εκκλησιών, της Θεσσαλονίκης στον βορρά και της Κορίνθου στον Ισθμό. Με κάποια χρονικά διαλείμματα, οι αρχιεπίσκοποι αυτών των δύο επιφανών εκκλησιαστικών εδρών οι οποίες είχαν ιδρυθεί στα πρώιμα χριστιανικά χρόνια διατήρησαν τη συνεχή χριστιανική παρουσία στις περιοχές υπό την εξουσία τους. Οι αρχιεπίσκοποι διόριζαν επισκόπους για βοηθούς τους, τους οποίους συχνά τους στρατολογούσαν από τον τοπικό κλήρο. Αυτοί οι ιερείς ήταν εκείνοι που οργάνωναν την άμυνα όταν απειλούνταν η ύπαρξη ολόκληρων κοινοτήτων. Σε ορισμένους μάλιστα απ’ αυτούς οφείλεται αναντίρρητα η επιβίωση πολλών πόλεων, τον πληθυσμό των οποίων οδήγησαν σε πιο ασφαλείς τοποθεσίες, σε πλαγιές βουνών και νησιά. Οι επισκοπικοί κατάλογοι (γνωστοί ως Notitiae episcopatiium) διασώζουν τον βασικό σκελετό της ιεραρχίας, ενώ τοπικά αρχεία, όπως για παράδειγμα οι επιγραφές στις κολόνες του Παρθενώνα, επισημαίνουν ότι όποτε πέθαινε ένας αρχιερέας συνήθως τον αντικαθιστούσαν. Αλλά ακόμη και στις μεγάλες επισκοπές είναι δύσκολο να εκτιμήσουμε την ακριβή σημασία του χριστιανικού ελέγχου ή την εμβέλεια της χριστιανικής επιρροής πέρα από τα τείχη της επισκοπικής πόλης.

Πάντως αυτοί οι εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι είχαν άμεση επαφή με την πρωτεύουσα όποτε συγκαλείτο κάποια εκκλησιαστική σύνοδος. Αρκετοί επίσκοποι από την Ελλάδα συμμετείχαν στην ΣΤ' Οικουμενική Σύνοδο και τη συνέχειά της, την εν Τρούλλω Σύνοδο το 692, κι έτσι τους δόθηκε η ευκαιρία να ταξιδέψουν στην Κωνσταντινούπολη δύο φορές μέσα σε δώδεκα χρόνια. Αυτοί οι δεσμοί ανάμεσα στις περιφέρειες της Αυτοκρατορίας και στο κέντρο ήταν εξαιρετικά σημαντικοί σαν μέσα ενδυνάμωσης του αυτοκρατορικού ελέγχου: έφερναν τους επισκόπους της περιφέρειας σε άμεση επαφή με το πνευματικό κλίμα της Βασιλεύουσας και την παιδεία του πατριάρχη της. Επέτρεπαν στους κληρικούς να ταξιδεύουν, με έξοδα της κυβέρνησης, για να παρευρεθούν σε μία σύναξη όπου συζητούσαν θεολογικά προβλήματα και θέματα εκκλησιαστικής πειθαρχίας. Επιπλέον οι επισκέψεις αυτές συντελούσαν στην εξάπλωση του εκκλησιαστικού αρχιτεκτονικού και διακοσμητικού ύφους που επικρατούσε στην πρωτεύουσα, καθώς και στην πληροφόρηση σχετικά με τις εξελίξεις στην αγιογραφία, τις λειτουργικές πρακτικές κι ένα σωρό άλλα χαρακτηριστικά της θρησκευτικής ζωής. Με αυτόν τον τρόπο μπορούσαν να γίνουν ευρέως γνωστές οι ειδήσεις για τις θαυματουργές θεραπείες που οφείλονταν σε ιερά λείψανα, όπως για παράδειγμα του αγίου Αρτεμίου που φυλάσσονταν στην πρωτεύουσα, για κάποιες σημαντικές καινούργιες ιερές εικόνες που είχαν τοποθετηθεί στις εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης, ή για τους νέους ύμνους που είχαν γραφτεί ώστε να τιμάται η μνήμη συγκεκριμένων αγίων. Η διασπορά των ειδήσεων γινόταν με παρόμοιο τρόπο και στη Ρώμη κατά την πρώιμη φάση του δυτικού Μεσαίωνα: το ύφος των εκκλησιαστικών ύμνων ή οι τρόποι οικοδόμησης ωραιότερων εκκλησιών διαδίδονταν σε απομακρυσμένες περιοχές από τους προσκυνητές και τους επισκέπτες του Αγίου Πέτρου.

Ήδη τον Ζ' αιώνα γίνεται φανερό ότι τα δύο σημαντικότερα κέντρα χριστιανικής εξουσίας που είχαν μείνει άθικτα από τις αραβικές κατακτήσεις στην Εγγύς Ανατολή προωθούσαν διαφορετικές εκκλησιαστικές παραδόσεις μέσα στα όρια της σφαίρας επιρροής που τους αντιστοιχούσε. Η Ρώμη ανέπτυσσε τις δικές της πνευματικές πηγές που βασίζονταν στη λατινική κληρονομιά της και ολοένα απομακρυνόταν από τις αντίστοιχες ελληνικές. Η Κωνσταντινούπολη αντίθετα επέμενε στην ελληνική κληρονομιά της, καθώς και στην εκ Θεού εξουσία των ηγεμόνων της, στην προσπάθειά της να προσαρμοστεί στον κατά πολύ μικρότερο κόσμο της. Απειλούμενη από τους Άραβες και τους Σλάβους, λαούς που αντιπροσώπευαν μια εντελώς νέα εξ αποκαλύψεως θρησκεία και μια ολοζώντανη ειδωλολατρική παράδοση αντίστοιχα, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν στριμωγμένη για τα καλά. Η πραγματικότητα της θέσης της ως μίας δύναμης ανάμεσα σε πολλές άλλες είχε σαν αποτέλεσμα τη μεταμόρφωση του πολιτισμού της και τον περιορισμό της οπτικής της γωνίας. Οι συνδυασμένες πιέσεις έδωσαν καινούργια έμφαση στον ελληνικό και χριστιανικό χαρακτήρα του Βυζαντίου, που γίνεται εμφανής στην επική ποίηση του Γεωργίου από την Πισιδία. Φρουρός της βυζαντινής παιδείας, αυτός ο αυλικός λόγιος ποιητής προίκισε τον αυτοκράτορα με ένα νέο προσωνύμιο, το «πιστός εν Χριστώ βασιλεύς». Αν και χρησιμοποιούσε τα πιο εκλεπτυσμένα αρχαία ελληνικά της εποχής του, ο Γεώργιος αναγνώριζε ωστόσο τη γλωσσική επιρροή του λαού που επευφημούσε τον ηγεμόνα ως βασιλέα των Ρωμαίων. Αυτή η ονοματολογία σήμανε την οριστική εξαφάνιση των λατινικών, κι έτσι τα ελληνικά έγιναν η γλώσσα των δικαστηρίων, καθώς και της κυβερνήσεως. Παράλληλα, οι επίσημοι ορισμοί της Ορθόδοξης πίστης και πρακτικής λάμβαναν όλο και λιγότερο υπόψη τους τις απόψεις της Ρώμης, αποξενώνοντας ακόμη περισσότερο τη λατινική Δύση από τον αυτοκρατορικό έλεγχο.







Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |