Στις 10 Μαρτίου του 843, το Σάββατο πριν από την πρώτη Κυριακή της Σαρακοστής, ο πατριάρχης Μεθόδιος πραγματοποιεί μια αγρυπνία στις Βλαχέρνες μαζί με όλο του τον κλήρο και το επόμενο πρωί πορεύεται στην Αγία Σοφία, αφού περάσει από τον ναό των Αγίων Αποστόλων. Νωρίς την Κυριακή, ο Μιχαήλ Γ', η Θεοδώρα και σύσσωμη η Αυλή ξεκινούν από το ανάκτορο για να τους συναντήσουν στη Μεγάλη Εκκλησία· όλα κρατούν σταυρούς, εικόνες και κεριά. Η καινούργια λειτουργία τελέστηκε για πρώτη φορά στις 11 Μαρτίου του 843. Με αυτόν τον τρόπο ανατράπηκε η εικονομαχία. Η συγκεκριμένη λειτουργία τελείται ακόμη και σήμερα την πρώτη Κυριακή της Σαρακοστής στην Ορθόδοξη Εκκλησία.48
Αρχίζει με έναν πρόλογο που συνοψίζει την απόρριψη της ασέβειας και την αποδοχή του ορθού δόγματος με τη χάρη του Θεού. Ύστερα από σχεδόν τριάντα χρόνια, τερματίζονται οι διώξεις και ο διχασμός στους κόλπους της Εκκλησίας αντικαθίσταται από μιαν αρμονική συμφωνία. Κατόπιν ακολουθούν δύο κατάλογοι. Ο πρώτος είναι μια θετική αποτίμηση των καλών εικονολατρών που θα μνημονεύονται εσαεί’ ο δεύτερος μια αρνητική καταδίκη των κακών εικονομάχων που αναθεματίζονται. Ο κάθε κατάλογος περιλαμβάνει απρόσωπες θεολογικές αναφορές, λόγου χάρη για όλους εκείνους που αρνούνται την Ενσάρκωση του Λόγου του Θεού, τις εικόνες ή τη διάκριση μεταξύ εικόνων και ειδώλων, και ακολουθεί ένα μικρό τμήμα με συγκεκριμένα ονόματα, όπου δίδεται έμφαση στους εικονομάχους πατριάρχες και επισκόπους οι οποίοι υπήρξαν υπεύθυνοι για την εισαγωγή και την υποστήριξη της αίρεσης. Το Συνοδικόν της Ορθοδοξίας δεν κάνει ονομαστική μνεία του Δέοντος Γ', παρ’ όλο που ο πατριάρχης του Αναστάσιος καταδικάζεται χωρίς περιστροφές για την εισαγωγή του δόγματος· ομοίως η Ειρήνη και ο Κωνσταντίνος ΣΤ' εξυμνούνται λιγότερο από τον πατριάρχη Ταράσιο για την καταδίκη της εικονομαχίας το 787. Επαναλαμβάνονται επίσης τα αναθέματα της Συνόδου του 787.49
Η συνέχεια της Ορθοδοξίας επικυρώνεται με αναφωνήσεις που καλούνται ευφημία και πολυχρόνια και αποδίδονται στους ηγεμόνες, ξεκινώντας από τον Μιχαήλ και τη μητέρα του, τη Θεοδώρα, τους πατριάρχες και τον υπόλοιπο κλήρο. Μια τελική δοξολογία, που βασίζεται στην αντίστοιχη του 787, περιλαμβάνει μια προσευχή όχι μόνο για τη Σύγκλητο και τους κρατικούς αξιωματούχους, αλλά επίσης για τον πιστό στρατό και όλους τους πολίτες (παντί πολιτεύματι), καθώς και για εκείνους που ήδη έχουν αναφερθεί.
Ξεκινώντας την καινούργια λειτουργία του με τη λειτουργική ανακεφαλαίωση της Ορθοδοξίας και συνεχίζοντας με την καταδίκη όλων των γνωστών αιρέσεων, με τελευταία την εικονομαχία, ο πατριάρχης καθιερώνει μια μέθοδο αποκήρυξης της προηγούμενης πολιτικής και επιστροφής στην παραδοσιακή λατρεία των εικόνων. Επειδή η αναστήλωση των εικόνων δεν συνιστά σε καμιά περίπτωση νέα πολιτική, δεν υπάρχει νεωτερισμός (μια λέξηκλειδί που εκφράζει την αποδοκιμασία στη βυζαντινή Εκκλησία). Έτσι αυτή η εκκλησιαστική τελετή μπορεί να υποκαταστήσει την εκκλησιαστική σύνοδο και να ακυρώσει τις αποφάσεις της αντίστοιχης του 815. Αντί να διαιωνίζει τη διαμάχη σχετικά με τον ρόλο των θρησκευτικών εικόνων, επιβεβαιώνει τις αποφάσεις της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου του 787, οι οποίες αποτελούν παραδόσεις της Εκκλησίας. Σε μεταγενέστερους χρόνους, ο πατριάρχης προσκαλεί τον αυτοκράτορα να δειπνήσει μαζί του μετά την ολοκλήρωση της λειτουργίας.
Όσοι αρνούνται να δεχτούν αυτόν τον λειτουργικό ορισμό της αιρετικής φύσης της εικονομαχίας, ομολογούν την αμαρτία τους και καταδικάζονται. Παρότι είναι αδύL νατό να υπολογίσουμε τον αριθμό των εικονομάχων επισκοπών που παρέμειναν πιστοί στο αιρετικό δόγμα, ο αριθμός των 20.000 και πλέον, που υποτίθεται ότι αποπέμφθηκαν στη διάρκεια μιας εκτεταμένης εκκαθάρισης, δεν πρέπει να λαμβάνεται κατά γράμμα. Στο πλαίσιο του Βίου του Μεθοδίου, πρόκειται σίγουρα για λογοτεχνική υπερβολή στη θέση της λέξης «πλήθος». Ομοίως, η αναφορά στις «δύο ή τρεις χιλιάδες» δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια υπόθεση.50 Το βασικό πρόβλημα συνίσταται στο ότι ο Μεθόδιος δυσκολεύτηκε να συμπληρώσει όλες τις κενωθείσες θέσεις και αναγκάστηκε να επαναδιορίσει πρώην εικονομάχους οι οποίοι είχαν προηγουμένως δημοσίως αποκηρύξει την πίστη τους στην αίρεση. Αυτό το θέμα προκάλεσε ένα ακόμη σχίσμα ανάμεσα στον πατριάρχη και στους μοναχούς της Μονής Στουδίου. Όπως και στη διένεξή τους με τον πατριάρχη Νικηφόρο στις αρχές του Θ' αιώνα, αρνούνται την επικοινωνία με τον Μεθόδιο σπέρνοντας έτσι τα ζιζάνια μιας ακόμη σημαντικής διαίρεσης στους κόλπους της Εκκλησίας.
Παρ’ όλη τη σημασία της για το Βυζάντιο, για το μέλλον της εκκλησιαστικής τέχνης και την ανάπτυξη του μοναχισμού, η ανατροπή της εικονομαχικής πολιτικής δεν φαίνεται να αντιμετωπίστηκε ως μείζον γεγονός στην εποχή της. Καμία ξένη, μηβυζαντινή δύναμη δεν παρευρίσκεται ως μάρτυρας στην αλλαγή, η οποία άλλωστε δεν ανακοινώνεται στην υπόλοιπη χριστιανοσύνη με ιδιαίτερη σπουδή.51 Οι σύγχρονοι δεν σχολιάζουν διεξοδικά το ζήτημα, παρά μόνο για να προβάλουν την προσωπική τους ανάμιξη. Και αυτός είναι ένας ακόμη λόγος να αμφιβάλλουμε για την υποτιθέμενη αντίδραση ενός μεγάλου αριθμού εικονομάχων επισκόπων. Στο τέλος της βασιλείας του Θεόφιλου, οι δυνάμεις των εικονομάχων φαίνεται ότι έχουν εξαντληθεί. Είναι αλήθεια ότι ο Μεθόδιος δυσκολεύτηκε να βρει αρκετούς εικονολάτρες για να καταλάβουν όλες τις διαθέσιμες θέσεις, αλλά αυτό δεν εκπλήσσει αφού η προηγούμενη γενιά δοκιμάστηκε από σκληρούς διωγμούς. Ο διάδοχός του Ιγνάτιος δεν δείχνει να επηρεάζεται στο ελάχιστο από τη διαμάχη. Μόνο ο αντικαταστάτης του Φώτιος εκφράζει υπερβολική ανησυχία για μια ενδεχόμενη αναζωπύρωση της αίρεσης των εικονομάχων. Όμως αυτό είναι κάτι που πιθανότατα οφείλεται στο γεγονός ότι ο ίδιος προσωπικά είχε βιώσει την πιο σκληρή περίοδο της εχθρότητας, όταν ο πατέρας του Σέργιος και όλη του η οικογένεια είχαν εξοριστεί. Και αφού μάλιστα ήταν συγγενής με την οικογένεια της Θεοδώρας, ίσως είχε πρόσθετους λόγους να επικαλείται την Ορθοδοξία της σε αντίθεση με την αιρετική στάση του Θεόφιλου.
Η αναγέννηση της αναπαραστατικής τέχνης
Αν και είναι λογικό να υποθέσουμε ότι η Θεοδώρα αποκατέστησε αμέσως τις εικόνες στις εκκλησίες του Μεγάλου Παλατιού και οι εικονολάτρες μοναχοί έπραξαν το ίδιο στα μοναστήρια τους, είναι λιγοστές οι μαρτυρίες που πιστοποιούν τη δημόσια πατρωνία της θρησκευτικής παραστατικής τέχνης στα επόμενα χρόνια. Μέχρι τα τέλη της πρώτης πατριαρχικής περιόδου του Φωτίου (858867) δεν έγινε καμία σημαντική αλλαγή στη διακόσμηση της Μεγάλης Εκκλησίας. Φυσικά ο σταυρός ήταν εξίσου ιερός για τους εικονολάτρες όσο και για τους εικονομάχους και το 843 δεν υπήρχε άμεσος λόγος για την απομάκρυνσή του. Ωστόσο η αργοπορία στη διακόσμηση του μητροπολιτικού ναού της Κωνσταντινούπολης είναι αρκούντως εντυπωσιακή.
Στο κήρυγμά του το Πάσχα του 867, παρουσία του Μιχαήλ Γ' και του συναυτοκράτορά του Βασιλείου, ο Φώτιος περιγράφει το καινούργιο ψηφιδωτό του σηκού της Αγίας Σοφίας, το οποίο είχε αντικαταστήσει έναν ογκώδη χρυσοποίκιλτο σταυρό.52 Απεικονίζει τη Θεοτόκο ενθρονισμένη με τον Χριστόβρέφος στα γόνατά της και σώζεται μέχρι σήμερα. Ο Φώτιος μιλάει γι’ αυτό το σημαντικό μνημείο της εικονολατρικής τέχνης, όπου η μητρική φροντίδα της Παρθένου για τον Τιό της περιγράφεται με την έκφραση του βλέμματός της που τον κοιτάζει με ιδιαίτερη τρυφερότητα. Λέγεται ότι η Παναγία είναι τόσο ζωντανή, ώστε ο θεατής περιμένει τα χείλη της να σαλέψουν ανά πάσα στιγμή. Οι σημερινοί επισκέπτες της Αγίας Σοφίας πιθανόν να μπερδεύονται από αυτή την περιγραφή, καθώς και οι δύο μορφές ατενίζουν προς τα κάτω την εκκλησία από μεγάλο ύψος, χωρίς να φανερώνουν κανένα ανθρώπινο συναίσθημα. Αλλά αν ο Φώτιος περιγράφει στην πραγματικότητα τα εσωτερικά συναισθήματα της Μητέρας και του Παιδιού, η περιγραφή του αντιστοιχεί πιο πολύ σε αυτό που θα περίμενε κανείς από την έκφρασή την ανάλυση ενός έργου τέχνης σύμφωνα με τις προθέσεις του καλλιτέχνη, παρά στο ορατό αποτέλεσμα. Όπως και άλλα λογοτεχνικά είδη, η έκφρασις επιβάλλει ένα μάλλον τυποποιημένο ύφος περιγραφής.53 Η καταδίκη των αμαρτωλών αιρετικών, που είχαν στερήσει την Εκκλησία από την ομορφιά της και την είχαν εκθέσει στον χλευασμό και στις προσβολές τους, δεν ακολουθεί τους ίδιους περιορισμούς και ο Φώτιος μιλάει έξω απ’ τα δόντια. Έτσι ο σταυρός των εικονομάχων αντικαταστάθηκε από την Παρθένο και το Θείο Βρέφος, το πρώτο παραστατικό ψηφιδωτό της εκκλησίας της Αγίας Σοφίας.
Το πιθανότερο είναι ότι παρόμοια αντικατάσταση δεν άργησε να γίνει και στις εκκλησίες της Νίκαιας και της Θεσσαλονίκης, όπου οι βραχίονες των προηγούμενων σταυρών διακρίνονται πιο καθαρά. Δεν γνωρίζουμε αν και άλλες δημόσιες εκκλησίες διακοσμήθηκαν με παραστατική τεχνοτροπία σε σύντομο χρόνο. Ούτε υπάρχουν μαρτυρίες ότι η Θεοδώρα και ο Μιχαήλ Γ' γιόρτασαν τα γεγονότα του 843 με παραγγελίες εικόνων σε καλλιτέχνες. Όμως ο ιστορικός τους ρόλος αποτυπώνεται σε ένα νέο είδος εικόνας που προσδιορίζεται ως ο εορτασμός του Θριάμβου της Ορθοδοξίας και πιθανότατα ανάγεται στον Θ' αιώνα. Σήμερα το πιο διάσημο δείγμα του είδους βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο και είναι δημιουργία του ΙΔ' αιώνα, από τα ελάχιστα που σώζονται. Απεικονίζει τους ήρωες της εικονολατρίας να προσκυνούν μια εικόνα της Μητέρας και του Θείου Βρέφους, του τύπου της «Οδηγήτριας».54 Στέκουν παραταγμένοι σε δύο επίπεδα, αυτοκρατορικές και πατριαρχικές μορφές στο επάνω επίπεδο και άγιοι στο κάτω.
Φορώντας τα επίσημα αυτοκρατορικά τους ενδύματα, η Θεοδώρα και ο νεαρός γιος της ξεχωρίζουν στα αριστερά της προσκυνούμενης εικόνας με τον Μεθόδιο και τους άλλους εικονολάτρες ομολογητές, των οποίων τα ονόματα είναι γραμμένα με κόκκινο κάτω από τις μορφές τους, στα δεξιά. Στο κάτω επίπεδο ύστερα από προσεκτική ανάλυση αναγνωρίστηκαν οι μορφές τα ονόματα των οποίων είναι πολύ φθαρμένα: κάτω αριστερά στέκει μία αγία που βαστάει μια μικρή εικόνα· πρόκειται για τη μυθική Θεοδοσία, μια φανταστική ηρωίδα της πρώτης περιόδου της εικονομαχίας, το 730. Πιο οικείοι και γνωστοί άγιοι συμπληρώνουν το κατώτερο επίπεδο (βλ. εικόνα 9).55 Μολονότι το συγκεκριμένο είδος εικόνας δεν μπορεί να αναχθεί στο 843, η σκηνή έχει τις ρίζες της στην αποκατάσταση της Ορθοδοξίας υπό τη Θεοδώρα και τον Μιχαήλ Γ'. Είναι δελεαστικό να δούμε σε αυτήν την εικόνα την τυχαία επιβίωση ενός πολύ μεγαλύτερου αριθμού παρόμοιων εικόνων αφιερωμένων στο ίδιο γεγονός. Ωστόσο οι πέντε ή και περισσότεροι αιώνες που χωρίζουν αυτό το δείγμα από τον Θρίαμβο της Ορθοδοξίας υποδηλώνουν ότι πιθανότατα υπήρξαν πολλές ενδιάμεσες εικόνες.
Στην εικονογράφηση των χειρογράφων, η χρήση παραστατικής διακόσμησης φαίνεται ότι ανανεώθηκε πιο σύντομα μετά το 843. Όπως έχουμε ήδη σημειώσει, τα μοναστηριακά σκριπτόρια, όπως εκείνο της Μονής Στουδίου στην Κωνσταντινούπολη ή των μοναστικών κοινοτήτων της Βιθυνίας που βρίσκονταν κοντά στην πρωτεύουσα, είχαν αποκτήσει αυξημένη σπουδαιότητα την περίοδο μεταξύ 787 και 815· ένα νέο είδος μικρογραφίας είχε αναπτυχτεί και χειρόγραφα διαφορετικής μορφής εξακολούθησαν να παράγονται στη διάρκεια της δεύτερης φάσης της εικονομαχίας. Σε αυτούς τους κύκλους, όπου οι γραφείς αντέγραφαν κείμενα και τα εικονογραφούσαν με σχέδια ζώων και φυτών, μυθικά σύμβολα και άλλες έγχρωμες παραστάσεις, ήταν ευκολότερη η επιστροφή στην απεικόνιση ανθρώπινων μορφών. Αυτή η τάση ανιχνεύεται στα εικονογραφημένα Ψαλτήρια, όπου το κείμενο των Ψαλμών εικονογραφείται με σκηνές ιστορικών προσώπων και των πρόσφατων διωγμών των εικονολατρών. Ο πατριάρχης Νικηφόρος σύρεται έξω από την εκκλησία από τους εικονομάχους, που στη συνέχεια σοβατίζουν τις εικόνες. Ένα άλλο στοιχείο στην εικονογράφηση των Ψαλμών αφορά έναν κύκλο εικόνων που συνδέονται με την ιστορία του Δαβίδ χρησιμοποιούνται επίσης προσωποποιημένες Αρετές που απεικονίζονται ως Μούσες με τα κλασικά τους ενδύματα, ενώ ο Μωυσής και οι Προφήτες έχουν τη δική τους θέση ως πρόδρομοι του Χριστού. Ψαλτήρια που κατασκευάστηκαν μετά το 843 και σώζονται ως σήμερα υποδηλώνουν ότι τα κείμενα με αναπαραστατική διακόσμηση ήταν από τα πρώτα προϊόντα της εικονολατρικής τέχνης μετά το 843.56
Ανάμεσά τους τα μηνολόγια, τα οποία καταγράφουν το ημερολόγιο των αγίων της Ορθόδοξης Εκκλησίας κάθε μήνα, διασώζουν μια εικόνα της αυτοκράτειρας Θεοδώρας ως αγίας. Το περίφημο Μηνολόγιον του Βασιλείου, περί το έτος 1000, περιλαμβάνει ένα πορτραίτο της όπου η Θεοδώρα απεικονίζεται με μια άλω και μια μικρή στρογγυλή εικόνα στα χέρια της, την ημέρα που την τιμά η Εκκλησία. Είτε ανάγεται είτε όχι σε κάποιο προγενέστερο πρωτότυπο, είναι από τις ελάχιστες εικόνες της αυτοκράτειρας που διασώθηκαν και την παρουσιάζει άκαμπτη όπως αρμόζει σε μία αγία. Κανένα προσωπικό χαρακτηριστικό της δεν διατηρείται μετά τη μεταμόρφωσή της από αυτοκράτειρα σε αγία. Πιθανόν πάντως το πορτραίτο να έχει αντιγράφει από κάποιο προγενέστερο χειρόγραφο φιλοτεχνημένο μετά τον θάνατό της προκειμένου να επικυρωθεί η ημέρα εορτασμού της μνήμης της.57 Η θέσπιση ονομαστικής εορτής της Θεοδώρας από την Εκκλησία σημαίνει ότι πιθανότατα θα είχαν ζωγραφιστεί και άλλες εικόνες της. Στην πραγματικότητα αυτό που καθορίζει την αγιότητά της είναι ο ρόλος της στην αναστήλωση των εικόνων. Η λατρεία της Θεοδώρας είναι του επίσημου είδους και καθιερώθηκε χωρίς την ύπαρξη κάποιου σημείου αγιότητας, όπως οι θαυματουργές θεραπευτικές ιδιότητες των λειψάνων της.
Η τιμωρία του Κωνσταντίνου Ε'
Για να σηματοδοτήσουν την αναστήλωση των εικόνων, η Θεοδώρα και ο Μιχαήλ Γ' προχώρησαν σε μια συμβολική αλλαγή. Τα λείψανα του Κωνσταντίνου Ε', του αρχιαιρετικού και υπέρμαχου της εικονομαχικής θεολογίας, απομακρύνθηκαν από τον τάφο του στο μαυσωλείο του Ιουστινιανού, στους Αγίους Αποστόλους. Τα οστά του κάηκαν και η στάχτη διασκορπίστηκε, ώστε να μην υπάρχει στο μέλλον καμιά τοποθεσία συνδεδεμένη με την ταφή του. Η σαρκοφάγος του από πράσινο θεσσαλικό μάρμαρο θρυμματίστηκε και κομμάτια της χρησιμοποιήθηκαν αργότερα για την επαναδιακόσμηση της εκκλησίας της Παρθένου στον Φάρο (που ήταν επίσης δημιούργημα του Κωνσταντίνου Ε').58 Έτσι όμως έμεινε ένα κενό στον αυτοκρατορικό ταφικό θάλαμο που είχε κιόλας γεμίσει ασφυκτικά ως τα μέσα του Θ' αιώνα. Ένας μεταγενέστερος κατάλογος όλων των τάφων που υπήρχαν εκεί αναφέρει και τον τάφο της αυτοκράτειρας Ειρήνης, μολονότι, όπως είδαμε, η Ειρήνη είχε ταφεί στο μοναστήρι που είχε ιδρύσει η ίδια στην Πρίγκιπο, λίγο μετά τον θάνατό της το 803.59
Αυτή η ανωμαλία μπορεί να εξηγηθεί μόνο αν δεχτούμε την υπόθεση ότι κάποιος μετέφερε τη μαρμάρινη σαρκοφάγο της Ειρήνης από την Πρίγκιπο στην Κωνσταντινούπολη. Στο πλαίσιο της εξαφάνισης του Κωνσταντίνου Ε', με την οποία επισφραγίστηκε το τέλος της εικονομαχίας, φαίνεται εξαιρετικά πιθανό ότι η Θεοδώρα ανέλαβε αυτό το καθήκον. Με μια πράξη μετακομιδής (translatio) πιθανόν να κανόνισε να ταφούν τα θνητά απομεινάρια της Ειρήνης στην άδεια θέση του αυτοκρατορικού μαυσωλείου. Όταν πραγματοποιούνταν ανάλογες μετακομιδές, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση της αγίας Ευφημίας το 797, ο πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης και ο κλήρος του παρίσταντο πάντοτε για να ευλογήσουν την καινούργια λειψανοθήκη. Σε αυτή την περίσταση, η σαρκοφάγος δεν περιείχε τα οστά κάποιας αγίας, αν και αρκετοί ήταν εκείνοι που θεωρούσαν αγία την Ειρήνη. Ωστόσο με μια παρόμοια τελετή η σαρκοφάγος της μεταφέρθηκε επίσημα από τη μοναστηριακή εκκλησία της Παρθένου της Πριγκίπου, στη θάλασσα του Μαρμαρά, στην πρωτεύουσα και εγκαταστάθηκε στο αυτοκρατορικό μαυσωλείο.
Έτσι η Ειρήνη επιτέλους ενώθηκε με τον σύζυγό της, τον Λέοντα Δ' τον Χάζαρο, και πήρε τη θέση που της άρμοζε ανάμεσα στους ηγεμόνες της Αυτοκρατορίας.60 Η αυτοκράτειρα, που ήταν υπεύθυνη για την πρώτη αναστήλωση των εικόνων το 787, και συνεπώς αποτέλεσε πρότυπο της Θεοδώρας, επέστρεψε τελετουργικά στην πιο τιμητική ταφική θέση του Βυζαντίου. Η τελετουργική ταπείνωση του εικονομάχου αιρετικού αντισταθμίστηκε με την εξύψωση μιας ηρωίδας της εικονολατρίας. Παρότι η Θεοδώρα δεν κατονομάζεται ως υπεύθυνη γι’ αυτή την ανταλλαγή, ταιριάζει τόσο καλά με το επίτευγμά της το 843, ώστε μας φαίνεται περιττό να ψάξουμε αλλού. Πιστεύω ότι μπορούμε να συμπεράνουμε πως, με αυτή την έντονα φορτισμένη πράξη της μετακομιδής των λειψάνων της Ειρήνης, η Θεοδώρα από τη μια τίμησε την προκάτοχό της και από την άλλη την υπόθεση των ιερών εικόνων τις οποίες είχε πρόσφατα αποκαταστήσει.
Μετά τα γεγονότα του 843, πολλοί υπέρμαχοι της εικονολατρίας που είχαν εξοριστεί και δεν είχαν ταφεί με τις οφειλόμενες τιμές επιστρέφουν σε καταλληλότερους τάφους. Τα λείψανα του πατριάρχη Νικηφόρου, ο οποίος στο μεταξύ είχε ανακηρυχθεί άγιος, μεταφέρθηκαν με κρατική μέριμνα από τον τόπο όπου πέθανε εξόριστος και επέστρεψαν στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας.61 Ο Θεόδωρος Στουδίτης και ο αδελφός του Ιωσήφ επέστρεψαν, νεκροί πλέον, στη μοναστική τους κοινότητα. Ίσως και άλλοι υπερασπιστές των εικόνων να τιμήθηκαν με αυτόν τον τρόπο.62 Αντίθετα, πιθανότατα εκδιώχθηκαν από τους τάφους τους τα λείψανα των εικονομάχων. Οι πατριάρχες που θεωρούνται υπεύθυνοι για την αίρεση κατονομάζονται στο Συνοδικόν της Ορθοδοξίας: ο Αναστάσιος, ο Κωνσταντίνος και ο Νικήτας τον Η' αιώνα (αφήνοντας έξω τον Παύλο που απαρνήθηκε την εικονομαχία), και ο Θεόδοτος, ο Αντώνιος και ο Ιωάννης τον Θ'.63 Πολλοί πατριάρχες δεν είχαν ταφεί στη μητροπολιτική εκκλησία αλλά στα μοναστήρια που ίδρυσαν οι ίδιοι για παράδειγμα ο τάφος του Ταράσιου βρισκόταν στο μοναστήρι του στον Βόσπορο ο Ιγνάτιος αναπαύτηκε αργότερα εν ειρήνη στο μοναστήρι του στο Σάτυρο. Είναι λοιπόν πιθανό να μη χρειάστηκε να τιμωρηθούν οι εικονομάχοι θρησκευτικοί ηγέτες με την αποβολή των λειψάνων τους από τους επιφανείς τάφους της πρωτεύουσας. Ωστόσο στη διαδικασία της ανακομιδής των λειψάνων πίσω στην Κωνσταντινούπολη όσων βασανίστηκαν για χάρη των εικόνων διακρίνουμε μια εμφανή διάθεση για την τελετουργική τακτοποίηση των λογαριασμών. Η Θεοδώρα έπαιξε τον δικό της ρόλο σε όλα αυτά, παρά το γεγονός ότι ο Μεθόδιος και αργότερα ο Ιγνάτιος ήταν επισήμως υπεύθυνοι γι’ αυτές τις δημόσιες τελετές.
Σ τα δεκατέσσερα χρόνια που κυβερνά την Αυτοκρατορία, όσο ο Μιχαήλ είναι πολύ μικρός για να αναλάβει τις όποιες αυτοκρατορικές αρμοδιότητες, υπήρξαν άραγε πολιτικές αποφάσεις που μπορούν να αποδοθούν στη Θεοδώρα και όχι στους συμβούλους της; Σε αυτό το σημείο οι περισσότερες πηγές προσφεύγουν σε στερεότυπες γενικολογίες: ο Βίοςτης καταγράφει απλώς ότι «διαχειριζόταν τις υποθέσεις των υπηκόων της με ικανοποιητικό και αρμόζοντα τρόπο».
Σε ό,τι αφορά τις διπλωματικές επαφές με τη Δυτική Αυτοκρατορία, είδαμε ότι η Θεοδώρα δεν θεώρησε αναγκαίο να πληροφορήσει τις θρησκευτικές ή τις πολιτικές Αρχές για την αναστήλωση των εικόνων το 843. Περίμενε μέχρι το 847, οπότε η εκλογή του Ιγνατίου ως διαδόχου του Μεθόδιου στον πατριαρχικό θρόνο ανακοινώθηκε στον πάπα Ευγένιο στη Ρώμη.64 Παρότι ο Ιγνάτιος χειροτονήθηκε με τον συνήθη τρόπο, αργότερα αποκαλύφτηκε ότι η εκλογή του ήταν αντικανονική, γεγονός που θα εκμεταλλευθεί ο πάπας Νικόλαος Α' προκειμένου να επέμβει στις υποθέσεις του Βυζαντίου τη δεκαετία του 860. Η αυτοκράτειρα δεν έδωσε συνέχεια στην πρόταση συμμαχίας του Θεόφιλου προς τον Λουδοβίκο τον Ευσεβή, το 841/842, μέσω του γάμου μιας εκ των θυγατέρων τους. Η βυζαντινή πρεσβεία έφτασε πολύ αργά, αφού ο Λουδοβίκος πέθανε το 841. Η Θεοδώρα πιθανόν να πληροφορήθηκε από τους πρέσβεις που επέστρεψαν άπρακτοι ότι ο θάνατος του αυτοκράτορα προκάλεσε βαθιά διχόνοια ανάμεσα στους τρεις γιους του, οι οποίοι διευθέτησαν τις διαφορές τους στο Βερντέν, το 843, αλλά μόνο προσωρινά. Η ανακατανομή της Δυτικής Αυτοκρατορίας και η ύπαρξη αρκετών διεκδικητών του αυτοκρατορικού τίτλου μείωσε σε μεγάλο βαθμό τη λειτουργικότητα της κληρονομιάς του Καρλομάγνου. Σε σύγκριση με τις διαμάχες που μαίνονται στη Δύση ωσότου ο Κάρολος ο Φαλακρός επιβάλει την εξουσία του, το 869, το βυζαντινό κυβερνητικό σύστημα εμφανίζεται απείρως πιο σταθερό, παρά την παρουσία μιας γυναίκας αντιβασίλισσας που κυβερνά εξ ονόματος του ανήλικου γιου της.65
Δεδομένου ότι η αντιβασιλεία ισορροπούσε ανάμεσα σε πρόσωπα της οικογένειας αλλά και μη συγγενικά άτομα, είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε τον τρόπο που η Θεοδώρα χειρίζεται τους άρρενες συναδέλφους της. Από την αρχή εμφανίζεται να στηρίζεται περισσότερο στον Θεόκτιστο παρά στους αδελφούς της, τον Πετρωνά και τον Βάρδα. Ενδεχομένως διαισθανόταν τις φιλοδοξίες του Βάρδα, και γι’ αυτό τον λόγο δεν έφερε αντίρρηση όταν ο Θεόκτιστος, το 844, προφασίστηκε μιαν αφορμή για να τον εξορίσει. Σαν αποτέλεσμα, ο Βάρδας έτρεφε μια δυσαρέσκεια απέναντι στον αυλικό ευνούχο, η οποία εξελίχτηκε σε έντονη δυσφορία ακόμη και μετά την επιστροφή του από την εξορία. Η Θεοδώρα δεν δίνει ωστόσο σημασία και εμπιστεύεται τις κύριες κυβερνητικές ευθύνες στον ευνοούμενο της, τον Θεόκτιστο. Μέχρι το 856 ο Θεόκτιστος προσκομίζει κρατικά έγγραφα στο Ανάκτορο του Λαυσιακού, όπου εδρεύει η κεντρική διοίκηση, για να τα εγκρίνει η Θεοδώρα. Ωστόσο, παρότι βασίζεται στην εμπειρία του, η αυτοκράτειρα δεν μεταθέτει το βάρος όλων των αποφάσεων σε εκείνον ούτε παραμελεί τα καθήκοντά της στην κυβέρνηση. Η αντιβασιλεία της αποκτά έναν δικό της χαρακτήρα, ανεξάρτητο από τους αυλικούς που υλοποιούν την κυβερνητική πολιτική.66
Απ’ αυτή την άποψη, η διακυβέρνησή της αποτελεί συνέχεια της αντίστοιχης του συζύγου της, παρά τη μείζονα θρησκευτική μεταβολή υπέρ της εικονολατρίας. Ο Θεόκτιστος, ο οποίος κατείχε υψηλά αξιώματα επί σειρά ετών στη διάρκεια των διωγμών της εικονομαχίας, εξακολούθησε να τα κατέχει και μετά την αναστήλωση των εικόνων. Άλλοι υποστηρικτές της εικονομαχίας υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους, ιδίως οι επίσκοποι και οι μοναχοί που κατείχαν τις πιο σημαντικές θέσεις. Όμως, σε γενικές γραμμές, η κυβερνητική γραφειοκρατία εξακολουθεί να διατηρεί τον έλεγχο, ενώ παράλληλα πολλοί στρατιωτικοί απλώς προσαρμόζονται στην αλλαγή. Η Θεοδώρα διορίζει υπουργούς και χειρίζεται τις κρατικές υποθέσεις, συμπεριλαμβανομένων των διπλωματικών διαπραγματεύσεων με τις ξένες δυνάμεις· στέλνει πρεσβείες στη Βουλγαρία, τη Σαμάρρα και τη Ρώμη, το 844, το 845 και το 847 αντιστοίχως. Όταν ο Μεθόδιος πεθαίνει το 847, η αυτοκράτειρα διορίζει πατριάρχη τον
Ιγνάτιο, έναν από τους γιους του Μιχαήλ Α', ο οποίος είχε καρεί και ευνουχιστεί όταν βασίλευε ο Λέων Ε'. Αντίθετα με τον Σικελό Μεθόδιο, ο νέος πατριάρχης είναι ένας ιδιόμορφος άνθρωπος που ζούσε σε αυστηρή ασκητική απομόνωση από το 813. Οι πολιτιστικές εξελίξεις που συνδέονται με τη δεύτερη περίοδο της εικονομαχίας, η επέκταση της σπουδής, της αντιγραφής και της επιμέλειας χειρογράφων της κλασικής εποχής δεν τον έχουν αγγίξει απεχθάνεται βαθιά αυτή την «εξωτερική σοφία». Παρά τα άψογα διαπιστευτήριά του, ο εκλεκτός της αυτοκράτειρας δεν είναι ωστόσο ο ισχυρός ηγέτης που θα επιβάλει την ενότητα της Εκκλησίας.
Η αδυναμία της διοίκησης της Θεοδώρας έχει τις ρίζες της στην αποφασιστικότητά της να αποκλείσει τους αδελφούς της που είχαν διοριστεί στο Συμβούλιο της Αντιβασιλείας και προσδοκούσαν να παίξουν σημαντικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις. Αντί γι’ αυτό παραμερίζονται και τελικά απομακρύνονται από τους κυβερνητικούς κύκλους και εξορίζονται. Πρόκειται για μια επικίνδυνη εξέλιξη, αφού ο Πετρωνάς έχει ήδη αποδείξει τις στρατιωτικές του ικανότητες, τις οποίες θα επιβεβαιώσει εκ νέου αργότερα στο πεδίο της μάχης. Αντίθετα, οι προσπάθειες του αρχιευνούχου στον στρατιωτικό τομέα οδηγούν τις περισσότερες φορές σε αποτυχία. Ο παραμερισμός των αδελφών της από την αντιβασιλεία πιθανόν να ήταν μια φυσική αντίδραση εκ μέρους της Θεοδώρας, όμως έμελλε να αποδειχτεί λαθεμένη ενέργεια σε μεγάλο βαθμό.67 Η Θεοδώρα δεν φαίνεται ικανή να προβλέψει τον κίνδυνο που ελλοχεύει: την αποσταθεροποίηση της διακυβέρνησής της.
Η εξωτερική πολιτική της αντιβασιλείας
Απέναντι στο Χαλιφάτο η Θεοδώρα τηρεί την ανακωχή που είχε επιτευχθεί το 841, και η οποία διατηρείται με τις τακτικές ανταλλαγές αιχμαλώτων πολέμου.68 Το πλήθος που είχε συλληφθεί στο Αμόριο το 838 παραμένει σε αιχμαλωσία για πολλά χρόνια έτσι αποστέλλονται σε τακτά διαστήματα πρεσβείες για να επιτύχουν την απελευθέρωσή τους. Στο μεταξύ, τον Μάρτιο του 843, ο Θεόκτιστος ηγείται μιας εκστρατείας κατά των Αράβων που κατέχουν την Κρήτη και αποτυγχάνει· η αποτυχία του αποδίδεται στις φήμες που κυκλοφορούν ότι δήθεν η Θεοδώρα σκοπεύει να διορίσει έναν αντίπαλό του για να συγκυβερνά με εκείνη και τον γιο της, γεγονός που τον αναγκάζει να επισπεύσει την επιστροφή του στην πρωτεύουσα με άδεια χέρια.69 Παρ’ όλα αυτά, η Θεοδώρα αναθέτει στον Θεόκτιστο και άλλες εκστρατείες που αποτυγχάνουν εξίσου.70 Η Κρήτη θα παραμείνει υπό μουσουλμανικό έλεγχο για έναν ακόμη αιώνα, ένα μόνιμο αγκάθι στη σάρκα του Βυζαντίου παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες ανακατάληψής της.
Στη Δύση, τη δεκαετία του 840 οι Άραβες της Αφρικής επέκτειναν την κυριαρχία τους στη Σικελία από τον Πάνορμο, που είχε υποκύψει το 831, ως τη Μεσσήνη, με αποτέλεσμα να προκληθεί η αντίδραση των Βυζαντινών. Το 845846 η Θεοδώρα στέλνει μια δύναμη που ηττάται και υφίσταται μεγάλες απώλειες, ενώ παράλληλα ο Έλληνας στρατηγός του Θέματος αποτυγχάνει να λύσει την πολιορκία των Λεοντίνων. Αυτή η διαδικασία της αργής αλλά αμείλικτης κατάχτησης της νήσου, που έπαιζε τόσο σημαντικό ρόλο στις σχέσεις μεταξύ Βυζαντίου και Δύσης, εξακολούθησε και τη δεκαετία του 860.71 Ταυτόχρονα, οι Άραβες προέλαυναν στις ανατολικές και τις δυτικές ακτές της Ιταλίας, κυριεύοντας το Μπάρι το 841 και λεηλατώντας την Όστια το 846. Με την ευκαιρία μάλιστα λαφυραγώγησαν τις εκκλησίες των Αγίων Πέτρου και Παύλου έξω από τα τείχη της Ρώμης. Το γεγονός ανάγκασε τον βασιλιά Λουδοβίκο τον «Γερμανό» να εκστρατεύσει στη Νότιο Ιταλία (847849). Τελικά συμμάχησε με το Βυζάντιο και κατάφερε να νικήσει τους Άραβες, ύστερα πάντως από την αντιβασιλεία της Θεοδώρας η οποία σημαδεύτηκε από την υποχώρηση της βυζαντινής παρουσίας τόσο στη Σικελία όσο και στη Νότιο Ιταλία.
Αν η «Κυριακή της Ορθοδοξίας», όπως πολύ σύντομα επονομάστηκε η αναστήλωση των εικόνων του 843, ενέπνευσε μια πιο σκληρή αντιμετώπιση των αιρετικών εντός της Αυτοκρατορίας, το βέβαιο ήταν ότι αργά ή γρήγορα θα προκαλούσε εκτεταμένες εχθροπραξίες κατά των Αράβων. Η απώλεια της Κρήτης συνιστούσε σημαντική οπισθοχώρηση του βυζαντινού ελέγχου στην Ανατολική Μεσόγειο και αραβικές πηγές καταγράφουν αρκετές ναυτικές επιθέσεις των αυτοκρατορικών δυνάμεων στη δεκαετία του 850. Η πιο εντυπωσιακή ήταν μια τολμηρή επίθεση κατά της Δαμιέττης τον Μάιο του 853, υπό έναν ναύαρχο ονόματι «Ιμπν Κατούνα». Πιθανόν να πρόκειται για τον μυστηριώδη Σέργιο Νικητιάτη. Η επίθεση ήταν ιδιαιτέρως επιτυχημένη: η Δαμιέττη λεηλατήθηκε και πυρπολήθηκε, άφθονα στρατιωτικά εφόδια και όπλα που προορίζονταν για την Κρήτη και το Ιράκ έπεσαν στα χέρια των Βυζαντινών και συνελήφθησαν εξακόσιοι Μουσουλμάνοι και Κόπτες αιχμάλωτοι. Ύστερα από δύο μέρες, ο βυζαντινός στόλος απέπλευσε για το Ουστούμ, όπου οι Βυζαντινοί κατέστρεψαν ακόμη περισσότερες βαλλιστικές μηχανές προτού επιστρέφουν στην Κωνσταντινούπολη σώοι και αβλαβείς.72 Προφανώς θα επακολούθησαν επινίκιοι εορτασμοί γι’ αυτόν τον μεγάλο θρίαμβο, όμως δεν σώζεται καμιά περιγραφή τους στις ελληνικές πηγές.
Μέχρι να ενηλικιωθεί ο Μιχαήλ, αυτός και η Θεοδώρα δεν φαίνεται να πέτυχαν άλλες νίκες εκτός από τη ναυτική επιτυχία στη Δαμιέττη. Αντίθετα, όταν επιτέλους επετράπη στους αδελφούς της, τον Πετρωνά και τον Βάρδα, να ηγηθούν των στρατευμάτων, οι εκστρατείες τους απέβησαν νικηφόρες και ενθάρρυναν τον Μιχαήλ να πολεμήσει και ο ίδιος προσωπικά. Το θέρος του 835, ο Πετρωνάς, ως στρατηγός του Θέματος των Θρακησίων, ηχήθηκε μιας επιτυχημένης επίθεσης κατά των Παυλικιανών στην περιοχή της Μελιτηνής. Και επτά χρόνια αργότερα, το 863, είδε με τα μάτια του τον εμίρη της Μελιτηνής Ομάρ να πεθαίνει στο πεδίο της μάχης στον Πόσοντα, μια σημαντική βυζαντινή νίκη που γιορτάστηκε με μεγάλο θρίαμβο στην πρωτεύουσα. Αξίζει να επισημάνουμε την προθυμία με την οποία ο νεαρός αυτοκράτορας ακολούθησε το παράδειγμα των θείων του, όταν απομακρύνθηκε από την εξουσία η μητέρα του.
Ιεραποστολική δραστηριότητα
Αντίθετα, η αντιβασιλεία της Θεοδώρας έχει να επιδείξει σημαντικές επιτυχίες σ’ έναν άλλο τομέα στρατιωτικής δραστηριότητας: την καθυπόταξη των Σλάβων της Πελοποννήσου υπό τον στρατηγό Θεόκτιστο Βρυέννιο, περί το 847850.73 Ο Βρυέννιος ήταν προηγουμένως κυβερνήτης της Δαλματίας και πιθανότατα είχε υπηρετήσει ως πρέσβης της Θεοδώρας στη Βουλγαρία. Η αυτοκράτειρα έθεσε στη διάθεσή του μεγάλα στρατιωτικά αποσπάσματα από τα Θέματα της Θράκης και της Μακεδονίας και ο Βρυέννιος κατατρόπωσε τους Σλάβους και επέβαλε τους όρους του στους ανεξάρτητους Εζερίτες και Μηλιγγούς. Αυτή η διαδικασία κατάκτησης, προσηλυτισμού και αφομοίωσης πιθανόν να ενέπνευσε τον μακροχρόνιο «αρραβώνα» μεταξύ Βυζαντίου και Βουλγαρίας που απέδωσε καρπούς μετά τη Θεοδώρα. Ωστόσο οι ρίζες του ανιχνεύονται σε μια πρεσβεία του 844 με επικεφαλής τον Θεόκτιστο Βρυέννιο, ο οποίος μετέφερε επιστολές στον χαν Μπόρις. Πιθανόν να συμμετείχε και ένας μοναχός ονόματι Θεόδωρος Κουφαράς, ο οποίος ενδέχεται να είχε αιχμαλωτιστεί στη διάρκεια κάποιας βουλγαρικής επιδρομής. Σύμφωνα με μεταγενέστερες πηγές του I' αιώνα, ο μοναχός παρέμενε στην Αυλή του Βογόριδος και προσπάθησε να πείσει με κάθε τρόπο τον καινούργιο του αφέντη για την ανωτερότητα της χριστιανικής διδασκαλίας. Σε μια άλλη ακόμη πιο μυθική ιστορία, υποτίθεται ότι η αδελφή του Βούλγαρου βασιλιά είχε συλληφθεί αιχμάλωτη και είχε μεταφερθεί στο Μέγα Παλάτιο όπου η Θεοδώρα την προσηλύτισε στην Ορθοδοξία. Τελικά οι δύο αιχμάλωτοι ανταλλάχτηκαν ο Βόγορις ξαναβρέθηκε με την αδελφή του η οποία αναθέρμανε την περιέργειά του για τη χριστιανική πίστη, ενώ ο ιεραπόστολος Θεόδωρος Κουφαράς επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη.74
Η δυνατότητα της εξάπλωσης του χριστιανισμού ανάμέσα στους σλαβικούς πληθυσμούς απέκτησε μεγαλύτερη δυναμική αργότερα, υπό τον πατριάρχη Φώτιο, όταν δύο αδελφοί με εξαίρετες γλωσσολογικές ικανότητες ανέλαβαν να επινοήσουν ένα σλαβικό αλφάβητο για την καταγραφή της ομιλούμενης βουλγαρικής. Από τη στιγμή που οι άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος ανέπτυξαν τη νέα γλώσσα, βάλθηκαν να μεταφράσουν τις Γραφές, θεολογικά και λειτουργικά κείμενα στην παλαιά εκκλησιαστική σλαβονική, ώστε να διευκολυνθεί η διαδικασία του προσηλυτισμού και της χριστιανικής εκπαίδευσης. Η κρίσιμη στιγμή είναι πιθανόν το 866 και η επιτυχία θα εγγραφεί στο ενεργητικό του πατριάρχη Φωτίου, που είχε διοριστεί επικεφαλής της Εκκλησίας το 858.75 Όμως η ιεραποστολική προσπάθεια είχε ξεκινήσει επί Θεοδώρας, χάρη στις επαφές της με τον Βούλγαρο ηγεμόνα, τον Βόγορι, τη δεκαετία του 840.
Μια ακόμη περιοχή ιεραποστολικής δράσης βρίσκεται στα απομακρυσμένα ανατολικά εδάφη της Αυτοκρατορίας, αν και δεν αφορά κάποιο ειδωλολατρικό λαό αλλά μία σέκτα αιρετικών που αυτοπροσδιορίζονται ως οπαδοί του Παύλου από τα Σαμόσατα. Η όλη ιστορία, περισσότερο από μια προσπάθεια να πειστούν οι αιρετικοί για την υπεροχή της χριστιανικής πίστης, έλαβε τη μορφή εκστρατείας, ώστε οι διωκόμενοι Παυλικιανοί να αναγκαστούν να επανακάμψουν εκόντεςάκοντες στο Ορθόδοξο ποίμνιο και να απαρνηθούν τα σφάλματα της δυαδικής τους αίρεσης. Ο Θεόφιλος είχε στραφεί κατά των Παυλικιανών και πριν από το 842, όμως οι προσπάθειες του επαναλαμβάνονταν τώρα από άλλους με Ορθόδοξο ζήλο. Το 843/844 κάποιος ονόματι Καρβέας, ο οποίος είχε υπηρετήσει σε υψηλές θέσεις του βυζαντινού στρατού, αυτομόλησε στους Άραβες μαζί με πέντε χιλιάδες οπαδούς του για να αποφύγει τις προσπάθειες προσηλυτισμού της Θεοδώρας. Το γεγονός στάθηκε αφορμή για μια σειρά αντιποίνων, που τελικά κατέληξαν σε μια οργανωμένη εκστρατεία. Επί πολλά έτη, πολυπληθή βυζαντινά στρατεύματα πολεμούσαν κατά των φανατικών Παυλικιανών, που προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να υποταχτούν στην Ορθοδοξία. Η διαμάχη τερματίστηκε όταν ο Βασίλειος Α' τους τιμώρησε κατακτώντας τα εδάφη των Παυλικιανών στη δεκαετία του 870.76
Πάντως απέναντι στις ατυχείς στρατιωτικές επιδόσεις της αντιβασιλείας της, οφείλουμε να αντιπαραθέσουμε τη γενικότερη εντύπωση για τη συνετή και επιτυχή διακυβέρνηση της Θεοδώρας. Σε μια σχετική με τη χρηστή της διοίκηση αφήγηση, που μάλλον βασίζεται σε θρύλους, αναφέρεται ότι η Θεοδώρα συγκάλεσε τη Σύγκλητο το 856 και επέδειξε στους συγκλητικούς τους οικονομικούς πόρους που είχαν συσσωρευτεί στη διάρκεια της αντιβασιλείας της. Καταμετρώντας τον χρυσό και το ασήμι που είχε συγκεντρωθεί στο θησαυροφυλάκιο, η Θεοδώρα τους πληροφόρησε ότι ένα μέρος το κληρονόμησε από τον άνδρα της, τον Θεόφιλο, ενώ τα υπόλοιπα τα πρόσθεσε η ίδια στη διάρκεια της εξουσίας της (εμήν αρχήν).11 Θα ήταν λογικό να συνδυαστεί αυτή η αξίωση με τα εμπορικά ενδιαφέροντα της οικογένειας της Θεοδώρας. Αλλά ενώ ο Θεόφιλος είχε πιθανόν καταδικάσει τις εμπορικές ασχολίες της ως εντελώς ανάρμοστες για όποιον κατέχει αυτοκρατορική εξουσία, δεν αποκλείεται η αυτοκράτειρα να είχε επενδύσει το επιχειρηματικό της ταλέντο στη φροντίδα των δημόσιων οικονομικών.
Η επινόηση αυτής της ιστορίας ίσως να οφείλεται στο ότι ο γιος της Μιχαήλ παρουσιάζεται από τις μεταγενέστερες εχθρικές πηγές σαν σπάταλος που διασπάθιζε το κρατικό χρήμα σε ασήμαντα και ανάρμοστα πράγματα, όπως τα δώρα που έκανε για τα βαφτίσια των παιδιών των φίλων του αρματηλατών. Η διακυβέρνηση της μητέρας αντιπαρατίθεται στην αντίστοιχη του γιου της και η σύγκριση αποβαίνει σε βάρος του τελευταίου. Ωστόσο πίσω από παρόμοιες ιστορίες κρύβεται πάντα μια δόση αλήθειας: δεν βρέθηκε κανείς να κατηγορήσει τη Θεοδώρα για κακοδιαχείριση των οικονομικών πόρων της Αυτοκρατορίας αντίθετα η αντιβασιλεία της χαρακτηρίζεται από την επιδέξια διαχείρισή της.78 Αλλά και ο αδελφός της, Βάρδας, επωφελήθηκε από την οικονομική άνθηση, αφού το αυτοκρατορικό χρήμα τον βοήθησε να χρηματοδοτήσει την ανώτερη εκπαίδευση καθώς και σημαντικές ιεραποστολικές πρωτοβουλίες. Στη διάρκεια της δεκαετίας της επιτυχημένης διακυβέρνησής του (βλ. παρακάτω), ο Βάρδας επένδυσε στην εκπαίδευση καθηγητών, έκτισε βιβλιοθήκες, οικοδόμησε σημαντικά κτήρια και άσκησε αποτελεσματικά την αυτοκρατορική διοίκηση χωρίς να τον απασχολούν οικονομικά προβλήματα. Ακόμα κι αν δεν το παραδέχτηκε ποτέ, ένα μέρος της επιτυχίας του το όφειλε στην αδελφή του Θεοδώρα.
Η μητρική ευθύνη απέναντι στον ανήλικο Μιχαήλ Γ΄
Ο Βίος του Συμεών, ενός από τους αδελφούς μοναχούς από τη Μυτιλήνη, διασώζει μιαν αφήγηση κατά την οποία ο άγιος επισκέπτεται την Αυλή για να συζητήσει με τον Ιωάννη Γραμματικό. Σε μια θαυμάσια σκηνή, η Θεοδώρα προεδρεύει σε αυτή τη θεολογική συνάντηση περιστοιχισμένη από όλα της τα παιδιά. Οι θυγατέρες της στέκονται πίσω από τον θρόνο της, ενώ ο τρίχρονος Μιχαήλ παίζει στα πόδια της. Το κείμενο αναφέρει ότι ο μικρός ξεχωρίζει τον άγιο από τον πατριάρχη · σπρώχνει τον Ιωάννη αποκαλώντας τον «κακό παππού» με τα μωρουδίστικά του λόγια, όταν ωστόσο απευθύνεται στον Συμεών τον αποκαλεί «καλό» και αγκαλιάζει τα γόνατά του. Ο Μιχαήλ εμφανίζεται «να αγκαλιάζει και να μιλάει ευχαρίστως σ’ έναν άγνωστο και παράξενο άνθρωπο, με δυσάρεστο για ένα παιδί παρουσιαστικό που οφειλόταν στον ασκητισμό και στην ενδυμασία του».79 Όμως η ικανότητά του ως παιδιού να ξεχωρίζει τους ανθρώπους φαίνεται πως δεν βοήθησε τον Μιχαήλ ως ενήλικο. Ωστόσο αυτή η θεοσεβής ιστορία αποκαλύπτει ότι οι Βυζαντινοί εκείνης της εποχής θεωρούσαν φυσιολογικό η αυτοκράτειρα να δέχεται σε ακρόαση περιστοιχισμένη από ολόκληρη την οικογένειά της. Ακόμη και τον νεαρό πρίγκιπα δεν τον στέλνουν να παίξει με την τροφό του. Πράγματι η συμμετοχή όλων των μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας σε δημόσιες εκδηλώσεις επιβεβαιώνεται από πολλές τελετές, οι οποίες δίνουν έμφαση στην παρουσία μωρών στην αγκαλιά ενηλίκων.
Ο Μιχαήλ είναι το μικρότερο από τα πέντε επιζώντα παιδιά της και το μοναδικό αγόρι έχει άρρενες παιδαγωγούς και εκπαιδεύεται με τον τρόπο που αρμόζει σ’ έναν μελλοντικό αυτοκράτορα. Η Θεοδώρα θα παίξει σημαντικό ρόλο στη μόρφωσή του ασκώντας τον έλεγχο στην Αυλή και δίνοντας το παράδειγμα της αυτοκρατορικής συμπεριφοράς, ενώ ευνούχοι αξιωματούχοι τον εκπαιδεύουν στο τυπικό των επίσημων τελετών. Αναφέρεται κάποιος παιδαγωγός, όμως δεν φαίνεται να αναπτύσσεται μια στενή και πιο μόνιμη σχέση με τον Μιχαήλ. Αν η ευκολία με την οποία αργότερα ο Βασίλειος ο Μακεδών κέρδισε ύπουλα τη συμπάθεια του νεαρού αυτοκράτορα υποδηλώνει την απομόνωση του τελευταίου, πιθανόν ο Μιχαήλ να στερήθηκε στενούς φίλους ήδη από την παιδική του ηλικία.80 Διαθέτουμε ωστόσο μια χαριτωμένη αφήγηση όπου η αυτοκρατορική οικογένεια συμμετέχει στον τρυγητό σ’ ένα αυτοκρατορικό κτήμα στον Βόσπορο. Με το πολυτελές τους πλοιάριο τα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας πηγαίνουν εκδρομή για να παρακολουθήσουν τον τρύγο και το πάτημα των σταφυλιών. Το γεγονός θυμίζει έντονα τις αρχαίες γιορτές όπου γίνεται ακόμη επίκληση στο όνομα του Βάκχου (βλ. την εν Τρούλλω Σύνοδο), μια εντελώς παγανιστική διασκέδαση που δεν εννοεί να εξαφανιστεί παρά τις επανειλημμένες επεμβάσεις της Εκκλησίας.
Αντίθετα με τον Μιχαήλ, δεν γίνεται καμία μνεία για τη μόρφωση των αδελφών του, αν και ήταν όλες εστεμμένες. Υποθέτουμε πως θα διδάχτηκαν ό,τι ήταν απαραίτητο για μια αυτοκρατορική πριγκίπισσα. Ο Θεόφιλος καμάρωνε τις κόρες του και είχε κτίσει για χάρη τους ένα πολυτελέστατο ανάκτορο, τον Καριανό, που βρισκόταν στη συνοικία των Βλαχερνών. Οι τέσσερις αδελφές του Μιχαήλ ζούσαν μια άνετη ζωή σε μια εκλεκτή ιδιωτική κατοικία, σε σχετική απόσταση από την Αυλή, προφανώς με τους υπηρέτες τους και το λοιπό αυτοκρατορικό προσωπικό. Όμως η γέννηση του Μιχαήλ απομάκρυνε τη δυνατότητα να διεκδικήσουν τη διαδοχή. Η Θέκλα, η πρωτότοκη, είχε συνδεθεί με την αυτοκρατορική εξουσία σχεδόν από τη γέννησή της και πιθανόν να είχε μεγαλώσει τρέφοντας ανάλογες φιλοδοξίες. Ωστόσο και παρά τις διαπραγματεύσεις με διάφορους δυνητικούς συμμάχους, ούτε αυτή ούτε οι νεότερες αδελφές της παντρεύτηκαν ποτέ.81 Η Θεοδώρα ήταν πολύ απασχολημένη με τις κρατικές υποθέσεις και πιθανότατα τις παραμέλησε. Γεγονός παραμένει ότι απέτυχε να τους εξασφαλίσει κατάλληλους συζύγους.
Όμως δεν αποκλείεται η Θεοδώρα να μην επιθυμούσε να παντρέψει τις κόρες της για να αποφύγει τον ενδεχόμενο κίνδυνο που θα συνιστούσαν οι γαμπροί για τον Μιχαήλ. Αν η Θέκλα, η Άννα, η Αναστασία και η Πουλχερία παντρεύονταν ικανούς συζύγους, πιθανόν οι τελευταίοι να αμφισβητούσαν τα κληρονομικά του δικαιώματα. Έτσι ενδέχεται η αυτοκράτειρα να θεώρησε πιο ασφαλές να μην τους επιτρέψει να παντρευτούν, θεωρώντας ότι οποιοσδήποτε ενήλικας και επαρκής συγγενής του νεαρού πρίγκιπα ήταν πιθανό να αποδειχτεί διεκδικητής του θρόνου. Ίσως αυτός να ήταν ο λόγος που οι αδελφές του Μιχαήλ έμειναν ανύπαντρες. Η ομοιότητα με την αυτοκράτειρα Πουλχερία του Ε' αιώνα είναι εντυπωσιακή: εκείνη είχε φτάσει σε σημείο να υποχρεώσει τις αδελφές της να αποδεχθούν την αγαμία, ώστε να μην αμφισβητηθεί η κληρονομιά του αδελφού τους. Δεν γνωρίζουμε αν τον Θ' αιώνα υπήρξε κάποιος που να σκέφτηκε αυτό το προηγούμενο. Ωστόσο η επανάληψη αυτού του αρχαίου ονόματος στην αυτοκρατορική οικογένεια αποτελεί παράξενη σύμπτωση.82 Συνήθως ερμηνεύεται με βάση την αφοσίωση του Θεόφιλου και της Θεοδώρας στον ναό των Βλαχερνών, ο οποίος ιδρύθηκε από την Πουλχερία τον Ε' αιώνα. Φαίνεται πάντως ότι η ίδια η Πουλχερία, η τέταρτη κόρη του αυτοκρατορικού ζεύγους, είχε πληροφορηθεί τα σχετικά με τη συνονόματή της. Να είχε άραγε σκεφτεί ότι οφείλε να πάρει έναν παρόμοιο όρκο αγαμίας και να μην παντρευτεί για χάρη του μικρού αδελφού της; Κάτι τέτοιο φαντάζει απίθανο. Όμως αν η μητέρα της, η Θεοδώρα, επέβαλε μιαν ανάλογη πολιτική, η μόνη της επιλογή θα ήταν να συμμορφωθεί.
Ο γάμος του Μιχαήλ Γ'
Οταν ο Μιχαήλ φτάνει στην κατάλληλη ηλικία, η Θεοδώρα πράττει αυτό που τώρα πια ξέρουμε ότι αποτελεί ευθύνη κάθε καλής μητέρας: φροντίζει να τον νυμφεύσει. Σε ηλικία δεκαέξι ετών, ο Μιχαήλ είναι σχεδόν έτοιμος να αναλάβει τις αυτοκρατορικές του ευθύνες και έχει ήδη μια ερωμένη, την Ευδοκία Ιγγερινή, κόρη του Ίγγερος, ενός Βίκινγκ στην αυτοκρατορική υπηρεσία. Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, η Θεοδώρα και ο Θεόκτιστος δεν τη συμπαθούσαν και εκείνη τους ανταπέδιδε την αντιπάθεια. Έτσι ο γάμος κανονίστηκε ως έναν βαθμό για να ικανοποιηθεί η επιθυμία της Θεοδώρας να δει τον γιο της παντρεμένο με μια κατάλληλη σύζυγο.
Όπως θα περίμενε κανείς, τα ιστορικά χρονικά καταγράφουν μόνο τα βασικά: το 855 η Θεοδώρα πάντρεψε τον γιο της με μια άλλη Ευδοκία, κόρη ενός αυλικού που ονομαζόταν Δεκαπολίτης επειδή καταγόταν από τη Δεκάπολη, μια επαρχιακή πόλη. Η Ευδοκία Δεκαπολίτισσα στέφθηκε αυτοκράτειρα και παντρεύτηκε με κάθε επισημότητα, σύμφωνα με τις καθιερωμένες τελετές τις οποίες έχουμε περιγράφει σε προηγούμενους ανάλογους γάμους. Αντίθετα δύο μεταγενέστερες πηγές παραδίδουν μια εντελώς διαφορετική εκδοχή, όπου περιλαμβάνεται το λογοτεχνικό στοιχείο των γαμήλιων καλλιστείων. Η πιο εκτεταμένη αφήγηση περιέχεται στον Βίο μιας άλλης αγίας, της Ειρήνης της Χρυσοβαλάντου, η οποία ήταν ηγουμένη της ομώνυμης Μονής. Αυτό το αγιογραφικό κείμενο γράφτηκε περί τα τέλη του I' αιώνα και έχει ως πρότυπό του τον Βίο της Θεοδώρας.83 Περιλαμβάνει, προβλέψιμα, λεπτομέρειες του μηχανισμού οργάνωσης ενός διαγωνισμού ομορφιάς ανάμεσα στις υποψήφιες νύφες του Μιχαήλ: επιστολές στέλνονται σε όλη την επικράτεια για να βρεθεί η κατάλληλη νύφη (τα προσόντα απαριθμούνται ένα προς ένα). Και όλοι όσοι έχουν τις κατάλληλες κόρες ετοιμάζονται να τις στείλουν στην Κωνσταντινούπολη για να λάβουν μέρος στα αυτοκρατορικά καλλιστεία.84
Σε αυτό το σημείο του Βίου της αγίας Ειρήνης είναι σαφές ότι η αφήγηση περί γαμήλιων καλλιστείων έχει υστερόβουλα κίνητρα: δίνει τη δικαιολογία στην Ειρήνη να φύγει από την Καππαδοκία, όπου είχε γεννηθεί, και να πάει στην Κωνσταντινούπολη όπου θα γίνει μοναχή. Οι γονείς της χρησιμοποιούν τον διαγωνισμό ομορφιάς ως πρόσχημα για να τη στείλουν στην πρωτεύουσα μαζί με την αδελφή της και μία συνοδό. Αλλά αντίθετα από την Κασσία η Ειρήνη δεν θα συμμετάσχει στον διαγωνισμό γιατί φτάνει πολύ αργά για να πάρει μέρος. Η αργοπορία της οφείλεται στην επιμονή της να διακόψει το ταξίδι για να επισκεφτεί τον άγιο Ιωαννίκιο (παράγραφος 6). Όμως, όχι μόνο ξέρουμε ότι ο άγιος έχει πεθάνει εδώ και καιρό, αλλά είναι προφανές ότι αυτή η επίσκεψη παραπέμπει στη συνάντηση της Θεοδώρας με έναν άλλον ευσεβή άνδρα, τον Ησαΐα. Και στις δύο περιπτώσεις, ένας άγιος θα προβλέψει το μέλλον των νεαρών κοριτσιών, όμως στην περίπτωση της Ειρήνης το μέλλον της δεν περιλαμβάνει αυτοκρατορικό γάμο. Όταν φτάνει στην πρωτεύουσα και ανακαλύπτει ότι τα γαμήλια καλλιστεία είναι ήδη παρελθόν, η Ειρήνη πλημμυρίζει από χαρά. Ο συγγραφέας καταλήγει: η Ειρήνη προοριζόταν για έναν καλύτερο νυμφίο, τον Χριστό (παράγραφοι 89). Η μόνη αντίφαση σε αυτόν τον ευλαβικό μύθο είναι ο κατοπινός γάμος της αδελφής τής Ειρήνης, που αλλού κατονομάζεται ως Θεοδοσία, με τον Βάρδα, τον αδελφό της αυτοκράτειρας Θεοδώρας (παράγραφος 6). Δεν αποκλείεται λοιπόν ένας αξιόπιστος ιστορικός πυρήνας να κρύβεται σε αυτόν τον Βίο.
Η δεύτερη αφήγηση του γάμου του Μιχαήλ είναι εξίσου αναξιόπιστη, αυτή τη φορά επειδή περιλαμβάνεται στον Επικήδειο που είχε συνθέσει ο Λέων ΣΤ' για τον πατέρα του Βασίλειο, ο οποίος διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στη βασιλεία του Μιχαήλ Γ'.85 Ο λόγος αναγνώστηκε στην κηδεία του Βασιλείου το 888 και ο στόχος του ήταν ξεκάθαρος. Η περιγραφή των γαμήλιων καλλιστείων που είχε οργανώσει η Θεοδώρα προκειμένου να επιλέξει ο Μιχαήλ τη μέλλουσα γυναίκα του επικεντρώνεται σε μια άλλη υποψήφια που δεν έμελλε να κερδίσει το έπαθλο. Σκοπός του Λέοντα είναι να περιγράψει πώς ο αυτοκράτορας δεν διάλεξε την Ευδοκία Ιγγερινή επειδή και αυτή επίσης προοριζόταν να παντρευτεί έναν καλύτερο άνδρα. Εδώ υπαινίσσεται ότι η συγκεκριμένη Ευδοκία θα παντρευόταν αργότερα τον Βασίλειο. Με αυτόν τον τρόπο τεκμηριώνει τον γάμο των γονιών του, αφού η Ευδοκία Ιγγερινή ήταν μητέρα του και ο Βασίλειος Α' πατέρας του.
Έτσι τουλάχιστον ισχυρίζεται ο Λέων ΣΤ' στη δική του αφήγηση των γαμήλιων καλλιστείων, περισσότερο από τριάντα χρόνια μετά. Όμως γνωρίζουμε από άλλες πηγές πως ούτε αυτή δεν είναι η πραγματική ιστορία. Η αφοσίωση του Μιχαήλ στην ερωμένη του έμελλε να αποδειχτεί η πιο μόνιμη δέσμευση της ζωής του. Η Ευδοκία Ιγγερινή δεν ήταν απλώς πανέμορφη γυναίκα: ήταν απ’ ό,τι φαίνεται η βασική γυναίκα της ζωής του. Έτσι, όταν ο Μιχαήλ «επιλέγει» την άλλη Ευδοκία, η τελευταία γίνεται αυτοκράτειρα, όχι όμως και σύζυγος. Γιατί ο Μιχαήλ δεν έχει καμιά πρόθεση να εγκαταλείψει την ερωμένη του.
Βασίλειος ο Μακεδών
Το κλειδί για να κατανοήσουμε το περίπλοκο αποτέλεσμα των γαμήλιων καλλιστείων βρίσκεται στον ρόλο που έπαιξε ο Βασίλειος, γνωστός ως Μακεδών, ο οποίος γίνεται φίλος του Μιχαήλ Γ' εκείνη περίπου την εποχή. Τα μπερδέματα και οι αντιφάσεις αφθονούν στις ιστορίες που περιβάλλουν το άτομό του. Αν απαλείψουμε τις μεταγενέστερες προσθήκες που προορίζονταν να αποδείξουν ότι ήταν συγγενής της κυβερνώσας Αρμενικής δυναστείας, ότι το πεπρωμένο του ήταν ανέκαθεν αυτοκρατορικό, ότι έσωσε το Βυζάντιο από έναν τρυφηλό και αδύναμο ηγεμόνα, η καταγωγή του παραμένει σκοτεινή. Οι γονείς του είχαν μετοικίσει από την Αρμενία στην περιοχή της Μακεδονίας που είχε γίνει ανεξάρτητο Θέμα υπό την αυτοκράτειρα Ειρήνη· ο Νικηφόρος Α' την είχε χρησιμοποιήσει σαν ασπίδα των δυτικών συνόρων με τη Βουλγαρία. Νιώθοντας ότι δεν είχε προοπτικές στην επαρχία, ο Βασίλειος, όπως πολλοί άλλοι φιλόδοξοι νέοι πριν και μετά απ’ αυτόν, αναζήτησε την τύχη του στην πρωτεύουσα. Οι ικανότητες του να δαμάζει άλογα και η δύναμή του στην πάλη και άλλα αθλήματα προσέλκυσαν την προσοχή κάποιων συγκλητικών. Έτσι ταπεινά πρωτομπήκε στην Αυλή προκειμένου να δαμάσει ένα εξαιρετικό αλλά πολύ δύστροπο άλογο. Τα κατάφερε, με αποτέλεσμα να διοριστεί στους αυτοκρατορικούς στάβλους· εκεί δεν άργησε να τραβήξει την προσοχή του Μιχαήλ Γ'.
Δεν ξέρουμε με ποιον τρόπο κατάφερε να κερδίσει και να διατηρήσει τη συμπάθεια του Μιχαήλ. Λέγονται πολλά για την υποτιθέμενη ομοφυλοφιλία τους.86 Όμως είναι σαφές ότι όταν ο νεαρός αυτοκράτορας ξεκινάει την ενήλικη ζωή του και υποχρεώνεται από τη μητέρα του να διαλέξει μια σύζυγο, ο Μιχαήλ στρέφεται στον φίλο του Βασίλειο. Του ζητάει μάλιστα να τον βοηθήσει να διατηρήσει τη συντροφιά της ερωμένης του παίρνοντας διαζύγιο από τη δική του σύζυγο, τη Μαρία, για να νυμφευθεί κατόπιν την Ευδοκία Ιγγερινή. Με αυτόν τον τρόπο ο γάμος του αυτοκράτορα με την Ευδοκία Δεκαπολίτισσα είχε μόνον τυπική αξία. Παράλληλα και ο γάμος του Βασιλείου με την άλλη Ευδοκία θα ήταν φυσικά συμβατικός, αφού η πρόθεση του Μιχαήλ είναι να συνεχίσει να χαίρεται τον έρωτά του με την Ιγγερινή. Πίσω από αυτούς τους τυπικούς γάμους κρύβονται περίπλοκες συμφωνίες, ώστε ο Μιχαήλ και η Ευδοκία Ιγγερινή να διατηρήσουν τη σχέση τους που δεν ενέκρινε η Θεοδώρα.
Όμως τα προσχήματα πρέπει να τηρηθούν η επιλογή στα γαμήλια καλλιστεία θα ισχύσει και ο Μιχαήλ θα παντρευτεί μια πανέμορφη γυναίκα που την είχε διαλέξει η μητέρα του, ενώ παράλληλα θα απολαμβάνει τη συντροφιά της ερωμένης του που τώρα πλέον είναι βολικά παντρεμένη με τον καλύτερό του φίλο.
Ο Λέων φυσικά δεν αναφέρει τίποτα απ’ όλα αυτά στο εγκώμιο που πλέκει στον πατέρα του Βασίλειο. Είναι ωστόσο σαφές ότι οι σύγχρονοί του αντιλαμβάνονταν τη σύγχυση, αφού δεν ήταν ξεκάθαρες οι εξελίξεις.87 Το πρώτο βήμα είναι το διαζύγιο του Βασιλείου από τη σύζυγό του Μαρία, την οποία στέλνει πίσω στην οικογένειά της στη Μακεδονία φορτωμένη με τα κατάλληλα δώρα για αποζημίωση. Προφανώς θα βρέθηκαν κάποιες εύλογες αιτίες για να ξεφορτωθεί την πρώτη του σύζυγο, η οποία, αν και δεν αναφέρεται καθόλου μέχρι τότε, τον είχε συνοδεύσει στην Κωνσταντινούπολη. Κατόπιν ο Βασίλειος παντρεύεται τη γυναίκα που οι πάντες στην Αυλή γνωρίζουν ότι είναι ερωμένη του Μιχαήλ, την κόρη του Ιγγέρου, την αυτοκρατορική μοιχαλίδα. Αποδέχεται λοιπόν με τη θέλησή του τον ταπεινωτικό ρόλο τού κατ’ όνομα συζύγου της Ευδοκίας Ιγγερινής, ώστε ο αυτοκράτορας να μπορεί να έχει ταυτόχρονα σύζυγο και ερωμένη. Το πόσο λεπτές είναι οι ισορροπίες γίνεται ολοφάνερο όταν ο Μιχαήλ, επιμένοντας να βρει στον φίλο του Βασίλειο μια ερωμένη, του «προσφέρει» τη μεγαλύτερη αδελφή του, τη Θέκλα την πορφυρογέννητη.
Ο Βασίλειος συμφωνώντας σε όλα αυτά αντιλαμβανόταν πως ο Μιχαήλ θα του ήταν ευγνώμων όσο καιρό κρατούσε ο έρωτάς του για την Ευδοκία Ιγγερινή. Και έτσι φαίνεται ότι έγινε. Όταν το 859 η Ευδοκία γέννησε έναν γιο, τον Κωνσταντίνο, ο Βασίλειος οφείλε να τον αναγνωρίσει σαν δικό του παρ’ όλη την αμφιλεγόμενη πατρότητα. Μερικά χρόνια μετά, το 866, η Ευδοκία απέκτησε και δεύτερο γιο, τον Λέοντα, και σε αυτή την περίπτωση ορισμένες πηγές καταγράφουν αυτό που προφανώς ήταν κοινό μυστικό: «Ο Λέων ο αυτοκράτορας γεννήθηκε από τον Μιχαήλ και την Ευδοκία Ιγγερινή».88 Φυσικά ο Μιχαήλ δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τον Κωνσταντίνο και τον Λέοντα ως γιους του, αφού κάτι τέτοιο θα αποκάλυπτε τον συμβιβασμό. Έτσι θεωρήθηκαν παιδιά του Βασιλείου, αν και ορισμένοι το αμφισβητούσαν. Δεν ξέρουμε πόσοι αυλικοί ήταν εν γνώσει της συμφωνίας των δύο ανδρών. Ωστόσο φαίνεται απίθανο να περνούσαν απαρατήρητες οι συχνές συναντήσεις του αυτοκράτορα με την Ευδοκία, τη γυναίκα του Βασιλείου.
Σε αυτό το διάσημο «menage a trois», των δύο φίλων και της όμορφης Ευδοκίας Ιγγερινής, ο Μιχαήλ είναι ο μόνος που επωφελείται και μάλιστα παράνομα. Η γυναίκα του, η Ευδοκία Δεκαπολίτισσα, είναι αυτοκράτειρα αλλά δεν έχει παιδιά επειδή ο Μιχαήλ είναι πολύ απασχολημένος με την άλλη Ευδοκία. Ο φίλος του Βασίλειος είναι υποχρεωμένος να προσποιείται ότι τα δύο αγόρια που είχε γεννήσει η γυναίκα του Ευδοκία Ιγγερινή, ο Κωνσταντίνος και ο Λέων, είναι δικά του. Αλλά βέβαια είναι οι παράνομοι απόγονοι του Μιχαήλ. Στο μεταξύ το αυτοκρατορικό ζεύγος παραμένει άτεκνο και η συνέχεια της δυναστείας απειλείται σοβαρά. Μετά τον θάνατο του Μιχαήλ η Ευδοκία θα γεννήσει δύο ακόμη αγόρια, τον Στέφανο και τον Αλέξανδρο, τα οποία είναι προφανώς γνήσια παιδιά του Βασιλείου. Στον Επικήδειο που συνθέτει αργότερα για τον πατέρα του ο Λέων, η έμφαση που δίνει στην πατρότητά του στοχεύει στη δημιουργία της ίδιας εντύπωσης και για τον εαυτό του. Όμως οι αμφιβολίες παραμένουν, τότε και τώρα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Μιχαήλ, αν και εξωτερικά συμμορφώθηκε στον γάμο που κανόνισε η Θεοδώρα για λογαριασμό του, στην πράξη ακύρωσε την επιλογή της νύφης. Πιθανόν ο απόηχος από το μάθημα των γαμήλιων καλλιστείων του Κωνσταντίνου ΣΤ' και του άτυχου πρώτου του γάμου να συζητιόταν ακόμη στην Αυλή.
Έτσι, αν η Θεοδώρα πίστευε ότι με τον διαγωνισμό ομορφιάς του 855 θα απομάκρυνε τον γιο της από έναν δεσμό που θεωρούσε ανάρμοστο, απέτυχε παταγωδώς. Η «επιλογή» της Ευδοκίας Δεκαπολίτισσας προοριζόταν να προμηθεύσει στον Μιχαήλ μια κατάλληλη και νόμιμη σύζυγο. Όμως με τη συνενοχή του φίλου του, του Βασιλείου, ο Μιχαήλ ακυρώνει την ουσία και διατηρεί μονάχα την τυπική μορφή αυτού του γάμου, ενώ εξακολουθεί να κοιμάται με την ερωμένη του. Το αποτέλεσμα είναι ότι μένει χωρίς νόμιμους διαδόχους, αφού τα παιδιά της Ευδοκίας Ιγγερινής θεωρούνται παιδιά του Βασιλείου. Μια ακόμη συνέπεια είναι ότι ο Βασίλειος κερδίζει μια κρίσιμη θέση στο πλευρό του Μιχαήλ ως ο καλύτερός του φίλος και η Θεοδώρα παρακολουθεί ανήμπορη την αυξανόμενη επιρροή του στον γιο της. Ενώ κατορθώνει να διοικεί μια Αυτοκρατορία, δεν είναι σε θέση να ελέγξει τον γιο της και τις ερωτοδουλειές του. Τόσο αυτή όσο και εκείνος θα ήταν πολύ καλύτερα αν η Θεοδώρα του είχε επιτρέψει να παντρευτεί την αγαπημένη του Βίκινγκ, την οποία η Θεοδώρα αντιμετώπιζε ως απειλή.
Πρώτη εισαγωγή και δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο
ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΡΦΥΡΑ
ΤΖΟΥΝΤΙΘ ΧΕΡΙΝ
Η επεξεργασία, επιμέλεια μορφοποίηση κειμένου και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο, για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο:
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου