ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΡΦΥΡΑ
ΤΖΟΥΝΤΙΘ ΧΕΡΙΝ
Γυναίκες και εξουσία
Από νύφη στην εφηβεία της, μοναδική αυτοκράτειρα
Η προσαρμοστικότητα του βυζαντινού συστήματος
Στο μεσαιωνικό Βυζάντιο, εξουσία σημαίνει σαφώς «την ικανότητα ανάπτυξης και πραγμάτωσης μιας στρατηγικής ακόμη και αν αυτή δεν ευοδώνεται». Ένας πιο κοινός ορισμός θέλει την εξουσία ως «ικανότητα πραγμάτωσης».3 Το Βυζάντιο πάντα είχε ανάγκη από στρατηγική. Ήταν μια Αυτοκρατορία που την απασχολούσε μονίμως η άμυνά της, η ανανέωση και η επέκταση της εμβέλειάς της, ο ορισμός της Ορθοδοξίας και η διατήρηση των προσχημάτων. Σε αυτή την κατάσταση, οι αυτοκράτειρες ολοφάνερα ασκούσαν εξουσία του πρώτου είδους με μεγάλη αποτελεσματικότητα. Και η εξουσία τους αυτή δεν ήταν περιορισμένη στη σφαίρα του νοικοκυριού και της οικογένειας. Εκτεινόταν σε πολύ ευρύτερα εκκλησιαστικά, θεολογικά και διπλωματικά πεδία. Όσο ζούσαν οι σύζυγοί τους, η εκ μέρους τους άσκηση εξουσίας δεν τεκμηριώνεται ελάχιστες είναι οι αναφορές, παρά τους υπαινιγμούς ότι οι γυναίκες ασκούσαν την επιρροή τους στο αυτοκρατορικό υπνοδωμάτιο. Πράγματι, τέτοιοι παρόμοιοι δίαυλοι επιρροής θεωρούνται αναγνωρισμένοι όσοι επιθυμούν να υποβάλουν κάποιο αίτημα στον αυτοκράτορα συνήθως απευθύνονται πρώτα στη συμβία του. Όμως από τη στιγμή που αυτές οι γυναίκες μένουν μόνες τους, τίποτα το ιδιωτικό δεν μπορεί να παραμείνει για πολύ έξω από τον δημόσιο τομέα της Αυλής. Ανάμεσα στις ιδιωτικές και τις δημόσιες όψεις της εξουσίας τους οι διαφορές είναι μικρές.
Προκειμένου να αναγνωρίσουμε πιο συγκεκριμένα τις εμφανείς περιπτώσεις άσκησης ισχύος από μια αυτοκράτειρα, από τη στιγμή που αναλαμβάνει την υπέρτατη εξουσία, ίσως είναι χρήσιμο να συγκρίνουμε την κατάσταση στο Βυζάντιο με τις πρακτικές που επικρατούσαν στη μεσαιωνική Δύση. Η ενθρόνιση μιας αυτοκράτειρας αποτελεί το πρώτο στάδιο στην καθιέρωση ενός συγκεκριμένου ρόλου στην κυβέρνηση. Η τελετή πραγματοποιείται σύμφωνα με κάποιους κανόνες που ανάγονται στην περίοδο της Ύστερης Αρχαιότητας. Περιλαμβάνει το ντύσιμο με ειδικά ρούχα, τη στέψη με ένα στέμμα και τις επευφημίες με τη χρήση του επίσημου τίτλου από τη Σύγκλητο, τον στρατό και τον λαό. Παρότι είναι ελάχιστες οι αναφορές στο σκήπτρο και την υδρόγειο σφαίρα, τα βασιλικά εμβλήματα, οι αυτοκράτειρες απεικονίζονται κρατώντας στα χέρια τους αυτά τα σύμβολα του αυτοκρατορικού αξιώματος σε νομίσματα και σφραγίδες, καθώς και σε επίσημα πορτραίτα.4 Στο Βυζάντιο, η έμφαση στην παράδοση και ο φόβος μπροστά σε κάθε νεωτερισμό σήμαιναν ότι κάθε καινούργια αυτοκράτειρα περνούσε από μια παρόμοια τελετή ανάρρησης σε μια θέση στην κεφαλή της Αυτοκρατορίας, δίπλα στον αυτοκράτορασύζυγό της. Με αυτόν τον τρόπο γινόταν αρχηγός του θηλυκού τμήματος της Αυλής.
Αντίθετα, οι παραδόσεις της στέψης, της καθιέρωσης και της ευλογίας των βασιλισσών στη μεσαιωνική Δύση τον Η' και τον Θ' αιώνα δεν ήταν εξίσου συγκροτημένες, με αποτέλεσμα κάθε φορά που έπρεπε να τιμηθεί η σύζυγος ενός βασιλιά να γράφονται καινούργιες λειτουργικές τελετές (ordines). Σταδιακά, εκκλησιαστικές και τελετουργικές μέθοδοι αναπτύχτηκαν για να εξασφαλιστεί ο ρόλος της βασίλισσας ως συνεταίρου στην κυβέρνηση, ως προστάτιδας της Εκκλησίας και των φτωχών. Όμως χρειάστηκε να περάσουν αιώνες για να αποκτήσει αυτά τα προνόμια, ενώ οι βασιλείς, οι θεολόγοι και οι επίσκοποι οι οποίοι συμμετείχαν στην τελετή μπορούσαν να μεταβάλουν και να υποβιβάσουν τη θέση που κατείχε ως ισχυρή γυναίκα ηγεμών. Μπορούσαν να διαδραματίσουν κρίσιμο ρόλο στην αναγνώριση της εξουσίας της βασίλισσας. Οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας έπαιζαν πάντα έναν πολύ σημαντικό ρόλο, για παράδειγμα στην περίπτωση της ιδιαιτέρως συμβολικής και εντυπωσιακής τελετής στέψης της Ιουδήθ το 856 από τον Hincmar.5
Περαιτέρω διαφορές ανάμεσα στις γυναίκες που κυβερνούν στην Ανατολή και στη Δύση σχετίζονται με την ύπαρξη μιας μόνιμης Αυλής στην Κωνσταντινούπολη, με το ημερολόγιο των τελετών και των εποχιακών συνηθειών. Στη Δύση, ο Επίσκοπος της Ρώμης ήταν πιθανότατα ο μοναδικός αξιωματούχος που διέθετε καθορισμένο τόπο διαμονής και οργανωμένους διοικητικούς μηχανισμούς. Οικοδομώντας το Άαχεν ως Δεύτερη Ρώμη στη Βόρειο Ευρώπη, ο Καρλομάγνος ενδεχομένως να ήθελε να δώσει λύση σε αυτή την κατάσταση, γεγονός που σημαίνει ότι ζούσε ανάμεσα σ’ ένα ανάκτορο και μια άλλη αγαπημένη του έπαυλη, ανάλογα με την εποχή του χρόνου. Ακόμη κι αν είχε την πρόθεση να μετατρέψει το Πάντερμπορν σε Κάρλσμπουργκ (urbs Caroli) της Δύσης, εξακολουθούσε να αρέσκεται στη χρησιμοποίηση διαφόρων κατοικιών που η καθεμιά τους διέθετε τα ξεχωριστά της θέλγητρα καλύτερο κυνήγι εδώ, θερμά λουτρά εκεί.6 Η διοίκηση της Αυλής, οι σύμβουλοί του, οι σύζυγοί του και τα παιδιά του ήταν υποχρεωμένοι να τον ακολουθούν στα ταξίδια του. Αυτή η κινητικότητα δεν τους επέτρεψε να καθιερώσουν ειδικές ασχολίες για το αξίωμα της αυτοκράτειρας και τον ρόλο της στις τελετές της Αυλής.
Το 754, ο πάπας Στέφανος Β' στέφοντας τον Πιπίνο και τη σύζυγό του Μπερτράντα και ευλογώντας την οικογένειά του κατέστησε σαφείς τους στενούς δεσμούς ανάμεσα στην ιερότητα της εξουσίας και στον Επίσκοπο της Ρώμης. Επιπλέον, η ιδέα μιας αυτοκρατορικής στέψης στη Δύση ήταν μια καινοτομία του πάπα Λέοντα Γ', ο οποίος ήλπιζε έτσι να διατηρήσει τον έλεγχο του διορισμού του Δυτικού αυτοκράτορα. Η συγκεκριμένη τελετή παρέμεινε για πάντα υπόθεση ανδρική· πρόσθεταν το θηλυκό στοιχείο καμιά φορά, αλλά δεν το θεωρούσαν ποτέ ουσιαστικό για τη θέση της βασίλισσας. Αντίθετα, οι αρχαίες, κοσμικές ρωμαϊκές μέθοδοι ανακήρυξης των αυτοκρατόρων επικράτησαν στο Βυζάντιο και επεκτάθηκαν συστηματικά στις συζύγους τους, οι οποίες έφεραν την ευθύνη της δυναστικής συνέχειας. Όπως είδαμε, ο ουσιαστικός πυρήνας της ενθρόνισης παρέμεινε μια παραδοσιακή μηθρησκευτική τελετή.
Το μέγεθος των οφειλών της Δύσης στις ανατολικές τελετές ενθρόνισης έχει αποτελέσει αντικείμενο μακροχρόνιας διαμάχης. Σε ό,τι αφορά τα βασιλικά εμβλήματα, φαίνεται ότι οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες και αυτοκράτειρες κληρονόμησαν από την αρχαία Ρώμη τη χρήση της υδρογείου σφαίρας, του σκήπτρου, του στέμματος και της στολισμένης με βαριά κοσμήματα ενδυμασίας που φορούσαν στη στέψη τους. Σε ό,τι αφορά τον καθαγιασμό, η Δύση εισήγαγε το χρίσμα με άγιο μύρο, ένα ιερό στοιχείο που το άντλησε από την πρακτική της Παλαιάς Διαθήκης, κάτι που δεν υιοθετήθηκε ποτέ στις τελετές ενθρόνισης της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.7 Εκεί η πιο ισχυρή προχριστιανική κληρονομιά περιόριζε τον ρόλο του πατριάρχη, παρ’ όλο που αργότερα θα γινόταν εξίσου απαραίτητος με τον ρόλο του Δυτικού ομολόγου του. Ωστόσο η Ανατολή εξακολούθησε να αγνοεί το αποκλειστικό δικαίωμα της Εκκλησίας να προσδίδει έναν ιερό χαρακτήρα στους Δυτικούς αυτοκράτορες με τη χρήση του χρίσματος.
Η προσαρμοστικότητα του βυζαντινού συστήματος
Μολονότι εντελώς προσηλωμένο στα έθιμά του, το βυζαντινό σύστημα ήταν ωστόσο ευπροσάρμοστο. Οι ηγεμόνες του, άνδρες και γυναίκες, όφειλαν να εκτελούν τον δημόσιο ρόλο τους άψογα και να μην προκαλούν σκάνδαλα με την ανάρμοστη προσωπική τους συμπεριφορά. Ωστόσο πέρα από το προκαθορισμένο τελετουργικό στοιχείο στη ζωή μιας αυτοκράτειρας, οι εκάστοτε συνθήκες πιθανόν να υπαγορεύουν κάποιες αλλαγές και τα προσωπικά της ενδιαφέροντα ενδεχομένως να καταστρατηγούν αυτό τον δημόσιο ρόλο. Ακόμη και όταν εφαρμόζει τις πιο συντηρητικές απαγορεύσεις της, η βυζαντινή παράδοση δεν μπορεί να προβλέψει κάθε πιθανή εξέλιξη. Εξ ου και η επεξεργασία νεωτερικών τελετών που ενδεχομένως επινοούνται κάτω από πίεση, χωρίς να λαμβάνεται ιδιαιτέρως υπόψη η μακροχρόνια επιρροή τους, ή όταν τα πράγματα δεν πάνε σύμφωνα με τους υπολογισμούς, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση της βάπτισης του Κωνσταντίνου Ε' που περιγράφει ο χρονογράφος Θεοφάνης.8
Το Περί της Βασιλείου τάξεως περιλαμβάνει οδηγίες σχετικά με τον ορθό τρόπο βάπτισης, όμως το 718 ο Λέων Γ' και η σύζυγός του Μαρία δεν τις τήρησαν σχολαστικά. Αντίθετα, ο αυτοκράτορας έφτασε στην Αγία Σοφία μόνος του, αφήνοντας τη σύζυγό του (και το μωρό) να προσέλθουν από το Μέγα Παλάτιο σύμφωνα με τα ειωθότα. Μετά την τελετή, οι γονείς έπρεπε να επιστρέψουν μαζί, ωστόσο ο αυτοκράτορας δεν συνοδέυσε τη Μαρία. Αντίθετα η αυτοκράτειρα περπάτησε μέχρι το ανάκτορο μοιράζοντας νομίσματα στα πλήθη που είχαν συρρεύσει για να δουν τον νεαρό πρίγκιπα στα βαφτίσια του. Και αφού ο Λέων είχε στέψει, την ίδια μέρα, τη γυναίκα του αυγούστα, προκειμένου να την ανταμείψει για τη γέννηση του γιου τους, τα πλήθη πιθανόν να ζητωκραύγαζαν εξίσου και εκείνη μαζί με το μωρό. Ανεξάρτητα με το ποιος σχεδίασε αυτή την προσαρμογή, η αυτοκράτειρα αποδείχτηκε αντάξια της τελετής. Και ενδεχομένως να έγινε στο εξής μέρος της βάπτισης, γιατί πολύ αργότερα μαθαίνουμε ότι ο Βασίλειος Α' πρόσθεσε τη διανομή χρημάτων στον πληθυσμό μετά τη βάπτιση ενός από τους γιους του.
Οι φυλετικοί ρόλοι του αυτοκράτορα και της αυτοκράτειρας, οι οποίοι αναπτύχτηκαν σύμφωνα με προκατειλημμένες αντιλήψεις, συνέθεταν από κοινού έναν συνεταιρισμό και συμπλήρωναν ο ένας τον άλλον στη διαχείριση της Αυλής. Δεδομένου ότι πολλές τελετές απαιτούσαν τον διαχωρισμό ανδρών και γυναικών, οι αυτοκράτειρες επέβλεπαν τον θηλυκό τομέα, ενώ ο αυτοκράτορας φρόντιζε για τους άρρενες συμμετέχοντες. Φυσικά το πρώτο δεν αποτελεί παρά αντανάκλαση του δεύτερου, αφού οι γυναίκες κατέχουν τίτλους μόνον χάρη στους άνδρες τους. Παρ’ όλα αυτά, η διαδικασία απόκτησης ενός αξιώματος, είτε πρόκειται για τον τίτλο της πατρικίας ζωστής (που δημιουργήθηκε περί το 830, βλ. κεφάλαιο 4) είτε για κάποιον κατώτερο τίτλο όπως αυτός της κεντάρχισσας (συζύγου ενός στρατιωτικού επικεφαλής εκατό ανδρών), καθορίζει μια συγκεκριμένη θέση για κάθε γυναίκα στην αυλική ιεραρχία, μια θέση στα συμπόσια, στις δεξιώσεις και τις πιο κοσμικές εκδηλώσεις της Αυλής. Για τις περισσότερες γυναίκες οι σύζυγοι των οποίων υπηρετούν στις επαρχίες, η εισδοχή τους σε αυτόν τον κύκλο τελετουργικών γεγονότων τους παρέχει έναν πρόσθετο μηχανισμό ενσωμάτωσης της περιφέρειας στο κέντρο. Παρατηρούν τον τρόπο που η αυτοκράτειρα διοικεί τα διαμερίσματά της, χειρίζεται τα παιδιά της, τους ευνούχους της και τους άλλους υπηρέτες της, αν έχει αλλάξει ο τρόπος που χτενίζεται, τα ρούχα της, τα κοσμήματά της. Και όλα αυτά συμμετέχουν στη διάδοση των αυτοκρατορικών ιδεών στο κοινωνικό πεδίο.
Μέσα στα συνταγματικά πλαίσια της αυτοκρατορικής διακυβέρνησης, ο άνδρας οφείλε να οδηγεί τα στρατεύματα, να διευθύνει την κυβέρνηση, να υπερασπίζεται την Ορθοδοξία και να ασκεί την αυτοκρατορική φιλανθρωπία (που ήταν από τα βασικότερα καθήκοντα του αυτοκράτορα). Από την άλλη πλευρά, η σύζυγός του έπρεπε να γεννάει νόμιμους απογόνους, κατά προτίμηση γιους, να επιτελεί όλα τα άλλα καθήκοντα της αυτοκρατορικής συζύγου, και παράλληλα να επιδεικνύει την ευσέβειά της και τη χριστιανική της φιλευσπλαχνία. Στην αναπαράσταση της Αυλής ως αντικατοπτρισμού του επουράνιου δικαστηρίου, η αυτοκράτειρα όφειλε να είναι ισχυρή συνήγορος για την επίδειξη επιείκειας. Με αυτή την ιδιότητα, η Θεοδοσία, η σύζυγος του Λέοντα Ε', κατόρθωσε να αποτρέψει την εκτέλεση του Μιχαήλ από το Αμόριο την ημέρα των Χριστουγέννων. Και φυσικά ο άνδρας της, συναινώντας στην παράκλησή της να μη ρίξει τον αντίπαλό του στον κλίβανο του Μεγάλου Παλατιού στις 25 Δεκεμβρίου του 820, υπέγραψε τη θανατική του καταδίκη. Γιατί πριν περάσουν είκοσι τέσσερις ώρες, δολοφονήθηκε από τους συνενόχους του Μιχαήλ που δεν τους συνείχαν παρόμοιοι ενδοιασμοί. Ωστόσο κανείς δεν αμφισβητούσε το δικαίωμα και τη δύναμη μιας αυτοκράτειρας να παρεμβαίνει στον σύζυγό της για θέματα που αφορούσαν την Αυλή και την αυτοκρατορική διακυβέρνηση.
Έχοντας στη διάθεσή της αυτόν τον ξεχωριστό δίαυλο επιρροής, η αυτοκράτειρα μπορούσε κάλλιστα να επιβληθεί στον σύζυγό της. Αυτό άλλωστε λεγόταν για την Προκοπία, η οποία κυβερνούσε την Αυτοκρατορία στη διάρκεια της σύντομης βασιλείας του Μιχαήλ Α' (811-813), ενώ εκείνος ήταν αφοσιωμένος στη χριστιανική φιλανθρωπία. Αυτή η αντίληψη «της εξουσίας πίσω από τον θρόνο» είναι αρκετά διαδεδομένη. Η φράση χρησιμοποιείται για να δηλώσει πολλούς διαφορετικούς τύπους επιρροής που δεν είναι μονάχα γυναικείοι. Αποκτά ωστόσο ιδιαίτερη σημασία σε περιπτώσεις ηγεμόνων οι οποίοι δεν έχουν τα απαιτούμενα προσόντα για να κυβερνήσουν. Αν τώρα είναι αυτό που επιτρέπει στις συζύγους τους να αναλάβουν έναν πιο ενεργό ρόλο, ή αν το γεγονός ότι άνδρες με ανάλογο χαρακτήρα έχουν την τάση να παντρεύονται δυναμικές γυναίκες που είναι σε θέση να εκμεταλλεύονται την κατάσταση κι έτσι να αντισταθμίζουν την αδυναμία του συζύγου τους, δεν έχει καμιά σημασία. Έχοντας υπόψη το δομικό στοιχείο του συνεταιρισμού στις αυτοκρατορικές τελετές και στην εθιμοτυπία της Αυλής, οι ιδιαιτερότητες του κάθε αυτοκρατορικού γάμου επέφεραν μια συνεχή αλλαγή στην ισορροπία ανάμεσα στους ρόλους του αρσενικού και του θηλυκού. Τόσο αντικειμενικά, λόγω των συνθηκών της ζωής της Αυλής, όσο και σε ατομικό επίπεδο, όσο εξαρτιόταν από τον χαρακτήρα του κάθε ζεύγους, ο αυτοκράτορας δεχόταν την επιρροή της συζύγου του. Οι χρονογράφοι και οι μεταγενέστεροι ιστορικοί που κατακρίνουν αυτή τη στάση αποτυγχάνουν να αναγνωρίσουν μια θεμελιώδη πλευρά της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Το ίδιο ισχύει και για τις διάφορες ιστορίες σχετικά με την ανεπίσημη εξουσία των ευνούχων συμβούλων.
Από νύφη στην εφηβεία της, μοναδική αυτοκράτειρα
Οταν μια μέλλουσα νύφη πρωτόφτανε ως έφηβος στο Μέγα Παλάτιο, οι αρμόδιοι να τη διδάξουν τα σχετικά με τον δημόσιο ρόλο της φρόντιζαν πρώτα απ’ όλα να εξασφαλίσουν ότι θα συμμορφωνόταν με τις ανάγκες της Αυλής. Οι συμβουλές των κυριών επί των τιμών, των ευνούχων υπηρετών της και των αξιωματούχων που ήταν αποσπασμένοι στα διαμερίσματά της αποσκοπούσαν στην εκ μέρους της κατανόηση του κύκλου των τελετών στις οποίες θα εμφανιζόταν. Και μια κι αυτός ο ρόλος ήταν σε μεγάλο βαθμό συμβολικός, ήταν όμως βουβός και διαρκούσε πολλές ώρες, η δημόσια σφαίρα της ζωής μιας αυτοκράτειρας προφανώς θα ήταν πολύ ανιαρή. Όμως μέσα απ’ αυτό τον ρόλο, η αυτοκράτειρα ένιωθε τη συνεχή πίεση των διαφόρων ομάδων συμφερόντων που επιζητούσαν να εγκριθούν συγκεκριμένες πολιτικές ή να ευνοηθούν ορισμένα άτομα. Και αφού συχνά αντιμετώπιζαν την αυτοκράτειρα ως μέσο πρόσβασης στον αυτοκράτορα, είναι βέβαιο ότι θα δεχόταν οχλήσεις για να χρησιμοποιήσει την «επιρροή» της στον σύζυγό της. Ελέγχοντας με μαεστρία τα επίσημα καθήκοντά τους, οι γυναίκες της αυτοκρατορικής οικογένειας ήταν σε θέση να αποτιμούν τη δύναμη των διαφόρων ομάδων συμφερόντων, καθώς και τις κοινωνικές διαιρέσεις στην Αυτοκρατορία επίσης να ανακαλύπτουν τρόπους εκμετάλλευσης των πόρων που είχαν στη διάθεσή τους και να μαθαίνουν πώς να εξασφαλίζουν την υποστήριξη συγκεκριμένων μοναστικών κοινοτήτων, αγίων ανθρώπων ή συγκλητικών ομάδων.
Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσε για να πετύχει τον σκοπό της συντελούσαν στη διατήρηση της ισχύος της όταν έμενε χήρα. Ως αντιβασίλισσα, έστω και αν είναι μόνη της ανάμεσα σε άλλους άρρενες αξιωματούχους που έχουν διοριστεί να διοικήσουν την Αυτοκρατορία έως την ενηλικίωση του γιου της, η εξουσία της ως μητέρα του μελλοντικού αυτοκράτορα είναι ιδιαιτέρως σημαντική. Αυτή η επίσημη θέση επιτρέπει στις χήρες αυτοκράτειρες να ασκήσουν μεγαλύτερη επιρροή απ’ όση θα διέθεταν αλλιώς. Η αντιβασιλεία είναι εξάλλου αποδεκτή στη διαδικασία της διαδοχής και βασίζεται στο Συμβούλιο που ασκεί τη διακυβέρνηση ώσπου να ενηλικιωθεί ο νεαρός αυτοκράτορας. Όπως είδαμε (κεφάλαιο 1), το 642 η Σύγκλητος της Κωνσταντινούπολης προτίμησε αυτόν τον σχετικά ασταθή μηχανισμό από την κυβέρνηση της αυτοκράτειρας Μαρτίνας και του γιου της, που τελικά καταδικάστηκαν ως σφετεριστές της εξουσίας της πρώτης οικογένειας του Ηράκλειου. Ούτε η Ειρήνη ούτε η Θεοδώρα αμφισβητήθηκαν ως αντιβασίλισσες όταν πέθαναν ο Λέων Δ' και ο Θεόφιλος. Το έθιμο ήταν βαθιά ριζωμένο στο Βυζάντιο. Όπως απέδειξε ο Poulet, το παραπάνω έθιμο έγινε δεκτό και στη Δύση, αλλά πολύ αργότερα και με αξιοσημείωτη διστακτικότητα.9
Η μεταβατική περίοδος κατά τον Η' και Θ' αιώνα
Στις συνθήκες που επικρατούσαν στον ύστερο Η' και τον Θ' αιώνα, όταν η Ειρήνη, η Ευφροσύνη και η Θεοδώρα αναρρήθηκαν στα αξιώματά τους, η επιρροή τους συνδεόταν με την ευρύτερη κατάσταση στο Βυζάντιο. Απαντώντας στην πρόκληση του Ισλάμ, το οποίο ισχυριζόταν ότι αποτελούσε την τελική αποκάλυψη του Αλλάχ στον εκλεκτό λαό του, τους Άραβες, οι αυτοκράτορες της Συριακής δυναστείας αναμόρφωσαν την Αυτοκρατορία. Έδωσαν μεγάλη προσοχή στη στρατιωτική άμυνα και την οργάνωση ενός αποτελεσματικού στρατεύματος, οργάνωσαν περιφερειακές στρατιές από ημιαπασχολούμενους στρατιώτες (Θέματα) και επαγγελματικά τάγματα. Στο πλαίσιο του σχετικά καινούργιου διοικητικού συστήματος της επαρχιακής διοίκησης, έστιασαν την προσοχή τους στις οχυρώσεις, στους δρόμους και στις γέφυρες προκειμένου να διευκολύνεται η γρήγορη μετακίνηση των στρατευμάτων που στάθμευαν σε φρούρια, καθώς και στη δημιουργία σταθμών ανεφοδιασμού και αλλαγής αλόγων για την έγκαιρη διαβίβαση των αυτοκρατορικών διαταγών. Κυκλοφόρησαν αξιόπιστο νόμισμα, αναθεώρησαν τον νομικό κώδικα και εδραίωσαν την αίσθηση της δυναστικής ηγεμονίας, γεγονός που ενίσχυσε τη σταθερότητα του καθεστώτος. Στο πλαίσιο αυτής της συνολικής μεταρρύθμισης της διακυβέρνησης της Αυτοκρατορίας, που τώρα πια είχε μειωθεί στο ένα τρίτο της παλιάς της έκτασης, επέμειναν επίσης στην υιοθέτηση της Μωσαι'κής απαγόρευσης της λατρείας των θρησκευτικών εικόνων και επιδίωξαν την εξάλειψη της χρήσης τους στα εναπομείναντα αυτοκρατορικά εδάφη, σε ένα κίνημα που έμεινε γνωστό ως εικονομαχία.
Η εικονομαχία στο Βυζάντιο ήταν μια αντίδραση στη ραγδαία και άκρως επιτυχημένη εξάπλωση των Σαρακηνών στην Ανατολική Μεσόγειο. Γιατί το Ισλάμ εφάρμοζε αυστηρά την απαγόρευση των ειδώλων που περιέχεται στην Παλαιά Διαθήκη, προκειμένου να αποδείξει ότι αυτό αποτελούσε την αληθινή πίστη. Υιοθετώντας μια θρησκευτική πολιτική που στηριζόταν εξίσου στην κατάργηση των εικόνων και κατόπιν απωθώντας με επιτυχία τις επιθέσεις του Ισλάμ, οι ηγεμόνες της Συριακής δυναστείας ενστάλαξαν στις συνειδήσεις τη βαθιά σχέση ανάμεσα στις στρατιωτικές νίκες και στη χριστιανική λατρεία που δεν χρησιμοποιούσε εικόνες. Ανεξάρτητα από την εμπειρία αυτής της σχέσης εξασφάλισαν την επιβίωση της Κωνσταντινούπολης. Και ενώ αυτοί που παρέμεναν προσκολλημένοι στις εικόνες διώκονταν ως αιρετικοί, οι βυζαντινές δυνάμεις υπό τον ηγέτη τους και ήρωά τους, τον Κωνσταντίνο Ε', νικούσαν τους Άραβες στα πεδία των μαχών. Ο συγκεκριμένος αυτοκράτορας υπήρξε παράλληλα και θεολόγος της εικονομαχίας: επέμενε εμφατικά ότι η μόνη αληθινή εικόνα του Χριστού βρίσκεται στη Θεία Κοινωνία. Με τις νικηφόρες εκστρατείες του κατάφερε να συγκεράσει επιτυχώς σε μια μακρόβια σχέση τη θρησκεία με την πολιτική.
Ωστόσο η υποβόσκουσα ανησυχία που οφειλόταν στους θριάμβους της νέας μονοθεϊστικής αποκάλυψης προς τους Άραβες δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε μειωθεί γεωγραφικά σε ένα μικρό τμήμα της έκτασης που κατείχε στο ρωμαϊκό της παρελθόν: στα τέλη του Η' αιώνα οι Άραβες είχαν κυριεύσει την Αίγυπτο, τη Βόρειο Αφρική, τη Συρία και την Παλαιστίνη. Στην Κύπρο υπήρχε καθεστώς συγκυριαρχίας, ενώ η επέλαση των Σαρακηνών σάρωσε την Κρήτη και τη Σικελία τον Θ' αιώνα, δύο σημαντικά νησιά που υπήρξαν επί αιώνες φρουροί του Αιγαίου και της δυτικής λεκάνης της Μεσογείου αντιστοίχως. Η απώλεια τους σήμαινε την ουσιαστική αύξηση του κινδύνου και για τα υπόλοιπα νησιά και τις ακτές που ανήκαν ακόμη στο Βυζάντιο. Από τις καινούργιες ναυτικές τους βάσεις στη Δύση, όπως το Φραξινέτουμ στην Προβηγκία, οι Άραβες διενεργούσαν τακτικές επιδρομές στους παράλιους και τους παραποτάμιους οικισμούς, ακόμη και κατά της Ρώμης. Οι χρονογράφοι και οι θεολόγοι θρηνούσαν γι’ αυτή τη νέα μάστιγα που ταλαιπωρούσε τους Χριστιανούς και είχε μετατραπεί σε μόνιμο χαρακτηριστικό του μεσογειακού κόσμου στο σύνολό του. Όπως και στην Ανατολή, οι Δυτικοί αναρωτιούνταν πώς ήταν δυνατόν ο Θεός να χαρίζει την ευμένειά του σε αιρετικούς πειρατές.
Κάτω από τόσο ευμετάβλητες συνθήκες, η εξουσία σε όλα τα τμήματα του παλαιού ρωμαϊκού κόσμου όφειλε να προσαρμοστεί για να αντιμετωπίσει μια καινούργια δύναμη. Η αντίδραση της απομονωμένης πλέον Δύσης πήρε τη μορφή μιας ισχυρότερης ενοποιημένης εξουσίας που συνέδεε τη Βόρεια Ευρώπη με την Ιταλία μέσω των κατακτήσεων του Καρόλου, του βασιλέα των Φράγκων. Με την ενθάρρυνση διαδοχικών Επισκόπων της Ρώμης, αυτή η εκτεταμένη φραγκική κυριαρχία αντλούσε από τις παραδόσεις που ήταν συνδεδεμένες με την αρχαία πρωτεύουσα των καισάρων. Χωρίς τον Μωάμεθ ο Κάρολος είναι αδιανόητος, όπως έλεγε ο Henri Pirenne. Η μετατόπιση του κέντρου ενδιαφέροντος στη Δυτική Ευρώπη από τη Μεσόγειο προς τον Βορρά επέτρεψε την ανάπτυξη νέων αγορών, νέων εμπορικών δεσμών και μιας νεωτερικής οικονομικής προόδου. Αυτός είναι ο πυρήνας της «θεωρίας του Pirenne».
Στη μελέτη μου για τη διαμόρφωση της χριστιανοσύνης, όπου επιχειρείται μια ανασκόπηση του μεσογειακού κόσμου από τον ΣΤ' μέχρι τον Θ' αιώνα, προσπάθησα μεταξύ άλλων να αποδείξω ότι η θέση του Pirenne είναι απλουστευτική.10 Διότι αν το Ισλάμ είχε κατακτήσει το Βυζάντιο, θα είχε γίνει ο διάδοχος της Ρώμης. Ενισχυμένο με τα αμύθητα πλούτη και τη στρατηγική δύναμη της Κωνσταντινούπολης και τροφοδοτούμενο με τον φανατισμό της λαϊκής αφοσίωσης στη νέα θρησκεία που θα επακολουθούσε (όπως συνέβη αλλού), οι Άραβες θα είχαν εξαπλώσει ραγδαία την κυριαρχία τους στα Βαλκάνια, στην Ιταλία και πέραν των Άλπεων. Έτσι, ενώ ο Pirenne είχε δίκιο όταν διαπίστωνε ότι η άνοδος του Καρλομάγνου στη Δυτική Ευρώπη ήταν αδιανόητη χωρίς τον Μωάμεθ, εντούτοις δεν μπόρεσε να δει επίσης ότι η επιτυχημένη αντίσταση του Βυζαντίου κατά του Ισλάμ στην Ανατολή ήταν αυτή που επέτρεψε την ανάπτυξη της δυτικής χριστιανοσύνης. Ο κρίσιμος παράγοντας των Χριστιανών ηγεμόνων της Κωνσταντινούπολης που έφραξαν τον δρόμο της μουσουλμανικής εξάπλωσης προς τη Δύση αγνοήθηκε από γενιές μελετητών του Μεσαίωνα. Χωρίς τον διαρκή ανταγωνισμό μεταξύ των ανατολικών αυτοκρατοριών, η κατακερματισμένη εξουσία, χαρακτηριστική της λατινικής Δύσης, δεν θα είχε αναπτυχτεί ώστε να προμηθεύσει το πλαίσιο για την πρώτη φεουδαρχία και κατόπιν για την Αναγέννηση. Χωρίς το Βυζάντιο, οι εικονομάχοι του Ισλάμ θα είχαν κυριαρχήσει σε ολόκληρη την έκταση της αρχαίας Αυτοκρατορίας της Ρώμης και θα είχαν αναδειχθεί σε αληθινό της διάδοχο.
Και στα δύο τμήματα του χριστιανικού κόσμου η ανάδυση του Ισλάμ προκάλεσε φυσικά ανησυχία για το μέλλον και αμφιβολίες, καθώς και οικονομική αναδίπλωση.
Στην Ανατολική Μεσόγειο αυτή η κατάσταση εκδηλώθηκε με την ένταση που δημιουργήθηκε ανάμεσα σε εκείνους τους Χριστιανούς που τιμούσαν τις ιερές εικόνες και σε όσους ταύτιζαν τις εικόνες με την ειδωλολατρία η οποία έπρεπε να αποτραπεί. Είναι αδύνατο να υπολογίσουμε πόσοι ήταν αυτοί που δυσαρεστήθηκαν με τη διαταγή της καταστροφής των εικόνων ή τουλάχιστον της απομάκρυνσής τους από τα ιερά και τις εκκλησίες. Όπως υπογράμμισαν πολλοί ιστορικοί, ενδεχομένως αυτοί που συντάχτηκαν με την καινούργια πολιτική να ήταν περισσότεροι από όσους ήταν αποφασισμένοι να υπερασπιστούν τις εικόνες. Έτσι είχαν τα πράγματα τον Ζ' αιώνα, όταν οι αυτοκράτορες εξέδιδαν θεολογικούς ορισμούς. Όμως ανάμεσα στην ανώνυμη μάζα αυτών που δεν συμφωνούσαν με τις επίσημες θέσεις, φαίνεται ότι οι γυναίκες δυσανασχετούσαν ιδιαιτέρως κατά της εικονομαχίας. Γι’ αυτές, η προσκύνηση των εικόνων παρείχε τη δυνατότητα μιας προσωπικής λατρείας που δεν μπορούσαν να τη βρουν αλλού. Ανάμεσα στους άνδρες, βασική εστία αντίστασης κατά της εικονομαχίας φαίνεται ότι υπήρξαν οι μοναστικές κοινότητες, όπου οι μοναχοί ήταν συχνά αγιογράφοι και καλλιγράφοι (διακοσμητές χειρογράφων)
Αρχικά, η αλλαγή της θρησκευτικής πολιτικής στο Βυζάντιο έγινε αποδεκτή η επιβίωση της Αυτοκρατορίας ήταν στην κόψη του ξυραφιού και οι μεταρρυθμίσεις των ηγεμόνων της Συριακής δυναστείας ήταν αναγκαίες. Η επιτυχία αυτών των μέτρων, που έκαμψαν τη μουσουλμανική επιθετικότητα και τελικά εξασφάλισαν μεγαλύτερη ασφάλεια στα νέα πιο περιορισμένα σύνορα της Αυτοκρατορίας, αναγνωρίστηκε από όλους. Ο ίδιος στρατιώτικος μηχανισμός αποδείχτηκε εξίσου αποτελεσματικός και κατά της ανανεωμένης βουλγαρικής απειλής, έτσι ώστε προς το τέλος της βασιλείας του Λέοντα Δ' τόσο οι Άραβες όσο και οι Βούλγαροι βρίσκονταν υπό έλεγχο. Και όταν οι Βούλγαροι ηγεμόνες απείλησαν την Κωνσταντινούπολη στις αρχές του Θ' αιώνα, η εικονομαχία ενίσχυσε και πάλι το φρόνημα του στρατού που πέτυχε σημαντικές νίκες. Αυτός ο στενός δεσμός ανάμεσα στα κατορθώματα των εικονομάχων στα πεδία των μαχών και στην Εκκλησία δεν αμφισβητήθηκε ωσότου οι Άραβες κυρίευσαν και λεηλάτησαν το Αμόριο, τη γενέτειρα του πατέρα του Θεόφιλου, του Μιχαήλ (βλ. κεφάλαιο 4).
Τόσο η εικονομαχική όσο και η εικονολατρική θεολογία αναπτύχτηκαν με ορίζοντα αυτές τις σοβαρές για την επιβίωση του Βυζαντίου απειλές. Σε καιρούς που ο κίνδυνος ήταν άμεσος, οι στρατιωτικοί ηγεμόνες επικαλούνταν την ανάγκη να καταπολεμηθεί η ειδωλολατρία ώστε οι Βυζαντινοί να κερδίσουν ξανά τη χάρη του Θεού όταν οι δύσκολες στιγμές απομακρύνονταν, οι εικόνες ξανάβρισκαν την τιμητική τους θέση. Ωστόσο ήταν οι γυναίκες ηγεμόνες του Βυζαντίου που σήκωσαν τη σημαία της εικονολατρίας. Είτε πίστευαν στη δύναμη των ιερών εικόνων, εκ γενετής, είτε είχαν περιορισμένες γνώσεις για τη λατρεία των εικόνων, αντλούσαν από τις βαθιές πηγές της εικονολατρικής παράδοσης για να δικαιολογήσουν την αλλαγή πολιτικής που στόχευε στη συμφιλίωση των αντίπαλων φατριών της Εκκλησίας. Η επιμονή τους στην καταδίκη της εικονομαχίας είχε διάφορες όψεις: δομικές, κοινωνικές και φυλετικές. Για να τα καταφέρουν, χρησιμοποιούσαν κάθε μορφή πολιτικής εξουσίας και ισχύος που τους παρείχε η προσωπική τους θέση ως χήρεςαυτοκράτειρες, οι οποίες εκτελούσαν καθήκοντα επιτρόπου για τους ανήλικους γιους τους.
Δεν γνωρίζουμε μετά βεβαιότητας αν επανεισήγαγαν τη λατρεία των εικόνων επειδή ήταν γυναίκες ή αν η αποκατάσταση της παραδοσιακής και πατριαρχικής λατρείας των εικόνων είχε ανάγκη από τις γυναίκες για να επιβλέψουν και να επισημοποιήσουν την επιστροφή της· σε τέτοιο βαθμό είχε φτάσει η αποσύνθεση της εξουσίας των ανδρών εξαιτίας της κατάρρευσης της ευρύτερης Αυτοκρατορίας. Δεν διαθέτουμε ενδεχομένως αρκετές μαρτυρίες για να απαντήσουμε στο συγκεκριμένο ερώτημα. Ωστόσο οι ενδείξεις που μας επιβάλλουν να το θέσουμε είναι παραπάνω από αρκετές. Και από μόνο του αυτό καθιστά ιδιαίτερες τις περιπτώσεις της Ειρήνης, της Ευφροσύνης και της Θεοδώρας.
Δεν βασίστηκαν στην «έμμεση εξουσία» ή την «επιρροή» που συχνά ασκούσε η χήρα ή η μητέρα του αυτοκράτορα. Προκειμένου να επιβιώσουν και να επιτύχουν τους σκοπούς τους, εκμεταλλεύθηκαν τις διχόνοιες στους κόλπους της Εκκλησίας, του στρατού, της κρατικής διοίκησης και της μοναστικής κοινότητας. Μεταξύ 785 και 787, η Ειρήνη φανέρωσε την ικανότητά της να χειρίζεται τις διάφορες φατρίες της Αυλής, καθώς και δυνάμεις πέραν της Αυτοκρατορίας για να εξασφαλίσει τους στόχους της. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έπαιξε πρωταρχικό ρόλο στις διαβουλεύσεις πρώτα με τον πατριάρχη Παύλο, κατόπιν με τη Σύγκλητο της Κωνσταντινούπολης, τον στρατό και αργότερα τον πάπα Αδριανό. Το παράδειγμά της έμελλε να εμπνεύσει μεταγενέστερες προσπάθειες, ακόμη και την ανεπιτυχή απόπειρα της Θεοφανώς, συζύγου του αυτοκράτορα Σταυράκιου, να διατηρήσει την αυτοκρατορική εξουσία μετά τον θάνατο του τελευταίου.
Στη διάρκεια της μακροχρόνιας διαδικασίας προσαρμογής στη ισλαμική κατάκτηση της Βόρειας Αφρικής, της Παλαιστίνης και της Περσίας, οι τρεις αυτοκράτειρές μας ασκούσαν την εξουσία τους. Στο τέλος αυτής της περιόδου, το Βυζάντιο είχε αναγκαστικά μετατραπεί σε ένα μεσαιωνικό κράτος ανάμεσα σε πολλά άλλα. Από την αρχαία του κληρονομιά, την καλλιέργεια της βαθιάς ελληνιστικής παράδοσης ενισχυμένης από τη ρωμαϊκή αυτοκρατορική πρακτική, το αυτοκρατορικό κέντρο είχε κατορθώσει να διατηρήσει ένα βασίλειο που περιοριζόταν στη Μικρά Ασία, τμήμα των Βαλκανίων, τη Νότια Ιταλία και τα νησιά του Αιγαίου. Ήταν μια οδυνηρή μεταβατική περίοδος. Χάρη στις αυτοκράτειρες, μετά το 843 άρχισε η εποχή κατά τη οποία εδραιώθηκε η σταθερή προσήλωση στην εικονολατρία. Το μεσαιωνικό Βυζάντιο βάλθηκε τότε να μεταβιβάσει τη δική του εκδοχή τόσο της Εκκλησίας όσο και του κράτους στα γειτονικά έθνη. Ο προσηλυτισμός των Βουλγάρων οφείλει αρκετά στις επαφές που ανανεώθηκαν επί Θεοδώρας και οι οποίες καρποφόρησαν μέσω της ιδιοφυίας του ΚωνσταντίνουΚυρίλλου και του Μεθοδίου, αποστόλων των Σλάβων, και της καθοδήγησης του πατριάρχη Φωτίου. Με τη ενσωμάτωση μεγάλων περιοχών βόρεια και ανατολικά του Βυζαντίου, άνοιξε ο δρόμος για τον προσηλυτισμό των Ρως στα τέλη του I' αιώνα.
Το μέτρο αυτού του επιτεύγματος μπορεί να εκτιμηθεί αν θέσουμε το ρητορικό ερώτημα: «Τι θα γινόταν αν...;» Αν οι τρεις γυναίκες στην πορφύρα δεν είχαν θέσει υπό τον έλεγχό τους τον αυτοκρατορικό μηχανισμό, ανακόπτοντας έτσι μια αδιάσπαστη διαδοχή αρρένων ηγεμόνων που όλοι τους ήταν φανατικοί εικονομάχοι; Πρώτον, θα είχε επέλθει μια σημαντική αλλαγή πορείας στις πολιτικές και διπλωματικές σχέσεις σε ολόκληρο τον μεσογειακό κόσμο. Οι διαπραγματεύσεις για συμμαχίες με την ειδωλολατρική ακόμη Δύση θα είχαν δυσκολέψει, αν δεν διακόπτονταν εντελώς, οι ηγεμόνες του Βυζαντίου θα είχαν επαναπροσανατολίσει την Αυτοκρατορία προς ανατολάς διαρρηγνύοντας τους δεσμούς με το εικονολατρικό κέντρο της Ρώμης. Όμως μια παρόμοια απομάκρυνση θα μείωνε τις δυνατότητες μιας γόνιμης αλληλεπίδρασης ιδεών, βασισμένης στην κοινή χριστιανική ταυτότητα. Και φυσικά δεν θα επέτρεπε τον γάμο της Θεοφανώς με τον Όθωνα Β' και την επανανακάλυψη του ελληνικού και του αραβικού πολιτισμού στη Δύση στη διάρκεια της βασιλείας του γιου τους Όθωνα Γ' και της θητείας του πάπα Σίλβεστρου Β'. Και πιθανότατα θα εμπόδιζε τη χριστιανική συνεργασία για τις σταυροφορίες και την ανακατάληψη των Αγίων Τόπων από τους Άραβες.
Όσον αφορά την τέχνη, οι εικονομαχικές τάσεις της Βόρειας Ευρώπης, όπως τα Libri Carolini και η συμβολική τέχνη του Germigny, θα είχαν ενισχυθεί. Η μη αναπαραστατική τέχνη και ένα περιορισμένο ανεικονικό ρεπερτόριο χριστιανικής τέχνης θα ασκούσαν διαβρωτική επιρροή. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες που ζούσαν υπό ισλαμικό ζυγό όπου δεν πρόλαβε να φτάσει η εικονομαχίαθα είχαν καταβαραθρωθεί και οι εικόνες τους θα καταστρέφονταν. Οι βυζαντινές εικαστικές παραδόσεις θα παραχωρούσαν τη θέση τους σε διακοσμητικά μη αναπαραστατικά σχήματα, περιορίζοντας έτσι σε μεγάλο βαθμό την έμπνευση και την ποικιλία της αναπαραστατικής τέχνης στη Δύση. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, θα μπορούσε άραγε η Αναγέννηση να είχε αναπτυχτεί στην Ιταλία, που ήταν τόσο βαθιά επηρεασμένη από το Βυζάντιο; Αν επί πεντακόσια χρόνια η Ανατολή και οι βυζαντινές επαρχίες στη Νότια Ιταλία εφάρμοζαν τις εικονομαχικές αρχές, άραγε θα ήταν η Ρώμη ικανή να υπερασπιστεί το αναπαραστατικό της στοιχείο;
Και πάλι, για να θέσουμε το ερώτημα οφείλουμε να υπογραμμίσουμε τον πέρα από τα συνηθισμένα ρόλο και την επιρροή που άσκησαν η Ειρήνη, η Ευφροσύνη και η Θεοδώρα. Ωστόσο δεν έπαιξαν αυτόν τον ρόλο επειδή ήταν γυναίκες, αλλά επειδή κατείχαν και εκμεταλλεύονταν κατάλληλα την αυτοκρατορική ισχύ. Απ’ αυτή τη σκοπιά, η σταδιοδρομία τους υπήρξε μια σπουδή άσκησης εξουσίας. Ήταν λιγότερο πιστές στο φύλο τους και περισσότερο στην πορφύρα.
Μετά τον σφετερισμό του θρόνου από τον Βασίλειο Α' το 867, οι αυτοκράτειρες δεν εξάσκησαν ποτέ πια στον ίδιο βαθμό την αυτοκρατορική εξουσία. Το Βυζάντιο επέστρεψε στον κανόνα της διακυβέρνησης από τους άνδρες, στην αποφασιστική και ισχυρή πατριαρχική τάξη. Ακόμη και η Ζωή, ωσότου ενηλικιωθεί ο γιος της Κωνσταντίνος Ζ', δεν κατόρθωσε να αναβιώσει την επίδραση αυτών των γυναικών που είχαν ενδυθεί την πορφύρα, παρότι αυτές οι ίδιες είχαν ισχυροποιήσει τη θηλυκή εκδοχή της αυτοκρατορικής εξουσίας. Βρέθηκε αντιμέτωπη με τον πατριάρχη Νικόλαο Μυστικό, έναν αυστηρό επικριτή της θέσης της Ζωής ως τέταρτης συζύγου ενός αυτοκράτορα και ισχυρό συνήγορο της αρσενικής κυριαρχίας. Από τη στιγμή που ο σύζυγός της Λέων ΣΤ' είχε καταργήσει τη δυνατότητα τέταρτου γάμου για οποιονδήποτε
Χριστιανό, η Ζωή είχε απέναντι της μια ολόκληρη παράταξη αξιωματούχων που αντιστέκονταν σε εκείνη και τον γιο της. Η έλλειψη ισχυρών αυτοκρατορίσσων μέχρι τη βασιλεία των πορφυρογέννητων Ζωής και Θεοδώρας του ΙΑ' αιώνα υποδηλώνει ότι η Ειρήνη, η Ευφροσύνη και η Θεοδώρα όφειλαν εν μέρει την ικανότητά τους να εκμεταλλεύονται τις δυνατότητες που προσφέρονταν σε μια γυναίκα ηγεμόνα στην κρίσιμη κατάσταση που επικρατούσε στην Αυτοκρατορία όσο διαρκούσε η μεταβατική περίοδος, όταν ο στόχος ήταν η επιβίωση από τις σφοδρές επιθέσεις του Ισλάμ. Χάρη στη κρίση που σοβούσε στην πατριαρχική τάξη πραγμάτων, κατάφεραν να εκμεταλλευθούν τη θέση της χήρας αντιβασίλισσας ή της μητριάς ενός νεαρού πρίγκιπα. Μετά τον Βασίλειο Α', παράλληλα με την προσκύνηση των εικόνων αποκαταστάθηκε εκ νέου η πατριαρχική τάξη.
Όμως τότε πια, η επιβίωση της Αυτοκρατορίας είχε εξασφαλίσει την εξάπλωση της βυζαντινής τέχνης και αρχιτεκτονικής, της μοναστικής οργάνωσης, της λειτουργικής πρακτικής, των προσευχητάριων και των υμνολογίων, καθώς και της μη θρησκευτικής λογοτεχνίας. Το Κίεβο και άλλα μέρη, πιο βόρεια και πιο δυτικά, παρέλαβαν την πνευματική κληρονομιά της Αυτοκρατορίας, καθώς και πολλά από τα διοικητικά χαρακτηριστικά της. Οι λαϊκές βυζαντινές παραδόσεις υιοθετήθηκαν από τους ηγεμόνες της μεσαιωνικής Βουλγαρίας, της Σερβίας και της Ουγγαρίας. Επηρέασαν την ανάπτυξη της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στη Δύση με το σύμβολο του δικέφαλου αετού, και έφτασαν στην πλήρη άνθησή τους στα εδάφη της Αγίας Ρωσίας. Ωστόσο η βυζαντινή επιρροή είναι περισσότερο εμφανής στις τεχνοτροπίες, στη χρήση του ψηφιδωτού, της νωπογραφίας και της αγιογραφίας. Η Δόση δεν είχε απολέσει ποτέ την ικανότητά της να αναπαράγει την ανθρώπινη μορφή, ικανότητα που την είχε εύστοχα υπερασπιστεί ο πάπας Γρηγόριος. Ωστόσο πολλές διαφορετικές σχολές μεσαιωνικής τέχνης αναπτύχτηκαν υπό την επιρροή της βυζαντινής δεξιότητας και μαστοριάς, όχι μόνο στη Ρωσία αλλά και στη Βενετία, τη Νότιο Ιταλία, τη Σικελία, την Κρήτη και την Κύπρο, πολύ αργότερα από τότε που οι παραπάνω περιοχές είχαν απολεστεί οριστικά για την Αυτοκρατορία. Τελικά, στο έργο του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, του διάσημου Ελ Γκρέκο, οι αγιογραφικές παραδόσεις του ΙΣΤ' αιώνα πέρασαν από την Κρήτη και τη Βενετία στην αναγεννησιακή τέχνη της Ισπανίας.
Αυτές οι μακροπρόθεσμες επιρροές μπορούν να ανιχνευθούν ως ένα σημείο στη δεύτερη αναστήλωση των εικόνων το 843 από την αυτοκράτειρα Θεοδώρα. Χάρη στην επιμονή της, το Βυζάντιο στα τέλη του Θ' αιώνα ανανέωσε και ανέπτυξε αγιογραφικές τεχνοτροπίες που έμελλε να αποτελέσουν το χαρακτηριστικό γνώρισμα της τέχνης του, χαρακτηριστικό ενός ολόκληρου αυτοκρατορικού πολιτισμού που επέζησε για ακόμη μισή χιλιετία και πλέον. Αυτήν ακριβώς την έκφανση του βυζαντινού πολιτισμού ενστερνίσθηκαν με τόση θέρμη οι Σλάβοι και είναι ολοφάνερη ακόμη και σήμερα σε πολλές περιοχές των Βαλκανίων, της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Ρωσίας. Οι εικόνες παίζουν αναμφισβήτητα ζωτικό ρόλο στην αναβίωση της Ορθοδοξίας στην εποχή μας, όπου μπορεί κανείς να δει ανθρώπους να σταματούν για να προσκυνήσουν και να ασπαστούν ιερές εικόνες που εκτίθενται σε εικονοστάσια στην άκρη του δρόμου, έξω από εκκλησίες και σε δημόσιους χώρους. Είτε θεωρείται κατάλοιπο αρχαίας δεισιδαιμονίας, είτε αναγνωρίζεται ως προσφιλές εργαλείο διδασκαλίας, οι εικόνες αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της βυζαντινής κληρονομιάς. Η αγιογραφική παράδοση διασώζει κάτι από τη βαθύτερη ουσία του πολιτισμού της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Και αυτές που πάνω απ’ όλους φέρουν την ευθύνη γι’ αυτόν τον θρίαμβο, είναι οι τρεις γυναίκες της αυτοκρατορικής πορφύρας, η Ειρήνη, η Ευφροσύνη και η Θεοδώρα.
Πρώτη εισαγωγή και δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο
ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΡΦΥΡΑ
ΤΖΟΥΝΤΙΘ ΧΕΡΙΝ
Η επεξεργασία, επιμέλεια μορφοποίηση κειμένου και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο, για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο:
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου