ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΡΦΥΡΑ
ΤΖΟΥΝΤΙΘ ΧΕΡΙΝ
Ενότητες:
Ο Μιχαήλ Β' και η εικονομαχία
Γυναίκες και εικόνες
Η ανάρρηση του Θεόφιλου στον θρόνο
Ο γάμος του Θεόφιλου
Η ιεραρχία της βυζαντινής Αυλής
Η Ευφροσύνη αποσύρεται
Η Ευφροσύνη προειδοποιεί για τον κίνδυνο εμφυλίου πολέμου
Η Ευφροσύνη προωθεί κρυφά τις εικονολατρικές πρακτικές
Ένας μύθος εν τη γενέσει του
Το χρέος της Θεοδώρας προς την Ευφροσύνη
Ο θάνατος της Ευφροσύνης
Ο Μιχαήλ Β' και η εικονομαχία
Οσο κι αν η Ευφροσύνη ανατράφηκε ως εικονολάτρης από τη μητέρα της που είχε κρατήσει επαφές με τον άγιο Θεόδωρο Στουδίτη (και πιθανόν και με άλλους εικονολάτρες), πιθανότατα ήταν υποχρεωμένη να κρατάει κρυφή από την αυτοκρατορική Αυλή την εκπαίδευση που είχε πάρει όταν ήταν παιδί. Ο Μιχαήλ Β' υιοθέτησε μια στάση μετριοπαθούς υποστήριξης της πολιτικής που είχε επαναφέρει ο Λέων Ε', διακηρύσσοντας ότι ο νόμος πρέπει να τηρείται (εννοώντας πως όλοι όφειλαν να αποδέχονται τη Διακήρυξη Πίστεως της Συνόδου του 815). Παρότι επιτράπηκε σε μερικούς εικονολάτρες να επιστρέφουν από την εξορία στην Κωνσταντινούπολη, η θρησκευτική κοινότητα της Μονής Στουδίου αντικαταστάθηκε από μια νομιμόφρονα ομάδα εικονομάχων μοναχών. Αυτού του είδους η αντικατάσταση, που ευνόησε όσα μοναστήρια ήταν πρόθυμα να υποστηρίξουν τις επίσημες θέσεις, πιθανόν να εφαρμόστηκε σε μεγάλη έκταση κοινότητες εικονομάχων μοναχών και καλογραιών είναι βέβαιο ότι κυριαρχούσαν στα μεγαλύτερα μοναστικά κέντρα. Από τις επιστολές του Θεόδωρου Στουδίτη, η συμπεριφορά των εικονολατρών στη διάρκεια της δεύτερης περιόδου της εικονομαχίας φαίνεται πως ήταν μάλλον επιφυλακτική· οι εικονολάτρες απέφευγαν την ανοιχτή σύγκρουση με τις εικονομαχικές Αρχές, όπου αυτό ήταν δυνατό. Οι αποδέκτες των επιστολών του αντιπροσωπεύουν την ύπαρξη μιας διάσπαρτης αλλά ισχυρής αντιπολίτευσης στην επίσημη επιδοκιμασία της εικονομαχίας εκ μέρους του Μιχαήλ Β'.
Μια λεπτομερέστερη έκθεση των βυζαντινών θέσεων περιλαμβάνεται στην επιστολή που μετέφερε η πρώτη πρεσβεία στον Λουδοβίκο τον Ευσεβή το 824. Πιθανόν να την είχε συντάξει ο Ιωάννης Γραμματικός, γιατί βρίθει από χλευασμούς κατά των εικονολατρών, οι οποίοι πίστευαν ότι οι εικόνες μπορούσαν να τους προστατεύουν, έκαιγαν λιβάνι και άναβαν καντήλια μπροστά τους, και πάει λέγοντας. Αναφέρεται η Σύνοδος της Αγίας Σοφίας του 815 η οποία είχε αποκαταστήσει μια μετριοπαθή εικονομαχία και δίνεται μικρή σημασία στον αριθμό των εικονολατρών που είχαν καταφύγει, εκτός των άλλων, και στη Ρώμη. Αυτή η θέση πιθανόν αντανακλά την έντονη συζήτηση στην Αυλή του Καρλομάγνου και του γιου του, η οποία είχε πυροδοτηθεί από μια λανθασμένη μετάφραση των Πρακτικών της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου (βλ. κεφάλαιο 2). Η Σύνοδος της Φρανκφούρτης του 797, η συγγραφή των Libri Carolini, στην οποία συμμετείχε ενεργά ο ίδιος ο Κάρολος, και η επακόλουθη διαμάχη σχετικά με την κατάλληλη χρήση της εκκλησιαστικής τέχνης είχαν δοκιμάσει, αναλύσει και εντέλει καταδικάσει τα επιχειρήματα των Βυζαντινών εικονολατρών.
Η επιστολή του 824 εξηγεί επίσης γιατί ο Μιχαήλ Β' δεν είχε επικοινωνήσει με τον «αδελφό του αυτοκράτορα» νωρίτερα η εξέγερση του Θωμά, ο οποίος κατηγορείται για σεξουαλική ανηθικότητα και αποστασία, θεωρείται υπεύθυνη για την αποκοπή του Βυζαντίου από τη Δύση και τις προκαταλήψεις του αυτοκράτορα απέναντι στο θέμα. Στέλνοντας στον συνάδελφό του τις καλύτερες ευχές του, ο Μιχαήλ υποθέτει ότι αμφότεροι ασπάζονται την ίδια μετριοπαθή εικονομαχική πολιτική. Κατόπιν ζητάει τη βοήθειά του για την αντιμετώπιση των εικονολατρών που είχαν καταφύγει στη Ρώμη. Η επιστολή αναφέρεται στο ρήγμα ανάμεσα στον παπισμό (που παρέμενε πιστός στη μνήμη του πάπα Αδριανού και στην ερμηνεία του της Συνόδου του 787) και στη μετριοπαθή εικονομαχική Αυλή του Καρόλου. Υπενθυμίζοντας στον Λουδοβίκο ότι και ο ίδιος τιμά τα λείψανα των αγίων και ότι επιθυμεί την ενδυνάμωση της αληθινής πίστης με κάθε τρόπο, η επιστολή του Μιχαήλ καταδικάζει πρακτικές που είχαν αναπτυχτεί πριν από το 815, αγνοώντας την Καρολίνεια αντίληψη περί των εικόνων ως μέσον διαπαιδαγώγησης. Τα βασικά κείμενα του πάπα Γρηγορίου του Μεγάλου για τις εικόνες (που ήταν κατ’ αυτόν «η βίβλος των αγραμμάτων») φαίνεται ότι δεν ήταν αρκετά γνωστά στην Ανατολή.80 Ομοίως, η επιστολή καταδικάζει τις δεισιδαιμονίες που συνδέονταν με τη λατρεία των εικόνων και οι οποίες ήταν άγνωστες στη Δύση. Έτσι η κάθε πλευρά αγνοούσε επιχειρήματα που θεωρούνταν ουσιώδη από την άλλη, γεγονός που αντικατοπτρίζει τις διαφορετικές συνθήκες υπό τις οποίες αντιμετωπιζόταν η εικονομαχία στην Ανατολή και τη Δύση.
Παρ’ όλα αυτά, στη Σύνοδο των Παρισίων του 825, ο Λουδοβίκος ο Ευσεβής έδωσε εντολή στους επισκόπους του να επικυρώσουν αυτή τη νέα προσέγγιση και να καταδικάσουν την υπερβολική αφοσίωση στις εικόνες. Οι επίσκοποι της Δύσης επαναβεβαίωσαν επίσης τις αποφάσεις της Συνόδου της Φρανκφούρτης του 794, η οποία είχε καθιερώσει μια ανεξάρτητη Καρολίνεια θεολογία για τις εικόνες. Άσκησαν κριτική κατά του πάπα Αδριανού για την υποστήριξή του στη Σύνοδο του 787, αλλά παράλληλα έδωσαν έμφαση στην αξία των εικόνων ως μέσον διδασκαλίας. Ακολουθώντας μια μέση οδό ανάμεσα στις υπερβολές τόσο της εικονομαχίας όσο και της εικονολατρίας, οι Καρολίνειοι θεολόγοι αντιτάχτηκαν σε μια σειρά Επισκόπων της Ρώμης και προσέγγισαν την επίσημη βυζαντινή πολιτική.81
Γυναίκες και εικόνες
Από τις πολλές επιστολές που έγραψε ο Θεόδωρος Στουδίτης στη διάρκεια της βασιλείας του Μιχαήλ Β', γίνεται φανερό ότι πιστεύει πως κάποιες γυναίκες είναι ικανές να υποστηρίξουν πιο αποτελεσματικά την υπόθεση της εικονολατρίας απ’ όσο οι άνδρες. Η διαπίστωση αυτή απορρέει κυρίως από τους επαίνους του για ορισμένες μοναχές, τις οποίες συγκρίνει ευνοϊκά αντιπαραθέτοντάς τες με μοναχούς που είχαν συνταχτεί με τον εχθρό και έγιναν εικονομάχοι. Ο Θεόδωρος ξεχωρίζει μερικές ηγουμένισσες οι οποίες αντιμετώπισαν με παραδειγματικό σθένος τις εναντίον τους απειλές. Επιπλέον, το πλήθος των πλουσίων χηρών και των γυναικών που αναφέρεται ότι παραστέκουν τους φυλακισμένους εικονολάτρες, φέρνοντάς τους τροφή, ρούχα, ακόμη και λαθραίες εικόνες, μας θυμίζουν την ανώνυμη σύζυγο του δεσμοφύλακα που είχε πράξει τα ίδια για τον άγιο Στέφανο στα μέσα του Η' αιώνα. Ο ρόλος συγκεκριμένων γυναικών, οι οποίες υποστήριζαν έμμεσα την υπόθεση της εικονολατρίας, σημειώνεται επανειλημμένα και υποδηλώνει ότι αρκετές ήσαν πρόθυμες να αντιταχτούν στην επίσημη πολιτική των εικόνων. Στη δεύτερη φάση της εξορίας του, όταν ο Θεόδωρος στάλθηκε στην κεντρική Μικρά Ασία το 818, απολάμβανε της προστασίας μιας πλούσιας αρχόντισσας ονόματι Ειρήνης, που ήταν μέλος της οικογένειας Τούρκου. Η Ειρήνη φρόντιζε για τη διαμονή του στα κτήματά της στη Βονίτα, ώσπου αξιωματούχοι από την Κωνσταντινούπολη έφτασαν για να βεβαιωθούν ότι όντως εξέτιε την ποινή του. Αυτή η Ειρήνη ήταν μία μόνο από τις γυναίκες που είχαν θέσει τον εαυτό τους και τις περιουσίες τους στη διάθεση της εικονολατρικής ηγεσίας.82
Και ενώ όλα τα παραπάνω δεν είναι τίποτα περισσότερο από ενδείξεις, ωστόσο θέτουν το ερώτημα κατά πόσο η εικονολατρία είχε ιδιαίτερη σημασία για τις γυναίκες, ο ρόλος των οποίων στην οργανωμένη Εκκλησία ήταν τόσο περιορισμένος. Εκτός από τη θέση της ηγουμένης, η οποία αποτελούσε το αποκορύφωμα για τη ζωή μιας νεαρής κοπέλας που αποφάσιζε να αφιερωθεί στον μοναστικό βίο, ελάχιστοι ήταν οι αναγνωρισμένοι τρόποι με τους οποίους οι γυναίκες μπορούσαν να συνεισφέρουν στην εκκλησιαστική ζωή. Ξέρουμε για τη θυρωρό η οποία καθαρίζει τα σκαλιά της εκκλησίας, πετάει τα καμένα κεριά κι άλλα παρόμοια, όπως και τόσες πιστές γυναίκες κάνουν και σήμερα. Όμως έξω από το μοναστήρι, σπάνια μια γυναίκα μπορούσε να καταλάβει μια θέση επιρροής στην Εκκλησία. Ακόμη και οι κοινότητες των καλογραιών εξαρτιόνταν από έναν άρρενα χειροτονημένο κληρικό για τη Θεία Κοινωνία. Παρ’ όλ’ αυτά, αντίθετα με τις επίσημες ιεροπραξίες της Εκκλησίας, η πράξη της προσκύνησης των εικόνων ήταν ένα προσωπικό ζήτημα που κάθε Χριστιανός μπορούσε να τελέσει κατά βούληση. Δεν χρειαζόταν η μεσολάβηση ιερέα και μπορούσε να εκτελεστεί ανά πάσα στιγμή όταν η εικόνα ήταν ορατή. Από τις άφθονες αφηγήσεις γυναικών που ήταν ταγμένες στην εικόνα της Θεοτόκου των Βλαχερνών, στα βόρεια περίχωρα της πρωτεύουσας, είναι προφανές ότι διατηρούσαν προσωπική σχέση με την εικόνα. Μια γυναίκα συμμετείχε στην αγρυπνία της Παρασκευής κάθε εβδομάδα και ήταν πεισμένη ότι η εικόνα πράγματι επικοινωνούσε μαζί της. Άλλες είχαν τις δικές τους εικόνες τις οποίες προσκυνούσαν στα σπίτια τους. Παρόμοιες ιστορίες είναι αρκετά συχνές και υποδηλώνουν πως οι γυναίκες ένιωθαν ένα ιδιαίτερο είδος παρηγοριάς όταν προσεύχονταν στις αγαπημένες τους εικόνες.83
Οι εικόνες έπαιξαν σχεδόν σίγουρα ανάλογο ρόλο στα παιδικά χρόνια της Ευφροσύνης. Η έκταση της διαφωνίας της με τον Μιχαήλ στο ζήτημα των εικόνων δεν αποκαλύπτεται από τις πηγές, που παραμένουν σιωπηλές σε ό,τι αφορά τις σκέψεις των γυναικών, ενώ παράλληλα είναι πρόθυμες να καταδικάσουν την παραμικρή γυναικεία αδυναμία. Είχε ωστόσο ζήσει την αλλαγή του 815 και γνώριζε τους διωγμούς που επακολούθησαν, και έτσι αντιλαμβανόταν την πολιτική αναγκαιότητα να κρατάει τα συναισθήματά της για τον εαυτό της, όποια κι αν ήταν η φύση τους. Αν όντως παραστεκόταν στους διωκόμενους και τους φυλακισμένους εικονολάτρες, η Ευφροσύνη κατόρθωσε να διατηρήσει την ανωνυμία της και να το πράττει κρυφά. Ύστερα από τις διαμαρτυρίες του κατά του αυτοκρατορικού γάμου της Ευφροσύνης που έπεσαν στο κενό, ο Θεόδωρος Στουδίτης φαίνεται ότι εγκατέλειψε τις προσπάθειές του να επηρεάσει τη Μαρία και την κόρη της: στο εξής δεν σώζονται άλλες επιστολές προς αυτές. Αλλά ούτε φαίνεται να προσπάθησε να εκμεταλλευθεί την επιρροή της αυτοκράτειρας στον σύζυγό της. Ο θάνατος του Θεόδωρου το 826 από φυσικά αίτια στέρησε την παράταξη των εικονολατρών από τον πιο αποτελεσματικό οργανωτή της και τους σημερινούς ιστορικούς από την καλύτερη πηγή τους άμεσης πληροφόρησης γύρω από την εποχή του. Κανένας άλλος επιστολογράφος δεν αναδεικνύεται για να καλύψει το κενό που αφήνει εκείνος, ενώ οι Βίοι ορισμένων εικονολατρών αγίων και μαρτύρων που καταγράφουν την αντίσταση των ηρώων τους συντάσσονται πολλά χρόνια μετά τα υποτιθέμενα γεγονότα που περιγράφουν.84
Όπως και άλλοι, η Ευφροσύνη πιθανότατα είχε διατηρήσει την εικονολατρική πίστη της ιδιωτικά, ενώ εξωτερικά συμμορφωνόταν με την επίσημη πολιτική. Ωστόσο οι σωζόμενες πηγές δεν κάνουν λόγο για τις αντιλήψεις της, ούτε παρέχουν την παραμικρή πληροφορία για το εάν τα μοναστήρια που ίδρυσε υποστήριζαν ή όχι την επίσημη πολιτική κατά των εικόνων. Εύκολα φανταζόμαστε ότι η Αυλή του Μιχαήλ Β' ήταν διαιρεμένη στα δύο: από τη μια ο Ιωάννης Γραμματικός και ο εικονομάχος πατριάρχης Αντώνιος και από την άλλη η Ευφροσύνη και οι κυρίες επί των τιμών που διατηρούσαν τις δικές τους απόψεις. Όμως από τη στιγμή που δεν διαθέτουμε μαρτυρίες, καλύτερα να αποφεύγουμε τις εικοτολογίες. Αυτό που συνάγεται από τη σιωπή είναι ότι η Ευφροσύνη επιτελούσε δεόντως τα αυτοκρατορικά της καθήκοντα. Απ’ αυτή την άποψη, η επιλογή του Μιχαήλ Β' δικαιώθηκε σε μεγάλο βαθμό.
Πράγματι, αντίθετα με τους προκατόχους του, ο Μιχαήλ από το Αμόριο, ο τραυλός στρατιώτηςαυτοκράτορας που δεν διέθετε ούτε στο παραμικρό αυτοκρατορικές περγαμηνές, είναι ο μόνος που πεθαίνει στο αυτοκρατορικά του κρεβάτι. Σε αντίθεση με τον Κωνσταντίνο ΣΤ' και τη μητέρα του Ειρήνη που πέθαναν στην εξορία, καθώς και τους τρεις άμεσους προκατόχους του, τον Νικηφόρο, τον Σταυράκιο και τον Λέοντα Ε' που φονεύθηκαν στο πεδίο της μάχης είτε δολοφονήθηκαν με αγριότητα, ο Μιχαήλ Β' είχε ειρηνικό τέλος. Στις 2 Οκτωβρίου του 829, υπέκυψε σε μια αρρώστια των νεφρών αφού βασίλευσε επί οκτώ έτη και εννέα μήνες, αφήνοντας τον νεαρό γιο και διάδοχό του συναυτοκράτορα και εξαίρετα εκπαιδευμένο για την άσκηση της αυτοκρατορικής εξουσίας. Είναι η πρώτη ειρηνική μεταβίβαση εξουσίας στα τελευταία πενήντα χρόνια περίπου. Δικαιούμαστε λοιπόν να θέσουμε το ερώτημα κατά πόσον η Ευφροσύνη έπαιξε κάποιο ρόλο διασφαλίζοντας ότι μετά τον θάνατο του συζύγου της ο γιος του θα κληρονομούσε τη θέση του χωρίς αντιδράσεις.85
Η ανάρρηση του Θεόφιλου στον θρόνο
Ως χήρα αυτοκράτειρα, το πρώτο καθήκον της Ευφροσύνης ήταν να θάψει τον άνδρα της στον τάφο που τον περίμενε πλάι στη Θέκλα, στο μαυσωλείο του Ιουστινιανού, δίπλα στον ναό των Αγίων Αποστόλων, και να εξασφαλίσει την ανάρρηση του προγονού της στην αυτοκρατορική πορφύρα. Ο ρόλος της υπογραμμίζεται από ορισμένους χρονογράφους του I' αιώνα, όπως ο Λέων Γραμματικός που εκλαμβάνει λανθασμένα την Ευφροσύνη ως φυσική μητέρα του νεαρού αυτοκράτορα: «Μετά από εκείνον [τον Μιχαήλ Β'] ο γιος του Θεόφιλος αναρρήθηκε στην εξουσία μαζί με τη μητέρα του Ευφροσύνη)).86 Άλλοι, όπως ο Γενέσιος, καταγράφουν απλώς ότι ο Θεόφιλος κληρονόμησε τον θρόνο από τον πατέρα του. Αυτή η ανακολουθία οφείλεται πιθανόν στο ότι, το 829, ο Θεόφιλος ήταν ήδη δεκαέξι χρόνων, στα πρόθυρα της ανδρικής ηλικίας, και συνεπώς μπορούσε να κυβερνήσει χωρίς Συμβούλιο Αντιβασιλείας. Μόνον οι Συνεχιστές του Θεοφάνη ισχυρίζονται πως ο Θεόφιλος είχε ήδη ενηλικιωθεί και παρέλαβε τον θρόνο από τον πατέρα του.87 Όμως αυτή η πηγή, όπως θα δούμε παρακάτω, είναι απροσχημάτιστα επιθετική κατά των εικονομάχων αυτοκρατόρων του Θ' αιώνα και πιθανόν να επιθυμεί να επιρρίψει όλα τα σφάλματα μονάχα στον Θεόφιλο.
Ανάμεσα στις πρώτες πράξεις του νέου ηγεμόνα, δύο αξίζει να σχολιαστούν: αρκετές αφηγήσεις αναφέρουν ότι ο Θεόφιλος συγκάλεσε τη Σύγκλητο στο Ανάκτορο της Μαγναύρας και ζήτησε να μάθει τι απέγιναν οι άνδρες που είχαν συνωμοτήσει με τον Μιχαήλ Β' για να δολοφονήσουν τον Λέοντα Ε' την ημέρα των Χριστουγέννων του 820. Όταν τον πληροφόρησαν, ο αυτοκράτορας τους απήγγειλε κατηγορία για τον φόνο του αυτοκράτορα και διέταξε τον έπαρχο της πόλης να τους επιβάλει την οφειλόμενη τιμωρία (θάνατο), ισχυριζόμενος μάλιστα ότι το είχε υποσχεθεί στον πατέρα του. Η αυστηρότητα και η αδικία αυτής της αναδρομικής δικαστικής απόφασης μπορεί να σημαίνουν πως ο αυτοκράτορας ήθελε να καταλάβουν όλοι ότι όσο νεαρός κι αν ήταν, δεν σκόπευε να ανεχτεί καμία συνωμοσία κατά της ζωής του. Αφού ο αυτοκράτορας είναι εκλεκτός του Θεού, καμία επίθεση εναντίον του δεν μπορεί να παραβλεφθεί ή να μείνει ατιμώρητη. Όμως δεδομένου ότι ο Λέων Ε' ήταν ο πνευματικός πατέρας του Θεόφιλου, η επιθυμία να εκδικηθεί τον φόνο του νονού του πιθανόν να έπαιξε κάποιο ρόλο στην απόφαση του αυτοκράτορα.88 Η δεύτερη πράξη του πηγάζει από την εκτίμηση που έτρεφε ο Θεόφιλος στον παιδαγωγό του, τον Ιωάννη Γραμματικό: τον διόρισε αυτοκρατορικό εκπρόσωπο «παρά τω πατριάρχη» με το αξίωμα του συγκέλλ ου, πράγμα που ουσιαστικά σήμαινε ότι θα γινόταν ο επόμενος ηγέτης της Εκκλησίας. Του ανέθεσε επίσης μια σημαντική και ευαίσθητη διπλωματική αποστολή προς τους Άραβες. Με αυτόν τον τρόπο ένας φημισμένος εικονομάχος λόγιος τοποθετήθηκε σε μια εξέχουσα θέση, γεγονός που δεν άφηνε καμιά αμφιβολία ότι ο νέος αυτοκράτορας θα συνέχιζε την εκκλησιαστική πολιτική του πατέρα του κατά της λατρείας των εικόνων.
Αλλά και στο στρατιωτικό πεδίο ο Θεόφιλος εξακολούθησε την πολιτική του πατέρα του κατά των αραβικών δυνάμεων που είχαν επιτεθεί και καταλάβει την Κρήτη στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της βασιλείας του Μιχαήλ Β'. Επρόκειτο για πειρατές που εξορμούσαν από τη μουσουλμανική Ισπανία, αναζητώντας μια καινούργια ναυτική βάση στην Ανατολική Μεσόγειο. Αφού πρώτα η Αλεξάνδρεια αρνήθηκε να τους δεχτεί, επιτέθηκαν στην Κρήτη, φόνευσαν τον Χριστιανό ηγέτη της, τον μητροπολίτη Γόρτυνος, και άλλους και αποπειράθηκαν να ιδρύσουν ένα ξεχωριστό αραβικό βασίλειο στη νήσο. Παρά τις εκστρατείες που επανειλημμένως επιχείρησαν οι Βυζαντινοί εναντίον τους, απέτυχαν να εκτοπίσουν από την Κρήτη αυτούς τους ανεπιθύμητους νεοφερμένους, και έτσι ο Θεόφιλος κληρονόμησε ένα σοβαρό πρόβλημα που οφείλε να αντιμετωπίσει. Βρέθηκε λοιπόν ευθύς αμέσως απασχολημένος με στρατιωτικά ζητήματα και οι σωζόμενες πηγές ενδιαφέρονται κατά κύριο λόγο γι’ αυτά. Κάποιες ωστόσο καταγράφουν ένα άλλο σημαντικό γεγονός που συνέβη στην αρχή της βασιλείας του: τον γάμο του αυτοκράτορα, για τον οποίο φρόντισε η θετή μητέρα του, η Ευφροσύνη.
Ο γάμος του Θεόφιλου
Π αρότι οι αφηγήσεις σχετικά με τον γάμο ποικίλλουν από τη μια πηγή στην άλλη, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ευφροσύνη πήρε την πρωτοβουλία για να ξεκινήσει η διαδικασία. Το 829 ο προγονός της ήταν πιθανότατα δεκαέξι χρόνων, δηλαδή στη σωστή ηλικία για να παντρευτεί. Η Ευφροσύνη βάλθηκε να του βρει την κατάλληλη νύφη. Κι έτσι φτάνουμε στην τρίτη αναφορά σε γαμήλια καλλιστεία. Όπως είδαμε, η πρώτη που έχει καταγραφεί ήταν αυτή που συνδέεται με τον γάμο του Σταυράκιου, του γιου του Νικηφόρου Α', την πρώτη δεκαετία του Θ' αιώνα. Η δεύτερη ιστορία γράφτηκε λίγο αργότερα, αλλά αφορά τον προγενέστερο γάμο των γονιών της Ευφροσύνης, της Μαρίας από την Άμνια και του Κωνσταντίνου ΣΤ', τον οποίο είχε ρυθμίσει η αυτοκράτειρα Ειρήνη και τελέσθηκε το 788. Ο τρίτος διαγωνισμός ομορφιάς είναι ο παρών, για τον οποίο η Ευφροσύνη επέλεξε μια ομάδα πανέμορφες νεαρές και προσκάλεσε τον Θεόφιλο να διαλέξει τη μέλλουσα σύζυγό του. Σύμφωνα με κάποιες παραλλαγές, ο αυτοκράτορας της πρόσφερε ένα χρυσό μήλο υποδυόμενος έτσι τον αρχαίο ρόλο του Πάρι.89
'Εχουμε κάθε λόγο να αμφιβάλλουμε για τις περίτεχνες λεπτομέρειες και τις διάφορες εκδοχές αυτών των γαμήλιων καλλιστείων που σώζονται στις χρονογραφίες του I' αιώνα, επειδή η νεαρή κυρία που αναδείχθηκε νικήτρια και έγινε αυτοκράτειρα αναγνωρίστηκε αργότερα ως αγία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Για να μνημονεύονται τα επιτεύγματά της γράφτηκε ένας Βίος σε πανηγυρικό ύφος, στα τέλη του Θ' ή στις αρχές του I' αιώνα, πιθανόν προτού συνταχτούν οι εν λόγω χρονογραφίες.90 Ακολουθώντας τους κανόνες για τα παρεμφερή αυτοκρατορικά εγκώμια, τα οποία κανονικά απευθύνονται σε αυτοκράτορες, ο άγνωστος συγγραφέας δίνει έμφαση στη φυσική ομορφιά της αυτοκράτειρας, στις ηθικές αρετές της και στην εξέχουσα πίστη της στις εικόνες, που της προσέδωσαν την αυτοκρατορική της φήμη. Γράφοντας πολύ αργότερα από το γεγονός, ο άγνωστος συγγραφέας διανθίζει την αφήγησή του για να αποδείξει τις ανώτερες αρετές της αυτοκράτειρας, προσπαθώντας παράλληλα να μειώσει τον διεφθαρμένο εικονομάχο, τον αυτοκράτορα Θεόφιλο. Ξεκαθαρίζει ότι η Ευφροσύνη, την οποία θεωρεί φυσική μητέρα του αυτοκράτορα, ήταν εκείνη που διάλεξε αυτές τις ανυπέρβλητες καλλονές προετοιμάζοντας τον γάμο.
Φαίνεται λοιπόν ότι σε αυτό το σημείο η Ευφροσύνη παίρνει την πρωτοβουλία. Σύμφωνα με τον Βίο, στέλνει αγγελιαφόρους σε όλη την επικράτεια για να επιλέξουν θελκτικές νεαρές γυναίκες που έχουν την κατάλληλη ηλικία.91 Είναι η στιγμή που σε ολόκληρη την Αυτοκρατορία η καρδιά του κάθε πατέρα ο οποίος έχει μια κόρη με ανάλογα προσόντα αρχίζει να χτυπάει πιο γοργά. Και αν η θυγατέρα μου επιλεγεί για αυτοκράτειρα; Έτσι τίθεται σε ενέργεια ο μηχανισμός προσέλκυσης της επαρχιακής αριστοκρατίας στη ζωή της μητρόπολης, ίσως και στο κέντρο της ίδιας της αυτοκρατορικής Αυλής. Από όλες τις γωνιές του Βυζαντίου, καλά πληροφορημένοι, φιλόδοξοι γονείς προσπαθούν να βρουν έναν τρόπο να προωθήσουν τις κόρες τους. Αλλά η Ευφροσύνη έχει φυσικά τα δικά της σχέδια. Δεν πρόκειται να επιτρέψει στον Θεόφιλο να διαλέξει μια ακατάλληλη νύφη, και τα δικά της κριτήρια περί καταλληλότητας ίσως να είναι αρκετά ασυνήθιστα. Ενώ η ομορφιά παίζει βεβαίως τον ρόλο της, η ικανότητα της νύφης να τεκνοποιήσει, η θέση της οικογένειάς της στη χώρα και η στάση της ίδιας και των συγγενών της απέναντι στις ιερές εικόνες πιθανόν να είναι εξίσου σημαντικοί παράγοντες. Όπως και να έχει, αν πιστέψουμε τις διάφορες αφηγήσεις, ανάμεσα στις νεαρές καλλονές που θεωρήθηκαν πως συγκέντρωναν τα απαιτούμενα προσόντα τουλάχιστον δύο αφοσιωμένες εικονολάτρεις είχαν επιλεγεί από την Ευφροσύνη. Ο Θεόφιλος απέρριψε την πρώτη, την Κασσία, και μετά «διάλεξε» τη δεύτερη, τη Θεοδώρα. Αυτή είναι η τρίτη γυναίκα στην πορφύρα με την οποία ασχολείται το παρόν βιβλίο.
Οι τελετές της στέψης της Θεοδώρας και του γάμου της με τον Θεόφιλο έγιναν στις 5 Ιουνίου του 830, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα τελετουργικά (βλ. κεφάλαιο 4). Με αυτόν τον τρόπο μία ακόμη καλλονή από την επαρχία αναρρήθηκε στην υψηλότερη θέση που θα μπορούσε να προσδοκά μια Βυζαντινή. Όπως και η Ειρήνη, η Μαρία και η Θεοφανώ πριν απ’ αυτή, η Θεοδώρα μεταμορφώθηκε από ασήμαντη κοπέλα στην πιο σημαντική γυναικεία μορφή της Αυτοκρατορίας. Η οικογένειά της τη συνόδεψε στην πρωτεύουσα προσδοκώντας τις σχετικές ανταμοιβές. Σε αντίθεση με το χαμηλό προφίλ της Μαρίας μετά τον γάμο της στο πλαίσιο της αυτοκρατορικής δυναστείας, η Θεοδώρα ανυψώθηκε αμέσως στο αξίωμα της αυτοκράτειρας. Η Ευφροσύνη δεν φιλοδοξούσε να έχει υπό την εξουσία της τη νιόπαντρη σύζυγο του προγονού της, ούτε την ενδιέφερε η περαιτέρω παραμονή της στα αυτοκρατορικά διαμερίσματα. Αντίθετα, θα αποσυρθεί από την Αυλή σχεδόν αμέσως μετά το πέρας των τελετών. Έτσι η εκλογή της Θεοδώρας από τον Θεόφιλο γιορτάζεται με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο, με την αντικατάσταση της παλαιότερης γενιάς από τη νεότερη. Το νιόπαντρο ζευγάρι αποκτά άμεσα πλήρη εξουσία μέσα στο Μέγα Παλάτιο.
Όλες οι σωζόμενες αφηγήσεις γι’ αυτά τα γαμήλια καλλιστεία παρουσιάζουν τα γεγονότα με τέτοιον τρόπο, ώστε εκείνοι που τιμούσαν τις εικόνες να εμφανίζονται πάντοτε νικηφόροι και οι εικονομάχοι αντίπαλοί τους ηττημένοι. Ισχυρίζονται δηλαδή ότι η Ευφροσύνη είχε οργανώσει με τέτοιο τρόπο τον διαγωνισμό ομορφιάς, ώστε ο Θεόφιλος να μην μπορεί παρά να διαλέξει μια εικονολάτρη νύφη: την Κασσία ή Κασσιανή που μετά τα καλλιστεία έγινε μοναχή και αφοσιώθηκε στη συγγραφή ύμνων και θρησκευτικών ποιημάτων, και η οποία υπήρξε μια εξαίρετη συγγραφέας, από τις ελάχιστες γυναίκες συγγραφείς στο Βυζάντιο ή τη Θεοδώρα που τελικά έγινε εικονολάτρης αγία. Και εκείνη που πιστώνεται γι’ αυτή την επιλογή είναι η κόρη της Μαρίας από την Άμνια, η εγγονή της αυτοκράτειρας Ειρήνης, εκείνης που είχε αποκαταστήσει τη λατρεία των εικόνων στη Σύνοδο της Νίκαιας το 787. Το ολοφάνερο συμπέρασμα είναι ότι η Ευφροσύνη ήταν κρυφή εικονολάτρης που έκρυβε προσεκτικά τις πεποιθήσεις της και κατάφερε να εξαπατήσει τον προγονό της. Βέβαια αυτή η εκδοχή είναι βολική, γιατί τον παρουσιάζει ως ανόητο που άθελά του επέλεξε για γυναίκα του μια δηλωμένη εικονολάτρη.92
Αλλά μια τόσο απόλυτη θεολογική ερμηνεία παραβλέπει το γεγονός ότι η Ευφροσύνη ήταν επίσης πορφυρογέννητη, γεννήθηκε στην Αίθουσα της Πορφύρας, τέκνο ζεύγους ηγεμόνων και ανατράφηκε με την αυτοκρατορική αύρα, παρά τις διόλου αυτοκρατορικές συνθήκες στην Πρίγκιπο. Μέσα από την απροσδόκητη πρόταση γάμου του Μιχαήλ Β', η Ευφροσύνη μπόρεσε να επιστρέφει στην κοσμική ζωή ως αυτοκράτειρα, επικεφαλής της βυζαντινής Αυλής. Ως σύζυγος του Μιχαήλ Β' πραγματοποίησε την αυτοκρατορική της μοίρα, επαναβεβαιώνοντας όλα τα χαρακτηριστικά της βυζαντινής δυναστικής εξουσίας που της είχε εμφυσήσει η μητέρα της Μαρία. Η Ευφροσύνη δεν ήταν μια όμορφη κοπέλα από την επαρχία αντίθετα προερχόταν από το πιο εκλεκτό τμήμα της βυζαντινής κοινωνίας και είχε επιστρέφει σε αυτό εντελώς φυσικά. Η ταυτότητά της ως μέλους του εσωτερικού αυτοκρατορικού κύκλου ήταν εξίσου δυνατή, όπως και η πίστη της στην υπόθεση της εικονολατρίας.
Έτσι όταν έφτασε η ώρα να φροντίσει για τον γάμο του προγονού της, η Ευφροσύνη ήταν καλά προετοιμασμένη. Ήξερε πως έπρεπε να διαλέξει μια νεαρή κοπέλα, την οποία θα ήταν σε θέση να επηρεάζει ώστε στο μέλλον να έχει δεδομένη την υποστήριξή της. Βασικά προσόντα ήταν η κατάλληλη ηλικία για να γεννήσει πολλά παιδιά και η προέλευση από μια όχι και τόσο ισχυρή (χωρίς πολλές επαφές) οικογένεια της επαρχίας, η οποία θα παρέμενε εσαεί πιστή στην αυτοκράτειρα Ευφροσύνη και δεν θα την αμφισβητούσε ποτέ. Πάντως, όσο και να ήλεγχε η Ευφροσύνη τις οικογένειες των υποψηφίων που είχαν ξεχωρίσει στα γαμήλια καλλιστεία, θα της ήταν δύσκολο να εξασφαλίσει ότι στην τελική φάση θα συμμετείχαν μονάχα εικονολάτρεις. Το πιθανότερο είναι ότι επέτρεψε να συμμετάσχουν μόνο εκείνες οι νεαρές που η ίδια θεωρούσε κατάλληλες.
Ο Θεόφιλος πήρε την τελική του απόφαση και η Θεοδώρα έγινε γυναίκα του (λεπτομερής ανάλυση στο κεφάλαιο 4). Πολύ σύντομα η αυτοκράτειρα γέννησε τρεις κόρες κι έναν γιο, ο οποίος πέθανε σε μικρή ηλικία αργότερα γέννησε άλλες δύο κόρες και τελικά, το 840, έναν γιο, τον Μιχαήλ, ο οποίος κληρονόμησε τον θρόνο του πατέρα του το 842. Ο γάμος που είχε κανονίσει η Ευφροσύνη το 830 αποδείχτηκε σταθερός. Το ζευγάρι ήταν ταιριαστό, τουλάχιστον με τα μεσαιωνικά κριτήρια, και ακόμη και μετά τον θάνατο του συζύγου της η Θεοδώρα δεν έκρυβε την αφοσίωσή της σ’ εκείνον. Είτε έγινε κάποιος διαγωνισμός ομορφιάς ανάμεσα στις υποψήφιες νύφες είτε απλώς έχουμε να κάνουμε με δύο οικογένειες διαφορετικής κοινωνικής θέσης που συγγένεψαν με αυτόν τον τρόπο, η σημασία αυτού του γάμου επιβεβαιώνεται με την επιτυχημένη πορεία των συγγενών της Θεοδώρας στην πρωτεύουσα. Η μητέρα της Φλώρινα, οι τρεις αδελφές της που καλοπαντρεύτηκαν και οι δύο αδελφοί της πρόκοψαν όπως αναμενόταν.
Απ’ ό,τι φαίνεται ο Θεόφιλος φρόντισε για τους συγγενείς της πολυμελούς οικογένειας της γυναίκας του. Ιδιαιτέρως τίμησε την πεθερά του δημιουργώντας για χάρη της έναν εντελώς καινούργιο τίτλο: αυτόν της πατρικίας ζωστής (η ονομασία του τίτλου αναφέρεται στην πολυτελώς διακοσμημένη ζώνη του αξιώματος). Ανυψώνοντάς τη με αυτόν τον τρόπο, ο Θεόφιλος καθιέρωσε μια υψηλή θέση στη βυζαντινή Αυλή η οποία προοριζόταν αποκλειστικά για γυναίκες: η πεθερά του αυτοκράτορα κατείχε την πέμπτη θέση στην αυτοκρατορική ιεραρχία. Δεν διαθέτουμε πολλές μαρτυρίες για τον αντίκτυπο αυτού του νέου τίτλου, αφού η Φλώρινα είχε ήδη υιοθετήσει το πιο χριστιανικό όνομα Θεοκτίστη και προτίμησε το μοναστικό περιβάλλον από τη ζωή της Αυλής. Δημιούργησε τα δικά της διαμερίσματα στη Μονή τα Γαστρίου, η οποία συνδέθηκε ειδικότερα με την ίδια και την οικογένειά της. Ωστόσο η θέσπιση μίας καινούργιας υψηλής θέσης για τη μητέρα της αυτοκράτειρας σήμανε την παρεμβολή ενός τίτλου που προοριζόταν μόνο για γυναίκες στο σύστημα των τίτλων και των κυβερνητικών θέσεων τους οποίους κατείχαν αποκλειστικά άνδρες. Ίσως ο Θεόφιλος να θεώρησε ότι μ’ αυτόν τον τρόπο τιμά απλώς τη μητέρα της συμβίας του, αλλά ενδεχομένως να είχε αντιληφθεί τις ανάγκες των θηλυκών μελών της Αυλής και να αποφάσισε να κατοχυρώσει τον έλεγχό του επάνω τους.
Η ιεραρχία της βυζαντινής Αυλής
Οπως είδαμε προηγουμένως, το σύστημα των τιμητικών τίτλων και των κρατικών αξιωμάτων ήταν ουσιαστικά συνδεδεμένο με την έννοια της τάξης.93 Μια τάξη η οποία έπρεπε να διατηρείται ως εγγύηση για την ορθή διεξαγωγή των τελετών. Επίσης με αυτόν τον τρόπο ελεγχόταν η πρόσβαση στα πολύωρα αυτοκρατορικά συμπόσια, για τα οποία μας πληροφορούν τέσσερις σωζόμενοι κατάλογοι (τακτικά) όπου περιλαμβάνονται πλάνα με τις ορισμένες θέσεις, στοιχείο πολύ σημαντικό στην αυλική εθιμοτυπία. Μετά τον πατριάρχη, που κατατάσσεται στην πρώτη θέση αυτών των καταλόγων, έρχεται δεύτερος ο καίσαρ (ο πιθανός διάδοχος)· ο νοβελίσσιμος (τίτλος που απονέμεται σε μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας) ακολουθεί στην τρίτη θέση και ο κουροπαλάτης στην τέταρτη (ένας ακόμη τίτλος που επιφυλάσσεται για τον γαμβρό και τον διάδοχο, εφόσον ο αυτοκράτορας δεν έχει γιο). Αμέσως μετά τον κουροπαλάτη ακολουθεί η πατρικία ζωστη. Με αυτόν τον τρόπο, η αυτοκρατορική οικογένεια εδραιώνεται πιο σταθερά στην καρδιά της κοινωνίας της Αυλής. Μετά την πεθερά ακολουθούν οι υψηλόβαθμοι αυλικοί, ο μάγιστρος (ανώτατος σύμβουλος), ο ραίκτωρ (ο επικεφαλής της νομικής υπηρεσίας), ο σύγκελλος (ο προσωπικός αντιπρόσωπος του αυτοκράτορα παρά τω πατριάρχη) και ο πραιπόσιτος ή προϊστάμενος του ιερού κοιτώνος, ο αρχιευνούχος που είναι επιφορτισμένος με τις αυλικές διαδικασίες.
Το παλαιότερο από αυτά τα τακτικά χρονολογείται από τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Θεόφιλου και υποδηλώνει την πρωτοβουλία της Αυλής για να καταγραφούν όσα προηγουμένως μεταφέρονταν μέσω της προφορικής παράδοσης.94 Η παραπάνω εξέλιξη υποδεικνύει ότι η βυζαντινή Αυλή θεώρησε απαραίτητη την καταγραφή του συστήματος ιεράρχησης που είχε γίνει πλέον αρκετά πολύπλοκο. Νέα Θέματα, που αντανακλούσαν την επέκταση της αυτοκρατορικής εξουσίας τόσο προς ανατολάς όσο και προς δυσμάς· καινούργιοι τιμητικοί τίτλοι, όπως αυτός της πατρικίας ζωστης· νέες διοικητικές θέσεις που θεσπίστηκαν για να αντιμετωπιστεί η αυξημένη δουλειά της καταγραφής των αρχείων όλες αυτές οι αλλαγές καθρεφτίζονται έμμεσα στη διευθέτηση των θέσεων στα αυτοκρατορικά δείπνα. Με παραπάνω από τετρακόσιους τακτικούς καλεσμένους είναι απαραίτητη μια σαφής αίσθηση τάξεως. Επιπλέον πρέπει να οριστούν οι αρμόζουσες προτεραιότητες όταν είναι παρόντες ξένοι πρεσβευτές ή τιμώμενοι όμηροι που κρατούνταν στο «χρυσό κλουβί» της βυζαντινής Αυλής, καθώς και οι γιοι των Βενετών, των Βουλγάρων και ντόπιων αριστοκρατικών οικογενειών που εκπαιδεύονταν ως αυτοκρατορικοί ακόλουθοι. Όλοι επιδιώκουν με σθένος μια θέση κοντά στον αυτοκράτορα, ή στα ψηλά του τραπεζιού, όμως σε ελάχιστους δίνεται.95 Η διάσωση του συγκεκριμένου καταλόγου με τις θέσεις των προσκεκλημένων (που είναι γνωστός με το όνομα του ιστορικού που τον επιμελήθηκε ως τακτικόν του Ουσπένσκι) αφήνει να εννοηθεί ότι ο Θεόφιλος φρόντιζε ιδιαιτέρως για τη χρηστή διοίκηση της Αυλής του, η οποία περιλάμβανε έναν ευρύτερο και πιο περίπλοκο κυβερνητικό μηχανισμό από ό,τι στο παρελθόν.
Η Ευφροσύνη αποσύρεται
Η Ευφροσύνη γύρισε την πλάτη της σε όλα αυτά όταν αποφάσισε να φύγει από το Μέγα Παλάτιο. Αφού οργάνωσε με επιτυχία τον γάμο του Θεόφιλου, αποσύρθηκε αφήνοντας στο νεαρό ζευγάρι τα επίσημα αυτοκρατορικά διαμερίσματα. Σε ανάλογες μεταβιβάσεις της εξουσίας από τη μια γενιά στην άλλη, η αυτοκράτειραμητέρα έπρεπε να αποφασίσει είτε να αποτραβηχτεί στα δικά της ανάκτορα που βρίσκονταν μέσα στην πόλη, οπότε και δεν θα κυριαρχούσε στη ζωή της η Αυλή, είτε να παραμείνει στο Μέγα Παλάτιο. Εφόσον η αυτοκράτειραμητέρα έφευγε από το Παλάτιο, ξεπερνούσαν τη δομική δυσκολία που προέκυπτε όποτε η νεότερη γενιά δεν μπορούσε να κατοικήσει στα επίσημα αυτοκρατορικά διαμερίσματα. Σε παρόμοιες περιπτώσεις, η διαδοχή περιπλεκόταν συχνά από μακροχρόνιους καβγάδες, που ήταν γνωστό ότι συνόδευαν τη μεταβίβαση εξουσίας από τον έναν ηγεμόνα στον άλλο. Η Ευφροσύνη φαίνεται ότι στάθμισε το ενδεχόμενο να προκληθούν συγκρούσεις και αποφάσισε να αφήσει μόνους τους τον Θεόφιλο και τη νεαρή σύζυγό του στο Μέγα Παλάτιο. Το συμπέρασμα που προκύπτει απ’ αυτή την τόσο σύντομη αναχώρησή της από την Αυλή είναι ότι δεν ένιωθε απαραίτητη την παρουσία της στο πλάι της Θεοδώρας, ότι είχε εμπιστοσύνη στον Θεόφιλο και στους ευνούχους για να διδάξουν στη νέα αυτοκράτειρα το αυλικό τελετουργικό, και ότι πίστευε πως το νεαρό ζευγάρι έπρεπε να αφεθεί να ωριμάσει στους ρόλους του αυτοκράτορα και της αυτοκράτειρας.
Ορισμένοι ιστορικοί ισχυρίζονται ότι ο προγονός της εξεδίωξε την Ευφροσύνη από το Παλάτιο, υπαινισσόμενοι ξανά ότι η Ευφροσύνη έφερνε εμπόδια στη θρησκευτική του πολιτική. Οι Συνεχιστές του Θεοφάνη υποστηρίζουν αυτή την άποψη και επιμένουν ότι η Ευφροσύνη υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την Αυλή. Άλλοι ωστόσο παρουσιάζουν την αντίθετη άποψη: ότι έφυγε με τη δική της ελεύθερη βούληση, προφανώς επειδή επιθυμούσε να μείνει κάπου αλλού.96 Ο όροςκλειδί είναι η λέξη εκούσιος που χρησιμοποιείται στον Βίο της Θεοδώρας.91 Αυτό που δεν επιδέχεται αντίρρηση είναι ότι οι δύο χήρες η Ευφροσύνη και η Θεοκτίστη προτίμησαν αμφότερες το μοναστήρι από την επίσημη ζωή στο Μέγα Παλάτιο. Η στενή τους σχέση και η απόσταση που κράτησαν από την Αυλή ερμηνεύονται από μεταγενέστερους ιστορικούς με βάση την κοινή τους αφοσίωση στις εικονολατρικές πρακτικές. Αλλά τα πράγματα δεν εξελίχτηκαν απαραιτήτους κατ’ αυτόν τον τρόπο. Πράγματι, για τη Θεοκτίστη δεν διαθέτουμε πολλές μαρτυρίες. Ο Βίος της κόρης της, της Θεοδώρας, παρουσιάζει μιαν αναμενόμενη εικονολατρική θέση, υπογραμμίζοντας το θάρρος της οικογένειας που παραστεκόταν σε όσους αντιστέκονταν στους διωγμούς. Στην περίπτωση της Ευφροσύνης, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η ανατροφή της την είχε προδιαθέσει για την οριστική της δέσμευση στη λατρεία των εικόνων. Όμως δεν διαθέτουμε μαρτυρίες για τυχόν προσπάθειές της να αποτρέψει τον Θεόφιλο να ακολουθήσει την πολιτική του πατέρα του. Γνώριζε καλά ποια ήταν η επίσημη αυτοκρατορική στάση απέναντι στις εικόνες και δεν επιθυμούσε να υπονομεύσει τη θέση της ως αυτοκράτειρας υιοθετώντας ανοιχτά εικονολατρικές θέσεις. Αυτό άλλωστε αποτελούσε μέρος των υπολογισμών της όταν αποδέχθηκε την πρόταση γάμου, το 820, από έναν γνωστό εικονομάχο.
Η Κωνσταντινούπολη είχε πολλά ανάκτορα, προαστιακές επαύλεις και επίσημες κατοικίες, τα οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει μία εξέχουσα δέσποινα. Ως πρώην αυτοκράτειρα, η Ευφροσύνη, όπως η μητέρα ή η πεθερά του ηγεμονεύοντος αυτοκράτορα, είχε εξασφαλισμένο το αυτοκρατορικό επίπεδο ζωής όταν αποσύρθηκε· μέσω των τίτλων της και των επιδομάτων έπαιρνε αρκετά χρήματα, μεταξωτά ρούχα κατάλληλα για την τάξη της, δεν της έλειπε προφανώς τίποτα. Ομοίως η μητέρα της αυτοκράτειρας, η ΦλωρίναΘεοκτίστη, θα απολάμβανε ανάλογα προνόμια από τη στιγμή που είχε αποφασίσει να μη μείνει στην Αυλή με την κόρη της. Ωστόσο και οι δύο συμπεθέρες επέλεξαν να περάσουν τα τελευταία τους χρόνια σε ιδιωτικά διαμερίσματα που ανήκαν σε θρησκευτικά ιδρύματα. Όπως είδαμε, η Ευφροσύνη είχε υπό την προστασία της ορισμένα μοναστήρια τα οποία συνδέονται με το όνομά της. Το Μοναστήρι της Κυράς Ευφροσύνης πιθανόν να είχε ήδη καθιερωθεί ως το ιερό όπου αναπαύονταν οι γονείς και η αδελφή της. Ίσως μάλιστα να προέτρεψε τη Θεοκτίστη να διαλέξει τη Μονή τα Γαστρίου, η οποία επίσης συνδεόταν με την Ευφροσύνη. Εδώ η Θεοκτίστη μπορούσε να στήσει τα διαμερίσματά της, ένα πλήρως αύταρκες μικρό παλατάκι αντάξιο μιας πλούσιας πατρικίας, και να σχεδιάσει τον τάφο της στη μοναστηριακή εκκλησία.98 Μετά το 830, η Ευφροσύνη εμφανίζεται να επισκέπτεται τακτικά τη Μονή τα Γαστρίου και να περνάει αρκετό χρόνο με τη Θεοκτίστη εκεί. Έχοντας αποσυρθεί έκαναν πιθανότατα ό,τι οι περισσότεροι ηλικιωμένοι: κάθονταν πλάι πλάι, κουτσομπόλευαν, μιλούσαν για το παρελθόν τους και αφιέρωναν χρόνο στη ρουτίνα της καθημερινής ζωής."
Η Ευφροσύνη προειδοποιεί για τον κίνδυνο εμφυλίου πολέμου
Ακόμη και όταν αποσύρθηκε, η Ευφροσύνη διατηρούσε μιαν ανεπτυγμένη αίσθηση της αυτοκρατορικής της κληρονομιάς, της στράτευσής της στην ευημερία της Αυτοκρατορίας και της δικής της ταυτότητας ως μέλους της κυβερνώσας ελίτ. Όταν η κατάσταση γινόταν πιεστική, εξακολουθούσε να συμπεριφέρεται με θαυμαστή πολιτική διορατικότητα, όπως αποκαλύπτει ένα γεγονός το 838. Το καλοκαίρι εκείνου του έτους, ο Θεόφιλος υπέστη μια ταπεινωτική στρατιωτική ήττα όταν ο χαλίφης Μουτασίμ κατέλαβε τη γενέτειρα του πατέρα του Μιχαήλ Β', το Αμόριο. Μολονότι η καταγωγή του Μιχαήλ Β' δεν σήμαινε ότι η γενέτειρά του ήταν κάποια σπουδαία πόλη, οι Άραβες θεωρούσαν το Αμόριο σημαντική οχυρή θέση, κτισμένη σε έναν από τους κύριους δρόμους που οδηγούσαν στην πρωτεύουσα και είχαν προσπαθήσει αρκετές φορές να το κυριεύσουν. Ήταν η έδρα του στρατηγού του Θέματος των Ανατολικών και το υπερασπίζονταν ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις. Ο Μουτασίμ εκστράτευσε εναντίον του Αμορίου επικεφαλής ενός πολυπληθούς στρατού, αποφασισμένος να αναγκάσει την πόλη να του παραδοθεί σε αντίποινα γιατί οι Έλληνες είχαν σφάξει Άραβες αιχμαλώτους στη Ζάπετρα, το 837. Επιχειρώντας μια διπλή επίθεση, έστειλε στρατό να πολιορκήσει την Άγκυρα, πρωτεύουσα του Θέματος των Βουκελλαρίων. Απ’ τη στιγμή που όλ’ αυτά αποκαλύφτηκαν, ο Θεόφιλος δεν είχε καμιά αμφιβολία για τη σοβαρότητα της αραβικής εκστρατείας άφησε λοιπόν την πρωτεύουσα για να σχεδιάσει τη δική του εκστρατεία τον Ιούνιο του 838. Στην αρχική φάση της μάχης του Αμορίου κυκλοφόρησε στις τάξεις των Βυζαντινών η φήμη ότι ο αυτοκράτορας είχε σκοτωθεί. Έτσι, αντί να σταθούν και να πολεμήσουν, πολλοί στρατιώτες οπισθοχώρησαν αναζητώντας τρόπο να επιστρέφουν στην πρωτεύουσα.
Όταν έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη και διέδωσαν αυτά τα εντελώς αναληθή νέα, προκάλεσαν μια συνωμοσία για την εκλογή καινούργιου ηγεμόνα. Συγκλητικοί και αξιωματούχοι που ήταν αντίθετοι στον Θεόφιλο άρχισαν να αναζητούν εναλλακτικούς υποψήφιους για τον αυτοκρατορικό θρόνο. Τα νέα για τη συνωμοσία έφτασαν και στ’ αυτιά της Ευφροσύνης. Κάτω απ’ αυτές τις επικίνδυνες συνθήκες είχε την ετοιμότητα να στείλει έναν αγγελιαφόρο στον προγονό της, ειδοποιώντας τον να επιστρέφει αμέσως.100 Δεν ήταν τόσο απλή υπόθεση. Έπρεπε να βρει έναν έμπιστο και ικανό υπηρέτη (πιθανόν κάποιον από τους ευνούχους της), ο οποίος θα ταξίδευε έφιππος όσο γρηγορότερα μπορούσε, θα χρησιμοποιούσε τις αυτοκρατορικές εγκαταστάσεις για να αλλάζει άλογο, και θα όφειλε να ανακαλύψει τον αυτοκράτορα όπου κι αν βρισκόταν και να καταφέρει να τον πλησιάσει. Προς επικύρωση του προφορικού μηνύματος, ο απεσταλμένος θα έπρεπε να κουβαλάει μαζί του ένα επίσημο σύμβολο της Ευφροσύνης, πιθανόν το δαχτυλίδι της, ένα εγκόλπιο ή έναν σταυρό της. Για να τα βγάλει πέρα στην πορεία του, ο απεσταλμένος θα χρειαζόταν χρήματα για να δωροδοκεί όποτε αντιμετώπιζε δυσκολίες, αφού ήταν βέβαιο πως οι αραβικές δυνάμεις που πολιορκούσαν το Αμόριο θα φρουρούσαν όλους τους δρόμους γύρω από την πόλη. Ωστόσο το σχέδιό της πέτυχε.
Το μήνυμα της Ευφροσύνης μνημονεύεται πολύ παραστατικά σε μεταγενέστερες αραβικές και συριακές πηγές. «Οι Ρωμαίοι που επέστρεψαν στην πρωτεύουσα ανέφεραν ότι σκοτώθηκες και τώρα θέλουν να διορίσουν άλλον αυτοκράτορα έλα γρήγορα!»101 Αυτός ήταν ο λόγος που ο Θεόφιλος εγκατέλειψε την εκστρατεία του και γύρισε αμέσως στην Κωνσταντινούπολη. Η αλλαγή της τακτικής του δεν εξηγείται στις ελληνικές πηγές.102 Παρά τα στρατιωτικά προβλήματα, ο αυτοκράτορας ακολούθησε τη συμβουλή της μητριάς του και εμφανίστηκε στην πρωτεύουσα για να αποδείξει ότι με κανένα τρόπο δεν ήταν νεκρός και να τιμωρήσει τους υπεύθυνους για τη διασπορά των ψευδών ειδήσεων. Όμως οι Άραβες εκμεταλλεύθηκαν την απουσία του, διέσπασαν την άμυνα του Αμορίου και τελικά εισήλθαν διά της βίας στην πόλη. Οι φήμες περί προδοσίας δεν στάθηκαν ικανές να ανακουφίσουν τις ενοχές του αυτοκράτορα και το αίσθημα ντροπής που τον κατέκλυσε. Ο χαλίφης, αφού πρώτα έκαψε τη μεγαλύτερη εκκλησία της πόλης όπου είχαν καταφύγει πολλοί κάτοικοι, πήρε χιλιάδες αιχμαλώτους. Αλλά μόνο οι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι επέζησαν από το ταξίδι της επιστροφής στη Σαμάρρα και παρά τις πολλές προσπάθειες που καταβλήθηκαν για την απελευθέρωσή τους, ο Μουτασίμ τους κράτησε αιχμάλωτους για επτά ολόκληρα χρόνια. Τελικά, το 845, μια ομάδα από τους επιζήσαντες της καταστροφής του 838 αποκεφαλίστηκαν στις όχθες του Ευφράτη· πρόκειται για τους Σαράντα δύο Μάρτυρες του Αμορίου.103
Παρ’ όλα αυτά, το καλοκαίρι του 838 η πρωτοβουλία της Ευφροσύνης πιθανότατα έσωσε τον θρόνο του Θεόφιλου. Παράλληλα προστάτευσε τη θέση της Θεοδώρας ως αυτοκράτειρας, καθώς και τη δική της. Οι κινήσεις της Ευφροσύνης αποδεικνύουν ότι διατηρούσε το πολιτικό της ένστικτο. Ως αυτοκρατορική πριγκίπισσα που επιβίωσε σε μια μακρά εξορία και είχε εντελώς απροσδόκητα ανακτήσει τη θέση που της άρμοζε στον δημόσιο βίο, ήταν σε θέση να επιλέξει την καλύτερη στρατηγική όχι μόνο για τον εαυτό της αλλά και για το συμφέρον ολόκληρης της Αυτοκρατορίας. Με τις πράξεις της φανέρωσε το ενδιαφέρον της για την αποφυγή ενός εμφυλίου, ο οποίος σίγουρα θα ακολουθούσε την ενθρόνιση ενός σφετεριστή αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη. Ίσως βέβαια να ήθελε να βοηθήσει τον προγονό της, όμως δεν γνωρίζουμε τα αληθινά της αισθήματα γι’ αυτόν. Πάντως κρίνοντας από τη συγκεκριμένη ενέργειά της, προφανώς τον θεωρούσε καλύτερο ηγεμόνα από εκείνους που ενδεχομένως θα έπαιρναν τη θέση του.
Η Ευφροσύνη προωθεί κρυφά τις εικονολατρικές πρακτικές
Ωστόσο είναι ακριβώς η αντίθεση της Ευφροσύνης στη θρησκευτική πολιτική του Θεόφιλου που θεωρείται υπεύθυνη για την τελευταία γνωστή πράξη της αυτοκράτειραςμητέρας: επικεντρώνεται σε ό,τι παρουσιάζεται ως επίμονη αφοσίωσή της στις εικονολατρικές πρακτικές. Σύμφωνα με όσους συγγραφείς υποστηρίζουν τα παραπάνω, η αυτοκράτειρα Θεοδώρα συνήθιζε να πηγαίνει τα παιδιά της επίσκεψη στη γιαγιά τους, τη Θεοκτίστη, και στη θετή μητέρα του πατέρα τους, την Ευφροσύνη. Υπάρχουν δύο παραλλαγές της ιστορίας.104 Και οι δύο συμφωνούν ότι η αυτοκρατορική οικογένεια συνήθιζε να βγαίνει έφιππη από το Μέγα Παλάτιο, συνοδευόμενη από φρουρούς, και να φτάνει σχεδόν μέχρι τα τείχη της πόλης, όπου οι δύο ηλικιωμένες γυναίκες είχαν ιδρύσει ένα είδος ιδιωτικού εικονολατρικού αναχωρητηρίου στη Μονή τα Γαστρίου. Πίσω από τους μοναστηριακούς τοίχους, μέσα στα ιδιωτικά διαμερίσματα της Θεοκτίστης, οι μικρές κόρες της Θεοδώρας διδάσκονταν την πίστη στις ιερές εικόνες και τον σωστό τρόπο να τις τιμούν. Η Θεοδώρα ενέκρινε αυτό το έξυπνο τέχνασμα, αφού έτσι οι κόρες της ανατρέφονταν όπως άρμοζε στο πλαίσιο της εικονολατρικής παράδοσης. Οι εικόνες βρίσκονταν στοιβαγμένες σε κουτιά και τις έβγαζαν έξω μονάχα όταν ήταν μόνες τους. Εκεί έμαθαν τα κορίτσια πώς να προσεύχονται στις εικόνες, πώς να τις ασπάζονται σε ένδειξη σεβασμού όπως γίνεται ακόμη και σήμερα στις Ορθόδοξες χώρες. Και όλα αυτά κάτω από τη μύτη ενός αυτοκράτορα που κατεδίωκε με αυστηρότητα τους γνωστούς εικονολάτρες.
Φυσικά τίποτα το παράξενο δεν υπάρχει στην ιστορία των παιδιών του αυτοκράτορα που επισκέπτονται τη γιαγιά τους. Από τη στιγμή που η Θεοδώρα επιθυμούσε να διατηρήσει τους δεσμούς της με τη μητέρα της, αυτές οι επισκέψεις ήταν απολύτως φυσιολογικές. Μετά τον θάνατο και την ταφή της Θεοκτίστης στη Μονή τα Γαστρίου, οι εγγονές της προφανώς θα συνέχισαν να επισκέπτονται τον τάφο της. Η συμμετοχή της Ευφροσύνης σε αυτές τις επισκέψεις επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι όταν ο Θεόφιλος ανακαλύπτει πως τα παιδιά του διδάσκονταν παράνομα το εικονολατρικό δόγμα, θεωρεί τη μητριά του εν μέρει υπεύθυνη. Η μικρότερη κόρη του, η Πουλχερία, λέει με αφέλεια στον πατέρα της ότι έπαιζε με τις «κούκλες» της Θεοκτίστης. Ο αυτοκράτορας απαγορεύει αμέσως κάθε σχετική δραστηριότητα. Κατηγορεί την Ευφροσύνη ως εικονολάτρη και την υποχρεώνει να απομακρυνθεί από τη Μονή τα Γαστρίου. Η τελευταία, έχοντας στο παρελθόν ζήσει για πολλά χρόνια σε αυτοκρατορική δυσμένεια, επιστρέφει στο δικό της ίδρυμα, το Μοναστήρι της Κόράς Ευφροσύνης. Δεν γνωρίζουμε τίποτα άλλο γι’ αυτό το υποτιθέμενο επεισόδιο που σκοπό έχει ολοφάνερα την ανατροπή της εικονομαχικής τάξης της εποχής, όμως μία από τις κόρες της Θεοδώρας, η Άννα, η οποία πιθανόν να είχε συμμετάσχει στα μαθήματα της εικονολατρίας, θα ταφεί ενδεχομένως δίπλα στην Ευφροσύνη. Οι αδελφές της και η μητέρα τους θα εξακολουθήσουν να επισκέπτονται τους τάφους τους, ιδιαιτέρως σε όσες επετείους συνδέονται με τη ζωή της Ευφροσύνης και της θετής εγγονής της, της Άννας.
Έχοντας υπόψη τα κίνητρα των συγγραφέων, πώς να εκλάβουμε αυτόν τον συναρπαστικό ισχυρισμό; Να πιστέψουμε ότι η αυτοκράτειραμητέρα χρησιμοποίησε αυτό το προκάλυμμα για να εξασφαλίσει ότι οι πέντε θυγατέρες της Θεοδώρας θα εκπαιδεύονταν ως εικονολάτρεις και θα διδάσκονταν έτσι εκείνα τα έθιμα που ο αυτοκράτορας κατάγγελλε απερίφραστα ως δεισιδαιμονίες; Αρκετοί παράγοντες ωστόσο καθιστούν προφανώς αδύνατο κάτι τέτοιο, και πάνω απ’ όλα η υποτιθέμενη χρονολογία της ανακάλυψης της πλεκτάνης εκ μέρους του Θεόφιλου. Αναφέρεται ότι συνέβη πριν από τη γέννηση του πρίγκιπα Μιχαήλ, τον Ιανουάριο του 840, σε μια εποχή κατά την οποία και οι πέντε πρεσβύτερες αδελφές του μπορούσαν να συμμετάσχουν στη μύηση στην εικονολατρία. Οι χρονολογίες γεννήσεως των αυτοκρατορικών θυγατέρων δεν τεκμηριώνονται, αλλά από τη στιγμή που η τέταρτη κατά σειρά, η Μαρία, πέθανε γύρω στο 839 σε ηλικία τεσσάρων ετών, η Πουλχερία, η πέμπτη, δεν μπορούσε να ήταν μεγαλύτερη από δύο χρόνων. Αν το υποτιθέμενο ταξίδι στη Μονή τα Γαστρίου έγινε το 839, η Πουλχερία είναι δύο ή τριών το πολύ, σε μια ηλικία που δύσκολα τη φανταζόμαστε να φλυαρεί για τις κούκλες της γιαγιάς της.105 Το άλλο πρόβλημα είναι ότι δεν γνωρίζουμε αν η Θεοκτίστη ήταν ακόμη εν ζωή το 839, έτσι είναι πιθανόν η ηλικιωμένη γυναίκα της αφήγησης να ήταν η Ευφροσύνη.106
Ωστόσο στα μέσα του I' αιώνα, η Θεοκτίστη είχε γίνει η γιαγιά που ανέλαβε τα μαθήματα εικονολατρίας, μια σκηνή που απεικονίζεται στην υπέροχα εικονογραφημένη εκδοχή της Χρονογραφίας του Σκυλίτζη (η οποία διακοσμήθηκε στα τέλη του ΙΒ' αιώνα).107 Η Θεοκτίστη κρατάει την εικόνα και οι πέντε θυγατέρες της Θεοδώρας την προσκυνούν κλίνοντας τα κεφάλια. Με αυτόν τον τρόπο μεταβιβάζεται η παράδοση της εικονολατρίας από γενιά σε γενιά: οι μεγαλύτερες γυναίκες διδάσκουν τα παιδιά πώς να δείχνουν τον οφειλόμενο σεβασμό. Ακόμη και τα πιο μικρά μπορούν να μάθουν πώς να ασπάζονται και να τιμούν τις ιερές εικόνες οι οποίες είχαν αφαιρεθεί από όλες τις δημόσιες εκκλησίες. Στη μυστικότητα των ιδιαίτερων διαμερισμάτων της γιαγιάς τους, τα κορίτσια μαθαίνουν να διατηρούν τις εικονολατρικές παραδόσεις (βλ. εικόνα 7).
Για τους Συνεχιστές του Θεοφάνη, οι οποίοι έγραφαν σε μια εποχή κατά την οποία η προσκύνηση των εικόνων αποτελούσε ακλόνητο χαρακτηριστικό του τελετουργικού της Εκκλησίας και η φιλοτέχνηση των εικόνων πηγή έμπνευσης για κάθε μορφή θρησκευτικής τέχνης, η αντίληψη πως οι γυναίκες είχαν επιδείξει μια ιδιαιτέρως ένθερμη αφοσίωση στα άγια εικονίσματα ανταποκρινόταν στις πατριαρχικές προσδοκίες από το θηλυκό φύλο. Περιλάμβανε τόσο ένα στοιχείο επαίνου όσο και μιαν αναντίρρητη ταπείνωση. Η ιδέα ότι η παλαιότερη γενιά των γυναικών της αυτοκρατορικής οικογένειας μεταβίβαζε κρυφά το ορθό τυπικό της προσκύνησης των εικόνων στις πέντε μικρές κόρες του αυτοκράτορα πίσω από την πλάτη του Θεόφιλου είχε τεράστια απήχηση. Έκανε τον αιρετικό αυτοκράτορα να μοιάζει ακόμη πιο ανόητος και ανίκανος να ελέγξει τις γυναίκες της οικογένειάς του.
Περιείχε επίσης ένα σπέρμα αλήθειας, το οποίο εντοπίζεται στο γεγονός ότι οι ηλικιωμένες γυναίκες είναι συχνά φορείς παρόμοιων άγραφων παραδόσεων. Πράγματι αποτελούν τους συνδετικούς κρίκους ανάμεσα στις γενιές, διδάσκοντας τις νεότερες γυναίκες και τις κόρες τους πώς να επιτελούν τα λατρευτικά τελετουργικά με τη δέουσα αφοσίωση. Βέβαια αυτό δεν είναι κάτι που περιορίζεται στα θέματα της θρησκείας στο πέρασμα των αιώνων, οι γιαγιάδες, οι μητέρες και τα άλλα θηλυκά μέλη της οικογένειας εκπαιδεύουν τις επόμενες γενιές στους τομείς της περίθαλψης, της ανατροφής των παιδιών, στο μαγείρέμα, το ράψιμο και το νοικοκυριό. Ο γαλλικός όρος για τη μαία, sage femme (σοφή γυναίκα), εφιστά την προσοχή μας σε αυτή τη σοφία που πάντοτε μεταβιβάζεται προφορικά. Και βέβαια η εν λόγω μέθοδος διδασκαλίας δεν περιορίζεται στις γυναίκες. Στις μεσαιωνικές κοινωνίες οι πρακτικές δεξιότητες μεταβιβάζονται με παρόμοιο τρόπο: η φροντίδα για τα ζώα, οι τεχνικές για τις καλλιέργειες, η ταπητουργία και οι πιο πολύπλοκες οικοδομικές εργασίες μαθαίνονταν μέσω της παρατήρησης. Ακόμη και οι μοναχοί μάθαιναν τον ασκητισμό μαθητεύοντας κοντά σε άλλους, ηλικιωμένους και πιο έμπειρους. Ωστόσο για τις γυναίκες, που η πρόσβασή τους στη γνώση ήταν ανέκαθεν περισσότερο περιορισμένη απ’ ό,τι για τους άνδρες, σ’ αυτό το είδος εκπαίδευσης μόνο μπορούσαν να ελπίζουν.
Έχοντας κατά νου αυτή τη μακραίωνη ιστορία της γυναικείας εκπαίδευσης, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η Θεοδώρα είχε ανάγκη να επισκέπτεται τη μητέρα της Θεοκτίστη και την πεθερά της, την Ευφροσύνη, όχι μόνο για να την καθοδηγούν στα σχετικά με τη λατρεία των εικόνων θέματα, αλλά και για να αντλεί και άλλου είδους πρακτικές συμβουλές. Η πρώτη, η Θεοκτίστη, ήταν πιθανότατα εξαιρετική νοικοκυρά, ενώ η δεύτερη, η Ευφροσύνη, αντιπροσώπευε τη γνώση της αυλικής δραστηριότητας, των τελετουργικών, της επάρκειας σε πολιτικά και διπλωματικά ζητήματα, όλα πράγματα που θα βοηθούσαν την άπειρη Θεοδώρα. Δεν είναι ανάγκη, λοιπόν, να στριμώχνουμε την αφήγηση των επισκέψεών της στο Μοναστήρι της Κυράς Ευφροσύνης σ’ ένα αποκλειστικά θρησκευτικό πλαίσιο: παράλληλα με τον τρόπο που όφειλαν να προσκυνούν τις εικόνες, η Θεοδώρα και οι κόρες της είναι βέβαιο ότι διδάσκονταν πολύ πιο σημαντικά πράγματα. Όμως αυτό ελάχιστα ενδιαφέρει τους συγγραφείς του I' αιώνα, οι οποίοι επιθυμούσαν να αναδείξουν τα θηλυκά μέλη της δυναστείας του Αμορίου σε υπερμάχους της εικονολατρίας, σε μεγάλο βαθμό προκειμένου να μειώσουν την ισχύ και το κύρος των αρρένων εκπροσώπων της.
Ένας μύθος εν τη γενέσει του
Στο περίφημο σχέδιο με τις πέντε πριγκίπισσες που διδάσκονται πώς να λατρεύουν τις εικόνες, η Ευφροσύνη δεν φαίνεται πουθενά. Η σημασία της παραμερίζεται, το μόνο που επιβεβαιώνεται μέσα απ’ αυτή την εικόνα είναι ο μύθος της εικονολατρίας. Βασισμένες σε περίτεχνες αναθεωρήσεις προγενέστερων καταγραφών, οι παραλλαγές του ΙΑ' και του ΙΒ' αιώνα ανιχνεύουν στις γυναίκες του Θ' αιώνα μια προδιάθεση να αντισταθούν στην εικονομαχία. Γνωρίζοντας ότι η Θεοδώρα ανακηρύχθηκε αγία επειδή είχε ανατρέψει την αίρεση, οι συγγραφείς τη συνδέουν με μια μυστική και ηρωική αφοσίωση στις εικόνες, ενισχύοντας την έμφαση που αποδίδουν στη σχέση του φύλου με τη στάση απέναντι στις θρησκευτικές εικόνες. Αυτή η γενναία αντίσταση των γυναικών επιτείνει την ανοσιότητα των αιρετικών εικονομάχων ηγεμόνων και υπογραμμίζει το ατελέσφορο της προσπάθειάς τους. Οξύνοντας το χάσμα ανάμεσα στα δύο φύλα, οι χρονογράφοι μεγαλοποιούν παράλληλα τη σημασία του οπτικού στοιχείου στη θρησκευτική αφοσίωση στις εικόνες. Αυτό με τη σειρά του συντελεί στη δημιουργία ενός ((μπαμπούλα» που καταστρέφει τις ιερές εικόνες, κάτι που στην πραγματικότητα πιθανόν να μην πρόβαλλε τόσο απειλητικό στο πνευματικό σόμπαν των εικονολατρών. Εδώ βρισκόμαστε στις απαρχές της δημιουργίας ενός μύθου: ότι η εικονομαχία ήταν μια πολύ επικίνδυνη αίρεση που δίχασε πέρα για πέρα τη βυζαντινή κοινωνία. Ο Φώτιος (πατριάρχης το 856857 και το 877886) φέρει σίγουρα ένα μέρος της ευθύνης, επειδή έριξε λάδι στη φωτιά ενισχύοντας την άκρατη εικονολατρία: καταδικάζοντας επανειλημμένα την πρακτική της εικονομαχίας ανέδειξε τον κατατρεγμό του Θεόφιλου σε θέμα υψίστης σημασίας, γεγονός που επέτρεψε στους μεταγενέστερους σχολιαστές να διακρίνουν στην αντίθεση της Θεοδώρας μια σταθερή γυναικεία στράτευση στη λατρεία των εικόνων.
Η Ευφροσύνη δεν έπαιζε κανένα ρόλο σε αυτή τη φανταστική ανασυγκρότηση της βασιλείας του Θεόφιλου. Σε μεταγενέστερες εικονολατρικές αφηγήσεις, η Θεοκτίστη πιστώνεται όλη την αναγνώριση. Όμως από όλες τις γυναίκες που συμμετείχαν, η Ευφροσύνη διέθετε τη μεγαλύτερη εμπειρία εικονολατρικής πρακτικής και είχε υποφέρει εξαιτίας της ταύτισής της με την υπόθεση της εικονολατρίας. Αν στη δεκαετία του 830 υπήρχε κάποια που να είχε κίνητρα για μια τόσο ασυνήθιστη πλεκτάνη, αυτή ήταν η Ευφροσύνη. Είχε αποφύγει να θέσει το θέμα της προσωπικής της πίστης σε όλη την περίοδο της απροσδόκητης επιστροφής της στον δημόσιο βίο. Παρότι οι απόψεις της δεν καταγράφονται πουθενά, δεν εξυμνείται ούτε της καταλογίζεται καμιά ευθύνη μέχρι αυτή τη στιγμή. Ωστόσο το συμπέρασμα από την αντίδραση του Θεόφιλου είναι ότι η Ευφροσύνη ήταν ένοχη.
Αν θέλουμε να πιστέψουμε αυτή την ιστορία, μπαίνουμε όντως στον πειρασμό να υποθέσουμε την ανάμιξη της Ευφροσύνης. Όμως εγείρονται και άλλες αμφιβολίες εξαιτίας τού ότι η αναθεωρημένη παραλλαγή που σώζουν οι Συνεχιστές του Θεοφάνη αναφέρεται σε μια παρόμοια ιστορία όπου πρωταγωνιστεί ο γελωτοποιός της Αυλής, κάποιος Δένόερις, ο οποίος ισχυρίζεται ότι τις εικόνες τις είχε κρύψει η Θεοδώρα στα διαμερίσματά της στο Μέγα Παλάτιο.108 Σε αυτή την εκδοχή της γυναικείας αφοσίωσης στην εικονολατρία, η αυτοκράτειρα προσκυνούσε τις εικόνες της τις οποίες αποκαλούσε κούκλες (νινία). Όταν ο αυτοκράτορας το πληροφορήθηκε από τον γελωτοποιό, η Θεοδώρα υποστήριξε ότι ο Δένδερις είχε δει τα είδωλα των κυριών της επί των τιμών σ’ έναν καθρέφτη και τα είχε εκλάβει λανθασμένα για θρησκευτικές εικόνες. Εδώ έχουμε ολοφάνερα να κάνουμε με τον απόηχο του θυμού του Λέοντα Δ' τη δεκαετία του 770, όταν ο αυτοκράτορας ανακάλυψε ότι παλατιανοί ευνούχοι λάτρευαν στα κρυφά τις εικόνες στα διαμερίσματά τους. Όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, ο Θεοφάνης, ο οποίος καταγράφει την ιστορία, δεν αναφέρεται στη σχέση της Ειρήνης μ’ αυτήν τη συγκαλυμμένη έκφραση αφοσίωσης στην εικονολατρία. Μόνον μεταγενέστερες πηγές συνδέουν την αυτοκράτειρα με τους αξιωματούχους ευνούχους, που ταπεινώθηκαν δημόσια και φυλακίστηκαν για τις πράξεις τους.109 Η ομοιότητα είναι τόσο μεγάλη, ώστε νομίζω πως πρέπει να θεωρήσουμε βέβαιο ότι οι συγγραφείς του Γ αιώνα, οι οποίοι γνώριζαν σχετικά με έναν γελωτοποιό ονόματι Δένδερι και παράλληλα επιθυμούσαν να αποδείξουν ότι οι γυναίκες αγαπούν τις ιερές εικόνες ενώ οι άνδρες τις καταστρέφουν, επεξεργάστηκαν την εκδοχή μιας πασίγνωστης ιστορίας. Ο γελωτοποιός προβαίνει σε μια διασκεδαστιχή κατηγορία για τις κούκλες της αυτοκράτειρας, ο αυτοκράτορας αντιδρά με αποτροπιασμό και θυμό και η Θεοδώρα αποσείει επιδέξια την κατηγορία προφασιζόμενη ότι επρόκειτο για εικόνες του καθρέφτη και τίποτα παραπάνω.
Το χρέος της Θεοδώρας προς την Ευφροσύνη
Ε ίναι ωστόσο γεγονός ότι ο Θεόφιλος κατεδίωξε τους άνδρες εικονολάτρες και είναι σίγουρο πως θα είχε εκμανεί αν μάθαινε ότι η ίδια του η γυναίκα και τα υπόλοιπα θηλυκά μέλη της οικογένειάς του υπονόμευαν συνειδητά τη θεολογία του. Θα έπαιρνε πιθανόν σκληρά μέτρα για να τις ελέγξει και να προλάβει την αντίθεσή τους με την επίσημη Ορθοδοξία. Εντέλει μπορούμε να υποθέσουμε ότι επιστρατεύθηκε ο Ιωάννης Γραμματικός για να πείσει την Ευφροσύνη, τη Θεοκτίστη και πάνω απ’ όλα τη Θεοδώρα πως πέφτουν σκανδαλωδώς έξω και να βάλει τέλος στις εικονολατρικές δραστηριότητές τους. Έχοντας εξορίσει τους ηγέτες της εικονολατρικής αντιπολίτευσης, ο Θεόφιλος θα μπορούσε να κάνει το ίδιο τουλάχιστον για τη μητριά του, αν όχι για τη σύζυγό του και την πεθερά του. Όμως καμιά αντίδραση του αυτοκράτορα δεν καταγράφεται εκτός από την αρχική εκδίωξη της Ευφροσύνης από το Μέγα Παλάτιο· αλλά και αυτό το γεγονός αναφέρεται μονάχα σε μεταγενέστερες πηγές. Να σημαίνει άραγε πως δεν υπήρξε κρυφή λατρεία των εικόνων ή μήπως ότι αυτή η λατρεία δεν ανακαλύφτηκε ποτέ;
Η Θεοδώρα θα διδαχτεί από τον σύνδεσμό της με την Ευφροσύνη και θα γίνει η αγία και η ηρωίδα της δεύτερης ανατροπής της εικονομαχίας. Αλλά θα χρειαστεί να περιμένει ώσπου να πεθάνει ο Θεόφιλος προτού αναλάβει δράση. Ωστόσο η αφοσίωσή της θα χαρίσει τελικά τη λύτρωση και σε εκείνον. Το χρέος της προς την Ευφροσύνη είναι εν μέρει μόνο συνδεδεμένο με την παράδοση της εικονολατρίας η Ευφροσύνη αντιπροσωπεύει επίσης μια γυναίκα που επιβιώνει από μια μοίρα που είχε αποφασιστεί από το διαζύγιο των γονιών της, ένα πιόνι στη μάχη της πολιτικής σκακιέρας που εξακολούθησε να μαίνεται επί χρόνια. Το γεγονός ότι διατήρησε το αίσθημα της αυτοκρατορικής της υπερηφάνειας στη διάρκεια της παιδικής της ηλικίας όταν ήταν εξόριστη, η συνείδηση ότι ήταν πορφυρογέννητη, το ότι φρόντισε όλα αυτά να τα απαθανατίσει με τη δημιουργία ενός οικογενειακού μνήματος στο μοναστήρι που είχε ιδρύσει, τη Μονή της Κυράς Ευφροσύνης αυτές οι πλευρές της ζωής της Ευφροσύνης περιλαμβάνουν επίσης σημαντικά μαθήματα για τη Θεοδώρα. Η τελευταία με τη σειρά της θα δρέψει τους καρπούς της εξουσίας, στη συνέχεια θα εξοριστεί από την Αυλή και θα βρεθεί σε θέση πολιτικής αδυναμίας, όχι όμως στον ίδιο βαθμό με τη Μαρία της Άμνιας και την Ευφροσύνη. Το παράδειγμα της θετής πεθεράς της βοήθησε πιθανότατα τη Θεοδώρα να εμμείνει στην αυτοκρατορική της κληρονομιά. Και εκείνη θα δημιουργήσει ένα οικογενειακό ιερό, όπως η Ευφροσύνη, για να εξασφαλίσει τη μετά θάνατο μνημόνευση των συγγενών της. Εν κατακλείδι, στην ιστορία της Ευφροσύνης υπάρχουν πολύ περισσότερα για να εμπνεύσουν την αυτοκράτειρα από την Παφλαγονία πέρα από την κοινή αντίθεσή τους με την εικονομαχία.
Μια και απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά στις προσωπικές απόψεις της Ευφροσύνης, οι πραγματικές της σκέψεις θα μας μείνουν για πάντα κρυμμένες. Όμως το γεγονός ότι ειδοποίησε τον θετό της γιο για το ενδεχόμενο μιας επικείμενης ανταρσίας εναντίον του, αποκαλύπτει νομιμοφροσύνη και πολιτικό θάρρος είναι η απόφαση μιας γυναίκας που αντιλαμβάνεται τις αυτοκρατορικές της ευθύνες και δεν επηρεάζεται από τις προσωπικές θρησκευτικές της πεποιθήσεις. Απ’ αυτή την άποψη φαίνεται να παραμένει πιστή στη γαμήλια συμφωνία που είχε συνάψει με τον πατέρα του Θεόφιλου, τον Μιχαήλ Β', χάρη στην οποία άλλαξε εντελώς η ζωή της. Ενώ η απόσυρσή της από την Αυλή ίσως αντανακλά την επιθυμία της να απολαύσει μια ζωή στο περιθώριο, ωστόσο δεν λησμονεί τις ικανότητές της να ελίσσεται πολιτικά, αυτές ακριβώς τις αρετές που την είχαν βοηθήσει να μεταμορφωθεί με τόσο εντυπωσιακό τρόπο από εξόριστη πριγκίπισσα, προορισμένη να πεθάνει σαν μοναχή στο μοναστήρι της Πριγκίπου, σε αυτοκράτειρα του Βυζαντίου και, εντέλει, θετή μητέρα του αυτοκράτορα. Και όταν το μέλλον του Θεόφιλου έμοιαζε σκοτεινό, η Ευφροσύνη στάθηκε στο πλευρό του.
Ο θάνατος της Ευφροσύνης
Δεν γίνεται καμιά αναφορά στον Θάνατο της Ευφροσύνης, όπως και σε πολλές άλλες πτυχές της ζωής της, ωστόσο μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι στη διαθήκη της θα είχε προβλέψει την τέλεση κάποιων ειδικών λειτουργιών, καθώς και τη διανομή χρημάτων σε φτωχούς. Οι μοναχές του Μοναστηριού που είχε ιδρύσει θα τελέσουν τις απαιτούμενες λειτουργίες την τρίτη, την ένατη και την τεσσαρακοστή ημέρα μετά τον θάνατό της. Όταν η σορός της τοποθετείται στον τάφο από μάρμαρο Βιθυνίας για να αναπαυτεί, η Ευφροσύνη συναντά τους γονείς της και την αδελφή της που έχουν κιόλας ταφεί εκεί.110 Οι στερνοί εκπρόσωποι της τέταρτης και της πέμπτης γενιάς της Συριακής δυναστείας θα ενωθούν ξανά στον θάνατο. Με τη δημιουργία αυτού του ιερού για τους γονείς και την αδελφή της, η Ευφροσύνη ιδρύει ένα μόνιμο κέντρο για τη μνημόνευση της οικογένειάς της στους αιώνες.
Η Θεοδώρα σίγουρα θα φέρει τα παιδιά της για να απευθύνουν τον ύστατο χαιρετισμό στη θετή γιαγιά τους που τα είχε διδάξει πολύ περισσότερα από τη λατρεία των εικόνων. Με το παράδειγμά της, η Ευφροσύνη απέδειξε πώς μπορεί κάποιος να διατηρήσει την αυτοκρατορική του ταυτότητα κάτω από μεγάλες αντιξοότητες. Έχοντας γεννηθεί με αυτή την ταυτότητα, ανέδειξε τη Θεοδώρα στην ίδια υψηλή κοινωνική θέση με την προσδοκία να σταθεί αντάξια των πιο απαιτητικών παραδόσεων της βυζαντινής εξουσίας. Είναι όντως παράδοξο ότι η Ευφροσύνη, τελευταία επιζώσα της Συριακής δυναστείας, κληροδότησε στη Θεοδώρα μια εικονολατρική αντίληψη για τη σπουδαιότητα των θρησκευτικών εικόνων. Το γεγονός οφείλεται φυσικά στο ότι η Ευφροσύνη συνδέει την κυβερνώσα οικογένεια του Η' αιώνα με τη δυναστεία του Αμορίου, μέλη της οποίας είχαν παντρευτεί και οι δυο τους. Λόγω της δημόσιας θέσης τους στην ιεραρχία της Αυλής, η Ευφροσύνη και με τη σειρά της η Θεοδώρα είναι υποχρεωμένες να τηρούν τις αυτοκρατορικές παραδόσεις που εγγυώνται την επιβίωση της Αυτοκρατορίας. Όμως στην ιδιωτική τους ζωή και οι δύο πιθανότατα λάτρευαν τις ιερές εικόνες, όπως ταιριάζει στην προσωπική λατρεία που τόσο εκτιμούν οι γυναίκες. Έπρεπε να συνδυάζουν δύο πολύ διαφορετικές πρακτικές: την αυτοκρατορική άσκηση εξουσίας (που σε αυτή την περίοδο καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την εικονομαχική μεταρρύθμιση) και την προσωπική τους αφοσίωση στην προσκύνηση των εικόνων. Το υπέρτατο δώρο της Ευφροσύνης στη διάδοχό της ίσως έγκειται στην ικανότητά της να χειρίζεται τις συνακόλουθες εντάσεις. Σε ποιο βαθμό η Θεοδώρα διδάχτηκε αυτό το μάθημα και κατά πόσο αποδείχτηκε άξια να συνεχίσει το παράδειγμα της Ευφροσύνης, θα το εξετάσουμε στο επόμενο κεφάλαιο.
Εισαγωγή και πρώτη αποκλειστική δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο
ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΡΦΥΡΑ
ΤΖΟΥΝΤΙΘ ΧΕΡΙΝ
Η ηλεκτρονική επεξεργασία , επιμέλεια και μορφοποίηση κειμένου και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου