ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΡΦΥΡΑ
ΤΖΟΥΝΤΙΘ ΧΕΡΙΝ
ΠΗΓΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Σχετικά με τις πηγές που χρησιμοποιήθηκαν γι' αυτή τη μελέτη
ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΠΟΥ ΑΣΧΟΛΟΥΝΤΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΜΕΣΑΙΩΝΑ δυσκολεύονται να αναπλάσουν τη ζωή των μεσαιωνικών γυναικών. Το γεγονός οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο ότι οι άνδρες του Μεσαίωνα που κατέγραφαν το παρόν της εποχής τους δεν συμμερίζονταν το ενδιαφέρον του 2Ιου αιώνα για το θηλυκό μισό της ανθρωπότητας. Παρότι μερικές γυναίκες άφησαν δικά τους γραπτά, όπως η Dhuoda που έγραψε ένα Εγχειρίδιο για τον γιο της, δεν γνωρίζουμε παρά ελάχιστα για την καθημερινή τους ύπαρξη, τη διατροφή, την υγεία τους, αυτά που τους πρόσφεραν ευχαρίστηση ή πόνο. Γνωρίζουμε και άλλες γυναίκες από τα νομικά έγγραφα με τα οποία ίδρυσαν μοναστήρια και φιλανθρωπικά ιδρύματα κάνοντας δωρεές γης και χρήματος· ορισμένες συνέταξαν διαθήκες με τις οποίες μοίρασαν την περιουσία τους και κληροδότησαν τα ακίνητά τους. Όμως παρόμοια κείμενα αποκαλύπτουν ελάχιστα από τα προσωπικά συναισθήματα της δωρήτριας· είναι γραμμένα σύμφωνα με νομικά τυπικά που ενισχύουν τον χριστιανικό χαρακτήρα των δωρεών οι οποίες γίνονται για τη σωτηρία της ψυχής. Από τη στιγμή που δεν σώζεται καμιά προσωπική καταγραφή, είμαστε υποχρεωμένοι να αναπλάσουμε τη ζωή των γυναικών στον Μεσαίωνα με βάση όσα αναφέρουν οι άνδρες συγγραφείς γι’ αυτές.
Πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη τις υφέρπουσες αντιλήψεις τους για τη γυναικεία φύση, την εγγενή αδυναμία της και τη ροπή της προς την αιωνιότητα. Σπάνια μια γυναίκα προσελκύει την προσοχή ενός χρονογράφου και όταν γίνεται κάτι τέτοιο η αιτία είναι συχνά κάποιο υποτιθέμενο σκάνδαλο. Μερικές φορές κατηγορίες για σεξουαλικές, οικονομικές ή θρησκευτικές ατασθαλίες εκτοξεύονται μόνο και μόνο επειδή μια γυναίκα κατορθώνει, ως μη όφειλε, να τραβήξει την προσοχή στο άτομό της. Απαιτείται αρκετή εξάσκηση για να μάθει κανείς να αποκρυπτογραφεί τα σημεία και να σταθμίζει την αξία του ενδιαφέροντος προς τη λαγνεία που χαρακτηρίζει τα μεσαιωνικά κείμενα. Ακόμη και εκείνοι οι άνδρες συγγραφείς που διάκεινται με μεγαλύτερη συμπάθεια απέναντι στις γυναίκες νιώθουν υποχρεωμένοι να τονίσουν πόσο άγιες, αφοσιωμένες και φιλεύσπλαχνες είναι οι γυναίκες με τις οποίες ασχολούνται - θαρρείς και οι γυναίκες δεν είναι δυνατόν να περιγραφούν με λιγότερο φορτισμένους όρους.Οι ηγεμόνες και των δύο φύλων, φυσικά, όφειλαν να δρουν σύμφωνα με ορισμένα ιδανικά. Όποτε ωστόσο ένας ιστορικός επιθυμεί να καταδικάσει έναν αυτοκράτορα ή βασιλιά, χρησιμοποιεί τη μέθοδο της εξύβρισης: ένας τυπικός τρόπος υποβιβασμού της θέσης ενός άνδρα, που περιλαμβάνει επιθέσεις στην ηθική του με υπαινιγμούς περί μοιχείας, αιμομιξίας ή σεξουαλικών διαστροφών. Το ενδιαφέρον στον αποκρυφισμό, στις προφητείες ή στη μαγεία σημαίνει αίρεση, πράγμα απαράδεκτο για κάποιον που έχει επιλεγεί από το χέρι του Θεού να κυβερνήσει έναν εκλεκτό λαό. Όμως στην περίπτωση των επιφανών γυναικών είναι πολύ πιο απλό για τους συγγραφείς να καταφεύγουν στο αμάρτημα της Εύας, της πρώτης γυναίκας, το οποίο καταδίκασε όλο το γυναικείο φύλο σε θέση κατωτερότητας. Μονάχα οι «άγιες» δικαιούνται να εξαρθούν πάνω απ’ αυτή τη μοίρα, κι αυτές είναι ελάχιστες.Όσον αφορά τις τρεις Βυζαντινές αυτοκράτειρες που αποτελούν το αντικείμενο της παρούσης μελέτης, διαθέτουμε ακόμη λιγότερες μαρτυρίες. Δεν έχουν σωθεί δικά τους λόγια εκτός από τις επίσημες ανακοινώσεις, τους νόμους ή τις δηλώσεις που βάζουν στο στόμα τους άνδρες συγγραφείς. Υποθέτουμε ότι επέβλεπαν τα αρχεία τους και έγραφαν επιστολές· όμως παρόμοια έγγραφα δεν έχουν διασωθεί. Έτσι, αντίθετα με τους περισσότερους βιογράφους οι οποίοι στηρίζονται σε κείμενα των ατόμων που βιογραφούν, οφείλουμε να βρούμε άλλους τρόπους ανασύνθεσης της ζωής των τριών αυτοκρατο- ρισσών. Οι χαρακτήρες τους πρέπει να συγκροτηθούν με βάση όσα έγραψαν άλλοι σχετικά με αυτές· όμως όλες οι διαθέσιμες πληροφορίες είναι φιλτραρισμένες μέσα από τα μάτια ανδρών που διακατέχονται από ένα σωρό προκαταλήψεις για τις γυναίκες. Έτσι, παρ’ όλο που υπάρχουν αρκετές βυζαντινές εκτιμήσεις για την Ειρήνη, την Ευφροσύνη και τη Θεοδώρα, απουσιάζει παντελώς κάθε καταγραφή των δικών τους αντιλήψεων και των προσωπικών τους προτιμήσεων. Τα ιστορικά μυθιστορήματα, και υπάρχουν πολλά, ασχολούνται με αυτά που οι συγγραφείς τους υποθέτουν ότι οι αυτοκράτειρες θα κατέθεταν στα προσωπικά τους ημερολόγια. Ωστόσο κάθε ιστορία του Βυζαντίου παρουσιάζει αυτές τις τρεις γυναίκες αποδεχόμενη σε γενικές γραμμές τις μεροληπτικές απόψεις των βασικών χρονογράφων της εποχής τους. Κάποιοι είναι πιο ανοιχτά μισογύνηδες, όλοι ωστόσο αναπαράγουν τις μεσαιωνικές αντιλήψεις: ότι οι γυναίκες οφείλουν να περιορίζονται στο νοικοκυριό τους και στις οικιακές ασχολίες τους, καθώς και στα χριστιανικά τους καθήκοντα. Ωστόσο οι αυτοκράτειρες, ως σύζυγοι, μητέρες και αργότερα χήρες, ήταν συχνά σε θέση να παίξουν πιο ενεργό ρόλο στην κυβέρνηση. Είναι μια εξέλιξη που σημειώνεται από τους σύγχρονούς τους άνδρες ιστορικούς, οι οποίοι εκδηλώνουν την αμηχανία και τη δυσφορία τους γι’ αυτές τις ασυνήθιστες δραστηριότητες. Βλέπουν σε αυτές τις ατομικές περιπτώσεις μια γενικότερη αμφισβήτηση. Σε πολλές περιπτώσεις δεν είναι εύκολο να διακριβώσουμε τι κατόρθωσαν στην πραγματικότητα οι γυναίκες ηγεμόνες. Οι σύγχρονοί τους συχνά αποδίδουν όλα τα εύσημα για τις ορθές τους αποφάσεις στους άρρενες συμβούλους τους, στρατιωτικούς και θρησκευτικούς, ενώ παράλληλα κατηγορούν τις γυναίκες της αυτοκρατορικής οικογένειας όποτε χρειάζονται έναν αποδιοπομπαίο τράγο. Ένα πρόσθετο πρόβλημα αναφύεται εξαιτίας της εσκεμμέ- νης καταστροφής πολλών πηγών της εποχής. Οι σωζόμενες πηγές για την ιστορία του Βυζαντίου τον Η' και τον Θ' αιώνα περιέχουν τις απόψεις μόνο της θρησκευτικής παράταξης που θριάμβευσε στην εικονομαχία: των εικονολατρών. Η συστηματική εκμηδένιση της αντιπολιτευόμενης εικονομαχι- κής θεολογίας σημαίνει ότι η ερμηνεία τους είναι σε μεγάλο βαθμό μεροληπτική. Τίποτα το καλό ή το θετικό δεν αναγνωρίζεται στους εικονομάχους, οι οποίοι καταδίωκαν τους ευσεβείς εικονολάτρες στη διάρκεια των δύο περιόδων της επίσημης εικονομαχίας. Όλοι οι έπαινοι επιφυλάσσονται για εκείνους που τάσσονταν υπέρ των ιερών εικόνων και τις αποκατέστησαν στη λατρευτική θέση που τους άρμοζε στο πλαίσιο της Εκκλησίας. Αυτή η ανισορροπία στις σωζόμενες πηγές σημαδεύεται επίσης από μια τάση να δίνεται έμφαση στη σφαίρα της θρησκευτικής πρακτικής σε βάρος όλων των άλλων. Η σύγκρουση στο ζήτημα των εικόνων κυριαρχεί σε όλα τα κείμενα και αναδεικνύει την εικονομαχία ως το κεντρικό θέμα της ιστορίας του Η' και του Θ' αιώνα. Ωστόσο υπάρχουν βάσιμοι λόγοι που μας κάνουν να θεωρούμε τη συγκεκριμένη περίοδο ως εξαιρετικά σημαντική για την επιβίωση της Αυτοκρατορίας. Χωρίς σημαντικές μεταρρυθμίσεις στη στρατιωτική και τη δημοσιονομική διοίκηση, το Βυζάντιο πιθανότατα θα είχε υποκύ- ψει στους Άραβες και τους Βουλγάρους. Η Ειρήνη, η Ευφροσύνη και η Θεοδώρα όφειλαν να ασχοληθούν με παρόμοια ζητήματα. Όμως στις σωζόμενες πηγές αντιμετωπίζονται κυρίως ως πρόμαχοι της εικονολατρίας, με αποτέλεσμα την απολογητική παραποίηση μεγάλου μέρους των σχετικών αναφορών στο πρόσωπό τους.Ευτυχώς, υπάρχουν αρκετοί έμμεσοι τρόποι παράκαμψης αυτών των προκαταλήψεων, οι οποίες αφήνουν εξάλλου ατεκ- μηρίωτες πολλές πλευρές του βίου των αυτοκρατορισσών. Πρώτα απ’ όλα, οι αυτοκράτειρες μοιράζονταν τον ίδιο τρόπο ζωής με τις υπόλοιπες γυναίκες της ελίτ της εποχής τους όπου κυριαρχούσαν καθιερωμένα πρότυπα. Η μητρότητα ήταν ο πρωταρχικός τους ρόλος και αυτό που όφειλαν ήταν να κάνουν παιδιά, ιδίως γιους. Η γέννηση μιας κόρης συνήθως απο- σιωπάται στις πηγές της εποχής. Οι πλούσιες γυναίκες ό- φειλαν επίσης να επιβλέπουν τα νοικοκυριά τους, να φροντίζουν τους πιο φτωχούς συγγενείς τους, να προβαίνουν σε φιλανθρωπικές πράξεις σε μια ευρύτερη κλίμακα και να συμπε- ριφέρονται ως πρότυπα χριστιανικής μητρότητας. Ακόμη η εκπαίδευση των παιδιών τους, τουλάχιστον μέχρι την ηλικία των επτά ετών περίπου, ήταν δική τους ευθύνη. Βέβαια είχαν υπηρέτες οι οποίοι τις βοηθούσαν και εγγυούνταν την κατάλληλη μόρφωση για τα παιδιά τους. Εκπαιδεύονταν τόσο τα κορίτσια όσο και τα αγόρια, αν και οι παραδόσεις «της ροκάς και του αδραχτιού» θεωρούνταν απαραίτητες μόνο για τα κορίτσια. Αυτή η έμφαση στην εκπαίδευση υποδηλώνει ότι οι γυναίκες που προέρχονταν από τις οικογένειες της βυζαντινής ελίτ ήταν και οι ίδιες μορφωμένες και πιθανόν εγγράμματες. Ενδεχομένως να βασίζονταν σε γραφείς που έγραφαν για λογαριασμό τους αλλά φαίνεται απίθανο να μη γνώριζαν ανάγνωση, αφού το επίπεδο μόρφωσης και καλλιέργειας που απαιτούνταν από τα μέλη της κυβερνώσας ελίτ ήταν αρκετά υψηλό. Άλλωστε η ικανότητά τους να αλληλογραφούν τεκ- μαίρεται από το γεγονός ότι πολλές επιστολές απευθύνονταν προσωπικά στις ίδιες. Εφόσον οι γυναίκες που ήταν εξόριστες σε μοναστήρια, τα οποία έπαιζαν ρόλο φυλακής, δέχονταν γράμματα εκεί, φαίνεται λογικό να υποθέσουμε πως απαντούσαν στους επιστολογράφους τους. Πάντως οι απαντήσεις τους δεν σώζονται. Οι άνδρες συγγραφείς κρατούσαν αντίγραφα των κειμένων τους, συμπεριλαμβανομένων των επιστολών τους, όμως οι γυναίκες με τις οποίες αλληλογραφούσαν δεν διατηρούν αρχεία των επιστολών τους παρά σε πολύ μεταγενέστερες εποχές.Όταν ξεμπέρδευαν με το καθήκον της τεκνοποίησης, οι γυναίκες της βυζαντινής ελίτ είχαν διάφορες επιλογές. Πολλές έβρισκαν ελεύθερο πεδίο για να επιδοθούν σε φιλανθρωπικές κοινωνικές δραστηριότητες, που τους επέτρεπαν να βγαίνουν από το σπίτι τους και τις έφερναν σε επαφή με ανθρώπους πιο φτωχούς και λιγότερο ευνοημένους από ό,τι οι ίδιες. Οι γυναίκες έμεναν συχνά χήρες σε σχετικά νεαρή ηλικία, με αποτέλεσμα να μπορούν να ελέγχουν πιο ικανοποιητικά την προσωπική τους ζωή. Είτε ξαναπαντρεύονταν, είτε προτιμούσαν να μείνουν μόνες, είτε ακόμη αποφάσιζαν να αποσυρθούν από τον κόσμο και να κλειστούν σε μοναστήρια, σε αυτό το στάδιο της ζωής τους είχαν τη δυνατότητα να επιλέ- ξουν τρόπο ζωής μακριά από τον έλεγχο του πατέρα, του συζύγου ή των άλλων αρρένων συγγενών. Όμως είναι σαφές ότι οι επιλογές τους ήταν κατά κανόνα περιορισμένες και ακόμη και οι πλουσιότερες και πλέον ανεξάρτητες γυναίκες υποχρεώνονταν συνήθως να συμβιβαστούν με ένα μέλλον που το καθόριζαν άλλοι για λογαριασμό τους. Στους πρώιμους χριστιανικούς αιώνες, οι αυτοκράτορες έδιναν ιδιαίτερη σημασία στις θηλυκές κληρονόμους τους. Τις περισσότερες φορές τις υποχρέωναν να παντρευτούν αντί να μοιράζουν αφειδώς τις περιουσίες που είχαν κληρονομήσει στην Εκκλησία ή σε άλλα αγαθοεργά ιδρύματα. Η ίδια πίεση εξακολουθούσε να ασκείται στο Βυζάντιο, όπως θα ανακαλύψει η αγία Αθανασία τον Θ' αιώνα, με την ευκαιρία της έκδοσης ενός αυτοκρατορικού διατάγματος που όριζε ότι οι ανύπαντρες και οι χήρες όφειλαν να παντρευτούν αλλοδαπούς (εθνικούς), δηλαδή άνδρες πέρα από τα σύνορα της Αυτοκρατορίας. Η αγία κατέφυγε στους κόλπους της Εκκλησίας, πράγμα που έγινε σεβαστό αλλά επίσης φανερώνει πόσο περιορισμένες ήταν στην πραγματικότητα οι επιλογές της. Τέλος, προτού πεθά- νουν, πολλές γυναίκες της βυζαντινής ελίτ διάλεγαν τον τόπο όπου επιθυμούσαν να ταφούν και ανήγειραν οικογενειακά ιερά για τον εαυτό τους και για τους άμεσους συγγενείς τους. Ανάλογες πληροφορίες συχνά παρεισφρέουν έμμεσα στις πηγές, οπότε μελετώντας τα κείμενα που αναφέρονται στον θάνατο κάποιων μπορούμε να κατανοήσουμε τους λόγους για τους οποίους τάφηκε σε έναν συγκεκριμένο τάφο.Από τη στιγμή που γινόταν σύζυγος του αυτοκράτορα, η καθημερινή ρουτίνα μιας αυτοκράτειρας καθοριζόταν από έναν πολύπλοκο κύκλο αυλικών καθηκόντων: πρόκειται για το ημερολόγιο των εορτών, των δημοσίων εμφανίσεων, των λειτουργιών και των κοσμικών τελετών που έπρεπε να τηρείται. Αυτές οι τελετές προφανώς μονοπωλούσαν πολλές ώρες τους σε καθημερινή βάση, ώρες που τις περνούσαν τόσο με τις άλλες γυναίκες της Αυλής όσο και με τους συζύγους τους, από τον αυτοκράτορα έως τον πιο ταπεινό αξιωματούχο. Οι αυλι- κές δραστηριότητες καταγράφονται στο Περί της Βασιλείου τάζεωζ, το οποίο σώζεται σε ένα μοναδικό αλλά όχι πλήρες αντίτυπο μιας έκδοσης του I' αιώνα. Πιθανότατα συντάχτηκε ύστερα από διαταγή του Κωνσταντίνου Ζ' (αυτοκράτορα μεταξύ 945-958) και περιέχει αρκετά κείμενα του ΣΤ' αιώνα καθώς και μεταγενέστερο υλικό. Τα περισσότερα έχουν τη μορφή γενικών προδιαγραφών, ένα είδος εγχειριδίου για την ορθή τέλεση ορισμένων τελετών: τον γάμο του αυτοκράτορα, τον εορτασμό της Πεντηκοστής, της Πρωτοχρονιάς και πάει λέγοντας. Επειδή πολλές απ’ αυτές τις τελετές απαιτούν τη συμμετοχή και της αυτοκράτειρας, η συγκεκριμένη πηγή προσδιορίζει κάποιες όψεις της ζωής της αυτοκράτειρας με έναν ιδιαίτερο τρόπο.Η έρευνα των πραγματικών συνθηκών κάτω από τις οποίες ζούσαν σε διάφορες περιόδους οι αυτοκράτειρες μπορεί επίσης να διαφωτίσει ικανοποιητικά τη ζωή τους. Γιατί μολονότι είχαν τη δυνατότητα πολύ γρήγορα να ανέλθουν στα υψηλότερα αξιώματα, θα είχαν σίγουρα αντιληφθεί πόσο εύκολα οι προνομιακές συνθήκες μπορούσαν να μεταβληθούν εν μια νυκτί, συνήθως εξαιτίας αποφάσεων που έπαιρναν οι άρρενες συγγενείς τους. Κατά σειρά, βλέπουμε την Ειρήνη να εξορίζεται από την πρωτεύουσα, την Ευφροσύνη και τη μητέρα της να στέλνονται εξορία σε μοναστήρι και τη Θεοδώρα να υποχρεώνεται να αποσυρθεί από την Αυλή. Αυτά τα γεγονότα, καθώς και οι αλλαγές που πραγματοποιούνταν πιο αργά με το πέρασμα του χρόνου, είναι δυνατόν να ερευνηθούν πιο εξονυχιστικά μέσα από πηγές που δεν συνδέονται άμεσα με τις αυτοκράτειρες. Οι Βίοι των αγίων καλογραιών και ηγουμενισ- σών, οι εκκλησιαστικοί κανόνες και άλλα κείμενα που τεκμηριώνουν την οργάνωση των γυναικείων μονών είναι ιδιαιτέρως διαφωτιστικά. Όσον αφορά τις μη γραπτές πηγές, μας βοηθούν τελικά να απαντήσουμε στο ερώτημα: Τι έκαναν οι αυτοκράτειρες; Έπαιρναν πράγματι κάποιες πρωτοβουλίες; Για παράδειγμα, η Ειρήνη και ο γιος της μνημονεύονται στη βασιλική μετά τρούλου της Αγίας Σοφίας στη Θεσσαλονίκη, όπου τα μονογράμματά τους είναι χαραγμένα στην ψηφιδωτή διακόσμηση της αψίδας του σηκού. Κανένας χρονογράφος της εποχής τους δεν τους συνδέει με τον συγκεκριμένο ναό. Ωστόσο η αρχαιολογική καταγραφή είναι αρκετά εύγλωττη: μπορούμε να τους θεωρούμε πάτρωνες της εξαίρετης ψηφιδωτής διακόσμησης που προφανώς πραγματοποιήθηκε την περίοδο της συμβασιλείας τους, μεταξύ 780 και 797. Περαιτέρω μαρτυρίες για την οικοδομική δραστηριότητα των αυτοκρατορισσών σώζονται σε κείμενα αφιερωμένα σε μνημεία της Κωνσταντινούπολης (τα Πάτρια), τα οποία δεν αφήνουν αμφιβολίες ότι ασκούσαν αυτοκρατορική φιλανθρωπία σε αρκετά μεγάλη κλίμακα. Οι πρωτοβουλίες τους μνημονεύονται σε πλάκες, πίνακες και ψηφιδωτά που δεν ομιλούν (τα περισσότερα ωστόσο δεν επιβιώνουν στη σημερινή Ιστανμπούλ).Όμως το υλικό είναι τόσο πενιχρό και μάλιστα μεγάλο μέ ρος του θέτει τόσα προβλήματα, ώστε γράφοντας αυτές τις βιογραφίες ήμουν υποχρεωμένη να καταφεύγω σε εικασίες και υποθέσεις. Σε κάθε περίπτωση ερμήνευσα τις καταγραφές για την Ειρήνη, την Ευφροσύνη και τη Θεοδώρα εντάσσοντάς τες στο πλαίσιο του κύκλου ζωής των γυναικών στον Μεσαίωνα. Έδωσα ειδικό βάρος σε παράγοντες που συχνά αγνοούνται, όπως η ηλικία στην οποία θα μπορούσαν να τελέσουν συγκεκριμένα καθήκοντα, στα πρότυπα συμπεριφοράς των άλλων γυναικών της ελίτ, στο προσωπικό που είχαν στη διάθεσή τους, υπηρέτες, ευνούχους, γραφιάδες και συνοδούς, και στα μέσα που τους παρέχονταν για προσωπική τους χρήση. Η ζωή των γυναικών της εποχής των τριών αυτοκρατορισσών μας δεν μας είναι παρά εν μέρει γνωστή, ωστόσο από αυτές τις διαφορετικές όψεις μπορούμε να αναπλάσουμε μια πιο σύνθετη εικόνα. Και από τις δραστηριότητες που αφορούν την ικανοποίηση προσωπικών αναγκών τους (επισκέψεις ορισμένων ιερών, προσευχή μπροστά στις εικόνες, επισκευή ή οικοδόμηση εκκλησιών προκειμένου να στεγάσουν οικογενειακούς τάφους κτλ.) μπορούμε να φανταστούμε πώς περνούσαν τον καιρό τους οι αυτοκράτειρες.Σε αυτή τη βάση μερικές φορές παρουσίασα τις καταστάσεις με μεγαλύτερη βεβαιότητα απ’ όση επιτρέπουν οι πηγές. Εκεί που θα έπρεπε να χρησιμοποιείται επανειλημμένα ο υποθετικός λόγος, συχνά χρησιμοποίησα τον ενεστώτα. Παραθέτοντας τις πηγές και την ερμηνεία μου πάνω σ’ αυτές, απέφυγα να τονίσω το στοιχείο της εικασίας που εμπλέκεται στην ιστορική ανακατασκευή. Χρησιμοποίησα και το παραμικρό ψήγμα πληροφορίας που μου φαινόταν ικανό να γεφυρώσει τα κενά. Αντιλαμβάνομαι πολύ καλά ότι οι βιογραφίες μου είναι άνισες και αποσπασματικές, δεδομένου ότι τόσο πολλά παραμένουν άγνωστα. Αν αυτός είναι λόγος να εγκαταλείψει κανείς την προσπάθεια να γράψει για την Ειρήνη, την Ευφροσύνη και τη Θεοδώρα, τότε είμαι ένοχη του μεγάλου μου ενδιαφέροντος γι’ αυτές.Είμαι πεισμένη ότι μία παρόμοια ευφάνταστη ανακατα- σκευή μπορεί να παράσχει πολύτιμες γνώσεις για τη ζωή όλων των γυναικών του Μεσαίωνα. Παρά τη διαφορετική κοινωνική τους θέση ως αυτοκράτειρες, η οποία τους έδινε δυνατότητες που αφορούσαν μόνον έναν μικρό κύκλο προνομιούχων γυναικών, η Ειρήνη και η Θεοδώρα, ιδιαιτέρως αυτές, προέρχονταν από ένα επαρχιακό περιβάλλον κοινό σε πολλές οικογένειες. Μέχρι να εγκαταλείψουν τη γενέθλια γη τους, η ανατροφή τους θα είχε πολλά κοινά με όλα τα κορίτσια όχι μόνο στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία αλλά και σε όλη τη μεσαιωνική Δύση. Με έναν διαφορετικό τρόπο, η παιδική ηλικία της Ευφροσύνης προσωποποιεί επίσης μια συνήθη εμπειρία: τις δραματικές αλλαγές της οικογενειακής μοίρας που έπλητταν εκείνους που έρχονταν σε σύγκρουση με την αυτοκρατορική και τη βασιλική εξουσία στη διάρκεια του Μεσαίωνα. Τη ζωή της ως εξόριστης στην απομόνωση του μοναστηριού τη μοιράστηκαν και άλλες πολλές. Και οι τρεις γυναίκες κατάγονταν από οικογένειες που βρίσκονταν στη σκιά πιο πλούσιων, κοινωνικά ανώτερων ατόμων, τα οποία κατείχαν το κέντρο της εξουσίας και συμμετείχαν στην εκάστοτε κυβέρνηση.Ανατράφηκαν με την ίδια χριστιανική παιδεία, πιστεύοντας ακράδαντα στην τελική κρίση που θα καθόριζε το πεπρωμένο τους μετά θάνατο. Οι πράξεις τους αποσκοπούσαν στην εδραίωση της φήμης τους ως καλών Χριστιανών. Φυσικά φιλοδοξούσαν το ίδιο και για τις οικογένειές τους και κατέβαλλαν προσπάθειες να εκμεταλλευθούν τις περιστάσεις προς όφελος των συγγενών τους. Στο Βυζάντιο δινόταν συχνά η δυνατότητα σε άτομα που προέρχονταν από ένα ασήμαντο οικογενειακό περιβάλλον να μεταπηδήσουν από τους οίκους τους στην επαρχία, για τους οποίους γνωρίζουμε ελάχιστα, σε μια σταδιοδρομία στη μεγάλη μητρόπολη, την Κωνσταντινούπολη. Αυτή η μετάβαση ταίριαζε περισσότερο στους άνδρες, μια και η Αυτοκρατορία παρείχε άφθονες ευκαιρίες στους προικισμένους στρατιωτικούς, τεχνίτες, διανοούμενους και ιερωμένους ασκητές. Όμως κάτω από ορισμένες ιδιαίτερες συνθήκες, οι γυναίκες μπορούσαν να συμμετέχουν σε αυτή τη ριζοσπαστική διαδικασία. Και μέσα από την ικανότητά τους να προσαρμόζονται στις απαιτήσεις της νέας τους καριέρας ως αυτοκράτειρες, είμαστε σε θέση να ανιχνεύσουμε τις θηλυκές τους δεξιότητες με τρόπο ανάλογο με τους άνδρες.
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
Βασικές πηγές
AASS Acta Sanctorum, 3η έκδοση (Παρίσι-Ρώμη, 1863- 1870).
Acts of David... J. van den Gheyn, uActa graeca ss. Davidis, Symeonis et Georgii Mitylenae in insula Lesbo», Analecta Bollandiana 18 (1899), σελ. 209-259· μτφ. D. Domingo-Fo- reste, στο Talbot (επιμ.), Byzantine Defenders of Images, σελ. 149-241.
Annales Mosellani in MGH, Scriptores in usum scolaruum, τόμ. XVI, σελ. 494-499.
Bar Hebraeus Chronography of Gregory Abu 1 Faraj, 2 τόμοι, επιμ. και μτφ. Ε. A. Wallis Budge (Λονδίνο, 1932).
Βίος της Θεοδώρας Α. Μαρκόπουλος, αΒίος της αυτοκρά- τειρας Θεοδώρας», Σύμμεικτα 5 (1983), σελ. 249-285· μτφ. Μ. Vinson, στο Byzantine Defenders of Images.
Byzantine Defenders of Images Alice-Mary Talbot (επιμ.), Byzantine Defenders of Images. Eight Saints’ Lives in English Translation (Ουάσινγκτον, DC, 1998).
Γενέσιος Iosephi Genesii regum libri quattor, επιμ. A. Les-
muller-Werner και I. Thurn (Βερολίνο-Νέα Υόρκη, 1978)· Genesios, On the reigns of the Emperors, μτφ. A. Kaldellis (Καμπέρα, 1998).
Γεώργιος ο Μοναχός George the Monk, Χρονογραφία, 2 τόμοι, επιμ. C. de Boor (Λειψία, 1904), αναθεώρ. P. Wirth (Στουτγάρδη, 1978).
Council in Trullo The Council in Trullo Revisited, επιμ. G.
Nedungatt και Michael Featherstone (Ρώμη, 1995) = Ka- nonika, τόμοι 6.
DAI I και II Constantine VII Porphyrogenitus, De admini- strando imperio, 2 τόμοι, επιμ. και μτφ. G. Moravscik χοα R. Jenkins (Βουδαπέστη, 1949 και Λονδίνο, 1962).
DC I χοα II Constantine VII Porphyrogenitus, De cerimoniis aulae byzantinae, βιβλία I χοα II σε έναν τόμο, επιμ. 1.1. Rei- ske (Βόνη, 1829).
DOC Ρ. Grierson, Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection (Ουάσινγκτον, DC,1966-1999).
Holy Women of Byzantium Holy Women of Byzantium, επιμ.
Alice-Mary Talbot (Ουάσινγκτον, DC, 1996).
Κεδρηνός Γεώργιος Κεδρηνός, Σύνοφις ιστοριών, επιμ. I. Bekker, 2 τόμοι (Βόνη, 1838-1839).
Λέων Γραμματικός Λέων Γραμματικός, Χρονογραφία, επιμ.
I. Bekker (Βόνη, 1842).
Mansi J. D. Mansi, Sacrorum conciliorum nova et amplissima collectio, 53 τόμοι (Παρίσι-Λειψία, 1901-1925), επανέκδο- ση Γκρατς, 1960.
MGH Monumenta Germaniae Historica, Scriptores, Epistu- lae, Concilia.
Michael the Syrian Michel le Syrien, Χρονογραφία, 3 τόμοι, επιμ. και μτφ. J.-B. Chabot (Παρίσι, 1924).
Νικηφόρος Νικηφόρος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Ιστορία Σύντομος, κείμενο, μετάφραση και σχόλια C. Mango (Ουάσινγκτον, DC, 1990).
Παραστάσεις σύντομαι χρονικαί (στο Πάτρια Κωνσταντι
νουπόλεως), επανέκδοση με αγγλική μτφ. Averil Cameron και Judith Herrin, Constantinople in the Early Eighth Century: the Parastaseis syntomoi chronikai (Μπριλ, 1984).
Πάτρια II, III Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, μέρη II και III, επιμ. Τ. Preger, 2 τόμοι (Λειψία, 1901-1907), επανέκδοση Νέα Τόρκη, 1975· γερμανική μτφ. A. Berger, Untersuchun- gen zu den Patria Konstantinoupoleos (Βόνη, 1988).
Φώτιος Φώτιος, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Ομιλίες, μτφ. C. Mango (Καίμπριτζ, Μασ., 1958).
PmbZ Prosopographie der mittelbyzantinischen Zeit, επιμ. F. Winkelmann, R.-J. Lilie και άλλοι, μέρος I (641-867), 4 τόμοι (Βερολίνο-Νέα Τόρκη, 1998-2001).
RFA Royal Frankish Annales (Annales Laurissenses, επιμ. F. Kurze) σε MGI4, ScriptoresVI, σελ. 134-218.
Scriptor incertus Συγγραφή Χρονογραφίου τα κατά Αεοντα υιόν Βάρδα του Αρμενίου περιέχουσα, Historia de Leone Bardae Armenii filio, επιμ. I. Bekker (Βόνη, 1842), μαζί με Λέοντα Γραμματικό.
Sym mag Συμεών μάγιστρος και λογοθέτης, Χρονογραφία, επιμ. I. Bekker (Βόνη, 1842), μαζί με Λέοντα Γραμματικό.
Θεόδωρος Theodori Studitae Epistulae, επιμ. G. Fatouros, 2 τόμοι (Βερολίνο-Νέα Τόρκη, 1991).
Θεοφάνης Χρονογραφία Θεοφάνους, επιμ. C. de Boor, 2 τόμοι (Λειψία, 1883), επανέκδοση Χίλντεσχαϊμ-Νέα Τόρκη, 1980· The Chronicle of Theophanes Confessor, μτφ. C. Mango και R. Scott (Οξφόρδη, 1 997).
Th Syn Theophanes Continuatus, επιμ. I. Bekker (Βόνη, 1838).
Συμπληρωματικό υλικό
Bury, ERE J. B. Bury, A History of the East Roman Empire from the Death of Irene to the Accession of Basil I (Λονδίνο, 1912).
Speck, Konstantin VI Paul Speck, Kaiser Konstantin VI. Die Legitimation einer fremden und der Versuch einer ein- genen Herrschaft, 2 τόμοι (Μόναχο, 1978).
Treadgold, Byzantine Revival Warren Treadgold, The Byzantine Revival 780-842 (Στάνφορντ, 1988).
Περιοδικά
BF Byzantinische Forschungen
BZ Byzantinische Zeitschrift
OOP Dumbarton Oaks Papers
GRBS Greek, Roman, and Byzantine Studies
JOB Jahrbuch der Osterreichischen Byzantinistik
TM Travaux et Memoires
REB Revue des etudes byzantines
SCH Studies in Church History
ZR VI Zbornik Radova Vizantoloskog Instituta
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΠΗΓΕΣ
Council of Nicaea: Sacroruni conciliorum collectio nova et amplissinia, επιμ. J. D. Mansi (Παρίσι, 1902, επανέκδοση Γκρατς, 1960), τόμ. XIII, σελ. 415D-E.
The Life of Saint Theodora the Empress, παράγραφος 3, μτφ. Martha P. Vinson, Byzantine Defenders of Images, επιμ. Alice-Mary Talbot (Ουάσινγκτον, DC, 1998), σελ. 363-366.
The Life of Sts. David, Symeon and George of Lesbos, παράγραφος 27, μτφ. Douglas Domingo-Foraste, στο Byzantine Defenders of Images, σελ. 215.
Procopius of Caesarea: History of the Wars, βιβλίο I, κεφ. xxiv, σελ. 36-37, επιμ. και μτφ. Η. Β. Dewing (Λονδίνο-Νέα Υόρ- κη, 1914), σελ. 230-232.
The Life of Partiarch Nikephoros I of Constantinople, σελ. 48, μτφ. Elizabeth A. Fisher, στο Byzantine Defenders of Images.
ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΡΦΥΡΑ
ΤΖΟΥΝΤΙΘ ΧΕΡΙΝ
Η επεξεργασία, επιμέλεια μορφοποίηση κειμένου και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο, για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο:
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου