ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΡΦΥΡΑ
ΤΖΟΥΝΤΙΘ ΧΕΡΙΝ
Ενότητες
Η Ζ' Οικουμενική Σύνοδος
Ο Κωνσταντίνος μοναδικός διεκδικητής του θρόνου
Η βασιλεία του Κωνσταντίνου ΣΤ' 790-797
Ο δεύτερος γάμος του Κωνσταντίνου
Η Ειρήνη μόνη αυτοκράτειρα (797-802)
Η αυτοκρατορική φιλανθρωπία της Ειρήνης:
Η οικοδομική δραστηριότητα
Οι ευνούχοι υπηρέτες της Ειρήνης
Η πολιτική της Ειρήνης ως αυτοκράτειρας (797-802)
Η πρόταση γάμου της Ειρήνης στον Καρλομάγνο
Εναντίωση της Δύσης στη λατρεία των εικόνων
Ο αυτοκρατορικός τίτλος
Ο Κάρολος στέφεται αυτοκράτορας
Οι βυζαντινές αντιδράσεις στη στέψη
Μια διεξοδική αναδρομική εξέταση των περιστάσεων
Η πτώση της Ειρήνης
Συμπέρασμα
Η επιλογή της επαρχιακής πόλης της Νίκαιας στη δυτική Μικρά Ασία για τη διεξαγωγή της Συνόδου ήταν ευφυής. Ως έδρα της Α' Οικουμενικής Συνόδου, που είχε συγκαλέσει ο Κωνσταντίνος Α' το 325, ήταν συνδεδεμένη με τη βασική διακήρυξη της χριστιανικής πίστης, το Σύμβολο της Πίστεως της Νίκαιας, και την καταδίκη των αιρέσεων. Ο Κωνσταντίνος είχε προεδρεύσει στα διαβούλιά της θεσπίζοντας το μοντέλο του αυτοκρατορικού ελέγχου επί της Εκκλησίας στην Ανατολή. Επιπλέον, η Νίκαια είχε αντέξει σε πολλές πολιορκίες και διατηρούσε την κλασική πολεοδομική μορφή της, ενώ παράλληλα την περιέβαλλαν εντυπωσιακά τείχη. Διέθετε ένα μεγάλο αυτοκρατορικό ανάκτορο, το οποίο θα χρησιμοποιούσαν για τις συνελεύσεις, και μία εκκλησία αφιερωμένη στην αγία Σοφία, όπου θα μπορούσε να εορταστεί η αναστήλωση των εικόνων. Οι συμμετέχοντες θα εμπνέονταν έτσι από το πρότυπο των 338 Πατέρων της Εκκλησίας, όπως έμειναν γνωστοί οι επίσκοποι της Α' Συνόδου, για να δώσουν ακόμη περισσότερη έμφαση στην υποχρέωσή τους να στερεώσουν την Ορθοδοξία. Δυστυχώς ο μητροπολίτης της Νίκαιας ήταν γνωστός εικονομάχος, όμως ο τοπικός στρατηγός, ο Πετρωνάς, πιστός στην Ειρήνη, ανέλαβε να διευθετήσει το ζήτημα.
Δεν άφησαν τίποτε στην τύχη όσο προετοίμαζαν τη δεύτερη σύγκληση της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου. Κάθε ενέργεια, από την επανένταξη των μετανοημένων εικονομάχων, την αποβολή των δογματικών, τη σφυρηλάτηση των επιχειρημάτων κατά της εικονομαχίας και υπέρ της εικονολατρίας έως και τη διατύπωση του τελικού διατάγματος, σχεδιάστηκε με επιμέλεια. Η Ειρήνη δεν συμμετείχε προσωπικά, όμως οι έμπιστοι αξιωματούχοι Πετρωνάς και Ιωάννης, ο ίτρώην σακελλάριος και νυν λογοθέτης, οργάνωσαν τις διαδικασίες με τόση επιτυχία, ώστε επίσκιασαν ακόμη και τον Ταράσιο. Την Ειρήνη εκπροσώπησε ένας έμπιστος ευνούχος της, ο Νικήτας Μονομάχος, που πιθανόν να ήταν και συγγενής της.55
Από τις 24 Σεπτεμβρίου μέχρι τις 13 Οκτωβρίου του 787, έγιναν επτά κύριες συνεδριάσεις στη Νίκαια.56 Στην προτελευταία ήταν παρόντες 365 επίσκοποι και 132 ηγούμενοι και μοναχοί. Το προβάδισμα είχαν οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας της Ρώμης, ωστόσο και οι εκπρόσωποι των Ανατολικών Πατριαρχείων διαδραμάτισαν προεξάρχοντα ρόλο. Με τόσους συμμετέχοντες, η Σύνοδος μπορούσε να ισχυριστεί ότι εκπροσωπούσε ολόκληρο το χριστιανικό σύμπαν (την οικουμένη), αν και η Φραγκική Εκκλησία παραπονέθηκε αργότερα ότι δεν κλήθηκε να συμμετάσχει (η εκπροσώπησή της είχε ανατεθεί στη Ρώμη). Το μοναστικό στοιχείο δεν συμμετείχε ισότιμα με τους επισκόπους· οι μοναχοί ενέκριναν δύο δογματικές διακηρύξεις που εξέδωσε η Σύνοδος, αλλά δεν υπέγραψαν την τελική Διακήρυξη Πίστεως. Στη διάρκεια των εργασιών της Συνόδου, αρκετοί εξέχοντες ηγούμενοι πήραν μέρος στη συζήτηση σχετικά με την επανένταξη στους κόλπους της Ορθοδοξίας των πρώην εικονομάχων, τηρώντας σαφώς πιο αυστηρή γραμμή από τον πατριάρχη Ταράσιο.57 Αυτή η έντονη διαφορά προμήνυε διχασμό ανάμεσα στον αυτοκρατορικό ευνοούμενο που είχε επιλεγεί ως κεφαλή της Εκκλησίας και εκείνων των εικονολατρών μοναχών που είχαν υποφέρει και ταλαιπωρηθεί για χάρη της πίστης τους στις εικόνες.
Η τελική συνεδρίαση έλαβε χώρα στο Ανάκτορο της Μαγναύρας στην Κωνσταντινούπολη, όπου και προήδρευσαν η Ειρήνη και ο Κωνσταντίνος. Η αυτοκράτειρα τα κανόνισε έτσι ώστε να επωφεληθεί στο έπακρο από την επιτυχία της Συνόδου και να δείξει προς τα έξω ότι εκείνη και ο γιος της είχαν τον απόλυτο έλεγχο της κατάστασης. Οι ηγεμόνες επικύρωσαν τη Διακήρυξη Πίστεως με την οποία αναστηλώνονταν οι εικόνες, υπογράφοντας πιθανότατα με το κόκκινο μελάνι που χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες η Ειρήνη έβαλε την υπογραφή της πριν υπογράψει ο γιος της. Όπως είχε συμβεί και με τον Κωνσταντίνο Α' στην Α' Σύνοδο της Νίκαιας, το 325, ο Κωνσταντίνος ΣΤ' και η μητέρα του Ειρήνη ανακηρύχθηκαν νέοι Κωνσταντίνος και Ελένη και καταξιώθηκαν ως άγιοι της Εκκλησίας.58
Η Σύνοδος είχε ολοκληρώσει επιτυχώς μια επανάσταση στην Ορθόδοξη θεολογία. Ερευνώντας τα βιβλικά και τα πρώιμα χριστιανικά πατρολογικά κείμενα σχετικά με τις εικόνες, ο Ταράσιος και οι συνεργάτες του είχαν προτείνει μερικά όχι και τόσο πειστικά επιχειρήματα υπέρ της εικονολατρίας. Πολύ μεγαλύτερο ήταν το κύρος των βίων των αγίων, όπου γινόταν λόγος για τις θαυματουργές δυνάμεις των ιερών εικόνων, τον διαμεσολαβητικό τους ρόλο και την ικανότητά τους να εμπνέουν περισσότερη αφοσίωση στους Χριστιανούς. Ήταν φανερό ότι ο Θεός ενέκρινε τις εικόνες και πραγματοποιούσε θαύματα μέσω αυτών, αφού η θεραπεία των τυφλών, των παραλυτικών και των ετοιμοθάνατων ήταν δυνατή μόνο χάρη στη θεία επέμβαση. Αρκετοί μοναχοί και επίσκοποι διάβασαν τις αγαπημένες τους ιστορίες για να υπενθυμίσουν στη Σύνοδο αυτά τα θαύματα.59 Ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε σε μαρτυρίες που είχαν παρατεθεί στη Σύνοδο του 754 και οι οποίες αποδείχτηκαν αμφίβολης αξίας. Οι εικονομάχοι είχαν αναγνώσει σύντομα αποσπάσματα από κείμενα που συνέγραψαν αυθεντίες όπως ο άγιος Νείλος της Αγκύρας, παρουσιάζοντάς τα απομονωμένα ώστε να δώσουν έμφαση στις δικές τους ερμηνείες. Όταν οι σύνεδροι της Νίκαιας τα άκουσαν ενταγμένα στο πλαίσιο ολόκληρης της αφήγησης, καταδίκασαν αυτά τα πιττάκια (μικρές πινακίδες). Μολονότι ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός είχε αναθεματιστεί από τους εικονομάχους της προηγούμενης Συνόδου, το 787 δεν έγινε χρήση του βιβλίου του Τρεις πραγματείοα περί Ιερών Εικόνων. Στην πραγματικότητα, το θεολογικό περιεχόμενο της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου ήταν μάλλον αδύναμο· αφιερώθηκε περισσότερος χρόνος για την τιμωρία των εικονομάχων επισκόπων, παρά για την επεξεργασία μιας καλά τεκμηριωμένης δικαίωσης των εικόνων. Παρ’ όλα αυτά, οι εικονολάτρες στηριζόμενοι σε αγιογραφικές πηγές βρήκαν το υλικό που χρειάζονταν για να υποστηρίξουν ότι η λατρεία των εικόνων αποτελούσε αρχαία παράδοση της Εκκλησίας, να παρακάμψουν τη μωσαϊκή απαγόρευση των εικόνων και να καταδικάσουν τους εικονομάχους ως αιρετικούς. Η Σύνοδος του 787 ανύψωσε έτσι τις άγιες εικόνες σε μια καινούργια θέση και έδωσε ώθηση στην εικονολατρική ερμηνεία του ρόλου της εκκλησιαστικής τέχνης.
Η αποκατάσταση της εικονολατρικής τέχνης
Το γεγονός ότι η Ειρήνη απομάκρυνε τους πλέον ένθερμους υποστηρικτές της εικονομαχίας σήμαινε ότι η ανατροπή της πολιτικής του πεθερού της δεν αμφισβητήθηκε ανοιχτά. Ακόμη και οι πιο ισχυροί εικονομάχοι, όπως ο Μιχαήλ Λαχανοδράκων, έμειναν σιωπηλοί όταν αναστηλώθηκαν οι εικόνες τις οποίες οι ίδιοι είχαν χλευάσει ως ειδωλολατρικές. Αν και η λατρεία τους βασιζόταν σε ένα μάλλον σαθρό θεολογικό υπόβαθρο, οι θρησκευτικές εικόνες χαιρετίζονταν τώρα ως κεντρικό τμήμα της Ορθοδοξίας, ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της χριστιανικής λατρείας που είχε σημαντικό ρόλο στη θεία λειτουργία. Σαν αποτέλεσμα, καλλιτέχνες, συχνά μοναχοί, άρχισαν να αντιγράφουν παλαιότερες εικόνες που είχαν διασωθεί από τους διωγμούς, να ξαναφτιάχνουν όσες είχαν καταστραφεί και να αναπτύσσουν καινούργιες τεχνοτροπίες στη διακόσμηση. Εικόνες απ’ αυτή την περίοδο και στο εξής απεικονίζουν τη Σταύρωση με τον πάσχοντα Χριστό να περιστοιχίζεται από την Παρθένο και τον άγιο Ιωάννη.60 Αυτή η καινούργια έμφαση στο σκηνικό της Μεγάλης Παρασκευής ίσως να είχε τις ρίζες της σε λειτουργικά ποιήματα, όπως τα κοντάκια (θρησκευτικά ποιήματα) του Ρωμανού, τα οποία είχαν ενσωματωθεί στην κανονική λατρεία. Επίσης στα σκριπτόρια, τους χώρους αντιγραφής των μοναστή ριών, αντιγράφονταν και εικονογραφούνταν καινούργια εικονολατρικά κείμενα, όπως εκείνο που αποδίδεται στη Μονή του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή, που συχνότερα αναφέρεται ως Μονή Στουδίου, από το όνομα ενός συγκλητικού του Ε' αιώνα σε κτήμα του οποίου είχε ανεγερθεί. Η Ειρήνη είχε παραχωρήσει στη νέα εικονολατρική κοινότητα αυτοκρατορικό μισθό. Μοναχοί, γραφείς και καλλιτέχνες ενθαρρύνονταν από δύο ιδιαιτέρως δραστήριους εικονολάτρες, τον ηγούμενο Πλάτωνα της Μονής Σακκουδίου και τον ανιψιό του Θεόδωρο, ο οποίος αργότερα τέθηκε επικεφαλής της Μονής Στουδίου. Ο τελευταίος έγραψε επιγράμματα πάνω σε βυζαντινά έργα θρησκευτικής τέχνης που είχαν παραγγελθεί για να κοσμήσουν τη Χαλκή Πύλη, την κυρία είσοδο του αυτοκρατορικού ανακτόρου.61
Ο Σταυρός παρέμεινε το πλέον ισχυρό χριστιανικό σύμβολο, όπως συνέβαινε και την περίοδο της εικονομαχίας. Έτσι δεν έγιναν αλλαγές στον ψηφιδωτό σταυρό που ακόμη και σήμερα διακοσμεί τον σηκό των εκκλησιών, σαν αυτόν του ναού της Αγίας Ειρήνης στην πρωτεύουσα. Έγιναν επισκευές στον ναό της μάρτυρος Αγίας Ευφημίας, μιας από τις πιο σημαντικές εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης. Σύμφωνα με την πηγή που αναφέρεται στο γεγονός, το ιερό είχε μετατραπεί σε οπλαποθήκη από τον Κωνσταντίνο Ε'. Είτε είναι αλήθεια είτε όχι, μετά το 787 το ιερό επέστρεψε στην πρότερη εκκλησιαστική του χρήση, ως η εκκλησία που είχε καθαγιαστεί από τα φημισμένα λείψανα της αγίας η οποία συνέβαλε στον καθορισμό της Ορθόδοξης θεολογίας στη Σύνοδο της Χαλκηδόνος το 451. Και σε άλλα μέρη οι ανθρωπομορφικές εικόνες επέστρεψαν σε περίοπτες θέσεις. Η αυτοκράτειρα αποκατέστησε ή αφιέρωσε μια ψηφιδωτή εικόνα του Χριστού στη Χαλκή Πύλη του Μεγάλου Παλατιού, αδιάψευστη απόδειξη της υποστήριξής της προς την εικονολατρική τέχνη. Μετά το 787, είναι πιθανό ότι ανέθετε σε καλλιτέχνες τη διακόσμηση των κτισμάτων που ανοικοδομούσε, ιδιαιτέρως της εκκλησίας της Παρθένου της Ζωοδόχου Πηγής, καθώς και των νέων κτισμάτων που χρηματοδοτούσε (βλ. κατωτέρω). Η εικονομαχική διακόσμηση κάποιων εκκλησιών και μνημείων, όπως το Μίλιον, το κεντρικό ορόσημο της Κωνσταντινούπολης απ’ όπου μετρούσαν τις αποστάσεις, αντικαταστάθηκε με τις κατάλληλες αναπαραστάσεις εκκλησιαστικών συνόδων, αγίων και ιερών προσώπων. Με αυτόν τον τρόπο προβαλλόταν ο πρωταρχικός διδακτικός σκοπός των εικόνων τόσο στις εκκλησίες όσο και στους δρόμους της πρωτεύουσας και οι Χριστιανοί καλούνταν να μιμηθούν το παράδειγμα των αγίων. Σε μια παράδοση που φτάνει στο παρελθόν μέχρι την πιο πρώιμη δικαίωση της λατρείας των εικόνων, η ρεαλιστική τέχνη ξεχώριζε ως ο μεγάλος παιδαγωγός των αγράμματων.
Κατά τη δεκαετία του 780, η Ειρήνη διεκδικούσε ανελλιπώς τα αυτοκρατορικά πρωτεία απέναντι στον γιο της. Σε μερικά από τα νομίσματα που εκδόθηκαν με τα ονόματα και των δύο, η Ειρήνη παρουσιάζεται να κρατάει το σκήπτρο της εξουσίας στη Σύνοδο του 787 είχε το προβάδισμα απέναντι στον Κωνσταντίνο και επέμεινε το όνομά της να αναφέρεται πριν από το δικό του σε ορισμένες επευφημίες. Την εποχή της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου, ο νεαρός άνδρας, σχεδόν δεκαεπτά ετών πλέον, είχε φτάσει στην ηλικία που του παρείχε το δικαίωμα να διεκδικήσει τη θέση που δικαιούνταν σαν αυτοκράτορας. Πιθανότατα υπήρχαν στον κύκλο του αξιωματούχοι που τον ενθάρρυναν να επιμείνει στα πρωτεία του, διαβάλλοντας παράλληλα την πανίσχυρη μητέρα του. Όμως εκείνη εξακολουθούσε να ασκεί αυστηρό έλεγχο στον Κωνσταντίνο και να τον εμποδίζει να καρπωθεί την κληρονομιά του. Το ισχυρό βουλητικό της το αποκαλύπτει ο τρόπος με τον οποίο διέλυσε τον αρραβώνα του με τη Ροτρούδη, την πριγκίπισσα των Φράγκων, για να τον υποχρεώσει στη συνέχεια να παντρευτεί ένα κορίτσι, τη Μαρία, από το χωριό Άμνια του Θέματος των Αρμενιακών. Αυτή η σημαντική ανατροπή στη ζωή του Κωνσταντίνου υπήρξε συνέπεια της αλλαγής της εξωτερικής πολιτικής της Ειρήνης, η οποία εγκατέλειψε τη συμμαχία με τους Φράγκους για να αντιταχτεί εχθρικά στα επεκτατικά σχέδια του Καρόλου στη Νότιο Ιταλία.62 Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία αν ο Κάρολος διέλυσε τον αρραβώνα μη επιτρέποντας στη Ροτρούδη να εγκαταλείψει τη Δύση ή αν το έπραξε η ίδια η Ειρήνη που εξύφαινε και επέβαλλε τα εναλλακτικά σχέδιά της για τον γάμο του γιου της. Ο Κωνσταντίνος παντρεύτηκε τη Μαρία τον Νοέμβριο του 788, και λέγεται ότι δυσανασχέτησε για την αλλαγή (βλ. λεπτομερή περιγραφή στο κεφάλαιο 3).
Η Ειρήνη ωστόσο έριξε τις δυνάμεις της στην επιθετική εκστρατεία κατά της πολιτικής του Καρόλου στη Νότιο Ιταλία, η οποία έμοιαζε να απειλεί τη βυζαντινή επαρχία της Καλαβρίας. Ζήτησε από τον Άδαλγι, τον Λομβαρδό πρίγκιπα που είχε περάσει πολλά χρόνια στο Βυζάντιο με το όνομα Θεόδοτος, να διεκδικήσει την πατρική του κληρονομιά. Τον έστειλε στη Δύση συνοδεία βυζαντινών δυνάμεων με επικεφαλής τον Ιωάννη τον σακελλάριο και την επιπλέον βοήθεια του Θεόδωρου, του
στρατηγούδιοικητή της Σικελίας, για να αναχαιτίσει τα σχέδια του Καρόλου και να πάρει με το μέρος του μερικούς από τους Ιταλούς υποστηρικτές του.63 Αλλά τελικά αυτή η εκστρατεία του 789 αποδείχτηκε καταστροφική. Και ακόμη χειρότερα συνέπεσε με καινούργιες επιδρομές των Αράβων στην Ανατολή, μετά τον Σεπτέμβριο του 788, καθώς και με τη νίκη των Βουλγάρων στη μάχη του Στρυμόνα. Η Ειρήνη δεν είχε προβλέψει τους κινδύνους που συνεπαγόταν για την Αυτοκρατορία η ταυτόχρονη απειλή σε τρία διαφορετικά και απομακρυσμένα μέτωπα. Ήταν ένα στρατηγικό σφάλμα, που οι περισσότεροι αυτοκράτορες και οι στρατιωτικοί τους αρχηγοί προσπαθούσαν επιμελώς να αποφύγουν. Γιατί ήταν ανόητο να διακινδυνεύεις τον στρατό σου στην Ιταλία όταν έπρεπε να διατηρείς δυνάμεις στην ανατολική Μικρά Ασία και ήταν ιδιαιτέρως επικίνδυνο όταν οι Βούλγαροι ήγειραν αξιώσεις στην περιοχή που μόλις πρόσφατα είχε ανακηρυχθεί ζώνη ειρήνης από την Ειρήνη και τον Κωνσταντίνο στην περιοδεία τους. Οι σύμβουλοι της Ειρήνης δεν έκαναν καλή δουλειά, οι στρατηγοί της υπερφαλαγγίστηκαν και ηττήθηκαν και η εξωτερική της πολιτική ναυάγησε οικτρά.
Ο Κωνσταντίνος μοναδικός διεκδικητής του θρόνου
Κ άτω απ’ αυτές τις συνθήκες, το 790 ο Κωνσταντίνος παρακινήθηκε να διεκδικήσει τη θέση του αυτοκράτορα που δικαιωματικά του ανήκε. Η απογοήτευσή του από την υποδεέστερη θέση του και την αυταρχική συμπεριφορά της μητέρας του ενισχύθηκε αναμφίβολα από τους άνδρες του περιβάλλοντος του, έστω και αν όπως λέγεται δεν ήταν πολλοί. Δεκαεννιά χρόνων πια, ο Κωνσταντίνος περιγράφεται από τον Θεοφάνη σαν «ρωμαλέος και ικανότατος», ένας φιλόδοξος νεαρός άνδρας που του είχαν στερήσει την εξουσία και το έφερε βαρέως.64 Η απόφασή του να κυβερνήσει μόνος του έλαβε πλέον συγκεκριμένη μορφή: αποφάσισε να προσπαθήσει να συλλάβει τον Σταυράκιο, τον ευνούχο που εξακολουθούσε να ελέγχει σε μεγάλο βαθμό την κυβέρνηση. Όμως τα σχέδιά του διέρρευσαν και η Ειρήνη προειδοποίησε τον Σταυράκιο. Μαζί αποφάσισαν να τιθασεύσουν τις φιλοδοξίες του Κωνσταντίνου. Επωφελούμενη από έναν σεισμό, τον Φεβρουάριο του 790, ο οποίος υποχρέωσε την Αυλή να εγκαταλείψει την πρωτεύουσα και να μετακομίσει στο Ανάκτορο του Αγίου Μάμα, σ’ ένα προάστιο στην ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου, η Ειρήνη διέταξε τη σύλληψη των στενών φίλων του γιου της. Στην αναταραχή που ακολούθησε τον σεισμό, συνέλαβαν όλους τους συμβούλους του Κωνσταντίνου, τους μαστίγωσαν, τους κούρεψαν εν χρω και κατόπιν τους εξόρισαν είτε τους περιόρισαν σε κατ’ οίκο φυλάκιση.65 Ούτε ο γιος της δεν γλίτωσε το μαστίγωμα και τη φυλάκιση, κατηγορούμενος για τις απειλές του κατά του Σταυράκιου (και κατά του ασφυκτικού ελέγχου που ασκούσε η Ειρήνη στην αυτοκρατορική εξουσία).
Αυτή η σύγκρουση κορυφής στους κόλπους της βυζαντινής κυβέρνησης χαρακτηρίζεται από τον Θεοφάνη, στη Χρονογραφία του, ως έργο σατανικών ανθρώπων που ανάγκασαν τη μητέρα να συγκρουστεί με τον γιο και τον γιο με τη μητέρα. Με τον ισχυρισμό ότι αρχαίες προφητείες είχαν καταξιώσει το δικαίωμά της να κυβερνήσει, οι οπαδοί της Ειρήνης συνδαύλιζαν τις φιλοδοξίες της και κολάκευαν τις ικανότητες της.66 Είτε την έπεισαν, είτε η συμπαράστασή τους απλώς ενίσχυσε την πρόθεσή της να κυβερνήσει ανεξάρτητα από τον γιο της, η αυτοκράτειρα αντιλαμβανόταν ότι ο έλεγχος του στρατού ήταν κρίσιμος για την επιτυχία της. Και αφού είχε κιόλας διορίσει διοικητές αφοσιωμένους στο πρόσωπό της, προσπάθησε τώρα να εξαναγκάσει όλες τις ένοπλες δυνάμεις να πάρουν όρκο ότι δεν θα δέχονταν ποτέ τον Κωνσταντίνο ως νόμιμο αυτοκράτορά τους.67 Έτσι και ενώ ο Κωνσταντίνος βρισκόταν υπό κράτηση στο Ανάκτορο τα Αγίου Μάμα μετά την αποτυχία της συνωμοσίας του κατά του αρχιευνούχου, η μητέρα του προσπαθούσε να κερδίσει την υποστήριξη του στρατού.
Όμως αυτή η πάλη για την εξουσία προκάλεσε αντιδράσεις στο στράτευμα. Οι δυνάμεις του Θέματος των Αρμενιακών αρνήθηκαν να ορκιστούν: είχαν ήδη ορκιστεί υπακοή στον Κωνσταντίνο και στην Ειρήνη, με αυτή τη σειρά, και δεν δέχονταν καμιά αλλαγή. Ακόμη περισσότερο, θεωρούσαν τις πράξεις της αυτοκράτειρας ανάρμοστες επειδή περίμεναν να γίνει ο Κωνσταντίνος αυτοκράτορας με την ενηλικίωσή του. Από τις ανατολικές περιοχές του Θέματος των Αρμενιακών έφταναν ειδήσεις για μια σοβαρή εξέγερση: οι στρατιώτες είχαν αιχμαλωτίσει τον στρατηγό τους, εξέλεξαν καινούργιο διοικητή και ανακήρυξαν τον Κωνσταντίνο μοναδικό αυτοκράτορα.68 Το παράδειγμά τους ακολούθησαν και άλλες στρατιωτικές μονάδες σε διάφορες περιοχές και έτσι η αντιπαράθεση ανάμεσα στη μητέρα και στον γιο έλαβε στρατιωτικό χαρακτήρα με ορατό τον κίνδυνο εμφυλίου πολέμου.
Κάτω απάτην αυξανόμενη πίεση, η Ειρήνη υπαναχώρησε. Κατανόησε την απειλή που συνιστούσαν τα πιστά στην αυτοκρατορική δυναστεία του Λέοντα Γ στρατεύματα, τα οποία περίμεναν τον νεαρό αυτοκράτορα να τα οδηγήσει στα πεδία των μαχών και δεν ήταν διατεθειμένα πλέον να ανεχτούν τη συνεχιζόμενη υποταγή του στη μητέρα του. Τον Οκτώβριο του 790, ο Κωνσταντίνος ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας από πολλές επαρχιακές μονάδες, οι οποίες προέλασαν μέχρι την Ατρόα της Βιθυνίας (στη δυτική Μικρά Ασία) για να υποχρεώσουν την Ειρήνη να παραιτηθεί.69
Έχοντας εξασφαλίσει τη σταθερή υποστήριξη του στρατού, ο Κωνσταντίνος πήρε άμεσα μέτρα προκειμένου να εδραιώσει την εξουσία του. Έστειλε διαταγή στην πρωτεύουσα γνωστοποιώντας ότι αναλάμβανε μόνος του την αυτοκρατορική διακυβέρνηση, απαιτώντας να γνωστοποιηθεί η απόφασή του δημοσίως στην Αγορά του Κωνσταντίνου.70 Αυτό ήταν το συνηθισμένο μέρος όπου συγκεντρώνονταν οι πολίτες της Κωνσταντινούπολης όταν ο έπαρχος της πόλης είχε να τους ανακοινώσει σημαντικές ειδήσεις. Στάλθηκαν κήρυκες παντού για να πληροφορήσουν τον πληθυσμό ότι επέκειτο μια σπουδαία ανακοίνωση και αναρτήθηκαν πινακίδες με τα νέα σε επίκαιρα σημεία. Οι Πράσινοι και οι Βένετοι σίγουρα θα επευφήμησαν και επίσημα τον Κωνσταντίνο ως αυτοκράτορα και έτσι οι πάντες θα κατάλαβαν πλέον ότι η μητέρααυτοκράτειρα και αντιβασίλισσα είχε αποσυρθεί από την πολιτική σκηνή. Στο μεταξύ, στην Ατρόα, ο Κωνσταντίνος επισημοποιούσε τον διορισμό ενός νέου στρατηγού της στρατιωτικής δύναμης του Θέματος των Αρμενιακών, του Αλεξίου Μουσουλέμ (το Μουσέλε είναι αρμενικό όνομα), και επέμεινε να ορκιστούν οι στρατιώτες ότι δεν θα δέχονταν στο εξής την Ειρήνη ως αυτοκράτειρά τους. Κατόπιν επέστρεψε στην πρωτεύουσα και συνέλαβε τον αρχιευνούχο λογοθέτη Σταυράκιο, τον Αέτιο, έμπιστο της Ειρήνης, και όλους τους αφοσιωμένους της ευνούχους. Αφού μαστιγώθηκαν και εκάρησαν, εξορίστηκαν σε διάφορα μέρη. Ο Σταυράκιος στάλθηκε στο Θέμα των Αρμενιακών, ώστε οι στρατιώτες εκεί να καταλάβουν πως ο Κωνσταντίνος δεν χωράτευε. Ο αυτοκράτορας περιόρισε τη μητέρα του στο Ανάκτορο του Ελευθερίου, το οποίο είχε κτίσει η ίδια, με την ανεπίσημη συμφωνία ότι θα έμενε εκεί.71
Η βασιλεία του Κωνσταντίνου ΣΤ' 790-797
Μ ε αυτόν τον τρόπο ο Κωνσταντίνος επιτέλους κέρδισε τον κληρονομικό του θρόνο και περιβλήθηκε την αυτοκρατορική εξουσία ως μοναδικός γιος του Λέοντα Δ', εγγονός του Κωνσταντίνου Ε' και δισέγγονος του Λέοντα Γ', ιδρυτή της δυναστείας. Μετακόμισε μαζί με τη γυναίκα του στα επίσημα αυτοκρατορικά διαμερίσματα του Μεγάλου Παλατιού και σύντομα η Μαρία γέννησε μια κόρη που ονομάστηκε Ειρήνη, σαν την εκ πατρός γιαγιά της.72 Ολόκληρη η Αυλή πρέπει να προσευχήθηκε ώστε την επόμενη φορά η Θεία Χάρις να ευλογούσε τον αυτοκράτορα στέλνοντάς του έναν γιο. Με τη βοήθεια έμπειρων στρατηγών, όπως ο Μιχαήλ Λαχανοδράκων που είχε υπηρετήσει και τον παππού του, καθώς και όσων διόρισε επικεφαλής των επαρχιακών επαγγελματικών στρατιωτικών δυνάμεων, ο Κωνσταντίνος ΣΤ' προετοιμαζόταν να κυβερνήσει χωρίς τη μητέρα του. Οι πρώτες του προσπάθειες στο πεδίο της μάχης δεν είχαν ευτυχή κατάληξη: τόσο εναντίον των Βουλγάρων (Απρίλιος του 791) όσο και κατά των Αράβων (τον επόμενο Σεπτέμβριο) απέτυχε να εξασφαλίσει τη νίκη. Απέτυχε επίσης να διατηρήσει την αφοσίωση των στρατευμάτων του Θέματος των Αρμενιακών, τα οποία δυσανασχετούσαν επειδή τον στρατηγό τους, τον Αλέξιο Μουσουλέμ, τον είχαν περιορίσει στην Κωνσταντινούπολη σε υποχρεωτική απραξία. Έτσι το πρώτο έτος της βασιλείας του ο αυτοκράτορας δεν επέδειξε ιδιαίτερες στρατηγικές ικανότητες, αλλά ούτε χρησιμοποίησε με τον καλύτερο τρόπο τους αξιωματικούς του.
Η Ειρήνη στο μεταξύ πίεζε τον γιο της να την αποκαταστήσει στην αρμόζουσα θέση της ως αυτοκράτειραμητέρα. Τον Ιανουάριο του 792, εισακούοντας τις εκκλήσεις πολλών υψηλά ιστάμενων, συναίνεσε στο αίτημά της να την επαναφέρει στην Αυλή. Το γεγονός σημαδεύτηκε από τις επευφημίες που θύμιζαν την οικεία μορφή της συμβασιλείας τους την προηγούμενη δεκαετία: «Πολύχρονοι ο Κωνσταντίνος και η Ειρήνη!»73 Για μιαν ακόμη φορά οι Πράσινοι και οι Βένετοι έκαναν δημόσια γνωστή την επίσημη μεταστροφή: η αυτοκράτειραμητέρα δεν ήταν πια σε δυσμένεια, περιορισμένη στο ανάκτορό της, αλλά είχε επανακτήσει τη θέση της ως συναυτοκράτειρα του Κωνσταντίνου. Και καθώς ο ευνοούμενος ευνούχος της επιστρέφει επίσημα στην πρωτεύουσα λίγο μετά την αποκατάστασή της, φαίνεται ότι η Ειρήνη είχε τη δύναμη να επιτύχει την ανάκληση του Σταυράκιου από την εξορία. Παρότι ο Κωνσταντίνος θα μπορούσε να είχε απαιτήσει να επευφημείται μόνον αυτός, οι επευφημίες που απευθύνονταν και στους δυο τους ήταν ολοφάνερα μια παραχώρηση στο προηγούμενο κύρος της Ειρήνης, ένα μάλλον κακό προμήνυμα για τον ίδιο. Όταν ο στρατός πληροφορήθηκε τα σχετικά με τη νέα προσφώνηση, τα στρατεύματα των Αρμενιακών εξεμάνησαν και αρνήθηκαν να προσθέσουν το όνομα της Ειρήνης. Επιπλέον απαίτησαν να επιστρέφει ο στρατηγός τους, Αλέξιος Μουσουλέμ. Όμως ο Κωνσταντίνος διαισθανόταν ότι μια παρόμοια κίνηση θα ήταν πιθανόν επικίνδυνη και έτσι έριξε τον Αλέξιο στη φυλακή. Το ποτήρι ξεχείλισε και η στρατιά των Αρμενιακών εξεγέρθηκε.74
Ο αυτοκράτορας, ενδεχομένως ως αντιπερισπασμό προς αυτό το μη συνεργάσιμο τμήμα του στρατού στην Ανατολή, διέταξε μια καινούργια εκστρατεία κατά των Βουλγάρων τον Ιούλιο του 792. Συνοδευόμενος από πολλούς διακεκριμένους στρατηγούς προέλασε στις Μαρκέλλες, που είχαν οχυρωθεί εκ νέου, και ύστερα επιτέθηκε στους Βουλγάρους που είχαν αρχηγό τους τον χαν Κάρδαμο, χωρίς ξεκάθαρο σχέδιο μάχης. Στην καταστροφή που επακολούθησε, σκοτώθηκαν πολλοί Βυζαντινοί και οι Βούλγαροι λαφυραγώγησαν τις αυτοκρατορικές αποσκευές, τα χρήματα, τα άλογα, τις προμήθειες, ακόμη και την αυτοκρατορική σκηνή την ώρα που ο Κωνσταντίνος επέστρεφε κυνηγημένος στην πρωτεύουσα.75 Αυτή η φοβερή ήττα, που κόστισε τη ζωή του Μιχαήλ Λαχανοδράκοντος και άλλων επιφανών στρατηγών, ώθησε το επαγγελματικό τμήμα του στρατού, τα τάγματα, να εξεγερθούν στο όνομα του τέως καίσαρος Νικηφόρου, θείου του Κωνσταντίνου. Μολονότι είχαν υποβιβαστεί στις τάξεις των κληρικών από την Ειρήνη μετά το 780, οι καίσαρες σε αυτή την τρίτη απόπειρα κατάληψης της εξουσίας είχαν εξασφαλίσει σοβαρή υποστήριξη και ανάγκασαν τον Κωνσταντίνο να αναλάβει αποφασιστική δράση. Για να ξεμπερδεύει με τις αυτοκρατορικές τους φιλοδοξίες, διέταξε να τυφλωθεί ο Νικηφόρος και να ακρωτηριαστούν οι υπόλοιποι τέσσερις.76 Με την προτροπή του Σταυράκιου και της μητέρας του έβαλε επίσης να τυφλώσουν τον στρατηγό των Αρμενιακών Αλέξιο Μουσουλέμ, ώστε να μην μπορεί στο μέλλον να διεκδικήσει το αυτοκρατορικό αξίωμα.
Ωστόσο, στην προσπάθειά του να φανεί σκληρός με τους αντιπάλους του, ο Κωνσταντίνος έπαιξε άθελά του το παιχνίδι των εχθρών του, γιατί όταν η στρατιά του Θέματος των Αρμενιακών πληροφορήθηκε την τύχη του στρατηγού της, η εξέγερσή της μετατράπηκε σε ανοιχτό πόλεμο κατά της Κωνσταντινούπολης. Η ανταρσία μονοπώλησε την προσοχή του αυτοκράτορα σχεδόν για έναν χρόνο και τον υποχρέωσε να αναλάβει δύο εκστρατείες εναντίον των στασιαστών και να συγκεντρώσει τις προσπάθειές του σε μια εσωτερική σύρραξη σε βάρος όλων των άλλων σημαντικών κρατικών υποθέσεων. Τελικά κατόρθωσε να πατάξει την εξέγερση των Αρμενιακών και να φέρει στην Κωνσταντινούπολη χίλιους αλυσοδεμένους αιχμαλώτους, οι οποίοι παρήλασαν ταπεινωμένοι μέσω της Πύλης των Βλαχερνών. Σημάδεψαν τα μέτωπά τους χαράζοντας τις λέξεις «Αρμένιος συνωμότης» και κατόπιν οι στασιαστές εξορίστηκαν στη Σικελία και αλλού.77 Όμως ο Κωνσταντίνος δεν αντάμειψε εκείνους που τον είχαν υποστηρίξει κι έτσι δεν κατάφερε να κερδίσει τη μακροχρόνια αφοσίωση αυτού του δύστροπου τμήματος του επαρχιακού στρατού.
Ο δεύτερος γάμος του Κωνσταντίνου
Ετσι το 793, μετά από τρία χρόνια διακυβέρνησης, ο Κωνσταντίνος δεν είχε καταφέρει να εδραιώσει την εξουσία του, ούτε να κερδίσει μια απ’ αυτές τις νίκες που μπορούν να εορταστούν με θρίαμβο. Επιπλέον, είχε δεχτεί εκ νέου τη μητέρα του και τους αυλικούς της στους κυβερνητικούς κύκλους και υπολόγιζε ακόμη τη γνώμη της. Κατά πόσον η Ειρήνη έσπειρε τους σπόρους της απόφασης η οποία επρόκειτο να του κοστίσει τον θρόνο, δεν το γνωρίζουμε. Αλλά η υπόλοιπη περίοδος της αποκλειστικής βασιλείας του Κωνσταντίνου κυριαρχείται από ένα ακόμη σφάλμα κρίσεως, το οποίο θα μπορούσε τόσο εύκολα να είχε αποφευχθεί, ώστε οι σύγχρονοί του υποπτεύονται πως η Ειρήνη έβαλε το χέρι της. Κατά τον Θεοφάνη, ο αυτοκράτορας κατελήφθη από αποστροφή για τη σύζυγό του Μαρία, «εξαιτίας των μηχανορραφιών της μητέρας του» και έψαχνε τρόπο για να πάρει διαζύγιο.78 Ίσως και να είχε χάσει την υπομονή του μαζί της μετά τη γέννηση μιας δεύτερης κόρης, στις αρχές της δεκαετίας του 790. Περιττό να πούμε ότι αυτή η γέννα δεν αναφέρεται από κανέναν ιστορικό της εποχής. Ωστόσο η δεύτερη πορφυρογέννητη κόρη της Μαρίας, που βαπτίστηκε Ευφροσύνη, έμελλε να διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο την τρίτη και την τέταρτη δεκαετία του Θ' αιώνα. Είναι όντως η δεύτερη από τις γυναίκες στην πορφύρα που αποτελούν το αντικείμενο της παρούσης μελέτης. Το πρώτο πράγμα που γνωρίζουμε γι’ αυτήν είναι ότι μοιράστηκε τη δυσμένεια στην οποία είχε περιπέσει η μητέρα της.
Τον Ιανουάριο του 795, η Μαρία αναγκάστηκε να γίνει καλόγρια με τα μαλλιά της κομμένα κοντά, φορώντας το μοναστικό ράσο εξορίστηκε με τις δύο μικρές της κόρες σε ένα γυναικείο μοναστήρι που είχε ιδρύσει η Ειρήνη στη νήσο Πρίγκιπο, στη Θάλασσα του Μαρμαρά.'9 Μια και δεν υπήρχε νομικό έδαφος που να δικαιολογεί το διαζύγιο, όπως η αποδεδειγμένη μοιχεία ή η συνωμοσία με στόχο τον φόνο του αυτοκράτορα, η εν λόγω πράξη επέσυρε αμέσως την αυστηρή κριτική των εκκλησιαστικών Αρχών, οι οποίες επισήμαναν ότι ο γάμος είναι ισόβιος. Ωστόσο το διαζύγιο ήταν απαραίτητο αν ο Κωνσταντίνος επιθυμούσε να ξαναπαντρευτεί, πράγμα που σύντομα αποδείχτηκε ότι ήταν ο σκοπός του. Μόλις επτά μήνες αργότερα, έστεψε την καινούργια του αυτοκράτειρα ως αυγούστα, τίτλο που η Μαρία δεν έφερε ποτέ, και τον Σεπτέμβριο πραγματοποιήθηκε η γαμήλια τελετή στο Ανάκτορο τα Αγίου Μάμα. Οι σαρανταήμεροι εορτασμοί καταγγέλθηκαν από μια ομάδα συντηρητικών κληρικών, οι οποίοι διαμαρτυρήθηκαν εναντίον ενός γάμου που θεωρούσαν μοιχικό. Οι ίδιοι κληρικοί αρνήθηκαν επίσης να τελέσουν το μυστήριο της Θείας Κοινωνίας μαζί με τον πατριάρχη Ταράσιο, επειδή ο τελευταίος είχε επιτρέψει σ’ έναν ιερέα του να ευλογήσει τον γάμο του αυτοκράτο
Η καινούργια σύζυγος του Κωνσταντίνου ονομαζόταν Θεοδότη. Ήταν προηγουμένως κουβικουλάρια, δηλαδή κυρία επί των τιμών, και ήταν συγγενής με τον Πλάτωνα του Σακκουδίου και τον ανιψιό του Θεόδωρο, δύο εξέχοντες μοναχούς και από τους πλέον φανατικούς υποστηρικτές της αυτοκράτειρας Ειρήνης. Η Θεοδότη είχε ελκύσει το ενδιαφέρον του Κωνσταντίνου σε κάποια στιγμή της ζωής του, όταν ο τελευταίος ήθελε να διεκδικήσει την εξουσία για λογαριασμό του και να διαχειρίζεται μόνος του τις υποθέσεις του. Η σκέψη να χωρίσει τη Μαρία, η οποία άλλωστε δεν ήταν δική του επιλογή, και να παντρευτεί τη Θεοδότη ήταν σίγουρα δελεαστική, όμως ο οποιοσδήποτε συνετός σύμβουλος θα τον είχε προειδοποιήσει για τον κίνδυνο να προσβάλει έτσι την Εκκλησία. Ωστόσο ο αυτοκράτορας επέ μείνε στο διαζύγιο κι έτσι βρέθηκε αντιμέτωπος με ένα ακόμη τμήμα της Αυλής. Οι συγγενείς της Θεοδότης, αντί να της παρασταθούν, ηγήθηκαν της αντίδρασης κατά του αυτοκρατορικού της γάμου. Έπαιξαν σημαντικό ρόλο σε αυτό που έμεινε στην Ιστορία ως «Μοιχικό σχίσμα». Σε αντίθεση με την επιεικέστερη στάση του πατριάρχη Ταράσιου, καταδικάζοντας τον δεύτερο γάμο του αυτοκράτορα εφάρμοσαν τη δική τους αυστηρή, πουριτανική ερμηνεία των κανόνων που διέπουν το διαζύγιο. Ειδικότερα η άρνηση του πατριάρχη να αφορίσει τον ιερέα που είχε ευλογήσει τον αυτοκρατορικό γάμο στηλιτεύτηκε ως «οικονομία» (στην κυριολεξία οικονομία, με την έννοια της οικονομίας απέναντι στην αλήθεια, εν προκειμένω απέναντι στους κανόνες). Η Εκκλησία στο Βυζάντιο διχάστηκε εξαιτίας μιας εσωτερικής διαφωνίας που απειλούσε τώρα να καταβαραθρώσει τους κεντρικούς πρωταγωνιστές της αυτοκρατορικής κυβέρνησης. Ο πατριάρχης βρισκόταν ολοένα και πιο απομονωμένος απέναντι σε μια αντιπολιτευτική λαίλαπα, που φούντωνε και μάνιαζε πεισμένη ότι ο δεύτερος γάμος του Κωνσταντίνου ήταν παράνομος. Μολονότι ο αυτοκράτορας δεν διέθετε κατάλληλους συμβούλους, θα είχε σίγουρα συνειδητοποιήσει τον πιο σοβαρό, μακροπρόθεσμα, κίνδυνο: τα παιδιά που θα του χάριζε η Θεοδότη δεν θα θεωρούνταν νόμιμα και δεν θα ήταν σε θέση να κληρονομήσουν τον θρόνο.
Ο ρόλος της Ειρήνης σε αυτή την υπόθεση δεν διευκρινίστηκε ποτέ. Αλλά από τη στιγμή που οι υποστηρικτές της στα μοναστήρια πρόβαλλαν την αυστηρή ερμηνεία των κανόνων περί διαζυγίου, προφανώς και εκείνη θα κράτησε αποστάσεις από την πιο ευέλικτη πολιτική του πατριάρχη όσον αφορά τον δεύτερο γάμο του αυτοκράτορα. Είναι γνωστό ότι η Ειρήνη είχε παραχωρήσει μισθούς σε διάφορες μοναστικές κοινότητες, περιλαμβανομένης και της Μονής Στουδίου. Ο Θεοφάνης ισχυρίζεται ότι η Ειρήνη «λαχταρούσε την εξουσία και επιθυμούσε την οικουμενική καταδίκη του Κωνσταντίνου».81 Αν και το εν λόγω σενάριο ήταν αρκούντως προβλέψιμο, το περιβάλλον του αυτοκράτορα δεν φαίνεται να πήρε κάποια μέτρα κατά της ενδεχόμενης αντιπολίτευσης. Από τη στιγμή που είχε εξασφαλιστεί η συγκατάθεση του Ταράσιου, οι άνθρωποι του αυτοκράτορα ήλπιζαν πιθανόν ότι και η υπόλοιπη Εκκλησία θα προσαρμοζόταν στην κατ’ οικονομία ερμηνεία των κανόνων από τον πατριάρχη. Όμως είχαν υποτιμήσει το κύρος της μοναστικής κοινότητας. Πολλοί εικονολάτρες μοναχοί είχαν επιστρέφει στο Βυζάντιο μετά την αναστήλωση των εικόνων ο Πλάτων και οι οπαδοί του είχαν αναβαθμιστεί και είχαν γίνει δεκτοί μετά χαράς στον κύκλο των συμβούλων της Ειρήνης. Και η τελευταία υποστήριζε φυσικά την αντίθεσή τους προς τον Ταράσιο, βάζοντας ένα κομμάτι της Εκκλησίας να εναντιώνεται σ’ ένα άλλο. Άλλωστε δεν της διέφευγε η λαϊκή συμπάθεια για τον Πλάτωνα και τους ανιψιούς του, οι οποίοι είχαν μαστιγωθεί και εξοριστεί με διαταγές του Κωνσταντίνου. Η αιτιολογημένη δικαίωση της μοναστικής παράταξης συρρίκνωσε ακόμη περισσότερο τους οπαδούς του αυτοκράτορα και κατέστησε ακόμη πιο επισφαλή τη θέση του.
Μολονότι είχε εξιλεωθεί φερόμενος με αληθινά αυτοκρατορικό τρόπο, όταν επέτρεψε στη μητέρα του να επιστρέφει στους κυβερνητικούς κύκλους ο Κωνσταντίνος έμεινε εκτεθειμένος στους έμπειρους υπολογισμούς της. Κατόρθωσε να νικήσει τους Βουλγάρους όσο και τους Άραβες σε διάφορες εκστρατείες την περίοδο 795797, όμως η δημόσια εικόνα του είχε αμαυρωθεί εξαιτίας της διένεξης σχετικά με το διαζύγιό του. Το φθινόπωρο του 796, συνοδέυσε τη μητέρα του και ολόκληρη την Αυλή στην Προύσα (σημερινή Μπούρσα, στη δυτική Μικρά Ασία) για να κάνουν ιαματικά λουτρά στις θερμές πηγές. Όσο βρίσκονταν εκεί, έφτασαν τα νέα από την πρωτεύουσα ότι η Θεοδότη είχε γεννήσει γιο και ο Κωνσταντίνος βιάστηκε να επιστρέφει. Το παιδί βαπτίστηκε Λέων, όπως ο παππούς του, ο Λέων Δ'.82 Κατά την απουσία του Κωνσταντίνου η Ειρήνη κατάφερε να δωροδοκήσει όλους τους διοικητές των ταγμάτων, καθώς και τους αυλικούς που είχαν μαζευτεί στην Προύσα. Δασκάλεψε τους δικούς της να πείσουν τους στρατιωτικούς ότι ο Κωνσταντίνος δεν θα γινόταν ποτέ άξιος ηγεμόνας. Προβάλλοντας τον εαυτό της σαν το μοναδικό άτομο ικανό να κυβερνήσει την Αυτοκρατορία, συνωμοτούσε για να τον ξεφορτωθεί. Τον επόμενο χρόνο ο Κωνσταντίνος άρχισε σταδιακά να αντιλαμβάνεται αυτές τις δολοπλοκίες, αλλά ήταν ήδη αποξενωμένος από μεγάλα τμήματα της Εκκλησίας, του στρατού και της Αυλής κι έτσι δεν μπορούσε να υπολογίζει στην υποστήριξή τους. Την 1η Μαΐου του 797, ο μικρός Λέων πέθανε σε ηλικία μόλις επτά μηνών, γεγονός που τραυμάτισε βαθιά τον Κωνσταντίνο. Οι θλιμμένοι γονείς έθαψαν τον γιο τους σε μια μικρή μαρμάρινη σαρκοφάγο στο μαυσωλείο του ναού των Αγίων Αποστόλων.83
Κάτω απ’ αυτές τις δύσκολες συνθήκες, η Ειρήνη έσφιξε ακόμη περισσότερο τον κλοιό γύρω από τον γιο της απομονώνοντάς τον από τους στρατιωτικούς που τον υποστήριζαν στα ανατολικά Θέματα. Πάντως οι δύο ηγεμόνες συμμετείχαν από κοινού σε ορισμένες τελετές, όπως η επιστροφή των λειψάνων της αγίας Ευφημίας στην ομώνυμη εκκλησία στο κέντρο της Κωνσταντινούπολης, πιθανόν τον Ιούλιο του 797. Η μετακομιδή των φημισμένων λειψάνων, απ’ τα οποία εκκρινόταν ένα θεραπευτικό υγρό, στην επισκευασμένη εκκλησία απετέλεσε μείζον γεγονός που σημάδεψε τον εκ νέου καθαγιασμό του ναού ως εικονολατρικού ιερού.84 Ορισμένοι πιστοί εικονολάτρες ανταμείφθηκαν με κομμάτια απ’ τα οστά της αγίας: ο Νικήτας, ο ευνούχος και πατρίκιος, πήρε το δεξί χέρι της αγίας, ενώ οι δύο θυγατέρες του Κωνσταντίνου από τη Μαρία, την πρώτη του σύζυγο, έλαβαν και αυτές το μερίδιό τους. Φαίνεται περισσότερο πιθανό να ήταν η Ειρήνη εκείνη που πήρε την πρωτοβουλία γι’ αυτό το δώρο, μια και δεν διαθέτουμε μαρτυρίες του ενδιαφέροντος του Κωνσταντίνου για την προηγούμενη οικογένειά του, τα μέλη της οποίας ζούσαν σε μοναστήρι στη νήσο Πρίγκιπο. Αυτή είναι και η μόνη αναφορά στις δύο εναπομείνασες κόρες του κατά τη διάρκεια της ζωής του. Υπήρξε μάλιστα μία από τις τελευταίες επίσημες πράξεις του.
Προφανώς θα είχαν ήδη κυκλοφορήσει φήμες για τις συζητήσεις της Ειρήνης με τους στρατιωτικούς αρχηγούς στην Προύσα, γιατί ο Κωνσταντίνος άρχισε να το παίρνει απόφαση ότι η τελική αναμέτρηση με τη μητέρα του ήταν αναπόφευκτη. Τον Αύγουστο του 797 εγκατέλειψε την πρωτεύουσα, δίνοντας οδηγίες στη Θεοδότη να διαφύγει στην ανατολική ακτή του Μαρμαρά. Όμως τον πρόλαβαν οι φίλοι της μητέρας του, τον συνέλαβαν ενώ προσπαθούσε να αναζητήσει καταφύγιο στις δυνάμεις του Θέματος των Ανατολικών και τον έφεραν πίσω στην Κωνσταντινούπολη. Στις 19 Αυγούστου του 797, η Ειρήνη διέταξε να τυφλωθεί ο ίδιος της ο γιος στην Αίθουσα της Πορφύρας, εκεί που τον είχε γεννήσει είκοσι έξι χρόνια πριν.85
Παρά την αποκρουστική της φύση, η ποινή της τύφλωσης θεωρούνταν σπλαχνική επιλογή σε σύγκριση με την καταδίκη σε θάνατο, που ήταν η αρμόζουσα τιμωρία για όσους συνωμοτούσαν κατά του αυτοκράτορα. Η στέρηση της όρασης ήταν συνηθισμένη μέθοδος παραμερισμού των πολιτικών αντιπάλων, τόσο στο Βυζάντιο όσο και στη Δύση. Άλλωστε και ο ίδιος ο Κωνσταντίνος ΣΤ' την είχε χρησιμοποιήσει το 792, όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με τη συνωμοσία, την τρίτη κατά σειρά, των υποστηρικτών των θείων του, των καισάρων: διέταξε να τυφλώσουν τον Νικηφόρο και να ξεριζώσουν τις γλώσσες των άλλων τεσσάρων. Ο Κωνσταντίνος είχε επίσης διατάξει να τυφλώσουν τον Αλέξιο Μουσουλέμ για να του στερήσει κάθε ελπίδα ανόδου στον θρόνο. Η τύφλωση επιβαλλόταν ακόμη και σε μέλη της Εκκλησίας που κατηγορούνταν για σοβαρά εγκλήματα και πολιτικά παραπτώματα: το 705, όταν ο Ιουστινιανός Β' ξαναμπήκε στην πρωτεύουσα για να διεκδικήσει τον αυτοκρατορικό του θρόνο, διέταξε να τυφλώσουν τον πατριάρχη Καλλίνικο κι ύστερα τον εξόρισε στη Ρώμη.86 Ο Καλλίνικος επέστρεψε αργότερα στο Βυζάντιο σπάνια περίπτωση ανθρώπου που επιβίωσε μετά από παρόμοιο ακρωτηριασμό. Το 799, ο πάπας Λέων Γ' μόλις διέφυγε από μια συνωμοσία που σκοπό είχε την τύφλωσή του.
Η τιμωρία λοιπόν που επιβλήθηκε στον Κωνσταντίνο κατ’ εντολή της Ειρήνης ήταν σύμφωνη με τις συνήθειες της εποχής για την εξουδετέρωση ενός πολιτικού αντιπάλου. Υποδηλώνει ότι η Ειρήνη θεωρούσε ως απαράδεκτη πρόκληση για το προσωπικό της κύρος τις φιλοδοξίες του γιου της να κυβερνήσει μόνος του. Ο Θεοφάνης δεν συγχωρεί την πράξη της που εκτιμά πως αποσκοπούσε στη θανάτωση του Κωνσταντίνου. Αναφέρει ότι ο ήλιος κρύφτηκε για δεκαεπτά ημέρες και αυτή η απροσδόκητη σκοτεινιά αντανακλούσε την απώλεια της όρασης που η Ειρήνη είχε επιβάλει στον γιο της. Η αναφορά είναι τετριμμένη, αφού πάντα παρομοίαζαν τον αυτοκράτορα με τον ήλιο. Σε πείσμα αυτών των κακών οιωνών, ο Κωνσταντίνος έζησε κάμποσα χρόνια ακόμη και η πολεμική γύρω από τον γάμο του εξακολούθησε να ταλανίζει την Εκκλησία. Η Θεοδότη τον φρόντιζε μέχρι το 805 περίπου, οπότε φαίνεται ότι πέθανε ο Κωνσταντίνος και η χήρα του αποσύρθηκε σε μια μονή.87 Χάρη σ’ ένα παράξενο παιχνίδι της μοίρας, κάτι που διόλου δεν επιθυμούσε η Ειρήνη, ο Κωνσταντίνος έζησε περισσότερο από τη μητέρα του.
Η Ειρήνη μόνη αυτοκράτειρα (797-802)
Με αυτόν τον τρόπο λοιπόν η Ειρήνη απέκτησε τον έλεγχο της Αυτοκρατορίας. Ως συναυτοκράτειρα κατείχε ήδη τον αυτοκρατορικό τίτλο, έτσι η αλλαγή δεν απαιτούσε παρά μόνο μια ανακοίνωση, με την οποία ο λαός πληροφορήθηκε ότι ο Κωνσταντίνος δεν ήταν πλέον σε θέση να κυβερνήσει. Η Ειρήνη εμφανίζεται να μη δίνει άλλες εξηγήσεις πέρα από το γεγονός ότι ο γιος της είχε απολέσει την όρασή του και συνεπώς δεν μπορούσε να είναι πια αυτοκράτορας. Η ηγεμονία της αποτυπώθηκε στα νέα νομίσματα, όπου παρουσιαζόταν ως η μοναδική αυτοκράτειρα. Οι χρυσοί σόλιδοι την παρίσταναν ως βασίλισσα και έφεραν την εικόνα της και στις δύο όψεις. Τόσο η μπροστινή όσο και η οπίσθια όψη είναι ολοφάνερο ότι προέρχονται από σχεδόν ταυτόσημες μήτρες, ώστε από όποια πλευρά και να το κρατήσεις, το νόμισμα απεικονίζει την Ειρήνη με την αυτοκρατορική της ενδυμασία και το σκήπτρο της εξουσίας στο χέρι της. Δεν ένιωθε την ανάγκη να αντλήσει από το κύρος του συζύγου της, του Λέοντα Δ', που είχε πεθάνει καιρό πριν, ή τους προγόνους του, τα μέλη της Συριακής δυναστείας που βρισκόταν στην εξουσία για ογδόντα ολόκληρα χρόνια. Με αυτά τα νέας κοπής νομίσματα διακήρυξε την αλλαγή στην ηγεσία και το 797 οι πολίτες της Αυτοκρατορίας αλλά και όλοι όσοι συναλλάσσονταν με το Βυζάντιο δεν είχαν πλέον καμιά αμφιβολία για το ποιος ασκούσε την εξουσία (βλ. εικόνα 1γ).
Και ενώ στα νομίσματα χρησιμοποιείτο ο ορθός γραμματικός τύπος, το θηλυκό βασίλισσα, στα νομοθετικά έγγραφα χρησιμοποιείτο ο γραμματικός τύπος στην αρσενική του εκδοχή, βασιλεύς.88 Αφού ο αυτοκράτορας ήταν η πηγή του νόμου, ήταν σύνηθες οι νομικές ρυθμίσεις να εισάγονται με το κύρος του «μεγάλου αυτοκράτορα, πιστού στον Χριστό». Ούτε η Ειρήνη αλλά ούτε οι νομικοί της σύμβουλοι δεν βρήκαν τον λόγο να αλλάξουν αυτή τη διατύπωση η οποία εγγυόταν τη γνησιότητα. Οι δύο καινούργιοι νόμοι, οι Νεαραί, που εκδόθηκαν στο όνομά της είχαν ως αντικείμενο το ζήτημα των όρκων και των επόμενων, μετά τον πρώτο, γάμων θέματα που είχαν ήδη αποδειχτεί εξαιρετικά κρίσιμα για την ανάρρησή της στην αυτοκρατορική εξουσία. Ο πρώτος νόμος υπογράμμιζε ότι οι όρκοι παίρνονται ενώπιον του ιδίου του Χριστού και δεν πρέπει να παραβιάζονται ελαφρά τη καρδία, ενώ ο δεύτερος απαγόρευε τον τρίτο γάμο ως πρακτική παρόμοια με την κτηνωδία. Αυτά τα συμπληρώματα του ποινικού κώδικα τα υπέγραφε η Ειρήνη ως αυτοκράτωρ, ανώτατος ηγεμόνας.89 Δεν ήθελε να υπάρχει ούτε ένας που να παρεξηγεί τη φύση της εξουσίας της. Όλοι όφειλαν να τη σέβονται και να την αντιμετωπίζουν ως μοναδική αυτοκράτειρα, αφού πράγματι δεν υπήρχε κανένας άλλος.
Με αυτόν τον τρόπο υποδείκνυε στις ξένες δυνάμεις προς τις οποίες απευθύνθηκε γραπτώς, στον Επίσκοπο της Ρώμης, στους πιστούς της αξιωματικούς στις επαρχίες αλλά και στον λαό της Κωνσταντινούπολης, που πληροφορήθηκε τους νόμους όταν αναγνώσθηκαν δημόσια, ότι δεν ήταν απλώς αυτοκρατορική σύζυγος αλλά η αληθινή αυτοκράτειρα. Απ’ αυτή την άποψη, η βυζαντινή Αυλή, η Εκκλησία, ο στρατός και ο λαός, που διέθεταν τρόπους να εκφράζουν τη διαφωνία τους για τις νέες εξελίξεις, κατανοούσαν ότι το αξίωμα του αυτοκράτορα ήταν διαφορετικό από το πρόσωπο που κατείχε το εν λόγω αξίωμα. Για να ευημερεί η Αυτοκρατορία έπρεπε να την κυβερνά ένα άτομο που έφερε τον τίτλο βασιλεύς. Ο τίτλος αυτός είχε δοθεί στην Ειρήνη όταν ακόμη ήταν συναυτοκράτειρα μαζί με τον γιο της Κωνσταντίνο ΣΤ', ο οποίος επιβεβαίωσε τη συμμετοχή της μητέρας του στην εξουσία όταν δέχτηκε να μοιραστεί και πάλι μαζί της την αυτοκρατορική του δύναμη, το 792. Και οι δύο μαζί είχαν επευφημηθεί ως ηγεμόνες και η προφανής κυριαρχία της μητέρας πάνω στον γιο της είχε εθίσει τους υπηκόους του Βυζαντίου να την αντιμετωπίζουν σαν αυτοκράτορα. Όσο ασυνήθιστο κι αν ήταν για μια γυναίκα να κατέχει ένα αξίωμα που οριζόταν στο αρσενικό γένος, δεν υπάρχουν μαρτυρίες ότι η θέση της Ειρήνης ως μοναδικού ηγεμόνος και αυτοκράτορος προκάλεσε ιδιαίτερες αναταράξεις στο Βυζάντιο. Είχε γίνει αποδεκτή ως αυτοχράτορας. Η μόνη συγκρίσιμη περίπτωση χρήσης αρσενικού τίτλου από γυναίκα συναντάται στα τέλη του Γ αιώνα στη Δύση, όταν η Θεοφανώ, χήρα του αυτοκράτορα Όθωνα Β' και βυζαντινής καταγωγής η ίδια, υπέγραφε κάποιες αποφάσεις της χρησιμοποιώντας τον αρσενικό γραμματικό τύπο imperator αντί για τον πιο συνηθισμένο στο θηλυκό γένος imperatrix.90
Ως συναυτοκράτορας και πρώην αντιβασίλισσα, η Ειρήνη διέθετε όλα τα απαραίτητα προσόντα για να αναλάβει τον πλήρη έλεγχο, όσο και αν επρόκειτο για κάτι καινοφανές. Η έκπληξη προέρχεται από το γεγονός ότι οι περισσότεροι τομείς της βυζαντινής κοινωνίας δεν διαμαρτυρήθηκαν. Αναμφίβολα η Ειρήνη είχε προετοιμάσει προσεκτικά, εδώ και καιρό, το έδαφος γι’ αυτές τις εξελίξεις, παίρνοντας με το μέρος της τους περισσότερους στρατιωτικούς αρχηγούς. Ακόμη κι αν οι δυσαρεστημένοι υποστηρικτές του γιου της επιθυμούσαν να τιμήσουν τη μνήμη του, ωστόσο δεν ανέλαβαν άμεση δράση. Ο Κωνσταντίνος ζούσε στην απομόνωση με τη Θεοδότη και ελάχιστους υπηρέτες και δεν προέβαλλε καμία αντίδραση. Το προσωπικό της Ειρήνης από το Ανάκτορο του Ελευθερίου και οι πάντοτε πιστοί της ευνούχοι αξιωματούχοι τη βοήθησαν να εγκατασταθεί ξανά στο Μέγα Παλάτιο. Αντικατέστησε μονάχα εκείνους τους αξιωματούχους για την αφοσίωση των οποίων δεν ήταν σίγουρη: το 799, άτομα της εμπιστοσύνης της είχαν τεθεί επικεφαλής των στρατιωτικών μονάδων του Θέματος των Θρακησίων, του Θέματος του Οψικίου και της Σικελίας, ενώ ένας ευνοούμενος της, με το όνομα Νικηφόρος, είχε αναλάβει το υπουργείο Οικονομικών (λογοθέσιον του γενικού).91 Παράλληλα είχε κερδίσει την υποστήριξη των οπαδών της μοναστικής κοινότητας στην Εκκλησία, υποσχόμενη ότι θα έβαζε τέλος στους διωγμούς που είχε επιβάλει ο μοιχός αυτοκράτορας. Ο πλέον ισχυρός ηγούμενος, ο Πλάτων του Σακκουδίου, οι ανιψιοί του Θεόδωρος Στουδίτης και Ιωσήφ, καθώς και όλοι οι οπαδοί τους που είχαν ταπεινωθεί, τιμωρηθεί και εξοριστεί εξαιτίας της αντίθεσής τους στο αυτοκρατορικό διαζύγιο επέστρεψαν στην πρωτεύουσα και τώρα επιζητούσαν την εύνοια της νέας αυτοκράτειρας. Πολλοί απ’ αυτούς διορίστηκαν σε επισκοπές και άλλοι σε μοναστήρια που τώρα έχαιραν αυτοκρατορικής προστασίας.
Η αυτοκρατορική φιλανθρωπία της Ειρήνης:
Η οικοδομική δραστηριότητα
Σ ε όλη τη διάρκεια της μακροχρόνιας σχέσης της με την αυτοκρατορική εξουσία, και ιδιαιτέρως μετά το 797, η Ειρήνη επέδειξε μια αυξανόμενη αίσθηση του αυτοκρατορικού καθήκοντος που της επέτασσε να χρηματοδοτεί την ανοικοδόμηση εκκλησιαστικών αλλά και κοσμικών κτισμάτων και να συντηρεί φιλανθρωπικές δραστηριότητες. Είναι μια πλευρά της βασιλείας της που τη διαφοροποιεί σε μεγάλο βαθμό από την αντίστοιχη του συζύγου της. Όπως και ο πεθερός της, η Ειρήνη έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στην πρωτεύουσα. Τπό τον Κωνσταντίνο Ε' είχαν παρθεί σημαντικά μέτρα για την αύξηση του πληθυσμού και την ανοικοδόμηση κτηρίων που καταστράφηκαν εξαιτίας του σεισμού του 740. Η Ειρήνη ακολούθησε το πρότυπό του ανοικοδομώντας εκκλησίες και μονές που είτε είχαν καταρρεύσει είτε είχαν αποδοθεί σε άλλες χρήσεις, ενώ παράλληλα έκτιζε καινούργιες με ενθουσιασμό. Η καταγραφή αυτής της δραστηριότητας πρέπει να συντεθεί κομμάτι το κομμάτι από ποικίλες πηγές, κάποιες όχι τόσο αξιόπιστες, ωστόσο η συνεισφορά αυτού του οικοδομικού οργασμού στον εξωραϊσμό της Κωνσταντινούπολης είναι καταφανής. Τα περισσότερα κτήρια αποδίδονται στην αυτοκράτειρα και στον γιο της. Όμως αφού δεν διαθέτουμε μαρτυρίες για το προσωπικό ενδιαφέρον του Κωνσταντίνου ως προς την ανοικοδόμηση, νομίζω ότι μπορούμε να αποδώσουμε με ασφάλεια το μεγαλύτερο μέρος της πρωτοβουλίας στην αυτοκράτειρα. Μάλιστα για ορισμένα κτίσματα επισημαίνεται με έμφαση ότι είναι δικά της δημιουργήματα, πράγμα που υποδηλώνει αν μη τι άλλο την προσωπική ανάμιξη της αυτοκράτειρας και όχι του γιου της, έστω και αν κανένα από αυτά δεν χρονολογείται μετά το 797.
Από την εποχή της Ειρήνης και του Κωνσταντίνου ΣΤ', το πιο αξιοσημείωτο κτίσμα στην Κωνσταντινούπολη είναι ένα καινούργιο ανάκτορο που ονομάστηκε Ανάκτορο του Ελευθερίου, στο κέντρο της πόλης και νότια από των Αμαστριανών, στην πλαγιά που οδηγεί στο λιμάνι του Θεοδόσιου. Στα τέλη του Η' αιώνα η περιοχή αυτή δεν ήταν πυκνοκατοικημένη, ωστόσο έμελλε να γίνει η βάση πολλών εμπόρων οι οποίοι εγκαταστάθηκαν κοντά στον κύριο εμπορικό λιμένα. Πρώτα έπρεπε να εκκαθαριστεί η περιοχή από παλαιότερες κατασκευές, μία εκ των οποίων πιστεύεται ότι ήταν ένας ιππόδρομος που είχε κατασκευαστεί από τον Θεοδόσιο τον Μέγα. Είτε αυτό είναι σωστό είτε όχι, φαίνεται ότι μια αρκετά μεγάλη περιοχή σ’ αυτήν την πλευρά της πόλης γνώρισε καινούργια ανάπτυξη, με αποτέλεσμα την άνθηση της οικοδόμησης και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας για τον ντόπιο πληθυσμό. Το κτηριακό σύμπλεγμα των Ανακτόρων του Ελευθερίου διατήρησε την αυτονομία του επί αιώνες και τελικά συνδέθηκε με κάποιο άλλο. Τον Γ αιώνα, ο ξένων του καταγράφεται σε έναν κατάλογο με παρόμοια ιδρύματα στο Περί της Βασιλείου τάξεως. Οι ιστορικοί περιγράφουν συχνά το Ανάκτορο του Ελευθερίου σαν «ματαιόδοξο» κτίσμα που κατασκευάστηκε για να ικανοποιηθεί η αυτοκράτειρα, ωστόσο το Ανάκτορο αποτελούσε μέρος ενός ευρύτερου κτηριακού συγκροτήματος το οποίο περιλάμβανε εργαστήρια, χρυσοχοεία και φούρνους που έδιναν δουλειά στους ντόπιους.92
Αργότερα προστέθηκαν εργοδόσια (κρατικά εργαστήρια) στα οποία περιλαμβάνονταν και μεταξουργεία. Στη διάρκεια μιας καταιγίδας την ημέρα των Χριστουγέννων του 792, τα καταστήματα του Χρυσίου, όπου υφαίνονταν χρυσές κλωστές, χτυπήθηκαν από κεραυνό και πήραν φωτιά. Το μετάξι ήταν αυτοκρατορικό μονοπώλιο και τα μυστικά της παραγωγής του φυλάσσονταν αυστηρά, γι’ αυτό τα εργαστήρια γειτόνευαν με το Μέγα Παλάτιο.93 Το κτίσιμο νέων εργαστηρίων δίπλα στο Ανάκτορο του Ελευθερίου μετά το 792 εγείρει το προκλητικό ενδεχόμενο ότι η Ειρήνη επιθυμούσε να ελέγχει προσωπικά την παραγωγή της αυτοκρατορικής μετάξης. Τον Η' και τον Θ' αιώνα υφάνθηκαν πλήθος πολύτιμα μεταξωτά όπως το «μεταξωτό του αρματηλάτη» που χρησιμοποιήθηκε ως σάβανο του Καρλομάγνου (βλ. εικόνα 5). Ο Κωνσταντίνος Ε' πιθανότατα είχε αυξήσει την παραγωγή μεταξιού στα παλιά εργαστήρια, αφού στη διάρκεια της μακρόχρονης βασιλείας του καταγράφονται πολλά μεταξωτά ως διπλωματικά δώρα. Η Ειρήνη εμφανίζεται να συνεχίζει αυτή τη δραστηριότητα, γνωρίζοντας πόσο εκτιμούσαν στη Δύση, όπου ακόμη δεν κατείχαν τα μυστικά της σηροτροφίας, τα βυζαντινά μεταξωτά. Στη νέα της διαμονή, οι τεχνίτες εξακολουθούσαν να υφαίνουν και να διακοσμούν τα υφάσματα που φορούσαν οι κοσμικοί όσο και οι εκκλησιαστικοί ηγεμόνες στις επίσημες τελετές. Μικρότερα κομμάτια από μετάξι χρησιμοποιούνταν για να καλύπτονται τα λειτουργικά σκεύη και οι εικόνες, καθώς και για να τυλίγονται τα πολύτιμα λείψανα. Αν σώζονται έως σήμερα βυζαντινά μεταξωτά, αυτό οφείλεται στην υψηλή τους ποιότητα, ενώ σχεδόν όλα βρίσκονται στους θησαυρούς δυτικών καθεδρικών ναών.94
Η αυτοκράτειρα είχε πρόσβαση'σε πολλά άλλα ανάκτορα μέσα στην πόλη και στα προάστιά της: το Ανάκτορο της Ιέρειας στην ασιατική ακτή του Μαρμαρά, όπου κατέπλευσε ερχόμενη πρώτη φορά από την Ελλάδα το Ανάκτορο στα Θεραπειά στην ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου, το οποίο χρησιμοποιούνταν επίσης σαν τόπος κράτησης το Ανάκτορο τα Αγίου Μάμα, επίσης στην ευρωπαϊκή ακτή, το οποίο συνδέθηκε με τον Κωνσταντίνο ΣΤ' και τη Θεοδότη όταν τέλεσαν εκεί τους γάμους τους. Αλλά απ’ ό,τι φαίνεται η Ειρήνη απολάμβανε περισσότερο το καινούργιο ανάκτορό της, του Ελευθερίου, και προτιμούσε να περνάει τον καιρό της εκεί. Ο Ιγνάτιος ο ιεροδιάκονος αναφέρει μια ιστορία για έναν αξιωματούχο που κατηγορήθηκε πως είχε καταχραστεί χρήματα και ο οποίος βασανίστηκε στο Ανάκτορο του Ελευθερίου όπου διέμενε η αυτοκράτειρα, γεγονός που υποδηλώνει ξεκάθαρα ότι το νέο οικοδόμημα λειτουργούσε και σαν κυβερνητικό κέντρο.95 Το 790 ο Κωνσταντίνος περιόρισε την Ειρήνη φρουρούμενη στο Ανάκτορο του Ελευθερίου και προσπάθησε να κυβερνήσει μόνος του.96 Αυτός ήταν προφανώς ένας βολικός τρόπος να την κρατήσει μακριά από το Μέγα Παλάτιο, ώστε η Μαρία να μπορέσει να μείνει στα επίσημα αυτοκρατορικά διαμερίσματα. Είναι πολύ πιθανό η Ειρήνη να είχε επιμείνει να διατηρήσει στην κατοχή της αυτά τα διαμερίσματα μετά τον θάνατο του συζύγου της και ίσως μάλιστα πριν από το 788, όταν ο Κωνσταντίνος και η πρώτη του σύζυγος μετακόμισαν εκεί. Το πρόβλημα στη δομή της εξουσίας που προκύπτει όταν η παλαιότερη αυτοκράτειρα αρνείται να παραχωρήσει τη θέση της στη νεότερη δεν ήταν ασυνήθιστο, καθώς είδαμε. Αργότερα, όταν ο αυτοκράτορας χώρισε τη Μαρία και εγκατέστησε τη Θεοδότη ως αυτοκράτειρα, φαίνεται ότι εξακολούθησαν να κρατούν αποκλεισμένη την Ειρήνη από την κυρίως αυτοκρατορική κατοικία. Ωστόσο υπάρχουν ενδείξεις πως η αυτοκράτειραζούσε με δική της επιλογή στο Ανάκτορο του Ελευθερίου το 802, όταν οι αντίπαλοί της συνωμοτούσαν για να οργανώσουν το τελικό τους χτύπημα ενάντιον της.
Το άλλο σημαντικό κτίσμα που συνδέθηκε ειδικότερα με την Ειρήνη ήταν το Μοναστήρι της Παρθένου στην Πρίγκιπο, στη Θάλασσα του Μαρμαρά, όπου και πρωτοεξορίστηκε το 802 και στο οποίο είχε ζητήσει να ταφεί. Στον Βίο της αγίας Ειρήνης αναφέρεται ότι η κοινότητα των καλογραιών τη φρόντισε με το παραπάνω μετά τον θάνατό της, το 803, οι καλόγριες υποδέχτηκαν τη σορό της και την έθαψαν στο παρεκκλήσι του Αγίου Νικολάου, μέσα στη μοναστηριακή εκκλησία την αφιερωμένη στην Παναγία.98 Αν και δεν διαθέτουμε λεπτομέρειες για το πότε και πώς κτίστηκε η Μονή, ωστόσο ταιριάζει στην εντέλεια με το είδος του αναχωρητηρίου που οι γυναίκες της βυζαντινής ελίτ έκτιζαν για τον εαυτό τους. Φαίνεται ότι ήταν από τα πρώτα οικοδομήματα της Ειρήνης, αφού λειτουργούσε ήδη ως γυναικεία μονή το 780/781.99
Από το μεταγενέστερο κείμενο Πάτρια της Κωνσταντινούπολης αντλούμε πολλές μυθικές αφηγήσεις για την οικοδομική δραστηριότητα της Ειρήνης, μερικές από τις οποίες μοιάζουν να ταιριάζουν με τη γνωστή της φιλανθρωπία. Η πιο σημαντική απ’ αυτές τις αφηγήσεις αναφέρεται σε ένα κτηριακό συγκρότημα γύρω από μία εκκλησία του Αγίου Λουκά: «Η Ειρήνη η Αθηναία ... έκτισε τρία πολύ σημαντικά μνημεία για τον θάνατο, τη ζωή και την υγεία. Για τον θάνατο έκτισε τα κοιμητήρια για τους ξένους (ξενοτάφια), για τη ζωή έκτισε τις αίθουσες εστίασης (τρίκλινα) στα Λάμιες του Πιστοπείου και για την υγεία έκτισε τον ξενώνα που ονομάζεται τα Ειρηνης». Ιο κείμενο αναφέρει οτι η ταφή των φτωχων γινόταν δωρεάν το ίδιο ίσχυε και για τους ξένους και τους επισκέπτες της πόλης που είχαν την ατυχία να πεθάνουν εκεί. Εστιατόρια για τους ηλικιωμένους (γηροτροφεία) καταγράφονται μαζί με οικήματα όπου μπορούσαν να ζουν οι γηραιότεροι, μαγειρεία και αναπαυτήρια. Η ευσπλαχνία και η αρετή της αυτοκράτειρας συνδέονται επίσης με το γεγονός ότι μείωσε το φορτίο των φόρων (φόρων βάρη εξέκοψεν).
Αυτός ο ασυνήθιστος συνδυασμός ζωής, υγείας και θανάτου με καθαρά φιλανθρωπικούς σκοπούς και δημόσιες υπηρεσίες συνοψίζει το ενδιαφέρον της Ειρήνης για την ευημερία της Κωνσταντινούπολης. Πιθανόν να μην ήταν μια εντελώς ανιδιοτελής αγαθοεργία, αφού μέσω αυτών των ιδρυμάτων συνέβαλλε στην ανακούφιση των φτωχών και ταυτόχρονα εξασφάλιζε τη σύνδεση του ονόματος της με αυτά τα έργα. Η μείωση των φόρων, που χρονολογείται στη διάρκεια της μονοκρατορίας της (797-802), πιθανόν επίσης να είναι μια χειρονομία που απευθύνεται περισσότερο στη λαϊκή εύνοια παρά μια προσχεδιασμένη παρέμβαση στην οικονομία της πόλης.101 Ο ξενώνας ωστόσο επέζησε μέχρι τον I' αιώνα, οπότε ο διευθυντής του κατονομάζεται μαζί με άλλους διευθυντές ξενώνων που λειτουργούν στην πρωτεύουσα.102 Εύκολα φανταζόμαστε ότι η αυτοκράτειρα εγκαινίαζε τα νέα κτήρια με δημόσιες τελετές που τόνιζαν τη γενναιοδωρία της. Πράγματι, το κτηριακό συγκρότημα του Αγίου Λουκά ενδεχομένως να συμβόλιζε τις αντιλήψεις της για το αυτοκρατορικό λειτούργημα. Έμελλε μάλιστα να αποτελέσει πρότύπο και για άλλους αυτοκράτορες, οι οποίοι δεν εξαντλούσαν την οικοδομική τους δραστηριότητα εντός των ορίων του Μεγάλου Παλατιού.
Μια πιο προβληματική αναφορά των Πατρίων αποδίδει στην Ειρήνη την ίδρυση μίας «Μονής της Ευφροσύνης που ονομάστηκε τα Λιβάδια ... και κτίστηκε από την Ειρήνη την Αθηναία, μικρή και φτωχή (πενιχρά)».'03 Αν και ο παραπάνω ισχυρισμός παρουσιάζει κενά, δεν είναι απίθανο η Ειρήνη να ίδρυσε ένα μοναστήρι σε μια αναξιοποίητη περιοχή της πόλης, στα λιβάδια. Μετά τον θάνατό της, το 803, το Μοναστήρι αντιμετώπισε απ’ ό,τι φαίνεται μεγάλες δυσκολίες και επισκευάστηκε από την Ευφροσύνη, την εγγονή της (βλ. κεφάλαιο 3). Άλλες αναφορές αποδίδουν στην Ειρήνη και στον γιο της την οικοδόμηση του ναού του Αγίου Αναστασίου του Πέρσου, καθώς και μιας εκκλησίας αφιερωμένης στον άγιο Ευστάθιο. Αλλά γι’ αυτές τις εκκλησίες δεν διαθέτουμε επιβεβαίωση από καμιά άλλη πηγή.104
Εκτός από αυτά τα τρία τέσσερα μείζονα κτίσματα που είναι όλα καινούργια, η Ειρήνη ασχολήθηκε ιδιαιτέρως και με κάποια σημαντικά κτήρια της πόλης που έπρεπε να επισκευαστούν. Το πιο αξιόλογο απ’ αυτά είναι μάλλον ο ναός της Αγίας Ευφημίας με τα ιερά της λείψανα, τα οποία αποτελούν αντικείμενο μιας λεπτομερέστατης περιγραφής εκ μέρους του εικονολάτρη επισκόπου Κωνσταντίνου της Τίου. Σύμφωνα με τα Πάτρια: «Ο Κωνσταντίνος ο Μέγας έκτισε την εκκλησία της Αγίας Ευφημίας στον Ιππόδρομο ... Πολλά χρόνια αργότερα, ο θεομίσητος Κοπρώνυμος [ο Κωνσταντίνος Ε'] τη μετέτρεψε σε οπλοστάσιο και αποθήκη κοπριάς και πέταξε το κιβούρι με τα λείψανα της αγίας στα βάθη της θαλάσσης.
Ύστερα από τριάντα επτά χρόνια, η Ειρήνη η Αθηναία, η ευσεβεστάτη άνασσα, επισκεύασε τον ναό, βρήκε τα άγια λείψανα και τα επέστρεψε στη θέση τους».105 Το έτος πρέπει να ήταν το 796, ενώ η καταστροφή πιθανόν να οφειλόταν στον σεισμό του 740. Ο Κωνσταντίνος Ε' χρησιμοποίησε προφανώς το ερειπωμένο κτίσμα για την αποθήκευση όπλων, στρατιωτικών προμηθειών και αλόγων, κοινώς για μια χρήση που ελάχιστη σχέση έχει με όσες βέβηλες διαθέσεις του αποδίδουν τα Πάτρια. Όπως και να ’χει, μετά την επισκευή του ναού της Αγίας Ευφημίας επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη μια σημαντική συλλογή αγίων λειψάνων και δόθηκε στην Ειρήνη μια ακόμη ευκαιρία να διανείμει μερικά από τα οστά της αγίας σε πιστούς της αξιωματούχους και συγγενείς της.
Η Ειρήνη επισκεύασε επίσης την εκκλησία της Παρθένου της Ζωοδόχου Πηγής, την οποία είχε κτίσει ο Ιουστινιανός Α' έξω από τα τείχη της πόλεως, στη Θράκη, με την ξυλεία που περίσσεψε μετά την οικοδόμηση της Αγίας Σοφίας. Το νερό της πηγής ήταν ιαματικό, άλλωστε και η ίδια απέδιδε σε αυτό τη θαυματουργή θεραπεία της από κάποια αρρώστια. Η Ειρήνη και ο γιος της δώρισαν καινούργιες χρυσαφένιες κουρτίνες, ένα στέμμα και λειτουργικά σκεύη διακοσμημένα με μαργαριτάρια και πολύτιμους λίθους, ενώ παρήγγειλαν ψηφιδωτά πορτραίτα για τη διακόσμηση του ιερού.106 Χρηματοδοτώντας την επισκευή αυτής της εκκλησίας, η Ειρήνη πρόσφερε ένα εκκλησιαστικό συγκρότημα τόσο στους περίοικους όσο και σ’ εκείνους που έρχονταν από μακριά για να προσκυνήσουν. Απέδειξε έτσι ακόμη μια φορά το ενδιαφέρον της για την παροχή διευκολύνσεων στους ασθενείς, καθώς και την προσοχή που έδινε στην εν γένει κοινωνική της προσφορά.
Αν και η ίδια πηγή περιλαμβάνει μια ιδιαιτέρως αναξιόπιστη αφήγηση για την ανάμιξη της Ειρήνης στα έργα της Χαλκής Πύλης του Μεγάλου Παλατιού, φαίνεται ωστόσο ότι η αυτοκράτειρα είχε κάποια ανάμιξη στην ανανέωση της διακόσμησής της. Η Ειρήνη «η Αθηναία» θεωρείται υπεύθυνη για την αποκατάσταση της ψηφιδωτής εικόνας του Χριστού που βρισκόταν στην κυρία είσοδο του ανακτόρου. Για να διαλευκάνουμε την υπόθεση θα έπρεπε να γνωρίζουμε τι είδους διακόσμηση υπήρχε προηγουμένως: λέγεται ότι μια εικόνα του Χριστού στη Χαλκή Πύλη υπήρξε βασικός στόχος των εικονομάχων στα αρχικά στάδια της μεταρρύθμισης. Μεταγενέστερες πηγές παραδίδουν μια λεπτομερή εξιστόρηση για τον ηρωικό ρόλο που έπαιξαν ορισμένες γυναίκες, οι οποίες υποτίθεται πως υπερασπίστηκαν την εικόνα και μάλιστα σκότωσαν έναν από τους στρατιώτες που είχαν σταλεί για να την απομακρύνουν.107 Αν πράγματι οι εικονομάχοι ηγεμόνες είχαν αναρτήσει εικόνες χωρίς ανθρωπομορφικές παραστάσεις σε αυτό το σημείοκλειδί, η Ειρήνη είναι πολύ πιθανόν να τις αντικατέστησε. Όμως η ιστορία της συγκεκριμένης πύλης είναι εξαιρετικά ασαφής. Λέγεται ότι ο Λέων Γ' είχε τοποθετήσει εκεί καινούργιες εικόνες αγίων και Πατέρων της Εκκλησίας, οι οποίοι κρατούσαν στα χέρια τους παπύρους με βιβλικά αποσπάσματα· αν όντως οι εικόνες αυτές παρέμειναν στη θέση τους στις δεκαετίες του 750 και 760, τότε δεν θα υπήρχε λόγος επέμβασης.
Η συνολική εικόνα της οικοδομικής της δραστηριότητας στην πρωτεύουσα εμφανίζει την Ειρήνη ως μία ιδιαιτέρως γενναιόδωρη κτίτορα, η οποία ασχολήθηκε με τα αγαθοεργά ιδρύματα και τις εκκλησίες της πόλης και των περιχώρων της με μεγαλύτερο ενδιαφέρον απ’ ό,τι οι περισσότεροι αυτοκράτορες.108 Τον Θ' αιώνα, ο Θεόφιλος, ένας σπάταλος και αφοσιωμένος στο έργο του κτίτωρ, ξοδεύει το μεγαλύτερο μέρος της ενεργητικότητάς του για να οικοδομήσει μεγάλες αίθουσες υποδοχής και πρόσθετα διαμερίσματα και παρεκκλήσια μέσα στο Μέγα Παλάτιο. Παρόμοια δραστηριότητα είχε να επιδείξει ο Ιουστινιανός Β', ο τελευταίος αυτοκράτορας που είχε επεκτείνει την αρχική αυτοκρατορική κατοικία και τις οχυρώσεις της, και ο Κωνσταντίνος Ε', ο οποίος είχε κτίσει την καινούργια εκκλησία στον Φάρο και πιθανόν την Αίθουσα της Πορφύρας. 'Ομως η καλλιτεχνική πατρωνία της Ειρήνης δίνει την εντύπωση μιας μεγαλύτερης δημόσιας φροντίδας για τις ανάγκες της πόλης, γεγονός που πάντα ενισχύει τη δημοτικότητα ενός ηγεμόνα. Μολονότι υπάρχουν αναφορές στον Λέοντα Γ' και τον Κωνσταντίνο Ε' σχετικά με την οικοδομική τους δραστηριότητα νωρίτερα στον Η' αιώνα, είναι γεγονός ότι η Ειρήνη καθιέρωσε μια νέα τάση που βρήκε και άλλους μιμητές στη συνέχεια, όπως ο Ιωάννης Πικρίδιος που είχε διοριστεί παιδαγωγός του Κωνσταντίνου ΣΤ'. Αυτός έγινε πρωτοσπαθάριος, αφοσιωμένος ακόλουθος του αυτοκράτορα, και έκτισε τη Μονή τα Πικριδίου.'™
Από τα κτίσματα ειδικότερα παίρνουμε μια πολύ διαφορετική εικόνα αυτή ενός θεοσεβούς ηγεμόνα αφοσιωμένου σε αγαθοεργίες και στην ανακούφιση της φτώχειας στην πρωτεύουσα, φτώχεια που πιθανότατα μεγάλωνε παράλληλα με την επέκταση της πόλης. Και ενώ η συγκεκριμένη δραστηριότητα αποτελεί καθήκον κάθε Χριστιανού αυτοκράτορα, η Ειρήνη αναβίωσε την παράδοση σε μεγάλη κλίμακα, μια ακόμη όψη του διψασμένου για δημοσιότητα χαρακτήρα της αλλά με ευεργετικά ωστόσο αποτελέσματα. Ο διορισμένος από την ίδια πατριάρχης Ταράσιος ήταν και αυτός από τη μεριά του αφοσιωμένος στην ανακούφιση των φτωχών και το όνομά του συνδέεται ειδικότερα με καταλόγους προσώπων που ελάμβαναν μηνιαία επιδόματα και παροχές, με την ίδρυση πτωχοκομείων, με τη διανομή τροφής και ρουχισμού για τον χειμώνα σε όσους αναζητούσαν καταφύγιο στα προπύλαια της Αγίας Σοφίας ντυμένοι μόνον μ’ ένα κουρέλι περασμένο στη μέση. Συμμετείχε και εκείνος σε δημόσιες εστιάσεις των φτωχών και ο ίδιος προσωπικά σερβίριζε το κρασί στο ετήσιο πασχαλινό τραπέζι όπου εορταζόταν η Ανάσταση του Χριστού.110 Η ευσεβής αυτοκράτειρα μαζί με τον πιστό της εκκλησιαστικό ηγέτη επένδυαν χρήματα αλλά και το προσωπικό τους ενδιαφέρον στη βελτίωση της μοίρας των φτωχών, με αποτέλεσμα να προσελκύουν νέους κατοίκους στην Κωνσταντινούπολη, γεγονός που οφειλόταν στη συνεπακόλουθη αναμόρφωση των δημοσίων υπηρεσιών.
Σε συνδυασμό με την επέκταση των αυτοκρατορικών επενδύσεων σε θρησκευτικά κτίσματα και στον έλεγχο της επαρχίας, η Ειρήνη καθιέρωσε επίσης αυτοκρατορικές τελετές, ώστε να έχει τη δυνατότητα για ακόμη περισσότερες εντυπωσιακές δημόσιες εμφανίσεις. Αν και δεν σώζεται κανένα αρχείο όπου να καταγράφονται τα εγκαίνια των κτηρίων της, είναι βέβαιο ότι ανάλογες τελετές πραγματοποιήθηκαν. Τα εγκαίνια άλλων μνημείων περιγράφονται με λεπτομέρειες και οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες σε αυτές τις τελετές επιδείκνυαν γενναιόδωρα τα αυτοκρατορικά σύμβολα και προέβαιναν σε απλόχερες ελεημοσύνες. Αν ήταν απαραίτητος ο θρησκευτικός καθαγιασμός, ο πατριάρχης πρόσθετε σύσσωμο τον κλήρο του στην πομπή που πορευόταν επίσημα προς το καινούργιο κτίσμα, προκειμένου ο προκαθήμενος να ευλογήσει κάθε σπιθαμή της νέας εκκλησίας. Η Ειρήνη φυσικά δεν θα άφηνε ποτέ να πάει χαμένη παρόμοια ευκαιρία. Η δίψα της για δημοσιότητα και το φυσικό της τάλαντο στην τελετουργική ανάδειξη του εαυτού της σίγουρα θα εξασφάλιζαν τη λαμπρότητα της κάθε τελετής.
Οι ευνούχοι υπηρέτες της Ειρήνης
Μια άλλη πλευρά της διακυβέρνησης της Ειρήνης, που συνήθως αναφέρεται ως χαρακτηριστική της ασυνήθιστης θέσης της, είναι ο διορισμός των παλατιανών ευνούχων της σε σημαντικά κυβερνητικά αξιώματα. Οι ιστορικοί αναφέρονται συχνά στις στενές σχέσεις που διατηρούσαν οι γυναίκες της αυτοκρατορικής οικογένειας, ειδικά οι χήρες αυτοκράτειρες, με τους ευνούχους που ήταν υπεύθυνοι για τα ιδιωτικά τους διαμερίσματα στο Μέγα Παλάτιο. Το γεγονός ότι ως αυτοκράτειρες περιστοιχίζονταν από αυτούς τους αγένειους άνδρες σε όλη τους τη ζωή διόλου δεν μας εκπλήσσει. Από τη στιγμή της άφιξής της στην Κωνσταντινούπολη ως νεαρής νύφης, η Ειρήνη άρχισε να εξοικειώνεται με τους αξιωματούχους που επέβλεπαν το τελετουργικό της Αυλής. Όμως η εξάρτησή της από αυτούς είναι διαφορετικό θέμα. Η μομφή ότι οι γυναίκες μπορούσαν πιο εύκολα να συνωμοτούν με τους ευνούχους παρά με γενειοφόρους άνδρες ήταν αρκετά διαδεδομένη. Στην Κίνα του ΙΘ' αιώνα, ανάλογες συμμαχίες επέτρεπαν στις γυναίκες να κυβερνούν μιαν απέραντη αυτοκρατορία από το παρασκήνιο. Στο Βυζάντιο, όταν μια αυτοκράτειρα επιθυμούσε να δει κάποιον αξιωματούχο του στρατού, της Εκκλησίας ή της Αυλής αρκούσε να τον κλητεύσει. Όμως οι ευνούχοι των κοιτώνων και της ιματιοθήκης της ήταν μονίμως παρόντες και μπορούσαν να πηγαινοέρχονται χωρίς τους περιορισμούς που επιβάλλονταν στους υπόλοιπους άνδρες. Με δεδομένη τη φυσική τους παρουσία στο πλευρό της, είναι εύλογο ότι η Ειρήνη τους χρησιμοποιούσε συχνά για να μεταφέρουν τις μυστικές διαταγές της (συνήθεια που μαρτυρείται και στα σπίτια της υψηλής αριστοκρατίας).
Υπάρχει λοιπόν μια δομικής φύσης αιτιολογία για τον σύνδεσμο των γυναικών με τους ευνούχους στη βυζαντινή Αυλή. Η ύπαρξη του τρίτου φύλου και οι συγκεκριμένες θέσεις που προορίζονταν για τους ευνούχους στην ιεραρχία της Αυλής υποδήλωναν ότι ένας μεγάλος αριθμός αξιωματούχων, που εξαρτιόνταν σε σημαντικό βαθμό από τους προστάτες τους, επιθυμούσαν πάντα να φαίνονται αρεστοί στον αυτοκράτορα και στη συμβία του. Υπάρχουν μάλιστα ενδείξεις ότι η νομική απαγόρευση του ευνουχισμού στα όρια της Αυτοκρατορίας παραβιαζόταν χωρίς δισταγμό όποτε μια οικογένεια επιθυμούσε να αποκτήσει έναν ευνουχισμένο γιο. Η επέμβαση ήταν ασφαλής, δίχως κανένα κίνδυνο για τη ζωή του συνήθως νεαρού αγοριού, και του εξασφάλιζε τη μελλοντική του καριέρα είτε στην Εκκλησία (πολλοί κληρικοί και πατριάρχες ήταν ευνούχοι) είτε στην Αυλή, σε υψηλά αξιώματα, όπως για παράδειγμα ο Νικήτας και ο Λέων, ευνούχοι από την Παφλαγονία (βλ. κεφάλαιο 4).
Ωστόσο ήταν αρκετοί εκείνοι στους οποίους επέβαλλαν για πολιτικούς λόγους την ποινή του ευνουχισμού. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η επέμβαση γινόταν βιαστικά ή απρόσεκτα, με αποτέλεσμα συχνά το θύμα να πεθαίνει (όπως συνέβη με τον μικρότερο γιο του Λέοντα Ε' και της Θεοδοσίας το 829, καθώς και με πολλούς άλλους). Ο ευνουχισμός επιβαλλόταν εν προκειμένω για να στερήσει τη δυνατότητα από το θύμα να δημιουργήσει απογόνους και να διακοπεί έτσι η συνέχεια μιας δυναστείας, για παράδειγμα. Τον θεωρούσαν επίσης αποτελεσματική μέθοδο για να αφαιρέσουν το αυτοκρατορικό κύρος από τους γιους του εκθρονισμένου αυτοκράτορα. Στις αρχές του Θ' αιώνα, οι γιοι του Μιχαήλ Α' ευνουχίστηκαν, όπως και οι γιοι του Λέοντα Ε' επτά χρόνια αργότερα. Ο πατριάρχης Γερμανός υπέστη παρόμοια τιμωρία εξαιτίας της αντίθεσης του πατέρα του προς τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Δ', στα τέλη του Ζ' αιώνα. Οι άνδρες που ακρωτηριάζονταν με αυτόν τον τρόπο αποσύρονταν συνήθως σε μοναστήρια, όπου βρίσκονταν και άλλοι ευνούχοι οι οποίοι είχαν ασπαστεί τον μοναστικό βίο. Στους κόλπους των θρησκευτικών κοινοτήτων οι ευνούχοι θεωρούνταν καλότυχοι, επειδή κυριαρχούσε η άποψη ότι χάρη στην κατάστασή τους δεν έμπαιναν σε σεξουαλικούς πειρασμούς όπως αυτοί που ταλάνιζαν τους «σωστούς» άνδρες, γεγονός το οποίο φανερώνει την παραπληροφόρηση που επικρατούσε όσον αφορά τους ευνούχους. Ωστόσο, σε αντίθεση με την προκατάληψη κατά των ευνούχων που κυριαρχούσε στη μεσαιωνική Δύση, στο Βυζάντιο δεν υπήρχε αντίρρηση στην ανάρρησή τους σε εκκλησιαστικές θέσεις. Τον Η' αιώνα, ο πατριάρχης Νικήτας ήταν ευνούχος σλαβικής καταγωγής το 847, ένας από τους ευνουχισμένους γιους του Μιχαήλ Λ' έγινε πατριάρχης με το όνομα Ιγνάτιος, ενώ αρκετά ακόμη μέλη της εκκλησιαστικής ιεραρχίας ανήκαν στο τρίτο φύλο.
Η κοινωνική αποδοχή των ευνούχων και η παρουσία τους σε ορισμένες από τις πρώιμες χριστιανικές μοναστικές κοινότητες, για τις οποίες διαθέτουμε αρκετές πληροφορίες, συνέβαλε επίσης στη δημιουργία ενός ιδιότυπου δεσμού με τις γυναίκες. Γιατί οι γυναίκες μπορούσαν κόβοντας τα μαλλιά τους και φορώντας ανδρικά ενδύματα να ξεγλιστρήσουν από τη βιολογική τους μοίρα μεταμφιεσμένες σε αγένειους άνδρες. Η έλλειψη τριχοφυΐας και οι ψιλές φωνές τους ερμηνεύονταν ως επιβεβαίωση αυτής της κατάστασης, που εκείνη την εποχή ήταν αρκετά κοινότοπη. Με αυτόν τον τρόπο, Χριστιανός μεταμφιεσμένες σε ευνούχους κατόρθωναν να αφοσιώνονται στην πνευματική ζωή. Στις άφθονες σχετικές ιστορίες, οι πρωταγωνίστριές τους εμφανίζονται να αποφεύγουν ανεπιθύμητους γάμους, να μετανοούν για την προηγούμενη μη χριστιανική ζωή τους ως πόρνες και να καταφεύγουν σε μοναστήρια για άνδρες, όπου οι θυμωμένοι συγγενείς τους ήταν απίθανο να τις αναζητήσουν. Ανάλογες μεταμφιέσεις οδηγούσαν κάποτε σε παράξενες καταστάσεις: ένας άνδρας που δεν είναι άνδρας συναντιέται με τον πατέρα «του» κάτω από συνθήκες όπου οι φυσικοί τους ρόλοι αντιστρέφονται ένας απομονωμένος ερημίτης, τον οποίο σέβονταν όλοι οι ντόπιοι μοναχοί, πεθαίνει και αποκαλύπτεται πως ήταν γυναίκα μια γυναίκα που έχει μεταμφιεστεί σε άνδρα κατηγορείται ότι άφησε έγκυο μια καλόγρια και τιμωρείται με εξοστρακισμό από την κοινότητα, ώσπου η ψεύτρα καλόγρια καταρρέει υπό το βάρος των τύψεων.111
Κρίνοντας από το πλήθος αυτών των ιστοριών που όλες τελείωναν με ένα χριστιανικό ηθικό δίδαγμα, συμπεραίνουμε ότι ήταν εξαιρετικά δημοφιλείς. Γιατί όχι μόνο καταγράφονταν, αλλά παράλληλα μεταφράζονταν σε πολλές γλώσσες και κυκλοφορούσαν ευρύτατα σε όλο τον μεσαιωνικό κόσμο. Οι περιπέτειες των γυναικώνευνούχων, όπως η αγία Ευγενία και η αγία Ευφροσύνη, είναι συναρπαστικά αναγνώσματα. Μια άλλη εξίσου αγαπητή κατηγορία συνιστούν οι Βίοι των μετανοημένων εταίρων, όπως η αγία Πελαγία η οποία επίσης είχε μεταμφιεστεί σε ευνούχο και αυτές οι ιστορίες σώζονται σε πολλές διαφορετικές γλώσσες. Πολλά παραδείγματα διασώθηκαν στο Συναζάριον της Κωνσταντινούπολης, διασφαλίζοντας έτσι την ανάγνωση των εν λόγω βίων την ημέρα της ονομαστικής εορτής της αγίας.112 Η δημοτικότητα αυτών των ιστοριών ίσως ευθύνεται για μια εξαιρετικά ασυνήθιστη προσθήκη στη φιλολογία των γυναικώνευνούχων. Τον ΙΔ' αιώνα, ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος έγραψε έναν βίο της αγίας Ευφροσύνης της Νεοτέρας, τον οποίο τοποθέτησε στα τέλη του Θ' αιώνα και τον προίκισε με πολλές περιπέτειες όπου η αγία εμφανίζεται μονίμως μεταμφιεσμένη σε ευνούχο. Αυτή η αφηγηματική δομή είναι τυπική της πρώιμης χριστιανικής περιόδου αλλά, αφού δεν υπήρχαν πλέον άγιοι αυτής της παλιάς κατηγορίας κατά τον Θ' αιώνα, είναι προφανώς εντελώς φανταστική.
Ωστόσο παρόμοιες αφηγήσεις απηχούν έναν προφανή τρόπο με τον οποίο οι γυναίκες παρέκαμπταν την κοινωνική απαγόρευση δραστηριοτήτων που θεωρούνταν ανάρμοστες για το φύλο τους κατά τον Μεσαίωνα. Οι αναφορές στη χρήση παρόμοιων μεταμφιέσεων είναι πολλές. Στον Βίο του αγίου Ταρασίου, πατριάρχη Κωνσταντίνουπόλεως από το 784 έως το 806, στα θαύματα που είχαν συμβεί στον τάφο του, στο μοναστήρι που ίδρυσε στο Στενό στις ακτές του Βοσπόρου, περιλαμβάνεται η θεραπεία μιας γυναίκας που έπασχε από αιμορραγίες. Η γυναίκα πίστευε ότι τα λείψανα του πατριάρχη θα τη θεράπευαν, όμως δεν επιτρεπόταν η είσοδος γυναικών στο ανδρικό μοναστήρι. Έτσι η ίδια και μερικές φίλες της μεταμφιέστηκαν επιδέξια σε ευνούχους και μπήκαν ανενόχλητες στη μονή. Η γυναίκα, φυσικά, θεραπεύτηκε θαυματουργά και μαζί με τις φίλες της κατάφεραν να φύγουν χωρίς να τις αντιληφθούν και έτσι μπόρεσαν να διηγηθούν την ιστορία. Σε αυτή την περίπτωση, ο συγγραφέας, ο Ιγνάτιος, φαίνεται να εγκρίνει την επινοητικότητα και την αποφασιστικότητά τους που τις οδήγησαν έως τα ιερά λείψανα.113 Μεταγενέστερα αγιογραφικά κείμενα είναι λιγότερο επιεική: ο άγιος Νείλος του Ροσάνο μπορούσε να νιώσει ακόμη και την απλή παρουσία ενός θηλυκού, και οι άνδρες άγιοι ήταν κατά κανόνα εχθρικοί σε τέτοιας λογής τεχνάσματα.
Τον Η' αιώνα το πρότυπο αγιοποίησης γυναικών στο Βυζάντιο είχε αλλάξει ριζικά, ενώ παράλληλα απωλέσθησαν οι ευκαιρίες που είχαν οι γυναίκες στα πρώτα χριστιανικά χρόνια να ταξιδεύουν ως προσκυνητές και να ζουν μοναχική ή κοινοτική ζωή μεταμφιεσμένες σε ευνούχους. Οι γυναίκες μπορούσαν ακόμη να αγιοποιηθούν μέσω του μαρτυρίου, με την επίδειξη εξαιρετικής ευσέβειας και καλών πράξεων, ιδιαιτέρως αν συνέβαιναν θαύματα στους τάφους τους, αλλά δεν το θεωρούσαν πλέον πρέπον να μεταμφιέζονται σε ευνούχους. Έτσι το τρίτο φύλο κατέληξε να είναι το καταφύγιο των ακρωτηριασμένων αρρένων ή όσων αρσενικών γεννιούνταν χωρίς τα κατάλληλα φυσικά προσόντα ώστε να μπορούν να επιτελούν την πράξη της σεξουαλικής διείσδυσης και της τεκνοποίησης. Αυτοί ήταν οι σύμβουλοι στους οποίους λεγόταν ότι στηρίζονταν όλες οι αυτοκράτειρες και οι οποίοι τις βοηθούσαν να χειρίζονται τις υποθέσεις τους. Άραγε ανταποκρίνεται η Ειρήνη σε αυτό το πρότυπο;
Όπως θα έχει παρατηρήσει ο αναγνώστης, από την αρχή της αντιβασιλείας της, το 780, η Ειρήνη είχε τοποθετήσει τους αγένειους άνδρες του κοιτώνα της σε θέσειςκλειδιά. Είναι κάτι που έρχεται σε έντονη αντίθεση με τη βασιλεία του συζύγου της αλλά και με την αντίστοιχη του διαδόχου της, του Νικηφόρου Α', όπου ελάχιστοι είναι οι διακεκριμένοι ευνούχοι για τους οποίους αναφέρεται ότι είχαν ενεργή ανάμιξη στα πολιτικά ζητήματα της Αυτοκρατορίας. Εντούτοις η Ειρήνη χρησιμοποίησε αυτούς τους πιστούς της υπηρέτες σε σημαντικά πολιτικά και στρατιωτικά αξιώματα. Αρκετοί τα κατάφεραν ικανοποιητικά, κάποιοι μάλιστα εξαιρετικά, γεγονός που δεν μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι εφάρμοσε μια πολιτική ευνοιοκρατίας χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις πραγματικές τους ικανότητες. Όμως προφανώς η αυτοκράτειρα βρήκε στηρίγματα ανάμεσα στους ευνούχους αξιωματούχους που της ήταν ήδη αφοσιωμένοι, όπως ακριβώς οποιοσδήποτε ηγεμόνας που αναλαμβάνει την εξουσία στηρίζεται κυρίως σε διοικητικούς υπαλλήλους και αξιωματούχους τους οποίους γνωρίζει και μπορεί να εμπιστευτεί. Άλλωστε και σε άλλες εποχές του Βυζαντίου είναι ορατή η εξάρτηση αρρένων ηγεμόνων από τους ευνούχους τους. Ωστόσο η Ειρήνη έγινε αντιβασίλισσα εν ονόματι του γιου της μετά από μια σειρά στρατιωτώναυτοκρατόρων η βασιλεία των οποίων σημαδεύτηκε από τις συνεχείς ετήσιες εκστρατείες τους. Από το 717, η δυναστεία του Λέοντα Γ' είχε αφιερώσει την ενεργητικότητα της στην απόκρουση της αραβικής απειλής στην Ανατολή και στην καθυπόταξη των Βουλγάρων στα Βαλκάνια. Η παραπάνω πολιτική συνεπαγόταν σημαντικές διοικητικές μεταρρυθμίσεις, στις οποίες οι ευνούχοι αξιωματούχοι πιθανόν να είχαν παίξει κάποιο ρόλο. Όμως εκείνο που προείχε ήταν η υπεράσπιση των συνόρων της Αυτοκρατορίας που είχαν αισθητά συρρικνωθεί, γεγονός που απαιτούσε ειδικές στρατιωτικές ικανότητες προκειμένου να επιτευχθούν οι πολυπόθητες νίκες.
Το 780 ούτε η Ειρήνη ούτε ο ανήλικος γιος της δεν ήταν σε θέση να επωμιστούν παρόμοιο ρόλο, έτσι το Συμβούλιο της Αντιβασιλείας θα πρέπει να αναζήτησε στρατιωτική ηγεσία έξω από τους αυτοκρατορικούς κύκλους. Η Ειρήνη διάλεξε να χρησιμοποιήσει τους ευνούχους της γι’ αυτή την αποστολή, γεγονός που καταγράφεται ως μια δραματική αλλαγή στην περίοδο της αντιβασιλείας της. Διατήρησε επίσης στις θέσεις τους βετεράνους στρατηγούς οι οποίοι, όπως ο Μιχαήλ Λαχανοδράκων, κρατήθηκαν μακριά από την εναντίον της συνωμοσία το 780. Όσοι είχαν συνωμοτήσει με τους πρώην καίσαρες τιμωρήθηκαν αυστηρά και αντικαταστάθηκαν από άλλους, πιστούς στην Ειρήνη. Από την αρχή εμφανίζεται να έχει κερδίσει και να διατηρεί την υποστήριξη των ευνούχων της, έτσι μας φαίνεται υπερβολικό να υποθέσουμε ότι εκείνοι τη χειρίζονταν και είχαν στα χέρια τους τον έλεγχο της Αυτοκρατορίας.
Για την τεκμηρίωση αυτού του ισχυρισμού, προτείνουμε να διαβάσουμε την αφήγηση του Θεοφάνη σχετικά με την απόπειρα του Κωνσταντίνου να επιβάλει την προσωπική του εξουσία το 790. Θυμωμένος επειδή οι πάντες τον αγνοούσαν, αυτόν τον εστεμμένο αυτοκράτορα, και φέρονταν στον Σταυράκιο ωσάν να ήταν εκείνος ο αληθινός ηγεμόνας που «εξούσιαζε τα πάντα»,114 ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να απομακρύνει τον ευνούχο από την κυβέρνηση, να τον εξορίσει στη Σικελία και κατόπιν να κυβερνήσει την Αυτοκρατορία μαζί με τη μητέρα του. Ώστε πρώτος στόχος της εχθρότητάς του ήταν ο Σταυράκιος και όχι τόσο η Ειρήνη. Η δύναμη του αρχιευνούχου οφειλόταν στους συμβούλους ή μάντεις της Ειρήνης, που ισχυρίζονταν πως γνώριζαν από παλιές προφητείες ότι εκείνη θα κυβερνούσε μόνη της και ότι ήταν θέλημα Θεού ο γιος της να μην κληρονομήσει την Αυτοκρατορία. Ο Θεοφάνης σχολιάζει: «Πλανεύτηκε, σαν γυναίκα και μάλιστα φιλόδοξη, και ένιωθε ικανοποιημένη που τα πράγματα είχαν όντως έρθει με αυτόν τον τρόπο· δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί ότι εκείνοι οι άνθρωποι είχαν επινοήσει αυτό το πρόσχημα επειδή ήθελαν να ελέγχουν τις κρατικές υποθέσεις».115 Προσπαθώντας να ερμηνεύσει την αντιπαλότητα ανάμεσα σε μητέρα και γιο, ο Θεοφάνης υπαινίσσεται ότι η αυτοκράτειρα κατευθυνόταν ολοκληρωτικά από τους αυλικούς της, οι οποίοι εκμεταλλεύονταν τη φυσιολογική γυναικεία αδυναμία της καθώς και τις φιλοδοξίες της, επιτρέποντας με αυτόν τον τρόπο στον Σταυράκιο να οικειοποιείται τον ρόλο του αυτοκράτορα. Έτσι, όταν ο Σταυράκιος πληροφορήθηκε τα σχέδια του Κωνσταντίνου, «ξεσήκωσε την αυγούστα εναντίον του γιου της»,116 με αποτέλεσμα αντί γι’ αυτόν να εξοριστούν στη Σικελία οι έμπιστοι του Κωνσταντίνου.
Ο χρονογράφος είχε εντοπίσει σωστά το δομικό πρόβλημα που ώθησε τον Κωνσταντίνο ΣΤ', είκοσι χρόνων τότε, να προσπαθήσει να αναλάβει τις ευθύνες της θέσης του αυτοκράτορα που του ανήκε δικαιωματικά. Η αντιβασίλισσα, η μητέρα του, είχε κυβερνήσει όσο ήταν ανήλικος με την αρωγή των ευνούχων αξιωματούχων, πολλοί εκ των οποίων είχαν προηγουμένως υπηρετήσει στα διαμερίσματά της. Ήταν δεμένοι μαζί της με ισχυρούς δεσμούς και ολοφάνερα το συμφέρον τους ήταν να εξακολουθήσει εκείνη να κυβερνά. Σκάρωσαν λοιπόν μια «προφητεία» ότι δήθεν θα κυβερνούσε μόνη της, χωρίς τον γιο της, προκειμένου να διατηρήσουν τους δικούς τους εξέχοντες ρόλους στην κυβέρνηση. Ύστερα από μια δεκαετία άσκησης της εξουσίας μέσω της αυτοκράτειρας, δεν ήταν διατεθειμένοι να ανεχτούν την αλλαγή ηγεμόνα. Αν, όπως φαίνεται ξεκάθαρα, ο Σταυράκιος ήταν αρχηγός αυτής της αυλικής φατρίας, τότε ο Κωνσταντίνος είχε εντοπίσει σωστά το άτομο που όφειλε να απομακρύνει από την εξουσία. Όμως, συνεχίζει ο Θεοφάνης, ο αυτοκράτορας είχε την πρόθεση να αναλάβει τον έλεγχο της Αυτοκρατορίας «μαζί με τη μητέρα του».117 Ο ιστορικός δεν πίστευε λοιπόν ότι ο Κωνσταντίνος θεωρούσε αναγκαίο να κυβερνήσει μόνος του, χωρίς την Ειρήνη. Κατηγορούσε όμως τους υπουργούς της επειδή του στερούσαν την αυτοκρατορική του θέση.
Σε αυτή τη διήγηση της πρώτης έκρηξης της άμεσης αντιπαλότητας ανάμεσα στον Κωνσταντίνο και στη μητέρα του, ο χρονογράφος καταφεύγει σε αυτό που έχω ονομάσει «στερεότυπη μέθοδο για την ανάλυση του ρόλου των γυναικών στην εξουσία». Δεν λαμβάνει υπόψη του την πιθανότητα η ίδια η Ειρήνη να διέκρινε τη νευρικότητα του γιου της και να προσπάθησε να την καταστείλει με μια ωμή επίδειξη της προσωπικής της ισχύος. Αντίθετα, αφού ήταν γυναίκα, πλανήθηκε από ολοφάνερα μυθεύματα για τον δήθεν θεόσταλτο ρόλο της ήταν ανίκανη να καταλάβει ότι επρόκειτο για τέχνασμα σχεδιασμένο να επιτρέπει στους συμβούλους της να διατηρούν τις θέσεις τους στην αυτοκρατορική διοίκηση· και έκανε ό,τι της πρότεινε ο Σταυράκιος προκειμένου να αμυνθεί κατά της συνωμοσίας του γιου της. Στο τέλος της ιστορίας, ο Θεοφάνης φαίνεται να διασώζει ένα αξιόπιστο στοιχείο: ότι δηλαδή ο πρωθυπουργός της προειδοποίησε την Ειρήνη για τα σχέδια του Κωνσταντίνου και την προέτρεψε να του καταφέρει ένα προειδοποιητικό χτύπημα. Αυτό ήταν το καθήκον του ως σύμβουλός της. Αλλά μοιάζει απίθανο η Ειρήνη να μην είχε ήδη υπόψη της την αυξανόμενη επιθυμία του γιου της για ανεξαρτησία, όταν η αποφασιστικότητά της να διορίσει στρατιωτικούς διοικητές πιστούς σε εκείνη, παρά στον Κωνσταντίνο, αποκαλύπτει την προνοητικότητά της. Ο Θεοφάνης το παραδέχεται καθώς καταγράφει τη δυσκολία που αντιμετώπισε η Ειρήνη προκειμένου να πείσει ορισμένες στρατιωτικές μονάδες να απαρνηθούν τον όρκο αφοσίωσης που είχαν δώσει στον Κωνσταντίνο το 775.
Ωστόσο η παραδοχή κάτω από το κείμενο είναι προβλέψιμη : οι γυναίκες είναι αδύναμες και χρειάζονται συμβούλους περισσότερο απ’ ό,τι οι άνδρες. Επιπλέον είναι περισσότερο εύπιστες στις κολακείες που σερβίρονται σε άτομα τα οποία κατέχουν σημαντική εξουσία. Δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν τις κρυφές προθέσεις των κολάκων. Και όλα αυτά οφείλονται στη γυναικεία τους φύση που τις καταδικάζει, μετά το αμάρτημα της Εύας, να είναι κατώτερες από τους άνδρες. Μερικές γυναίκες μπορεί, σπανίως, να αρθούν πάνω από τη γυναικεία τους αδυναμία και να επιδείξουν δύναμη και θάρρος ανδρός. Η Ειρήνη επιδεικνύει αυτές τις αρετές όταν έρχεται αντιμέτωπη με το πραξικόπημα του υπουργού της των Οικονομικών, του Νικηφόρου. Ο Θεοφάνης χαρακτηρίζει την αντίδρασή της ως προϊόν ενός «γενναίου και συνετού μυαλού», και προσθέτει, «παρ’ όλο που θα έπρεπε να ήταν συντετριμμένη εξαιτίας αυτής της ξαφνικής συμφοράς (ακόμη περισσότερο επειδή ήταν γυναίκα)».118 Τα λόγια που βάζει κατόπιν στο στόμα της αποκαλύπτουν ακριβώς αυτό το αρρενωπό θάρρος. Η Ειρήνη αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου την ευθύνη των πράξεών της, υμνεί τον Θεό που την ανύψωσε στον αυτοκρατορικό θρόνο και αποδέχεται την ίδια θεϊκή κρίση η οποία τώρα αναδεικνύει τον Νικηφόρο στη θέση της. Σε αυτή τη σύντομη αγόρευση, ο Θεοφάνης δείχνει πώς συμπεριφέρεται μια γυναίκα περιβεβλημένη την πορφύρα, με τη δύναμη ενός άνδρα και αυτοκρατορική διαπαιδαγώγηση, ερχόμενος σε κατάφωρη αντίθεση με τους προηγούμενους ισχυρισμούς του σχετικά με την έμφυτη και αναπόφευκτη ανικανότητα του γυναικείου φύλου. Έχοντας κατά νου αυτήν την αντίφαση που είναι διάχυτη στα κείμενα της συγκεκριμένης περιόδου, ας εξετάσουμε τα επιτεύγματα της Ειρήνης ως αυτοκράτειρας.
Εισαγωγή και πρώτη αποκλειστική δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο
ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΡΦΥΡΑ
ΤΖΟΥΝΤΙΘ ΧΕΡΙΝ
Η ηλεκτρονική επεξεργασία , επιμέλεια και μορφοποίηση κειμένου και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου