Κι ένώ από τόν Παλλάδιο Έλενοπόλεως πληροφορηθήκαμε ότι πριν χειροτονηθεί ό Χρυσόστομος πρεσβύτερος άσκοΰσε μ’ έπιτυχία «διαλάμπουσν» (PG 47,19) τό διδακτικό έργο, ό ίδιος ό Χρυσόστομος στην 'Ομιλία του «"Οτε πρεσβύτερος προεχειρίσθη...» (PG 48,693-700) λέγει ότι την στιγμή έκείνη ήταν «μειρακίσκος», δεν είχε πείρα διδακτική, ήταν, όπως oi λαίκοί πιστοί, μόνο «άκροατής» καί άπολάμβανε «άπράγμονα» ζωή καί ήσυχία. «Πάντως νμΐν πόνος ούδείς τοσούτοις ούσι καί τηλικούτοις, ενός μειρακίσκον ψυχήν τω φόβω διαλθθεισαν έπισφίγξαι πάλιν... όπου γε καί ημάς ού μάλα έμπείρως έχοντας τον λέγειν, λέγειν άνέπεισε καί πρός τό της διδασκαλίας στάδιον άποδύσασθαι παρεσκεύασε, καίτοι μηδέπω πρότερον τούτων άψαμένονς των παλαισμάτων, άλλ ’ άεί μετά των άκροατών ταττομένους καί της άπράγμονος άπολαύοντας ησυχίας...» (Οτε πρεσβύτερος προεχειρίσθη..., 1: PG 48,694· βλ. καί 700). Στό χωρίο τούτο καί άλλου προύποθέτει ό Χρυσόστομος πρόσφατον «άπράγμονα» βίο «ησυχίας», πού έτσι χαρακτηριζόταν μόνο ή κυρίως ό μοναστικός βίος.
Άρα μέχρι ή περίπου μέχρι τήν έποχή τής 'Ομιλίας αυτής μόναζε καί δέν είχε καμία ευθύνη στήν Εκκλησία. Εκείνο τό όποιο τώρα, μέ τίς συνθήκες τής 'Ομιλίας, άναλαμβάνει είναι «τό της διδασκαλίας στάδιον». Καί οί φόβοι πού έξωτερικεύει αφορούν στήν εύθύνη καί τήν δυσκολία τής διδασκαλίας.Στήν παράγραφο 4 τής 'Ομιλίας άναφέρεται στόν «πρότερον πατέρα» πού «άπεβάλομεν», στόν έπίσκοπο δηλαδή πού χάσαμε καί γιά τόν όποιο «θρηνούμεν». Ό νέος όμως άνδρας πού προβλήθηκε στον θρόνο διέλυσε την θλίψη μας (στήλη 698). Πρόκειται προφανώς γιά τό γεγονός τού θανάτου (381) τού Μελετίου Αντιόχειας καί τής άνόδου στόν θρόνο τού Φλαβιανοΰ τό ίδιο έτος. Ή άναφορά προύποθέτει πρόσφατο τό γεγονός, άφοΰ βεβαιώνει γιά θρήνους καί γιά παρηγοριά, πού έφερε ή έκλογή νέου έπισκόπου. ’Έτσι όμως ή 'Ομιλία αυτή μπορεί νά συνδεθεί μέ επίσημη άνάθεση στόν διάκονο Ιωάννη έργου 'ιεροκήρυκα καί νά μή συνδεθεί, όπως θέλουν οί έρευνητές, μέ τήν ημέρα πού χειροτονήθηκε Ιερέας (386). Στήν έποχή τού 381 ήταν πιό εύκολο νά χαρακτηρίζει τόν εαυτό του «μειρακίσκον», ένώ άλλωστε μέχρι πρίν δύο έτη περίπου ζούσε ώς άναχωρητής όντως «άπράγμονα βίου».'Όσα διαβάζουμε στήν 'Ομιλία γι’ άπειρία του στόν λόγο είναι σχετικά, διότι ώς ’Αναγνώστης είχε οπωσδήποτε κάποιες άνάλογες εύθύνες, τίς όποίες τού έμπιστεύθηκαν, γνωρίζοντας τήν ικανότητά του στόν λόγο.Στήν διάρκεια της 'Ομιλίας δέν άναφέρει ούτε μία φορά ότι τόν λόγο του πρόκειται ν’ άκολουθήσει χειροτονία του. Λίγο πρίν άπό τό τέλος προτρέπει απλώς νά προχωρήσουν όλοι σ’ εύχές γιά τήν ’Εκκλησία καί τόν «πατέρα καί διδάσκαλον», δηλαδή τόν έπίσκοπο.
«Άπίωμεν ουν, άπίωμεν εις εύχάς καταλύσαντες. Δεηθώμεν, ώστε τήν κοινήν ημών μητέρα (= Εκκλησίαν) άσάλευτον μένειν καί άκίνητον καί τόν πατέρα τούτον καί διδάσκαλον, τόν ποιμένα, τόν κυβερνήτην, πρός μακροτέραν έξενεχθήναι ζωήν» (PG 48,699).
Ό,τι όμως άκολουθεΐ τό χωρίο τούτο άπαιτεΐ πολλή προσοχή. Δηλώνει ότι δέν θά τολμήσει νά κατατάξει τόν έαυτό του μεταξύ τών Ιερέων, διότι αισθάνεται «έκτρωμα».
«Εί τις ύμίν καί ημών λόγος· ον γάρ δή μετά των ιερέων εαυτούς καταλέγειν τολμήσομεν, έπειδή μηδέ θέμις τά έκτρώματα μετά των άρτιοτόκων άριθμεΐν» (αυτόθι).
Νομίζουμε ότι μέ την φράση αύτή δεν ήθελε νά είπεί ότι, έάν μέ ρωτούσαν δεν θά τολμούσα νά θεωρήσω άξιο τόν έαυτό μου νά συγκαταλεχθεΐ μεταξύ των Ιερέων. Στην περίπτωση αύτή θά έπρεπε τό ρήμα «τολμήσομεν» νά είναι σ’ εύκτική. Λέει μόνο ότι έκεΐνος τελειώνει τό κήρυγμα καί oi ιερείς, στούς οποίους δέν θά τολμήσει νά κατατάξει τόν έαυτό του, θά συνεχίσουν τήν Λειτουργία. ’Εκείνος κήρυξε άμέσως μετά τήν άνάγνωση των ’Αναγνωσμάτων. Λίγες γραμμές πιό κάτω πληροφορεί ότι, ένώ «πρότερον» ζούσε «άπράγμονα βίον», οδηγήθηκε «εις μέσον», σέ περίοπτη δημόσια θέση, καί άναδέχθηκε μάλιστα «τόν ζυγόν», άποδέχθηκε τό βαρύ φορτίο.«... έπειδή δέ εις μέσον ήχθημεν, τό δέ πώς παρίημι... ούδέν γάρ ήμίν φιλονεικώ, ίνα μή τις καί είρωνεύεσθαι φαίη. Πλήν άλλ’ έπειδή ήχθημεν καί τόν ζυγόν τούτον νπέδνμεν τόν ισχυρόν καί βαρύν, πολλών ήμίν δει χειρών, μυρίων ευχών, ώστε δυνηθήναι τήν παρακαταθήκην άποδούναι σώαν τω παρακατατεθεμένω Δεσπότη κατά τήν ημέραν έκείνην, όταν οί τά τάλαντα πιστευθέντες καλώνται καί είσάγωνται καί τάς ενθύνας ύπέχωσι» (PG 48,700).Παρατηρούμε ότι γιά τόν «ζυγόν» πού άνέλαβε χρησιμοποιεί χρόνο παρατατικό, «ύπέδυμεν». ’Άρα τό έργο είχε ήδη άναληφθεΐ ένωρίτερα, δέν έπρόκειτο νά άναλη- φθεΐ λίγο μετά ή στό έγγύς μέλλον. Στό έγγύς μέλλον, μετά άπό λίγο, θ’ άναλάβαινε τόν ζυγό, έάν έπρόκειτο ν’ άκολουθήσει χειροτονία, οπότε καί θ’ άναλάβαινε τό βάρος τών εύθυνών τής Ίερωσύνης. Δέν είναι, φρονούμε, τυχαίο ότι σέ δλη τήν Όμιλία δέν κάνει καθόλου λόγο γιά Ιεροσύνη, κάτι πού θά συνέβαινε οπωσδήποτε, νομίζουμε, άν γνώριζε ότι σε λίγο θά τόν χειροτονούσαν. Σεβόταν καί φοβόταν τόσο πολύ τά μυστήρια τής θείας Ευχαριστίας καί τής Ιεροσύνης καί θεολογούσε γι’ αυτά τόσο βαθιά, συχνά καί ρεαλιστικά, ώστε πορευόμενος, έάν πράγματι πορευόταν, πρός τά Μυστήρια αύτά, θά μιλούσε γι’ αύτά οπωσδήποτε. Τώρα ζητάει τίς προσευχές των πιστών-άκροατών, διότι, όπως γνωρίζουμε, εκτιμούσε υπερβολικά τό κηρυκτικό καί διδακτικό έργο, πού άπαιτοΰσε κόπους καί θεία βοήθεια («ροπήν»).
Δυσκολία μεγαλύτερη, γιά τήν άποδοχή των γεγονότων όπως έπιχειρούμε νά τά παρουσιάσουμε, άποτελεΐ ή τελευταία φράση τού άνωτέρω χωρίου περί τής «παρακαταθήκης», τήν όποία οφείλει ν’ άποδώσει άκέραιη στόν Κύριο κατά τήν τελική κρίση. Γνωρίζουμε ότι στήν λειτουργική παράδοση τής Ανατολής, κατά τήν τέλεση τής χειροτονίας πρεσβυτέρου, ό επίσκοπος παραδίδει τήν θεία Εύχαριστία στόν χειροτονηθέντα μέ τίς λέξεις «Λάβε τήν παρακαταθήκην ταύτην». Ό όρος «παρακαταθήκη» όμως χρησιμοποιείται στήν εκκλησιαστική καί θεολογική γλώσσα πολύ εύρύτερα καί μεταξύ άλλων σημαίνει τήν Ιερή Παράδοση (Γρηγόριος Θεολόγος, Λόγος, ΣΤ' 22: PG 35,749Β. Βλ. καί PG 86, 999D) καί μάλιστα τίς δωρεές τού άγιου Πνεύματος (PG 66,945Β). Τόν όρο «παρακαταθήκη» χρησιμοποιεί ό Χρυσόστομος καί γιά νά δηλώσει τήν άγάπη καί γενικά τήν παράδοση, πού ό άγιος Μελέτιος Αντιόχειας (t 381) άφησε στούς ορθόδοξους τής Αντιόχειας (PG 49,515). Μέ άπόλυτη σχεδόν ταυτότητα διατυπώσεως χρησιμοποιεί τόν όρο καί γιά τήν πίστη γενικά.«Καί μετά ταύτης τής φωνής τόν βίον κατέλνσεν (= ό μάρτυρας Λουκιανός) καί άπήλθε, σώαν τω Χριστώ τήν παρακαταθήκην κομίζων» (Εις τόν μάρτυρα Λουκιανόν, 3: PG 50,525).
Επομένως ή «παρακαταθήκη» στό τελευταίο χωρίο τής 'Ομιλίας μας σημαίνει γενικότερα τήν πίστη, τήν παράδοση, πού ό Κύριος ώς «τάλαντον» έδωσε στόν διάκονο ’Ιωάννη, ό όποιος καί άναδείχθηκε Χρυσόστομος. Δεν είναι τυχαίο έπίσης ότι ό Χρυσόστομος τήν «παρακαταθήκην» συνδέει μέ «τάλαντον», πού είναι φερ’ είπεΐν τό χάρισμα τού λόγου, καί όχι μέ θεία χάρη, πού είναι κατ’ έξοχήν τό μυστήριο της Ιεροσύνης. Πρέπει άκόμα νά υπογραμμίσουμε σχετικά ότι ό Χρυσόστομος έδώ μιλάει σαφώς γιά «παρακαταθήκη» πού έχει ήδη άναλάβει («υπέδημεν» = παρατατικός), όχι γιά «παρακαταθήκη» πού πρόκειται ν’ άναλάβει. Επομένως, δέν έπίκειται χειροτονία τού ’Ιωάννη, στην όποία θ’ άναλάβει «παρακαταθήκη», άλλά ζητάει τίς προσευχές των πιστών γιά νά διατηρήσει καί ν’ άποδώσει «σώαν» τήν ήδη άναληφθείσα «παρακαταθήκη», τήν πίστη, τήν παράδοση, τήν διδασκαλία, πού ώς κήρυκας καί διδάσκαλος άρχισε νά παρέχει έπίσημα στόν λαό.
Άφού, λοιπόν, ή «παρακαταθήκη» έχει ήδη άναληφθεΐ, μήπως ή Ομιλία μας γίνεται μετά τήν χειροτονία τού ομιλητή Χρυσοστόμου σέ πρεσβύτερο; Ή άποψη δέν πρέπει ν’ άποκλεισθεΐ χωρίς τήν άναγκαία συζήτηση, ή οποία έχει τά εξής πολύ σοβαρά δεδομένα. Τό «ύψος» τών καθηκόντων, πού ώς «μειρακίσκος ευτελής» άνέλαβε, άναφέρονται πάντοτε στήν διδασκαλία, στήν ικανότητα ή μή νά λέει σπουδαία πράγματα.
«Πόλις ούτω μεγάλη καί πολυάνθρωπος, δήμος τε θαυμαστός καί μέγας πρός τήν ήμετέραν ευτέλειαν κέχηνεν, ώς μέγα τε καί γενναΐον άκουσόμενος παρ’ ημών... καί (= ενώ) πηγαί λόγων έναπέκειντό μου τώ στόματι, τοσούτων άθρόον συνδραμόντων πρός τήν άκρόασιν, ταχέως άνεστάλη μοι τώ φόβω τό ρείθρον καί άνεχαίτισεν αν εις τούπίσω τά νάματα» (PG 48,693).
Λίγο πιό κάτω καθορίζεται πάλι τό «ύψος» των καθηκόντων καί τό «στάδιον» πού άνέλαβε ό ομιλητής. Είναι ή δύναμη «λόγοι;» καί ή «διδασκαλία» (PG 48,694). Εξηγεί μάλιστα τρεις φορές ότι τά γόνατά του, τά μέλη του, λύνονται άπό την αίσθηση τής εύθύνης νά ομιλήσει (στήλη 693-694). Κάτι άνάλογο δέν λέει γιά τό μυστήριο τής 'Ιεροσύνης ή τής Εύχαριστίας. Καί φρονούμε, όσο γνωρίζουμε κείμενα τού Χρυσοστόμου, ότι οπωσδήποτε θά μιλούσε καί μάλιστα μέ πολύ έντυπωσιακότερο τρόπο γιά φόβους καί δισταγμούς, έάν έμφανιζόταν άμέσως μετά τήν χειροτονία του νά μιλήσει στό έκκλησίασμα.
Επομένως, είναι άδύνατο ή πολύ δύσκολο νά υποθέσει κανείς, ότι ή 'Ομιλία «'Οτε πρεσβύτερος προεχειρί- σθη» έγινε άμέσως ή έστω τήν επομένη τής χειροτονίας τού Χρυσοστόμου σέ πρεσβύτερο. Στήν περίπτωση αύτή δέν θά μπορούσε νά λέει, ότι δέν θά τολμήσει νά κατατάξει τόν εαυτό του μεταξύ των Ιερέων, διότι έτσι κι άλλιώς θά καταλεγόταν ήδη μεταξύ των Ιερέων, μέ τούς οποίους θά τελούσε καί τήν θεία Εύχαριστία.
Πιό ειδικά, γιά τό παραπάνω χωρίο παρατηρούμε ότι αύτό δηλώνει σαφώς έντυπωσιακά μεγάλη προσέλευση πιστών, πού άγωνιούσανε ν’ άκούσουν τόν κήρυκα. Ή προσέλκυση αύτή όμως προύποθέτει πιστούς, πού γνώριζαν πολύ καλά τά μεγάλα προσόντα τού κήρυκα τής ημέρας έκείνης ή τουλάχιστον είχαν άκούσει σχετικά. Επομένως, εύκολα κατανοούνται τά δεδομένα τής 'Ομιλίας αύτής, έάν τήν ερμηνεύσουμε ώς πρώτη 'Ομιλία τού Χρυσοστόμου, τήν οποία έκανε μ’ έπίσημη άνάθεση διδακτικοΰ-κηρυκτικοΰ έργου άπό τόν νέο έπίσκοπο Αντιόχειας, τόν Φλαβιανό. Ή έπίσημη, άλλωστε, αύτή άνάθεση χρειαζόταν, διότι τώρα υπήρχε νέος έπίσκοπος. Ό Χρυσόστομος ήταν ήδη γνωστός ώς «λαμπρός», όπως είδαμε, διδάσκαλος. Τώρα όμως έπρεπε άπό τόν νέο επίσκοπο ν’ άνανεωθούν οΐ άναθέσεις καί τά καθήκοντα δσων δροΰσαν υπεύθυνα στην Εκκλησία της Αντιόχειας.
Φαίνεται ότι τήν ήμερα εκείνη έγινε ή πανηγυρική άνάθεση τού κηρυκτικού καί διδακτικού έργου στόν διάκονο Ιωάννη. Παλαιότερα δίδασκε μέ άπλούστερη μάλλον μορφή άναθέσεως, μ’ έντολή προφορική τού Αντιόχειας Μελετίου, πού όντως έκτιμοΰσε πολύ τόν Ιωάννη. Απόδειξη τής μεγάλης αύτής έκτιμήσεως είναι καί ότι σε μία στιγμή άποφασιστική, όταν τήν άνοιξη τού 381 ό πολύς καί πολυσέβαστος ομολογητής Μελέτιος άναχωροΰσε γιά τήν Β' οικουμενική Σύνοδο στήν Κωνσταντινούπολη, άπό τήν οποία δέν έπέστρεψε ζών, άποφάσισε νά χειροτονήσει διάκονο τόν ήδη Αναγνώστη Ιωάννη, τόν καλύτερο καί όρθοδοξότερο τότε ερμηνευτή της αγίας Γραφής.
Τέλος, έφόσον όλα δσα παρουσιάσαμε άναλυτικά φαίνονται εύλογοφανή, ό τίτλος τής 'Ομιλίας πού μάς άπασχολεί τέθηκε λανθασμένα σέ κάποιο χειρόγραφο άπό γραφέα, τόν όποιο έπανέλαβαν άνεξέταστα νεότεροι άντιγραφέίς. Ό τίτλος, πού τώρα πλήρης είναι «'Ότε πρεσβύτερος προεχειρίσθη, εις έαυτόν καί εις τόν επίσκοπον καί εις τό πλήθος τού λαού», θά έπρεπε νά ήταν περίπου έτσι: «'Ότε τό κήρυγμα (ή τό διδάσκειν) τού άνατέθη, εις έαυτόν...». Ό έπίτιτλος «Χρυσοστόμου 'Ομιλία πρώτη» είναι ορθή στό πλαίσιο των παραπάνω έκτεθέντων.
Σελίδες 109-115
Πρώτη αποκλειστική δημοσίευση στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο
Αγιος Ιωάννης Χρυσόστομος
Ή ζωή του Ή δράση του Οι συγγραφές του
+ Στυλ.Παπαδόπουλου
Τόμος Α΄
Η επεξεργασία, επιμέλεια και μορφοποίηση κειμένου και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου