ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Ψευδοσύνοδος στήν Δρύ

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2016

Ψευδοσύνοδος στήν Δρύ


Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος
Ή ζωή του, Ή δράση του,  Οι συγγραφές του
+ Στυλ.Παπαδόπουλου
Τόμος Α΄


Γ΄ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕΙ ΤΗΝ ΠΡΟΜΕΛΕΤΗΜΕΝΗ ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΤΟΥ

Ψευδοσύνοδος στήν Δρύ


Στά μέσα Σεπτεμβρίου τοΰ 403 όλα ήσαν έτοιμα. Συνάχθηκαν στήν Δρύ άρχικά 36 έπίσκοποι περί τόν Θεόφιλο. Ό Άρκάδιος πείσθηκε νά καλέσει μέ άπεσταλμένο τόν Χρυσόστομο νά έμφανισθεΐ έκεΐ, γιά νά λογοδοτήσει, χωρίς νά γνωρίζει τί τόν κατηγορεί ό Θεόφιλος καί οί άλλοι, μολονότι επανειλημμένα είχε ζητήσει νά τόν πληροφορήσουν γιά την «αιτίαν τού πολέμου» τού Θεόφιλου (Χρυσοστόμου, Πρός Ίννοκέντιον: PG 47,9)."Οταν ό Χρυσόστομος πληροφορήθηκε ότι ό Θεόφιλος συγκροτεί σύνοδο, με τούς άπό άλλες κυρίως έπαρχίες έπισκόπους, ή πλεισψηφία των όποιων ήταν αίγύπτι- οι καί κάποιοι καθηρημένοι, κάλεσε στό έπισκοπείο του τούς παρεπιδημουντές στήν Κωνσταντινούπολη φίλους του έπισκόπους, πού έφθαναν τούς σαράντα (Παλλαδίου, Διάλογος, Η': PG 47,27). Ήταν ή σύνοδος πού είχε δεχθεί νά συγκαλέσει ό Άρκάδιος, τόν όποιο όμως παρέσυρε πρός άλλη κατεύθυνση ή ορμητική παρουσία καί δράση τού Θεόφιλου.Ή σύνοδος στήν Δρύ δέν ήταν κανονική γιά τόν Χρυσόστομο, διότι σύμφωνα μέ τούς Κανόνες ό Θεόφιλος δέν έδικαιοΰτο νά δικάσει-κρίνει έπίσκοπο άλλης έκκλησιαστικής διοικήσεως («ύπερόριος»), όπως ό ίδιος άλλωστε είχε υποστηρίξει σ’ Επιστολή του προγενέστερη (τέλος 401 ή άρχές 402) πρός τόν Χρυσόστομο (αυτόθι). Κριτής έπίσης ό Θεόφιλος δέν μπορούσε νά είναι, διότι δέν είχαν έκδικασθεί oi έναντίον του βαριές κατηγορίες των Μακρών άδελφών καί διότι, ώς δηλωμένος πολέμιος τού Χρυσοστόμου, δέν θά είχε άντικειμενικότητα ή κρίση του.




Άρα έπρεπε νά έξαιρεθεί άπό τήν σύνοδο. Αύτά υποδείκνυε ό Χρυσόστομος, όταν λίγες ήμέρες μετά κλήθηκε τέσσερες φορές νά έμφανιστεΐ στήν ψευδοσύνοδο, «εις δικαστηριον». Δήλωνε, μάλιστα, ότι είναι έτοιμος νά δικαστεί άπό «εκατόν καί χιλίων επισκόπων» σύνοδο, άρκεΐ νά έξαιρεθοΰν οί δηλωμένοι έχθροί του, μέ πρώτους τούς Θεόφιλο καί Σεβηριανό Γαβάλων, καί νά γνωρίζει τό κατηγορητήριο (Χρυσοστόμου, Πρός Ίννοκέτιον: PG 47,9. Σωζομενοΰ, Έκκλησ. ιστορία, Η' 17,8). Τήν έξαίρεση τού Θεόφιλου μπορούσε νά ζητήσει, διότι αυτός καί στην Λυκία καί στην Αλεξάνδρεια είχε δηλώσει ότι πηγαίνει στόν στρατιωτικό διοικητή, γιά νά καθαιρέσει τόν Ιωάννη (= Χρυσόστομο) (PG 47,29).Τήν άρνηση τοΰ Χρυσοστόμου άντιμετώπισε ό Θεόφιλος μέ άνεπίτρεπτη ένέργεια. Κάλεσε έξουσιαστικά πλησίον του τόν άρχιδιάκονο τοΰ Χρυσοστόμου (ώς εάν ή επισκοπή χήρευε) καί κατόρθωσε νά τόν έλκΰσει μέ τό μέρος του. Τό πρόσωπο αυτό άπέστειλε στούς ναούς καί σέ συνάξεις κληρικών, τούς όποιους άναστάτωσε καί πέτυχε νά τούς στρέψει κατά τοΰ Χρυσοστόμου. ’Έτσι ή σύνοδος στήν Δρύ περί τόν Θεόφιλο φάνηκε νά υπερτερεί άπό τήν σύνοδο στό έπισκοπεΐο περί τόν Χρυσόστομο (αύτόθι). Στούς κόλπους της πρώτης κατασκευάσθηκαν 46 θέσεις-κατηγορίες κατά τοΰ Χρυσοστόμου, πού άνα- φέρονταν κυρίως στόν δήθεν οργίλο χαρακτήρα του, στήν υπερορία έπέμβαση (σέ μικρασιατικές ’Εκκλησίες) καί στήν υποστήριξη των Μακρών άδελφών. Στό μεταξύ κυκλοφορούσε -άνέλεγκτα ή έντεχνα, άγνωστο- ή πληροφορία ότι στήν Δρύ είχανε άποφασίσει τόν άποκεφαλι σμό κυριολεκτικά τού Χρυσοστόμου.
«Έθρυλείτο γάρ καρατομεΐσθαι διά τήν υπερβολήν της παρρησίας» (Παλλαδίου, Διάλογος, Η': PG 47,27).


Ή ετοιμότητα τοΰ Χρυσοστόμου γιά τό μαρτύριο συγκλονίζει τούς επισκόπους


Γνωρίζοντας όλ’ αύτά οί περί τόν Χρυσόστομον έπίσκοποι, συναγμένοι στήν μεγάλη αίθουσα («τρίκλινον») τοΰ έπισκοπείου, βρίσκονταν σέ μεγάλη άμηχανία, φυσικά καί σέ φόβο. Διότι, άφοΰ ό Θεόφιλος, ό όποιος βαρυνόταν μέ τόσες κατηγορίες, έστρεψε τά πνεύματα τών ισχυρών καί τών περισσότερων κληρικών κατά τοΰ Χρυσοστόμου, θά μπορούσε πολλά νά κάμει εις βάρος όλων τους. Ή άμηχανία τους έγινε άγωνία καί σύγχυση. Τότε ό Χρυσόστομος έλαβε τόν λόγο. Έξέφρασε ήρεμα τά αίσθήματά του καί άνακοίνωσε τίς άποφάσεις καί τίς σκέψεις του γιά τό τί πρέπει νά κάνει ό ίδιος καί οί έπίσκοποι πού τόν στήριζαν. Ζήτησε, λοιπόν, απ’ όλους νά προσευχηθούν καί προπαντός κανείς νά μην έγκατα- λείψει ή χάσει την επισκοπή του έξαιτίας τού Χρυσοστόμου. Ό ίδιος ήταν άποφασισμένος γιά όλα. Ένιωθε ότι πορεύεται πρός τήν θυσία. Έβλεπε τό τέλος της ζωής του κοντά, της ζωής πού ήταν γεμάτη θλίψεις. Εκτιμούσε ότι σκευωρούσε ό Σατανάς, διότι δέν άντεξε τούς έναντίον του χρυσοστομικούς λόγους. Ζήτησε άπ’ όλους νά τόν θυμούνται στίς προσευχές τους καί σταμάτησε. Ή συγκίνηση καί ή λύπη κυριάρχησαν ατούς παρό- ντες, πού δάκρυσαν καί πολλοί σηκώθηκαν καί άσπάζο- νταν μέ λυγμούς τήν ιερή κεφαλή τού Χρυσοστόμου. ’Άλλοι βγήκαν άπό τήν αίθουσα, γιά νά τούς περάσει ή μεγάλη συγκίνηση. Μόλις ηρέμησαν οί πολλοί, τούς κάλεσε πάλι στό τρίκλινο, στήν μεγάλη αίθουσα. Τούς τόνισε ότι ζωή του είναι ό Χριστός, τούς υπενθύμισε όσα μέ άλλες εύκαιρίες τούς έλεγε γιά τήν ζωή των πιστών καί των προφητών. Ξαφνικά τόν διέκοψε ένας τών έπισκόπων κι έξήγησε ότι θρηνούν, γιατί νιώθουν ορφανοί, γιατί βλέπουν νά κρατεί ή φιλαρχία, ν’ άπουσιάζει ή διδασκαλία καί νά μένουν οί πτωχοί άπροστάτευτοι. Ό Χρυσόστομος τόν διάκοψε άποφασιστικά: «’Αρκεί, αδελφέ, μή λέγε πολλά». Τούς έπανέλαβε ότι δέν πρέπει ν’ άφήσουν τίς έπισκοπές τους καί προπαντός υπογράμμισε ότι ή ορθή διδασκαλία δέν άρχισε μέ αύτόν, ότι μεγάλοι καί μικροί προφήτες φονεύτηκαν, άπόστολοι καρατομήθη- καν καί πολλοί έπαθαν πολλά χάριν τής πίστεως. Στό σημείο τούτο  έπειδή τό ζήτημα ήταν κρίσιμο  έπενέβη ό Άπαμείας Εύλύσιος καί άπορώντας είπε: Για νά κρατήσουμε (όπως υπέδειξε ό Χρυσόστομος) τίς επισκοπές μας, θ’ αναγκαστούμε οπωσδήποτε νά κοινωνήσουμε μέ τούς έπισκόπους τοΰ Θεόφιλου καί νά υπογράψουμε ό,τι αποφασίσουν. Τότε ό Χρυσόστομος έδωσε πολυσήμαντη άπάντηση, πού προύποθέτει διάκριση, μεγαλοψυχία καί βαθύ θεολογικοεκκλησιαστικό φρόνημα. Άπήντησε, λοιπόν: Προκειμένου νά άποφευχθεΐ τό σχίσμα, νά διατηρήσουν οί ύποστηρικτές του κοινωνία μέ τούς άντικανονικούς κριτές, άλλά νά μήν υπογράψουν τίς άποφάσεις τους κατά τού Χρυσοστόμου, διότι δέν γνωρίζει νά έπραξε κάτι, πού ν’ άξίζει τήν καθαίρεσή του, τήν όποία ετοίμασαν στήν Δρύ ό Θεόφιλος μέ τούς οπαδούς του.

«Διαπορούντων δέ ημών (= των παρόντων έπισκόπων), . έμπνευσθείς ό Ιωάννης τώ Πνεύματι λέγει τοίς πάσιν "Εύξασθε, αδελφοί, καί, εί φιλείτε τόν Χριστόν, έμού ένεκεν μη τις άπολείπη την έαυτού Εκκλησίαν. ‘Έγώ γάρ ήδη σπένδομαι, καί ό καιρός τής άναλύσεώς μου έφέστηκε’ (Β' Τιμ. 4,6) κατά τόν είπόντα- καί πολλάς θλίψεις ύποστάς, άπολείψω τό ζην, ώς όρώ. Οίδα γάρ τήν σκευωρίαν τού Σατανά, ότι ονκ έτι φέρει μου τήν έπάχθειαν τών λόγων των κατ’ αύτού γινομένων. Έν ταίς προσευχαίς υμών μνημονεύετέ μου”. Συσχεθέντες δέ άφάτω άθυμία οί μέν έδακρύομεν, έτεροι δέ έξήρχοντο τού συνεδρίου, τούς οφθαλμούς καί την ιεράν κεφαλήν σύν τώ εύστόχω καί μακαρίω στόματι ήσπάζοντο δε  δακρυμένοι καί κεκομμένω τώ πνεύματι. Παρακαλέσας δέ έπανελθείν εις τό συνέδρων, ώδε κάκείσε περιπετομένους καθάπερ μέλισσας περίβομβώσας κυψέλη, λέγει- "Καθίσατε, άδελφοί, καί μή κλαίετε, έπί πλέον με θρύπτοντες. ‘Έμοί γάρ τό ζην Χριστός καί τό άποθανείν κέρδος’ (Φιλιπ. 1,21)”. 


- Έθρυλλεΐτο γάρ καρατομείσθαι διά τήν υπερβολήν της παρρησίας-. "Καί εί μνημονεύετε, άναπτύξατε υμών τάς μνήμας, ότι πάντοτε έλεγον ύμίν οδός έστιν ό παρόν βίος καί τά χρηστά αύτού καί τά λυπηρά παροδεύεται... Μη άμείνους έσμέν των πατριάρχων, τών προφητών, των αποστόλων, ίνα άθάνατον ήμΐν παραμείνη τούτο τό ζην”; Έπολολύξας δέ τις τών παρόντων εΐπεν Αλλά θρηνούμεν την ημών όρφανίαν, την τής Εκκλησίας χηρείαν, την τών θεσμών σύγχυσιν..., τών πτωχών τό άπροστάτεντον, της διδασκαλίας τήν ερημιάν... (= Καί ό Χρυσόστομος) τώ όμιλούντι αύτώ εΐπεν '"Αρκεί, άδελφέ, μη πολλά λέγε, άλλ’ ό εΐπον, τάς Εκκλησίας υμών μη άψητε. Ούτε γάρ απ’ έμού ήρξατο τό διδασκάλιον, ούτε εις έμέ έτελεύτησε. Μη ούκ άπέθανε Μωύσής; Ούκ έτελεύτησε Σαμουήλ; ... Έκαρατομήθη Παύλος, ούκ άπέλιπε Τιμόθεον, Τίτον, Άπολλώ καί άλλους μυρίους”; Μετά τούτους τούς λόγους λέγει Εύλύσιος ό Άπαμείας της Βιθυνίας: " Έπά- ναγκες υμάς έστι, κατέχοντας τάς Εκκλησίας, άναγκασθήναι καί κοινωνησαι καί ύπογράψαι ’Έφη ό άγιος Ιωάννης· "Κοινωνήσατε μέν, ΐνα μη σχίσητε την Εκκλησίαν, μη ύπογράψητε δέ· ούδέν γάρ έμαυτφ σύνοιδα άξιον καθαιρέσεως έννοήσας”» (Παλλαδίου, Διόλογος... περί βίου... Ίωάννου τού Χρυσοστόμου, Η': PG 47,27-28).

Οι κλητεύσεις τοΰ Χρυσοστόμου γιά νά κριθεΐ στην Δρύ καί ή άπάντησή του

Τήν ώρα πού συνέβαιναν αύτά στό τρίκλινο τοΰ έπι- σκοπείου, στην Κωνσταντινούπολη, έφθασαν εκεί δύο έπίσκοποι άπό τήν Δρύ, άπεσταλμένοι τοΰ Θεόφιλου, ό όποιος είχε ήδη συμφιλιωθεί καί αποδεχθεί στήν σύνοδό του τούς Μακρούς άδελφούς. ΟΙ μοναχοί αύτοί είχαν γίνει άπλώς ή πρώτη άφορμή, γιά νά καταπολεμήσει ό Θεόφιλος τόν Χρυσόστομο. Καί τώρα, γιά νά προχωρήσει στόν σκοπό του, έπρεπε νά τελειώσει με τήν εκκρεμότητα των μοναχών, τούς όποιους μάλιστα δακρύζοντας έπήνεσε δημόσια με μία έμμεση άπλή «συγγνώμην» τους χωρίς καν νά έξετασθούν οί δήθεν ώριγενιστικές άντιλήψεις (Σωζομενού, Έκκλησ. ιστορία, Η' 17,4). Είχαν έπομένως προηγηθεΐ σειρά συσκέψεων - συνεδριών της συνοδικής συνάξεως καί οί άπεσταλμένοι στην Πόλη κρατούσανε μαζί τους μόνο «παραναγνωστικόν» γιά τόν Χρυσόστομο, είδος δικαστικής κλητεύσεως δηλαδή. Ό Χρυσόστομος καί οί σύν αύτώ δέχτηκαν εύγενώς τούς δύο έπισκόπους, τούς όποιους προσωπικά αγνοούσαν, καί ζήτησαν νά διαβαστεί τό κείμενο πού κρατούσαν, άφού έκεΐνοι δήλωσαν ότι δέν είχαν έξουσιοδότηση παρά μόνο ν’ άναγνώσουν τήν κλήτευση. Αύτή διέτασσε νά έμφανισθεΐ ό Χρυσόστομος καί νά λογοδοτήσει ατούς κριτές έπισκόπους. Τόν καλοΰσε «ή σύνοδος ή άγια έπί Αρύν σνναχθείσα» (Παλλαδίου, Διάλογος, Η': PG 47,28). Ή περιγραφή τών κλητεύσεων, τεσσάρων στό σύνολό τους, τών άπαντήσεων καί τής άποστολής άντιπροσωπειών τού Χρυσοστόμου γίνεται στίς γνωστές μας πηγές (Παλλαδίου: PG ΑΊ,21-29. Χρυσοστόμου, Πρός Ίννοκέντιον: PG 47,9-10. Ψευδο-Μαρτυρίου, Βίος άνέκδοτος: ΑΒ 95 [1977] 404-407. Σωκράτους, Έκκλησ. ιστορία, ΣΤ' 15-16) μέ μικρές διαφορές.

Τά γεγονότα όμως  στίς κύριες γραμμές σημειώνονται άπ’ όλες. Στήν κλήτευση τού Χρυσοστόμου δηλωνόταν μόνο ότι υπήρχαν έναντίον του «λίβελλοι» μέ κατηγορίες, γιά τίς όποίες έπρεπε ν’ άπολογηθέΐ. Επίσκοποι καί πρεσβύτεροι, προσκείμενοι στόν Χρυσόστομο, μετέφεραν τίς άπόψεις του καί τήν άπάντησή του στόν Θεόφιλο: Δέν πρέπει (ό Θεόφιλος) μέ τίς ένέργειές του νά καταλύει τήν κανονική τάξη τής Εκκλησίας· δέν δικαιούται νά δικάζει, έπειδή προέρχεται άπό άλλη έκκλησιαστική διοίκηση· άν επιμένει, πρέπει νά έλθει έκεΐνος στην Κωνσταντινούπολη νά τόν άκούσουν οι περί τόν Χρυσόστομο έπίσκοποι, δεδομένου ότι οί τελευταίοι άρχικά ήταν περισσότεροι έπίσκοποι (40) άπ’ όσοι περί τόν Θεόφιλο (36). Απαντούσε άκόμη ότι υπήρχαν πολλοί λίβελλοι μέ κατηγορίες κατά τού Θεόφιλου καί ότι οί περί τόν Χρυσόστομο είχαν συναχθεΐ κανονικά καί άπό γειτονικές έπισκοπές -όχι άπό την μακρινή Αίγυπτο. 'Ως λιγότεροι δέ οί περί τόν Θεόφιλο έπίσκοποι, θά έπρεπε «κατά τούς κανόνας» νά κριθοΰν άπό τούς περισσότερους, τούς περί τόν Χρυσόστομο. Ό Βίος, πού προσγράφεται στόν Μαρτύριο Αντιόχειας, προύποθέτει τήν άπάντηση τού Χρυσοστόμου συνολική, σταλμένη μετά τήν τέταρτη κλήτευση άπό τήν σύνοδο της Δρυός. Ό Παλλάδιος προποθέτει δύο άπαντήσεις τού Χρυσοστόμου, μία στήν πρώτη καί μία στήν δεύτερη κλήτευση. Στήν δεύτερη μάλιστα δηλώνει (ένώπιον των άπεσταλμένων τού Θεόφιλου) ότι ούδέποτε ακούσε κάποιος νά τόν κατηγορεί καί ότι, έάν πρέπει οπωσδήποτε ν’ άπολογηθει, θά τό πράξει, έφόσον έξαιρεθούν άπό τούς κριτές οί δηλωμένοι έχθροί του καί συγκεκριμένα οί Θεόφιλος Αλεξάνδρειάς, Ακάκιος Βέροιας (Συρίας), Σεβηριανός Γαβάλων (Συρίας) καί Άντίοχος Πτολεμαΐδας (Φοινίκης). Αυτούς άναφέρει καί ό Φώτιος ώς «κατάρχο- ντας», πρωτεργάτες, της συνόδου στήν Δρύ, άλλά προσθέτει καί τόν Κυρίνο Καλχηδόνας (PG 103,105).Ζητούσε ό Χρυσόστομος άπό τήν σύνοδο τής Δρυός νά λάβει έναντι των τεσσάρων αύτών θέση, διότι άν αύτοί έμεναν ώς κριτές, έκεΐνος δέν θά παρουσιαζότανε στήν Δρύ. Καί άν οί τέσσερες έμφανίζονταν ώς κατήγοροι, θά προετοιμαζότανε νά τούς άπαντήσει σέ όποιοδήποτε τόπο (όχι μόνο στήν Δρΰ), ακόμη καί σέ σύνοδο όλης της οικουμένης. Έκτοτε ζητούσε νά κριθεί άπό μεγάλη καί εί δυνατόν άπό οικουμενική σύνοδο.



Ή βιασύνη των εχθρών τού Χρυσοστόμου καί ή ειλημμένη άπόφασή τους

Ό Θεόφιλος καί oi συνεργάτες του δέν ήταν διατεθειμένοι ούτε νά συζητήσουν ούτε νά περιμένουν γιά πολλές ημέρες. Καί ό περισσότερος χρόνος πέρασε όχι γιά ένδελεχή έξέταση των κατηγοριών καί συνοδική διαδικασία, ή όποία γιά τόν Παλλάδιο διήρκησε μία ημέρα καί γιά τόν Βίο τού Μαρτυρίου έγινε πολύ σύντομα, άλλά γιά τήν σύνταξη των λιβέλλων-κειμένων πού περιείχαν τίς κατηγορίες. Ήταν ομόφωνα ειλημμένη ή άπόφαση της καθαιρέσεως κι έξορίας τού Χρυσοστόμου χωρίς ν’ άπολογηθεΐ. Ήταν μάλλον βέβαιοι ότι δέν θά προσερχόταν γι’ άπολογία. Πράγματι, ο'ι πρώτες άντιδράσεις τού Χρυσοστόμου, άπό τίς άρχές Σεπτεμβρίου, καί ή σύναξη γύρω του 40 έπισκόπων έδειχναν ότι δέν θά δεχότανε νά έμφανιστέΐ σέ άντικανονική σύνοδο καί ν’ άπολογηθεΐ ένώπιον έπισκόπων, πού βαρύνονταν μέ καταγγελμένες ένέργειες καί άξιόποινες πράξεις. Oi έναντίοντου λίβελλοι έμφανίζονταν γιά λόγους διαδικαστικούς ως έργο δικών του κληρικών, κάτι πού τόν έθλιβε ιδιαίτερα.

Παράλληλα πρός τίς κλητεύσεις της ψευδοσυνόδου ό Χρυσόστομος δεχόταν έντονες πιέσεις τών άνακτόρων, μία φορά μέ «γράμμα βασιλικόν» καί άλλοτε μέ άλλους τρόπους. Ή βιασύνη τών έχθρών του καί ή προειλημμένη άπόφασή τους νά τόν καθαιρέσουν φαίνεται καί άπό τήν μεταχείριση τών απεσταλμένων του έπισκόπων. 'Έναν άπό αυτούς «έδειραν», άλλου «περίέσχισαν» τά ένδύματα καί σέ άλλον «σιδηρά τω τραχήλω περιέθηκαν». Ήταν, λέει ό Παλλάδιος, τά σίδερα πού προόριζαν γιά τόν Χρυσόστομο. Αύτά όλα έξηγούν την πληροφορία ότι έγιναν σε μία ήμερα οί τέσσερες κλητεύσεις, ή μία δηλαδή άμέσως μετά τήν άλλη. Στήν Δρύ εμφανίστηκαν μόνο μία ή τό πολύ δύο φορές άπεσταλμένοι τού Χρυσοστόμου. Αλλωστε, αύτό θά προτιμούσαν ό Θεόφιλος καί oi άλλοι, νά μήν έμφανισθει ό Χρυσόστομος, ώστε, βάσει των λιβέλλων, νά τόν καταδικάσουν, χωρίς τούς κινδύνους πού θά περιέκλειε ή έπιχειρηματολογία του καί ή παρουσία μαρτύρων κατηγορίας καί μαρτύρων ύπερασπίσεως.

Παρά τήν γνώμη ερευνητών ότι ήταν άδύνατο νά περατωθεΐ ή διαδικασία σέ μία ήμέρα (F. van Om- meslaeghe), αύτό μπορούσε νά συμβεΐ, διότι, σέ τελευταία άνάλυση, δέν υπήρξε κανονική διαδικασία. Υπήρξε μόνο προετοιμασία των λιβέλλων, συμφωνία γιά τήν καταδίκη βάσει των λιβέλλων καί άπόφαση νά κλητευθεί τρεις -καί χαριστικά τέσσερες- φορές ό Χρυσόστομος, πού ήταν μάλλον βέβαιο ότι δέν θά έμφανιζότανε στήν Δρύ. Έτσι, μέχρι τό βράδυ τής ίδιας ήμέρας, άφοΰ oi κλητεύσεις έφθαναν ή μία μετά τήν άλλη, μπορούσε νά άνακοινωθεΐ ή προειλημμένη άπόφαση καθαιρέσεως. Oι κλητεύσεις χρονικά έγιναν τόσο πυκνές, πού δέν άφηναν εύλογο χρόνο στόν Χρυσόστομο ώς υπόδικο νά έμφανίσει σέ κάθε κλήτευση τήν θέση του. Αρα έγιναν μόνο γιά νά τηρηθούν δικονομικοί τύποι.


Ή καταδίκη καί τό «έγκλημα καθοσιώσεως»


Περί τό τέλος, λοιπόν, Σεπτεμβρίου καταδικάστηκε ό Χρυσόστομος σέ καθαίρεση, τήν όποία τελικά υπέγραψαν 45 έπίσκοποι, ζητώντας καί τήν έξορία του. Ώς λόγος τώρα τής καταδίκης του παρουσιάστηκε ή άρνησή του ν’ άπολογηθεΐ στην σύνοδο τής Δρυός. Άλλ’ αυτό δεν Ικανοποιούσε τούς Θεόφιλο, Ακάκιο, Σεβηριανό καί Άντίοχο, πού άναφέραμε. Παρουσίασαν τόν Χρυσόστομο καί ώς υπεύθυνο γιά «έγκλημα καθοσιώσεως», γιά έσχάτη προδοσία. Όπως έχουμε ήδη εξηγήσει, κάποια του άναφορά στην Ίεζάβελ τήν παρουσίασαν ώς άποσκοπούσα στην προσβολή της ίδιας της αύτοκράτειρας. Ή προσβολή αυτή συνιστούσε έγκλημα «καθοσιώσεως», τό όποιο oi νόμοι τιμωρούσαν με θάνατο. Γιά τό έγκλημα όμως  αύτό καί γιά τήν θανατική καταδίκη οφείλε νά κρίνει καί ν’ άποφασίσει ό ίδιος ό αύτοκράτορας. Γι’ αύτό παρέπεμψαν τήν ύπόθεση καί τόν Χρυσόστομο στόν αύτοκράτορα, πού άντί γιά θάνατο άρκέστηκε μόνο στήν εξορία.


Τό κατηγορητήριο


Τό οριστικό κατηγορητήριο συγκροτήθηκε, καθώς φαίνεται, στήν διάρκεια τής «συνόδου», άπό τά μέσα δηλαδή Σεπτεμβρίου μέχρι τίς δύο τελευταίες ημέρες τού ίδιου μήνα, οπότε λήφθηκαν oi άποφάσεις. Βέβαια, στό δεκαπενθήμερο αύτό δέν γίνονταν κανονικές συνεδρίες οι πηγές δέν έχουν καμμία σχετική άναφορά σέ τακτικές συνεδρίες ή κάτι τέτοιο. Ό χρόνος άναλώθηκε προφανώς στήν συγκρότηση τού κατηγορητηρίου, τό όποιο άποτε- λοΰσαν τέσσερες ομάδες κειμένων, πού μόνος τά άναφέρει περιληπτικά ό Φώτιος (Βιβλιοθήκη 59: PG 103,105- 113) καί πού μάλλον άποδίδουν τό σύνολο τού κατηγορητηρίου, άνεξάρτητα άπό τό άν γιά τήν λοιπή διαδικασία τής συνόδου αύτής ύπήρχαν καί άλλα κείμενα, πού άγνο- οΰσε ή παρέλειψε ό Φώτιος: α) «Υπομνήματα», 13 άρχικές κατηγορίες, μάλλον γενικής φύσεως, πού δέν εξειδικεύονται άπό τόν Φώτιο, β) Λίβελλος ’Ιωάννη, άρχιδια- κόνου τού Χρυσοστόμου, πού έμπεριέχει 29 κατηγορίες.
γ) Λίβελλος μονάχου Ιωάννη μέ τρεις κατηγορίες, δ) Λίβελλος Ίσαακίου μέ 17 κατηγορίες. ΟΙ κατηγορίες χαρακτηρίζονται άπό τόν Φώτιο «κεφάλαια» καί, βάσει των πηγών του, πληροφορεί ότι άπ’ όλ’ αυτά έξετάστηκαν τά 1-4, 9 καί 27 τού άρχιδιακόνου ’Ιωάννη καί τά 2 καί 7 τού Ίσαακίου. Στό τέλος της περιλήψεώς του ό Φώτιος προσθέτει ότι «έπεδόθησαν ετι καί λίβελλοι τρεις» των Γεροντίου, Φαυστίνου καί ’Ιωάννη, που καί οί τρεις δήλωναν ότι καθαιρέθηκαν άδικα άπό τόν Χρυσόστομο.Ή βιασύνη στην σύνοδο δηλώνεται καί άπό τόν Φώτιο. Πρεσβύτεροι τής Κωνσταντινουπόλεως «ήτούντο έπιταχύναι τη άποφάσει καί πρώτος της συνόδου Παύλος ό Ήρακλείας ήξίωσεν άπαντας άποφήνασθαι (= ν’ άποφανθούν). Καί άπεφήναντο την τού άγιου (= Χρυσοστόμου)... καθαίρεσιν» (PG 103,113).
Ή βιασύνη προδίδει άκόμα έλλειψη άξιόπιστων μαρτύρων, φόβο άλλαγής κλίματος υπέρ τοΰ Χρυσοστόμου καί ένδόμυχη βεβαιότητα πολλών συνοδικών ότι παρανομούν. Ή ταχύτητα τής άποφάσεως έξηγεΐται καί μέ την παρατήρηση τού Φωτίου, ότι στήν σύνοδο έκείνη οί έχ- θροί τού Χρυσοστόμου ήταν «άμα», συγχρόνως, «κριταί, κατήγοροι καί μάρτυρες» (PG 103,105). Μέ τέτοιες προύποθέσεις δέν ήταν καθόλου δύσκολο νά τελειώσει σέ μία ημέρα ή έξέταση δέκα καί περισσοτέρων κατηγοριών, καί νά ληφθεΐ άπόφαση, άφοΰ μάρτυρες κατηγορίας ήταν οί ίδιοι οί κριτές καί άφοΰ εντός τής ημέρας μπορούσανε νά στείλουν τρεις καί τέσσερες κλητεύσεις στόν Χρυσόστομο, τήν άρνηση τού οποίου θεωρούσαν βέβαιη, άλλά καί τήν εύχονταν. Οί κλητεύσεις όχι μόνο δέν άπέίχαν όσο  χρειαζόταν, άλλά καί δύο άπό αύτές συνέπεσαν άπόλυτα, έφθασαν στόν Χρυσόστομο τήν ’ίδια χρονική στιγμή τής ημέρας έκείνης.Στό σύνολό τους ο'ι κατηγορίες έφθαναν τίς 62. Έάν όμως ή φράση τού Φωτίου «έν ύπομνήμασι δέ ταύτα έπράχθη ιγ'» σημαίνει ότι παρουσιάστηκαν οι κατηγορίες σέ 13 «υπομνήματα», κάτι πού δεν είναι σαφές, τότε ο'ι κατηγορίες είναι στό σύνολό τους 29+17+3=49. Πολλές είναι τής ίδιας φύσεως καί τάσεως καί καταγγέλλουν σκαιότητα χαρακτήρα τού Χρυσοστόμου, αύταρχικότητα, άντικανονικές ενέργειες, φιλοωριγενισμό, άκόμα καί κακοδοξία. Ενδεικτικά καί συνοπτικά οί κατηγορίες άναφέρουν:


-    ότι άδίκησε, ύβρισε, κτύπησε καί συκοφάντησε κληρικούς γιά αιτίες άσήμαντες ή χωρίς λόγο·
-    ότι πούλησε πρός ίδιον όφελος κειμήλια καί τά μάρμαρα πού προορίζονταν γιά τόν ναό τής Αναστασίας·
-    ότι χειροτόνησε ώς έπισκόπους υπόδικους καί δούλους, χωρίς τήν γνώμη τού κλήρου, έκτος «θυσιαστηρίου» καί ότι συγχρόνως -σέ μία τέλεση τού Μυστηρίου- χειροτόνησε τέσσερις έπισκόπους·
-    ότι έπεμβαίνει σέ ξένες εκκλησιαστικές διοικήσεις·
-    ότι εισερχόμενος στόν ναό κι έξερχόμενος δέν προσεύχεται·
-    ότι δέχεται γυναίκες ιδιαίτερα, χωρίς τήν παρουσία τρίτου·
-    ότι γευματίζει μόνος του καί άσωτα·
-    ότι δέν γίνεται έλεγχος των έσόδων τής Εκκλησίας·
-    ότι ό ίδιος γίνεται κατήγορος, μάρτυρας καί δικαστής-
-ότι βρισκόμενος στόν (έπισκοπικό) θρόνο τρώει «πάσαλον»·
-    ότι κατηγορεί τήν φιλοξενία, ένεκα τής «μονοσιτίας» πού έφαρμόζει·
-    ότι επιτρέπει στους άνθρώπους ν’ άμαρτάνουν άπε- ριόριστα, υποσχόμενος συγχώρηση·
-    ότι διδάσκει ότι ό Κύριος δέν είσακούσθηκε στήν προσευχή του, διότι δέν προσευχήθηκε ορθά-
-    ότι ώθεΐ τόν λαό σέ στάση κατά της συνόδου·
-    ότι τιμά έξαιρετικά τούς έλληνες-έθνικούς·
-    ότι δέχθηκε τούς ώριγενιστές καί άρα ώριγενίζει.


Οι μόνες κατηγορίες πού κατά τόν Φώτιο «έξητάσθησαν» άφορούσαν α) στήν «άδικη» τιμωρία τού διακόνου ’Ιωάννη, τού μοναχού ’Ιωάννη καί τριών διακόνων, β) στά περί πωλήσεως κειμηλίων καί μαρμάρων, γ) στό ότι ό Κύριος δέν είσακούσθηκε στήν προσευχή του, διότι δέν προσευχήθηκε ορθά {«δεόντως»), καί δ) στήν ύπόθεση της έπεμβάσεως στίς ’Εκκλησίες τής Μικρασίας. Τό θέμα τού ώριγενισμού δέν έξετάσθηκε, διότι ούσιαστικά είχε λήξει μέ τήν συγγνώμη των Μακρών άδελφών καί τόν μέ δάκρυα έπαινο αύτών άπό τόν Θεόφιλο, καθώς είδαμε, πρίν άρχίσει ή έξέταση -μάλλον δέ πρίν άρχίσει ή συγκρότηση- τού κατηγορητηρίου. Καί στόν Βίο Χρυσοστόμου ό Ψευδο-Μαρτύριος (ΑΒ95 [1977] 410-411), ένώ άναφέρε- ται σέ πολλές κατηγορίες, δείχνει ότι στήν σύνοδο άσχο- λήθηκαν κυρίως μέ τό θέμα τής έπεμβάσεως σέ μικρασιατικές ’Εκκλησίες καί μέ τήν χρησιμοποίηση χρημάτων έκκλησιαστικών χάριν πολυτελούς διαβιώσεώς του, κάτι, βέβαια, πού άναφάσκει στήν κατηγορία περί «μονοσιτίας». Άν άφαιρέσουμε τά πολλά πού ό Παλλάδιος (Διάλογος, ΙΔ' -ΙΕ' καί άλλοΰ) καταχωρίζει γιά τό ζήτημα τής έπεμβάσεως στίς μικρασιατικές ’Εκκλησίες, παρατηρούμε ότι οί πηγές δέν παραθέτουν άναίρεση παρά μόνο λίγων κατηγοριών καί όχι συστηματικά. Μάλιστα ό ’ίδιος ό Χρυσόστομος, στήν Επιστολή του πρός τόν Ρώμης Ίννοκέντιο, δηλώνει μόνο ότι έπιθυμεΐ την συγκρότηση μεγάλης καί άκομμάτιστης συνόδου, πού θά έπανεξετά- σει τό όλο ζήτημα, τίς έναντίον του κατηγορίες δηλαδή καί αυτές που βάραιναν τόν Θεόφιλο. Αυτό ήταν συνεπές, άφού δέν τοΰ κοινοποιήθηκαν οί «λίβελλοι» μέ πλήρεις τίς κατηγορίες, μέ τό λεπτομερές περιεχόμενό τους δηλαδή. "Ετσι, άρκέστηκε μόνο στήν έπισήμανση ότι oi έχθροί του ένήργησαν άντικανονικά καί άνήθικα, κάτι πού ήταν καί φαινόταν αυταπόδεικτο.

Oi μνημονευθεΐσες πηγές συμπληρώνουν τήν διήγησή τους μέ ό,τι άκολούθησε τήν συνοδική άπόφαση καθαιρέ- σεως. Πρόκειται γιά τήν έγγραφη ένημέρωση τοΰ αύτοκράτορα, πού οφείλε ν’ άποφασίσει γιά τό «έγκλημα» έσχάτης προδοσίας (τοΰ οποίου ή τιμωρία ήταν θάνατος) καί γιά τήν έξορία τοΰ Χρυσοστόμου, άν φυσικά δέν θανατωνόταν. Ακόμη, σύμφωνα μέ τόν Βίο τοΰ ΨευδοΜαρτυρίου (ΑΒ 95 [1977] 110), προσπάθησαν οί πρωτεργάτες τής συνόδου νά πείσουν τό πλήθος των πιστών ότι όρθά ένήργησαν στήν σύνοδο. ’Ιδιαίτερα ό Σεβηριανός Γαβάλων μίλησε καί άπό άμβωνα στόν λαό, στόν όποιο δικαιολόγησε τήν καταδίκη τοΰ Χρυσοστόμου καί στηλίτευσε τήν δήθεν άλαζονική του υπερηφάνεια πού είναι μέγιστο καί άσυγχώρητο άμάρτημα (Σωζομενοΰ, Έκκλησ. ιστορία, Η' 18,3).

Οί κινήσεις αύτές προύποθέτουν ότι άμέσως άρχισε μικρή ή μεγάλη άντίδραση των πιστών. 'Ένεκα τής άντιδράσεως αύτής μάλλον, έπωφελήθηκαν οί έχθροί καί διέσπερναν έξωφρενικές όσο  καί παιδαριώδεις φήμες, όπως ότι ό Χρυσόστομος, γιά νά προσελκύει καί νά κρατάει τούς οπαδούς του, μεταχειριζότανε μαγεία καί ότι χρησι- μοποιοΰσε τόν ίδιο οίνο γιά τήν θεία Ευχαριστία καί γιά τό λουτρό του (ΑΒ 95 [1977] 411). Αυτονόητη ένέργεια τού Θεόφιλου ήταν ή αποκατάσταση, χωρίς φυσικά την άναγκαία διαδικασία, των τιμωρημένων καί καθηρημένων άπό τόν Χρυσόστομο, εκείνων μάλιστα πού είχαν καταθέσει «λιβέλλους» εις βάρος του (Έπι στολή πρός Ίννοκέντιον: PG 47,9).

Σελίδες 58- 73

Πρώτη αποκλειστική δημοσίευση   στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο
Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος
Ή ζωή του, Ή δράση του,  Οι συγγραφές του
+ Στυλ.Παπαδόπουλου
Τόμος Α΄
Η  επεξεργασία, επιμέλεια και μορφοποίηση  κειμένου  και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
©  ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/


Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |