Η ΑΓΓΛΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ στο ΙΘ' αιώνα δουλεύτηκε έξοχα και πέρ' από τον Ατλαντικό. Μα, πέρ' από τον Ατλαντικός είναι τάχα κι εκεί Ευρώπη; Ναι, Ευρώπη είναι κι εκεί, αδιάφορο αν μια καινούρια Ευρώπη. Το πνεύμα της Αμερικής είναι κι αυτό ευρωπαϊκό, κι ανήκει στην ιστορία του ευρωπαϊκού πνεύματος, αδιάφορο αν είναι μια φάση του ευρωπαϊκού πνεύματος καινούρια που πάει να γίνει κι από το δικό της τον τομέα παγκόσμια. Άλλωστε, και το πνεύμα που γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στην Ευρώπη δεν ξεκίνησε τάχα από την πρώτη του στιγμή με τη βούληση να γίνει παγκόσμιο; Την Ελλάδα και το Χριστιανισμό προϋποθέτει και το αμερικανικό πνεύμα, όπως και το ευρωπαϊκό. Η Αμερική μάλιστα προϋποθέτει και την Ευρώπη, γιατί από δω ξεκίνησε κι εδώ ξαναγυρίζει αδιάκοπα, αρχίζοντας την ανταπόδοση μ' έναν τρόπο που αξίζει να τον παρακολουθήσουμε και να τον θαυμάσουμε.
Ο θεμελιωτής του πνεύματος και του ήθους των Ηνωμένων Πολιτειών είναι ο Βενιαμίν Φραγκλίνος (Benjamin Franklin). Ενώ ο Ουάσιγκτων χάρισε στις Ηνωμένες Πολιτείες την ελευθερία τους, ο Φραγκλίνος, που δούλεψε βέβαια και για την απελευθέρωση αφού δοκίμασε μάταια να συμβιβάσει τη Μητρόπολη με την αποικία της, έδωσε στην πατρίδα του τη σφραγίδα του μεγάλου ήθους και του εξαιρετικού πνεύματός του. Το ήθος του Φραγκλίνου —του ανθρώπου, που είναι το πρότυπο των αυτοδίδακτων πνευμάτων και που οι τυπογράφοι του κόσμου θάπρεπε να τον έχουν ιερό τους σύμβολο— ήταν τέτοιο, που δεν είναι καμιά υπερβολή αν πούμε (συμφωνώντας με όσους το είπαν ως τα σήμερα) ότι ο Φραγκλίνος είναι ο πιο υπέροχος «Πολίτης» που ανάδειξαν οι μεταχριστιανικοί χρόνοι. Ο Φραγκλίνος ήταν μεγάλος πολίτης για την πόλη του, για τη χώρα του, μα και για την ανθρωπότητα. Με το μεγάλο του παράδειγμα συνδυάστηκε στη ζωή των Ηνωμένων Πολιτειών από την πρώτη αρχή της ο πατριωτισμός με τον οικουμενισμό. Όσο για το πνεύμα του Φραγκλίνου, που το βρίσκουμε ανάγλυφο στην αυτοβιογραφία του, αυτό ήταν επίσης χαρακτηριστικό για το δρόμο που πήραν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Όπως ο Φραγκλίνος ως φυσικός επιστήμονας είναι ένας τύπος αντίθετος προς το καθαρό μαθηματικό και θεωρητικό πνεύμα (αντίθετος προς τον Ντεκάρτ, προς τον Λάιμπνιτς ή και προς τον Νεύτωνα) και δουλεύει μόνο μέσα στο πείραμα και στην άμεσα χρήσιμη εφεύρεση, έτσι και ο πνευματικός διδάσκαλος Φραγκλίνος, στο βάθος άμουσος, έχει στραμένο το πνεύμα του, που είναι μολοντούτο αρκετά ευρύ και αρκετά λεπτό, στην πρακτικότητα. Κι αυτήν ακόμα την ηθική ή τη θρησκεία την ανάγει ο Φραγκλίνος στην αριθμητική. Χωρίς άλλο θα είχε χειροκροτήσει ο Φραγκλίνος, αν τον γνώριζε, το Γερμανό μαθηματικό του ΙΖ' αιώνα Βάιγκελ (Erhard Weigel ή Weigelius) που έχασε τον καιρό του γράφοντας μιαν «Αριθμητική της ηθικής», δηλαδή παρασταίνοντας με αλγεβρικά σχήματα ποιότητες ηθικές. Χαρακτηριστικώτατο για την έμφυτη πρακτική σχολαστικότητα του Φραγκλίνου είναι το γεγονός ότι από τα... δεκάξη του χρόνια
—όπως μας το διηγιέται ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του— αποφάσισε να γίνει και έγινε χορτοφάγος. Επίσης χαρακτηριστικό είναι ότι ενώ ο ίδιος χάρηκε στα παιδικά του χρόνια την ποίηση, προχωρώντας πολύ πέρ' από τα όρια, που του ήταν πρακτικά χρήσιμα, διδάσκει μολοντούτο και επιμένει, ότι με την ποίηση πρέπει ν' ασχολείται ο άνθρωπος μόνο και μόνο τόσο, όσο του χρειάζεται για να τελειοποιήσει το στυλ του, το γράψιμό του. Η πολυτέλεια και η απώλεια χρόνου —με μέτρα τις πρακτικές μονάχα αξίες— ήταν οι μεγάλοι εχθροί της πουριτανικής (ωστόσο, αγνά πουριτανικής και διόλου υποκριτικής) ζωής του. Το πνεύμα, που πρέπει οπωσδήποτε μ' ένταση να καλλιεργείται (όπως το καλλιέργησε κι ο ίδιος) δεν είναι σωστό, σύμφωνα με τη γνώμη του, να ξεφεύγει από τα όρια και τα μέτρα της πρακτικής ζωής. Με το παράδειγμα και με τη διδασκαλία του εγκαινίασε ο Φραγκλίνος έναν τύπο πολιτισμού που συνδυάζει την ύλη με την ηθική μέσα σ' ένα πλαίσιο πνευματικό, που σαν πνευματικό (δηλαδή, κατά τη γνώμη του
Φραγκλίνου, περιττό στην αυτόνομη υπόστασή του) πρέπει να διατηρεί μια θέση υπηρετική, να μένει πλαίσιο και να μη γίνεται ποτέ ουσία. Με τα δυνατότερα πνευματικά μέσα κήρυξε έτσι ο Φραγκλίνος ένα κήρυγμα εντιπνευματικό.
Ο Φραγκλίνος είπε ότι ο χρόνος είναι χρήμα. Οι Αμερικανοί κατάλαβαν καλά τη σημασία του ρητού αυτού κι αποφάσισαν να μη χάνουν τον καιρό τους σε τίποτα που να μην έχει μιαν υλική απόδοση. Πώς μπορούσε όμως έτσι να δημιουργηθεί πνευματική ζωή; Η πνευματική ζωή έχει ανάγκη από ανθρώπους που χάνουν τον καιρό τους. Ο Διογένης ο Λαέρτιος μας λέει ότι ο «Σωκράτης επήνει σχολήν, ως κάλλιστον κτημάτων». Η αργία —δηλαδή ειδικά η ζωή εκείνη που δεν είναι υλικά αποδοτική και πρακτικά υπολογίσιμη— ήταν η πηγή του πολιτισμού των Αθηνών και γενικά της Ανθρωπότητας. Με το ρητό του Φραγκλίνου μπήκαν στη γη τα θεμέλια που ήταν καμωμένα να κρατήσουν απάνω τους τον πιο εντατικά καλλιεργημένο τεχνικό και υλικό πολιτισμό, δε μπήκαν όμως και τα θεμέλια για τη ζωή του αληθινού πνευματικού ανθρώπου. Για τον αληθινό πνευματικό άνθρωπο δε φρόντισε ο Φραγκλίνος, Και ποιος ξέρει, ίσως δεν έπρεπε και να φροντίσει. Μπροστά του είδε ο νηφάλιος αυτός προφήτης με τη χορτοφαγική λογική του ένα χάος χώρου και λαών που δε μπορούσε να δαμασθεί παρά μόνο πρακτικά. Για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας έπρεπε η γένεση ενός λαού, που σημειώνεται πάντα στην προϊστορία, να πραγματοποιηθεί μέσα στην ιστορία ως διαδικασία συνειδητή. Για πρώτη φορά μια ολόκληρη ήπειρος, η πιο απέραντη σε πλούσιες δυνατότητες αλλά κι η πιο επικίνδυνη σε αντίξοες φυσικές δυνάμεις, έπρεπε να δαμασθεί όχι από μια φυσική επίσης δύναμη όπως ήταν άλλοτε οι νομάδες που μετασταθμεύοντας βιολογικά κατακτούσαν νέους χώρους, αλλά από ξεριζωμένους γόνους πολιτισμένων λαών που έπρεπε να χώσουν τις ρίζες τους γερά και όσο μπορούσαν πιο βαθιά μέσα σε μια γη εκτεθειμένη στις πιο βίαιες πλημμύρες, στους πιο βίαιους τυφώνες, στην πιο βίαιη οργή του Θεού. Θεοσεβούμενοι τυχοδιώκτες έπρεπε να χτίσουν φράγματα ικανά ν' ανθέξουν στην οργή του Θεού τους, και να φτιάξουν νόμους ικανούς ν' ανθέξουν στους τυφώνες των παθών. Πρωτόφαντη η αποστολή που τάχθηκε να εκπληρώσει ο νέος κόσμος, και η παλιά και ωραία συνταγή —η ποίηση που ακολουθούσε με τα χείλη των βάρδων τις πράξεις των ηρώων— δε μπορούσε σε τίποτα να χρησιμεύσει. Άλλωστε κι η ποίηση που έφτιαχνε λαούς μέσα στο χάος της προϊστορίας, η ποίηση ενός Μωυσή ή ενός Ομήρου, ήταν κι αυτή συνυφασμένη με μεγάλη πρακτικότητα. Τότε, όμως, η ποίηση ήταν απ' όλα, ήταν ακόμα και συνταγή οικονομική ή ιατρική. Τώρα όμως... πώς μπορούσε τώρα, δηλαδή στο ΙΗ' αιώνα, ύστερ' από τόση συνειδητοποίηση, να 'ναι ο προφήτης και ιδρυτής λαού πρακτικός στην ποίηση και ποιητικός στην πράξη; Ο Φραγκλίνος ήξερε ότι αφού ό,τι χώρισε δε μπορεί πια να ενωθεί, στην κρίσιμη ώρα που ήταν η ώρα του έπρεπε να θυσιάσει την ποίηση στην πράξη, και την άσκοπη πνευματική εκδήλωση στην πρακτική σκοπιμότητα.
Δεν είχε, όμως, κι η απέραντη αυτή χώρα που έπρεπε πρακτικά να δαμασθεί, την ψυχή της; Δεν έπρεπε, τάχα, να εκδηλωθεί κι αυτή; Ο Φραγκλίνος έκανε το χρέος του. Χρέος του ήταν, στην ώρα την κρίσιμη που ήταν η ώρα του, να μη φροντίσει διόλου για τον πνευματικό άνθρωπο, αλλά να φανεί αμείλικτος, στεγνός και ανεπιφύλακτος. Ας γυρίσουμε, όμως, τώρα τη σελίδα, κι ας πούμε ότι αξιοθαύμαστοι είναι ακριβώς κι εκείνοι που αρχίζοντας λίγες δεκαετίες αργότερα να εμφανίζονται αντιτάχθηκαν ως εξαιρέσεις στα ρητά και στις συνταγές του Φραγκλίνου και, ανακαλύπτοντας πίσω από τις προθήκες του πρακτικού πολιτισμού τους την ψυχή της χώρας τους, ύψωσαν την ποιητική τους φωνή κι έδειξαν στον κόσμο ότι η Αμερική δεν κατοικείται μόνον από πρακτικούς ανθρώπους και πουριτανούς εμπόρους. Ύστερ' από τα πρώτα βήματα που έκαναν ως μυθιστοριογράφοι ο Έρβινγκ (Washington Irving) και ο Ιάκωβος Φένυμορ Κούπερ (J. F. Coopar) —τον πρώτο τον ονόμασε ο Θάκεραι «Γκόλντσμιθ της εποχής του»— και παράλληλα με την προσπάθεια που σημείωσαν στην ποίηση η Άννα Μπρέντστρητ (Anne Bradstreet) ο Λόνγκφελλω (Η. W. Longfellow) και ο Μπράυαντ (William Bryant) υψώνεται μεγάλος, κατακτώντας την παγκόσμια φήμη, ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε. Ο Λόνγκφελλω θεωρείται μπροστά του μέτριος. Ωστόσο, η μετριότητα του Λόνγκφελλω που ήταν προσανατολισμένος στον Γκαίτε, στον Ζαν Πάουλ, αλλά και στον Δάντη, καθώς και στη σκανδιναυική και την ισπανική ποίηση, κρύβει μικρά θαύματα. Εμπνευσμένος από μερικούς στίχους του Ευριπίδη («Πότνια, πότνια νυξ, υπνοδότειρα των πολυπόνων βροτών...») γράφει το ποίημά του
«Φωνές της νύχτας» που για όποιον αγρυπνάει τη νύχτα είναι ένας σύντροφος καλός και ακριβός. Από ένα παράξενο παλιό παραμύθι εμπνέεται την εικόνα της Πράγας —αλλά και της ανθρώπινης ψυχής— πολιορκημένης από φαντάσματα. Γοητευμένος από τον Ντύρερ και τον Χανς Σαξ τραγουδάει τη δόξα, αλλά και την παρακμή της Νυρεμβέργης. Σ' ένα άλλο ποίημά του υμνεί τον παλιό μεγάλο του συνάδελφο, τον Βάλτερ φον ντερ Φόγκελβάιντε, ενώ σ' ένα από τα λίγα σονέτα του ζητάει την ειρήνη της ψυχής του στον Δάντη. Συγκινητικώτατα απαλό είναι το ποίημά του «Η ώρα των παιδιών», αλλά και το μεγάλο έμμετρο διήγημά του «Ευαγγελία». Και το ακόμα μεγαλύτερο έμμετρο αφηγηιματικό έργο του «Το τραγούδι του Χαϊαουάθα», που τείνει με μια φιλότιμη ποιητική ροπή, αλλά με μιαν έντονη ρομαντική βούληση στο μεγαλείο του λαϊκού έπους, είναι μια ωραία προσπάθεια του Αμερικανού να διαιωνίσει ρυθμικώτατα το ανθρώπινο νόημα του ιντιάνικου κόσμου που χάθηκε κάτω από το σκληρό νόμο του πολιτισμού.
Αξιοζήλευτη η «μετριότητα» του Λόνγκφελλω μπροστά στο αναγνωρισμένο μεγαλείο του Έντγκαρ Άλλαν Πόε (Edgar Allan Poe). Το όπιο, το οινόπνευμα και η οικονομική δυστυχία δεν άφησαν τον Πόε να ζήσει όσο έπρεπε, αλλά και όπως έπρεπε. Ο πρώτος μεγάλος ποιητικός ήρωας της Αμερικής ήταν μοιραίο να ζήσει δυστυχισμένος και έκφυλος. Σαν πέθανε όμως, μόλις σαράντα ετών, στα μέσα του περασμένου αιώνα, μας άφησε άρτια συγκροτημένη μια πλούσια συλλογή από διηγήματα και ποιήματα. Τα διηγήματά του —όπως και κάμποσα ποιήματά του— είναι γεννήματα μιας φαντασίας που κάνει τον αναγνώστη ν' ανατριχιάζει. Στα όσα γράφει ο Πόε, βρίσκουν ο θάνατος και η φρίκη την πιο απτή ενσάρκωση. Το ποίημά του «Το κοράκι» —το κοράκι που χτυπάει μια νύχτα την πόρτα του έρημου ποιητή— είναι το ρυθμικώτερο κήρυγμα της απελπισίας. Σ' ένα άλλο του ποίημα, επισκέπτεται ο ίδιος, συντροφευμένος μόνο από την ψυχή του, έναν τόπο της συφοράς. Κι είναι μια συνεφιασμένη νύχτα Οκτωβρίου. Αγκαλιασμένος με την ψυχή του διασχίζει μια σειρά από κυπαρίσσια και φτάνει στα πιο ακραία όρια της ζωής. Το υπέροχο αυτό ποίημα δε μας εμπνέει φρίκη. Τη φρίκη που θα μπορούσε βέβαια κι αυτή να γεννηθεί, την πνίγει το υποβλητικό τοπίο, η μαγική ατμόσφαιρα. Πάνω από τη φρίκη υψώνεται η εξωτική γοητεία. Και την εξωτική γοητεία, βοηθημένη από υποβλητικώτατες ομοιοκαταληξίες και μαγικούς ρυθμούς, την πετυχαίνει ο Πόε σε πολλά ποιήματά του, σχεδόν σε όλα. Εξωτικές είναι και οι μορφές και ψυχές αυτών των κοριτσιών ή γυναικών, που σαν την «Λεονώρα», την «Άννα-μπελ Λη» και την «Άννυ» προκαλούν τους μαγικούς ρυθμούς του Πόε. Πρόκειται τάχα αληθινά για γυναίκες; Ήταν ποτέ της ενσαρκωμένη σε μια γήινη υπόσταση η «Ούλαλιουμ»; Σ' ένα διηγηματάκι που είναι ένα παραμύθι συναρμολογημένο από διαμάντια, στην «Ελεονώρα», αρχίζει ο Πόε την αφήγησή του λέγοντας ότι «κατάγεται από μια ράτσα, που τη χαρακτήριζε δύναμη φαντασίας και φλογερό πάθος» και ότι τον ονόμαζαν τρελλό. Μα «όσοι ονειρεύονται την ημέρα γνωρίζουν πολλά πράματα που ξεφεύγουν απ' όσους ονειρεύονται μόνο τη νύχτα». Στην «κοιλάδα της πολύχρωμης χλόης» αγάπησε την ξαδερφούλα του την Ελεονώρα. Αλλά «το δάχτυλο του θανάτου» επίεζε το στήθος της όμορφης μικρούλας. Της ορκίστηκε πως δε θ' αγαπήσει ποτέ του καμιάν άλλη, κι η Ελεονώρα, σα μικρούλα και άπειρη, το πίστεψε και πέθανε. Μαράθηκαν τα λουλούδια στην «κοιλάδα της πολύχρωμης χλόης», κι ήρθε η ώρα που ο εραστής της αγνής μικρής ψυχής έφυγε από τον παραμυθένιο τόπο και ρίχτηκε στη ζωή και στη βέβηλη χαρά. Μα ήρθε πάλι μια μέρα, που στην αυλή του βασιλιά του έφτασε από έναν άγνωστο μακρυνό τόπο η Ήρμενγκαρτ. Κι ο εραστής της Ελεονώρας αγάπησε την Ήρμενγκαρτ με μιαν αγάπη ακόμα πιο δυνατή, και παραδόθηκε σε μιαν έκσταση λατρείας. Κι εκεί που ο άπιστος περίμενε την καταδίκη του από το μικρό αγγελούδι, άκουσε μέσ' στη σιωπή της νύχτας μια γνώριμη γλυκειά φωνή. Κι η φωνή του είπε ότι μπορεί να κοιμάται ήσυχος, γιατί το πνεύμα της Αγάπης κυβερνάει και, βάζοντάς τον ν' αγαπήσει την Ήρμενγκαρτ, έλυσε —«για λόγους, που θα σου γίνουν γνωστοί μοναχά στον ουρανό»— τους όρκους προς την Ελεονώρα. Ο Πόε ήταν από τους πιο τρυφερούς εραστές των αιώνιων —και γι' αυτό ασύλληπτων στην απτή τους ύπαρξη— γυναικών. Ο Πόε είχε μιαν από τις δυνατότερες και ταυτόχρονα τρυφερώτερες, αλλά και πιο άρρωστες φαντασίες, που γνώρισε ο κόσμος. Ο μεγάλος ποιητής ήταν ένας δυστυχισμένος άνθρωπος.
Μέσα σ' έναν κόσμο, που αγγίζει κάπου κάπου τη φρίκη του Πόε, δούλεψε και η φαντασία του μυθιστοριογράφου Ναθαναήλ Χώθορν (Nathaniel Hawthorne). Η αφηγηματική του ικανότητα είναι
εξαιρετική, το πνεύμα του, πλούσια καλλιεργημένο, δε μπορεί ν' αρκεσθεί στην αμερικανική ζωή
—στη ζωή ενός τόπου, που δε γνώρισε Μεσαίωνα— και καταφεύγει στην Ιταλία, στην Αναγέννηση, στους αλχημιστές, και δημιουργεί έτσι, κοντά στ' άλλα πλάσματά του, τον παράδοξο Ραππατσίνι, την όμορφη κόρη του, την άτυχη Βεατρίκη, που η ανάσα της και τα φιλιά της δηλητηριάζουν και που το αντίδοτο στο δηλητήριό της είναι για τα χείλη της ίδιας θανατηφόρο. Το ότι ένας Αμερικανός κατάφερε ν' αγαπήσει και να περιγράψει έναν τύπο σαν τη Βεατρίκη, δείχνει τις πλούσιες δυνατότητες που έχει —μ' όλες τις περιοριστικές συνταγές, του Φραγκλίνου— το αμερικανικό πνεύμα. Η φυγή άλλωστε από τον κόσμο της ύλης και της τεχνικής προόδου ήταν επόμενο να σημειωθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες, σε όσους έτυχε να 'χουν μιαν έμφυτη διάθεση για μια τέτοια φυγή, ακόμα εντονότερα παρ' ό,τι σημειώθηκε στην Ευρώπη όπου η ιστορία και η παράδοση δεν άφησαν την ύλη να πάρει μιαν υπερτροφική μορφή. Και σ' ορισμένες περιπτώσεις η φυγή από την ύλη πήρε στην Αμερική και απλοϊκές (συγκινητικές βέβαια, μα αφελέστατες) μορφές. Ο ποιητής Θόρω (Henry David Thoreau) ο φίλος του μεγάλου Έμερσον, κουράζεται από τον τεχνικό πολιτισμό και νομίζει ότι σώζεται χτίζοντας μια καλύβα πλάι σε μιαν έρημη λίμνη. Όπως η Εριέττα Μπήτσερ
-Στόου (Harriet Beecher - Stowe) με το πασίγνωστο έργο της «Η καλύβα του Μπάρμπα - Τομ», έτσι
κι ο Θόρω αγωνίζεται για να σώσει τους μαύρους από τα «μαύρα» χέρια και νύχια των λευκών.
Ο Πόε —ο μεγάλος ποιητής— δε μπορούσε κι από ηθική ανθρώπινη αδυναμία ν' αλλάξει το ρυθμό της αμερικανικής ζωής. Εκείνος που ήταν καμωμένος με την άρτια προφορά του και με την έξοχη παιδαγωγική δύναμη του πνεύματός του ν' ακουσθεί, ήταν το μεγάλο θεωρητικό μυαλό, ο Έμερσον (Ralph Waldo Emerson) που είχε συνδεθεί στενά με τον Καρλάυλ και που βρισκόταν σε μιαν αδιάκοπη επαφή μαζί του. Μα ούτε ο Έμερσον δεν ήταν ακόμα στα μέσα του περασμένου αιώνα η φωνή, που μπορούσε ν' ακουσθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες από πολλούς. Δεν έφταιγε σ' αυτό η φωνή του, μια από τις ευγενικώτερες και πιο αληθινά πνευματικές που ακούστηκαν στον κόσμο. Δεν έφταιγε όμως ούτε το κοινωνικό σώμα του αμερικανικού λαού, που αυτό κατάφερε ακριβώς και χάρισε στον κόσμο έναν Έμερσον. Έφταιγε η ιστορική ώρα της Αμερικής, μια ώρα που στα μέσα, αλλά και στα τέλη ακόμα του περασμένου αιώνα δε μπορούσε εύκολα να επιτρέψει ό,τι ξεπερνούσε την υλική παραγωγική εργασία, την προσπάθεια για την κυρίευση της ύλης. Μα σα να 'ξερε ο Έμερσον ότι η υπερβολική προσήλωση στην ύλη μπορούσε να εξακολουθήσει στην Αμερική και πέρ' από την ιστορική ώρα που μέσα της ήταν ίσως θεμιτή, διακήρυξε όσο λίγοι την υπεροχή του πνεύματος (και μάλιστα εκείνου, που δεν υπερετεί, σαν την επιστήμη, θετικές ανάγκες και πρακτικούς σκοπούς) έκανε δηλαδή το αντίθετο απ' ό,τι είχε κάνει ο Φραγκλίνος. Όπως βέβαια κι ο Φραγκλίνος, έτσι κι ο Έμερσον ήταν μεγάλος «πολίτης» κι ήταν μάλιστα εκείνος που με μεγάλο θαυμασμό τον άκουγε κι ένας από τους πιο μεγάλους «πολίτες» των αιώνων, ένας «πολίτης» σχεδόν εφάμιλλος με τον Φραγκλίνο, ο Αβραάμ Λίνκολν (Abraham Lincoln). Αντίθετα όμως από τον Φραγκλίνο, ο Έμερσον ήταν και μεγάλος ποιητής. Και το λέμε αυτό όχι μονάχα γιατί έγραψε και στίχους, που κι αυτοί βέβαια είναι διαλεχτοί και γεμάτοι ιερό ποιητικό φως, αλλά και γιατί σ' όλα όσα έγραψε και είπε ήταν προφήτης, ποιητής, καλλιτέχνης. Η φράση του είναι τις πιο πολλές φορές ένα θαυμαστό επίγραμμα. Η σκέψη του δεν είναι ποτέ σχολαστική και πεζή. Η γεύση του είναι από τις πιο λεπτές, κι έτσι είναι ο Έμερσον και ως κριτικός της λογοτεχνίας ή των ηθών ένας από τους πιο σπάνιους γνώστες της ποιητικής και της ηθικής αλήθειας. Θα νόμιζε κανείς ότι ένας Αμερικανός του ΙΘ' αιώνα, ένας πνευματικός γιος ή εγγονός του Φραγκλίνου, γράφοντας μια πραγματεία για τον πολιτισμό, θα ονόμαζε πολιτισμό προπάντων τις πρακτικές γνώσεις και επιδεξιότητες. Στο όμορφο δοκίμιό του για τον «πολιτισμό» λέει ο Έμερσον ακριβώς το αντίθετο, μιλάει —βλέποντας τα προβλήματα πολύ πιο αληθινά απ' ό,τι τα 'βλεπαν την ίδια περίπου εποχή ο Αύγουστος Κοντ ή ο Σπένσερ— για την ηθική του Καντ, διατυπώνει την υπέροχη φράση που λέει ότι «το Γιβραλτάρ μπορεί να είναι οχυρό, μα οι ιδέες είναι απόρθητες και μόνο για τον ήρωα παύουν να είναι αήττητες», τονίζει τέλος, ότι μπροστά σε παράγοντες πολιτισμού, σαν τον Μωυσή, τον Βούδδα, τον Σωκράτη, τον Στωικό Ζήνωνα, τον Ιησού, τον Χους, τον Σαβοναρόλα και τον Λούθηρο, «δείχνει κουφότητα» όποιος επικαλείται τις εφευρέσεις της τυπογραφίας ή της πυρίτιδας, του ατμού ή του αεριόφωτος. Στο δοκίμιό του «Σκέψεις γύρω στη μοντέρνα λογοτεχνία», όπου υπάρχει κοντά στ' άλλα και μια κριτική εξεικόνιση της προσωπικότητας του Γκαίτε και όπου ο κριτικός φτάνει στα όρια
της μεγαλοφυίας, μας λέει ο Έμερσον ότι η επίδραση του Σαίξπηρ ήταν τέτοια που «η κοινωνία έγινε ένας απέραντος Σαίξπηρ». Ο ποιητής «πολλαπλασιάζει τον εαυτό του μέσα σε χιλιάδες γιους, σε χιλιάδες Σαίξπηρ». Πιο ψηλά απ' όλα τα βιβλία στέκονται για τον Έμερσον εκείνα που εκφράζουν το «ηθικό στοιχείο». Ύστερα έρχεται η ποίηση. Και τελευταία έρχεται η επιστήμη. «Ο μεγάλος μας οδηγεί στη φύση». Τι εννοεί τάχα ο Έμερσον με τη φράση αυτή; Εννοεί κάτι πολύ ουσιαστικώτερο απ' ό,τι κι ο ίδιος ο Γκαίτε ήταν διατεθειμένος να εννοήσει με τη λέξη «φύση», Ο «μεγάλος», λέει ο Έμερσον, συμπληρώνοντας τη φράση του, μας οδηγεί στη «μεταφυσική φύση, στα αόρατα τρομερά γεγονότα, σε ηθικές αφαιρέσεις που δεν είναι λιγότερο φύση απ' ό,τι είναι ένα ποτάμι ή ένα ανθρακωρυχείο, που είναι μάλιστα πολύ περισσότερο φύση, γιατί είναι η ουσία και η ψυχή της». Έτσι μιλάει ο Έμερσον, που είχε συλλάβει και το νόημα του γερμανικού ρομαντισμού και που τόνισε μάλιστα ότι «η αίσθηση του άπειρου», η «αγάπη του απέραντου» γεννήθηκαν στη Γερμανία. Μα ο Έμερσον ξέρει επίσης ότι ο Σαίξπηρ είναι εκείνος που κάλεσε το γερμανικό πνεύμα να συνειδητοποιηθεί. Κι ας αναφέρουμε στο τέλος μερικές επιγραμματικές φράσεις του Έμερσον από το δοκίμιό του «Κοινωνία και μοναξιά», που είναι ένα μικρό αριστοτέχνημα. «Ο Κολόμβος», λέει ο Έμερσον, «δεν ανακάλυψε κανένα νησί και κανένα ακρογιάλι τόσο έρημο σαν τον εαυτό του». Τα πέρατα της σκέψης, μας λέει, «είναι βαθύτερα απ' ό,τι μπορεί να ειπωθεί και ανήκουν στα άπειρα και στις αιωνιότητες. Φτάνουν ως κάτω στο βυθό εκείνον όπου η ίδια η κοινωνία γεννιέται και εξαφανίζεται —όπου προβάλλει το ερώτημα: τι είναι προηγούμενο, ο άνθρωπος ή οι άνθρωποι;— όπου το άτομο χάνεται μέσ' στην πηγή του». Ο Έμερσον δεν καταλήγει βέβαια στο ότι ο άνθρωπος πρέπει να προτιμάει τη μοναξιά, μα φέρνει πάντως τη μοναξιά σε μιαν ουσιαστική αντιπαράσταση με την κοινωνία, ξέρει τις προβληματικότητες και της μιας και της άλλης και καταλήγει στο συμπέρασμα, που διατυπώνεται επιγραμματικά στις ακόλουθες δυο φράσεις: «Η μοναξιά είναι ακατόρθωτη και η κοινωνία μοιραία. Στη μια πρέπει να φυλάμε το κεφάλι μας, στην άλλη τα χέρια μας».
Την ίδια εποχή, που ο Έμερσον διατύπωνε τις υπέροχες σκέψεις του, ένας άλλος μεγάλος ποιητής, ο Ουώλτ Ουίτμαν (Walt Whitman) που φτάνει να δούμε τη γεροντική φυσιογνωμία του με τ' ακατάστατα λευκά του γένεια για να τον αγαπήσουμε, έσπασε συνειδητότερα από τον Πόε και βιαιότερα από τον Έμερσον —αλλά δίχως κι αυτός να μπορέσει να επηρεάσει άμεσα το περιβάλλον και την εποχή του— το ρυθμό της αμερικανικής ζωής. Ο Ουίτμαν γνωρίζει όσο λίγοι άνθρωποι στον κόσμο τη φύση (στα βάθη της τ' αόρατα) και τον εαυτό του (στην απύθμενη ύπαρξη του ανθρώπου). Τα ποιήματά του είναι γραμμένα σ' ελεύθερους στίχους —μ' έναν ασύλληπτο για τους επιπόλαιους αναγνώστες ρυθμό— και είναι όχι μόνο στη μορφή τους, αλλά και στο περιεχόμενο
«πρωτοπορειακά» (αν τα φέρουμε σε αναφορά προς το σημερινό στάδιο του ποιητικού λόγου). Στο ποίημά του «Ένα παιδάκι ρώτησε τι είναι η χλόη», μας λέει ο Ουίτμαν, απαντώντας στο παιδάκι: η χλόη είναι «το μαντήλι του Θεού». Ο Θεός τ' αφήκε επίτηδες να πέσει, γιατί σε μιαν απ' τις γωνιές του είναι σημειωμένο τ' όνομα του ιδιοκτήτη. Ο Θεός αφήκε το μαντήλι του επίτηδες να πέσει για να ρωτάμε: «σε ποιόν ανήκει»; Ο Ουίτμαν όμως θέ μιλάει πάντα τη γλώσσα τούτη τη γλυκειά. Ο Ουίτμαν ξέρει καμιά φορά και ν' αγριεύει. Δεν αγριεύει βέβαια για να φάει τον κόσμο. Κάθε άλλο. Αγριεύει από χαρά, ποτέ από κακία και μίσος, αγριεύει το πολύ-πολύ για ν' απολαύσει τη ζωή που την ποθεί στο πρόσωπο του κάθε όμορφου κοριτσιού. Κι όταν ξεπερνάει πάλι τον πόθο του, τότε μ' έναν βιοτικά θετικώτατο «μυστικισμό» —μ' ένα μυστικισμό που η θαυμαστή ιδιότυπη ουσία του μόνο στην Αμερική μπορούσε να γεννηθεί— λέει στους ανθρώπους, σ' όλους χωρίς εξαίρεση, ότι αυτός είναι ο σύντροφός τους (ο σύντροφος όλων των ανθρώπων) κι ότι όλοι οι άνθρωποι, χωρίς να το ξέρουν, είναι σαν τον εαυτό του αθάνατοι. Μιλώντας για το «Εγώ» του, δε μιλάει, όπως νομίζουν οι επιπόλαιοι, για τη μοναδικότητά του, αλλά για το Εγώ που υπάρχει στον καθένα μας, για την αθανασία (ή τον άπειρο θάνατο) όλων των ανθρώπων, ακόμα και των πιο μικρών. Τι περίεργα λόγια! Οι άνθρωποι —κι ας ήταν, όπως έλεγε ο ίδιος, ο συνοδοιπόρος όλων— δεν τον κατάλαβαν. Κ οι πιο μεγάλοι στην εποχή του δεν κατάφεραν να τον πλησιάσουν, και μόνο μερικοί πολύ ευσυνείδητοι, όσο κι αν βρίσκονταν ψυχικά και πνευματικά μακριά του, μυρίστηκαν —όπως το μυρίστηκε ο Τέννυσον— ότι κάποια μεγάλη, αλλά απροσδιόριστη δύναμη υπάρχει στον Ουίτμαν. Ο Τέννυσον ειδικά τον χαρακτήρισε κάποτε σε μια ιδιωτική συζήτηση σαν ένα τέρας: «ακούω», είπε,
«τον κρότο, που προκαλεί...».
Ο Ουίτμαν είναι —και ήθελε να 'ναι— ο μεγάλος ποιητής του «λαού». Ποιανού λαού; Του λαού που δε μπορούσε να τον νιώσει. Ο Ουίτμαν είναι —και ήθελε να 'ναι— ο πρώτος αληθινός ποιητής της
«δημοκρατίας». Ποιανής δημοκρατίας; Εκείνης που δε μπορούσε να τον δεχθεί για ποιητή της και να τον καταλάβει. Ο αφοσιωμένος φίλος του Τραίμπελ (Horace Traubel) που όταν ως παιδί πλησίασε τον Ουίτμαν οι συμπολίτες του όλοι τον κάκιζαν για την κακή αυτή συναναστροφή, άκουσε τον ηλικιωμένο φίλο του συχνά να λέει: «Εδώ είναι ο ποιητής της δημοκρατίας και η δημοκρατία τον αρνιέται» ή «Αποτείνομαι σε μια δημοκρατία που είναι ακόμα αγέννητη». Ο Ουίτμαν ήξερε ότι η δημοκρατία αυτή είναι ακόμα ανύπαρκτη, αλλά πίστευε επίσης ότι οι δυνατότητες μιας αληθινής δημοκρατίας υπάρχουν μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κι έγραψε μάλιστα και μια πραγματεία, όπου, θεωρώντας την ποίηση για τη μόνη σταθερή βάση της πολιτικής ζωής, ζητάει να ρθουν οι ποιητές εκείνοι, που θα δώσουν στην Αμερική την ηθική της ενότητα, μιαν ενότητα, που, όπως λέει, ούτε τα συντάγματα μπορούν να δώσουν, ούτε τα νομοθετικά και δικαστικά δεσμά, ούτε οι πολιτικές, οι πολεμικές και οι οποιεσδήποτε υλιστικές εμπειρίες. Ο άνθρωπος που αγάπησε θερμότερα απ' όλους τους συμπατριώτες του, την πατρίδα του, ο άνθρωπος που παρεξηγήθηκε μάλιστα από πολλούς επιπόλαιους Ευρωπαίους και χαρακτηρίστηκε σαν ο σωβινιστής της Αμερικής, μιλάει αυστηρότατα για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Ουίτμαν είναι ο μεγάλος προφήτης της Αμερικής (και λιγάκι του κόσμου ολόκληρου) και σαν προφήτης έπρεπε αναγκαστικά να είναι αυστηρός, βλέποντας τον περιούσιο λαό να μη γνωρίζει την αληθινή του περιουσία. Ο Ουίτμαν δεν περιφρονεί βέβαια διόλου την τεχνική και τον υλικό ή πρακτικό πολιτισμό, αλλά μέσα του υπάρχει και ζει ο Φραγκλίνος αναποδογυρισμένος. Τι αξίζουν τα υλικά πλούτη, τι αξίζει η κυριαρχία στους ωκεανούς, τι αξίζουν κι αυτά ακόμα τα συντάγματα και οι δημοκρατικές ελευθερίες, αν δεν υπηρετούν το πνεύμα, αν δεν υπηρετούν με τη σκοπιμότητά τους το άσκοπο και το αιώνιο, αν δε μπορούν να δώσουν ζωή σε μια καινούρια ποίηση, σε μια ποίηση πρωτάκουστη που θα μιλήσει με το δικό της τρόπο για το θάνατο και για τη ζωή, για το Θεό και για τη Φύση; Τι αξίζουν τα υλικά πλούτη χωρίς την άξια δημοκρατία; Τι αξίζει η δημοκρατία χωρίς τον άξιο λαό; Τι αξίζει ο λαός χωρίς την προσωπικότητα; Ο Ουίτμαν, ο φανατικότερος υμνητής της δημοκρατίας και του λαού, είναι ταυτόχρονα ο υμνητής της προσωπικότητας. Ο Ουίτμαν γνωρίζει καλά τον Πλάτωνα, τον Καντ και τον Χέγγελ. Στο λαό δε βλέπει το «είδος», δε βλέπει τη μάζα που την ανέβασαν οι άμουσοι και οι ψυχικά απαίδευτοι σε φορέα της δημοκρατίας. Στο λαό βλέπει ο Ουίτμαν τη δυνατότητα της προσωπικότητας. Και τη δυνατότητα τούτη δε μπορεί να την καλλιεργήσει και να την πραγματοποιήσει παρά μόνο η ποίηση. Ως τις μέρες του δε βρήκε ο Ουίτμαν στην Αμερική τίποτα που να μοιάζει, έστω κι από μακριά, με το ζητούμενο ποιητικό και γενικά λογοτεχνικό είδος. Κάνοντας την πικρή τούτη διαπίστωση, δεν αδίκησε τάχα ο Ουίτμαν τον Πόε; Πιθανόν, αλλά περισσότερο κι από τον Ουίτμαν τον αδίκησε τον Πόε ο ίδιος ο εαυτός του που δεν τον άφησε να ξεφύγει από το βασανισμένο και απειθάρχητο άτομό του και να παραδοθεί στο θαύμα του χωρικού άπειρου, καθώς και του ωκεάνιου λαϊκού άπειρου της Αμερικής. Όσο για την ποίηση του ίδιου του Ουίτμαν, μπορούμε τάχα να πούμε ότι μ' αυτήν δόθηκε πια στην Αμερική «ό,τι ζητούσε ο ποιητής από την αμερικάνικη ποίηση; Το αίτημα του Ουίτμαν —κι αν δεν πραγματοποιήθηκε ολόκληρο και μ' όλες τις δυνατές μορφές— βρήκε ωστόσο μια ζωντανή ενσάρκωση στο ποιητικό έργο του. Πρωτάκουστα —και μόνο ανάλογα με τις αμερικανικές διαστάσεις, με τις διαστάσεις των χωρών και ποταμών της Αμερικής— είναι όσα μας λέει για τη Φύση και για το Θεό. Πρωτάκουστα —και μόνο ανάλογα με την άπειρη σ' έκταση αμερικάνικη προοπτική— είναι όσα μας λέει για το θάνατο και για τη ζωή. Κι είναι η ζωή, όπως μας λέει, «τα λείψανα πολλών θανάτων». Κι είναι ο εαυτός του, όπως λέει σ' έναν άλλο στίχο του, τόσο «ευρύς» που εντός του κλείνει «πλήθη».
Το αντίθετο από την ευρυχωρία χαρακτηρίζει την ποίηση της Έμιλυ Ντίκινσον (Emily Dickinson) που αρεσκόταν μάλιστα ιδιαίτερα στους μικρούς και λίγους στίχους. Κι όμως, κι οι «στενοί» στίχοι της μαγευτικής αυτής Αμερικανίδας έχουν κάτι το κοινό με την ευρύχωρη ποίηση του Ουίτμαν: ξεπερνούν κι αυτοί το ΙΘ' αιώνα και τις αρχές του Κ', κι είναι σα να προλαβαίνουν την πνευματική
εντολή που δόθηκε σε μας. Τα βήματα, βέβαια, της Έμιλυ Ντίκινσον είναι πολύ ήρεμα και μυστικά, και γι' αυτό λίγοι ως τώρα τ' άκουσαν. Όσοι όμως τ' άκουσαν, άκουσαν κάτι πολύ σημαντικό. Χωρίς τη δαιμονική φύση του Ουίτμαν, η Ντίκινσον βυθίζεται κι αυτή με το δικό της τρόπο στο μυστήριο και στ' άδυτα της ζωής και του θανάτου, κι η φωνή της είναι σαν προφητική. Και το βάρος της μοίρας, χωρίς να διαθέτει βέβαια τη δαιμονική ζωντάνια του Ουίτμαν, το σηκώνει κι η Ντίκινσον με μια μεγάλη άνεση, με δάχτυλα που αγγίζουν και τα πιο βαρειά πράγματα με μεγάλη πνευματική λεπτότητα και τρυφερότητα. Όσο ο Ουίτμαν απλώνεται, τόσο η Ντίκινσον συστέλλεται. Όσο ο ένας φωνάζει, θορυβεί και χορεύει, τόσο η άλλη ψιθυρίζει, σωπαίνει και μοιάζει σα να μένει ακίνητη. Ωστόσο, κι οι δυο τους κρύβουν μέσα τους ή φανερώνουν τον ίδιο πυρήνα ψυχής. Μπορεί ο Ουίτμαν να χρειάστηκε μια κοίτη πλατειά —και τέτοια κοίτη είναι το ποίημά του «Τραγούδι του εαυτού μου»— για να διοχετεύσει μέσα της σαν ποταμό τον εαυτό του· ωστόσο, όπως κι η Έμιλυ Ντίκινσον που διαλέγει στενά κι απόμερα μονοπάτια που μόνη της για πρώτη φορά τ' ανοίγει και τα κάνει βατά, έτσι κι ο Ουίτμαν μυστικές πορείες πραγματοποιεί στην πλατειά του κοίτη κι όπως είναι απέραντο το πλάτος της κοίτης του Ουίτμαν, έτσι άπειρο είναι και το στενό μονοπάτι της Ντίκινσον. Σε κάμποσα από τα λιγόπνοα ποιήματα της θαυμαστής αυτής ποιήτριας υπάρχει κάτι που μοιάζει πολύ με τα πρώτα ώριμα ποιήματα του Ράινερ Μαρία Ρίλκε, κι υπάρχει προπάντων το προμήνυμα μεγάλων γεγονότων της ανθρώπινης ψυχής.
Ο Έντγκαρ Πόε, ο Ουίτμαν και η Έμιλυ Ντίκινσον ανέβασαν την αμερικανική ποίηση στις κορυφές του παγκόσμιου ύψους. Σήμερα το νιώθουμε αυτό πολύ περισσότερο απ' ό,τι το ένιωσαν και οι καλύτεροι ακόμα κριτές εδώ και μερικές δεκαετίες. Η αποκάλυψη, όσο περνάει ο καιρός, γίνεται μεγαλύτερη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες χάρισαν στον κόσμο, με τα πρώτα τους κιόλας πνευματικά βήματα, μια μεγάλη ποίηση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 41
Η ιταλική ποίηση στο ΙΘ' αιώνα:
Ούγκο Φόσκολο,
Τζάκομο Λεοπάρντι,
Αλεσάντρο Μαντζόνι.
Η προσωπικότητα και οι ιδέες του Τζιουζέππε Ματζίνι.
Οι ποιητές Καρντούτσι και Πάσκολι.
ΕΙΔΑΜΕ, ότι στην Αγγλία και στη Γερμανία η ποίηση στον ΙΘ' αιώνα παραδόθηκε στα χέρια του ρομαντισμού. Ας ρίξουμε τώρα τη ματιά μας στην Ιταλία για να πάμε ύστερα στη Γαλλία, όπου θα χρειασθεί να σταματήσουμε περισσότερο. Και στις χώρες αυτές σημείωσε ο ρομαντισμός —αδιάφορο, αν ουσιαστικά ή τυπικά— την παρουσία του. Τα δυο μεγάλα ποιητικά πνεύματα της Ιταλίας στις αρχές του ΙΘ' αιώνα —ο Ούγκο Φόσκολο (Ugo Foscolo) και ο Λεοπάρντι (Giacomo Leopardi) είχαν μια κλασική πλαστική δύναμη, μα η ψυχή τους ήταν ρομαντική και ζητούσε να βυθισθεί στο άπειρο πένθος ή στον άπειρο πόνο. Ο Λεοπάρντι που είδε από τα είκοσι χρόνια του να κατρακυλάει και να σβύνει το κορμί του, κατάντησε να παραδοθεί στον άπειρο πόνο κι από μια βαθιά προσωπική πικρία. Ο Φόσκολο γεννήθηκε στη Ζάκυνθο κι είχε δεχθεί από τη μητέρα του αίμα στις φλέβες του ελληνικό. Η δράση του ήταν πολύμορφη —στην ποίηση, στη λογοτεχνική κριτική, στους έρωτες και στην πολιτική— κι όπως τόσοι άλλοι Ιταλοί πατριώτες αναγκάστηκε κι αυτός, ο εχθρός των Αυστριακών κατακτητών, να περάσει τα τελευταία του χρόνια εξόριστος στην Ελβετία και στην Αγγλία. Το γνωστότερο ποιητικό του δημιούργημα είναι οι «Τάφοι». Μ' όλη την αυστηρή κλασική του μορφή, το ποίημα τούτο —ένα από τα αριστουργήματα της ιταλικής λογοτεχνίας— διέπεται από τη ρομαντική τάση προς το κοιμητήριο κι είναι μάλιστα στο είδος τούτο, που βρήκε τόσους στην Ευρώπη μιμητές, το αρτιώτερο και πνευματικά βαθύτερο δημιούργημα. Ο Λεοπάρντι δεν πάει, όπως ο Φόσκολο, ζωντανός και περήφανος στους τάφους, αλλά βλέπει και κλαίει το θάνατο στον ίδιο τον εαυτό του. Η κλασική πηγή του πνεύματός του τον κάνει να είναι απέριττος, να είναι στις ιδέες του και στη μορφή συγκρατημένος, να είναι υπέροχα σοβαρός και στα πιο οδυνηρά βυθίσματα στον εαυτό του και στο άπειρο. Το άπειρο το θέλει βέβαια, και σ' ένα θαυμάσιο ποίημά του μας λέει, ότι μέσα στο άπειρο σβύνει η σκέψη του. Μας λέει ότι του κάνει καλό η τέτοια εξαφάνιση. Ωστόσο, ενώ βυθίζεται στο άπειρο ή στον εαυτό του — το ποίημα, που απευθύνει «στον εαυτό του» είναι ένα από τα πιο σπαραχτικά— ξέρει ο Λεοπάρντι να συγκρατεί το «ρυθμό του λόγου του σ' ένα επίπεδο κλασικά ισορροπημένο.
Ο συνειδητός ηγέτης του ρομαντισμού στην Ιταλία είναι ο Αλέξανδρος Μαντζόνι (Allessandro Manzoni) που δε συνδέεται μονάχα —όπως συνδέονται και τόσοι άλλοι— με τους ηρωικούς αγώνες για την ιταλική ένωση κι ελευθερία, μα που είχε και την ευτυχία να τη ζήσει τη μεγάλη στιγμή. Όταν έγινε στα 1861 η ανακήρυξη του ιταλικού κράτους, ο Καβούρ (Cavour) βγήκε από την περίφημη συνεδρίαση της εθνικής αντιπροσωπείας, κρατώντας από το βραχίονα τον ποιητή. Κι ο λαός, έξαλλος στο θέαμα των δυο συμβολικώτερων εκείνη τη στιγμή Ιταλών, τους αποθέωσε. Ο Καβούρ
—ο πιο φωτισμένος πολιτικός του ΙΘ' αιώνα, που οι επιστολές του (προπάντων όσες απευθύνονται σε κυρίες κι είναι γραμμένες γαλλικά) ανήκουν στη λογοτεχνία— δεν πρόφτασε να δει και τη Ρώμη πρωτεύουσα του ιταλικού κράτους, ούτε τη Βενετία ελεύθερη από το ζυγό των Αψβούργων. Ο Μαντζόνι —αν και πολύ πρεσβύτερος— τις έζησε κι αυτές τις στιγμές. Η ζωή τον κράτησε όρθιο ως τα ογδόντα οχτώ του χρόνια. Και τη συγγραφική του παραγωγή που την άρχισε μικρός, τη συνεχίζει ως τις τελευταίες του στιγμές. Ο Μαντζόνι έγραψε ποιήματα, τραγωδίες, διάφορες διατριβές, κι έγραψε κι ένα μυθιστόρημα που είναι το αριστούργημά του. Ο τίτλος του είναι «Οι αρραβωνιασμένοι». Η υπόθεση είναι απλή και αναφέρεται στον ΙΖ' αιώνα, στους γάμους δυο απλοϊκών χωρικών. Ο στόχος του είναι οι δυνάστες και οι ισχυροί. Η πίστη του είναι η χριστιανική αγάπη και η ελευθερία. Το μυθιστόρημα τούτο του Μαντζόνι και το έργο του Σύλβιο Πέλλικο (Sylvio Pellico) «Τα δεσμά μου» —το αφηγηματικό αυτό έργο που στις σελίδες του περιγράφει ο Πέλλικο μ' ένα ζωηρό θρησκευτικό αίσθημα τα όσα έπαθε στα χέρια των Αυστριακών— τα δυο αυτά έργα είχαν συμβάλει εξαιρετικά στην ψυχική προετοιμασία των Ιταλών για τον απελευθερωτικό τους
αγώνα. Από τους πολλούς άλλους, που βοήθησαν επίσης στην προετοιμασία τούτη, ας μνημονεύσουμε και το γαμπρό του Μαντζόνι, τον Μάξιμο ντ' Ατζέλιο (D' Azelio) που έγινε και πρωθυπουργός, και που όχι μόνο δεν ένιωσε κανένα φθόνο, παραχωρώντας τη θέση του στον Καβούρ, μα —όπως λέει σε μιαν επιστολή του— πόνεσε όσο λίγοι για τον πρόωρο χαμό του
«καημένου του Κάμιλλου». Ο Ντ' Ατζέλιο με τα μυθιστορήματά του καλλιέργησε κι αυτός στις ψυχές των Ιταλών το αίσθημα της ελευθερίας και της εθνικής τιμής. Να ξεχάσουμε όμως και τον μεγάλο κήρυκα και ήρωα της ελευθερίας —της ελευθερίας όλων των λαών— τον Τζιουζέππα Ματζίνι (Mazzini); Ο άνθρωπος αυτός με τα μεγάλα πολιτικά πάθη, ο άρτιος, αλλά και τρομερός τύπος του επαναστάτη και συνωμότη, ήταν ταυτόχρονα ο άνθρωπος που δίδασκε τη «βαθιά κατάνυξη» και την «ήπια αγάπη της ανθρωπότητας». Ο ίδιος ακριβώς, που προκαλούσε τα βίαια πάθη, είχε μια τρυφερώτατη σχέση με τη μουσική, με την ποίηση και με όλες τις τέχνες. Ως κριτικός της λογοτεχνίας έγραψε θαυμάσια λόγια για τον Δάντη και τον Σαίξπηρ, για τον Γκαίτε και τον Βύρωνα. Ως φιλόσοφος —κι ήταν ένα βαθύ φιλοσοφικό πνεύμα— έβλεπε την πρόοδο της ανθρωπότητας σαν ηθικό και όχι σαν υλικό φαινόμενο, είχε ποτισθεί ιδιαίτερα από τη φιλοσοφία του Καντ και του Χέγγελ και, προχωρώντας πιο πέρα, μίλησε για τη διαίσθηση μ' έναν τρόπο τέτοιο που προαναγγέλλει τον ερχομό του Μπέργκσον. Λίγοι μπήκαν τόσο βαθιά, όσο ο Ματζίνι, στην κοσμοϊστορική σημασία του ποιητικού λόγου. Για τον Ματζίνι η νομοθεσία και η λογοτεχνία ενός λαού συμβαδίζουν. Η δράση στη ζωή και η αληθινή ποίηση είναι στοιχεία αχώριστα. Ως τις μέρες του Ματζίνι κανένας δεν είχε τονίσει τόσο πολύ τον ιστορικά δραστικό χαρακτήρα που έχει η ποίηση. Και τον είχε νιώσει τον τέτοιο χαρακτήρα μέσα του. Πίσω από τα κάγκελα της φυλακής ή στις ώρες της εξορίας του στην Αγγλία (στη δεύτερη αυτή πατρίδα του) είχε νιώσει βαθιά το μεγάλο νόημα που έχει ο ποιητικός λόγος, το νόημα που παρουσιάζει την ποίηση σαν άμεση δράση. Η ποίηση βέβαια έκανε τον Ματζίνι να μη δέχεται και να μην ανέχεται συμβιβασμούς και στην πολιτική του ιδεολογία. Γι' αυτό ακριβώς ήρθε και σε σοβαρή αντίθεση μαζί του ο Καβούρ που
—περισσότερο διπλωμάτης και λιγότερο επαναστάτης— προτίμησε για την πραγματοποίηση της ιταλικής ελευθερίας και της ιταλικής ενότητας το δρόμο των συμβιβασμών και των επιτήδειων ελιγμών. Ο Καβούρ πέτυχε βέβαια στην πράξη. Δε θα πετύχαινε όμως τάχα κι ο Ματζίνι, αν δεν επικρατούσε η γραμμή του Καβούρ; Κανένας δε μπορεί να δει την ιστορία αλλιώς απ' ό,τι γράφηκε. Δεν ξέρουμε λοιπόν πώς θα γραφόταν η ιστορία της ιταλικής παλιγγενεσίας, αν ο Ματζίνι που ήταν από τους μεγάλους υποκινητές της, αναλάβαινε και την τελική πραγματοποίηση και διαμόρφωσή της. Ο Καβούρ πέτυχε περισσότερο από τον Ματζίνι, μα ο Ματζίνι είναι ο μεγάλος προφήτης, ήρωας και μάρτυρας. Και δεν είναι ο Ματζίνι μονάχα ο προφήτης της ιταλικής ελευθερίας, αλλά είναι κι ο προφήτης της ελευθερίας όλων των λαών. Και μονάχα η φράση του Ματζίνι «Αγαπάω την πατρίδα μου, γιατί αγαπάω όλες τις πατρίδες» είναι ένα υπέροχο ποίημα. Ιδιαίτερη μάλιστα ευγνωμοσύνη πρέπει να χρωστούν στον Ματζίνι οι σλαβικοί λαοί που το κήρυγμα της ελευθερίας τους το τόνισε με ήχους όμορφους και εμπνευσμένους ο Ιταλός επαναστάτης. Μιλώντας πάντως για «ελευθερία»
—κι αυτό έχει μεγάλη σημασία— δεν εννοούσε ο Ματζίνι την ανεύθυνη συνείδηση της ελευθερίας. Σα μεγάλος προφήτης και σα βαθύ ποιητικό πνεύμα είδε ο Ματζίνι ό,τι δεν είχαν δει οι περισσότεροι από τους κήρυκες της ελευθερίας του ανθρώπου και των λαών. Τα μάτια του Ματζίνι έβλεπαν τουλάχιστον εκατό χρόνια μπροστά. Ο άνθρωπος που γεννήθηκε στα 1805 και που πέθανε στα 1872, ο άνθρωπος, δηλαδή, που έζησε στις μέρες του πιο αισιόδοξου φιλελευθερισμού, κήρυξε ως κήρυκας της ελευθερίας τα καθήκοντα και όχι τα δικαιώματα του ανθρώπου. Η μεγάλη Γαλλική Επανάσταση έφταιξε, σύμφωνα με τη γνώμη του Ματζίνι, κι έπεσε σε λάθη τραγικά, γιατί απλούστατα ξεκίνησε —χωρίς να νιώθει την κρίσιμη ιστορική ευθύνη της— από τη «Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου». Ο Ματζίνι, αντίθετα, ξεκινάει από τη διακήρυξη των καθηκόντων του ανθρώπου, των καθηκόντων του προς την ανθρωπότητα, προς την πατρίδα, προς την οικογένεια και προς τον εαυτό του. Ο Ματζίνι είχε μια βαθιά ποιητική διαίσθηση και σαν ποιητής, έβλεπε μακρύτερα απ' ό,τι έβλεπαν οι άλλοι.
Ας ξαναγυρίσουμε τώρα στην καθαρή ιταλική ποίηση του ΙΘ' αιώνα. Η ιταλική ποίηση τράφηκε ιδιαίτερα από την εθνική ιδέα. Κι ο κύριος αντίπαλος του ποιητή Μαντζόνι και γενικότερα του
«Μαντζονισμού» στην ποίηση, ο Καρντούτσι (Giosué Carduci) είναι προπάντων εθνικός ποιητής. Δεν είναι, όμως, μονάχα έθνικός. Ο Καρντούτσι που θαύμαζε τον Φόσκολο και που κατάφερε ν' αποδώσει όμορφα στη γλώσσα του κάμποσα έργα της γερμανικής λογοτεχνίας, ήταν —μ' όλη την κάποια στενότητα στο πνεύμα του— ένας λαμπρός εργάτης της ποιητικής μορφής. Κι όχι μόνο της μορφής. Ο Καρντούτσι ξέρει και αφομοιώνει —άλλοτε με δυνατή θέρμη κι άλλοτε πάλι απαλά και τρυφερά— μερικά ουσιαστικά (όχι μόνον εθνικά, αλλά κι ατομικά) περιεχόμενα της ζωής. Όπως κι ο Μαντζόνι, έτσι κι ο Καρντούτσι είχε πολλούς οπαδούς, που ζήτησαν να μιμηθούν το στίχο του ή γενικά το λόγο του και μερικοί μάλιστα πέτυχαν να μιλήσουν με μια γνήσια πνευματική φωνή. Τέτοιος είναι π.χ. ο Παντσίνι (Alfredo Panzini) που οι επιτυχίες του σημειώθηκαν στα είκοσι πρώτα χρόνια του εικοστού αιώνα.
Ο Καρντούτσι έγινε στα εικοσιπέντε του κιόλας χρόνια καθηγητής της φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Μπολώνιας. Τα πανεπιστήμια της Ιταλίας κατάφεραν ν' ανεβάσουν ποιητικά πνεύματα στις φιλολογικές τους έδρες. Το παράδειγμα της Μπολώνιας το ακολούθησαν κι αλλά πανεπιστήμια για να συναγωνισθούν τη λάμψη που έδωσε στη Μπολώνια ο Καρντούτσι. Ο μεγαλύτερος, ύστερ' από τον Καρντούτσι, ποιητής —ο Πάσκολι (Giovanni Pascoli)— γίνεται κι αυτός καθηγητής της λατινικής φιλολογίας στα πανεπιστήμια της Μεσσήνης, της Πίζας και στο τέλος της Μπολώνιας. Ο Πάσκολι που ως φοιτητής είχε μπει κάμποσους μήνες φυλακή για την επαναστατική σοσιαλιστική προπαγάνδα του, σημειώνει μια καινούρια περίοδο στην ιταλική ποίηση. Ο επαναστάτης δείχνεται στην ποίησή του γαλήνιος και σκορπάει γύρω του αγάπη, τρυφερότητα, ανθρωπισμό. Οι ελάχιστες τρυφερές στιγμές του Καρντούτσι βρίσκουν στον Πάσκολι μιαν ωραία ακεραίωση, μια προέκταση ικανή να θερμάνει απαλά —χωρίς να προκαλεί ποτέ της (αν και ο ήλιος είναι νότιος) εγκαύματα— τις ψυχές εκείνων, που τους αξίζει η βοήθεια του ποιητή.
Από τον Πάσκολι θα 'πρεπε να πάμε στον Ντ' Αννούντσιο. Η μετάβαση, όμως, αυτή που είναι περισσότερο ένα πήδημα παρά ένα ομαλό βήμα, προϋποθέτει τη γνωριμία μας με κόσμους άλλους που πριν από τον Ντ' Αννούντσιο πρόβαλαν σ' άλλες χώρες της Ευρώπης. Έτσι, την εξέλιξη του ιταλικού πνεύματος στον Κ' αιώνα θα την παρακολουθήσουμε αφού ολοκληρώσουμε πρωτύτερα τη γνωριμία μας με το ΙΘ' αιώνα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 42
Ο Ναπολέων Βοναπάρτης, ο βίος και ο θρύλος του.
Η λογοτεχνία στις μέρες του.
Ο Σατωμπριάν και ο γαλλικός ρομαντισμός.
Ο Πρόλογος του Ουγκώ στο δράμα του «Κρόμβελ».
Ο Λαμενναί, ο Μωρίς ντε Γκερέν και ο Ζεράρ ντε Νερβάλ.
Οι άλλοι ρωμαντικοι και προπάντων ο Λαμαρτίνος, ο Βινύ, ο Ουγκώ και ο Μυσσέ.
Η ΓΑΛΛΙΑ έχασε στην Επανάσταση τον ποιητή που ήταν ταγμένος να εγκαινιάσει το ΙΘ' αιώνα. Ο ποιητής αυτός που είχε ίσως κι ελληνικό αίμα στις φλέβες του, είναι ο Αντρέ Σενιέ. Περιμένοντας να τον παν στη γκιγιοτίνα, έγραψε τους τελευταίους στίχους του —ο νέος των τριανταδυό χρονών— διαιωνίζοντας με μια θαυμαστή τραγική σοβαρότητα και μουσική λιτότητα την αγωνία του καταδικασμένου σε θάνατο, και μη ξέροντας όπως μας λέει στο ποίημά του, αν θα προλάβαινε να ταιριάξει στους στίχους που είχε αρχίσει, τις μοιραίες ομοιοκαταληξίες. Το κεφάλι του Σενιέ έπεσε στο ικρίωμα της λαιμητόμου. Έτσι δεν πρόλαβε να εγκαινιάσει το ΙΘ' αιώνα ο ποιητής. Τη θέση του την πήρε ο ήρωας. Αντί για τον Σενιέ, εγκαινιάζει τον αιώνα ο Βοναπάρτης. Κι αυτός, βέβαια, δοκίμασε στα νιάτα του να γίνει ποιητής. Δεν πέτυχε όμως στην ποίηση του λόγου, όσο πέτυχε στην ποίηση της ιστορίας. Λίγα χρόνια πριν κατοικήσει στην ψυχή του ο Αλέξανδρος, κατοικούσε μέσα της ο απογοητευμένος νέος που (όπως γράφει ο ίδιος) ζητούσε να παραδοθεί στη μελαγχολία του και στ' όραμα του θανάτου, που σφάλιζε και την ημέρα ακόμα τα εξώφυλλα των παραθυριών και διάβαζε ή ονειρευόταν με τη λάμπα, που πηδούσε από τ' αγαπημένα του μαθηματικά στο
«Βέρθερο» του Γκαίτε και σκεπτότανε κι αυτός ν' αυτοκτονήσει. Ο αποτυχημένος ποιητής, που ένιωθε τη ζωή (όπως γράφει ο ίδιος) σα βάρος, πήδησε σε λίγο με τέτοιο βάρος πάνω στη γη, που έκανε τη γη ολόκληρη να τρέμει κάτω από τα πόδια του. Μα ήταν τάχα το σώμα του τόσο βαρύ, τόσο συντριπτικά βαρύ για τη γη; Όχι. Ούτε εσωτερικά, ούτε εξωτερικά δεν είχε αλλάξει ο Βοναπάρτης. Ο απογοητευμένος νέος δεν ήταν ποτέ απογοητευμένος από αδυναμία. Αλλά και το βαρύ κορμί του δεν έγινε βαρύ με το σωματικό του βάρος. Το πρόσωπό του, άρρωστο, ισχνό, είναι ακόμα το πρόσωπο ενός χλωμού ετοιμοθάνατου κοριτσιού. Κι όμως κάτω από τ' αδύνατα σκέλη του άρρωστου κορμιού σκοτώνονται τρία άτια και ο ταγματάρχης του πυροβολικού, που δεν ήταν ακόμα εικοσιπέντε ετών, κυριεύει την Τουλών. Δεν περνάνε τρία χρόνια και γίνεται δεκτός στην Ιταλία ως ο ελευθερωτής των Ιταλών. Ποτέ ο ήρωας δεν ήταν μέσα του τόσο αληθινός και γνήσιος, όσο τις μέρες εκείνες που το κορμί του ήταν άρρωστο, ισχνό και ετοιμόρροπο. Η μια νίκη έρχεται ύστερ' από την άλλη και τις κερδίζει τις νίκες αυτές —καταβάλλοντος σ' όλες τις περιπτώσεις έναν εχθρό ασύγκριτα ισχυρότερο— όχι μόνο με το μυαλό του, με το μυαλό του μαθηματικού και εμπνευσμένου προφήτη, αλλά και με το κορμί του το ίδιο, με το κορμί ενός άρρωστου κοριτσιού. Σε μια κρίσιμη στιγμή αρπάζει ο ίδιος τη σημαία στα χέρια και ορμάει ολομόναχος μπροστά. Σε λίγο τον περιστοιχίζουν όλοι, όσοι διστάζανε. Ένας στρατηγός κι ένας συνταγματάρχης που βάζουν το κορμί τους μπρος απ' το κορμί του, πέφτουν ο πρώτος βαριά πληγωμένος κι ο άλλος νεκρός στην αγκαλιά του, μα ο Βοναπάρτης έχει ανεβεί τη γέφυρα της Αρκόλης, Τι σημαίνει αν ένα δευτερόλεπτο αργότερα τ' αδύνατο κορμί του έχει πέσει κάτω απ' το γεφύρι μέσ' στα πηχτά και βρώμικα βαλτόνερα; Αν δεν έπεφτε, θα είχε σκοτωθεί ο Βοναπάρτης. Πέφτοντας, νίκησε. Και σε λίγο φτάνει η μεγάλη νίκη του Ρίβολι. Κι ενώ οι ρωμαϊκές λεγεώνες, όπως έγραψε ο ίδιος στην έκθεσή του προς το Διευθυντήριο, κατάφερναν να βαδίζουν εικοσιτέσσερα μίλια την ημέρα, οι αβράκωτοι του Βοναπάρτη τρέχουν τριάντα μίλια την ημέρα και τσακίζουν τον εχθρό στη Φαβορίτα, συμπληρώνοντας την ελευθέρωση της Ιταλίας από τους Αυστριακούς. Ο Βοναπάρτης είναι ακόμα ο ήρωας και ο ελευθερωτής. Και πάνω στον θρίαμβο ξυπνάει στο πνεύμα του ξανά ο ποιητής. Οι προκηρύξεις και ημερήσιες διαταγές του είναι ποιήματα. Αλλά και οι ερωτικές επιστολές που στέλνει από την Ιταλία στην Ιωσηφίνα, χείμαρροι λόγου και πάθους, είναι στο είδος τους αριστουργήματα. Δεν έχει φτάσει ακόμα τα τριάντα του χρόνια και μπαίνει στα 1798 νικητής στο Κάιρο. Φεύγοντας για την εκστρατεία της Αιγύπτου, παίρνει μονάχα τέσσερα βιβλία μαζί του: τον Οσσιανό (Ossian) —το ποιητικό έργο που αποδίδεται στον Κέλτη βάρδο Οσσιανό και που ο Μάκφερσον (James Macpherson) το αποκάλυψε και το δημοσίευσε στα 1760— τον «Βέρθερο» του
Γκαίτε, τη «Νέα Ελοΐζα» του Ρουσσώ που την πρωτοδιάβασε εννιά χρονών, και την Παλαιά Διαθήκη. Προχωρώντας προς τις Πυραμίδες, φωνάζει στους στρατιώτες του: «Σκεφθήτε ότι από τα ύψη των μνημείων τούτων σαράντα αιώνες έχουν προσηλώσει απάνω σας τα μάτια τους». Μπήκε όμως τάχα στο Κάιρο —όπως είχε μπει στην Ιταλία— ως ελευθερωτής; Ο Βοναπάρτης, θέλοντας να εξαπατήσει τον εαυτό του (ή ν' αντιγράψει τον Αλέξανδρο που απαρνήθηκε την Ελλάδα για χάρη της Ασίας) προσχωρεί αυτός, τουλάχιστο με τα λόγια, στον Μωάμεθ, αντί να κάνει τους Μωαμεθανούς να προσχωρήσουν στο Χριστιανισμό ή έστω στην Ευρώπη. Και λίγες μέρες ύστερ' από την είσοδο του Βοναπάρτη στο Κάιρο, χτυπάει για πρώτη φορά η μοίρα απειλητικά την πόρτα του. Είναι ο Αύγουστος του 1798. Ο Νέλσων βουλιάζει τον γαλλικό στόλο στο Αβουκίρ. Ο Βοναπάρτης είναι αναγκασμένος να κατακτήσει την Ασία, να φτάσει ως τις Ινδίες, για να σωθεί. Στη Γιάφφα σκοτώνει δυο χιλιάδες αιχμαλώτους (γιατί δεν είχε τα μέσα να τους συντηρήσει) και κηλιδώνει για πρώτη φορά τ' όνομά του. Ξέρει όμως ακόμα —και το 'ξερε ως το τέλος της ζωής του— να 'ναι και μεγάλος: ξέρει ν' αγγίζει με τα ίδια του τα δάχτυλα τους άρρωστους που έχουν προσβληθεί από πανώλη. Ένας πίνακας του Γκρο (J. Α. Gros) έχει αποθανατίσει την επίσκεψή του στους άρρωστους. Μπορούσε όμως τάχα ο Βοναπάρτης να 'ναι πάντα μεγάλος, χωρίς να κινδυνεύσει η ιδέα του, ο σκοπός του; Αφού υποχώρησε και γύρισε ξανά στην Αίγυπτο, εγκαταλείπει το στρατό του, σχεδόν σα λιποτάκτης, και καταφέρνει, ξεφεύγοντας τη ματιά του Νέλσωνος, να φτάσει στη Γαλλία. Στο Παρίσι παρατάει τα ηνία της ιστορίας για λογαριασμό του αδερφού του ο Λουκιανός, κι έτσι ο Βοναπάρτης ποδοπατάει το σύνταγμα και γίνεται ο πρώτος ύπατος. Κι οι πρώτες του πράξεις —αφού ξαναβρήκε τον εαυτό του —είναι πάλι ηρωικές. Το 1800 είναι το έτος της μεγάλης νίκης του Μαρένγκο. Η μάχη ήταν χαμένη για τη γαλλική στρατιά, κι όμως ο αρχηγός της, ο Βοναπάρτης, την κέρδισε. Η Ιταλία ελευθερώνεται για δεύτερη φορά από το ζυγό των Αυστριακών. Το 1804 όμως διαπράττει ο Βοναπάρτης ένα ανεξήγητο έγκλημα, σκοτώνοντας, ύστερα από μια δικαστική σκηνοθεσία, τον δούκα του Ανγκιέν, τον τελευταίο Κοντέ. Του χρειαζόταν τάχα πραγματικά το αίμα ενός αθώου πρίγκηπα για να γίνει ο ίδιος αυτοκράτορας; Κι ήταν τάχα ανάγκη να γίνει αυτοκράτορας; Είχε τάχα άδικο η Ιωσηφίνα που τον παρακαλούσε να μη γίνει; Όπως κι η μητέρα του Κρόμβελ στις πιο κρίσιμες στιγμές του γιου της, έτσι κι η μητέρα του Βοναπάρτη —η υπέροχη Κορσικανή, ο μόνος άνθρωπος που είχε απόλυτο κύρος απάνω του— σιωπούσε στις κρίσιμες στιγμές και άφηνε το γιο της να διαλέξει μόνος του το δρόμο του, έτοιμη να τον ακολουθήσει οπουδήποτε. Με το να του μιλήσει η Ιωσηφίνα δε μπορούσε ν' αλλάξει απόφαση ο Βοναπάρτης, όπως δεν άλλαζε απόφαση κι ο Κρόμβελ, όταν του μιλούσε κι έπεφτε στα πόδια του η γυναίκα του ή και η πιο αγαπημένη κόρη του, η Μπέττυ. Ο Ναπολέων —και σ' αυτό δεν τον εμπόδισε αποτελεσματικά κανένας— αρχίζει να ξεχνάει τη βαθιά πίστη του στο μέτρο και στη μετριοπάθεια που τόσο σοφά είχε ο ίδιος διακηρύξει, όταν χάρισε στη Γαλλία τον Κώδικά του. «Κάθε τι που είναι υπερβολικό, είναι ασήμαντο», είπε κάποτε ο Ταλλεϋράν (Talleyrand). Και δεν είναι η μοναδική περίπτωση που ο μεγάλος αυτός κατεργάρης είχε δίκιο. Ο «Ναπολέων» πρόδωσε τον «Βοναπάρτη» και γίνεται αυτοκράτορας. Ο Σταντάλ δε βλέπει πια τον «ήρωα» ύστερα από την πρώτη εκστρατεία της Ιταλίας. Ο Μπετόβεν δεν ήταν τόσο αυστηρός. Εξακολούθησε να τον βλέπει ως την ημέρα που άρπαξε από τα χέρια του Πάπα την κορώνα και τη φόρεσε μόνος στο κεφάλι του. Μονάχα την ημέρα που στέφθηκε ο Ναπολέων, ξέσκισε ο Μπετόβεν την αφιέρωση που του είχε κάνει στην τρίτη συμφωνία του, την «Ηρωική». Η ιστορία, ωστόσο, του Βοναπάρτη εξακολουθεί και χωρίς τον «ήρωα». Ο αυτοκράτορας, γιατρεμένος πια από μιαν αρρώστια που πάνω από δέκα χρόνια τον βασάνιζε, αποχτάει στομάχια κι αρχίζει να παχαίνει. Δολοφονικές απόπειρες και συνωμοσίες από τη μια μεριά, κολακείες και υποκριτικές αποθεώσεις από την άλλη: αυτές ήταν οι φοβερές μυλόπετρες, που άρχισαν να συνθλίβουν το πνεύμα του Βοναπάρτη. Η Ευρώπη νομίζει, ότι ήρθε η ώρα για να τον αντιμετωπίσει συνασπισμένη. Είχε όμως φτάσει αληθινά η ώρα; Ο ψύχραιμος Πρώσσος στρατηγός Μπλύχερ (Blücher) νικήθηκε βέβαια στην Ιένα πριν νικήσει μαζί με τον Ουέλλινγκτον (Wellington) στο Βατερλώ, μα ήξερε κιόλας και τόνισε ύστερ' από την ήττα του ότι η μοίρα του Βοναπάρτη είναι η πτώση. Το μεγάλο λάθος του Βοναπάρτη —όπως και το λάθος των Γάλλων βασιλέων πριν από την επανάσταση— ήταν η σκέψη του ν' αμφισβητήσει στην Αγγλία την απόλυτη κυριαρχία στο στενό της Μάγχης. Και το λάθος του Βοναπάρτη ήταν ακόμα μεγαλύτερο: ήθελε να συντρίψει την Αγγλία και να κατακτήσει τον κόσμο. Ήθελε να παίξει τον υπεράνθρωπο που μόνο στη βαθιά ερημιά της σπηλιάς του Ζαρατούστρα ή στη βαριά μοναξιά του βράχου του Προμηθέα —της Αγίας Ελένης— είναι νοητός και χωράει. Από τα 1805 ως τα 1807 κατάφερε βέβαια ο Ναπολέων ν' αντιμετωπίσει θριαμβευτικά τον εχθρικό συνασπισμό. Το Ουλμ, το Άουστερλιτς —«ο ήλιος του Άουστερλιτς» στις 2 Δεκεμβρίου 1805 ήταν ένα σημάδι που με δεισιδαιμονία τ' αναζητούσε και σ' άλλες μάχες ο Ναπολέων— η Ιένα, το Φρίντλαντ, είναι βέβαια μεγάλοι θρίαμβοι, αλλά τι ωφελούν οι θρίαμβοι αυτοί, αφού τις ίδιες μέρες (στις 21 Οκτωβρίου του 1805) αφανίζεται ο γαλλοϊσπανικός στόλος στο Τραφαλγκάρ; Ο Νέλσων νίκησε τον Ναπολέοντα. Κι ο ναύαρχος σκοτώθηκε, ενώ ο Ναπολέων έζησε, μα τι σημασία μπορούσε νάχει αυτή η λεπτομέρεια, αυτή η «σύμπτωση;» Τι έκανε άλλωστε ο Ναπολέων ύστερα από τα 1807; Φιλήθηκε δυο φορές με τον Τσάρο Αλέξανδρο τον Α', την πρώτη φορά στο Τιλσίτ στα 1807, τη δεύτερη στην Ερφούρτη στα 1808. Τη δεύτερη φορά φιλήθηκαν οι δυο ... επιστήθιοι «φίλοι» μέσα στο θεωρείο του θεάτρου, ενώ παιζόταν ένα έργο του Βολταίρου! Στα
1808 ντροπιάζει ο Ναπολέων τ' ονομά του με την επέμβασή του στην Ισπανία που δεν ήταν τίποτα λιγότερο από άτιμη. Καινούριες δυναστείες ιδρύονται με βασιλιάδες και βασίλισσες τους αδερφούς και τις αδερφάδες του χτεσινού οπαδού τού Ροβεσπιέρου. Μα και η ίδια πια η αδερφή του —η Καρολίνα, η βασίλισσα της Νεαπόλεως— συνωμοτεί εναντίον του μαζί με τον άντρα της, το βασιλέα Μυρά (Murat). Και ο Βοναπάρτης δεν τιμωρεί τους συνωμότες. Ξέρει πια ότι οποιοσδήποτε κι αν είναι κοντά του, θα κάνει το ίδιο, θα συνωμοτήσει εναντίον του. Πάλι καλύτερα να συνωμοτούν τ' αδέρφια του που επιτέλους δε θα φτάσουν και στο σημείο ν' αποφασίσουν το θάνατό του! Κι ανάμεσα στ' αδέρφια του υπάρχει άλλωστε κι ο Λουκιανός που —αν και δεν είναι βασιλιάς, αλλά μονάχα πρίγκηπας— σώζει στο πρόσωπό του όλους. Κι η γυναίκα του, η Ιωσηφίνα; Θα συνωμοτούσε τάχα κι η Ιωσηφίνα εναντίον του; Η Ιωσηφίνα θα έμενε χωρίς άλλο πιστή στον
«αυτοκράτορα». Ίσως να έμεινε —παρ' όλα όσα λέγονται— πιστή και στον σύζυγο. Μα δεν της έδωσε ο Ναπολέων την ευκαιρία να μείνει πιστή στον αυτοκράτορα. Την Ιωσηφίνα που του είχε στοιχίσει πάθη, απελπισίες και ζήλιες, μα που του χάρισε, όπως φαίνεται, και αληθινές χαρές, την εκτοπίζει το θύμα της νίκης του Βάγκραμ, η μόνη πραγματική λεία αυτής της άδοξης νίκης, η κόρη των αυστριακών Καισάρων, που την έσυρε από το χέρι ο πονηρός Μέττερνιχ (Metternich) και την πήγε άθελά της στη γαμήλια κλίνη του Κορσικανού. Στα 1812 τραβάει η μεγαλύτερη στρατιά, που γνώρισε ως τότε η μεταχριστιανική Ευρώπη, προς τη Ρωσσία. Πόσοι γλυτώσανε από τους 670 χιλιάδες άντρες που πήρε ο Ναπολέων μαζί του στη Ρωσσία; Δέκα χιλιάδες είναι όσοι γύρισαν ζωντανοί από τη φοβερή αυτή εκστρατεία. Μα τη νίκησαν τάχα την αήττητη στρατιά οι Ρώσσοι; Ο Μερεσκόφσκυ λέει: «Άνθρωποι πολεμάνε με ανθρώπους ή με τη φύση, πώς μπορούσαν όμως να πολεμήσουν με κάτι Ανούσιο, αισθητά Ασύλληπτο, με το Χώρο»; Κοντά στη Μόσχα βέβαια αντιμετώπισε ο Ναπολέων ένα ρωσσικό στρατό που τον περίμενε στα υψώματα του Μποροντίνο. Αλλά το Μποροντίνο ακριβώς είναι η πιο τραγική στροφή στη ζωή του Βοναπάρτη. Εδώ πια δεν έχει αλλάξει μόνο η μοίρα, μα έχει αλλάξει κι ο άνθρωπος. Ο Ναπολέων για πρώτη φορά απέχει ουσιαστικά από τη μάχη κι αφήνει τους στρατηγούς του μόνους. Μήπως όμως τους δίνει και την απόλυτη πρωτοβουλία κι ευθύνη; Οι στρατηγοί του ζητούν στην πιο κρίσιμη ώρα ενισχύσεις, κι αυτός διστάζει, ταλαντεύεται, δίνει διαταγές και τις ανακαλεί, χάνει την ευκαιρία μιας αποτελεσματικής νίκης. Ο Ναπολέων είναι συναχωμένος, φτερνίζεται, βαριέται να σηκωθεί από το κάθισμά του. Και ύστερα έρχεται η τραγωδία του αδειανού ή μάλλον «απόλυτου» χώρου. Η Μόσχα με τις φλόγες της διώχνει τον κατακτητή· τα χιόνια, οι πάγοι, οι Κοζάκοι, κι ο κλεφτοπόλεμος αποτελειώνουν το στρατό του. Ο Ναπολέων καίει τις ένδοξες σημαίες όλων των συνταγμάτων για να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού. Και στο τέλος ξαναθυμάται το λιποτάκτη αρχιστράτηγο της Αιγύπτου και το σκάει για να γυρίσει μόνος του στο Παρίσι. Λίγες ώρες πριν το σκάσει, του πρότεινε τη λύση της φυγής ο Μυρά. Ο Ναπολέων —έξω φρενών που τόλμησε ο γαμπρός του να του προτείνει μια τέτοια ατιμία— έβγαλε από τη θήκη το σπαθί του και χύμηξε απάνω του. Κι όμως την ακολούθησε τη συμβουλή, γιατί έπρεπε να φύγει, ήταν υποχρεωμένος να λιποτακτήσει. Αν δεν έφτανε σε δώδεκα μέρες (το Δεκέμβριο του 1812) στο Παρίσι, η αυτοκρατορία θα είχε ανατραπεί. Γιατί όμως τάχα να τη συγκρατήσει την αυτοκρατορία; Μήπως για να ερημωθεί η Γαλλία πέρα για πέρα απ' όλους τους άντρες της; Ο Ναπολέων δημιουργεί μια νέα στρατιά. Ο Ταλλεϋράν λέει αποφθεγματικά ότι πρόκειται πια για «την αρχή του τέλους». Ωστόσο, το «τέλος του τέλους» αργεί ακόμα λιγάκι να ρθει. Ο Ναπολέων αντιμετωπίζει στα 1813 θριαμβευτικά το συνασπισμό Πρωσσίας
και Ρωσσίας. Μα οι νίκες του Λύτσεν και του Μπάουτσεν έχουν κάποια διαφορά από την ημέρα του Μαρένγκο και από τον ήλιο του Άουστερλιτς. Μια υποβλητική λιθογραφία του Ραφφέ μας παρουσιάζει τη στρατιά ν' ακολουθάει τον αρχηγό της, αλλά και να μουρμουρίζει («Ils grognaient...» είναι ο τίτλος της λιθογραφίας). Στην περιοχή της Δρέσδης γίνεται η κοσμοϊστορική συνάντηση του Μέττερνιχ με τον Ναπολέοντα. Όσο διαφορετικές κι αν είναι σε μερικές ουσιαστικές λεπτομέρειες οι πηγές που μας ζωντανεύουν τη σκηνή τούτη, το έντονο δραματικό της περιεχόμενο υποδηλώνεται σ' όλες τις πηγές. Η σκηνή αυτή θα μπορούσε να σταθεί και στο θέατρο. Κι έρχεται σε λίγο η μάχη των εθνών στη Λειψία, και ο Βοναπάρτης, βυθισμένος σε αβουλία και σχεδόν νυσταλέος, δε χάνει μονάχα τη μάχη, αλλά χάνει και την ευκαιρία για μια κανονική υποχώρηση. Ενώ όμως οι στρατηγοί του, που μέσα τους τον έχουν από καιρό προδώσει, απογοητεύονται πια οριστικά, ο ίδιος ξαναγίνεται ξαφνικά νέος και συναρμολογώντας έναν καινούριο στρατό με τις υπέροχες ψυχές και με τ' αδέξια κι άμαθα χέρια παιδιών, αντιτάσσεται στους εισβολείς, δηλαδή σ' όλον τον κόσμο που έχει εισβάλει στη Γαλλία, και γράφει με γράμματα χρυσά καινούριες νίκες, τις τελευταίες νίκες του. Οι νίκες όμως αυτές δεν ωφελούν. Στη Γαλλία έχει γίνει η εισβολή απ' όλες τις πλευρές. Το Παρίσι πέφτει στα χέρια των συμμάχων, γιατί ο Ναπολέων δεν πρόλαβε να φτάσει εγκαίρως. Στο Φοντενεμπλώ, βασισμένος και στον ενθουσιασμό των απλών στρατιωτών, ετοιμάζεται να επιτεθεί κι η νίκη, εκείνη τη στιγμή, παιζόταν χωρίς άλλο στα δάχτυλά του. Μα οι στρατηγοί του —ενώ οι απλοί στρατιώτες (οι μεγάλες καρδιές) περιμένουν ανυπόμονα το σύνθημα— παίζουν μιαν οικτρή κωμωδία γύρω από τον ισχυρότερο και τραγικώτερο άνθρωπο του αιώνα, κάνουν τάχα πως ακούν τις διαταγές του, μα έχουν συνεννοηθεί όλοι τους και δεν τις εκτελούν, τον μεταχειρίζονται σαν ένα παράφρονα και τον αναγκάζουν στο τέλος, ύστερ' από ένα έντεχνο παιχνίδι, να συμμορφωθεί στην απόφαση των συμμάχων, δηλαδή να παραιτηθεί και να δεχθεί να γίνει ... αυτοκράτορας της Έλβας! Για μια στιγμή του 'ρχεται η ιδέα (ο ίδιος το διαψεύδει, μα δεν έχει σημασία η διάψευση) ν' αυτοκτονήσει. Άλλα και πάλι δεν αυτοκτονεί, όπως δεν αυτοκτόνησε και στα νιάτα του. Διασχίζοντας τη Γαλλία για να πάει στην Έλβα, κυριεύεται από έναν παράξενο φόβο, φοβάται μήπως τον σκοτώσουν, κρύβεται, μεταμφιέζεται σε Αυστριακό. Ενώ στη Βιέννη το «συνέδριο χορεύει», ο Ναπολέων, που είχε πάρει στο μεταξύ στα σοβαρά το ανορθωτικό έργο της Έλβας και είχε εξυγιάνει τα οικονομικά της, αποβιβάζεται ξαφνικά πάλι στις ακτές της Γαλλίας. Ο Προμηθέας, που έλυσε τα δεσμά του και που δραπέτευσε από το βράχο του, δε διαλέγει το δρόμο που πάει στον Άδη, αλλά προχωρεί με λίγους στρατιώτες στο Παρίσι. Τα οργανωμένα τάγματα που ένας γέρος και άτολμος βασιλιάς στέλνει εναντίον του, δεν τολμούν να τον χτυπήσουν. Τι θέλαμε να πούμε πάρα πάνω, μιλώντας για το φόβο που τον κυρίευσε, όταν πήγαινε στην Έλβα; Θέλαμε τάχα να πούμε ότι ο Ναπολέων ήταν δειλός; Αργότερα —ύστερα από το Βατερλώ— σκέφθηκε να χωθεί και σ' ένα αδειανό βαρέλι για να ξεφύγει από τον αποκλεισμό των Άγγλων και να το σκάσει μ' ένα δανικό καράβι για την Αμερική. Οι κοινοί άνθρωποι χαίρονται όταν ακούν ότι και ο Ναπολέων είχε στιγμές δειλίας. Μα οι κοινοί άνθρωποι —και σ' αυτούς ανήκει κι αυτός ο Ταιν— ξεχνούν ότι άλλο είναι η δειλία ως πολυτέλεια, κι άλλο η δειλία ως φτώχια, ως μοναδική περιουσία, ως επιούσιος άρτος! Ο Ναπολέων μπορούσε να επιτρέψει στον εαυτό του και την πολυτέλεια της δειλίας, γιατί ήξερε να 'ναι και γενναίος όσο κανένας άλλος. Γιατί τάχα δεν τον χτύπησαν οι στρατιώτες του Λουδοβίκου του ΙΗ', όταν τους δόθηκε από το λοχαγό τους η διαταγή να τον χτυπήσουν; Δεν τον χτύπησαν γιατί, προχωρώντας μπρος από τους δικούς του στρατιώτες, τους πρόσφερε ο ίδιος ο Ναπολέων το στόχο. Κι οι στρατιώτες όλοι —δε μπορούσε τάχα ένας από τους πολλούς να κάνει εξαίρεση;— φώναξαν: Ζήτω ο αυτοκράτωρ! Ο Ναπολέων εγκαθίσταται πάλι στο Παρίσι. Ο λαός σηκώνει τον «τύραννό» του στα χέρια και ο «τύραννος» μαλακώνει, αποφασίζει να πάψει να 'ναι αυταρχικός. Μαλάκωσε τάχα ο Ναπολέων ή έπαθε αβουλία; Ο «υπεράνθρωπος» δέχεται και του υπαγορεύει τα λόγια του ένας θεωρητικός συνταγματολόγος. Και δηλώνει ο «υπεράνθρωπος»:
«Σήμερα εκπληρώνεται ο πιο φλογερός πόθος της καρδιάς μου: ιδρύω μια συνταγματική μοναρχία. Δεν έχουν τη δύναμη οι άνθρωποι ν' ασφαλίζουν τις τύχες των λαών. Αυτό το καταφέρνουν μόνον οι θεσμοί». Οι πληρεξούσιοι που άκουσαν τη φράση αυτή, τη θυμήθηκαν ύστερα από το Βατερλώ. Πολλοί παράγοντες βοήθησαν για να γίνει στο Βατερλώ ό,τι έγινε. Ας αναφέρουμε μερικούς απ' αυτούς τους παράγοντες. Ένας απ' αυτούς είναι το χιούμορ του Ουέλλινγκτον. Άλλος ήταν η λάσπη του Βατερλώ. Τρίτος η τυφλή πειθαρχία του Γκρουσύ (Grouchy). Και τον Ναπολέοντα που τον
βάζουμε; Μήπως έλειπε ο Ναπολέων από το Βατερλώ; Λένε πως είχε καταληφθεί από τη ληθαργική διάθεση, που και άλλες φορές στα τελευταία χρόνια τον είχε κυριεύσει. Όχι. Όσοι ήταν γύρω του μας βεβαιώνουν, ότι ποτέ δεν ήταν τόσο νέος και τόσο «παρών», όσο στο Βατερλώ. Ο Ναπολέων ήταν χωρίς άλλο «παρών», ίσως μάλιστα πιο πολύ από κάθε άλλη φορά, γιατί αυτήν ακριβώς τη φορά ήταν «παρών» στην πτώση του. Ποιος είναι εκείνος που δε χάνει τις αισθήσεις του, όταν πέφτει από μια ψηλή κορυφή στον γκρεμό; Ο Ναπολέων δεν έχασε τις αισθήσεις του. Έφτασε μάλιστα κάτω χωρίς να συντριβεί και ήταν πάλι έτοιμος ν' ανεβεί ξανά στην κορυφή. Αλλά οι δικηγόροι της βουλής θυμήθηκαν τη φράση που του είχε βάλει στα χείλη ο συνταγματολόγος, θυμήθηκαν τη φράση του τη σχετική με τους θεσμούς που σώζουν τους λαούς. Ο λαός θέλει ακόμα να πολεμήσει, αλλά οι αντιπρόσωποί του δεν το θέλουν. Οι στρατιώτες θέλουν να πολεμήσουν αλλά οι στρατηγοί δεν το θέλουν. Και ο Ναπολέων παραδίνεται, ύστερ' από πολλούς δισταγμούς, στους Άγγλους. Στην Αγία Ελένη υπαγορεύει τ' απομνημονεύματά του, όπου υπάρχουν φωτεινές σκέψεις και θαύματα διατυπώσεων, παίζει την τυφλόμυγα με δυο μικρά κοριτσάκια, δέχεται εξευτελισμούς, κάνει ο ίδιος ανοησίες, φθίνει και πεθαίνει. Ο θρύλος θα τον κρατήσει αιώνια ζωντανό. Λένε ότι, γυρίζοντας από την καταστροφή της Μόσχας στο Παρίσι, στάθμευσε ο Ναπολέων μια νύχτα σε μια μικρή γερμανική πόλη για ν' αλλάξει άλογα. Ρώτησε πού βρίσκεται. Όταν άκουσε, ότι βρισκόταν στη Βαϊμάρη, έδωσε εντολή να πουν την άλλη μέρα στον Γκαίτε ότι τη νύχτα εκείνη πέρασε από την πόλη ο Ναπολέων. Ο Γκαίτε τον ύμνησε τον ήρωα (ακόμα και τον αυτοκράτορα) αλλά στο τέλος, ανασκοπώντας το έργο του, έκανε σ' ένα από τα δυνατότερα ποιήματά του έναν υπαινιγμό, που θέλει να μας πει ότι ο ποιητής πραγματοποιεί ένα έργο σταθερώτερο και μεγαλύτερο από το έργο του ήρωα. Ο Γκαίτε δεν ήταν από τους ποιητές που αντλούσαν την ύπαρξή τους από τους ήρωες. Η εποχή δεν ήταν πια μυθική.
Μπορούσαμε τάχα να μπούμε στη γαλλική λογοτεχνία του ΙΘ' αιώνα, χωρίς να ξεκινήσουμε από τον Ναπολέοντα; Και στην ανασκόπηση της λογοτεχνίας άλλων χωρών σκοντάψαμε και θα σκοντάψουμε ακόμα αναγκαστικά απάνω του. Στη Γαλλία είναι, μάλιστα, η παρουσία του τέτοια που δεν υπάρχει, όσο ζούσε και κυβερνούσε, καμιά πνευματική εκδήλωση που να μη βρίσκεται σε μια θετική ή αρνητική σχέση μαζί του. Κι ολόκληρος ο αιώνας τρέφεται από το θρύλο του. Δεν ανήκουν τάχα οι θρύλοι στην πνευματική ζωή; Αν η εποχή ήταν ακόμα μυθική, το μόνο ποίημα που θ' άφηνε πίσω της, θάταν η ίδια η ζωή κι η δράση του Βοναπάρτη.
Και τα τρία λογοτεχνικά πνεύματα, που ξεχωρίζουν ως γαλλικά πνεύματα στις μέρες του Βοναπάρτη, πολέμησαν φανατικά τον Κορσικανό. Το ένα από τα πνεύματα αυτά ήταν η Μαντάμ ντε Σταλ (Madame de Stael) η έξυπνη, πολλές φορές σοφή, αλλά και υπερβολικά φλύαρη κόρη του υπουργού Νεκέρ (Necker). Τ' άλλο πνεύμα ήταν ο Σατωμπριάν (François - René de Chateaubriand) ένας απο τους πιο ποιητικούς, αλλά και πιο περιαυτολόγους πεζογράφους της Γαλλίας. Το τρίτο πνεύμα ήταν ο Βενιαμίν Κονστάν (Benjamin Constant) ο άστατος στους έρωτες και στους πολιτικούς του προσανατολισμούς που χωρίς να 'ναι ένα πνεύμα δημιουργικό έγραψε ένα εξαίρετο μυθιστόρημα. Ας προσθέσουμε σ' αυτούς τους τρεις και τον φανατικώτερο εχθρό του Βοναπάρτη, τον γαλλικού αίματος Πιεμοντέζο Ιωσήφ ντε Μαιτρ, που είχαμε κιόλας την ευκαιρία να τον γνωρίσουμε, μιλώντας για τον Αύγουστο Κοντ. Όλοι ήταν λοιπόν εχθροί του Βοναπάρτη; Ο Ντε Μαιτρ ήταν ο συνεπέστερος εχθρός του. Πίστευε στον Πάπα, ενώ ο Ναπολέων, μ' όλη την αρχική συμφιλίωση, φυλάκισε τον Πάπα. Πίστευε στην κληρονομική νομιμότητα, ενώ ο Ναπολέιων ύψωσε τη μάνα του —μιαν άσημη, αλλά ισχυρή στο χαρακτήρα Κορσικανή— σε βασιλομήτορα της οικουμένης. Ο Ντε Μαιτρ μισούσε τη Γαλλική Επανάσταση, ενώ ο Ναπολέων ήταν το παιδί της. Οι άλλοι τρεις —η Μαντάμ ντε Σταλ, ο Σατωμπριάν και ο Βενιαμίν Κονστάν— δεν ήταν πάντα εχθροί του Βοναπάρτη. Η Μαντάμ ντε Σταλ που έγραψε πολλά, μα που το κυριώτερό της έργο
—σημαντικώτερο από τα μυθιστορήματά της— είναι το βιβλίο της «Για τη Γερμαινία», περίμενε κάμποσο καιρό ως που να εκδηλώσει την έχθρα της προς τον Ναπολέοντα. Όταν ο νεαρός στρατηγός —ο νικητής της Ιταλίας— γύρισε στο Παρίσι, τον ρώτησε ένα βράδυ σε μια δεξίωση η Μαντάμ ντε Σταλ, ποια θεωρεί τη σπουδαιότερη γυναίκα του κόσμου. Κι ο Ναπολέων δήλωσε με μεγάλη προχειρότητα —αλλά και με ακόμα μεγαλύτερη κακεντρέχεια— ότι η σπουδαιότερη
γυναίκα του κόσμου είναι εκείνη που έχει γεννήσει τα πιο πολλά παιδιά. Να 'γινε τάχα εκείνη τη στιγμή η Μαντάμ ντε Σταλ ο άσπονδος εχθρός του Βοναπάρτη; Ποιος ξέρει. Στο σπίτι της προετοιμάζει ο Βενιαμίν Κονστάν στα 1800 τον περίφημο λόγο του που στις φλογερές γραμμές του καταγγέλλει τον ερχομό της τυραννίας. Στο σαλόνι της γίνεται μια συστηματική αντιπολίτευση στον Βοναπάρτη, ως που στα 1803 δεν αντέχει πια ο Ναπολέων και δίνει τη διαταγή για την εκτόπισή της. Όπως και στην επανάσταση, έτσι και τώρα αντιμετωπίζει η εξαιρετική αυτή γυναίκα διάφορες ταλαιπωρίες. Αναγκάζεται να δραπετεύσει από τον τόπο, όπου ο Ναπολέων την είχε εκτοπίσει και περιορίσει. Και του το πληρώνει του Βοναπάρτη το κακό που της έκανε. Στο έργο της, που είναι αφιερωμένο στη Γαλλική Επανάσταση, τον κρίνει αυστηρά, και η κρίση της —από την εθνική άποψη των Γάλλων— δε φαίνεται άδικη. Όσο για το φίλο της Μαντάμ ντε Σταλ, τον Βενιαμίν Κονστάν που στα ταξίδια της στην Ιταλία και στη Γερμανία τον είχε πάρει μαζί της, η στάση αυτού του ηθικά άνισου τύπου απέναντι στον Ναπολέοντα ήταν ακόμα πιο περίεργη. Ο Βενιαμίν Κονστάν ήταν προπάντων ο φανατικός υποστηρικτής του πολιτικού ατομικισμού. Τα πολιτικά και πολιτειολογικά του συγγράμματα είναι δείγματα ενός ικανώτατου μυαλού. Στη λογοτεχνία πήρε μια ξεχωριστή θέση με το μυθιστόρημά του «Αδόλφος» που είναι ένα δυνατό ψυχολογικό έργο. Ο ήρωας του μυθιστορήματος —ο Αδόλφος— είναι ο ίδιος ο εαυτός του. Και το μοναδικό πλάι του πρόσωπο, που εμφανίζεται στο μυθιστόρημα, είναι βέβαια η Μαντάμ ντε Σταλ, όχι όμως μόνη της, αλλά
«συγχωνευμένη» με μιαν άλλη γυναικεία ύπαρξη, την Άννα Λεντσαί (Anna Lindsay). Κάμποσο καιρό συνεργάστηκε ο Βενιαμίν Κονστάν πολιτικά με τον Βοναπάρτη. Ύστερα ήρθε η ρήξη. Την εξέγερσή του την προκάλεσε πραγματικά ο ερχομός της τυραννίας; Πιθανόν. Η τυραννία έφτασε, και ο Βενιαμίν Κονστάν την πολέμησε με θάρρος και με τα φλογερώτερα λόγια. Την πολέμησε μάλιστα κι όταν ακόμα, δέσμιος ο τύραννος στα χέρια των βασιλιάδων που είχε ταπεινώσει, έφευγε για την Έλβα. Ήταν τάχα η τελευταία αυτή πράξη θρασύδειλη; Όχι! Κι όταν ακόμα λίγους μήνες αργότερα το τρομοκρατημένο Παρίσι μάθαινε, ότι ο εξόριστος της Έλβας είχε αποβιβασθεί πάλι στο γαλλικό έδαφος κι ότι ο στρατάρχης Νέυ προσχώρησε στον εχθρό που ήταν ταγμένος να τον χτυπήσει, ο Βενιαμίν Κονστάν έγραφε στις εφημερίδες: «Ξαφνικά παρουσιάζεται (ο Ναπολέων) και υπόσχεται στους Γάλλους την ελευθερία, τη νίκη, την ειρήνη. Δημιουργός του πιο τυραννικού συστήματος που κυβέρνησε ως τώρα τη Γαλλία, μιλάει σήμερα για ελευθερία»! Έτσι και χειρότερα μιλούσε ο Κονστάν στις κρίσιμες εκείνες ώρες που τα βήματα του Βοναπάρτη πλησιάζανε ξανά το Παρίσι. Και τώρα έρχεται η παράξενη στροφή. Μέσα σε είκοσι τέσσερες ώρες αλλάζει τη στάση του ο Βενιαμίν Κονστάν και γίνεται... υπουργός του Βοναπάρτη. Πείσθηκε τάχα ξαφνικά, ότι ο Ναπολέων έδιωξε από μέσα του τον τύραννο και αποφάσισε να κυβερνήσει ένα λαό ελεύθερων ανθρώπων; Ποιος ξέρει. Στις παράξενες εκείνες μέρες όλοι σχεδόν άλλαζαν τις πεποιθήσεις τους, χωρίς να νιώθουν την ανάγκη να δώσουν λόγο για τις αλλαγές τους. Στύλοι της βασιλείας και υπουργοί της προβάλλουν οι χτεσινοί βασιλοκτόνοι! Τα πνεύματα έχουν κουρασθεί και οι ιστορικές χειρονομίες έχουν παραχωρήσει τη θέση τους στις ιδιωτικές σκοπιμότητες. Ο Ναπολέων παράτεινε υπερβολικά την ψυχική και ιστορική εκκρεμότητα που είχε εγκαινιάσει η Γαλλική Επανάσταση. Στο βάθος, δεν την έπνιξε την επανάσταση, αλλά την σταθεροποίησε ο Ναπολέων, μεταφέροντας τα πεδία των μαχών από τους δρόμους και τις πλατείες του Παρισιού στην Ευρώπη ολόκληρη. Κι αυτό κράτησε πολύ. Μέσα στην κόπωση που τις βρήκε, έχασαν οι ψυχές το ρυθμό τους. Λίγες ψυχές κρατήθηκαν άκαμπτες, κι αυτές από πείσμα. Αν έμεινε ο Μπαρράς (Barras) «άκαμπτος, «έμεινε γιατί δεν καταδεχόταν να υποκύψει σ' εκείνους που σαν τον Ναπολέοντα, τον Ταλλεϋράν και τον Φουσέ, ήταν ως τα χτες προστατευόμενοί του. Κι ήταν βέβαια και μερικές ψυχές, που τους ήταν από πάντα ο κάθε ρυθμός άγνωστος. Τέτοια ψυχή ήταν ο Ταλλεϋράν, που τόσο καλά τον παρασταίνει στο σχετικό βιβλίο του ο Άγγλος πολιτικός Νταφ Κούπερ (Duff Cooper). Ο Βενιαμίν Κονστάν, μ' όλη την άνιση ηθική του υπόσταση, δε μπορεί πάντως να συγκαταλεχθεί στις τέτοιες ψυχές. Ύστερ' από το Βατερλώ έδειξε μάλιστα μια στάση ευγενικιά. Αντίθετα από τους ασυνείδητους δικηγόρους, που πλημμύριζαν με τις απρεπέστατες χειρονομίες τους τη βουλή, ο Βενιαμίν Κονστάν και ο αληθινός γαλλικός λαός έδειξαν μια μεγάλη ψυχική ευγένεια. Τη σκηνή την περιγράφει ο ίδιος ο Κονστάν και την ξαναλέει στ' απομνημονεύματά του κι ο εχθρός τού Βοναπάρτη, ο Σατωμπριάν. Ο νικημένος ήρωας είχε εγκαταλείψει το μέτωπο και είχε γυρίσει νύχτα στο Παρίσι. Ο Βενιαμίν Κονστάν ήταν από τους λίγους που έτρεξαν κοντά του. Ενώ ο Ναπολέων είχε ουσιαστικά παραιτηθεί —και
παραιτήθηκε σε λίγο και τυπικά, πριν τον καθαιρέσουν— ο λαός του Παρισιού, αντικρύζοντας τον ηττημένο, φώναζε: «Ζήτω ο αυτοκράτωρ»! Αποτείνοντας το λόγο στον συγκινημένο Βενιαμίν Κονστάν, του λέει ο Ναπολέων: «Τι μου χρωστάνε οι άνθρωποι αυτοί; Φτωχούς τους βρήκα, φτωχούς τους άφησα»!
Ο καλύτερος τρόπος για να γνωρίσουμε τον Σατωμπριάν, είναι να τον αφήσουμε τον ίδιο να μας μιλήσει για τον Βοναπάρτη. Αφού δέχθηκε από τον Ναπολέοντα τιμές και αξιώματα, το τραγικό κι εγκληματικό εκείνο δικαστικό επεισόδιο, που είχε στα 1804 ως αποτέλεσμα τη θανάτωση ενός αθώου πρίγκηπα —του δούκα του Αγκιέν— κάνει τον Σατωμπριάν να στείλει στον Ναπολέοντα την παραίτησή του από την τιμητική θέση που κατείχε. Τις ίδιες εκείνες μέρες ένας άλλος Γάλλος, ο Ταλλεϋράν, απαντούσε σ' ένα φίλο του που του έλεγε να παραιτηθεί από υπουργός του Βοναπάρτη:
«Αν, όπως λέτε, ο Ναπολέων έκανε ένα έγκλημα, αυτός δεν είναι λόγος για να κάνω εγώ μια
κουταμάρα!» Ο Σατωμπριάν, από την ημέρα που παραιτήθηκε, δεν πέρασε ευχάριστες ώρες στη Γαλλία. Και στο τέλος αναγκάστηκε να πάει χωρίς να είναι στο βάθος φίλος των βασιλικών αυλών — στο στρατόπεδο των «παλινορθωτικών». Στα 1823 έγινε υπουργός των εξωτερικών κι είναι ακριβώς εκείνος που απόσπασε από την «Ιερή Συμμαχία» (την ουσιαστικά πια ανύπαρκτη) την εντολή για την επέμβαση και την εκστρατεία των Γάλλων στην Ισπανία. Γράφοντας τα θαυμάσια απομνημονεύματά του, αφιερώνει ένα βιβλίο ολόκληρο στο Ναπολέοντα. Και καταλήγει στ' ακόλουθα συμπεράσματα: Μια από τις ιδιότητες που έκανε τον Ναπολέοντα μισητό, «ήταν η κλίση, που είχε, να ταπεινώνει τα πάντα: σε μια πυρπολημένη πόλη έβαζε πλάι-πλάι τα διατάγματα για την αποζημίωση μερικών θεατρίνων με τις αποφάσεις που καταργούσαν βασιλιάδες· μια παρωδία της παντοδυναμίας του Θεού, που διευθύνει την τύχη του κόσμου κι ενός μερμυγκιού. Στην πτώση ολόκληρων κρατών ανακάτευε τις βρισιές του σε γυναίκες· έβρισκε ευχαρίστηση, εξευτελίζοντας όσους είχε χτυπήσει· συκοφαντούσε και πλήγωνε ιδιαίτερα εκείνους που είχαν τολμήσει να του αντισταθούν. Η αλαζονεία του ήταν ισοδύναμη με την καλή του τύχη· νόμιζε ότι όσο ταπείνωνε τους άλλους, τόσο μεγαλύτερος πρόβαλλε ο ίδιος». «Η φύση του ήταν σύνθετη: οι μεγάλοι άνδρες, μια εξαιρετικά ολιγομελής οικογένεια στον κόσμο, δε βρίσκουν δυστυχώς για να μιμηθούν παρά μόνο τον εαυτό τους. Ο Ναπολέων —πρότυπο κι αντίγραφο ταυτόχρονα, πρόσωπο πραγματικό και ηθοποιός που παράσταινε αυτό το πρόσωπο— ήταν ο υποκριτής του εαυτού του· δε θα το πίστευε, ότι είναι ήρωας, αν δεν είχε μασκαρέψει τον εαυτό του, φορώντας το κοστούμι ενός ήρωα». Αν γυρίσουμε όμως μερικές σελίδες, θα βρούμε τον Σατωμπριάν να προσθέτει και τ' ακόλουθα λόγια: ο Βοναπάρτης ήταν μεγάλος «γιατί δημιούργησε μια κανονική και ισχυρή κυβέρνηση, ένα κώδικα που υιοθετήθηκε από διάφορα κράτη, δικαστήρια, σχολεία, μια δυνατή, μια δραστήρια κι έξυπνη διοίκηση που πάνω της στηρίζεται ακόμα η ζωή μας· είναι μεγάλος, γιατί ανάστησε, φώτισε και κυβέρνησε μ' έναν τρόπο ανώτερο την Ιταλία· είναι μεγάλος, γιατί έκανε να ξαναγεννηθεί στη Γαλλία μέσ' από το χάος η τάξη... είναι μεγάλος προπάντων, γιατί ήταν γέννημα μονάχα του εαυτού του και γιατί κατάφερε —χωρίς να βασισθεί σε καμιάν άλλη εξουσία εκτός από το πνεύμα του— να προκαλέσει την υπακοή τριανταέξη εκατομμυρίων υπηκόων και να την προκαλέσει μάλιστα σε μιαν εποχή, που καμιά πλάνη δεν περιβάλλει πια τους θρόνους· είναι μεγάλος, γιατί νίκησε όλους τους βασιλιάδες που του αντιπαρατάχθηκαν, γιατί κατάφερε να συντρίψει όλες τις στρατιές, οποιαδήποτε κι αν ήταν η διαφορά στην πειθαρχία και στην αξία τους, γιατί έκανε γνωστό τ' όνομά του στους άγριους και στους πολιτισμένους λαούς, γιατί ξεπέρασε όλους εκείνους που οι νίκες τους προηγήθηκαν, γιατί γέμισε δέκα χρόνια με τέτοια θαύματα, που με δυσκολία μπορούμε σήμερα να τα νιώσουμε». Έτσι μίλησε για το Ναπολέοντα ένας από τους πιο φανατικούς εχθρούς του.
Τ' «Απομνημονεύματα πέρ' από τον τάφο», που έγραψε ο Σατωμπριάν (όπως το δηλώνει κι ο τίτλος τους) για να δημοσιευθούν ύστερ' από το θάνατό του, είναι το λογοτεχνικό αριστούργημα αυτού του πιο ποιητικού Γάλλου πεζογράφου. Όταν τάγραφε σε προχωρημένη ηλικία, τίποτ' άλλο δεν του είχε απομείνει από τη φτώχια του κι από μια πιστή φίλη, που συμμερίστηκε τα γεράματα και τη δυστυχία του και που τυφλωμένη πια στάθηκε μόνη πλάι στο φέρετρο του Σατωμπριάν το καλοκαίρι του 1848. Η φίλη αυτή ήταν η Μαντάμ Ρεκαμιέ (Madame Récamier) που την αποθανάτισαν στις ένδοξες μέρες της οι ζωγράφοι Νταβίντ και Ζεράρ (Gérard) και που ο λεπτότατος
στο πνεύμα και στην ψυχή πολιτικός της Γαλλίας, ο άλλοτε πρωθυπουργός Εδουάρδος Ερριώ (Ed. Heirriot) της αφιέρωσε δυο ολόκληρους τόμους. Η Μαντάμ Ρεκαμιέ —περασμένη κι αυτή στα χρόνια— ήταν πλάι στον Σατωμπριάν, όταν αυτός έγραφε τ' απομνημονεύματά του. Η παρουσία της δίχως άλλο τον ετόνωνε. Μα κι έβλαψε από μιαν ειδική άποψη. Στις μέρες, που ο Σατωμπριάν ήταν υπουργός των εξωτερικών, ένα άλλο αιθέριο πλάσμα τον έκανε να κλέβει από μιαν ώρα κάθε μέρα για να γράφει τρυφερές επιστολές. Το πλάσμα τούτο ήταν η Φορτυνέ Αμελέν (Hamelin) η
«πνευματική εγγονή» της Μαντάμ ντε Σεβινιέ, όπως την ονόμασαν. Την ονομασία τούτη τη χρωστάει η Αμελέν στις επιστολές της, που στην ιστορία της γαλλικής λογοτεχνίας παίρνουν μια θέση ιδιαίτερη. Σ' ένα από τα γράμματά του προς την Αμελέν ομολογεί ο Σατωμπριάν ότι αυτή, με την επιρροή που ασκούσε στον Ναπολέοντα ή στο περιβάλλον του, του έσωσε τη ζωή στις κρίσιμες μέρες του 1811. Πώς μπορούσε να μην πικραθεί η Αμελέν που την ομορφιά της την αποθανάτισε ο ζωγράφος Αππιάνι, όταν είδε ότι στ' απομνημονεύματά του ο Σατωμπριάν παραλείπει ν' αποθανατίσει κι αυτός τ' όνομά της και την καλωσύνη της; Ο Αντρέ Γκαγιώ (André Gayot) που αφοσιώθηκε μ' αγάπη στη μνήμη της Αμελέν, υποψιάζεται ότι για την παράλειψη του Σατωμπριάν φταίει ίσως η Μαντάμ ντε Ρεκαμιέ, που με το μολυβάκι της θα έσβυσε τ' όνομα της παλιάς της ανταγωνίστριας. Πάλι καλά που τον άφησε η Μαντάμ Ρεκαμιέ τον Σατωμπριάν ν' αναφέρει —έστω και λιγότερο απ' ό,τι έπρεπε— μερικές άλλες παλιές φίλες, σαν την Μαντάμ ντε Κυστίν (Madame de Custine) την υπέροχη εκείνη γυναίκα, που, όπως βγαίνει από τις επιστολές της θείας της, αγάπησε τρελλά τον αδιόρθωτο, τον άστατο, τον άδικο Ρενέ.
Πριν από τα απομνημονεύματα που είναι το αριστούργημά του, είχε γράψει ο Σατωμπριάν πολλά αλλά έργα. Όσο κι αν τα παραμελούν σήμερα και οι εκλεκτοί αναγνώστες, κι όσο κι αν τα περιφρόνησε κι ο Αλφρέδος ντε Βινύ ονομάζοντας το συγγραφέα τους τσαρλατάνο, μέσα τους υπάρχουν περιγραφές και διατυπώσεις, υπάρχουν λυρικές εκφράσεις που ως τις μέρες του Σατωμπριάν ήταν άγνωστες στη γαλλική λογοτεχνία. Μόνο στις έξοχες επιστολές του Πρίγκηπα ντε Λίνιε (Le Prince de Ligne) που υπηρέτησε την Αυστρία και ύστερα την Αικατερίνη τη Μεγάλη, ίσως μάλιστα και σε μερικές επιστολές που είχε γράψει η περίφημη Μαντάμ Ρολάν (Madame Roland) προτού παντρευθεί, βρίσκουμε κάτι σαν προμήνυμα του ειδικού λυρισμού του Σατωμπριάν, των ειδικών εκείνων περιγραφών που μέσα τους περιγράφονται πιο πολύ τα μάτια του παρατηρητή παρά το θέαμα, το τοπίο ή η σκέψη. Τα κυριότερα έργα του Σατωμπριάν, εκτός από τα αθάνατα απομνημονεύματά του, είναι τα εξής: «Το πνεύμα του Χριστιανισμού» που ο συγγραφέας του το θεώρησε σα γεγονός σπουδαιότερο από τους θριάμβους του Βοναπάρτη, «Οι Μάρτυρες» που είναι
—μέσα στο αφηγηματικό πλαίσιο του μυθιστορήματος— μια προσπάθεια του Σατωμπριάν να φέρει σε αντιπαράσταση τον αρχαίο κόσμο με το Χριστιανισμό, το «Ταξίδι στην Αμερική» και το
«Οδοιπορικό σημείωμα από το Παρίσι στην Ιερουσαλήμ». Όπως ο Βύρων κι όπως αργότερα ο Λαμαρτίνος, έτσι κι ο Σατωμπριάν επισκέφθηκε την Ελλάδα. Την ένιωσε όμως τάχα την Ελλάδα; Όχι απόλυτα. Ούτε δοκίμασε να βυθισθεί στο πνεύμα της. Ο Σατωμπριάν είναι ο πατέρας του γαλλικού ρομαντισμού. Χαρακτηριστικότατο είναι ότι στο έργο του για το «πνεύμα του Χριστιανισμού» ζητάει να μας δείξει, ότι οι βαθύτερες ποιητικές αλήθειες, πρέπει ν' αναζητηθούν στο Χριστιανισμό. Μα ήταν τάχα ο Σατωμπριάν ένας γνήσιος ρομαντικός; Δεν είπαμε κάπου, μιλώντας γενικά για το γαλλικό πνεύμα, ότι στο βάθος το πνεύμα τούτο —και μέσα στο πλαίσιο ακόμα του ρομαντισμού— έμεινε προσανατολισμένο στις ιδιότυπες λογικές γραμμές του γαλλικού κλασικού ιδεώδους; Δεν πρόκειται ν' αναιρέσουμε τα όσα είπαμε. Κι αν ειδικά ο Σατωμπριάν —με τις κάμποσες γνήσιες και δυνατές ρωμαντικές του πλευρές— μας έπειθε να τ' αναιρέσουμε, οι πιο αντιπροσωπευτικοί ρομαντικοί της Γαλλίας που ήρθαν λίγο αργότερα —ο Αλφρέδος ντε Βινύ, ο Λαμαρτίνος κι ο Βίκτωρ Ουγκώ— θα μας έκαναν να ξαναγυρίσουμε πάλι στην πρώτη μας ρήση. Ο ρομαντισμός στη Γαλλία δεν ήταν μια αυτόνομη πνευματική πραγματικότητα, αλλά ήταν προπάντων μια τάση —μια τάση μάλιστα (κι αυτό είναι χαρακτηριστικό) λογικά και δικανικά υποστηριγμένη— που σημειώθηκε μέσα στο κλασικό και με ακλόνητα λογικά πέρατα προστατευμένο πλαίσιο της γαλλικής ψυχής. Ο Γάλλος ρομαντικός —αντίθετα από το Γερμανό ή τον Άγγλο που το 'χουν μέσα τους το χάος και το απειρο— δε χάνεται σε απεριόριστους ατομικούς κόσμους. Τον Γάλλο τον κρατάει προπάντων η κοινωνία. Κανένας λαός δεν είναι τόσο κοινωνικός όσο ο γαλλικός, και κανένας δεν ανέβασε το επίπεδο της
κοινωνίας τόσο ψηλά, όσο ο γαλλικός. Αυτό εμποδίζει βέβαια —όπως το διαπιστώνει σήμερα καλύτερα απ' όλους τους Γάλλους ο πιο εκκεντρικός απόγονος του Ντεκάρτ, ο Ζυλιέν Μπεντά— το ξεπέταγμα ατόμων εξαιρετικά μοναδικών που υψώνοντας τον εαυτό τους πολύ ψηλότερα από το κοινωνικό σύνολο, σπάζουν την αρμονία του, αλλά εξασφαλίζει ακριβώς την ηθική αρμονία του συνόλου, την τάξη και τη λογική ασφάλεια του πνεύματος. Σ' ένα γράμμα της προς τον Οράτιο Ουόλπολ (Horace Walpole) προς τον ευφυέστατο, μα εκκεντρικό στις σκέψεις του Εγγλέζο, που έζησε κι έδρασε στα παρισινά σαλόνια του ΙΗ' αιώνα και που αργότερα ο Μακώλεϋ τον μαστίγωσε σ' ένα ειδικό δοκίμιό του — επιχειρεί η περίφημη Μαρκησία Ντυ Ντεφάν (Du Deffant) που στα γεράματά της είχε ερωτευθεί τον αλλόκοτο γιο του σοβαρού πολιτικού, μια πετυχημένη αντιδιαστολή ανάμεσα στο δημιουργικό χάος του αγγλικού πνεύματος και στη μετρημένη και υπολογισμένη τέχνη του γαλλικού. Η Μαντάμ ντε Σταλ που γνώρισε από κοντά τους Γερμανούς ρομαντικούς, ένιωσε και αποκρυστάλλωσε στο βιβλίο της «Για τη Γερμανία» τη διαφορά ανάμεσα στους Γάλλους και στους Γερμανούς. Στη Γαλλία —έτσι μας λέει η Μαντάμ ντε Σταλ— το απορροφάει το άτομο η κοινωνία. Στη Γερμανία, αντίθετα, το άτομο ζει απόμερα, δε μιλάει τόσο όσο σκέπτεται, κοιτάζει περισσότερο τον εαυτό του και λιγότερο τους γύρω του, γίνεται πολύ ιδιόρρυθμο και πολύ συχνά (ας το προσθέσουμε εμείς) εκκεντρικό. Τα μεγαλύτερα αγαθά στη Γαλλία είναι κοινωνικά. Τα πιο μεγάλα αγαθά στη Γερμανία βρίσκονται στο περιθώριο της κοινωνίας, είναι ατομικά. Αυτό εξασφαλίζει την ανεξαρτησία —την υπερβολική μάλιστα ανεξαρτησία των δημιουργικών ατόμων— δεν εξασφαλίζει όμως και την οργανική ενότητα και την ηθική ελευθερία της κοινωνίας, μιαν ελευθερία που είναι το κύριο χαρακτηριστικό της γαλλικής ακριβώς ζωής. Στη Γερμανία χρειάζεται τις πιο πολλές φορές με τη βία να συγκρατηθεί η κοινωνία, ενώ στη Γαλλία η αυτοπειθαρχία είναι ισχυρότερη.
Ας βγάλουμε τώρα το συμπέρασμά μας: όπου η δημόσια ζωή, που δεν μπορεί να στηρίζεται παρά σε μέτρα αντικειμενικά, λογικά και φωτεινά, προσδιορίζει κυριαρχικά την πνευματική ζωή, εκεί το πνεύμα παίρνει μια κλασική μορφή. Αυτό έγινε στην αρχαία Ελλάδα. Το ίδιο γίνεται —σ' ένα διαφορετικό βέβαια πλαίσιο και με κάμποσες προβληματικές αντιφάσεις που οφείλονται στη βασικά σύνθετη (επομένως και ρομαντική) φύση του νεώτερου Ευρωπαίου— στη Γαλλία. Όπου αντίθετα η δημοσιότητα και η κοινωνία δεν προσδιορίζουν κυριαρχικά την πνευματική ζωή, όπου μ' άλλα λόγια το άτομο ταλαντεύεται μονάχο του και χωρίς αντικειμενικούς φραγμούς και γενικά μέτρα ανάμεσα στο Θεό και στον εαυτό του, ανάμεσα στο εξωτεpικό και στο εσωτερικό άπειρο, εκεί
—χωρίς ν' αποκλείεται να νικήσουν μερικά άτομα το άπειρο τούτο— κυριαρχεί ο ρομαντισμός. Μ'
αυτά τα λόγια συμπληρώνουμε τα όσα είχαμε αρκετές φορές την ευκαιρία να πούμε για το κλασικό και το ρομαντικό πνεύμα. Στη Γαλλία είναι και οι ρομαντικοί προσδιορισμένοι στο πνεύμα τους κυριαρχικά από τ' αντικειμενικά μέτρα του κοινωνικού και του κλασικού. Γι' αυτό ο γαλλικός ρομαντισμός δεν είναι παρά μόνο σ' ελάχιστες στιγμές γνήσιος. Απόλυτα γνήσιος και ακραιφνής δεν είναι βέβαια κανένας ρομαντισμός, γιατί —όπως επίσης είχαμε κάπου την ευκαιρία να τονίσουμε— κι ο πιο έξαλλος ρομαντισμός προϋποθέτει κάμποσα κλασικά στοιχεία που τον σώζουν από το χάος. Λέγοντας, όμως, ότι ο γαλλικός ρομαντισμός δεν είναι γνήσιος, εννοούμε ότι η αναλογία των κλασικών και των ρωμαντικών, των πλαστικών και των μουσικών στοιχείων που υπάρχουν μέσα του, παρουσιάζει τα κλασικά στοιχεία (μ' όλη τη συνειδητή ρομαντική τάση) κυριαρχικώτερα και περισσότερα, ενώ —αν ο γαλλικός ρωμαντισμος ήταν γνήσιος— η αναλογία θα ήταν αντίστροφη. Χαρακτηριστικώτατο είναι το εξής σημείο: ο γερμανικός ρομαντισμός είναι πολύ ατομικός ή ιδιωτικός. Στον Νοβάλις —όπως ακόμα δυνατότερα στον Ρίλκε που θα τον γνωρίσουμε πιο κάτω— πήρε ο ρομαντισμός τη μορφή του απόμερου μυστικισμού, ενώ στον Μπρεντάνο, στον Άρνιμ και σ' άλλους μπήκε στην ατμόσφαιρα του ιδιωτικού (οικογενειακού) παραμυθιού ή του ατομικού ονείρου. Ο αγγλικός ρομαντισμός έχει, όπως τονίσαμε παραπάνω, ένα δημόσιο παλμό, αλλά την έκφραση αυτή τη μεταχειρισθήκαμε μονάχα για να τη συμπληρώσουμε λέγοντας ότι η φωνή των Άγγλων ρωμαντικών διασχίζει κυριαρχικά όλους τους ωκεανούς του πόνου και ξεσκίζει την παγκόσμια ατμόσφαιρα. Μιλώντας μάλιστα ειδικά για τον Βύρωνα, είπαμε ότι, αν πρόβαλε ο Βύρων σαν αντιπρόσωπος της αγγλικής κοινωνίας, πρόβαλε τέτοιος χωρίς να τον θέλει η κοινωνία, πρόβαλε αποσπώντας βίαια και πειρατικά την εντολή της αντιπροσωπείας. Στη Γαλλία τα πράματα
έχουν μιαν απόλυτα διαφορετική μορφή. Ο λεγόμενος γαλλικός ρομαντισμός ήταν ένα καθολικό
—μέσα σε αντικειμενικά μέτρα και πλαίσια τοποθετημένο— ψυχικό κίνημα της γαλλικής κοινωνίας, κι ήταν μάλιστα ένα κίνημα που οι πιο αντιπροσωπευτικοί φορείς του (αυτό είναι το πιο χαρακτηριστικό) είχαν έντονα στραμμένη την προσοχή τους στην πολιτική. «Οι Γάλλοι έχουν φαντασία στην πράξη, και σπάνια στον έρημο στοχασμό», λέει ο Αλφρέδος ντε Βινύ στα σημειώματά του. Οι Γάλλοι ρομαντικοί, σαν έντονοι εργάτες της φαντασίας, πήγαν περισσότερο στην πολιτική παρά στην ερημιά. Ο Σατωμπριάν έγινε υπουργός των εξωτερικών. Ο Λαμαρτίνος, αφού πολιτεύθηκε κάμποσα χρόνια, έγινε επίσης υπουργός στην προσωρινή κυβέρνηση του Φεβρουαρίου 1848 κι ήταν ουσιαστικά και πρόεδρός της. Ο Βίκτωρ Ουγκώ καμώνεται με κάθε τρόπο την πολιτική προσωπικότητα, εκλέγεται βουλευτής, και την εξορία του, που ήταν περισσότερο εκούσια παρά αναγκαστική, την εκμεταλλεύεται όμορφα και άσχημα με όλες τις ρητορικές και αισθηματικές του φρασεολογίες. Και όλοι τους πάντως —με μια μεγάλη εξαίρεση, τον Αλφρέδο ντε Βινύ που, ωστόσο, κι αυτός δεν απόφυγε να εκθέσει υποψηφιότητα για βουλευτής
—δρουν και χειρονομούν στην πολιτική αγορά. Πόσο λίγο ρομαντικός ήταν ο γαλλικός ρομαντισμός, αυτό μας το λέει καθαρά και το γεγονός ότι ένας κλασικός μυθιστοριογράφος της Γαλλίας —ένα από τα αντιρωμαντικά πνεύματα του ΙΘ' αιώνα— είχε κηρυχθεί υπέρ του λεγόμενου γαλλικού ρομαντισμού. Ο μυθιστοριογράφος αυτός είναι ο Σταντάλ. Κι ο Βίκτωρ Ουγκώ που ήταν για κάμποσο καιρό προσανατολισμένος στην αισθητική του Μπουαλώ —σ' αυτήν την αρτιώτερη θεωρητική σύλληψη του ιδιότυπου γαλλικού κλασικού πνεύματος— δεν κήρυξε το κήρυγμα του ρομαντισμού παρά μόνο ως κήρυγμα επιστροφής στη φύση και στην αλήθεια, και λυτρωμού από τα υπερβολικά τυπικά δεσμά που είχε επιβάλει η ποιητική παράδοση. Το κήρυγμα αυτό του Ουγκώ βρίσκεται στον περίφημο πρόλογο του δραματικού του έργου «Κρόμβελ», Στο βάθος, πέρ' από μερικές εξωτερικές ελευθεριότητες (μετρικές και άλλες) πέρ' από έναν πιο αχαλίνωτο ρητορισμό (ο ρητορισμός είναι πάντα μια δημόσια πράξη) λίγα είναι τ' άλλα, δηλαδή τα πιο ουσιαστικά κι εσωτερικά στοιχεία που χωρίζουν το γαλλικό ρομαντισμό από την κλασική γαλλική παράδοση. Ωστόσο, μπορούμε τάχα να μη σταματήσουμε μπρος στο θεωρητικό έστω κήρυγμα του γαλλικού ρομαντισμού, για να το προσέξουμε κάπως περισσότερο; Κι αν δεν έφτασαν οι Γάλλοι ρομαντικοί ως το σημείο να δαμάσουν το άδηλο και άρρητο ή να χαθούν μέσα του, ωστόσο σημείωσαν πάνω στο δρόμο του κλασικού γαλλικού πνεύματος και της καρτεσιανής λογικής ένα επαναστατικό φαινόμενο, και, άσχετα έστω από την ποιητική τους παραγωγή, συλλάβανε και διατύπωσαν θεωρητικά κάμποσα από τα μυστικά του μετακλασικού ανθρώπου. Ύστερ' από το κήρυγμα του Σατωμπριάν που θεώρησε τον Χριστιανισμό ως την πηγή των βαθύτερων ποιητικών αληθειών, έγραψε ο Ουγκώ το μεγάλο πρόλογο του «Κρόμβελ» που μνημονεύσαμε και πιο πάνω. Κι ύστερα από τον Ουγκώ, έγραψε ο Αλφρέδος ντε Μυσσέ το έργο του «Η εξομολόγηση ενός παιδιού του αιώνα», που φωτίζει κι από μια ειδικότερη (πνευματικά λιγότερο σημαντική, αλλά ψυχικά χαρακτηριστική) πλευρά τον γαλλικό ρομαντισμό. Ας σταθούμε λίγο στα δυο αυτά έργα, στο κήρυγμα και στην εξομολόγηση.
Αν και πέρα για πέρα Γάλλος (και μολονότι ο ρομαντισμός του, αν συγκριθεί με το ρομαντισμό ενός Νοβάλις ή ενός Τίικ, είναι στο βάθος κρυπτοκλασικός) ο Βίκτωρ Ουγκώ μπήκε αρκετά βαθιά στο νόημα της μεγάλης διαφοράς της χριστιανικής Ευρώπης από τον αρχαίο κλασικό κόσμο. Με τις έξοχες επιγραμματικές φράσεις του διατυπώνει και υποστηρίζει στον πρόλογο του «Κρόμβελ» τις ακόλουθες σκέψεις: Η ανθρωπότητα, στην παιδική ηλικία της, είναι πατριαρχική και λυρική, θρησκεία της είναι η προσευχή. Ποίησή της η ωδή. Η ωδή των πρώτων χρόνων της ιστορικής ανθρωπότητας είναι η «Γένεση». Με την Ελλάδα μπήκε η ανθρωπότητα στη νεανική της ηλικία. Στην Ελλάδα (και φυσικά και στη Ρώμη, που πνευματικά είναι για τα μάτια του Ουγκώ έν' αντίγραφο της Ελλάδας) τα πάντα είναι «επικά», προικισμένα με μιαν επίσημη σοβαρότητα, τελετουργικά! Έπος δεν είναι μόνο η ποίηση του Ομήρου. Έπος είναι στην Ελλάδα τα πάντα. «Ο Πίνδαρος είναι... πιο πολύ επικός παρά λυρικός». Κι οι ιστοριογράφοι είναι επικοί. «Ο Ηρόδοτος είναι ένας Όμηρος». Βαθύτατα επική είναι και η τραγωδία «... η τραγωδία επαναλαμβάνει μονάχα την εποποιία. Όλοι οι αρχαίοι τραγικοί κατακερματίζουν τον Όμηρο». Ύστερ' από τους Έλληνες και τους Ρωμαίους ήταν καιρός ν' αρχίσει μια νέα εποχή για τον κόσμο και για την ποίηση. Μια «πνευματική θρησκεία»
παίρνει τη θέση του «υλικού και εξωτερικού παγανισμού». Στην αρχαία (ελληνική) θεογονία «τα πάντα είναι ορατά, απτά, σαρκικά. Οι θεοί της έχουν ανάγκη από μια νεφέλη για να ξεφύγουν από τα μάτια μας». Χαρακτηριστικό επίσης είναι ότι «οι ήρωες του Ομήρου έχουν το ίδιο περίπου ανάστημα με τους θεούς του». Ο Χριστιανισμός, αντίθετα, «χωρίζει βαθιά την πνοή από την ύλη. Ανάμεσα από την ψυχή κι από το σώμα, ανάμεσα από τον άνθρωπο κι από το Θεό τοποθετεί μιαν άβυσσο». Στο σημείο αυτό του Προλόγου του κάνει ο Ουγκώ μια σημαντική προσθήκη, και λέει ότι ο Χριστιανισμός έμπασε «στο πνεύμα των λαών ένα καινούριο αίσθημα, άγνωστο στους αρχαίους και παράξενα αναπτυγμένο στους μοντέρνους, ένα αίσθημα που είναι κάτι περισσότερο από τη σοβαρότητα και κάτι λιγότερο από τη θλίψη: τη μελαγχολία». Στη γένεση της μελαγχολίας (βοήθησε και το ότι, στις μέρες εκείνες, πρώτη φορά σημειώθηκαν και ιστορικές ταραχές τόσο μεγάλης σημασίας, που έθεσαν σε κίνδυνο και άρχισαν ν' ανατρέπουν ολόκληρη την αρχαία Ευρώπη.
«Γινόταν τόσος κρότος πάνω στη γη, που ήταν αδύνατο να μη φθάσει κάτι από τον θόρυβο αυτό και στις καρδιές των ανθρώπων». Ο άνθρωπος «άρχισε να νιώθει οίκτο για την ανθρωπότητα». Επόμενο ήταν να υποστεί και η ποίηση την επίδραση της βαθιάς αυτής στροφής. Η αρχαία ποίηση έβλεπε μόνο τη μια πλευρά της ζωής, της φύσης: το ωραίο, το επικά παρουσιάσιμο, το μνημειακό. «Ο Χριστιανισμός οδηγεί την ποίηση στην αλήθεια». Η ποίηση αρχίζει, ακολουθώντας το παράδειγμα της Φύσης, «να αναμιγνύει στις δημιουργίες της, χωρίς όμως και να τα συγχέει, το σκοτάδι και το φως..., το σώμα και την ψυχή, το ζώο και το πνεύμα». Η στροφή αυτή σημαίνει για τον Ουγκώ τη στροφή από το κλασικό στο ρομαντικό πνεύμα. Πλάι στην πηγή του ωραίου και του κανονικού πρόβαλε (κι ο Ουγκώ ξέρει, και τονίζει ιδιαίτερα, ότι και στην αρχαιότητα είχε αρχίσει να υποδηλώνεται η ύπαρξή της) κι η πηγή του δύσμορφου, του αλλόκοτου, του «grotesque», του παραμορφωτικά γελοίου ή τρομερού. Αυτό το τελευταίο (το grotesque) είναι για τον Ουγκώ «η πιο πλούσια πηγή που μπορεί ν' ανοίξει η φύση στην τέχνη». «Το υπέροχο (sublime)) με το υπέροχο δύσκολα παράγει μιαν αντίθεση». «Η επαφή του με το δύσμορφο έδωκε στο μοντέρνο υπέροχο κάτι το πιο καθαρό, το πιο μεγάλο, κάτι επί τέλους το πιο υπέροχο απ' ό,τι ήταν το ωραίο στην αρχαιότητα». Άλλωστε, «το ωραίο δε γνωρίζει παρά μόνον ένα τύπο· το άσχημο χίλιους». Ο Ουγκώ θαυμάζει βέβαια την αρχαιότητα, τη θεωρεί όμως και μονότονη. Ο Ουγκώ μαγεύεται περισσότερο από τη γοτθική αρχιτεκτονική και από τον Μιχαήλ - Άγγελο παρά από την κλασική τέχνη. Παραδέχεται βέβαια, ότι από μια δικαιολογημένη αντίδραση το αλλόκοτο παραμέρισε, για κάμποσο καιρό, περισσότερο απ' ό,τι έπρεπε, το ωραίο (Αριόστο, Θερβάντες, Ραμπελαί). Ωστόσο ήρθε και η στιγμή της ισορροπίας. Ο Όμηρος ως πατέρας του ενός κόσμου και ο Δάντης ως ηγέτης του άλλου ενώθηκαν και ισορρόπησαν στο πρόσωπο του Σαίξπηρ. «Ο Σαίξπηρ είναι το Δράμα· και το δράμα, που συγχωνεύει μέσα στην ίδια πνοή το αλλόκοτο και το υπέροχο, το τρομερό και το γελοίο, την τραγωδία (μια καθαρά επική, για τον Ουγκώ, δημιουργία) και την κωμωδία, το δράμα είναι ο ιδιαίτερος χαρακτήρας που έχει η τρίτη εποχή του ποιητικού λόγου, η σημερινή λογοτεχνία».
«Οι πρωτόγονοι χρόνοι είναι λυρικοί, οι αρχαίοι χρόνοι επικοί, κι οι μοντέρνοι δραματικοί. Η ωδή τραγουδάει την αιωνιότητα, η εποποιία δοξάζει την ιστορία, το δράμα ζωγραφίζει τη ζωή. Η πρώτη ποίηση έχει για χαρακτήρα της την αφέλεια, η δεύτερη την απλότητα, η τρίτη την αλήθεια... Τα πρόσωπα της ωδής είναι κολοσσοί: ο Αδάμ, ο Κάιν, ο Νώε. Τα πρόσωπα της εποποιίας είναι γίγαντες: ο Αχιλλεύς, ο Ατρεύς, ο Ορέστης. Τα πρόσωπα του δράματος είναι άνθρωποι: ο Αμλέτος, ο Μάκβεθ, ο Οθέλλος. Η ωδή ζει από το ιδεώδες, η εποποιία από το μεγαλειώδες, το δράμα από το πραγματικό. Τέλος, η τριπλή αυτή ποίηση πηγάζει από τις τρεις μεγάλες πηγές: Βίβλος, Όμηρος, Σαίξπηρ». Το δραματικό και ρομαντικό πνεύμα είναι σύνθετο, τα συγχωνεύει όλα. «Η εποχή μας, πριν απ' όλα δραματική, είναι, ακριβώς γι' αυτό το λόγο, και κατ' εξοχήν λυρική. Πολλά είναι τα σημεία επαφής μεταξύ αρχής και τέλους· η δύση του ήλιου έχει μερικά χαρακτηριστικά κοινά με την ανατολή· ο γέρος ξαναγίνεται παιδί». Πάντως το λυρικό στοιχείο (κι αυτό το τονίζει ιδιαίτερα ο Ουγκώ) δεν είναι σήμερα, όπως ήταν στους πρώτους χρόνους της ανθρωπότητας, μονάχα εποπτικό· είναι, αντίθετα, συνυφασμένο με την αφηρημένη διανόηση που πάει να εισδύσει λυρικά στα βάθη του κόσμου. Έτσι, ο μεταχριστιανικός άνθρωπος παλεύει και δημιουργεί με όλες τις δυνάμεις του εαυτού του. Από τη στιγμή που ο Χριστιανισμός είπε στον άνθρωπο ότι είναι διπλός, ότι απαρτίζεται από δυο Εγώ, από ένα φθαρτό και ένα αθάνατο, γεννήθηκε το δράμα, το ρομαντικό πνεύμα, ξεπεράσθηκε η κλασική γαλήνη.
Μπαίνοντας ο Ουγκώ στο ιδιαίτερο πρόβλημα του ρομαντικού θεάτρου, του αληθινού δράματος, πολεμάει το νόμο των τριών ενοτήτων (χρόνου, τόπου και πλοκής) ένα νόμο, που αντίθετα από τους πιο πολλούς ξέρει ότι δεν είναι αριστοτελικός και τον λέει ψευδοαριστοτελικό. Ο Ουγκώ χτυπάει τη μίμηση και την υπακοή σε πρότυπα, έστω και στα μεγάλα πρότυπα, όπως είναι ο Σαίξπηρ, ο Μολιέρος, ο Σίλλερ, και ο Καρνέιγ, γίνεται ο κήρυκας του αυθόρμητου και του πηγαίου, αρνιέται και χτυπάει τη συμβατικότητα, τη γαλλική συμβα
τική κομψότητα, και παρατηρεί πολύ σωστά, χαρακτηρίζοντας έτσι στο βάθος ως ξένη προς την μεταχριστιανική ανθρωπότητα την κλασική γαλλική ποίηση, ότι ο Ρασίν «είναι ελεγειακός, λυρικός, επικός· ενώ ο Μολιέρος είναι δραματικός». Ο ύμνος του Ουγκώ στον Μολιέρο ήταν μια υπέροχη αποκατάσταση. Χτυπώντας την «πουδραρισμένη» ποίηση, το πνευματικά σεμνότυφο στίχο, χαρακτηρίζει «γλώσσα νεκρή» κι αυτή τη γαλλική γλώσσα των Κορνέιγ και Ρασίν. Μ' άλλα λόγια, ο Ουγκώ επαναστατεί, και —έστω μέσα στο πλαίσιο της γαλλικής κλασικής λογικής, του «bon sens» που οι Γερμανοί ρομαντικοί το σμπαραλιάζουν με τα μέσα της ίδιας της λογικής ή με την έμφυτη μουσική τους μυστικοπάθεια— συνειδητοποιεί θεωρητικά, πρώτη φορά στην ιστορία του γαλλικού πνεύματος, το ρομαντικό στοιχείο της ζωής. Εξωτερικές ελευθεριότητες ζητάει προπάντων ο Ουγκώ με το ρομαντικό του κήρυγμα. Περισσότερο φως ζητάει ο Γάλλος ρομαντικός, κι όχι περισσότερο σκοτάδι, όπως ζητάνε οι μυστικοί και μουσικοί ρομαντικοί της Γερμανίας· ωστόσο, με πηγή την κλασική λογική βούλησή του, ζητάει ο Ουγκώ από το φως λιγώτερη αυταρέσκεια, αρνιέται τη μονότονη επανάπαυση του φωτός στις λείες επιφάνειες και του επιβάλλει να υποστεί διαθλάσεις. Ο γαλλικός ρομαντισμός ήταν βέβαια γνήσιο τέκνο του γαλλικού κλασικού πνεύματος, ωστόσο ένα άτακτο, πολύ άτακτο παιδί. Με τις αταξίες της φαντασίας και της πλούσιας καρδιάς του άνοιξε ο Ουγκώ μια σπουδαία ρωγμή μέσα στον κόσμο του γαλλικού κλασικού πνεύματος, που ήταν η πηγή του και που έμεινε ουσιαστικά η κύρια ουσία της ζωής του.
Ο περίφημος Πρόλογος του Ουγκώ γράφηκε τον Οκτώβριο του 1827. Μερικά χρόνια αργότερα ο Αλφρέδος ντε Μυσσέ δημοσίευσε το έργο του «Η εξομολόγηση ενός παιδιού του αιώνα». Εδώ θα δούμε το άτακτο παίδι από μιαν άλλη όψη. Αντί να επαναστατεί και να τα σπάζει, λιγώνεται και λυώνει. Ο Ουγκώ είναι κήρυκας και προφήτης· έτσι έπρεπε να φανεί δυνατότερος και βιαιότερος απ' ό,τι ήταν. Ο Μυσσέ είναι ο άρρωστος ποιητής και άρρωστος εραστής που θέλει να προκαλέσει χάδια· έτσι έπρεπε να φανεί πιο αδύνατος απ' ό,τι ήταν. Την εξομολόγησή του την αρχίζει ο Μυσσέ με τις φράζεις: «Για να γράψει κανείς την ιστορία της ζωής του, πρέπει πρώτ απ' όλα νάχει ζήσει· εκτός τούτου, δεν είναι η δική μου ζωή που γράφω». Ποια ζωή περιγράφει τάχα ο Μυσσέ; Τη ζωή όλων εκείνων που έπαθαν και έζησαν την ίδια φοβερή ηθική αρρώστια, που πέρασε κι ο ίδιος. Τη ζωή εκείνων που ήρθαν στον κόσμο σαν «μια γενεά φλογερή, χλωμή, νευρική». Ο Ναπολέων —έτσι μας λέει ο Μυσσέ— είχε πνίξει τη ζωή όλων. «Μονάχα ένας άνθρωπος ζούσε τότε στην Ευρώπη· όλα τ' άλλα όντα προσπαθούσαν να γεμίσουν τα πνεμόνια τους με τον αέρα που εκείνος είχε αναπνεύσει». Ένας αβέβαιος, άδηλος, άπειρος ωκεανός χώριζε την εποχή του Βοναπάρτη από τη νέα εποχή. Μέσ' στο κενό (ή στον ωκεανό) αναπτύχθηκε η συνείδηση εκείνων, που ανήκαν στην αρρωστημένη γενεά του Μυσσέ. Η πλήξη ήταν η πιο κρίσιμη και πιο σημαντική ώρα αυτής της γενεάς. Ο Γκαίτε και ο Βύρων —ο Γκαίτε του «Βέρθερου», δηλαδή της αυτοκτονίας, και του
«Φάουστ», «της πιο σκοτεινής ανθρώπινης μορφής που είχε ποτέ εκπροσωπήσει το κακό και τη δυστυχία», και ο Βύρων του «Μανφρέδου»— αυτοί οι δυο ήταν τα μόνα στηρίγματα των νεαρών Γάλλων της γενεάς του Μυσσέ. Ο Μυσσέ καταριέται τους δυο ποιητές, αν και τους ονομάζει ημίθεους, και ζητάει συγγνώμη που τους καταριέται. Η απελπισία ήταν η αρρώστια του Μυσσέ και της γενεάς του. Η «απελπισία»; Όχι. Η λατρεία της απελπισίας, όπως το λέει ο ίδιος, η εκζήτησή της, η επιδίωξή της. Έπρεπε να βρεθεί, μέσα στην πλήξη και στην ψυχική απραξία των νέων της εποχής, μια διέξοδος, ένας κάποιος τρόπος για να εξασκήσουν τη δύναμή τους που έμενε αχρησιμοποίητη.
«Το να περιγελούν τη δόξα, τη θρησκεία, τον έρωτα και τον κόσμο ολόκληρο, αυτό είναι μια μεγάλη
παρηγοριά για όσους δεν ξέρουν τι να κάνουν... Κι εκτός τούτου, είναι γλυκό πράμα το να θεωρείς τον εαυτό σου δυστυχισμένο, όταν δεν είσαι παρά άδειος και παραδομένος στην ανία». Την αρρώστια αυτή τη χαρακτηρίζει ο Μυσσέ «αρρώστια του αιώνα του».
Έχουν όμως τάχα σχέση με το ρομαντισμό τα όσα μας λέει ο Μυσσέ; Κάποια σχέση έχουν. Έχουν πάντως μια μεγάλη σχέση με τον γαλλικό ειδικότερα ρομαντισμό. Όταν θα μιλήσουμε για τον γαλλικό συμβολισμό και για τον Μπωντελαίρ, θα εξετάσουμε ειδικότερα το πρόβλημα της ανίας, Και θα δούμε, ότι για το Γάλλο που δεν είχε μέσα του και στην πνευματική παράδοσή του το μουσικό, το μυστικό, το άλογο στοιχείο, μονάχα (ή, έστω, προπάντων) η πλήξη μπορούσε να τον κάνει να αρνηθεί την κλασική γαλήνη, τις λείες επιφάνειες, την κανονική λογική σκέψη. Και με τον Ουγκώ κάτι τέτοιο είχε συμβεί. Ωστόσο ο Ουγκώ, με τη δυνατή θεωρητική τάση του, αντιμετώπισε και κοσμοϊστορικά το φαινόμενο που ο Μυσσέ το είδε μονάχα σαν μιαν υπόθεση της αδύνατης ατομικής καρδιάς του. Ο Ουγκώ άδραξε σωστά τη βαθιά σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο Χριστιανισμό και στο ρομαντισμό. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός, ότι ανάμεσα στους λεγόμενους ρομαντικούς της Γαλλίας έναν γνήσιο ρομαντισμό συγκεντρώνει στο έργο του ο πιο Χριστιανός απ' όλους, ο Λαμενναί, αυτός ο ποιητικώτερος, ύστερα από τον Σατωμπριάν, πεζογράφος της Γαλλίας, αυτό το έξοχο ποιητικό πνεύμα, η αληθινώτερη, ύστερα από τον Πασκάλ, καρδιά.
Ο Λαμενναί (F. de Lamennais) που αρνήθηκε να γίνει καρδινάλιος και που καταδικάσθηκε στα 1832 από τον Πάπα Γρηγόριο τον IϚ', έγραψε πολλά. Τα σπουδαιότερα έργα του είναι όσα γράφηκαν ύστερ' από την καταδίκη του. Ο πιο άγιος στον ΙΘ' αιώνα Χριστιανός καταδικάσθηκε από τη χριστιανική εκκλησία. Ο πιο ιδεαλιστής κήρυκας του σοσιαλισμού αγνοήθηκε από τους οπαδούς κι απ' αυτούς ακόμα τους ηγέτες του οργανωμένου και «επιστημονικού» σοσιαλισμού. Στα έργα του
«Λόγοι ενός πιστού», «Το βιβλίο του λαού», «Μια φωνή βγαλμένη από τη φυλακή», «Για το παρελθόν και για το μέλλον του λαού», «Για τη μοντέρνα δουλεία», στα έργα αυτά μιλάει ο Λαμενναί μ' έναν τρόπο, που και στη μορφή και στο περιεχόμενο είναι βιβλικά ευγενικός. Με τον ίδιο τρόπο μιλάει και στις σημειώσεις που σε μια μετάφραση των Ευαγγελίων, καμωμένη από τον ίδιο, προσθέτει στο τέλος κάθε κεφαλαίου. Ας τον βάλουμε για μια στιγμή να μας μιλήσει με την ίδια του τη φωνή: «Κάθε φορά που μια καινούρια τάξη ζωής πάει να γεννηθεί, ξυπνάει κι αρχίζει μέσ' στη διάλυση των πάντων μια μυστική εργασία που είναι η απαρχή της θεραπείας. Κάποιοι μεσ' στους πολλούς, ξεφεύγοντας από τη διεφθαρμένη μάζα, ξαναγυρίζουν στους δρόμους του Αγαθού, και κάμποσοι άλλοι τους ακολουθούνε· έτσι προβάλλει, λες, ένας λαός, που, παύοντας να 'ναι τυφλός και κουφός, βλέπει το φως, ακούει το Λόγο και ξέρει πού θα καρποφορήσει. Γιατί ο Λόγος, που λυτρώνει, δε βλασταίνει παρά μόνον όπου το έδαφος είναι προετοιμασμένο. Πώς θα μπορούσε να βλαστήσει και να μεγαλώσει, αν δεν ξεκαθαριζόταν το έδαφος απ' όλα τα ζιζάνια που θα τον έπνιγαν, αν με τ' όργωμα που ξερριζώνει τα κακά φυτά, δεν προετοιμαζόταν η ψυχή για να δεχτεί τον θείο το σπόρο; Τίποτα δε γίνεται δίχως τη μετάνοια της καρδιάς. Τον οίνο τον καινούριο τον χύνει ο Θεός μονάχα σε ασκούς καινούριους, σε δοχεία εξαγνισμένα. Μην είναι τάχα η αδικία που θα εδραιώσει τη δικαιοσύνη; Μην είναι τάχα η απληστία και η σκληρότητα που πάνω τους θα θεμελιωθεί η βασιλεία της αγάπης και της αδελφωσύνης;... Κανένα χέρι δεν είναι δυνατό, κανένα έργο δεν είναι γόνιμο, χωρίς την αυταπάρνηση. Η γη έχει ξεραθεί κι είναι γυμνή και θέλετε να ξαναγεμίσει πρασινάδα· μιμηθήτε τον ήλιο που δίνει τη ζέστα του, μιμηθήτε τα σύγνεφα που ρίχνουν τη βροχή τους, δίχως να ζητάνε από τα χόρτα των αγρών να τους είπουν, ποιο είναι το αντάλλαγμα που θα τους δώσουν. Ζήτε σε χρόνους, που μοιάζουν με όσους προηγήθηκαν τον ερχομό του Ιησού: ίδια, όπως τότε, η λιποψυχία, ίδια και η προσδοκία. Το μέλλον βρίσκεται ακόμα στην έρημο. Τραβάτε λοιπόν το δρόμο προς την έρημο για ν' ακούσετε εκεί το Λόγο του Ιωάννη, για να δεχθητε το βάπτισμά του που θα σας προετοιμάσει για το βάπτισμα του Ιησού». Για τον άνθρωπο που είπε τέτοια αληθινά λόγια έγραψε όΑλφρέδος ντε Βινύ, κάνοντας πνεύμα: «Δεν είναι ένοχος (ο Λαμενναί) γιατί ψάχνει την αλήθεια, μα είναι ένοχος γιατί την πιστοποιεί προτού τη βρει»,
Μια μέρα πήγε και βρήκε τον Λαμενναί στο καταφύγιό του της Βρετάνης ένας νέος: ο Μωρίς ντε Γκερέν (Maurice de Guérin). Είχε φύγει από το σπίτι του, όπου όλοι τον αγαπούσανε κι όπου η Ευγενία, η μεγαλύτερη αδερφή του (Eugénie de Guérin) τον κηδεμόνευε με το ευγενικώτερο πάθος, μα όπου ο νεαρός ποιητής δε μπορούσε ν' ανθέξει. Νεώτατος ακόμα, ξαναγύρισε, ωστόσο, ο Γκερέν στους ιδικούς του και πέθανε. Η οικογένεια τον έκλαψε και η μνήμη του άρχισε να λατρεύεται σ' έναν κύκλο, που δεν είχε στο βάθος καμιά σχέση με το πνεύμα του Γκερέν. Μα ούτε ο Λαμενναί δεν
ένιωσε το νέο που ζήτησε κοντά του καταφύγιο. Ο Λαμενναί, καταδικασμένος από τον Πάπα, μάζευε γύρω του οπαδούς και πιστούς για να ιδρύσει μαζί τους μια καινούρια αδελφότητα αποστόλων. Ο Γκερέν όμως έφυγε από τη σχολαστική θρησκευτική παράδοση του σπιτιού του, χωρίς να μπορεί να προσχωρήσει και σε μιαν άλλη θρησκευτική κοινότητα. Έρημος κι ολομόναχος ήρθε σε μια μυστική επικοινωνία με το Θεό του, και το έργο του «Κένταυρος» —το μόνο, που αποτέλειωσε και που είναι μάλιστα ένα θαυμαστό δημιούργημα— προβάλλει μέσα στη γαλλική λογοτεχνία σαν κάτι το παράδοξα μοναδικό. Ο Ρίλκε που ήξερε να βρίσκει και ν' αγαπάει τα πιο σπάνια λουλούδια μέσα σε κήπους μυστικούς, μετάφρασε τον «Κένταυρο» στα γερμανικά. Και τι είναι αυτό το μοναδικό έργο που αποτέλειωσε ο Γκερέν και που δεν απαρτίζεται άλλωστε κι αυτό παρά από λίγες σελίδες; Είναι η βιογραφική εξομολόγηση ενός Κένταυρου. «Γεννήθηκα», λέει ο Κένταυρος, «κάτου βαθιά μέσ' στις σπηλιές αυτών των βουνών»... «κι από τις σπηλιές μας βγαίνουμε εμείς (οι Κένταυροι) αργότερα παρ ό,τι εσείς (οι άνθρωποι) από τις κούνιες σας. Γιατί σε μας επικρατεί η γνώμη ότι τους πρώτους χρόνους της ζωής μας πρέπει να τους κρύβουμε από τα μάτια του κόσμου και να τους φυλάμε σκεπασμένους σαν ημέρες που είναι γεμάτες θεούς». Και τι έκανε ο Κένταυρος αφότου βγήκε στο φως και στην επιφάνεια της γης; «Από τότε», μας λέει ο ίδιος,
«άπλωσα τα χέρια μου γύρω από τους ώμους άλλων Κενταύρων, γύρω από τα κορμιά ηρώων και από τους κορμούς βαλανιδιών· τα χέρια μου γνώρισαν τα βράχια και τα νερά, τ' ανεξάντλητα πολλά φυτά και τα πιο σιγανά κουνήματα του αέρα: γιατί εγώ κρατάω τα χέρια μου ψηλά μέσ' στις τυφλές σιωπηλές νύχτες για να μπορούν ν' αδράξουν τις πνοές και να βγάλουν απ' αυτές σημεία χρήσιμα για την εκλογή του δρόμου μου». Με λίγες τέτοιες λέξεις διατυπώνει ο Κένταυρος, που τώρα πια έχει γεράσει και αποσυρθεί, την ουσία της ζωής των πρώτων του ετών, γιατί τα έτη αυτά ήταν
«ήρεμα και τέλεια» και περιγράφονται εύκολα. «Αν παρακαλούσαμε», λέει πολύ σωστά, «ένα Θεό να μας περιγράψει τη ζωή του, θα το 'κανε με όλες-όλες δυο μονάχα λέξεις». Αφού όμως καλείται να πει ο Κένταυρος και όσα αφορούν τη μεταγενέστερη —λιγότερο απλή και όχι πια τέλεια— ζωή του, μας λέει κι όσα θα προτιμούσε να ξεχάσει. Μια μέρα ανακάλυψε έναν άνθρωπο. «Ηταν ο πρώτος που αντίκρυσα και τον περιφρόνησα. Αύτος —είπα μέσα μου— είναι το πολύ η μισή μου φύση... Θα 'ναι χωρίς άλλο ένας Κένταυρος που οι θεοί τον καταδίκασαν να πέσει και τον υποχρέωσαν, υποβιβάζοντάς τον, να σέρνεται από τότε έτσι». Του Κένταυρου η μεγάλη πείρα είναι τα σκοτάδια, τα ήρεμα και σιωπηλά, που σ' αυτά χρωστάει την παιδεία του και τη ρώμη του. Παράξενες σκέψεις που με την ευκρινέστερη γλώσσα του κόσμου λένε ή κρύβουν τα πιο μεγάλα μυστικά. Κανένας Γερμανός δε θα μπορούσε να εγγίσει με τέτοια ευκρίνεια τα όρια τόσων μυστικών, αλλά ούτε φυσικά το γαλλικό πνεύμα μπορούσε να είναι ο δάσκαλος και οδηγός του Γκερέν. Εδώ πρόκειται για μιαν από τις ανεξήγητες εκείνες εξαιρέσεις που ξαφνιάζουν ή μένουν απαρατήρητες.
Μπαίνοντας στην ποίηση του λεγόμενου γαλλικού ρομαντισμού αξίζει να παραβλέψουμε τη χρονολογική σειρά και ν' αρχίσουμε από τις εξαιρέσεις. Έτσι, πριν μιλήσουμε για τους πέντε ξακουστούς στιχουργούς του γαλλικού ρομαντισμού —τον Αλφρέδο ντε Βινύ, τον Λαμαρτίνο, τον Βίκτωρα Ουγκώ, τον Αλφρέδο ντε Μυσσέ και τον Θεόφιλο Γκωτιέ— προτιμάμε ν' ασχοληθούμε πρωτύτερα και μ' έναν άλλον ακόμα απόμερο και ιδιόρρυθμο, τον Ζεράρ ντε Νερβάλ (Gérard de Nerval). Η εξαίρεση που σημειώνει κι αυτός είναι λιγότερο ανεξήγητη από την εξαίρεση που ενσαρκώθηκε στον Μωρις ντε Γκερέν, αλλά κι αυτή δεν είναι μικρότερη. Είναι λιγότερο, βέβαια, ανεξήγητη, γιατί ο Ζεράρ ντε Νερβάλ στο μοναχικό του δρόμο καθοδηγήθηκε από δυο γνωστούς δασκάλους, από τη «Μελαγχολία» του Ντύρερ (γενικότερα μάλιστα από το γερμανικό πνεύμα) και ειδικότερα από την παραφροσύνη και την προαίσθηση της αυτοκτονίας. Στις 21 Μαρτίου 1841 τον βρήκαν οι φίλοι του να περπατάει ολόγυμνος τη νύχτα έξω, ελπίζοντας ότι ένα από τ' αστέρια θα πάρει πλάι του την ψυχή του. Καμιά σαρανταριά χρόνια νωρίτερα, ολόγυμνος κι ο Χαίλντερλιν έζησε ανάλογες στιγμές «ευδαιμονίας». Και δεν ήταν ο Νερβάλ, στα 1841, παραπάνω από τριαντατριών ετών. Αντίθετα όμως από τον Χαίλντερλιν που το πνεύμα του, αφότου σκοτείνιασε, δε γνώρισε πια το φως, ο Νερβάλ ξεπέρασε την πρώτη κρίση της τρέλλας του και πέρασε από πολλά παράξενα στάδια ζωής. Και πριν από την πρώτη κρίση της πανραφροσύνης είχε γνωρίσει τη Γερμανία, αλλά κι ύστερα περιπλανήθηκε σε ξενητιές, όχι μόνο σε χώρες γειτονικές, αλλά και στη Μάλτα και στα
Κύθηρα, στην Αίγυπτο, στη Συρία και στην Κωνσταντινούπολη. Αγόρασε μιαν Αιθιοπίδα σ' ένα παζάρι σκλάβων που στο τέλος του ξόφλησε το χρέος της δέρνοντάς τον, ερωτεύεται στο Λίβανο την κόρη ενός Δρούσου σεΐχη, γράφει τις θαυμάσιες ταξιδιωτικές εντυπώσεις του, βοηθάει στο Παρίσι τον Ερρίκο Χάινε στις μεταφράσεις που έκανε, δημιουργεί τα δυο αφηγηματικά του μαργαριτάρια
«Συλβία» και «Αυρηλία», καθώς και αλλά λιγότερο σημαντικά έργα, μπαίνει κάμποσες ακόμα φορές
σε ψυχιατρικές κλινικές και ξαναβγαίνει άλλες τόσες ελεύθερος, αφού πέρασε κι από την πείρα του ζουρλομανδύα (μια πείρα που την πέρασε πριν γράψει την «Αυρηλία») και στις 26 Ιανουαρίου 1855 βρέθηκε κρεμασμένος, πράμα που παρ' όλες τις αντίθετες εκδοχές είναι φυσικώτερο ν' αποδοθεί σ' αυτοκτονία. Όταν ήταν είκοσι μονάχα ετών (στα 1828) μετάφρασε στα γαλλικά τον «Φάουστ» και δέχθηκε από τον ογδοντάρη Γκαίτε τις λέξεις: «Δεν κατανόησα ποτέ τόσο καλά τον εαυτό μου, όσο διαβάζοντάς σας». Την ανώτατη μορφή της τέχνης του —και κάθε δυνατής τέχνης— την πέτυχε στα χρόνια που ήταν πια σπασμένο το πνεύμα του με τα σονέτα που έχουν συντεθεί κάτω από τον τίτλο
«Χίμαιρες». Η πυκνότητα και μυστική μουσική των σονέττων αυτών, το βάθος τους που φυσικά τα κάνει να 'ναι και σκοτεινά, μα που το αντισταθμίζει το φωτεινό ύψος της άρτιας φόρμας, σημαίνουν κάτι το πρωτόφαντο για τη γαλλική και ως ένα σημείο και για την παγκόσμια ποίηση, κάτι που μόνο σαν προμήνυμα του Μπωντελαίρ και του Ρεμπώ έγινε εκ των υστέρων ένα στοιχείο του γαλλικού πνεύματος. Στα σονέτα του Νερβάλ προβάλλει ο κλασικά πιο αυτοπειθαρχημένος από την άποψη της φόρμας και του πνευματικού ήθους ρομαντικός μυστικισμός που στη Γερμανία —στην ουσιαστική πατρίδα του τέτοιου μυστικισμού, του προσανατολισμένου στο άπειρο νόημα της ζωής και του θανάτου— δε βρήκε σε στίχους, παρά μόνο σε έργα του Ντύρερ μιαν ανάλογη τελειότητα. Τη βαθιά του οφειλή στον Ντύρερ την εκφράζει ο ίδιος ο Νερβάλ στα έργα του, στρέφοντας τη σκέψη του είτε στον «μαύρο ήλιο» της «Μελαγχολίας» του Ντύρερ, πράμα που συμβαίνει σ' ένα από τα πιο θαυμαστά σονέτα του, είτε στον Άγγελο της «Μελαγχολίας», πράμα που γίνεται στις πρώτες σελίδες της «Αυρηλίας». Ο Γάλλος έπρεπε (τουλάχιστον ως τα μέσα του περασμένου αιώνα) να «παραφρονήσει» για να μπορέσει να «παραλογισθεί» ποιητικά και να φτάσει στ' άκρα του κόσμου. Ωστόσο, έφτασε με μια πολύ βαρύτερη σοβαρότητα παρ' ό,τι φτάνουν οι πιο πολλοί Γερμανοί που τ' άκρα του κόσμου τα κάνουν πολλές φορές μ' έναν ανεύθυνο τρόπο φυσική ή αφύσικη αρχή της δικής τους ζωής. Πολλοί Γάλλοι κριτικοί δε μπορούν να δεχθούν τα σονέτα του Νερβάλ παρά μόνο σα μυστηριώδεις ρήσεις (μυστηριώδεις και όχι πνευματικά μυστικές) που πρέπει ν' αποκρυπτογραφηθούν λογικά. Η Ζανίν Μουλέν (Jeanine Moulin) κατάφερε επιτέλους, εδώ και λίγα χρόνια, ν' αποδείξει ότι του κάκου αναζητούνται κρυμένοι σκοποί και τόνοι στα σονέτα του Νερβάλ. Γιατί να ζητάμε από τους στίχους του μεγάλου αυτού γνώστη των παγκόσμιων μυστικών μυστήρια που μπορεί και ν' αποκαλυφθούν, και όχι αληθινά μυστικά που μόνο η μεγάλη ποίηση μπορεί με τα ίδια της τα λόγια (και ποτέ με δικούς μας ερμηνευτικούς συλλογισμούς) ν' αγγίσει; Ο ίδιος ο Νερβάλ μας λέει σ' ένα από τα σονέτα του ότι και το μέταλλο γνωρίζει τον έρωτα, ότι κι ο τυφλός τοίχος ρίχνει απάνω μας το βλέμμα του, και ότι και κάτω από το φλοιό του λιθαριού υπάρχει ένα ολοκάθαρο πνεύμα που όλο αυξαίνει. Με τη γνώση αυτή του Νοβάλις άγγισε ο Νερβάλ τα μυστικά του κόσμου. Κι αυτά δε λέγονται και δεν εξηγούνται, αλλά μονάχα αγγίζονται με τα μαγικά δάχτυλα του ίδιου του ποιητή που τ' άγγισε.
Ο Ζεράρ ντε Νερβαλ και ο Μωρις ντε Γκερέν έζησαν, πόνεσαν και πέθαναν στις ώρες που στη Γαλλία
—στην πατρίδα τους που ήταν σα να μην ήταν δική τους— δρούσαν και βούιζαν και γέμιζαν τη ζωή
του πνεύματος οι στίχοι του Λαμαρτίνου και του Ουγκώ. Ο Νερβάλ δεν πέρασε βέβαια απαρατήρητος όπως ο Γκερέν, συνδέθηκε μάλιστα και με τον Γκοτιέ που διατύπωσε για την
«Αυρηλία» μιαν επιγραμματική φράση λέγοντας ότι στο έργο αυτό «το λογικό συγγράφει τ' απομνημονεύματα της παραφροσύνης καθ' υπαγόρευσίν της». Ωστόσο, και αν δεν έμεινε ο Νερβάλ απαρατήρητος, δε βρήκε όμως και προσκήνιο στην πνευματική ζωή των ημερών του για να σταθεί. Στο προσκήνιο στάθηκαν άλλοι. Ο γαλλικός «ρομαντισμός» δε συνδέθηκε με τ' ονομά του, αν και ήταν ο πιο γνήσιος ρομαντικός, αλλά συνδέθηκε με τα ονόματα του Αλφρέδου ντε Βινύ, του Λαμαρτίνου, του Βίκτωρα Ουγκώ, του Αλφρέδου ντε Μυσσέ και του Γκωτιέ. Μ' αυτούς, προπάντων με τον δεύτερο και με τον τρίτο, φούντωσε το νέο πνευματικό κίνημα στη Γαλλία, ένα κίνημα γαλλικώτατο και λιγότερο ρομαντικό από κάθε άλλο ρομαντισμό, ένα κίνημα ωστόσο που κι αυτό
—αν και βασισμένο ουσιαστικά στη γαλλική παράδοση που με τα συνθήματά του χτύπησε— είχε την ψυχική δροσιά κι ορμητικότητα ενός καινούριου νοήματος ζωής κι ενός νέου τρόπου ποιητικής και γενικότερα ανθρώπινης μιλιάς.
Την πρώτη ισχυρή επιδρομή του νέου ύφους και του νέου «ρομαντικού» στίχου στα πνεύματα των Γάλλων την έκανε, στα 1820, στην ώριμη για έναν ποιητή ηλικία των τριάντα ετών, ο Λαμαρτίνος (Alphonse de Lamartine) που ήταν κι ο πρεσβύτερος απ' όλους τους ποιητές του γαλλικού ρομαντισμού. Η επιδρομή έγινε με τη συλλογή «Ποιητικοί Στοχασμοί» που σημείωσαν αμέσως μια μεγάλη επιτυχία. Οι άλλοι συνάδελφοί του άρχισαν, όπως θα δούμε, νεώτεροι την καλή δημιουργία τους, ενώ ο Λαμαρτίνος που έπρεπε να κάνει το πρώτο βήμα ήταν φυσικό ν' αργήσει λιγάκι, γιατί έπρεπε, κοντά σ' άλλα, να ζήσει και τους ιδιόρρυθμους έρωτες του γαλλικού ρομαντισμού, τους έρωτες με τις άρρωστες γυναίκες και με τα κορμιά που φθίνουν και πεθαίνουν. Στα 1811, στη Νεάπολη, γνώρισε τον έρωτα με μια μικρούλα εργάτρια που στην προχωρημένη πια ηλικία του, μετά τα εξήντα του, τη βάφτισε Γκρατσιέλλα και την έκανε ηρωίδα του ομώνυμου θελκτικού αφηγηματικού έργου του. Η Γκρατσιέλλα, όμως, δε μπορούσε να τον κάνει να εφεύρει το ρομαντικό στίχο και ήχο του γαλλικού τύπου. Έπρεπε να γνωρίσει και ν' αγαπήσει, στα 1816, την Μαντάμ Σαρλ (Madame Charles) που την διαιώνισε με το όνομα Ελβίρα (αν και λεγόταν Ιουλία). Η Ελβίρα, γυναίκα ενός ηλικιωμένου καθηγητή, μέλους της ιατρικής ακαδημίας, ήταν φθισική και πέθανε λίγους μήνες ύστερ' από τη γνωριμία της με τον ποιητή. Άρρωστος και ο ίδιος, βρήκε στην ανίατα άρρωστη τη σωτηρία του πνεύματος και της ψυχής του, και παρατώντας τις στιχουργικές δοκιμές παλαιού τύπου που χαρακτήριζαν ως τότε τις ασχολίες του, έγραψε τη «Λίμνη», την «Απομόνωση» και τ' άλλα ποιήματα που μπήκαν στην πρώτη συλλογή του και που τόσο συγκίνησαν τους πρώτους αναγνώστες τους και καθέναν που πρωτοδιαβάζει ποιήματα. Για πρώτη φορά σημειώνεται με τα ποιήματα αυτά ένα απόλυτα αυθόρμητο ξέσπασμα λυρισμού στον Γαλλικό Παρνασσό. Το ξέσπασμα βέβαια, όπως κι αυτού του Βινύ και πολύ περισσότερο του Ουγκώ, είναι ρητορικό, γιατί μόνο με την ένταση και το φρασεολογικό πληθωρισμό του λόγου και της λογικής μπορεί ο κανονικός Γάλλος να παίξει το παιχνίδι του ρομαντισμού. Ωστόσο, και το ρητορικό αυτό ξέσπασμα είναι πλούσιο όχι μόνο σε λόγια, αλλά και σε νοήματα και μουσική. Στα 1830 βγάζει ο απόλυτα πια ώριμος ποιητής το αριστούργημά του, τη συλλογή «Ποιητικές και θρησκευτικές αρμονίες» που τον έκανε και ακαδημαϊκό. Από ένα ποίημα της πρώτης συλλογής που έχει για τίτλο τη μεγάλη λέξη «Θεός» και που είναι αφιερωμένο στον Λαμενναί, φαίνεται καθαρά ο προσανατολισμός του ρομαντισμού και του Λαμαρτίνου στο Χριστιανισμό. Στο μεγάλο ποίημα «Ο θάνατος του Σωκράτη», που γράφηκε στα
1823, ενώ ζητάει ν' αποδώσει σε στίχους τα όσα διηγιέται ο Πλάτων για τις τελευταίες ώρες του μεγάλου φιλόσοφου, παρουσιάζει ο Λαμαρτίνος τον Σωκράτη σαν πρόδρομο του Χριστιανισμού, σαν προϊδεάτη μιας αποκαλυπτικής πνευματικής θρησκείας. Στους «Νέους ποιητικούς στοχασμούς» που βγήκαν στα 1823, το ποίημα «Ο Σταυρός» είναι επίσης χαρακτηριστικό για την τάση της ψυχής του Λαμαρτίνου. Στη συλλογή «Ποιητικές και θρησκευτικές αρμονίες» η τάση αυτή ολοκληρώνεται και γίνεται ένας ακατάσχετος ύμνος προς το Θείο των Ιουδαίων και των Χριστιανών, προς τον Γιεχωβά και το ενσαρκωμένο Άπειρο. Το έμμετρο αφηγηματικό έργο του Λαμαρτίνου «Γιοκελίνος», που δημοσιεύθηκε στα 1836 και συγκίνησε βαθιά τον Αλφρέδο ντε Βινύ απαρτίζεται από στίχους ισοδύναμους με τους καλύτερους των προηγούμενων συλλογών. Στο επίσης έμμετρο έργο του «Η πτώση ενός Αγγέλου», που βγήκε στα 1838, σ' αυτό πια σημειώνονται, αντίθετα, πολλές αδυναμίες. Ο ποιητής είχε σκεφθεί το έργο αυτό σαν την αρχή μιας σειράς από επικολυρικά ποιήματα που θ' αγκάλιαζαν τη γένεση και την ιστορία του κόσμου. Ο Λαμαρτίνος ζήτησε πολλά και αποκαλύφθηκε, με μέτρα τα μέτρα του Παντοδύναμου, αδύνατος. Δε μπόρεσε να σηκώσει απάνω του το βάρος ολόκληρου του κόσμου. Κομμάτια, όπως ο «Χορός των κέδρων του Λιβάνου» που ύμνουν τον Ύψιστο και που τον ύμνο τους τον ξαναλέν οι άγγελοι, είναι ωραία λυρικοφιλοσοφικά ξεσπάσματα, αλλά το έργο ως σύνολο δεν κρατιέται στο ύψος του σκοπού του. Ο λυρικός στιχουργός είχε αρχίσει άλλωστε να ξεψυχάει. Από τα 1839 παύει ο Λαμαρτίνος να μας δίνει ποιήματα και μας δίνει πράξεις και προπάντων φράσεις πολιτικές. Στα 1848 ζει ως πολιτικός την πιο μεγάλη δόξα του, αλλά και την οριστική πτώση του. H επανάσταση του Φεβρουαρίου τον φέρνει στην κυβέρνηση. Η προσωρινή επαναστατική κυβέρνηση τον είχε υπουργό των εξωτερικών και ουσιαστικά πρόεδρό της. Λίγους
μήνες αργότερα χάνει την προεδρική εκλογή που την κέρδισε ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης, και χάνει μ' αυτήν τα πάντα. Παραμερίζεται, λησμονιέται, πεινάει, χαλάει τον κόσμο για να τον ξαναθυμηθούν τουλάχιστον οι αναγνώστες και γράφει πλήθος αφηγηματικά και ιστορικά βιβλία που δε ζητιούνται μα που μερικά ζητήθηκαν μετά το θάνατό του, και πεθαίνει στα 1869.
Ο Αλφρέδος ντε Βινύ (Alfred de Vigny) που αν και εφτά χρόνια νεώτερος από τον Λαμαρτίνο (γεννημένος, δηλαδή, στα 1797) πέθανε έξι χρόνια πιο μπροστά, απόφυγε τις δραματικές μεταπτώσεις στη ζωή του, έζησε μακριά από την αγορά, παραιτήθηκε νωρίς από το στρατιωτικό του επάγγελμα, δε μπήκε ποτέ στην πολιτική, παρά μόνο δηλώνοντας στους εκλογείς του, στα 1848, ότι δε θα τους επισκεφθεί πριν τον εκλέξουν, και δεν έγραψε τίποτε χωρίς μια βαθιά εσωτερική ανάγκη. Στα 1829 διατύπωσε στο «Ημερολόγιό» του, δηλαδή στα σκόρπια σημειώματά του που είναι από τα πιο διαλεχτά έργα του, την ακόλουθη φράση: «Διάβασα, είδα, σκέπτομαι και γράφω μόνος, ανεξάρτητος». Την πολιτική δύναμη την περιφρονεί, και γράφει τις δυο ακόλουθες ρήσεις:
«Η ιστορία του κόσμου δεν είναι τίποτ' άλλο παρά η πάλη της εξουσίας με την κοινή γνώμη. Όταν η εξουσία ακολουθεί την κοινή γνώμη, είναι ισχυρή, όταν σκοντάφτει απάνω της, πέφτει». Κι η άλλη ρήση: «Ο άνθρωπος είναι τόσο αδύνατος που όταν παρουσιάζεται κάποιος όμοιός του λέγοντας: μπορώ τα πάντα — όπως είπε ο Βοναπάρτης, ή: γνωρίζω τα πάντα όπως είπε ο Μωάμεθ, ο κάποιος αυτός γίνεται ο νικητής και πετυχαίνει κιόλας τη μισή του επιτυχία». Αλλά και ως λογοτέχνης δεν ήταν ο Βινύ λιγότερο πικρός, και βρίζει στο ημερολόγιό του το ίδιο το αναγνωστικό του κοινό. «Οι Γάλλοι», λέει, «δεν αγαπούν ούτε το διάβασμα, ούτε τη μουσική, ούτε την ποίηση — αλλά μόνο την κοσμική κοινωνία, τα σαλόνια, το πνευματώδες, την πρόζα». Γιατί λοιπόν έγραψε ο Βινύ ποιήματα;
«Η μόνη ωραία στιγμή ενός έργου», μας λέει ο Βινύ, «είναι η στιγμή που το γράφουμε». Όταν, τη
νύχτα που χώριζε τις 29 από τις 30 Ιουνίου του 1834, τέλειωσε ο Βινύ τη συγγραφή του ευγενικού του δράματος «Τσάττερτον», που του στοίχισε δεκαεφτά νύχτες εργασία, κάθησε κι έγραψε έναν πρόλογο ή σωστότερα έναν επίλογο που περιέχει και τις εξής φράσεις: «Τώρα που το έργο επιτελέσθηκε, ριγώντας ακόμα από τους πόνους που μου στοίχισε, και σε μιαν αυτοσυγκέντρωση εξίσου άγια όπως η προσευχή, το κοιτάζω με θλίψη, και ρωτιέμαι αν θ' αποδειχθεί άχρηστο ή αν θα το προσέξουν οι άνθρωποι... Είπα κιόλας, εδώ και δυο χρόνια, με το στόμα του Στέλλο ό,τι πρόκειται να ξαναπώ σε λίγο με το στόμα του Τσάττερτον, και τι καλό έκανα τάχα; Πολλοί διάβασαν το βιβλίο μου και τ' αγάπησαν ως βιβλίο. Λίγες όμως καρδιές —αλλοίμονο!— άλλαξαν διαβάζοντάς το». Ποιος είναι ο Τσάττερτον (Chatterton); Είναι τάχα μονάχα ο νέος που αυτοκτόνησε στο Λονδίνο στα
1750, σε ηλικία δεκαοχτώ μονάχα ετών και που ο Ουόρδσουορθ, ο Σέλλεϋ και ο Κητς τον ύμνησαν
σαν ένα από τα καλύτερα ποιητικά πνεύματα της Αγγλίας, σαν ένα πνεύμα που ωστόσο δεν πρόλαβε ή δε θέλησε να προλάβει την ίδια του τη ζωή; Ο Βινύ, στο τέλος του προλόγου του, ζητάει συγγνώμη από τη σκιά του Τσάττερτον που τον χρησιμοποίησε ως σύμβολο. Ο Τσάττερτον είναι ο ίδιος ο Βινύ που προτίμησε, αντί ν' αυτοκτονήσει στα δεκαοχτώ του χρόνια, να βασανισθεί και να γράψει. Ο Τσάττερτον είναι ο ποιητής γενικά, και το δράμα του Βινύ που δεν είναι το μοναδικό θεατρικό έργο του, μα που είναι εκείνο που πέτυχε περισσότερο από τ' άλλα, αξίζει να τοποθετηθεί στο τρίπτυχο που μαζί του απαρτίζουν ο «Τορκουάττο Τάσσο» του Γκαίτε και η «Σαπφώ» του Γκρίλπάρτσερ. Η τραγωδία της καλλιτεχνικής ψυχής είναι και το θέμα του «Τσάττερτον» του Βινύ. Ο Βινύ την παίρνει πιο κοινωνιολογικά την τραγωδία αυτή, αλλά και τούτο ήταν αναγκαίο για να συμπληρωθεί το τρίπτυχο. Και μόνο δυο φράσεις από ένα διάλογο του δράματος είναι αρκετές για να τοποθετήσουν τον «Τσάττερτον» του Βινύ πλάι στα δυο μεγάλα έργα του Γκαίτε και του Γκρίλπάτσερ. Λίγο προτού αυτοκτονήσει ο Τσάττερτον, το παιδί που δεν έχει ακόμα συμπληρώσει τα δεκαοχτώ του χρόνια, εμποδίζεται για μια στιγμή στην αυτοκτονία του από την παρουσία της Κίττυ Μπελ που από μια σκοτεινή προαίσθηση τρέχει κοντά του. Ο Τσάττερτον για πρώτη φορά της λέει πως την αγαπάει. Κι εκείνη απαντάει: «Α! κύριε, για να μου το λέτε, θα πει ότι αποφασίσατε να πεθάνετε». Η φράση αυτή δείχνει πόσο δέος είχε ο Βινύ μπροστά στον έρωτα και στο θάνατο που τόσο βαθιά τους συνδύαζε μεταξύ τους. Ο Βινύ είχε δέος και συστολή, μια όμορφη δειλία (τη δειλία των γενναίων) μπροστά σε κάθε τι. Γι' αυτό» αντίθετα από τους άλλους ρωμαντικούς της Γαλλίας, έζησε μακριά από κάθε θόρυβο, από κάθε κοινωνία, ακόμα κι από κάθε φιλία. Έτσι θεωρήθηκε εγωιστής χωρίς να είναι. Επίσης, αντίθετα από τους άλλους ρομαντικούς, δεν έγραψε πάρα πολλά
ποιήματα, και όσα έγραψε τα διακρίνει κάποια πνευματική λιτότητα και σοβαρότητα. Ρητορικά ξεσπάσματα είναι και τα δικά του, αλλά ξεσπάσματα πιο μετρημένα από κείνα των συναδέλφων του. Το πιο περίφημο ποίημά του είναι ο «Μωυσής». Και Μωυσής είναι ο ίδιος ο Βινύ, ο ποιητής γενικά, ο Τσάττερτον. Ο Μωυσής λέει στο Θεό: «Θα ζήσω λοιπόν πάντα ισχυρός και έρημος;... Τι, επιτέλους, σου έφταιξα για νάμαι ο εκλεκτός σου;» Ο Βίκτωρ Ουγκώ έγραψε ένα μεγάλο ποίημα «Ο Μωυσής πάνω στο Νείλο» που αξίζει να παρθεί σαν πρόλογος του δράματος που επίλογός του είναι ο «Μωυσής» του Βινύ. «Αδύνατο παιδί» ονομάζει ο Ουγκώ τον «ισχυρό και έρημο» που αφού ως βρέφος σώθηκε από κάποια σύμπτωση, από κάποιο θαύμα, ζητάει ένα θαύμα και για να πεθάνει. Κι ο Βινύ, σ' ένα άλλο ποίημά του «Ο θάνατος του λύκου», βάζει το ζώο το προικισμένο με «στωική υπερηφάνεια» να του δώσει τη συνταγή του άξιου θανάτου: «υπόφερε και πέθανε, ωσάν και μένα, χωρίς να βγάλεις μιλιά». Αυτό είναι ακριβώς το θαύμα που ζητάει ο Μωυσής —ο ποιητής— για να πεθάνει. Ζητάει το θαύμα της βαθιάς σιωπής που τη σέβεται και τη φοβάται στα ζώα.
Γιατί δε σωπαίνει λοιπόν ο ποιητής; Γιατί δε σώπασε ούτε ο Βινύ που αν και δε μίλησε πολύ, δε μίλησε ωστόσο και λίγο; Και πώς τα κατάφερε ο ποιητής Βίκτωρ Ουγκώ να ξεσπάσει στην πιο ακατάσχετη στιχουργική φλυαρία; Μήπως δεν είναι ποιητής;
Ο Βίκτωρ Ουγκώ (Victor Hugo) έκανε για κάμποσο καιρό τους Γάλλους να πιστέψουν, ότι απόχτησαν το μεγαλύτερο ποιητή τους. Η πλάνη δεν ήταν μεγάλη. Είναι πολύ μεγαλύτερη η πλάνη εκείνων
—και τέτοιοι είναι στην εποχή μας πολλοί— που αντάλλαξαν το θαυμασμό με περιφρόνηση. Όσοι
δε διάβασαν Βίκτωρ Ουγκώ και λένε ότι τον περιφρονούν, είναι ανάξιοι να εκφέρουν κρίσεις. Όσοι τον διάβασαν και μιλούν περιφρονητικά, λένε απλούστατα ψέματα. Δεν είναι δυνατόν να μην παρασυρθήκανε από την ακατάσχετη φαντασία του. Ο Βίκτωρ Ουγκώ είναι η πλουσιώτερη φαντασία συνυφασμένη με μια δυνατή θεωρητική τάση, αλλά σχετικά κοινή πνευματική δύναμη. Μα και η φαντασία είναι κάτι, είναι μάλιστα κάτι σημαντικό. Δεν είναι βέβαια —όπως νόμιζαν πολλοί κι όπως νομίζουν ίσως και σήμερα κάμποσοι— η κύρια πηγή της ποιητικής δημιουργίας. Η ποίηση είναι προπάντων «πράξη» κι όχι χαμένος καιρός. Η ποίηση —η μεγάλη και η κοσμογονική— δεν είναι ο άσκοπος περίπατος στους κόσμους της φαντασίας, ούτε όμως από την άλλη μεριά η εξυπηρέτηση μιας συγκεκριμένης και ειδικής σκοπιμότητας (κοινωνικής, πολιτικής). Αυτά τα δυο τα
'κανε ο Βίκτωρ Ουγκώ μ' έναν τρόπο που τον παρουσιάζει στα μάτια μας σχεδόν απαράμιλλο. Μα
δε φτάνουν αυτά για να ολοκληρώσουν το γεγονός εκείνο, που λέγεται (στην ανώτατη έννοια του όρου) ποιητική δημιουργία. Η μεγάλη ποίηση είναι η αποκάλυψη ενός νέου καθολικού κόσμου. Όταν η αποκάλυψη αυτή γίνεται μέσα στη ζωή, τότε έχουμε μπροστά μας μια μεγάλη νομοθετική ποίηση, μια ποίηση πολιτειακή, πλαστική, κλασική. Όταν η αποκάλυψη γίνεται έξω από τη ζωή, τότε βρισκόμαστε μπροστά σε μια μεγάλη προφητική ποίηση, μια ποίηση απόκοσμη, μυστική, ρομαντική. Πάντως και στη μια και στην άλλη περίπτωση πρέπει ο κόσμος, που αποκαλύπτεται, να είναι καθολικός. Πρέπει να είναι τόσο καθολικός και ν' αγκαλιάζει τόσο απόλυτα το σύνολο του ανθρώπου που να μη φαίνεται η σκοπιμότητα που εξυπηρετεί. Να μη φαίνεται ούτε στα μάτια εκείνων που είναι ανάξιοι να ξεφύγουν από συγκεκριμένες και παροδικές σκοπιμότητες, ούτε όμως και στα μάτια εκείνων που είναι άξιοι να παραδοθούν στην επίδρασή της. Ας κατέβουμε όμως λιγάκι πιο κάτω από το επίπεδο, που πάνω του βρίσκεται η τέτοια πολύ μεγάλη ποίηση, κι ας πάιμε εκεί όπου ο Ουγκώ στέκεται και θα στέκεται πάντα σαν ένας από τους ξεχωριστούς. Η φαντασία του έχει βέβαια έναν αυτοηδονιστικό στόμφο, κι ο στόμφος αυτός μεταδόθηκε μάλιστα και στο γλυπτικό μνημείο του Ροντέν που παρασταίνει τον ποιητή να παλεύει με τη φαντασία του, να παλεύει μ' ένα ύφος που μοιάζει σα να το πήρε για να κοιταχτεί στον καθρέφτη. Το έργο αυτό του Ροντέν δεν είναι από τα καλύτερα, και δεν είναι από τα καλύτερα γιατί και του Ουγκώ ο στόμφος και ο ρητορισμός είναι οι χειρότερες πλευρές της φαντασίας του. Η φαντασία του Ουγκώ έχει κι άλλες πλευρές. Έχει και τον ατέλειωτο πλούτο των ανθρώπινων αισθημάτων, έχει και το βουίσμα του αέρα που φυσάει και ρίχνει χάμω νεκρά τα φύλλα του φθινόπωρου και τ' άμοιρα κορμιά, τ' αδικημένα τ' αβοήθητα, τα παραμελημένα. Πάντα θ' αξίζει να διαβάζει κανείς τα ποιήματα του Ουγκώ —ων ουκ έστιν αριθμός— πάντα θ' αξίζει να διαβάζουν οι νέοι τα μυθιστορήματα του Ουγκώ, προπάντων την «Παναγία των Παρισίων» και τους «Αθλίους». Το φανταστικό πεζογράφημα
«Η τελευταία ημέρα ένος καταδικασμένου σε θάνατο» τ' ονομάζει ο Ντοστογιέφσκι το πιο πραγματικό και το πιο αληθινό απ' όλα τα έργα που έγραψε» ο Ουγκώ. Μα και στα δράματά του
—άλλα έμμετρα και άλλα πεζά— υπάρχει ζωή, δύναμη φαντασίας, βούληση ηθική. Ο «Ερνάνης» και ο «Ρουί Μπλας» είναι δυο έργα που δεν ξεπερνούν βέβαια ως θεατρική τέχνη, ξεπερνούν όμως ως δραματική ποίηση τον Κορνέιγ και τον Ρα σίν, ίσως μάλιστα και τον Σίλλερ. Και δεν πρέπει να παραλείψουμε να πούμε ότι (μ' όλη την έλλειψη πυκνότητας, μ' όλο το άπλωμα που χαρακτηρίζει τα περισσότερα έργα του) ο Βίκτωρ Ουγκώ έκανε μιαν εκμετάλλευση του πλούτου της γαλλικής γλώσσας πρωτόφαντη και καταπληκτική.
Κι ας πούμε και κάτι που είναι περισσότερο απ' όσα είπαμε ως τώρα. Πλάι στο αμέτρητο πλήθος των ποιημάτων του Ουγκώ, που κύρια πηγή τους είναι η ακατάσχετη και αχαλίνωτη φαντασία (μια φαντασία που συχνά είναι αντίθετη προς την απαραίτητη στους θείους δημιουργούς πνευματική συστολή) πλάι στον ωκεανό των απλωμένων και αραιών στην ουσία τους ποιητικών δημιουργημάτων προβάλλουν —δυστυχώς μονάχα σαν εξαιρέσεις— και μερικά ποιήματα που χωρίς διόλου να σβύνουν τη φαντασία τη συνδυάζουν ωστόσο με πνευματικές λάμψεις καθολικού περιεχόμενου, συγκλονιστικά αποκαλυπτικές και άξιες των πιο μεγάλων ποιητών και προφητών. Ένα τέτοιο ποίημα είναι το αφιερωμένο στο νεκρό Θεόφιλο Γκωτιέ. Ο Βαλερύ το θεωρεί για το μεγαλύτερο δηιμιούργημα του γαλλικού ποιητικού λόγου. Η φαντασία στο ποίημα τούτο δεν είναι μονάχα φαντασία. Είναι μια πνευματική επιταγή, μια νομοθεσία, μια βαθύτατα υπεύθυνη αντιπαράθεση της ζωής και του θανάτου, μια υπεύθυνη επίσης αντιπαράθεση του ΙΘ' αιώνα προς το ερχόμενο χάος. Αν έγραφε ο Ουγκώ πολλά ποιήματα με τέτοια δύναμη, αν δε μας αποκάλυπτε στους πιο πολλούς στίχους του και στον πεζό του λόγο μια νερουλή πνευματικότητα, μια σχετικά αραιή πνευματική ουσία, θα λέγαμε χωρίς άλλο ότι ανήκει στα πιο μεγάλα πνεύματα των αιώνων. Όποιος δεν ανήκει στα πιο μεγάλα πνεύματα, δε μπορεί ν' ανήκει και στους πιο μεγάλους ποιητές, έστω κι αν τους φτάνει μερικές φορές, όπως τους φτάνει ο Ουγκώ σε συγκλονιστικά προφητικά ποιήματα σαν εκείνο που αφιέρωσε στον Γκωτιέ, ή σε μερικά λιτά ποιητικά μαργαριτάρια όπως «Η εποχή της σποράς: η εσπέρα». Τι κρίμα που έγραψε ο Ουγκώ τόσα πολλά, κι ανάμεσά τους τόσα άχρηστα πράγματα που κάνουν σε ποσοτική απόδοση τις αδυναμίες του να προβάλλουν πλουσιώτερες από τις μεγάλες αρετές του! Γεννημένος στα 1802 (πέντε χρόνια νεώτερος από τον Βινύ και δώδεκα από τον Λαμαρτίνο) έζησε ως τα 1885. Η πρώτη ποιητική του συλλογή —«Ωδές και Μπαλλάντες»— βγήκε στα 1822. Δεκατέσσερες άλλες μεγάλες συλλογές βγήκαν όσο ζούσε, και πάμπολλα είναι τα ποιήματα που απάρτισαν ιδιαίτερες συλλογές μετά το θάνατό του. Και πόσες είναι οι σελίδες των πεζογραφημάτων του; Αναρίθμητες. Ο Ουγκώ έγραφε αδιάκοπα, μιλούσε, αγόρευε, πολιτευόταν, βογγούσε κι αναστέναζε, του άρεσε να εξορίζεται, θρηνούσε, πίστευε με πολύ θόρυβο στην ελευθερία και στη δικαιοσύνη, θαύμαζε τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη και μισούσε τον «Ναπολέοντα τον Μικρό» (ο χαρακτηρισμός αυτός αποτελεί τον τίτλο ενός λιβέλλου που έγραψε για τον Λουδοβίκο Βοναπάρτη) πενθούσε με πάθος και αγαπούσε με τρόπο που ήταν ταυτόχρονα αληθινός και άστατος, και γέμισε τον αιώνα του όσο δεν τον γέμισαν οι ποιητικά και πνευματικά ισχυρότεροί του και όσο μόνον ο Βολταίρος είχε γεμίσει τον προηγούμενο αιώνα. Ο Λεκόντ ντε Λιλ, μιλώντας μετά το θάνατο του Ουγκώ, είπε ότι οι μελλοντικές γενεές θα τον επευφημήσουν. Δε σκέφθηκε ο Λεκόντ ντε Λιλ ότι, αποτελώντας ο ίδιος ένα δυνατό ποιητή με την αντίθετη τάση, με την τάση προς τη συμπύκνωση των εννοιών και των λέξεων, προετοίμαζε άθελά του το έδαφος για την αγνωμοσύνη των μελλοντικών γενεών απέναντι του Ουγκώ.
Οκτώ χρόνια νεώτερος από τον Ουγκώ ήταν ο Αλφρέθος ντε Μυσσέ (Alfred de Musset) που γεννήθηκε στα 1810 και που πέθανε πολλά χρόνια πριν από τον πρεσβύτερο συνάδελφό του, στα
1857. Μπροστά στη μακροζωία των Γάλλων ρωμαντικών ποιητών η τύχη του Μυσσέ που πέθανε σαρανταεφτά ετών φαίνεται δραματική, ενώ οι Άγγλοι ή Γερμανοί ρομαντικοί θα ζήλευαν την τέτοια τύχη του. Αντίθετα από τον Λαμαρτίνο, τον Ουγκώ και τον Βινύ, ο Μυσσέ δεν πρωτοβγήκε στη δημοσιότητα με στίχους, ή, αν πρωτοβγήκε έστω με μερικούς στίχους που δημοσιεύθηκαν σ' ένα επαρχιακό φύλλο, την πρώτη ουσιαστική του εμφάνιση την έκανε, στα 1830, με τα «Διηγήματα από την Ισπανία και την Ιταλία» που προκάλεσαν αμέσως τον ενθουσιασμό των νέων, ενώ θεωρήθηκαν
σα σκάνδαλο στους κύκλους των σοβαρών και ηλικιωμένων. Στο βάθος, ο Μυσσέ που στο λυρικό είδος δεν είχε να διοχετεύσει σχεδόν τίποτα άλλο παρά την αδύνατη ψυχή του, ήταν καμωμένος προπάντων για τον πεζό λόγο και ειδικότερα για το θέατρο όπου είχε να διοχετεύσει την ευκίνητη σκέψη του, τη συγκομιδή της παρατηρητικής και εξαιρετικά έξυπνης ματιάς του. Βέβαια, και την αδύνατη ψυχή του την παρουσιάζει ο Μυσσέ θελκτικά και όμορφα στα ποιήματά του, που τα γνωστότερα είναι οι «Νύχτες» του: οι τρεις που είναι διάλογοι του ποιητή με τη Μούσα, και η τέταρτη (η δεύτερη στη σειρά της συγγραφής) η «Νύχτα του Δεκέμβρη» που είναι ένας δραματικός Και πένθιμος διάλογος με τη Μοναξιά. Τι κάνει όμως ο Μυσσέ στα ποιήματά του αυτά; Βάζει τη Μούσα ή τη Μοναξιά να περιθάλπουν την αδύνατη ψυχή του, τους παροδικούς της έρωτες, τα πένθη της, τις πλάνες της. Φυσικά, ο ένας από τους παροδικούς του έρωτες, ο έρωτάς του για την Ζωρζ Σαντ, έμεινε αιώνιος στην ιστορία. Μας τον έχει περιγράψει κι ο αδερφός του ο Παύλος (Paul de Musset) που δεν ήταν κακός μυθιστοριογράφος, στο έργο του «Αυτός και Εκείνη». Ωστόσο, μ' όλη την υπερβολικά αδύνατη υποκειμενικότητα του λυρισμού του Μυσσέ, δεν έχει ίσως άδικο ο Σαιντ-Μπεβ που είπε στα 1840 έχοντας μπρος στα μάτια του τα όσα είχαν δημοσιεύσει οι Γάλλοι ρομαντικοί ως την ώρα εκείνη, ότι το Μέλλον, που κοιτάζοντας πίσω του δε βλέπει παρά μόνο τις κορφές, θ' απαριθμεί πάντοτε τ' ακόλουθα ποιήματα, βάζοντάς τα το ένα πλάι στ' άλλο: το ποίημα του Λαμαρτίινου «Η Λίμνη», το ποίημα του Βινύ «Μωυσής», το ποίημα του Ουγκώ «Ό,τι ακούει κανείς επάνω στο βουνό» (που γράφηκε στα 1829 και βρίσκεται στη συλλογή «Τα φθινοπωρινά φύλλα») και το ποίημα του Μυσσέ «Η Νύχτα του Μάη». Και ποιος δε θα ομολογήσει ότι το σονέττο εκείνο του Μυσσέ με τους ολιγοσύλλαβους στίχους που τελειώνει με τις λέξεις: «το μόνο αγαθό που μου 'μεινε στον κόσμο είναι ότι κάπου - κάπου έκλαψα», δεν είναι μια από τις πιο λεπτές συνθέσεις αισθημάτων; Ο Μυσσέ έγραψε αναντίρρητα καλούς στίχους. Ωστόσο, η ψυχή του —ας το ξαναπούμε— ήταν πολύ αδύνατη για να του δώσει το δικαίωμα να γράψει στίχους δυνατούς. Η δύναμή του είναι κάμποσα αφηγηματικά του έργα και προπάντων τα πεζά γραμμένα θεατρικά του έργα (και, ευτυχώς, όλα, εκτός από ένα, είναι πεζά). Εδώ ο ποιητής είναι ευκίνητος, ζωηρός, γεμάτος γούστο και πείρα ζωής. Ενώ φαίνονται σαν ανεύθυνα πνευματικά παιχνίδια, τα θεατρικά κομμάτια του Μυσσε είναι μια υπεύθυνη συμβολή του ποιητή στη διαπαιδαγώγηση του ανθρώπου. Η ιδιότυπη χάρη τους τα κάνει να προβάλλουν σα μουσική του Μασσενέ σε λόγια. Και θα προχωρούσε ο Μυσσέ ακόμα περισσότερο στο θέατρο, αν τον βοηθούσε το θέατρο. Δυστυχώς, όπως συμβαίνει συνήθως, τα έργα του για κάμποσα χρόνια δεν ανεβάζονταν, και όταν μια παράδοξη συγκυρία έκανε ένα από τα έργα του να παιχθεί και να προκαλέσει (αν και δεν ήταν το καλύτερο) μεγάλη επιτυχία, ο Μυσσέ πια ήταν κουρασμένος και έτοιμος για να λείψει από τον κόσμο.
Τον ίδιο χρόνο με τον Μυσσέ, δηλαδή στα 1810, γεννήθηκε και ο Θεόφιλος Γκωτιέ (Théophile Gautier). Γιατί τον ονομάζουμε μαζί με τους Λαμαρτίνο, Βινύ, Ουγκώ και Μυσσέ, χαρακτηρίζοντάς τον σαν έναν από τους πέντε διασημότερους ρωμαντικούς της Γαλλίας; Είναι τάχα ανώτερος ως ποιητής από τον Μπαρμπιέ (Auguste Barbier) που έζησε τις ίδιες εκείνες μέρες και που τα ποιήματά του τα ονομάζει ο Μπωντελαίρ «υπέροχα» («superbes»); Οι «Ίαμβοι» του Μπαρμπιέ, που βγήκαν στα 1830, όταν ο ποιητής ήταν μονάχα εικοσιπέντε ετών, έχουν ένα δέσιμο στο λόγο και στη σκέψη που από τους πέντε διασημότερους ρωμαντικους μόνον ο Βινύ έχει το δικαίωμα να μη το ζηλέψει. Και στις μεταγενέστερες συλλογές του υπάρχουν στίχοι καλοί και δυνατότεροι από τους στίχους του Γκωτιέ. Και άλλοι ποιητές των ημερών εκείνων θα μπορούσαν να διεκδικήσουν, αν όχι κάτι περισσότερο, τουλάχιστο μιαν ισοτιμία με τον Γκωτιέ. Απ' όλους που έγραφαν καλούς στίχους τις μέρες εκείνες ας μνημονεύσουμε κάπως ιδιαίτερα μόνο τον πιο άτυχο που γεννήθηκε τον ίδιο χρόνο με τον Μυσσέ και τον Γκωτιέ, δηλαδή στα 1810, μα που πέθανε είκοσι οχτώ χρονών. Τ' όνομά του είναι Μορώ (Hégésippe Moreau). Μια μικρούλα συλλογή έβγαλε μόνον ο Μορώ και είχε την ευτυχισμένη έμπνευση να της δώσει για τίτλο τη λέξη «Μυοσωτίς». Ωστόσο, όπως και τα διηγήματά του, έτσι και τα λίγα ποιήματά του έχουν μιαν ιδιαίτερη λεπτή χάρη που μόνο αληθινοί ποιητές πετυχαίνουν στον κόσμο.
Κι όμως, ενώ κι ο Μπαρμπιέ, κι ο Μορώ, και φυσικά κι ο Λαπράντ (Victor de Laprade) με την
πλούσια φαντασία του, κι άλλοι, στέκονται ισότιμοι πλάι στον Γκωτιέ, απ' όλους τους μονάχα τον Γκωτιέ θέλησε η κρίση και η μνήμη του αναγνωστικού κοινού να συνυφάνει άρρηκτα με τον Βινύ, τον Λαμαρτίνο, τον Ουγκώ και τον Μυσσέ. Ίσως γιατί ο ζωγράφος Γκωτιέ, που δεν πέτυχε στην τέχνη του, κατάφερε λεπτές και εξαιρετικά καθαρές πινελιές στους στίχους του. Με τις πινελιές του, που δεν πραγματοποίησαν πάνω στο πανί την αρμονία και μουσική των χρωμάτων, έγινε ο Γκωτιέ ο μουσικότερος ίσως απ' όλους τους Γάλλους ρομαντικούς. Αυτός είναι ο ιδιαίτερος τίτλος του. Κι αφού δε μπόρεσε να γίνει μεγάλος ζωγράφος, ύμνησε τον Μιχαήλ - Άγγελο σ' ένα λαμπρό ποίημά του γραμμένο σε τρίστιχα που θυμίζουν τη μεγάλη ιταλική παράδοση. Έγραψε βέβαια και μυθιστορήματα, αλλά οι στίχοι του είναι εκείνοι που σημειώνουν το ανώτατο ύψος της τέχνης του.
Πρώτη εισαγωγή και δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
ΠΑΝ.ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
Η επεξεργασία, επιμέλεια μορφοποίηση κειμένου και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο, για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο:
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου