Ο υπερρεαλισμός στη Γαλλία ως θεωρία και ως ποίηση. Ο Αραγκόν στα χρόνια του πολέμου και της κατοχής.
ΜΙΛΩΝΤΑΣ για το γαλλικό πνεύμα, όπως διαμορφώθηκε ύστερ' από τα επαναστατικά ξεσπάσματα που προκάλεσαν μέσα του όχι μόνο ο Μπωντελαίρ και ο Ρεμπώ, δηλαδή όχι μόνο τ' αμαρτωλά τέκνα της ίδιας της γαλλικής ψυχής, αλλά κι ο Νίτσε, ο Ντοστογιέφσκυ, ο Ίψεν και ο Ουίτμαν, μιλώντας για το γαλλικό πνεύμα όπως το εκπροσώπησαν στα τελευταία πενήντα χρόνια ο Αντρέ Ζιντ και ο Κλωντέλ, ο Προυστ κι ο Βαλερύ, πιστοποιήσαμε το γεγονός ότι χωρίς να εγκαταλειφθεί η πατροπαράδοτη λατρεία του Γάλλου προς τη μορφή και προς το φως, το γαλλικό πνεύμα (μ' έναν ιδιότυπο και θαυμαστό συμβιβασμό των πιο ασυμβίβαστων ρευμάτων) άνοιξε τις πόρτες του για να δεχθεί και στοιχεία ξένα προς την παράδοσή του, έγινε πιο καθολικό και παγκόσμιο, και δέχθηκε προπάντων να γνωρίσει καλύτερα τ' άλογα στοιχεία της ανθρώπινης ψυχής. Ο υπερρεαλισμός δεν ήταν παρά μια νευρασθενική συνέχεια αυτής της πνευματικής διαδικασίας που είχε κιόλας σημειωθεί μέσα στο μέτρο το αναγκαίο και το χρήσιμο.
Ο υπερρεαλισμός δεν ήταν παρά μια υπερβολή, μια μονάχα ιστορικά σημαντική (και όχι απόλυτη στην ουσία της) συνέπεια κεκτημένης ταχύτητας. Οι πηγές του συνορεύουν βέβαια με όλα τα νευρασθενικά πνευματικά κινήματα που σημειώθηκαν έξω από τη Γαλλία στα είκοσι πρώτα χρόνια του αιώνα μας, συνορεύουν προπάντων με το «ντανταϊσμό» που ήταν η πιο γαλλική έκφανση αυτών των κινημάτων, αλλά κι άσχετα απ' αυτά τα κινήματα που είχαν μια παγκόσμια αιτιολογία, ο υπερρεαλισμός είναι κι ένα ειδικώτερο γαλλικό φαινόμενο, μια ειδική γαλλική αντίδραση στον ακαδημαϊσμό, στον πατροπαράδοτο στίχο, στην υπερτροφικότητα της μορφής και του λογικού σχεδίου, στον ιδιότυπο γενικά κλασικισμό που χαρακτήριζε αιώνες ολόκληρους το γαλλικό πνεύμα. Όταν ξύπνησε ο υπερρεαλισμός, η αντίδραση αυτή ήταν βέβαια περιττή, γιατί το γαλλικό πνεύμα είχε ανοίξει πια τις πόρτες του που ως τα μέσα του περασμένου αιώνα ήταν ερμητικά κλειστές. Ωστόσο η αντίδραση στην ιστορία ξεπερνάει πολλές φορές —κι όχι άδικα ή ψυχικά αδικαιολόγητα— τα όρια της σκοπιμότητας. Ο υπερρεαλισμός στη Γαλλία —μ' όλη την υστερική του υπερβολή και τη λογική προγραμματικότητα του υστερισμού του— δεν είναι απόλυτα χαμένος κόπος. Χαμένος είναι ο κόπος και αδικαιολόγητη είναι η χειρονομία εκείνων που χωρίς ουσιαστική ανάγκη, γεννημένη από την ίδια τους τη γη, αντιγράφουν σ' άλλες χώρες μιαν αντίδραση που μόνο στη Γαλλία είναι κάπως δικαιολογημένη και που μάλιστα και στην ίδια τη Γαλλία είναι ιστορικά ξεπερασμένη.
Στη Γαλλία ήταν κιόλας ξεπερασμένη η προγραμματική επιθυμία και ζήτηση του «άλογου», του γνωστικά ασύλληπτου, από την ημέρα που ένας Γάλλος, σαν τον Αλαίν Φουρνιέ, φώναξε κι κήρυξε στα γράμματά του προς την οικογένειά του ή προς τον φίλο του τον Ριβιέρ, προς το έξοχο αυτό κριτικό πνεύμα, ότι οι άλογες αντιφάσεις οδηγούν στην αλήθεια. Η προγραμματική ζήτηση του
«άλογου» ήταν κιόλας ξεπερασμένη από την ημέρα που ένα απειθάρχητο και ιδιότροπο, μα διόλου τυχαίο και πάντως ηρωικό μυαλό, ο Κάρολος Πεγκύ ζήτησε, αντιδρώντας όχι μόνο στον πατροπαράδοτο κλασικισμό, αλλά και στο συμβολισμό, να ζωντανέψει τ' άλογα στοιχεία της γης και της συνυφασμένης με τη γη ηρωικής ψυχής, διαλέγοντας ως σύμβολό του την Ζαν Ντ' Αρκ. Και ο Πεγκύ και ο Φουρνιέ —ο δεύτερος μας χάρισε (όπως είδαμε) με το μοναδικό του μυθιστόρημα ένα αριστούργημα στο είδος του— έπεσαν νέοι στο πεδίο της τιμής, όπως έπεσε μαζί τους κι ο πνευματικά συμπαθητικός Ερνέστος Ψυχάρης (Ernest Psichari) γιος του μεγάλου επαναστάτη στη νεοελληνική γλωσσική ιστορία κι εγγονός του Ρενάν. Αλλά και πριν από τον Φουρνιέ και τον Πεγκύ, η γνώση του «άλογου» είχε σοβαρά και θετικά πραγματοποιηθεί. Κι είχε οδηγήσει στα πρώτα αριστουργήματα του Αντρέ Ζιντ και του Κλωντέλ, είχε οδηγήσει μάλιστα πριν από την εμφάνισή τους στο αδυσώπητο μαστίγωμα του πρακτικού και σκόπιμου, του λογικού και ηθικά καθάριου, στο αδυσώπητο εκείνο μαστίγωμα που επιχείρησαν ο Μπωντελαίρ και ο έφηβος Ρεμπώ. Στο τρυφερώτερο και μεγαλοφυέστερο ποίημά του ο Απολλιναίρ (Guillaume Apollinaire) ο άνθρωπος που πρώτος δοκίμασε να συνεχίσει νευρασθενικά την αντίδραση προς το γαλλικό ακαδημαϊσμό και κλασικισμό, ζητάει τον «οίκτο» του αναγνώστη για τις πλάνες και τ' αμαρτήματά του, ζητάει τον
«οίκτο» του αναγνώστη για όσους πολεμάνε κι αγωνίζονται στα «σύνορα του απεριόριστου». Γιατί τάχα, ύστερ' απ' αυτή τη συγκινητικώτατη ταπεινοφροσύνη του μεγάλου και δυνατού πνευματικού αμαρτωλού, να ξεκινήσουν οι υπερρεαλιστές —και συγκεκριμένα ο αρχηγός της σχολής, ο Αντρέ Μπρετόν (André Breton)— από τη βρισιά κι από τ' ανάθεμα, από την ιεροσυλία κι από το άσεμνο ποδοπάτημα των παραδομένων αξιών; Τι του φταίγανε του Μπρετόν ο Μπαρρές και ο Ανατόλ Φρανς, και μάλιστα κι αυτός ο Μπωντελαίρ και άλλοι για να τους βλαστημήσει και να καταρασθεί την ψυχή τους; Ο Μπρετόν δεν ήταν βέβαια κι αυτός τυχαίο πνεύμα, αλλά ούτε το γεγονός είναι τυχαίο ότι τρεις από τους ποιητικούς δράστες του υπερρεαλισμού —ο ιδρυτής του Βασέ (J. Vaché), ο Ριγκώ (J. Rigault) και ο Κρεβέλ (R. Crevel)— καταλήξανε στην αυτοκτονία, ζητώντας όχι μόνο με το λόγο, αλλά και με το σώμα τους ν' αναγάγουν στο άτοπο την αδικαιολόγητη πια αντίδρασή τους προς την κουτή ζωή. Ούτε η καθημερινή ζωή, ούτε η ζωή του πνεύματος δεν είναι τόσο κουτή (δηλαδή τόσο... λογική) ώστε να δικαιολογείται η τέτοια στάση τους. Ευτυχώς για τον υπερρεαλισμό, οι σπουδαιότεροι και αξιώτεροι εκπρόσωποί του τον εφαρμόσανε, υπερνικώντας τον ουσιαστικά. Οι έξυπνες διατριβές που εξακολουθούν να δημοσιεύονται για τον υπερρεαλισμό και που οι συγγραφείς τους ξεχνούν ότι ο Όμηρος, ο Πίνδαρος και ο Αισχύλος δε θα ήταν μεγάλοι κι αληθινοί αν ακολουθούσαν συνειδητά προγράμματα (και μάλιστα «συνειδητά» προγράμματα με αντικειμενικό σκοπό το... «ασυνείδητο»), οι διατριβές του Μαρσέλ Ραιμόν (Marcel Raymond) ή του Ρολάν ντε Ρενεβίλ (Roland de Renéville) περιέχουν χίλιες - δυο αλήθειες, αλλά καμιά δε θεμελιώνει ουσιαστικά τον υπερρεαλισμό. Και δεν τον θεμελιώνει, ούτε θα μπορούσε και μ' ευστοχώτερα ακόμα επιχειρήματα να τον θεμελιώσει, γιατί απλούστατα η ποίηση, όπου υπάρχει αληθινή, δεν είναι πολιτικό κόμμα για να χρειάζεται καταστατικά και ιδεολογικές αρχές, δεν είναι μια εταιρία οικονομικών συμφερόντων για να χρειάζεται προϋπολογισμούς και εταιρικά συμβόλαια. Όσα αληθινά ποιητικά πνεύματα βγήκαν από τον κύκλο των υπερρεαλιστών ή από συγγενικές πηγές ξεπέρασαν την καταγωγή τους και δεν έφτασαν στο άξιο και στο αληθινό παρά μόνο σαν πνεύματα ελεύθερα. Τέτοια πνεύματα είναι προπάντων ο Πωλ Ελυάρ (Paul Eluard) και ο Ρεβερντύ (Pierre Reverdy) που ο πρώτος από τους δυο ονομάζεται γνήσιος υπερρεαλιστής. Ποια όμως είναι η υπερρεαλιστική του γνησιότητα; Εμείς δε βλέπουμε παρά μόνο το γνήσιο ποιητικό του πνεύμα που τον εμποδίζει κάπου - κάπου να παραδοξολογεί με τις εξεζητημένες (και προγραμματικά σπασμωδικές) συγκοπές της σκέψης, του λόγου και της ψυχής. Αν υπερρεαλισμός είναι μονάχα οι τέτοιες συγκοπές, τότε ο Ελυάρ είναι αληθινός ποιητής μόνο και μόνο εκεί όπου δεν είναι υπερρεαλιστής. Και θάταν ακόμα αληθινώτερος ο Ελυάρ στην ποίησή του, αν πλάι στον φυσικά αυθόρμητο στίχο του δεν πρόβαλλε και ο «κατ' επιταγήν» και «εκ προμελέτης» αυθόρμητος, αν μάλιστα το μουσικώτατο ρυθμό του στίχου του δεν τον στερούσε ο Ελυάρ —όπως την στέρησαν την ποίησή τους αδικαιολόγητα κι αλλά εμπνευσμένα πνεύματα— από την τόσο μαγευτική σ' όλες τις νεώτερες γλώσσες, αλλά ιδιαίτερα αναγκαία στο γαλλικό στίχο ομοιοκαταληξία. Μόνο μια ποίηση σαν την ποίηση του Φρανσί Ζαμ δικαιολογείται να είναι ακατάστατη. Και μόνο το πεζοτράγουδο, όπως το καλλιέργησε με αριστουργηματικό τρόπο ο Κλωντέλ και όπως το καλλιεργεί στους
«Ψαλμούς» του ο εμπνευσμένος Ντε Λα Τουρ Ντυ Πεν (De la Tour Du Pin) δεν έχει ανάγκη από ρίμες και μαγικές αλυσίδες. Χαρακτηριστικό μάλιστα είναι —χαρακτηριστικό για τη γαλλική γλώσσα και τις φυσικές ροπές της— ότι και στο πεζοτράγουδο ακόμα ο Κλωντέλ, αλλά και ο συμπαθητικώτατος Πωλ Φορ (Paul Fort) παρεμβάλλουν σχεδόν ασυναίσθητα, αλλά και τόσο μαγευτικά, την πιο σεμνή και την πνευματικά πιο αναμάρτητη και ομαλή ομοιοκαταληξία. Ο Συπερβιέλ που προγραμματικά παράδοξος ή συνειδητά υπερρεαλιστής δεν είναι βέβαια ποτέ, καταδέχεται κι αυτός σε πολλούς στίχους του τη ρίμα και όλες τις μαγικές αλυσίδες του ποιητικού λόγου. Γιατί τάχα να μη τις καταδεχτεί; Ο πλούτος των μελωδιών είναι στον κόσμο απεριόριστος και δεν εξαντλείται ποτέ. Κι ας χρησιμοποιήσουμε την ευκαιρία αυτή για να πούμε και κάτι άλλο για τη σημασία της ρίμας και γενικά του αυστηρά συναρμολογημένου έμμετρου λόγου. Δεν είναι μόνο η μουσική που δικαιολογεί ή επιβάλλει πνευματικά (γιατί η μουσική είναι αίτημα πνευματικό) τη συνύφανση του ποιητικού «λόγου» με τον ποιητικό «τόνο». Το μέτρο, ο συνειδητά καλλιεργημένος (και σε κανόνες βασισμένος) ρυθμός, ακόμα και η ρίμα σαν πρόσθετο βάρος —σα βάρος άχρηστο στους αυστηρά κλασικούς και αυτοπειθαρχημένους αρχαίους Έλληνες, χρησιμώτατο όμως και καμιά φορά σωτήριο για τους απειθάρχητους ρωμαντικούς ή και στην κλασική τους ακόμα τάση
συνθετώτερους και «αβέβαιους» Ευρωπαίους— όλα αυτά τα βάρη που οι νέοι της εποχής μας με μεγάλη δόση επιπολαιότητας καταργούν και ακυρώνουν, είχαν και θάχουν πάντοτε το λόγο τους σα γυμνάσματα του πνεύματος ταγμένα να κάνουν κάπως πιο δύσκολο το έργο εκείνο που δεν πρέπει να είναι εύκολο. Όσο περισσότεροι είναι οι φραγμοί, τόσο δυσκολώτερη γίνεται η άσκηση, τόσο καθαρότερα ξεχωρίζει για τα μάτια του κριτή η ικανότητα εκείνων που έλαβαν μέρος στο αγώνισμα. Όποιος υποχρεώνει τον εαυτό του να υποβληθεί στις δοκιμασίες του ρυθμού, του αυστηρού μέτρου ή ακόμα και της ρίμας, ξεκαθαρίζει αναγκαστικά τη σκέψη του πολύ περισσότερο από τους άλλους που είναι απόλυτα ελεύθεροι στην έκφρασή τους. Υπάρχουν βέβαια και ποιητές πολύλογοι, αλλά δεν είναι τάχα πολύ περισσότεροι και σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό πολύλογοι οι πολύλογοι πεζογράφοι; Και δεν είναι τάχα χαρακτηριστικό για την ποιότητα των νέων ελεύθερων ποιητικών μορφών το γεγονός ότι, αντί να γεννηθούν σε μιαν εποχή εσωτερικής αυτοπειθαρχίας, δηλαδή σε μιαν εποχή που θα μπορούσε να κάνει και χωρίς εξωτερικά δεσμά, γεννήθηκαν αντίθετα και υποστηρίζονται με «πολιτικό» φανατισμό στην ψυχικά και κοινωνικά πιο κρίσιμη και πιο αναρχική περίοδο της ευρωπαϊκής ιστορίας; Σε μια τέτοια περίοδο τα πνεύματα εκείνα που νιώθουν τη μεγάλη ιστορική τους ευθύνη, θα έπρεπε —αυτό ζητάει και η ηθική ακόμα στάση του ανθρώπου— να φορτώσουν στους ώμους τους ακόμα περισσότερα βάρη, και όχι να πετάξουν από πάνω τους (και μάλιστα με μια διάθεση υβριστική) όσα παράλαβαν από το παρελθόν.
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στην ουσία του υπερρεαλισμού. Μέρος της ουσίας του είναι βέβαια και η απαλλαγή της μορφής από τα πατροπαράδοτα δεσμά. Ας μην εξετάσουμε πια τη χειρονομία αυτή από την πλευρά της παγκόσμιας ιστορικής ευθύνης που κι αυτή βέβαια είναι υποχρεωμένοι να την νιώθουν οι αληθινοί ποιητές, κι ας πάρουμε πάλι το κίνημα του υπερρεαλισμού σαν ένα γαλλικό ειδικότερα φαινόμενο. Είπαμε ότι στη ζωή του γαλλικού ειδικά πνεύματος ήταν κάπως αναγκαίο να σημειωθεί ένα κίνημα απαλλαγής από μερικά δεσμά (δεσμά όμως άσχετα από τη μορφή του λόγου) που εμπόδιζαν την ουσιαστική εμβάθυνση του ποιητή στον ίδιο τον εαυτό του. Ήταν ανάγκη όμως τάχα να φτάσει η άρνηση ως το σημείο να κηρύξει ως περιττά δεσμά όχι μόνο τα δεσμά της
«στενής» πραγματικότητας και της «στενής» αλήθειας, αλλά και τα δεσμά της κάθε πραγματικότητας και της κάθε αλήθειας; Ήταν τάχα ανάγκη ν' απορριφθεί σαν ψέμα κάθε συνειδητή αλήθεια και σαν πλάνη κάθε «ξύπνια» παρουσία και λειτουργία της πραγματικότητας; Ο υπερρεαλισμός μ' ένα σχεδόν κωμικό στο βάθος αποκλεισμό κάθε άλλης δυνατότητας ζωής πήρε (δηλαδή νόμισε πως πήρε) γι' αποκλειστικό οδηγό της σκέψης και της ζωής το «όνειρο», δηλαδή... την κοιμισμένη σκέψη και την κοιμισμένη ζωή. Αυτά είναι υπερβολές, μονοκόματοι φανατισμοί που ακρωτηριάζουν στο βάθος την πνευματική δύναμη των εργατών τους. Οι εργάτες του υπερρεαλισμού (όπως και όλων των φανατισμών και μονομερειών) δεν είναι δράστες, αλλά είναι θύματα. Κι ας ξαναπούμε ό,τι είχαμε την ευκαιρία να πούμε πιο πάνω. Ακόμα και η θεμιτή αντίδραση σε μερικά από τα περιττά δεσμά που είχε κληρονομήσει η γαλλική σκέψη από τις παλαιότερες εποχές της ζωής της, ακόμα και μια τέτοια μετρημένη αντίδραση, ήταν, στις μέρες που πρόβαλε ο υπερρεαλισμός, ένα περιττό πια και ιστορικά ξεπερασμένο κίνημα. Ο υπερρεαλισμός και η απόλυτη αντιστροφή των όρων της ψυχής και του πνεύματος ήταν μια υπερβολή που δε χρειάστηκε στο βάθος να εκδηλωθεί ούτε στη Γαλλία. Δεν είχε γίνει τάχα από τις μέρες του Μπωντελαίρ ως την εμφάνιση του Αντρέ Ζιντ, του Κλωντέλ και του Βαλερύ ό,τι έπρεπε να γίνει; Χωρίς να πάει βέβαια ο κόπος των υπερρεαλιστών απόλυτα χαμένος, το κέρδος πάντως που έφερε η παρουσία τους, δεν άξιζε την οδυνηρή και νευρική ψυχική σύσπαση που, για όσους καλλιέργησαν μέσα τους τον υπερρεαλισμό τίμια, ήταν η προϋπόθεση της γέννας του. Κι ας τονίσουμε τώρα και κάτι άλλο που είναι εξαιρετικά χαρακτηριστικό για την πνευματική ουσία του υπερρεαλισμού. Από κάθε άρτιο πνευματικό κίνημα περιμένουμε πάντα να μπορεί να εκδηλωθεί σ' όλες τις σφαίρες του δημιουργικού λόγου (ακόμα κι έξω απ' αυτές, δηλαδή και στις εικαστικές τέχνες και στη μουσική). Όχι μόνο οι θεμελιακές κατευθύνσεις του κλασικού και του ρομαντικού πνεύματος, αλλά και τα ειδικότερα ρεύματα, όπως ήταν π.χ. ο ρεαλισμός ή ο νατουραλισμός, εκδηλώθηκαν δημιουργικά παντού. Ακόμα και ο εξπρεσιονισμός που ήταν το γερμανικό επαναστατικό κίνημα, δοκίμασε με μιαν αληθινή πνευματική βούληση να κατακτήσει όχι μόνο τη λυρική ποίηση ή οποιαδήποτε άλλη μορφή του άμεσου ποιητικού λόγου, αλλά και το δράμα, το μυθιστόρημα, το διήγημα, όλες τις
μορφές του λόγου. Αντίθετα απ' όλα αυτά τα ρεύματα, ο υπερρεαλισμός δείχνει μιαν απόλυτη ανικανότητα σ' ό,τι δεν είναι άμεσος ποιητικός λόγος, είναι απόλυτα βωβός στον αφηγηματικό ή δραματικό λόγο, και, αν και μας λέει ότι στηρίζεται στο ασυνείδητο, δεν καλλιεργεί τον πεζό λόγο παρά μόνο στη συνειδητή και πάρα πάνω από συνειδητή σφαίρα της θεωρίας. Δε μπορούμε βέβαια να πούμε ότι δεν επηρέασε ο υπερρεαλισμός διόλου τους νεώτατους Γάλλους πεζογράφους. Τους επηρέασε λιγάκι έμμεσα, και μερικοί τόνοι που τους έδωσε είναι ίσως κι ευεργετικοί. Ωστόσο, η ουσία κι αυτών των πεζογράφων —κι ας αναφέρουμε τρεις δυνατούς: τον Μοντερλάν, τον Μαλρώ, και τον Ντριέ Λα Ροσέλ— δεν έχει καμιάν άμεση σχέση με τα συνθήματα του υπερρεαλισμού, ούτε με τη μορφή του λόγου που εγκαινιάζει ο υπερρεαλισμός. Οι νεώτεροι και προοδευτικώτεροι Γάλλοι πεζογράφοι έχουν πιο πολύ σχέση με τον Νίτσε ή με τον Ζιντ, με τον Ρεμπώ ή με τις πολιτικοκοινωνικές ιδεολογίες των ημερών μας, παρά με τον υπερρεαλισμό. Μυθιστοριογράφοι μάλιστα, όπως ο Πωλ Νιζάν (Paul Nizan) που το έργο του «H συνωμοσία» είναι από κάθε άποψη άρτιο, δεν παρουσιάζουν ούτε στα δευτερώτερα χαρακτηριστικά τους συνάφειες ορατές με το υπερρεαλιστικό κίνημα. Το γαλλικό πνεύμα βαδίζει γενναίο και κυριαρχικό το δρόμο του, σπρωγμένο περισσότερο από την ουσιαστικά σημαντική επανάσταση που έγινε στα τέλη του περασμένου και στις αρχές του Κ' αιώνα, παρά από τον υπερρεαλισμό που χωρίς να βλάψει ήταν ωστόσο μονάχα μια επαναστατική πολυτέλεια (μια πολυτέλεια αρνήσεων). Έχει απόλυτα δίκιο ο κριτικός της λογοτεχνίας Ανρύ Παιρ (Henry Peyre) όταν τονίζει ότι τους τεχνητά ατομικούς που καταφεύγουν στο προγραμματικά παράδοξο και στο προϋπολογισμένο (συνειδητά και λογικά προσχεδιασμένο) «άλογο», πρέπει να τους ξεχωρίσουμε πέρα για πέρα από τους μοναδικούς εκείνους που είναι βαθύτατα ατομικοί και μοναδικοί, γιατί είναι απλούστατα βαθύτατα
«μοναχικοί» (έρημοι). Και προσθέτει ο Ανρύ Παιρ ότι τέτοιοι είναι ο Ρίλκε στη Γερμανία, ο Τζόυς στην αγγλική λογοτεχνία, ο Ζουβ (Pierre Jean Jouve) και ο Ρεβερντύ (Pierre Reverdy) στη Γαλλία. Μήπως όμως και στους δυο τελευταίους, που είναι βέβαια χωρίς άλλο δυο διαλεχτά ποιητικά πνεύματα, υπάρχει επίσης κάποια ισχυρή δόση σκηνοθετημένης μοναξιάς και επιτηδευμένης ιδιορρυθμίας; Είναι τάχα η ποίηση του Ρεβερντύ —κι ύστερα ακόμα από τη σωτήρια υπερνίκηση του υπερρεαλισμού και το βύθισμα του ποιητή σ' έναν ατομικό μυστικισμό— η έκφραση μιας πέρα για πέρα άψογης και αληθινής μετάνοιας; Περιέχει τάχα η ποίηση του Ζουβ, που ζει με τόση συνειδητή βούληση στο σχεδόν σκηνοθετημένο «αποκαλυπτικό» χάος, περισσότερο δικαίωμα και χρώμα ατομικότητας απ' ό,τι περιέχει π.χ. η ποίηση και γενικά το πνεύμα ενός Αντρέ Ζιντ ή ενός Βαλερυ ή και του Αραγκόν;
Με τον Αραγκόν (Aragon) φτάνουμε στη Γαλλία της κατοχής, στη Γαλλία της μεγάλης δοκιμασίας που μέσα της η θυσία με την προδοσία πάλεψαν όπως ο Ιησούς με τον Πειρασμό. Η Γαλλία αυτή πραγματοποίησε δυο μεγάλους ολοκληρωμένους κόσμους: τον κόσμο που κατέχεται από τον ιστορικό νόμο και λόγο του στρατηγού Ντε Γκωλ (De Gaulle) και τον κόσμο που αποκαλύφθηκε στην ποίηση του Αραγκόν. Ο Ντε Γκωλ είναι ο μεγάλος ιστορικός δημιουργός που μέσα του συναιρούνται ο μύθος της Ζαν ντ' Αρκ, ο ΙΖ' αιώνας της Γαλλίας με τον Πασκάλ στο κέντρο, η Γαλλική Επανάσταση στη θετική ηρωική φάση των στρατιωτών που τραγουδώντας τη Μασσαλιώτιδα πήγαν να ελευθερώσουν την Ιταλία, η Γαλλική Δημοκρατία στη μεγάλη παγκόσμια δοκιμασία της στα χαρακώματα του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, και το Μέλλον στην πιο συγκρατημένη μορφή του. Ο Ντε Γκωλ είναι και στα γραφτά του θαυμάσιος στυλίστας και παρουσιάζει γενικά μιαν ισορροπία στο πνεύμα και στη βούληση του που είναι μοναδική στους μεγάλους πολιτικούς ηγέτες των ημερών μας.
Ενώ ο Ντε Γκωλ δρούσε ιστορικά και έσωζε τη Γαλλία σαν παράγοντα ζωής, ο Αραγκόν έγραφε ποιήματα και έσωζε μ' αυτά τη Γαλλία σαν παράγοντα ψυχής. Για να το καταφέρει αυτό ο Αραγκόν, έσωσε πρώτ' απ' όλα τον εαυτό του, ξεπέρασε δηλαδή τον εαυτό του εκείνον που γνωρίζαμε πριν από τα 1939. Πριν από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο τον ξέραμε τον Αραγκόν μόνο και μόνο σαν κήρυκα σχηματικών πολιτικών ιδεολογιών και σα θύμα αφηρημένων λογοτεχνικών κινημάτων. Αφότου έπεσε θύμα η ίδια η πατρίδα του, η ίδια η γη του, έπαψε ο Αραγκόν ν' αρκιέται να 'ναι θύμα και όργανο, κι αποφάσισε να γίνει ήρωας και πνευματικός στρατιώτης για να σώσει τη γη του
και την παράδοση της γης του. Από τη στιγμή που η Γαλλία έπεσε στα χέρια του κατακτητή και ταυτόχρονα στα νύχια της προδοσίας, ο Αραγκόν παραμέρισε (έστω και για λίγα χρόνια) τον κομμουνιστή και το δογματικό είτε στις κοινωνικές είτε στις λογοτεχνικές του τάσεις, και βάλθηκε αποκλειστικά να μιλήσει τη γλώσσα της γης του. Οι δυο συλλογές ποιημάτων που ξέφυγαν από τα μάτια των κατακτητών και των συνεργατών τους και κυκλοφόρησαν στο διάστημα του πολέμου έξω από τη Γαλλία, είναι μαζί με τα ποιήματα που έγραψε ο Έλλην Άγγελος Σικελιανός τα σημαντικώτερα πνευματικά δημιουργήματα που προκάλεσε η κατοχή στην Ευρώπη. Ο Άγγελος Σικελιανός είναι βέβαια μια πολύ ευρύτερη βούληση μέσα στον κόσμο του Κ' αιώνα. Ενώ είναι ο πρώτος εργάτης της νεοελληνικής λογοτεχνίας που ξεπερνάει πέρα για πέρα τα όρια της πατρίδας του, φτάνει ταυτόχρονα στα όρια του κόσμου όσο ελάχιστοι κι από τους ποιητές των μεγάλων εθνών. Αφότου κατάκτησε —κι αυτό άρχισε λίγα χρόνια πριν από το δεύτερο μεγάλο πόλεμο— τη δωρική λιτότητα της μορφής και της σκέψης, ανέβηκε ο Σικελιανός με τις τραγωδίες και με τα προφητικά ποιήματά του στο σκαλοπάτι ενός παγκόσμιου Λόγου που στις ώρες της κατοχής πήρε κι ένα δραματικά ειδικώτερο νόημα λυτρωμού της γης και της ψυχής. Το ίδιο νόημα, σ' άλλο επίπεδο αισθήσεων και αισθημάτων, έχουν και οι δυο συλλογές του Αραγκόν που βγήκαν στο διάστημα του πολέμου. Ο ποιητής που πριν από τον πόλεμο και την κατοχή νόμιζε πως είχε το δικαίωμα να παίζει και ν' αρνιέται, να σπάζει τις μορφές και την ύλη, πηδάει μ' ένα επικίνδυνο ωραίο πήδημα στην άλλη άκρη, φτάνει στις πιο γήινες θέσεις, πάει να δέσει τις μορφές και την ύλη περισσότερο κι απ' ό,τι δένονται. Έτσι γίνεται ο Αραγκόν ένα μεγάλο παράδειγμα, παράδειγμα ήθους και πνευματικής αυτοπειθαρχίας. Ο ίδιος που πριν από τον τελευταίο πόλεμο ήταν ο αρνητής των παραδόσεων γίνεται ο πιο εδαφικός ποιητής, γυρίζει στις πιο λησμονημένες παραδόσεις της πατρίδας του, γυρίζει ως αυτόν τον Αρνώ Ντανιέλ (Daniel) τον Ζαντιγιόμ ντε Ριμπεράκ που τόσο τον θαύμαζε ο Δάντης ώστε διακόπτοντας τους ιταλικούς στίχους του «Καθαρτήριου» τον έβαλε σε οχτώ ολόκληρους στίχους να μιλήσει στη μητρική προβηγκιακή γλώσσα του. Ο ίδιος ο Αραγκόν που πριν από τον τελευταίο πόλεμο έκανε πολλούς νέους να τραβήξουν στα άκρα της πνευματικής ασυδοσίας και που είχε εγκαινιάσει, άλλοτε, μαζί με τον Αντρέ Μπρετόν, τον υπερρεαλισμό, γίνεται στον πόλεμο ο ποιητής της ισορροπίας και του μέτρου, βάλθηκε να ξαναδέσει ό,τι είχε λυθεί, έδεσε ακόμα και τις μορφές του ποιητικού λόγου, του στίχου, μ' έναν τρόπο που ξεπερνάει σε σφίξιμο κάθε παλαιότερη δεμένη μορφή, ξανάζησε έντονα και δημιουργικά το ΙΖ' αιώνα της Γαλλίας, κι έφτασε μάλιστα ως το σημείο να εφεύρει σα μέσο μουσικής και αυτοπειθαρχίας μια καινούρια ρίμα, τη ρίμα που πλέκει το τέλος ενός στίχου με την αρχή του επόμενου. Ο Αντρέ Ζιντ χαιρέτισε πρώτος την ανάσταση του ποιητή που πριν από τον πόλεμο τον θεωρούσε χαμένο για την ποίηση. Και πώς μπορούσε ο Αραγκόν, αφού ήταν μέσα του ποιητής, να μην αναστηθεί ή σωστότερα να μην πετάξει από πάνω του όλα τα ψέματα όταν ήρθε η ώρα της μεγάλης και φοβερής αλήθειας, η ώρα της Δουνκέρκης και της γαλλικής, της πανευρωπαϊκής συφοράς; Ο κομμουνιστής και υπερρεαλιστής ήρθε η ώρα να γίνει στρατιώτης. Κι ύστερ' από την ήττα έγινε ποιητής. Δεν αναστήθηκε, αλλά γεννήθηκε για πρώτη φορά ποιητής την ώρα που χρειάστηκε να υπερνικήσει την ήττα της πατρίδας του. Σήμερα που η πατρίδα του ελευθερώθηκε, δεν ξέρουμε πια τι γίνεται ο Αραγκόν... Τον απομάκρυνε, τάχα, πάλι ο κομματικός δογματισμός από το νόημα της γης του και από το μέτρο της γαλλικής αποστολής του;
Πρώτη εισαγωγή και δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
ΠΑΝ.ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
Η επεξεργασία, επιμέλεια μορφοποίηση κειμένου και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο, για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο:
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου