Η ιταλική λογοτεχνία στον Κ' αιώνα.
Ο Ντ' Αννούντσιο.
Κινήματα και ρεύματα στις αρχές του αιώνα.
Ο Πιραντέλλο.
Ο Μπενεντέττο Κρότσε.
ΕΝΩ ο γερμανικός εθνικοσοσιαλισμός πολέμησε φανατικά τον εξπρεσιονισμό και κάθε ατομική πνευματική ιδιοτυπία και πρωτοβουλία, ο ιταλικός φασισμός, με τη μεσογειακή ευκαμψία και πονηρία του, συμβιβάστηκε στην πνευματική ζωή με το κάθε τι. Κι ο φουτουρισμός ακόμα του Μαρινέττι (Marinetti) κηρύχθηκε ελεύθερα στη φασιστική Ιταλία. Ο Μαρινέττι μάλιστα δεν έπαψε ως το τέλος να προσαγορεύει τον ίδιο τον Μουσολίνι (Mussolini) «φουτουριστή». Κι ο Μουσολίνι δε θύμωνε... Η εκστρατεία της Αβησσυνίας έδωσε στον Μαρινέττι την ευκαιρία να γράψει ένα φουτουριστικό ποίημα που η πνευματική ζωηράδα του πνίγεται μέσα στις πιο αντιπνευματικές εκκεντρικότητες και σπασμωδικές κραυγές. Ο Αντρέ Ζιντ λέει στο «Ημερολόγιό του»: «ο Μαρινέττι χαίρει μιας απουσίας ταλέντου που του επιτρέπει να τολμήσει τα πάντα... Χτυπάει το πόδι του χάμου, και σηκώνει όλη τη σκόνη...».
Είναι, όμως, ο Μαρινέττι ο μόνος σταθμός στη νεώτερη ιταλική λογοτεχνία; Ύστερ' από τον Καρντούτσι και τον Βάσκολι δεν είχαμε τάχα στην Ιταλία τίποτ' άλλο παρά τις κραυγές που έβγαλε και τη σκόνη που σήκωσε με το πόδι του ο Μαρινέττι; Η Ιταλία έχει να δείξει κι ύστερ' από τα 1900 μια ζωηρή και αξιόλογη κίνηση πνευμάτων και ο μεγάλος της σταθμός δεν είναι ο Μαρινέττι, αλλά είναι ο Ντ' Αννούντσιο.
Από την απαλότητα του Πάσκολι δε διασώζεται, βέβαια, σχεδόν τίποτα στην ποίηση του Ντ' Αννούντσιο (Gabriele D' Annunzio) του τελευταίου στη σειρά των παγκόσμια αναγνωρισμένων ποιητών της Ιταλίας. Εδώ βρισκόμαστε σ' έναν άλλο κόσμο. Ο Ντ' Αννούντσιο είναι ο κομψότερος και τελειότερος εργάτης της ιταλικής γλώσσας, αλλά είναι ταυτόχρονα ο πιο οργιαστικός ποιητής της Ιταλίας. Την οργιαστική του τάση ζήτησε —και κατάφερε για μια στιγμή— ο μεγάλος αυτός μάγος του λόγου να τη μεταδώσει στην ιταλική νεολαία. Τα συνθήματα που έριξε στους νέους της πατρίδας του ήταν η αισθησιακή χαρά, η αλαζονεία και το ένστικτο. Οι νέοι σκίρτησαν ακούγοντάς τον να τους φωνάζει: «Morire ο gioire — Gioire ο morire»! Ποια είναι η ιδεολογική κατεύθυνση, η ουσία της πνευματικής ζωής του Ντ' Αννούντσιο; Ένας πνευματικός εχθρός του, ο κόμης Σφόρτσα (Sforza) —ο υπουργός των εξωτερικών στην τελευταία κυβέρνηση Τζιολίττι (Giolitti), που πήρε ξανά στα χέρια του την εξωτερική πολιτική της χώρας του και μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, ένα από τα λεπτότερα πνεύματα της αντιφασιστικής Ιταλίας —γράφει για τον Ντ' Αννούντσιο, ότι, αλλάζοντας κατευθύνσεις, χρημάτισε «ειδωλολάτρης με τον Καρντούτσι, Ρώσσος με τον Ντοστογιέφσκυ, υπεράνθρωπος με τον Νίτσε, ελεύθερος άνθρωπος με τον Ουίτμαν, ντεκαντάν με τον Μάτερλινγκ και τον Μπαρρές», μα ότι δεν έκλεψε κανέναν απ' αυτούς, γιατί απλούστατα ο Ντ' Αννούντσιο δεν ήταν παρά «ένα θαυμάσιο μουσικό όργανο που στις ιδέες των άλλων ζητούσε μονάχα την ευκαιρία για να τις ντύσει με τους θαυμάσιους στίχους του». Να συμφωνήσουμε τάχα με τον Σφόρτσα; Μήπως τον έσπρωξε στα λόγια τούτα η αντίθεσή του προς τον Μουσσολίνι, προς τον πολιτικό ηγέτη που αγκάλιασε τον Ντ' Αννούντσιο και που δέχτηκε άλλωστε από τον ποιητή μιαν υποστήριξη πολύτιμη και ζωηρή; Στα λόγια του Σφόρτσα δεν υπάρχει καμιά υπερβολή. Ο ίδιος ο Σφόρτσα δεν αρνιέται, ότι στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο πολέμησε ο Ντ' Αννούντσιο με γενναιότητα και μ' αντοχή. Πώς μπορούσε άλλωστε να τ' αρνηθεί; Ο ποιητής που δεν ήταν πια νέος, έσπευσε κι έγινε αεροπόρος, κι έχασε το ένα του μάτι. Και λίγο ύστερ' από την ανακωχή δέχθηκε ο Ντ' Αννούντσιο, αφήνοντας τον εαυτό του να παρασυρθεί από τους νέους που δε θεωρούσαν ικανοποιητική για την Ιταλία την έκβαση του πολέμου, να διευθύνει εκείνη την απρόοπτη —αλλά και λιγάκι μελοδραματική— εκστρατεία του Φιούμε και να εγκαταστήσει τον εαυτό του τοπάρχη στην πόλη που αποσπάσθηκε από τα χέρια των Κροατών. Την τελευταία όμως αυτή πράξη του Ντ' Αννούντσιο —την εκστρατεία του Φιούμε— δεν τη θεωρεί ο Σφόρτσα ανάλογη με την ηρωική συμμετοχή του στον πόλεμο. Στον πόλεμο έλαβε μέρος ο Ντ' Αννούντσιο μαζί με πολλούς ανώνυμους ήρωες. Το Φιούμε αντίθετα ήταν για τον ποιητή ένα θέατρο που το διάλεξε για να
παίξει πάνω του τον ήρωα μιας εύκολης περιπέτειας. Να παρακολουθήσουμε τον Σφόρτσα σ' αυτή του την κρίση;
Ας μείνουμε με το ερωτηματικό. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Ντ' Αννούντσιο έπαιξε στη ζωή του πολλά παιχνίδια. Δεν ξέρουμε, αν το Φιούμε ήταν επίσης ένα παιχνίδι για τον ποιητή. Η ιστορία του πνεύματος δε μπορεί να είναι άλλωστε δυσαρεστημένη απ' τα παιχνίδια του Ντ' Αννούντσιο. Κι όσα ακόμα δεν προέρχονται από μια γνήσια φωτιά, είναι φανταχτερά και θαμπώνουν. Χρειάζεται ίσως στην ιστορία του πνεύματος και το πυροτέχνημα. Αν όχι γι' άλλο λόγο, χρειάζεται έστω μόνο και μόνο για να μας κάνει, ύστερα από την παροδική του γοητεία, να ξαναγυρίζουμε στις μεγάλες σιωπηλές αλήθειες και στις απόμερες αποκαλύψεις. Οι στίχοι του Ντ' Αννούντσιο είναι στον πλούσιο λυρισμό τους εξαιρετικοί. Τα μυθιστορήματά του —και το λαμπρότερο είναι «Ο θρίαμβος του θανάτου»— μεθούν (περισσότερο βέβαια τις αισθήσεις παρά το πνεύμα). Τα δράματά του, που το πιο δυνατό και πρωτότυπο είναι «Η κόρη του Γιόριο», έχουν στιγμές πνευματικά γνήσιες και ψυχικά τίμιες.
Η τιμιότητα και η ειλικρίνεια είναι μια απαραίτητη προϋπόθεση όχι μόνο για τον έμπορο που θέλει να είναι ένας θετικός παράγοντας της κοινωνικής ζωής, αλλά και για τον ποιητή. Μερικοί λένε ότι δεν είναι θεμιτή και δικαιολογημένη η έκφραση: «ο ποιητής αυτός είναι ειλικρινής, ενώ εκείνος δεν είναι». Αν κάνουν οι κριτικοί καμιά φορά κατάχρηση αυτών των διατυπώσεων και χαρακτηρισμών, αυτό δε σημαίνει ότι φταίνε οι χαρακτηρισμοί και ότι η καλή και προσεχτική χρήση τους θα 'πρεπε κι αυτή ν' αποκλεισθεί. Όπως και κάθε εκδήλωσή μας, έτσι κι η ποίηση και η κάθε σκέψη μας μπορεί να είναι ειλικρινής ή να μην είναι ειλικρινής, μπορεί να είναι τίμια ή να μην είναι τίμια. Δεν υπάρχουν τάχα και ποιητές και γενικά διανοούμενοι και συγγραφείς που μας στήνουν παγίδες και ζητούν να μας εξαπατήσουν; Δεν υπάρχουν τάχα συγγραφείς που εκφράζουν λιγώτερα απ' όσα
«παρασταίνουν;». Ο Ντ' Αννούντσιο και γενικά η ποίηση και η σκέψη πολλών Ιταλών και άλλων Ευρωπαίων στον αιώνα μας είναι παραδείγματα χτυπητά που επικυρώνουν την παρατήρησή μας. Ψεύτικες πόζες, παχειά λόγια, ρητορισμοί, επιτηδευμένες στάσεις, σκέψεις με.... λοφία, κομπασμοί και φραστικά πυροτεχνήματα, κορδώματα και φανφαρονισμοί, μιμήσεις και μανιερισμοί, ακόμα και οι επιτηδεύσεις εκείνες που δεν οδηγούν σε συναισθηματικές φλυαρίες και σε χείμαρρους επιφωνημάτων, αλλά που οδηγούν αντίθετα σε συγκοπές και σε τεχνητά αποσπάσματα, σε τεχνητούς σπασμούς της σκέψης και του λόγου, αυτά όλα δεν είναι τάχα ψευτιές και ανειλικρίνεια, έλλειψη τιμιότητας και θεατρινισμός; Ο Ντ' Αννούντσιο εδάμαζε με τέτοια δύναμη και αριστοτεχνική επιτηδειότητα τη λέξη και γενικά τη μορφή που η ανειλικρίνειά του —σχετική άλλωστε, και όχι απόλυτη— δεν τον έβλαψε και πολύ. Έβλαψε όμως το περιβάλλον του, τους νέους της εποχής, τους οπαδούς του, ακόμα και τους εχθρούς του που κι απ' αυτούς κάμποσοι δούλεψαν με ανειλικρίνεια (αδιάφορο βέβαια αν με πόζες αντίστροφες). Γύρω στα 1900 ακούστηκαν στην Ιταλία —προπάντων στη Φλωρεντία— πολλές επαναστατικές φωνές που η επαναστατικότητά τους ήταν σε μεγάλο βαθμό πλαστή, επιτηδευμένη, προσανατολισμένη σε πόζες που πάρθηκαν στον καθρέφτη. Κάμποσες από τις ψυχικές ανησυχίες που οδήγησαν στις φωνές αυτές, ήταν βέβαια γνήσιες, τίμιες και αληθινές, αλλά η έλλειψη πνευματικής πειθαρχίας ήταν τέτοια που και μέσ' στη ψυχή συγγραφέων ικανών και διαλεχτών υπερίσχυσαν οι θεατρικές υπερβολές, οι σκηνοθεσίες και οι πόζες. Οι γνήσιες ανησυχίες —και μερικοί προφητικοί μάλιστα οραματισμοί— συνυφάνθηκαν με ψεύτικα συνθήματα, με πλαστά ξεσπάσματα ή και με επιτηδευμένα άδικες κριτικές και αρνήσεις. Μερικοί νέοι, όπως οι Μπόινε (Giovanni Boine), Σλατάπερ (Scipio Slataper), και Σέρρα (Renato Serra), θα 'διναν ίσως μια καθαρότερη και ειλικρινέστερη μορφή στην επαναστατικότητα που αναπτύχθηκε γύρω στα 1900, αν δεν τους έπαιρνε και τους τρεις ο θάνατος γύρω στα τριάντα τους χρόνια. Οι δυο τελευταίοι σκοτώθηκαν στον πρώτο μεγάλο πόλεμο. Ο Τζιοβάνι Παπίνι (Giovanni Papini) που έβγαλε στα 1903 —σε ηλικία είκοσι δυο χρονών— το περιοδικό «Λεονάρντο» σαν ένα ευαγγέλιο καινούριας ζωής, επηρέασε, παράλληλα με τον Ντ' Αννούντσιο (ή μάλλον αμέσως ύστερ' από τον ποιητή) τους νέους της εποχής, σάρωσε πολλές από τις παλιωμένες αξίες, σάρωσε όμως και κάμποσες από τις αιώνιες που δεν παλιώνουν ποτέ, και δεν πρόσφερε μάλιστα τίποτα το θετικό, καμιά καινούρια αλήθεια. Σαν τον Ντ' Αννούντσιο, έτσι κι ο Παπίνι πέρασε απ' όλες τις ιδεολογίες,
πήδησε από την πιο αντιχριστιανική διάθεση στον πιο παπαδίστικο Χριστιανισμό κι έγραψε ένα βιβλίο για τον Ιησού, πήδησε από τον φουτουρισμό στη λατρεία του μεγάλου παρελθόντος κι έγραψε ένα βιβλίο για τον Δάντη. Ρητορικός, ρομαντικός στην κακή σημασία του όρου, δηλαδή από τους ρωμαντικους που κυνηγούν το άπειρο στο... κενό, ταυτόχρονα όμως, έξυπνος και ζωηρός, σπινθηροβόλος και γοητευτικός (γοητευτικός, όπως είναι σχεδόν όλοι οι άστατοι) έκανε κακό στην πνευματική ιστορία της Ιταλίας, αλλά άφησε και ένα έργο που θα προκαλεί πάντοτε το ενδιαφέρον και που το 'γραψε στα τριάντα του χρόνια, το έργο «Ένας ξεγραμμένος άνθρωπος» (Un uomo finito). Στα τριάντα κιόλας χρόνια του τον έχει πια «ξεγράψει», «ξεμπερδέψει», «αποτελειώσει» τον πνευματικό εαυτό του ο Παπίνι, και το γεγονός αυτό που είναι περισσότερο πλαστό παρά αληθινό, είναι το θέμα του βιβλίου του. Ο κριτικός Πρετσολίνι (Giuseppe Prezzolini), αν και προβάλλει σαν ένα δυνατό και οξύ κριτικό μυαλό, έχτισε απάνω στο έδαφος του Παπίνι κι έβγαλε το περιοδικό
«Φωνή» που γύρω του συγκεντρώθηκαν γύρω στα 1910 τα πιο τυχοδιωκτικά ποιητικά πνεύματα. Το ποιητικά πιο σημαντικό από τα πνεύματα αυτά είναι ο Παλατζέσκι (Aldo Palazzeschi). Μέσα από το πνεύμα των διαλυτικών τάσεων του Παπίνι και του φουτουρισμού του Μαρινέττι ξεπήδησαν κι ο Παλατζέσκι και κάμποσοι άλλοι, όπως ο ειλικρινέστερος ίσως απ' όλους, ο Ουνγκαρέττι (Giuseppe Ungaretti). Πρέπει όμως τάχα να σταματήσουμε σ' αυτούς και να πούμε ότι η πνευματική ζωή της Ιταλίας στον Κ' αιώνα δε γνώρισε παρά μόνο τις εκδηλώσεις αυτές που η ουσία τους είναι περισσότερο πλαστή παρά αληθινή; Η αλήθεια είναι ότι οι εκδηλώσεις αυτές που για τη γένεσή τους είναι άμεσα ή έμμεσα υπεύθυνος και ο Ντ' Αννούντσιο, πήραν στη ζωή της Ιταλίας μια θέση εξαιρετική και πολύ χτυπητή. Η αλήθεια όμως είναι επίσης ότι πέρ' από τις εκδηλώσεις αυτές δεν έπαυσε η πνευματική ζωή της Ιταλίας να παρουσιάζει και πλευρές άξιες να προκαλούν το σεβασμό και τη συμπάθεια. Δυστυχώς, κι η δράση πολλών πνευμάτων που δεν είχαν τίποτα το κοινό με τις χτυπητές πόζες και τις ψυχικές υποκρισίες, επηρεάσθηκε από τις διαλυτικές κραυγές και αναρχικές χειρονομίες των επαναστατών. Από αντίδραση προς τις χειρονομίες αυτές μαζεύτηκαν γύρω στα 1920 κάμποσοι νέοι ποιητές και συγγραφείς —ο Καρνταρέλλι (Vincenzo Cardarelli), ο Μοντάνο (Lorenzo Montano), ο Μπαλντίνι (Antonio Baldini) που είναι ένας έξοχος πεζογράφος, ο Μπαρίλλι (Bruno Barilli) και άλλοι— και, κηρύσσοντας την επιστροφή στην αυστηρή μορφή του Λεοπάρντι, εγκαινιάζουν έναν κλασικισμό που είναι φανατικώτερος απ' ό,τι έπρεπε. Αν δεν είχαν ανάγκη να
«αντιδράσουν» σε κάτι κακό, θα ήταν πνευματικά πιο ελεύθεροι και πιο ζωντανοί, δε θα δούλευαν κι αυτοί σ' ένα σχήμα. Από αντίδραση προς τις διαλυτικές κραυγές και αναρχικές χειρονομίες των επαναστατών βάλθηκαν επίσης άλλοι να τονίσουν τα τραγούδια ή γενικά τα λόγια τους σε ήχους υπερβολικά ήμερους και σιγανούς, απλούς και χτυπητά «τίμιους». Ακολουθώντας το παράδειγμα του Γκοτζάνο (Guido Gozzano) που πέθανε στα 1916 τριαντατριών μονάχα ετών, παίρνοντας για πρότυπο τους ήμερους και απλούς στίχους του διαλεχτού αυτού ποιητή που ενσαρκώνουν την πιο χτυπητή άρνηση του Ντ' Αννούντσιο και του ρητορισμού, αλλά και του φουτουρισμού και κάθε επαναστατικότητας, προβάλλουν γύρω στα 1915 αρκετοί ποιητές και πεζογράφοι που καταντούν κι αυτοί επαναστάτες, γιατί φτάνουν σε ακρότητες με την αισθηματική (σχεδόν παιδιάστικη) απλότητά τους. Ας αναφέρουμε τα ονόματα του Καροτζίνι (Sergio Carozzini), του Μορέττι (Marino Moretti) και του Μαρτίνι (Fausto Maria Martini). Αν δεν είχαν ανάγκη να «αντιδράσουν» σε κάτι κακό —στις επιτηδευμένες βιαιότητες και φωνασκίες της πνευματικής αγοράς— θα πρόβαλλαν κι αυτοί πνευματικά και ψυχικά πιο ελεύθεροι και πιο ζωντανοί, δε θα έφταναν ούτε αυτοί σε ακρότητες. Ωστόσο, η ακρότητά τους είναι πολύ συμπαθητική, γιατί είναι η ακρότητα της υπερβολικής ακριβώς αφέλειας και τιμιότητας.
Ας αναφέρουμε τώρα τα ονόματα των ποιητών και συγγραφέων εκείνων που στα πενήντα τελευταία χρόνια δούλεψαν στην Ιταλία μακριά από κάθε κίνημα ομαδικό, μακριά από κάθε ομαδική δράση ή χτυπητή ομαδική αντίδραση. Στη λυρική ποίηση ξεχωρίζουν ο Κόμι (Girolamo Comi) που έχει στραμένα τα μάτια της ψυχής του στο Θεό, ο Μοντάλε (Eugenio Montale), ο Γκράντε (Adriano Grande), ο Μπέττι (Ugo Betti) που αντλεί από την πηγή του λαϊκού τραγουδιού, ο μουσικώτατος Σάμπα (Umberto Saba) και άλλοι. Παλαιότερη απ' αυτούς είναι η πασίγνωστη στην Ευρώπη ποιήτρια Άντα Νέγκρι (Ada Negri) που οι πρώτοι στίχοι της πρόβαλαν στα τέλη κιόλας του περασμένου αιώνα και που η τίμια ψυχική της ζωή βρίσκει μια πετυχημένη έκφραση στους
ρυθμούς της και στον πεζό λόγο της. Ας μην παραλείψουμε ν' αναφέρουμε και τον πιο καλό ιταλοελβετό ποιητή Φραντσέσκο Κιέζα (Francesco Chiesa) που και στον πεζό αφηγηματικό λόγο διακρίθηκε. Η νουβέλλα πάντως και το μυθιστόρημα —ύστερ' από τον εξαίσιο και συναρπαστικό Τζιοβάννι Βέργκα (Giovanni Verga) και ύστερ' από τα πρώτα αριστοτεχνικά πεζογραφήματα του Ντ' Αννούντσιο που κι αυτά ανήκουν σε παλαιότερη εποχή, δηλαδή στην πρώτη περίοδο της συγγραφικής του δραστηριότητας (ως τα 1905) —χρωστούν την ιδιαίτερη ακμή τους στον Τότζι (Federico Tozzi) που η ουσία πολλών έργων του είναι αυτοβιογραφική και που η πάλη του για την ανακάλυψη του αληθινά ανθρώπινου είναι οδυνηρή, στην Γκράτσια Ντελέντα (Grazia Delledda) που είχε την πιο ανεπιτήδευτη ικανότητα να διηγιέται και να συναρπάζει, στον Σβέβο (Italo Svevo) που τον βασανίζει η ανάγκη να εξομολογηθεί τα όσα νιώθει, ζει και σκέπτεται, στον Αλβάρο (Corrado Alvaro) που αυτός πετυχαίνει το συνδυασμό της παθιασμένης και αντικειμενικής περιγραφής, στον Μποντεμπέλλι (Massimo Bontempelli), στον Φράσκια (Umberto Fracchia), στον Πουτσίνι (Mario Puccini), στον Μπαργκέζε (Antonio Borgeze) και στον Τέσκι (Bonaventura Tecchi) που οι δυο τελευταίοι αναδείχτηκαν και ως κριτικοί και δοκιμιογράφοι. Δύναμη ξεχωριστή παρουσιάζουν από τους νεώτατους εργάτες του ιταλικού μυθιστορήματος ο Μοραβία (Alberto Moravia), ο Ντε Μικέλις (Euralio de Michelis), ο Λόρια (Arturo Loria). Μήπως όμως και ο Γκαμπίνι (Tuarantotto Gambini) ή η Πάολα Μαζίνο (Paolo Masino) δεν αποκαλύπτουν επίσης εξαιρετικές αφηγηματικές ικανότητες;
Από μυθιστορήματα και νουβέλλες ξεκίνησε κι ο Λουίτζι Πιραντέλλο (Luigi Pirandello). Και όχι μόνο ξεκίνησε από μυθιστορήματα, αλλά σ' αυτά μονάχα είχε περιορίσει τη συγγραφική του δράση ως τα πενήντα του χρόνια. Ενώ όμως με τα μυθιστορήματα και τις νουβέλλες του δεν κατάφερε να γίνει γνωστός, κατάκτησε αμέσως την παγκόσμια αναγνώριση με τα θεατρικά έργα που άρχισε να γράφει από τα πενήντα του χρόνια και που το πρώτο είδε το φως στα 1918. Είναι τάχα τα θεατρικά έργα του Πιραντέλλο ανώτερα από τ' αφηγηματικά έργα του; Ασφαλώς όχι. Η πνευματική ουσία των δραμάτων και θεατρικών έργων του Πιραντέλλο υπάρχει κιόλας ολόκληρη στα αφηγηματικά έργα του και, απαλλαγμένη μάλιστα από κάθε τέχνασμα, πρέπει να θεωρηθεί και πιο γνήσια διατυπωμένη στα έργα αυτά. Ο κόσμος όμως θέλει τεχνάσματα. Κι ο Πιραντέλλο που δεν ήταν μόνο ένα ανήσυχο πνεύμα, αλλά κι ένας έξυπνος άνθρωπος, βρήκε τον τρόπο να συνδυάσει την πνευματική του ζήτηση με θεατρικά τεχνάσματα που ήταν καμωμένα να ξαφνιάσουν και να προκαλέσουν το παγκόσμιο ενδιαφέρον. Ελάχιστοι βλέπουν στο θεατρικό του έργο «Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα» το πνευματικό νόημα του παράδοξου αυτού παιχνιδιού που έγκειται στην αγωνία του σύγχρονου ανθρώπου, στον πόθο του να γίνει «πρόσωπο αληθινό», ενώ όλοι βλέπουν βέβαια το τέχνασμα και διασκεδάζουν με το τέχνασμα. Έξι άνθρωποι ζητούν συγγραφέα για να τους κάνει πρόσωπα «πλαστά», γιατί δεν τους φτάνει η «πραγματική» τους ύπαρξη, ενώ στ' αλήθεια έξι άνθρωποι «πλαστοί» (αν και προικισμένοι με σάρκα και οστά) έξι άνθρωποι ψεύτικοι και αδειανοί (αν και προικισμένοι με αναπνοή πραγματική) ζητούν με αγωνία την πνοή του δημιουργού, ζητούν να γίνουν προσωπικότητες αληθινές. Έτσι και στα μυθιστορήματα και στις νουβέλλες του που είχαν πέρα για πέρα εξαντλήσει το θέμα, περιγράφει ο Πιραντέλλο την άδεια ή έστω ετοιμόρροπη υπόσταση του σύγχρονου ανθρώπου. Τα δράματα του φημισμένου δραματικού συγγραφέα δεν προσθέτουν σχεδόν τίποτα το ουσιαστικό στο έργο του μυθιστοριογράφου. Όπως κι ο μυθιστοριογράφος, έτσι κι ο θεατρικός συγγραφέας στέκεται και αρκιέται στη διαπίστωση του κακού και δεν προχωρεί ούτε ένα βήμα στη λύτρωση. Ο μυθιστοριογράφος που έχει το δικαίωμα να περιορίσει την πνευματική του αποστολή στο πλαίσιο του «ιστοριογράφου» και του «κριτικού», δεν είχε ανάγκη να προχωρήσει. Ο δραματικός ποιητής έπρεπε να δοκιμάσει κι ένα βήμα πιο πέρα. Και από την πιο τυφλή μοίρα μας έσωζαν άλλοτε οι μεγάλοι τραγικοί —οι αρχαίοι και ο Σαίξπηρ— με την ποίηση. Ο Πιραντέλλο όμως δεν είναι μεγάλος ποιητής. Και από την πιο φριχτή πραγματικότητα μας σώζει το νατουραλιστικό θέατρο με την ηθική αντίδραση που γεννάει η πραγματικότητα και που πολλές φορές (στον Ίψεν και σ' άλλους) τη μορφοποιεί ο ίδιος ο συγγραφέας θετικά (ποιητικά και προφητικά). Ούτε αυτό δεν το κάνει ο Πιραντέλλο. Το θέατρο του Πιραντέλλο δε λυτρώνει. Όσα θεατρικά έργα του προκαλούν «ευχαρίστηση» έχουν αστοχήσει. Έχουν αστοχήσει, γιατί απλούστατα προκαλούν ευχαρίστηση χωρίς να 'ναι στο βάθος διόλου «ευχάριστα» τα όσα αποκαλύπτουν. Το έργο του «Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα» δεν προκαλεί βέβαια διόλου «κέφι», είναι μάλιστα φοβερά καταθλιπτικό, κι αυτό όμως όχι μόνο δε λυτρώνει, αλλά έχει ακριβώς το σκοπό να σε δέσει στη φυλακή της πιο αλύτρωτης ανθρωπότητας. Αυτό τουλάχιστο ζητάει ο συγγραφέας να κάνει στην ψυχή εκείνου που μπαίνει στο νόημα του έργου. Ακόμα κι εκείνος που δε μπαίνει, ζει —από τη στιγμή που θα πάψει να διασκεδάζει με το τέχνασμα— σ' ένα χάος, δεν ξέρει αν πρέπει να πιστέψει τα μάτια του, δεν ξέρει καλά καλά αν τα όσα γίνονται στο δράμα είναι αλήθεια ή σκηνοθεσία (δραματική αλήθεια ή θέατρο μέσ' στο δράμα). Ο Πιραντέλλο έζησε μέσα του χωρίς άλλο πολλά προβλήματα και έδωσε κάπου - κάπου μιαν έκφραση δυνατή στα προβλήματά του. Του έλειπε όμως η αληθινή δημιουργική πνοή, γιατί του έλειπε απλούστατα η ποιητική ψυχή.
Η πνευματικά διαυγέστερη και δυνατότερη προσωπικότητα της Ιταλίας στα τελευταία πενήντα χρόνια δεν ανήκει άμεσα στη λογοτεχνία, δε δούλεψε δηλαδή ούτε την ποίηση, ούτε τον ποιητικό αφηγηματικό λόγο. Η προσωπικότητα αυτή είναι ο μεγάλος αισθητικός και κριτικός, ο διαλεχτός φιλόσοφος και ιστορικός Μπενεντέττο Κρότσε (Benedetto Croce). Ο Κρότσε γεννήθηκε στα 1866, κι έτσι όλες σχεδόν οι κινήσεις που σημειώθηκαν στην Ιταλία ύστερ' από τα 1900, έχουν μια βαθιά ή εξωτερική σχέση μαζί του. Ο ίδιος φυσικά —σαν πνεύμα μεγάλο, προσανατολισμένο στις αιώνιες αξίες— αντιμετώπισε με εχθρότητα ή με περιφρόνηση τους φουτουρισμούς ή και αυτά ακόμα τα επαναστατικά ξεσπάσματα που ζητούσαν να διατηρήσουν κάποια συνειδητή επαφή μαζί του, δηλαδή να παρουσιασθούν σα φυσική συνέπεια των δικών του αισθητικών συνθημάτων. Οι νέοι —επιπόλαιοι, και βιαστικοί— τον παρερμήνευσαν τον Κρότσε, γιατί άλλωστε το έργο του
«Φιλοσοφία του πνεύματος» και ειδικότερα το τμήμα εκείνο που είναι αφιερωμένο στην «Αισθητική» και που βγήκε με τον ιδιαίτερο αυτό τίτλο στα 1900, είναι ένα έργο που για να νοηθεί προϋποθέτει μεγάλη πνευματική σοβαρότητα και πειθαρχία. Ο Κρότσε με την «Αισθητική» του σημείωσε ένα σημαντικό σταθμό στην παγκόσμια φιλοσοφική σκέψη. Ο Κρότσε εμπνέεται προπάντων από τον Γκαίτε και από την ιδέα της Ελευθερίας. Όπως ήταν φυσικό, δε συμβιβάστηκε με το φασισμό.
Πρώτη εισαγωγή και δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
ΠΑΝ.ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
Η επεξεργασία, επιμέλεια μορφοποίηση κειμένου και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο, για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο:
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου