ΗΤΑΝ ΚΥΡΙΑΚΗ, άπολείτουργα τοΰ Αγίου Άνδρέα, σχεδόν μεσημέρι έξω άπό τό ναό των Άγίιον Άναργύρων στοΰ Ψυρρή. Κι ήταν χειμώνας.
Ο κυρ-Νικόλας Μπούκης πλησίασε τόν
Παπαδιαμάντη, ύστερα άπό όρμήνεια τής κυρα-Πολυξένης, τής γυναίκας του καί τοΰ
είπε μέ σεβασμό, με συστολή, σχεδόν μέ ντροπή
-Κύριε Άλέκο θά μας έκαμνε μεγάλη
ευχαρίστηση νά ερχόσαστε στό σπίτι μας.
-Πάλι; άποκρίθηκε μέ εύγενικό τρόπο
έκεϊνος.
-Τό φαγί μας σήμερα δέν είναι τίποτα
σπουδαίο. Νά, θά μοιραστούμε τή σούπα πού ’φτιαξε ή Πολυξένη.
-Μά σάς είμαι μπελάς.
-Όχι, όχι, κάθε άλλο. Θά βρίσκονται καί
μερικοί άλλοι φίλοι στό τραπέζι, δέν μπορείτε νά λείψετε σείς
-Νά ξέρατε κύρ Νικόλα, τί θά πει μαγκούφης
άνθρωπος...
-Μά τί είναι αύτά πού λέτε κύρ Άλέκο. Άφοΰ
ξέρετε πόση χαρά μάς δίνετε κάθε φορά πού έρχεστε στό φτωχικό μας.
Read More ->>