Γιατί λες «Δόξα τω Θεώ»;
Έξω βροχή, πλημμύρα. Άνθρωποι λίγοι αλλά βιαστικοί προσπαθούν να αποφύγουν τις ουράνιες στάλες νερού. Ο ήλιος έχει μέρες να φανεί. Τα φώτα του δρόμου δεν καίνε πια, σημείο ότι είναι ημέρα…μα είναι σαν να μην ξημέρωσε ποτέ.
Το δωμάτιο σκοτεινό με ανταύγειες χρωμάτων από το φως του καντηλιού. Και εγώ ομιλώ με μια γλυκιά μελαγχολία, με την θυγατέρα του φθινοπώρου και της σιωπής.
Ρουφώ τον χρόνο παρατηρώντας το τρέμουλο της φλόγας του καντηλιού, το οποίο καθώς χορεύει λες και παρασύρει μαζί του και τα πρόσωπα τα άγια, τα σώματα εκείνων που στέκουν καθαρμένα με την μετάνοια, αποτυπωμένα στα χρώματα του αγιογράφου.
Δέρνουν αλύπητα οι στάλες το παράθυρο. Παράθυρο παλαιό, που από μέσα του ζήσανε πολλοί γείτονες και περαστικοί. Κάνω να το πλησιάσω, να ζήσω και εγώ λίγο από την ζωή των άλλων. Πλησιάζω. Το ακουμπώ, μα τα χνώτα μου εμποδίζουν την όρασή μου. Απομακρύνομαι λίγο.
Στον δρόμο δεν βλέπω πρόσωπα, μόνο σιλουέτες ανθρώπινες με ομπρέλες που τις σκέπουν.
Ξάφνου μία σιλουέτα μες στα μαύρα, μα φωτεινή. Χωρίς ομπρέλα. Χωρίς βιασύνη. Με μια ειρήνη στο βήμα και στο βλέμμα. Κοντοστέκεται στην γωνιά του πεζοδρομίου. Κοντοστέκεται σαν να ψάχνει κάτι. Απλώνει το χέρι του και αφήνει κάτι δίπλα σε κάτι σκουπίδια.
Read More ->>