Αλέξανδρος Μωραιτίδης
Είχε διαβάσει εις το Ευαγγέλιον, αλλά και πολλαίς φοραίς του εξηγούσεν ο μακαρίτης ο Γέροντας, ο πνευματικός της νήσου, με τα μεγάλα μάτια και την χονδρήν φωνήν, πως η ψυχή είνε πλέον πολύτιμον πράγμα από το σώμα, και, αν την χάση κανείς, με τίποτε πλέον, ουδέ με τον κόσμον όλον, δεν ημπορεί να την εξαγοράση . . . Το επίστευεν αυτό, και περισσότερον ακόμα επίστευε την φωνήν του Γέροντα, οπού χονδρά-χονδρά αντηχούσεν έως μέσα εις την καρδίαν του πάντοτε:
— «Ή τι δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού; . . .»
Διά τούτο ο Γεωργάκης της Λιμπέρταινας δεν ελυπήθη τόσον, όταν έμαθε τον θάνατον της μητέρας του, όσον τώρα, οπού εξημέρωνε το ψυχοσάββατον, το πρώτον ψυχοσάββατον, μετά τον θάνατόν της. Η σκούνα, με την οποίαν εμπαρκάρισεν ως ναύκληρος, ήτο αραγμένη εις μίαν έρημον ακτήν, παρά την είσοδον του Ελλησπόντου, από παρακαιρόν. Είχον φορτώσει τούβλα από τη Μασσαλίαν, προωρισμένα διά τον σιδηρόδρομον της Ανατολής, τα οποία έπρεπε να παραδώσουν εις Νικομήδειαν, και εξ αιτίας ισχυρών βορείων ανέμων εχασομερούσαν τώρα τόσαις ημέραις έξω από το Σιτλί-Μπαχάρ.
Από το πρωί ακόμα, την Παρασκευήν, σαν εκύτταξε την Σύνοψιν, επάνω εις την πρωινήν του προσευχήν, τον κατέλαβε μία βαθυτάτη μελαγχολία, όταν είδε πώς εξημέρωνε ψυχοσάββατον εις την ερημίαν εκείνην, τόσον, οπού ελησμόνησε να δώση εργασίαν εις το πλήρωμα. Και σαν να του κακοφάνη ολίγον του πλοιάρχου, όστις ήτο αγανακτισμένος και από τον καιρόν. Αλλά καλόβολος φυσικά, ως ήτο, ο καπετάν Γιάννης και ανοιχτόκαρδος, δεν τον ήλεγξε πολύ πικρά τον νεαρόν ναύκληρον, γιατί τον εγνώριζε «περήφανον στη δουλειά του» πάντοτε. Αλλ' όταν, εξελθών από το καμάρι πίσω αφού έπιε τον καφέ του, είδε τους ναύτας να ξετινάζουν τα ράντσα των, τας κρεμαστάς των κλίνας, είπε προς τον λοστρόμον του, όστις ακκουμβισμένος επάνω εις την κωπαστήν παρηκολούθει τα κυλιόμενα πέραν αγρίως λευκά κύματα του Αιγαίου:
Read More ->>