ΕΝΑΣ ΞΕΝΟΣ
Π. Β. Πάσχου
Κανείς δεν ήξερε ποϋθε κρατούσε πράγματι ή σκούφια του. Όποιον νά ρώταγες μές στό χωριό, θά σήκωνε πρώτα τούς ώμους του, κ’ ύστερα θά έκανε τή συνηθισμένη γκριμάτσα, σά νά ’λεγε: «ποιός σάματις ξέρει, νά ξέρω κ’ έγώ;» Κι αν κανείς έπαιρνε τό θάρρος νά ρωτήσει τόν ϊδιο, από πού ήρθε καί πού άφησε τούς δικούς του, έκεινος απαντούσε, σχεδόν στερεότυπα: «Άπό τη γή έφυγα καί στη γή θά επιστρέφω φτάνει, αφεντικό;» Κ’ έκοβε μονομιάς την κουβέντα.
Έφτασ’ ένα φθινοπωρινό βράδυ, πού είχε κιόλας άρχισει νά πέφτει πάχνη. Χτύπησε μιά πόρτα καί ζήτησ’ ένα πιάτο φάι. 'Ύστερα ρώτησε αν έχουν ανάγκη άπό έναν εργάτη ή ένα δούλο. Τού άπάντησαν, πώς δέν είχαν. Τό ’βλεπε κι αύτός, πώς είχαν άρκετά παιδιά γιά νά δουλέψουν τά χωράφια τους. Μετά τούς παρακάλεσε νά τόν άφήσουν νά κοιμηθεί στόν αχυρώνα ή στό αχούρι. Τόν άφησαν νά κοιμηθεί άνάμεσα φούρνο καί μαγειριό, στό χαγιάτι, πού δέν τό ’πιάνε άγέρας, κι όσο νά ’ναι, κρατούσε λίγη ζέστη καί τη νύχτα. Τό πρωί, πρίν ακόμη ξυπνήσουν οι νυκοκυραίοι, ό ξένος σηκώθηκε καί ταχτοποίησε τό γιατάκι του. Συμμάζεψε στην άκρη τίς φτωχοπραμάτειες του κ’ έκατσε σταυροπόδι μπρός στό φούρνο. ’Έτσι τόν βρήκε ό Μπαρμπαθόδωρος, πού βγήκε πρώτος άπ’ τό σπίτι, γιά νά ρίξει μιά ματιά στά ζωντανά στό σταύλο.
Καλημέρα, ξένε μου, πώς καλοκοιμήθηκες; Μπάς καί κρύωσες εδώ έξω;
Read More ->>