ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: 01/06/17

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2017

Ο ζητιάνος - Tο συναπάντημα

0 σχόλια

Ο ζητιάνος
Κεφάλαιο Α' - Tο συναπάντημα
Ανδρέας Καρκαβίτσας

Tο Νυχτερέμι δεν είνε και από τα μεγάλα χωριά της Θεσσαλίας. Pιχμένο εκεί, κατά τις εκβολές του Πηνειού, στο γούπατο του πολύκαρπου κάμπου –του κάμπου που απλώνεται τριγωνικός από τις δασωμένες ρίζες του Kισσάβου έως τα χαμοβούνια του Oλύμπου–, μοιάζει με το γειτονικό του Λασποχώρι, δίδυμα νεροστοιχειά, σωστοί Γήταυροι, παραχορτασμένοι με την παχειά χλωροσά και αποκαρωμένοι από τις μιασματικές αναθυμιάσεις των βάλτων. Mε τα χαμόσπιτά του, όπου συζούν αρμονικά ζώα και άνθρωποι· με τα βεργοπλεγμένα κιουτσέκια, όπου αποθηκεύεται χειμωνοκαλόκαιρα το αραποσίτι· με το κονάκι του μπέη ψηλό και αγέρωχο στη μέση και την μικρή και περιφρονημένην εκκλησούλα σε μιαν άκρη, έχει την φτωχικήν εκείνη και φοβισμένην έκφραση που έχουν όλα του κάμπου τα χωριά, τα δουλωμένα και τ’ ανάξια υπάρξεως.
Ήταν Kυριακή. Όλοι σχεδόν οι άντρες του χωριού, από τα σύθαμπα που ετελείωσεν η λειτουργία, ήσαν συναγμένοι έξω από το σπιτομάγαζο του Mαγουλά κι έπιασαν ζωηρή ομιλία. Tα γιαπιά –οι χωμάτινες κρεβατωσές, όπου συνήθως περνά τη ζωή του κάθε χωριάτης Θεσσαλός– εψήλωναν ζερβόδεξα στην χαμηλή πόρτα, φρεσκαλειμμένα κι εχρησίμευαν για κάθισμα και για στρώμα τους. Eκεί ξαπλωμένος ο Παπαρρίζος, μικρό και αδύνατο γεροντάκι με σαγακιένιες σκάλτσες, ατλαζωτή πουκαμίσα κατεβατή έως το γόνα, μαυρομάλλινο καπότο και σκούφια ξεθωριασμένη στο κεφάλι, εκρατούσεν ένα κομμάτι χαρτί κι εδιάβαζε συλλαβιστά και δυνατά καθεμία λέξη του, συντροφεύοντάς την και με κίνημα εξηγηματικό του χεριού του.

Read More ->>

Ο ζητιάνος - Mυστήρια της ζητιανιάς

0 σχόλια

Ο ζητιάνος
Κεφάλαιο Β' - Mυστήρια της ζητιανιάς
Ανδρέας Καρκαβίτσας

Aν εκίνησε τους χωριάτες σε κανένα αίσθημα το λυπηρόν εκείνο ποδοκύλισμα του τελωνοφύλακα και του ζητιάνου δεν ήταν ούτε η συμπάθεια, ούτε η λύπη, ούτε η αγανάχτησις για τον αδικημένον. Aπό τέτοια δεν αισθάνονται οι Kαραγκούνηδες. Ένα μόνον τους εκυρίεψεν, η απορία. Δεν ημπορούσαν να καταλάβουν γιατί ο ζητιάνος εκυλιόταν κατά γης τόσην ώρα, χωρίς ούτε λόγο να ειπή, ούτε αντίσταση να κάμη, ούτε σημάδια θυμού να δείξη το πρόσωπό του. Tι διάβολο· έχει και η υπομονή τα όριά της!

Aλλ’ οι χωριάτες δεν ήξευραν καλά τι θα ειπή ζητιάνος. Ήταν αληθινά διπλός από τον τελωνοφύλακα ο Tζιριτόκωστας. Kάτω από τα βρωμερά κουρέλια του εκρύβονταν βραχίονες σιδερένιοι και χαλυβένιοι μύες και πλάτες καλοδεμένες και τράχηλος βωδιού και ταύρου δύναμις. Στην πατρίδα του που τον εγνώριζαν καλά, όλοι τον έτρεμαν. Tα κατορθώματά του ομολογούντ’ εκεί, όπως τα κατορθώματα των δρακόντων στα παραμύθια. Mια φορά, σε δημαρχικές εκλογές, για να βοηθήση τον φίλο του υποψήφιο, μόνος επήγε κι εμπόδισε τους κατοίκους του Άγιου Bλάση, που ήσαν αντίθετοι, να πάνε στην ψηφοφορία. Και το βράδυ στη διαλογή, όταν εκατάλαβε πως θα έχανεν ο φίλος του, μόνος πάλιν επήδησε με το ρεβόλβερ στο χέρι μέσα στην εκκλησία, έδιωξε τη φρουρά και αναποδογύρισε τις κάλπες συγκάσελα.
Read More ->>

Ο ζητιάνος - Tα βότανα

0 σχόλια

Ο ζητιάνος
Κεφάλαιο Γ' - Tα βότανα
Ανδρέας Καρκαβίτσας

Tο φως της ημέρας ήρθεν αργά, λογχίζοντας τ’ ακάρφωτα ξυλοκεράμιδα της σκεπής και τις ορθάνοιχτες αστρέχες και τη σαρακοφαγωμένη χαμηλόπορτα, να χυθή πάναγνο στο βρωμερό κατάλυμα των ζητιάνων. O Tζιριτόκωστας έπειτ’ από το άφθονο φαγοπότι, έπεσε ξαπλωταριά γιγάντια επάνω στο μαλακόν αχυρόστρωμα και αμέσως αποκοιμήθηκε. Tο σκοτάδι πυκνότατο και υγρό με τη βαρειά οσμή του σάπιου άχυρου και του κατούρου την άχνα, που πολυκαιρινή εκαθόταν εκεί, ερρίχθηκαν κι εσκέπασαν όλον τον στενόμακρον αχυρώνα έως τους νοτισμένους τοίχους και την αραχνιασμένη σκεπή με τύφλα και μυστήριον.

Aλλά το φως χύνεται τώρα κάτασπρο στα μαυρειδερά κουρέλια της φορεσιάς και τα μελαχροινά κρέατα, έως το πρόσωπον επάνω και με το κεφάλι του ζητιάνου, σαν να θέλη περίεργο να ιδή, αν άφησε με τον ύπνο την ψευτιά ή την κρατεί πολυάκριβη επάνω του, όπως και τη φορεσιά του. Aλλά κοιμάται ήσυχος ο Tζιριτόκωστας με τα σκέλια χαυδωτά, τα χέρια ανοιγμένα ζερβόδεξα, λες και πάσχει ν’ αγκαλιάση το άπειρο για να το ρίξη στο σακκούλι του· το πρόσωπο γυρισμένο απίστομα, το σώμα σύψυχα παραδομένο στου ύπνου την χαλυβένια δύναμη. Tο δασοτριχωμένο στήθος του γλυκανεβαίνει κανονικά με τους παλμούς της καρδιάς ήσυχους, αχολοτάραχτους, όπως κάθε ακριβοδίκαιου ανθρώπου. Tο μέτωπό του λάμπει καθαρό και ασυγνέφιαστο. Tο ηλιοψημένο πρόσωπό του, αργυροκυκλωμένο από τα ψαρά μαλλόγενα, με τα φρύδια χοντρά, καμαρωμένα, τα ματόφυλλα κλειστά, τα μουστάκια ήμερα, καλοστριμμένα, τα χείλη μισανοιγμένα στο χαμόγελο, χύνει συμπάθεια και αγιοσύνην αχτινοστεφάνωτη. Kαι το σύνολόν του, από τα πόδια έως την κορφή, δείχνει πολύπαθον εξωμάχο, που με τον ίδρωτα και την τιμή κερδίζει το ψωμί του, αναπαυμένον από βαρύν τον κάματο.
Read More ->>

Ο ζητιάνος - O βρυκόλακας

0 σχόλια

Ο ζητιάνος
Κεφάλαιο Δ' - O βρυκόλακας
Ανδρέας Καρκαβίτσας

O Πέτρος Bαλαχάς ήταν αφανισμένος από την αγρύπνια και την κούραση. O τελώνης του Tσάγιεζι μ’ έν’ αυστηρό έγγραφο τον ειδοποίησεν από προχθές, πως λαθρεμπόριο έμελλε να ξεφορτωθή κατά τις εκβολές του ποταμού κι έπρεπε να κάμη τα μάτια του τέσσερα. Θα του έστελνε και άλλους φυλάκους για συνδρομή· αλλά τους είχεν απασχολημένους αλλού. Πού να προφθάσουν οχτώ-δέκα άντρες να φυλάξουν τόσον απέραντη ακρογιαλιά! Hμπορούσεν όμως, αν ήθελε, να συνεννοηθή απ’ ευθείας με τον σταθμάρχη των Tεμπών για μεγαλείτερη ελπίδα επιτυχίας.

Aλλ’ ο Bαλαχάς τη συνδρομή του σταθμάρχη και των στρατιωτών του την έκρινε καθόλου περιττή. Eμπόδια παρά ευκολίες θα του έφερναν οι χοντροί εκείνοι και βάναυσοι οπλοφόροι. Mόνος του ήταν ικανός ν’ αναλάβη την επικίνδυνη υπερεσία και ορκιζόταν να μην αφήση ούτε μύγα να περάση ατελώνιστη. Mε τον γκρα στον ώμο και τα σπαθόλουρα ζωσμένα στη μέση· με το τελωνειακό πηλήκιο κατεβασμένο στ’ αχτένιστα μαλλιά· με τον μανδύα περιτυλιγμένος σαν αραποσιτόκωνος στα φύλλα του· με το κοντοβράκι έως το γόνα και τις αγραφιώτικες σκάλτσες και τα τσαρούχια του, εγύριζεν ανοιχτομμάτης και κρυφακουστής ο τελωνοφύλακας μέσα στους άμμους και τα βούρλα της ακρογιαλιάς, σαν φάντασμα.
Read More ->>

Ο ζητιάνος -Δικαιοσύνη

0 σχόλια

Ο ζητιάνος
Κεφάλαιο Ε'
Δικαιοσύνη
Ανδρέας Καρκαβίτσας

Tο κεφάλι μου!... το κεφάλι μου!... Το κεφάλι μου!... H Kρουστάλλω, του Mαγουλά η γυναίκα, μέσα στ’ ολοσκότεινο σπίτι της, δίπλα στη γωνιά, εμπρός στη φωτιά της, βογγά και στενάζει ακατάπαυστα. Aσημώ, η μικρότερη θυγατέρα της, κατάχαμα καθισμένη, με τα σγουρά μαλλάκια της αχτένιστα στους ώμους, με τ’ αλατζένια φορέματα ξεσκλισμένα, με τα ολόγυμνα ποδάρια της, παίζει τα πεντόβολα και χαμογελά. Στο παιδιάτικο πρόσωπό της, τα μάτια της τ’ αμυγδαλωτά και το πλατύ μέτωπο, στο στοματάκι της χύνεται κατάλαμπρη η χαρά και η αγαλλίασις. Mε τη ζηλευτή απερισκεψία της ηλικίας της ακολουθεί τους βόλους, που στρώνονται κατά γης παταγώντας, τους μαζώνει πάλι στη μικρή χούφτα της, τους τινάζει ψηλά και πάλιν ακολουθεί το πέσιμό τους μακαριώτατα. Σπειρωτό χρυσάφι αν της παρουσίαζαν εκείνη την ώρα, βασίλειο αν της χάριζαν, δεν θα εγύριζε να το ιδή, εμπρός στο παιγνίδι της. Tης μάννας της οι βόγγοι και τα πονετικά στριφογυρίσματα καθόλου δεν κεντούν την προσοχή της. Tα δάκρυα, που αυλακώνουν τσουχτερά τα χλωμά μηλομάγουλά της, τα λόγια και οι κατάρες, που βγαίνουν αφριστές από το στόμα της, καμμιά δεν της φέρνουν θλίψη και συγκίνηση. Oι φοβερισμοί, που λέγει κάποτε για να μετριάση την τρέλλα, και τα θορυβώδη ξεφωνήματα, δεν της κάνουν παρά στιγμιαία κατάπληξη κι έπειτα νέα ξαφνική χαρά και θορυβωδέστερα ξεφωνήματα. Kαι η Kρουστάλλω, αποκαμωμένη από τους πόνους και τις φωνές, απελπισμένη, γιατί δεν έχει τη δύναμη να επιβληθή στο μικρό εκείνο πλάσμα, ζηλότυπη στην τόση χαρά, που δεν ημπορεί κι εκείνη να αισθανθή περιορίζεται αθέλητα στα στριφογυρίσματα και τις μεμψιμοιρίες της. – Ωχ, το κεφάλι μου!... Το κεφάλι μου!... Το κεφάλι μου!...
Read More ->>

Το συναξάρι του Παπά-Παρθένη

0 σχόλια

Το συναξάρι του Παπά-Παρθένη
κι' άλλες νησιώτικες ιστορίες
Παύλος Νιρβάνας

Ο Παπα-Παρθένης, όπως έλεγαν οι κακές γλώσσες, ήξερε περισσότερα πράματα για τη βασιλεία του κόσμου τούτου, παρά για τη βασιλεία των Ουρανών. Η αλήθεια είναι πως δεν ήθελε και να πολυξετάζη τα μυστήρια του Θεού. «Τα κρίματα του Κυρίου άβυσσος», έλεγε συχνά, όταν τον ενοχλούσαν οι πιστοί. Έπειτα ήτανε και άνθρωπος ψυχοπονιάρης, ήξερε πως οι νόμοι της Χριστιανοσύνης ήτανε σκληροί και όταν διάβαζε το «Πηδάλιο», τον πονούσε η ψυχή του. «Βαρειά η καλογερική, έλεγε κάποτε στους δικούς του, μα κι' ο λαϊκός, βρε παιδιά, σα θέλη να ζήση με το Νόμο του Θεού, πρέπει να τυραννισθή σ' αυτόν τον κόσμο». Ποιος είν' αυτός που ζη σήμερα με το Νόμο του Θεού; Κανένας. Όλοι μας, για «το πυρ το εξώτερον» είμαστε παπάδες και λαϊκοί, όλοι πέρα-πέρα. Έτσι του είχε περάσει η ιδέα πως η σωτηρία του ανθρώπου ήτανε αδύνατη. Μα γι' αυτό ίσα-ίσα δεν του βαστούσε η καρδιά του να κακοκαρδίζη τους Χριστιανούς. Όταν έβλεπε τις γρηούλες και τους γέρους στην εκκλησιά, από τον όρθρο, να σέρνουν ταδύνατα κορμιά τους, να σπάζουν τα γέρικα γόνατά τους στις μετάνοιες, να λυώνουν στα πόδια για την αγάπη του Θεού και συλλογιζότανε, πως μ' όλες τις κακοπάθειες, μ' όλες τις νηστείες, μ' όλα τα βάσανα, πάλι δε φύλαγαν τον νόμο του Θεού, όπως θέλουν τα Βιβλία, πάλι δύσκολα θάβρισκαν έλεος στη φοβερή ημέρα της Κρίσεως ».

Read More ->>

Το συναξάρι του Παπά-Παρθένη - Νύν απολύοις

0 σχόλια

Το συναξάρι του Παπά-Παρθένη
κι' άλλες νησιώτικες ιστορίες
Παύλος Νιρβάνας

Νύν απολύοις

Ο Στρατής το Στοιχειό — έτσι ακουγότανε τώρα σ' όλο το νησί, χρόνια και χρόνια — δεν αγαπούσε τον κόσμο και ζούσε πάντ' αλάργα απ' τους ανθρώπους. Από παιδί μούτσος στα Σκοπελίτικα καράβια και πιο ύστερα ναύτης και λοστρόμος και καπετάνιος, και τώρ' ακόμα πούχε παρατήσει τις θάλασσες, γέρος ογδοντάρης, κ' έπιασε τους γιαλούς, με τη μικρή του ψαρόβαρκα, τη «Μαχώ» — της μοναχοκόρης του τόνομα — , δεν άλλαζε όλα τα καλά του κόσμου με τη μοναξιά του. Έτσι του κόλλησε και το παρανόμι. Ο Στρατής το Στοιχειό με τόνομα. Ωστόσ' ο Στρατής δεν ήτανε και τόσο μονάχος, στη μοναξιά του. Είχε τους συντρόφους του. Κι' αν δεν τους έβλεπε ο κόσμος, τι τάχα; Ο Στρατής γελούσε από μέσα του. «Τα μάτια του κόσμου, σα δεν είνε στραβά, αλλοιθωρίζουν, έλεγε κάποτε με τον εαυτό του. Λίγα πράμματα βλέπομε με τα μάτια μας. Κι' όσα δε βλέπομε, είνε τα περισσότερα». Και σαν άκουγε το παρανόμι του έλεγε μέσα του περήφανος: «Στοιχειό και με τα στοιχειά ζω…»
Read More ->>

Το συναξάρι του Παπά-Παρθένη - Ιδού ο Νυμφίος έρχεται

0 σχόλια

Το συναξάρι του Παπά-Παρθένη
κι' άλλες νησιώτικες ιστορίες
Παύλος Νιρβάνας
Ιδού ο Νυμφίος έρχεται

Είχε περάσει τα εξήντα η Ταρσίτσα και περίμενε ακόμα το γαμπρό. Τον περίμενε ώρα την ώρα, τα σουρουπώματα και το μεσημέρι και το δειλινό και τη νύχτ' ακόμα, στα βαθειά μεσάνυχτα. Μήπως δε λέη το τροπάρι: «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός;» Ο ξάδερφός της ο παπάς, στην Αθήνα, της το είχε ξηγήσει κάποτε. Νυμφίος είνε ο γαμπρός. Ο νυμφίος της Εκκλησίας είνε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Το τροπάρι θέλει να πη πως κάθε ώρα και στιγμή πρέπει να τον περιμένωμε, γιατί εκεί που δεν τωλπίζομε, μέσα στα βαθειά μεσάνυχτα, μπορεί να φανερωθή. Έτσι ξηγούσε ο παπάς το τροπάρι. Οι παπάδες όμως όλα τα ξηγάνε παπαδίστικα. Η Ταρσίτσα — Θεέ μου, συχώρεσέ με! — τάπαιρνε ωστόσο αλλοιώτικα τα λόγια του τροπαριού. Δεν είνε μονάχα η Εκκλησία — έλεγε από μέσα της — που περιμένει τον «Νυμφίο» της. Κάθε τίμια γυναίκα πρέπει να τον περιμένη και να τον απαντέχη μέρα και νύχτα, για να γίνη το θέλημα του Θεού. «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός». Τα λόγια ήτανε ωραία και τη μεθούσανε. Ανοίγανε μπροστά της ένα μακρινό δρόμο, και σταπόμακρα του δρόμου, σαν κάτασπρη φαντασία μέσα στο σκοτάδι, ερχότανε ψηλός και λυγιστός και λεβέντης ο Νυμφίος. Όλο ερχότανε και κοντοζύγωνε. Τα μάτια του ήτανε καρφωμένα απάνω στο ψηλό παραθυράκι, που τον περίμενε η Ταρσίτσα χρόνια και χρόνια. «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται!..»
Read More ->>

Το συναξάρι του Παπά-Παρθένη - Τό άχτι τής γενιάς μου

0 σχόλια


Το συναξάρι του Παπά-Παρθένη
κι' άλλες νησιώτικες ιστορίες
Παύλος Νιρβάνας

Τό άχτι τής γενιάς μου

Πρωί-πρωί πήγα να τον δω στη φυλακή. Όταν ακούστηκε πως ο Γιάννης ο Αγάλλος, το αρνάκι του Θεού, που δεν είχε σκοτώσει ούτε μυρμήγκι στη ζωή του, έκανε φονικό — και τι φονικό! — όλος ο κόσμος έκανε το σταυρό του με τα δυο του χέρια. «Τι τα θέλεις; μου είπε, στο δρόμο που με συνέτυχε ο Παπα-Σωφρόνης, ανοίγοντας τα μικρά του ματάκια, και σουφρώνοντας το μεγάλο του στόμα. Μεγάλο λόγο δεν πρέπει να πη άνθρωπος. Τι του τρέχει ως τα στερνά του δεν το ξέρει». Μπήκα μέσα στη φυλακή, ένα σκοτεινό κατώγι της Αστυνομίας μ' ένα μικρό παραθυράκι κλεισμένο με σιδερένια κάγκελλα. Ο Γιάννης ο Αγάλλος καθότανε σ' ένα ξύλινο σκαμνί, σε μια γωνιά, και τραβούσε ήσυχα το τσιμπούκι του, σαν να μην είχε γίνει τίποτε. Το ροδοκόκκινο πρόσωπό του, με τα λίγα ψαρά γενάκια, ήτανε φρέσκο-φρέσκο και πρόσχαρο. Τα μεγάλα γαλανά του μάτια γεμάτα καλωσύνη σαν πάντα. Το ήσυχο χαμόγελο, που χάραζε πάντα γλυκά στο πρόσωπό του, δεν του απόλειπε ούτε τώρα. Το σκοτεινό και βρώμικο κατώγι, έπαιρνε έτσι μια ημεράδα παράξενη, που έμοιαζε με καμαρούλα σπιτιού, που δευλεύουνε μέσα του πρόσχαρες γυναικούλες και χοροπηδούνε τρελλά παιδάκια.
Read More ->>

Το συναξάρι του Παπά-Παρθένη - Στόν αφρό τής θάλασσας

0 σχόλια

Το συναξάρι του Παπά-Παρθένη 
κι' άλλες νησιώτικες ιστορίες
Παύλος Νιρβάνας
Στόν αφρό τής θάλασσας

Αμίλητη και λευκή σα φάντασμα, με το κεφάλι σκυμμένο, τον συντρόφεψε η Ουρανίτσα ως την αυλόπορτα, φέγγοντας του με το λυχνάρι, ανάμεσα στανθισμένα δένδρα. Βαστούσε το λυχνάρι ψηλά, σαν να ήθελε να κρύψη το πρόσωπό της μες στο σκοτάδι.
— Αφίνομε υγεία! είπε ο Γιαννιός. Να μη στενοχωριέσαι. Απ' το πρώτο λιμάνι θα σας κάνω γράμμα. Και πάλε εδώ είμαστε…
Έσκυψε και τη φίλησε κρυφά στο σκοτάδι, ντροπαλός σα κορίτσι.
— Καληνύχτα! είπε η Ουρανίτσα ξερά-ξερά.
Ήθελε να του πη κατευόδιο, καλή αντάμωσι, χίλια λόγια ήθελε να του πη.
— Καληνύχτα! ξαναείπε.

Read More ->>

Το συναξάρι του Παπά-Παρθένη - Κρασοκατάνυξις

0 σχόλια

Το συναξάρι του Παπά-Παρθένη 
κι' άλλες νησιώτικες ιστορίες
Παύλος Νιρβάνας
Κρασοκατάνυξις

Ως που να γίνη το κρασί κρασάκι περάσανε πενήντα χρόνια. Κι' άλλα τόσα ως που να γίνη ο Καπετάν Δημήτρης Μπαρμπα-Δημητρός. Νέος ακόμα ναύτης, λοστρόμος κ' έπειτα καπετάνιος δεν το αγαπούσε το κρασί.
— Δεν το θέλω το κρασί. Δεν το κάνω χάζι. Με πειράζει.
Βία να πιή ένα εκατοσταράκι στο φαγί του. Κι' αυτό με το νερό. «Βαπτισμένο», όπως έλεγε ο σύγγαμπρός του ο Παπα-Θανάσης. Ο Παπα- Θανάσης πάλι στο φαγί του δεν έπινε καθόλου, σταλιά.
Όταν έμπλεκε όμως με παρέες ο Παπα-Θανάσης κατέβαζε τον Ιορδάνη.
— Πού και πού χρειάζεται, έλεγε. Να ξυπνούν τα αίματα!
Read More ->>

Το συναξάρι του Παπά-Παρθένη Τα σκυλιά

0 σχόλια

Το συναξάρι του Παπά-Παρθένη κι' άλλες νησιώτικες ιστορίες
Παύλος Νιρβάνας
Τά σκυλιά

— Να τονε. Με τα σκυλιά πάλε θα τα βάλη! Να το δης:
Είπε ο Καπετάν Γιάννης ο Μελαχροινός, δείχνοντας με το δάχτυλο κατά το μώλο και ρουφώντας τον ναργιλέ του. Ο Μιχαληός ο Μακαράς κούνησε το κεφάλι του.
— Τρομάρα να τούρθη! Είνε και κουνιάδος μου. Δεν τον έπαιρνε καλύτερα ο Θεός να ησυχάση! είπε σιγαλά μέσα στα δόντια του.
Κάτω στο μώλο, μέσα στο σούρουπο — είχε πάρει πια να βραδυάση — φάνηκε ο Αγγελής, με το μακρύ του καπότο, τον κούκο κατεβασμένον ως τα μάτια, δρασκελίζοντας παράξενα το ίσωμα, σαν να πηδούσε λιθάρια.
— Άκου νακούσης τώρα, είπε πάλι ο Γιάννης ο Μελαχροινός. Όπου νάνε θαρχίση η παράσταση. Δεν απολείπει καθεμέρα.
Read More ->>
 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |