ΕΝΑ υπέροχο παλληκάρι της Γαλιλαίας, μέ
τίς λιγότερες ίσως άτέλειες ήταν καί ό Ιωάννης. Δέν ήταν υπεράνθρωπος, μήτε
θεός. Ήταν κι αύτός χωματένιος. Νεαρός τότε, άκουμποϋσε τήν άνασαιμιά του στήν
έλπίδα, έντρυφοΰσε στόν Μωσαϊκό νόμο μέ τά μή καί τό μαστίγιο, στήν Παλαιά
Διαθήκη, στίς παρηγορητικές προφητείες. Καί άκακος σάν άρνί, βοηθοϋσε τόν γέρο
Ζεβεδαΐο, τόν πατέρα του, μαζί μέ τόν άδελφό του τόν ’Ιάκωβο στόν μόχθο τής
βιοπάλης. Στήν ψαρική. Κοντολογής σ’ επάγγελμα όπου στηρίζεται στήν ύπομονή,
στόν όλονύκτιο άγώνα, στήν ολιγάρκεια. Μητέρα του ήταν ή Σαλώμη μιά άπό τις
θυγατέρες τοϋ δίκαιου Ιωσήφ. Όταν ό άνθρωπος δουλεύει ταπεινά, όταν άποφεύγει
τήν αύτοπροβολή, τήν επίδειξη, τήν άτομική του θέληση καί άκουμπά τήν σκέψη του
στήν θεία δικαιοσύνη, δίχως νά τό καταλαβαίνει, εισπράττει. Παίρνει. Τί άραγε;
’Αξιώματα, θέσεις, θαυμαστές, άργύρια, περιουσία, καλοπερνάει σάν πρίγκηπας;
Όχι. Άπό άνεμο σέ άνεμο, άπό βραδιά σέ βραδιά «άοράτως», κατακτά χιλιάδες φορές
άνώτερα βραβεία. Παίρνει πνευματικούς θησαυρούς. Χαρίσματα όπου μήτε κλέβονται,
μήτε άφαιροΰνται. Ποιός τούς προσφέρει, ποιός τούς άκουμπά στόείναι του, στήν
καρδιά του; Ό φυτευτής Παράκλητος. Τό Πνεϋμα τής άλήθειας.
Read More ->>