Οι Κεκλημένοι
Η νύχτα απόψε δέν ανασαίνει,ή μικρή φλόγα στό χείλος τού λυχναριού μένει ασάλευτη. Είναι μιά βαθειά σιωπή - ή απόλυτη ερημιά καί τό χιόνι. Τό χιόνι έχει σκεπάσει,τήν καλύβα. Ή φωνή τού γέροντα είναι σιγανή καί κουρασμένη.
«...Καί ήκουσα ώς φωνήν όχλου πολλού καί ώς φωνήν ύδάτων πολλών καί ώς φωνήν βροντών ισχυρών, λεγόντων άλληλούϊα...».
Τά ήσυχα μάτια τρεμοπαίζουν θαμπωμένα στίς πυκνές αράδες. Στό φώς τού λυχναριού τό πρόσωπο τού γέροντα είναι ήρεμο καί χλωμό.
«.Χαίρωμεν καί άγαλιώμεθα οτι ήλθεν ό γάμος τοΰ άρνίου καί ή γυνή αύτοΰ ήτοίμασεν έαυτήν...».
Τά δάχτυλα χαϊδεύουν τρεμάμενα τή σελίδα. Στά μάτια τρεμοπαίζει τό όραμα.
«...καί λέγει μοι· γράψον, μακάριοι οι εις τό δεϊπνον τοΰ γάμου τοΰ άρνίου κεκλημένοι...»
Τότε ακριβώς έτριξε ή πόρτα. Ό γέροντας σήκωσε τά μάτια στό σκοτεινό άνοιγμα. Τό πρόσωπό του φωτίστηκε .
-Ήρθα, είπε ό Θάνατος.
-Καλοδεχούμενος! έκανε ό γέροντας καί άνασηκώθηκε στό σκαμνί. Ή φλόγα τρεμόπαιζε στό λυχνάρι. Κόπιασε μέσα,κόπιασε,είσαι καλοδεχούμενος ξανάπε ό γέροντας. Τό πρόσωπό του ήταν γιομάτο φως.
Read More ->>