ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΘΑΛΑΣΣΑΝ (1899)
Αλέξανδρος Μωραιτίδης
Χριστουγεννιάτικο διήγημα
Ο Μέλτος ο Μισακός, αφού τα είπε συριανά τα Χριστούγεννα, ήρχισε να τα λέγη και ναξιώτικα. Ο καπετάν-Γιακουμής τον συνώδευε με την εξάχορδον κινύραν του, ένα λαξευτόν χρυσοκέντητον τσιβούρι, έργον των χειρών του οπού είχε κατασκευάσει εν ταις ώραις της απλοίας και νηνεμίας· ή και κατά τας μακράς του χειμώνος νύκτας, εφ' ου, είχε, μετ' επιμονής καλλιτέχνου, λαξεύσει ολόκληρον την αγοράν της πατρίδος του, με της βαρκούλαις στο ακρογιάλι, κ' ένα σπιτάκι, ψηλά-ψηλά, εις τον βράχον, την ποθητήν της αγάπης του κατοικίαν, της Μαριγούλας του. Μαριγούλαν δε ωνόμαζε και το ολόχρυσον τσιβούρι. Το είχε στολίσει σαν την ασπίδα του Αχιλλέως χωρίς να έχη διαβάσει τον Όμηρον. Ο Καπετάν-Γιακουμής ήτο αδελφός του πλοιάρχου, αλλ' ευθύμου και διαχυτικού χαρακτήρος, ηρέσκετο να συνανατρέφηται μετά των ναυτών συνήθως, εν τη πρώρα.
Οι λοιποί του πληρώματος, γύρω-γύρω, πάνω εις τας χρωματιστάς κασσέλλας των καθήμενοι, τας στενάς και μακράς, παρά τα ασκητικά ράντσα των, τας κρεμαστάς των κλίνας, ήκουον καπνίζοντες τα σιγάρα των, αναπαυόμενοι, εκεί όπως ήσαν, με τα χονδρά της εργασίας ιμάτια ακόμη, όζοντες πίσσαν και νάφθην. Ο Γιάννης ο Μπύρρος, ξηρός και υψηλός, ο ναύκληρος του πλοίου, ο καλλίτερος λοστρόμος της νήσου, περιζήτητος υπό των πλοιάρχων διά την ναυτικήν του πείραν και την διοικητικήν ικανότητα, στρίβων τον λευκόν μύστακά του με την αριστεράν, ακκουμβισμένος με την δεξιάν επί της τραπέζης, ήκουεν ευλαβώς το άσμα των Χριστουγέννων, με τον νουν του εις το χωρίον του, εις τα παιδάκια του, αλλά προσέχων πάντοτε κ' επάνω, προς τον καιρόν, ως να τον παρηκολούθει παραφυλάττων την μακρυνήν βοήν του ανέμου, οπού εσύριζεν άνωθεν απειλητικός, ωτακουστών δε συνάμα και προς την πρύμνην, μη ακούση την φωνήν του πλοιάρχου· καθόλου κύων πιστός, ο παλαιός αυτός ναύκληρος, ακουσμένος όχι μόνον εις την νήσον αλλά και εις την Πόλιν ακόμη, στόλισμα των πληρωμάτων. Το άσμα προέβαινε μελωδικώτερον πάντοτε, με τα ναξιώτικα τσακίσματά του και με την παθητικήν κρούσιν της Μαριγούλας του καπετάν-Γιακουμή, του ηδυμόλπου τσιβουρίου, όπερ ως παράπονον, το συνώδευε το παλαιόν άσμα, ηρέμα κρουόμενον, παράπονον ναύτου θαλασσοδαρμένου, παράπονον ξενιτευμένου, όπως ελαφρά-ελαφρά, κτυπά το θαλασσάκι 'ς την ακρογιαλιά, εις τας πρωίας της αύρας του πελάγους πνοάς, ή όπως κλαίει ο πεύκος εις το πρωινόν του βουνού αγεράκι, ένα κλαύμα οπού χαίρεσαι να το απολαμβάνεις.