ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΘΑΛΑΣΣΑΝ (1899)
Αλέξανδρος Μωραιτίδης
Χριστουγεννιάτικο διήγημα
Ο Μέλτος ο Μισακός, αφού τα είπε συριανά τα Χριστούγεννα, ήρχισε να τα λέγη και ναξιώτικα. Ο καπετάν-Γιακουμής τον συνώδευε με την εξάχορδον κινύραν του, ένα λαξευτόν χρυσοκέντητον τσιβούρι, έργον των χειρών του οπού είχε κατασκευάσει εν ταις ώραις της απλοίας και νηνεμίας· ή και κατά τας μακράς του χειμώνος νύκτας, εφ' ου, είχε, μετ' επιμονής καλλιτέχνου, λαξεύσει ολόκληρον την αγοράν της πατρίδος του, με της βαρκούλαις στο ακρογιάλι, κ' ένα σπιτάκι, ψηλά-ψηλά, εις τον βράχον, την ποθητήν της αγάπης του κατοικίαν, της Μαριγούλας του. Μαριγούλαν δε ωνόμαζε και το ολόχρυσον τσιβούρι. Το είχε στολίσει σαν την ασπίδα του Αχιλλέως χωρίς να έχη διαβάσει τον Όμηρον. Ο Καπετάν-Γιακουμής ήτο αδελφός του πλοιάρχου, αλλ' ευθύμου και διαχυτικού χαρακτήρος, ηρέσκετο να συνανατρέφηται μετά των ναυτών συνήθως, εν τη πρώρα.
Έλεγεν ένα στίχον ο Μέλτος ο Μισακός, κ' εσιώπα κατά το έθος των Δωδεκανήσων, αναμένων να τον επαναλάβη τώρα, μόνη της, από μέσα από τα παθητικά σπλάχνα της, μετά πόνου, η χρυσοκέντητος Μαριγούλα, ως κλαύμα πάντοτε, ως παράπονον πάντοτε. Και όταν ο ψάλτης έβλεπε την χρυσοκόκκινην φουντίτσαν, εν τη άκρα της μακράς και τορευτής χειρός, παρθενικής θαρρείς, της χειρός του τσιβουρίου, να σείεται γοργά, εν τω τέρματι του ήχου, ήρχιζε πάλιν την συνέχειαν του άσματος, επιφέρων έτερον στίχον, με όλα τα ιδιώματα της ναξίας προφοράς, σωστός ναξιώτης, ο Μέλτος ο Μισακός, με το βρακάκι του ακόμα, και το φεσάκι του. Ο Μέλτος ο Μισακός, ήτο μίμος πρώτης δυνάμεως. Δεν υπήρξε πλοίαρχος έχων ελάττωμά τι φυσικόν, εργάτης, ποιμήν ή και προεστώς του χωρίου του, που να μη εμπέση εις την μιμικήν οξυδέρκειαν του σπανού αυτού ναύτου, με το πρόσωπον το προώρως ερρυτιδωμένον και ευλογιοκομμένον εις τας παρειάς, ως κεντημένον με βελόνην. Χαρά και αγαλλίασις εις το πλήρωμα, ότε εγίνετο γνωστόν ότε επεράσθη εις τα χαρτιά και ο Μέλτος ο Μισακός. Με τας μιμικάς του παραστάσεις κατά τους μακρινούς πλους, ελησμόνουν οι αγαθοί ναύται όλα τα δεινά της ξενιτειάς, όλα τα βάσανα της βαρείας των εργασίας. Εκεί δα τους έκαμνε τον δήμαρχον τον καπετάν-Πάτερον, πώς ετραβούσε τα ρακοβόλια επαν-πανωτού, εις εκείνο το μικρόν παντοπωλείον, από την 'πίσω πόρτα, ότε δραπετεύων από το συμβούλιον, μισοζαλισμένος, του οποίου αι συζητήσεις τον εστενοχώρουν πάντοτε, ως το καραντί των ταξειδίων του, εξεζαλίζετο εκεί, εις την πίσω πόρτα του μικρού μαγαζείου, όρθιος, ασθμαίνων ακόμη, από τας συζητήσεις. Κ' εκεί τους έκαμνε πάλιν τον προεστώτα εκείνον, οπού έψαλλεν εις τα δεξιά, εις τον χορόν της Εκκλησίας, σείων την κεφαλήν του προς τα επάνω, σαν να εφοβέριζε τους θόλους, έχων τας χείρας τους εμπεπηγμένας εις την ζώνην του, ένθεν και ένθεν ως να ήθελε να τραβήξη δύο λάζους συγχρόνως, οξύθυμος ο γέρων εις άκρον, ένα δεξιά και άλλον αριστερά, να τους σφάξη όλους επάνω εις την αλαζονείαν του. Και πότε πάλιν τους έκαμνε τον μάστρο-Νικόλαν, οπού εψώνισε το κρέας και το εκόμιζεν εις την οικίαν, στεκόμενος κάθε-λίγο, καθ' οδόν, και κυττάζων αυτό γύρω-γύρω, καμαρόνων μονάχος του το οψώνιον. Και άλλοτε πάλιν τους έκαμνε τον καπετάν- Σαράντον, τον φιλάργυρον εκείνον πλοίαρχον, πώς εσύναζε, σπειρί- σπειρί τον σίτον από την κουβέρταν του πλοίου του, όταν εξεφόρτων εν εις τον Πειραιά, διώκων τας όρνιθας του πλοίου, ξου-ξου, μη τα φάγωσι, να τα φάγη εκείνος τα σκύβαλα.
Αλλ' ήτο και περίφημος μάγειρος ο Μέλτος ο Μισακός, επιτυγχάνων εξόχως εις το αλίπαστον. Ο κουρήτος, το ξύλινον βυτίον, εν ώ φυλάσσεται το αλίπαστον κρέας των πλοίων, εννοούσεν αμέσως τον δεξιόν μάγειρον, από το βύθισμα των χειρών του μέσα εις τους γάρους, ότε αφ' εσπέρας ελάμβανε τεμάχια, ίνα τα ξαλμυρίση, και επευφήμει, θαρρείς με χαράν, τραντανιζόμενος εις τα στερεά βάθρα του, ο ξύλινος κουρήτος.
— Κακό σημάδι, βρε παιδιά! έλεγε τότε ο Μέλτος ο Μισακός . .
Ο κουρήτος έτριξε πάλι· και θαρρώ πώς θα μας εχάλασε το σαλάδο.
Αλλά το σαλάδο τη επαύριον, κατεβροχθίζετο υπό τας επευφημίας όλου του τσούρμου, και αυτού του γέρω-Μπούμπα, ενός ιδιότρόπου ναύτου, εις τον οποίον τίποτε δεν ήρεσκε, και όλο και εμάλωνε, πότε με την βελόναν του και πότε με τη νιτσεράδα του, όταν δεν εύρισκεν εμπρός του τον μικρόν καμαρώτον, να πιασθή μαζί του. Και τώρα ακόμη οπού όλον το πλήρωμα με ζηλευτήν αγάπην άκουε το Χριστουγεννιάτικον άσμα, αυτός ανάψας την πίπαν του, έβγαζε καπνόν και από το στόμα και από τα μάτια, γυρισμένος ανάποδα σαν να είχεν, ο ιδιότροπος, άλλην παρέαν ξεχωριστήν, την πικρίαν και οξυχολίαν του.
Δι' αυτά τα δυο προτερήματά του ήτο συμπαθέστατος ο Μέλτος ο Μισακός μεταξύ των πληρωμάτων, διότι και εκαλότρωγαν οι ναύται με την καλήν μαγειρικήν, και εκαλοχώνευαν με τα μιμικά αστειεύματά του. Μόνον ο καπετάν-Σαράντος ουδέ ζωγραφιστόν δεν ήθελε να τον βλέπη τον Μέλτον τον Μισακόν, όχι διότι τον επεριγελούσε — τον έμελεν αυτόν τι θα πουν οι ανόητοι, διότι τάχα ήτο οικονόμος: — αλλά διότι με τα αστεία του εξωδεύετο πολλή γαλέτα εις το πλήρωμα . . .
Και αφού ετελείωσαν και τα ναξιώτικα Χριστούγεννα, διέταξεν ο Γιάννης ο Μπύρρος, ο ναύκληρος, ενθουσιασθείς, να τα είπη και Σαντορινιά. Ο Μέλτος ο Μισακός, κατά τα διάφορα ταξείδιά του, είχεν εκμάθει όλα τα πολύμορφα είδη του ιερού άσματος, και άλλα ακόμη νησιωτικά τραγούδια, έκαστον με τα ιδιώματά του τα γλωσσικά και με την προφοράν του την ιδιάζουσαν έκαστον, κ' εθάρρει κανείς την νύκτα εκείνην ότι ευρίσκετο εις όλας τας φαιδράς του Αιγαίου νήσους συγχρόνως, ποικίλως άγων την μεγάλην και χαρμόσυνον της πατρίδος μας εορτήν, τα Χριστούγεννα.
— Βάστα, Μαριγούλα, εχαιρέτισεν ο ναύκληρος, παραθαρρύνων τον καπετάν-Γιακουμήν, υπό τας μουσικάς χείρας του οποίου εγλυκοστέναζε το χρυσοστόλιστο τσιβούρι, μαλακά ερειδόμενον επάνω εις το στήθος του, τορευτόν, χρυσοκέντητον.
Αλλά την στιγμήν εκείνην ο καμαρώτος, ο Ζούμπουρας, ένας δεκαπενταετής με έξυπνα μάτια, νεανίσκος, αλλά ζαρωμένος μέσα εις πλατείς αμπάδες, ως σηπία εις το θαλάμι της, κατελθών από της πρύμνης, εκόμισε χιλιάρικην όλην, πλήρη τζαμάικας, αποστελλομένην παρά του πλοιάρχου εις τους ναύτας του, «να ξαποστάσουν».
Όλοι επεκρότησαν πάραυτα προς την απροσδόκητον θέαν της χιλιάρικης. Ο Ζούμπουρας, παραδώσας αυτήν εις τον ναύκληρον όστις τρυφερώς την ενηγκαλίσθη, καταφιλήσας τον στενόν ως καλαμένιον λαιμόν της, είπεν ότι ο πλοίαρχος έπεσε να κοιμηθή, και ότι αυτοί ας κάμουν ό,τι θέλουν. Και προσέθηκεν, από μέρους του ο καμαρώτος, ότι η θάλασσα έγεινε ξείδι και πετά σπίθαις, θαρρείς, απόξω από της Τρεις Μπούκαις, οπού ήσαν αραγμένοι, από τον θυμόν της, και δεν θα κάμουν πανιά ούτε με μια 'βδομάδα.
— Δόξα σοι ο Θεός, που τα καταλάβαμε, τέλος πάντων! είπεν ο ναύκληρος αποθέτων την χιλιάρικην με προσοχήν επί της τραπέζης, ακτινοβολούσαν εκεί ιριδόχροα ακτινοβολήματα, υπό το φως της εν μέσω του πρωραίου κρεμαμένης λυχνίας.
— Καλά Χριστούγεννα 'ς της Τρεις Μπούκαις, παππού! Δεν σου τώπα; . . .
Επείραξεν ο καμαρώτος, απερχόμενος, τον γέρω-Μπούμπαν, συλλογισμένον καθήμενον εκεί, εν τω φαιδρώ κύκλω, αμίλητον, ως μετανοημένον καλόγηρον, γυρισμένον ανάστροφα.
— Τον κακό σου, Ζούμπουρα!
Εγρύλλισεν ο γέρων ναύτης. Και μη προφθάσας να βλάψη τον εξαφανισθέντα έφηβον, κατέρριψε και κατεπάτησε μετ' άχθους τον καπνόν της πίπας του ως σκορπίον, και επανέπεσε πάλιν εις τας σκέψεις του τας σιωπηλάς, πάντοτε με την μονήρη παρέαν του.
Ο Γιάννης ο Μπύρρος, ο ναύκληρος, στρίβων τον μύστακά του τον λευκόν, έπαυσε πλέον να ωτακουστή προς την πρύμνην, και ήρχισεν ανέτως τώρα τακτικώτερον να διευθύνη την φαιδράν του πληρώματος αγρυπνίαν. Ήνοιξε την στενόμακρον κασσέλλαν του με έν τερπνόν γλυκοκελάδημα περιστρέψας την μικράν κλείδα εις την μουσικόκρουστον κλειδαριάν της, εξήγαγε μερικούς ξηρούς καρπούς, οίτινες απέκειντο εκεί, της συζύγου του δώρα, του χωρίου του γλυκείαι αναμνήσεις, καρύδια και σύκα και κυδώνια· και παραθέσας αυτά εκάλεσε τους ναύτας:
— Ξεκουρασθήτε, βρε παιδιά, τώρα.
Κ' επλήρωσε μικρά ποτήρια εκ του αποσταλέντος υπό του πλοιάρχου ποτού.
Ήσαν εκεί γύρω και άλλοι ακόμα, όλοι οι ναύται, εννέα εν όλω. Ήτο ο Γρούτσος, με τας χονδράς του χείρας, αθλητικώτατος, κρυωμένος ολίγον και βήχων. Ήτο ο μπάρμπα-Γιαννιός, αγαπών να κάμνη τον φραντσέζον, με το τσιμπουκάκι του πάντοτε εις το στόμα. Ήτο και ο Παυλάκης, άσωτος υιός πλοιάρχου Συριανού, διωγμένος από τον πατέρα του, δυο χρόνια τώρα, με μίαν μορφήν ξεπλυμένην και άχαριν εκ του ασώτου βίου, με βλέμμα απλανές, ακίνητος ως να εκοιμάτο με ανοικτά μάτια, όστις εγύρευε τσιγάρα πάντοτε, υποσχόμενος ν' ανταποδώση αυτά «σαν φθάσουν 'ς τα πόρτο». Αλλά 'ς το πόρτο πάντοτε γινόμενος άφαντος εις της κουμπάραις του· δυο φοραίς παντρεμένος 'ς τα Θεραπειά και μια 'ς τον Καρού-Τσεσμέ, ενώ εις την Σύρον έκλαιεν η μάννα του απαρηγόρητος, μόνην παρηγορίαν ευρίσκουσα επάνω εις την Αγίαν Παρασκευήν οπού εκείνα τα έτη είχεν εγκατασταθή ο εκ Σκιάθου επιφανής μοναχός Διονύσιος, ο Γέροντας αποκαλούμενος και ετέλει κάθε Σαββατόβραδον εκεί ωραίας αγρυπνίας, πολύ σεβάσμιος εις όλην την Σύρον.
Το πρωραίον είχε στεγαδώσει πλέον από τους καπνούς τόσων τσιγάρων και διέταξεν ο ναύκληρος ν' ανοίξωσιν άνωθεν μίαν υαλοθυρίδα του φεγγίτου. Πάραυτα δε εισώρμησε κάτω ρεύμα παγωμένου αέρος και μία κλαίουσα αρμονία της μυκωμένης επάνω τρικυμίας, ήτις προσπίπτουσα εις τους πολυδαιδάλους εξαρτισμούς του μεγάλου πλοίου· και τους αναριθμήτους τροχίσκους, έφθανε κάτω ως θρήνος θηρίων από μακράν μαχομένων διά το θήραμα.
Τα τρικάταρτο μπάρκο του καπετάν Φώκα, η Σκίαθος ένα ωραίον σκάφος του αλησμονήτου αρχιναυπηγού της νήσου του ξακουσμένου εις όλας τας ναυτικάς της Ελλάδος πόλεις Μάστρο-Γεωργού μόλις εσώθη την εσπέραν εκείνην, καταφυγόν ξυλάρμενον — με τα κάτω μόνον φλέσια, και τον μέσα φλόκον — εις της τρεις Μπούκαις, τον σωτήριον της Σκύρου λιμένα. Από της Σικελίας αναβαίνων εις τον Δούναβιν, με φορτίον αποικιακών, ο καπετάν-Φώκας επτά μηνών γαμβρός, επόθει, και έταξε, να εορτάση τα Χριστούγεννα εν τη νήσω του, μετά της νεαράς συζύγου του. Αλλά φθονερός της ευτυχίας του ο άγριος μαΐστρος, μετά λαίλαπος και χιονοστροβίλων εξαφθείς, τον ηνάγκασε να κλεισθή μέσα εις της τρεις Μπούκαις, οπού βράδυ-βράδυ ηγκυροβόλησεν η Σκίαθος σαν ένας αετός με μαδημένα τα πτερά του.
Σκυλί μοναχό!
Ύβριζε δάκνων τα χείλη του ο καπετάν-Φώκας, τρεις θάλασσαις συναντήσας παρά το Καβοδόρος. Μίαν από το Τσανταρλί, άλλην από το Κουσάντασι εξ ανατολών, και τρίτην εκ δυσμών, από τον Μαΐστρον. Βουνά τα κύματα, και εκυλίετο καρφωμένη εκεί η Σκίαθος με την ογκώδη κοιλίαν της. Έτριζεν ως εκ μετάλλου τους οδόντας του ο καπετάν-Φώκας από τον θυμόν του, αλλ' έτριζον και οι ιστοί του μπάρκου και οι τρεις. Άφριζεν από τον θυμόν του ο καπετάν-Φώκας βλασφημίας μόνον απαγγέλλων, αλλ' ήφριζαν και τα κύματα εισορμώντα εις το κατάστρωμα, ως πειραταί προς λεηλασίαν. Έως να κάμψουν το Καβοδόρος, έχασε της επάνω γάμπιαις της η Σκίαθος αναρπαγείσας υπό του ανέμου ως πτερά.
Αλλ' ενώ κατ' αρχάς εφάνη ότι θα υπερίσχυεν ανατολικός άνεμος, ο γραίγος, ότε θα κατευωδούτο εις την νήσον του ο καπετάν-Φώκας, αίφνης μαυρίλα πυκνή σχηματίζεται προς δυσμάς. Ιδού αστράπτει ο μαΐστρος κ' εκρήγνυται αποτόμως χιονώδης θύελλα, σκοτεινόν προβέντσο — χιονιά και κακό — θάλασσα κιαμέτι — Ωρύετο δε ο καπετάν-Φώκας, προσπαθών προς βορράν να θέτη πάντοτε την πρώραν του μπάρκου, μη διακρίνων ουδέ το δάκτυλόν του εκ της επελθούσης εν ημέρα πυκνής σκοτίας. Αλλ' η θύελλα ήτο απροσμάχητος κ' έστρεφε προς νότον το σκάφος. Σκύρος και Κύμη και πέλαγος έγειναν όλα έν πράγμα σκοτεινόφαιον, εντός του οποίου τα κύματα, όγκοι βαρείς, εχοροπηδούσαν, σωροί εδώ, σωροί εκεί, θηρία ανήμερα, με αφρούς, με αχνούς υπό μίαν φοβεράν σκοτούραν των πάντων, καθ' όλον εκείνον τον δεινόν του Αιγαίου αναβρασμόν· νομίζεις κ' έπεσον από του ουρανού των νεφελών οι παχείς όγκοι κ' εσκέπασαν βουνά και θάλασσαν. Και αυτός ο γέρω-Μπούμπας, οπού ήλπιζε μια φορά τέλος πάντων, να ευρεθή τα Χριστούγεννα εις την πατρίδα του, απηλπισμένος και αυτός, με οργήν έσφιγγε μέσα εις τας σκληράς παλάμας του τους αφρούς, που του έρριπτον εις το στήθος του επάνω τα κύματα, αναθεματίζων αυτά και λέγων:
— Δεν με ρίχνεται σαν τον Ιωνά ς' την θάλασσα, να μπονατσάρη!
Τότε ο Ζούμπουρας ο καμαρώτος, αδαής του κινδύνου, περνών απ' εμπρός από τον ωργισμένον γέρω-Μπούμπαν, χωμένος μέσα εις τας πλατείς αμπάδες του, ως χελώνη, τότε του πρωτοείπε, σαν προφήτης το παληόπαιδο:
— Καλά Χριστούγεννα 'ς της Τρεις Μπούκαις, παππού!
Και κύψας υπό τας βαρείας χείρας του γηραιού ναύτου υπεξέφυγεν ως έγχελυς, την οργήν του.
Ως σιδηραί δε αι χείρες του ναύτου, αποτυχούσαι, εκρότησαν επί του χονδρού ξυλίνου παραπέτου του μπάρκου. Ουδέν δ' άλλο κατώρθωσεν ο καπετάν-Φώκας με την ματαίαν εκείνην κ' επικίνδυνον επιμονήν του, ή ν' απολέση και της αμπάσαις-γάμπιαις του μπάρκου του, όπερ μόλις ημπόρεσε με τα φλέσια μόνον και τον μέσα φλόκον να εισπλεύση και αγκυροβολήση εις της Τρεις Μπούκαις, θαλασσοδαρμένον, θαλασσοπνιγμένον, ξυλάρμενον.
Αφού δε ηγκυροβόλησε και διηυθέτησαν οι ναύται τάρμενα, τότε ο καπετάν-Φώκας, βρεγμένος, μισοπαγωμένος, από δύο θηρία νικημένος, από την θάλασσαν και από τον θυμόν του, κατήλθε και εκλείσθη κάτω εις την πρύμνην, κλαίων σχεδόν, αποπνιγόμενος μέσα εις τον καπνόν των τσιγάρων, τα οποία κατέδακνε, δεν εκάπνιζε, θολός τον νουν και θολός την καρδίαν από τ' αναθέματα και τας κατάρας. Επάνω εις τας εξάψεις του εκείνας, τας αγρίας ως λαίλαπος μηκυθμούς, δις ενόμισεν ότι επραΰνετο η οξύτης του ανέμου, και διέταξε δις τους ναύτας, απορούντας, να κάμωσι πάλιν πανιά.
Αλλά δις πάλιν ο καπετάν-Φώκας κατησχυμμένος ηναγκάσθη να μαϊνάρη πάλιν, αυτός οπού εις άλλας περιστάσεις, από την κλίνην του ακόμη, διέκρινε την δύναμιν των ανέμων. Αλλά τώρα, με αγωνίαν επιθυμών να εκτελέση την δοθείσαν προς την γυναίκα του υπόσχεσιν, παρίστατο αμαθής και αθαλάσσωτος, και από τον απειρότερον ναύτην πλέον άπειρος.
Και αφού πλέον ενύκτωσε και απηλπίσθη να εξέλθη από της τρεις Μπούκαις, ήρχισε το κονιάκ, κάτω πάντοτε, κλεισμένος, ολομόναχος, εξερεθίζων έτι μάλλον τον θυμόν του, με το δριμύ ποτόν. Εκεί οπού ήτο, ούτε ήκουε τα Χριστουγεννιάτικα άσματα των ναυτών, οίτινες συστείλαντες τα ιστία και περιμαζεύσαντες τα καλώδια, και τα άλλα τα καταρρακωθέντα πανία, και ασφαλίσαντες με δύο αγκύρας το σκάφος, κατήλθον εις την πρωραίαν αίθουσάν των, εν χαρά άγοντες την νύκτα της Παραμονής, αλλά με τα ιμάτια της εργασίας των πάντοτε, προσμένοντες νέαν διαταγήν ίσως του ωργισμένου πλοιάρχου των.
— Ε, βρε παιδιά, τι να γένη! είπεν ο ναύκληρος ο Γιάννης ο Μπύρρος, έχων τάξιμον ν' αγρυπνή πάντοτε την νύκτα των Χριστουγέννων, όπως-όπως, οπού και αν ευρίσκετο. Συντροφιά με την θάλασσαν, βρε παιδιά, θα τα πούμε τα Χριστούγεννα. Επάνω στο κύμα· σιμά 'ς τον αφρόν. Με την χιονιά, με την τρικυμία με τους ύμνους των αρμένων μας, με της θάλασσας τα λιβάνια, με της λαμπάδαις του μαΐστρου, που φέγγουν ψηλά, από τα ουράνια, και φωτίζουν σε μια στιγμή όλην την πλάσιν, στεριαίς και πέλαγα.
Και αγαλλόμενος όλος, με λάμψιν εις τα μάτια του χαράς, εκραύγαζε, στρίβων τον λευκόν του μύστακα:
— Χριστός γεννάται, βρε παιδιά! Συντροφιά με την θάλασσαν!
Κ' εκέρασε πρώτα-πρώτα αυτός τους ναύτας από ένα τσίπουρο της πατρίδος του, της αμπέλου του ευώδες ποτόν, για να τους βάλη, ως έλεγε, λίγο-λίγο 'ς το δουζένι. Και ούτω πράγματι ήρχισαν να ψάλλωσιν οι ναύται κάτω το άσμα των Χριστουγέννων μετά πόνου βιαζόμενοι να λησμονούν την πατρίδα και τας οικίας των, συνηθισμένοι εις τας αποδημίας.
***
Αλλ' ο καπετάν-Φώκας, ολομόναχος πάντοτε, εν τη πρύμνη, προσπαθών κατόπιν ν' ανοίξη δευτέραν φιάλην κονιάκ, κατακόκκινος και μισοζαλισμένος, παρά την θερμάστραν, ην προλαβών προσήναψεν ο καμαρώτος, έθραυσε τον λαιμόν αυτής και εχύθη το πλείστον του ποτού επί των αναμμένων ξύλων. Πάραυτα φλόγες πρασινογάλαζοι τον εκύκλωσαν έντρομον να τον καύσουν. Το πρυμναίον εφωτίσθη από παράδοξον αστραπήν, θαρρείς, από της οργής την αστραπήν την πρασινογάλαζον, και είδε τα περί αυτόν όλα πράσινα ο καπετάν- Φώκας. Και το πρόσωπόν του το είδε πράσινον εις τον καθρέπτην. Μία μεγάλη εικών κρεμαμένη εκεί, παριστώσα ως νύμφην την νεαράν σύζυγόν του, λευκήν, ως κρίνον, με τον πέπλον του γάμου, ως ουρανίου αγγέλου καλλινεφές περιβόλαιον, πρασινογάλαζος και αυτή τω εφάνη ως εάν ήτο κάτω εις τον σαπφείρινον του πόντου πυθμένα, κάτω 'ς τα βαθειά, κόρη του Νηρέως ή του Τρίτωνος, οπού τον εκύτταζε μ' ένα γέλοιο, σαν να τον επερίπαιζεν. Ετρόμαξεν. Ο φόβος μη καή αυτός, ο τρόμος μη πυρποληθή το πλοίον κατέβαλον αίφνης την έξαψίν του, κ' ενώ μετ' αγώνος υπερανθρώπου προσεπάθει να περιστείλη τας φλόγας, κλείων από το επάνω μέρος την θερμάστραν, αισχυνόμενος και να φωνάξη, κατέπεσεν επί της εγγύς καθέδρας του, εν ατονία βλέπων τας τελευταίας αναλαμπάς της φλογός. Σαν να ωνειρεύθη, αποκαμωμένος από την κούρασιν και από την οργήν, και από το ποτόν, προσβλέπων εκεί την προ της θερμάστρας κρεμαμένην εικόνα της συζύγου του. Τω εφάνη πως είδε την Μυγδαλίτσαν του, την εύμορφον γαλανόφθαλμον γυναικίτσαν του, μέσα εις τάσπρα, μέσα εις τα μπιμπιλοκέντητα μπορετζίκια της. Με κάτι γαλάζια μεταξωτά μανδήλια εις την ξανθήν κεφαλήν της, ως ουρανού κυάνεον, σκιάζον το ροδόχρουν προσωπάκι της· με κάτι ερυθρόχρυσα περιλαίμια πλεκτά, ως πτηνόν τυλιγμένην, ισταμένην εκεί, παρά την λάμπουσαν εστίαν του οίκου των του νεοκτίστου, νεόνυμφον εστίαν, μοσχοβολούσαν νεότητα και ζωήν, και με αγάπην βλέπουσαν τα σπινθηροβολήματα ενός καιομένου πρίνου, της χρυσοκόκκιναις πολλαίς σπίθαις του, οπού επετούσαν επάνω, με πάταγον συνεχή, ως με φωτόλαμπρον χαιρετισμόν, χαιρετίζουσαι τον ταξειδιώτην, οπού φθάνει σήμερον-αύριον. Κ' έκαμνε τάχα τον σταυρόν της η λευκογαλανόμορφος Μυγδαλίτσα του, κ' ηύχετο να έλθη ο καπετάν-Φώκας τα Χριστούγεννα, καθώς της το έταξε, και καθώς της το εκήρυττον η χρυσοκόκκιναις σπίθαις, βροντοκροτούσαι ολονέν, πολλα-πολλαί, και ανερχόμεναι προς τάνω ταχείαι, ως να τας εσκόρπιζε κάτωθεν της ευτυχίας ή μεγαλόδωρος χειρ. Και ότε κατόπιν ωλιγόστευσαν η σπίθαις, η Μυγδαλίτσα ήρχισε τάχα να τας μετρά μίαν-μίαν τας σπίθας, επιλέγουσα εν συγκινήσει:
— Θαρθή — δεν θαρθή. Θαρθή — δεν θαρθή. Θαρθή. — Αλλά περίχυμα τελευταίον του κονιάκ, τώρα τέλος εξανάψαν εν τη θερμάστρα, ανέδωκε την τελευταίαν κυανήν αναλαμπήν, μ' υπόκωφόν τινα βοήν, και έσβυσε πλέον:
— Δεν θαρθή! — Του εφάνη τότε του Καπετάν-Φώκα ότι ήκουσε την φωνίτσαν της Μυγδαλίτσας του, μ' απελπισίαν αντηχήσασαν εν τη πρύμνη του πλοίου δύο φοράς; Δεν θαρθή! Δεν θαρθή! ως θρήνον, ως μοιρολόγιον.
Επετάχθη αμέσως, βιαιότερος τώρα ο καπετάν-Φώκας, ως να τον ώθησε κανείς, και ανήλθεν επάνω εις το κατάστρωμα. Μαύρη νυξ εκάλυπτε τον λιμένα της ερημίας εκείνης, ηρεμούντα, οπού φώτα αμυδρά εδώ κ' εκεί έφεγγον, τα φώτα των καταφυγόντων εν αυτώ πλοίων. Αλλ' έξω από τας τρεις εισόδους του ωρύοντο άγρια τα κύματα, θραυόμενα με αφροταραχήν βράζουσαν κατά του Δεσπότου και της Πλατείας, δύο ξηρών και αποτόμων νησίδων, προ αυτού, δι' ων σχηματίζονται αι τρεις του λιμένος αυτού είσοδοι, εξ ου και το όνομά του, επί των οποίων πυραί δύο ποιμένων έφεγγον, ως φάροι σωτήριοι, κατά την σκοτεινήν αυτήν νύκτα.
— Τι θαρρείς! Δεν την πνίγω τάχα την Σκίαθον! Εβρυχήθη ο καπετάν-Φώκας ως απειλών την Μοίραν του, βλέπων άπελπις την αυξάνουσαν θύελλαν, και όμως σχεδιάζων νέαν απόπειραν απόπλου, ταραχθείς από το τέλος της οπτασίας του. Αλλ' ακούει τότε, παρεμπρός, τον καμαρώτον του, το Ζούμπουραν, όστις εξαγαγών την κεφαλήν του από το πλατύ περιλαίμιον του σκληρού αυτού καπότου εμονολόγει προ της ακατασχέτου χιονιάς:
— Ούτε πανί στο πέλαγο, ούτε γάιδαρος 'ς τα Ψαρά!
Ο ουρανός κατάμαυρος, εφαίνετο ότι εστηρίζετο εις τους ιστούς του μπάρκου· και εντός της φοβεράς εκείνης θολότητος εστριφογύριζαν παγωμένα πράγματα χιονονιφάδες ξανεμιζόμεναι υπό της λαίλαπος, ως ξανεμίζεται ο σίτος εις την άλωνα. Πολλαί αυτών προσέκρουσαν με βίαν εις το αγριωμένον πρόσωπον του καπετάν-Φώκα, ως μόλυβδος δε κρύος επέψαυσαν και τα ώτα του οι λόγοι του παιδός οι συνετοί. Και να το έπνιγε το πλοίον του, πάλιν δεν θα έκαμνε Χριστούγεννα με την Μυγδαλίτσαν του· ίσως και να την έχανε διά παντός. Κατέπεσε τότε η οργή του· και τω εφάνη τότε ότι τωόντι άραξε και αυτός εις της Τρεις-Μπούκαις, καθώς άραξε και το κατάμαυρον μπάρκο του. Και βλέπων μόλις έξω εις την πετρώδη Σκύρον τας δύο χασμάδας των λατομείων λευκού τουμαρμάρου, αίτινες αμυδρώς διεγράφοντο τεφραί, ως χαλασμένα δύο χωρίδια, είπε:
— Μπορεί να κάμουμε Φώτα 'ςτο χωριό, καϋμένε Ζούμπουρα!
Τότε κατελθών απέστειλε την φιάλην της ζαμάικας προς τους ναύτας ταυ «να ξαποστάσουν», αποφασίσας αυτός τέλος να κοιμηθή «αγκαλιά με την λύπην του», αδυνατών «ν' αγρυπνήση» με τον φαιδρόν των ναυτών του κύκλον.
***
Μετά το πέμπτον ποτήριον της ζαμάικας, ο καπετάν-Γιακουμής, ο αδελφός του πλοιάρχου, ήρχισε κακώς να παίζη την Μαριγούλαν, το τορευτόν του τζιβούρι, κ' εζήτει και έκτον αμέσως, λέγων ότι 'ςτα πέντε αποσταίνει και ξεχορδίζεται, και αν σταματήση αυτού, είνε φόβος τότε να μη χορδισθή ούτε 'ς τα δέκα. Ο δε Μέλτος ο Μισακός, γνωρίζων καλώς τα συστήματα του ναυκλήρου, ανελθών και σφάξας μίαν όρνιθα διά το νυκτερινόν πρόγευμα, οπού την έτρεφεν ο Γιάννης ο Μπύρρος ο ναύκληρος, μόνος του, από την Σικελίαν, διά κάθε ενδεχόμενον, κατέλιπεν εις το μαγειρείον τον καμαρώτον να επιμελήται το μαγείρευμα, κ' επανήλθε χιονισμένος, χουχουλίζων τας χείρας του και ζητών έν ποτήριον αποσταμένον, δηλαδή, γεμάτον, ως δίδουν την εσπέραν προς τους εργάτας τ' αφεντικά, όταν παύσουν από την εργασίαν.
Και ήρχισεν αμέσως — για να θερμανθή — να τραγουδή ένα παλαιόν άσμα της Κω, μιμούμενος συνάμα γυναίκα κώτισσαν νήθουσαν, κατά την έννοιαν του άσματος, μ' έκτακτον μιμικήν διάθεσιν.
Ο καπετάν-Γιακουμής επαναχορδίσας τέλος την Μαριγούλαν τον συνώδευε:
_Πάρε την αργυρόρροκα κ' έλα την φράχτη-φράχτη, Κι' αν σ' αρωτήσ' η μάννα σου, 'πες, έχασα τ' αδράχτι.
Εμπερδεύθηκ' η κλωνιά μου μέσ' 'ς τα πέντε δάκτυλά μου._
Τόσον δε τελείως απεμιμήθη ο Μέλτος ο Μισακός την νήθουσαν γυναίκα της Κω, με όλας τας κινήσεις της γυναικείας εργασίας, σείων τάχα την ηλακάτην με την αριστεράν, ως αι νήθουσαι, αποσπών βάμβακα από την τολύπην με την αριστεράν, και συστρέφων την άτρακτον με το βαρύ δήθεν σφονδύλιον, και βρέχων πάλιν τα δάκτυλά του εις το στόμα του, και βρέχων την νηθομένην τάχα κλωστήν, κινών δε είτα κωμικώς τα δάκτυλά του της δεξιάς, κατά την επωδόν, εις το μπέρδευμα δήθεν της κλωνιάς, ώστε όλοι επευφήμησαν, προς τας κινήσεις του αυτάς τας δεξιάς και ταχείας, και εγέλασαν με τους μορφασμούς του σπανού και ευλογιοκομμένου προσώπου του. Όλοι δ' εσιώπησαν χάσκοντες εις το τέλος, από την ευχαρίστησιν, και αυτή η Μαριγούλα εσίγησε θαμβωθείσα και αυτή.
— Γεια σου κώτισσα!
Ανεκραύγασεν ο ναύκληρος ο Γιάννης ο Μπύρρας στρίβων τον λευκόν μύστακά του.
Αλλ' ο γέρω-Μπούμπας, ανάποδος πάντοτε, λαβών τέλος μέρος εις την ναυτικήν παρέαν επέκρινεν:
— Η νισυριαίς γνέθουνε καλλίτερα από της κώτισσαις . . .
— Βρε, παιδιά, είπεν ακολούθως ο ναύκληρος. Ποιος ξέρει το Χριστός Γεννάται; Νά, τώρα, που μας χρειάζεται και ο καπετάν- Φαφάνας, καλή του ώρα. Αυτός κάπου 'δω θα φέρνη γύρω,
Αλλ' ιδού αληθώς κατήρχετο με προφύλαξιν και με κάποιαν δειλίαν, οδηγούμενος από τον μικρόν καμαρώτον, ο καπετάν-Φαφάνας, κοντός, αμπαδένιος όλος, τυλιγμένος μέσα εις μίαν βαρείαν γούναν, σαλονικιάν, χιονισμένος εις τους ώμους και εις τον πέτσινον κούκον του, βαστάζων οψάρια και αστακούς, τα οποία εν αφθονία αλιεύουσιν εις της Τρεις Μπούκαις τα δικτάδικα πλοιάρια.
— Ανάβα όνομα να ιδής κορμί. Εχαιρέτισεν ο ναύκληρος.
— Εδώ καράβια χάνονται, και σεις βαρκούλαις πού πάτε; Προσέθηκεν ο καπετάν-Γιακουμής, και απεσύρθη πίσω εις το καμαρί του με την χρυσόγλυπτόν του κινύραν μισοζαλισμένος.
— Κατά φωνή και . . .
Είπεν ο Μέλτος ο Μισακός και απετελείωσεν ο ναύκληρος — ο Φαφάνας, προφθάσας ούτω και αποφυγών την κακοφημίαν, μη τύχη και πειραχθή ο ψάλτης, και δεν θελήση να ψάλη έπειτα.
— Πού σ' αυτόν τον κόσμον, καϋμένε Φαφάνα;
Επανέλαβεν ο Μέλτος ο Μισακός, μιμούμενος την φωνήν του ελθόντος, σαν να έψαλλε, σαν να κανοναρχούσεν.
Κ' ενώ ο Φαφάνας διηγείτο πώς ευρέθη εκεί εις τον έρημον λιμένα, ο καμαρώτος όστις ωδήγησεν αυτόν κάτω, ανερχόμενος πάλιν εις την εργασίαν του, εις το μαγειρείον, αφού παρέλαβε και τα κομισθέντα δώρα παρά του καπετάν-Φαφάνα, είπεν εις το αυτί του γέρω-Μπούμπα, σαν να ήθελε να του ανακοίνωση μυστικόν:
— Καλά Χριστούγεννα 'ς της Τρεις Μπούκαις, παππού! Δεν σου τώπα;
— Τον κακό σου, Ζούμπουρα! Εβρόντησεν ο γέρω-ναύτης· και ήπλωσε τας βαρείας χείρας του ως δύο ξύλα. Αλλ' ο Ζούμπουρας, κοντός ως ήτο, διεξέφυγε πάλιν.
***
Ο καπετάν-Φαφάνας, ανήρ συνομήλικος με τον Μέλτον τον Μισακόν, όταν ήτο μικρός, μαθητής του Σχολαρχείου, είχε γλυκυτάτην φωνήν, και ήτο ο καλλίτερος κανονάρχης του χωρίου, καθαρά αναγινώσκων το ψαλτήριον, μελωδικώς κανοναρχών, και μελωδικώς απαγγέλλων τον Απόστολον. Μόνον μικρόν ελάττωμα είχε φυσικόν. Ετραύλιζεν ολίγον εις την γλώσσαν· διό και απεδόθη εις αυτόν σκωπτικώς το παρωνύμιον Φαφάνας, όπερ αυτός τελευταίον το ανεγνώρισεν ως επώνυμον πλέον.
Παρεσκευάζετο δε να γείνη ιερεύς και θα ήτο σήμερον ο καλλίτερος εφημέριος της νήσου, αλλ' ετεκνοποίησεν η σύζυγός του τον τρίτον μήνα μετά τον γάμον των, και ούτως αντί παπάς, έγεινε μικροπλοίαρχος, ακτοπλοών με μίαν μικράν βρατσέραν. Αλλ' ήτο έκτοτε μελαγχολικός πάντοτε, απαραμύθητος διά την ατυχίαν του εκείνην. Και ίνα δε αποφεύγη τας επιπλήξεις της συζύγου του, ήτις πολύ επόθει να γείνη παπαδιά, συνήθως εταξείδευε, σπανίως καταπλέων εις το χωρίον του. Ιδίως δ' απεδήμει κατά τας ημέρας των μεγάλων εορτών, μη αντέχων να βλέπη χρυσοφορεμένους τους ιερείς του χωρίου του.
Ούτω και τώρα ο καπετάν-Φαφάνας εταξείδευε, φορτώσας λεμόνια εξ Άνδρου διά Θεσσαλονίκην. Και καταληφθείς υπό της τελευταίας καταιγίδος κατέφυγε και αυτός με την βρατσέραν του εις της Τρεις Μπούκαις.
Φίλεργος δε πάντοτε, ητοίμασεν αμέσως τα δίκτυα του κ' έρριψεν αυτά εις τον αιγιαλόν του ησύχου λιμένος, οπού και άλλα πλοία δικτάδικα ηλίευον. Όταν δε, την εσπέραν, ξυλάρμενον εισέπλεε το μπάρκο του καπετάν-Φώκα, το ανεγνώρισεν από την χονδρήν κοιλίαν του και την χονδρήν πρύμνην, και από το άσπρο μπούρδο, την λευκήν ταινίαν, την περιθέουσαν αυτό κύκλω, η οποία με τα μαύρα κατά διαλείμματα τετραγωνίδια, ως θυρίδας μακρόθεν φαινόμενα, παρίστα αυτό τεράστιον σκάφος, ως φρεγάταν τουρκικήν των ημερών εκείνων.
Ο καπετάν-Φαφάνας ηξεύρων ότι ο Γιάννης ο Μπύρρος, το έχει τάξιμον ν' αγρυπνή πάντοτε την νύκτα της Παραμονής, όταν ετύχαινε εις ταξείδι, διασκεδάζων με το πλήρωμα, εσήκωσεν ενωρίς τα δίκτυά του, έλαβε την άγραν, και ρίψας πάλιν αυτά εις άλλο μέρος του λιμένος να τα σηκώση την αύριον, ανήλθεν επί του μπάρκου, να χαιρετίση τους συμπολίτας του, και να ιλαρύνη την μελαγχολίαν του με τας αφελείς των ναυτών διαλέξεις, και με κανένα Χριστουγεννιάτικον ζωμόν την αυγήν. Ήξευρεν ο καπετάν-Φαφάνας ότι ο καπετάν-Φώκας ήτο μεγαλοπρεπής εις τα τοιαύτα, διατρέφων πλουσίως το πλήρωμά του.
Τότε ο Γιάννης ο Μπύρρος ενθουσιασθείς από την απροσδόκητον εμφάνισιν του καπετάν-Φαφάνα, όστις θα του έψαλλε το «Χριστός γεννάται», ενθυμήθη ότι είχεν από την Σικελίαν μίαν βαύκαλον κονιάκ. Ήνοιξε λοιπόν αυτήν αμέσως και προσφέρων ποτήριον προς τον ελθόντα και προς τους άλλους είπε:
— Τράβα μια, καϋμένε Φαφάνα, να πάνε τα φαρμάκια κάτω!
Ταυτοχρόνως εχρεμέτισαν επάνω οι εξαρτισμοί του πλοίου, ως να έτρεχον ίπποι εις την πεδιάδα, θαρρείς κ' εχαιρέτιζον τους πίνοντας ναύτας, κ' εκυλίσθη δεξιά και αριστερά η _Σκίαθος__ ως να ητοιμάζετο ν' ανοίξη τα πανιά της. Η πνέουσα τρικυμία εξαγριωθείσα έτι μάλλον ανετάρασσε και τον ήρεμον έως τότε λιμένα, κ' έσεισε σαλεύσασα τα εν αυτώ πλοία. Σεισθείς τότε εκ του σχηματισθέντος σάλου και ο κώδων της βάρδειας, επάνω του πρωραίου, εκρούσθη επανειλημμένως γλυκύτατα, εν τη αγρία εκείνη νυκτί ως κώδων παρεκκλησίου, εντός δάσους, του οποίου έκρουε πενθίμως η καταιγίς.
Εφάνη εις όλους τότε ως να εσήμαιναν τα Χριστούγεννα και όλοι, ανεπαισθήτως, έκαμαν τον σταυρόν των. Ο ναύκληρος ενθυμηθείς την οικογένειάν του και την ενορίαν του, τον ίδιον εαυτόν του ενθυμηθείς, ότε ήτο παιδίον, εδάκρυσε, και ήρχισε να διηγήται ωραία επεισόδια του νεανικού του βίου, ότε μια χρονιά ο εφημέριος τον ανεβίβασεν εις το κωδωνοστάσιον επάνω να κτυπήση την μεγάλην καμπάνα, έλεγε, και αυτός από το ισχυράν καμπάνισμα την έσπασε, κ' εκρότει έπειτα την ημέραν της εορτής ως ραγισμένη λάγηνος. Και άλλοτε πάλιν τον έστειλεν ο εφημέριος να μοιράση τα υψώματα εις τους ενορίτας του και του έπεσαν από την τσέπην του — την νύκτα — και τα ηύρεν έπειτα ο Χατζής ο Μπολμάς, ο ρακένδυτος και πάντοτε μεθυσμένος αχθοφόρος, και τα έφαγε, νηστικός δύο ημέρας.
Αλλά αίφνης κρότοι βηματισμών βαρέων επί του καταστρώματος, διέκοψαν τας φαιδράς του ναυκλήρου αναμνήσεις, Ως ν' ανήλθον πειραταί τω εφάνη — έρημος ο λιμήν και δεν ήτο παράδοξον — αλλ' ο κύων ο Μαύρος δεν υλάκτησεν· ως δεν υλάκτησε και όταν ήλθεν ο καπετάν-Φαφάνας, με τον οποίον όμως ο κύων είχε παλαιάν γνωριμίαν. Απορών ανήλθε φυλαττόμενος ίνα ίδη. Και είδε τότε τον καπετάν- Φώκαν, ως φάντασμα, τυλιγμένον με την βαρείαν γούναν του, ιστάμενον εν μέσω του σκάφους και θεωρούντα κύκλω την φρίσουσαν τρικυμίαν με βλέμμα απλανές. Μ' οξύτατα λαλήματα η λαίλαψ κατέρριπτεν επ' αυτόν τας χιονονιφάδας της — χιονόνερον παγωμένον — κ' η κόμη του, ασκεπούς όντος, ωρθούτο υπό του ανέμου, ως από φόβον.
Ο Ζούμπουρας, εννοήσας τον πλοίαρχον, ίστατο άφωνος, πέραν ολίγον, αναμένων τας διαταγάς του· κ' εξαγαγών την κεφαλήν του είπε μονολογών προς την τρικυμίαν πάλιν:
— Ούτε πανί 'ς το πέλαγος, ούτε γάιδαρος 'ς τα Ψαρά.
Ο καπετάν-Φώκας, μέγας, υψηλός, τυλιγμένος μέσα εις την βαρείαν γούναν του, μ' ασκεπή την κεφαλήν, χιονισμένος, κατήλθε πάλιν ηρέμα εις την πρύμνην του, χωρίς ν' αρθρώση λέξιν, αμίλητος ως φάντασμα.
Ο ναύκληρος είτα μετ' ολίγον επανήλθε πάλιν εις των ναυτών την αίθουσαν, κ' εξηκολούθησε την συνέχειαν των φαιδρών εκείνων αναμνήσεών του.
***
Τότε ήρχισαν όλοι οι ναύται κατά σειράν να διηγώνται. Και ήκουες εκεί κάτω: Να ιδής μια χρονιά τα Χριστούγεννα, και να ιδής άλλη χρονιά, και να ιδής την Παραμονήν . . .
Μόνον ο γέρω-Μπούμπας, τόσην ώραν, δεν ηδυνήθη και αυτός να ενθυμηθή τίποτε, να διηγηθή τίποτε· αλλ' εκάθητο σιωπηλός πάντα και συλλογισμένος, επάνω εις την στενόμακρον κασσέλλαν του, εις την άκραν εκεί, σαν καταφρονεμένος. Τίποτε δεν είχε να ενθυμηθή μικρός, τίποτε να ενθυμηθή μεγάλος. Μικρός ποτέ δεν έκαμε Χριστούγεννα 'ς την χώραν, παρεπονείτο πολλάκις. Είχε μια μητέρα χήρα, μια καταραμένη γυναίκα, η οποία επειδή έχασεν όλα τα παιδιά της και τον άνδρα της, 'ς το τέλος, σαν ήρχοντο τα Χριστούγεννα, εκλείδωνε το σπίτι, τον εφορτώνετο 'ς τον ώμον αυτόν, το τελευταίον παιδί της, και έτρεχε 'ς τα τέσσερα, 'ς τον Γέροντα, πίσω, 'ς τον Πρόδρομον εις τον μικρόν Ασέληνον, οπού έκαμνε Χριστούγεννα, κλαίουσα την ψυχήν της με τας καλογραίας. Μια φορά μόνον θυμάται, πριν ακόμα μπαρκάρη, θα ήταν ως δεκαπέντε χρόνων, κατώρθωσε και της έφυγε 'ς τα μισά, 'ς του δρόμου, για να πάγη τα Χριστούγεννα την νύκτα 'ς την Εκκλησιά, 'ς την χώρα, να μεταλάβη — και 'πήγε για ψάρια την παραμονήν, με τον Πετεινάκη, σύντροφος του ψαρά, να τραβά κουπιά. Αφού δε εγύρισαν, την νύκτα, κ' εβόλεψε την βάρκα, και ήτο έτοιμος ν' αποβιβασθή και αυτός πηδών εις την άμμον, με τα ένα χέρι βαστάζων τα οψάρια εις ορμαθούς, τα μερίδιόν του, και με το άλλο τα παπούτσια του, εγλύστρησε κ' έπεσεν εις την θάλασσαν κ' εκτύπησε 'ς τα μούτρα σε κάτι πέτραις οπού ήταν ένα μήνα πρισμένα. Και ήλθεν η μάννα του και του έλεγε: Γλέπεις, καταραμένε, για να μη θελήσης νάρθης 'ς τον Γέροντα; Γλέπεις; Ύστερα, τον άλλο χρόνον, εμπαρκάρισεν. Αλλά ποτέ του δεν έκαμε Χριστούγεννα σε πολιτεία· ούτε 'ς το χωριό του, ούτε σε καμμιά άλλη πολιτεία. Αλλά πάντοτε, την ημέραν αυτήν, ευρίσκετο εις το πέλαγος. Πότε 'ς τα κύματα μέσα μουσκεμμένος, και πότε ποδισμένος και αραγμένος σε καμμιάν ερημιάν, σαν τώρα. Θυμωμένος πάντοτε τα Χριστούγεννα, πότε με την βελόναν του, και πότε με την νιτσεράδαν του. Πού ν' αποκτήση αυτός ρημαδιακό, νάχη παραστιά, φωτιά, και γυναίκα. Από το ράντσο του, παρά το οποίον εκάθητο τώρα, και από την στενόμακρον κασσελίτσαν του, τίποτε άλλο δεν είχεν αποκτήσει εις τον κόσμον αυτόν, εκτός μίαν καταραμένην αναποδιάν σαν την μάννα του, την οποίαν του εφαίνετο ότι εκληρονόμησεν από την καταραμένην εκείνην, ως έλεγεν ο ανόητος ανοηταίνων, ανάποδος και εις τα παράπονά του και αδιόρθωτος, ωσάν η γηράσασα κακία, η οποία ποτέ της δεν ημπορεί να γείνη αρετή. Χωρίς σπίτι, χωρίς γυναίκα, χωρίς παιδιά. Αφορισμένος, ακοινώνητος, αμίλητος. Πού ν' αξιωθή αυτός ν' απολαύση τέτοιαν μακαριότητα. Νάρθουν 'ς το αρχοντικό του την νύκτα τα παιδάκια της γειτονιάς, με τα φαναράκια 'ς τα χέρια, με τα χαρτάκια, να του τραγουδήσουν τα Χριστούγεννα. Κ' αυτός ξαπλωμένος σε καθαρό, μεντέρι, αφέντης κοντά 'ς την φωτιά, με τα παιδιά του γύρω, ν' απλώση 'ς την τσέπην του και να δώση 'ς τα παιδάκια ένα ασημένιο, για το καλό. Και να τον καμαρόνη η γυναίκα του, και να τον θαυμάζουν τα παιδιά του . . .
Ο Μέλτος ο Μισακός, οπού ανήλθε προ μικρού να επιθεωρήση την βράζουσαν σικελικήν όρνιθα, επανελθών, φαιδρός και χαρούμενος πάντοτε, διέκοψε τας θλιβεράς αναμνήσεις του γέρω-Μπούμπα, ειπών:
— Ακόμα θέλει λίγο, βρε παιδιά, η κόττα. Όσο να γένη, να μας πη τώρα ο καπετάν-Φαφάνας τι έπαθε μια φορά, τα Χριστούγεννα, από τον Μέλτον τον Μισακόν.
Και μορφάζων κωμικώς το σπανόν και ευλογιοκομμένον πρόσωπόν του προσέθηκεν:
— Όχι από εμένα. Από τον Μέλτον τον Μισακόν δηλαδή.
Ίνα δε προλάβη πάσαν άρνησιν ή αποφυγήν του καπετάν-Φαφάνα, προσέθηκεν.
— Αν δεν θελήση να μας το 'πη ο καπετάν-Φαφάνας, θα το πη ο Μέλτος ο Μισακός.
Ο καπετάν-Φαφάνας εσκέφθη να σηκωθή αμέσως και να φύγη· αλλ' έλα πάλιν που ο αέρας της τρικυμίας καταίβαζεν από τον φεγγίτην του πρωραίου χιονοβολήματα, αλειμμένα με την ορεκτικήν οσμήν της μαγειρευομένης σικελικής όρνιθος. Έπειτα μικρός ήτανε, παιδί ήτανε, είπε καθ' εαυτόν, θέλων και μη θέλων λοιπόν ήρχισε να διηγήται:
***
Ο Χρόνης, ο γυιος του γέρω-Χρόνη του Σπράχτορα, όλον τον χρόνον εγύριζε ξεσκούφωτος και αχτένιστος, μ' ένα κεφάλι σαν μαλαχτάρι. Και τα Χριστούγεννα ήτανε πάντοτε με καινούργιο φέσι.
— Τον βλέπεις, βρε, τον Χρόνη, τον γυιο του γέρω-Χρόνη, του Σπράχτορα; Μου έλεγεν ο πατέρας μου ο μακαρίτης — Θεός σχωρέσ' τονε. — Όλον τον χρόνον καλαναρχάει 'ς την εκκλησιά, ξεσκούφωτος, και σαν έλθουν τα Χριστούγεννα λέει το «η προαίρεσις δίδου» και συνάζει ασημένια, και παίρνει καινούργιο φέσι. Εσύ έχεις πλειο καλή φωνή απ' αυτόν. Εσύ καλαναρχάς πλειο καλά απ' αυτόν. Εσύ λες τον Απόστολον πλειο καλά απ' αυτόν, γιατί εσύ έβγαλες το Σχολαρχείον· το λοιπόν, παιδί μου, εσύ εφέτος να πης «η προαίρεσις δίδου». Εμεγάλωσες τώρα. Εσύ να το πης. Αλλέως θα σε αφήσω ξεσκούφωτον και ξυπόλυτον τα Χριστούγεννα.
Πραγματικώς εγώ καλαναρχούσα καλλίτερα από τον Χρόνην, έλεγα τον Απόστολον καλλίτερα, και εδιάβαζα το Ψαλτήρι καλλίτερα από όλα τα παιδιά, και από τον παπα-Γιάννη ακόμα. Αλλά στο «η προαίρεσις δίδου», μου εφαίνετο πώς δεν θα τα κατάφερνα καλά. Είχα μια φυσική ντροπή από μικρός. Κ' εύρισκα προφάσεις 'ς τον πατέρα μου για να το αποφύγω. Αλλά δεν ημπόρεσα.
Δεν είχεν ακόμα αρχίσει η Ακολουθία. Εσυναζόντανε ο κόσμος. Όλοι στολισμένοι. Σε κομμάτι εγέμισεν η Εκκλησία. Εγέμισαν τα στασίδια, γραμμή δεξιά, γραμμή αριστερά. Ανάψανε τους πολυελαίους. Οι παπάδες ενδυθήκανε τα ολόχρυσα ιερά τους. Ολόχρυσοι από πάνω ως κάτω.
Ενταύθα διεκόπη ο καπετάν Φαφάνας από ένα βαθύν στεναγμόν.
Ο Γιάννης ο Μπύρρος ο ναύκληρος, εννοήσας, του έδωκεν αμέσως ποτήριον κονιάκ.
— Τράβα μια, Φαφάνα, να πάνε τα φαρμάκια κάτω.
Ο καπετάν-Φαφάνας, πιών το κονιάκ, εξηκολούθησεν:
— Ήλθεν ο δήμαρχος και όλη η δωδεκάδα. Όλοι στολισμένοι με κατακαίνουργα σταυρωτά περιστήθια, με καινούργιαις γούναις όλοι, με τα φέσια των τα υψηλά, 'ς την αράδα, κατακόκκινα, σαν παπαρούναις. Εκεί ήτον και ο αριστερός ψάλτης, με το βρασμένο το αυγό 'ς την τσέπη, να πουν το Χριστός γεννάται και να το φάγη αμέσως, ν' ανοίξη τάχα η φωνή του, κλεισμένη απ' τα λάδια.
Ήλθε και ο καϊριστής ο Μανωλάκης από τους πρώτους μαθητας του Καΐρη, δύο φοράς τον χρόνον εμβαίνων εις εκκλησίαν, Χριστούγεννα και Πάσχα· κ' έστεκε κ' εκύτταζε γύρω-γύρω σαν χαζός. Ήλθε και ο βαυαρός ο ιατρός, με τα μαύρα ευρωπαϊκά ρούχα του, εκεί εις τον χορόν, στιλπνός, καθαρός, με το παράσημον εις το στήθος του, φράγκος αυτός, αλλ' από την καλωσύνην του εορτάζων μαζύ μας.
Ήλθαν και οι δύο εξόριστοι διά τα ναυπλιακά αξιωματικοί με χρυσά κουμπιά και με σειρίτια, με τα σπαθιά τους, με της σπαλέταις τους της βαυαρικαίς, και εστάθηκαν δίπλα, κοντά 'ς το δεσποτικόν. Παρακάτω, 'ς το Παγκάρι, μαζί με τους επιτρόπους, ήτον ο ειρηνοδίκης, και ο τελώνης, στολισμένοι, αλλ' ασυνήθιστοι αυτοί να σηκόνωνται νύκτα και όλο κ' εχασμώντο, διακόπτοντες συχνά την ψαλμωδίαν. Τέλος άρχισεν η Ακολουθία. Κατά καλήν μου τύχην, ο Χρόνης ασθένησεν έξαφνα και δεν ήλθεν εις την Εκκλησίαν. Χαρά εγώ . . . . Μου έφυγεν ο μισός φόβος. Εκαλαναρχούσα λοιπόν εις τα δεξιά, σαν αηδόνι 'ς όλον τον Κανόνα. Ο πατέρας μου ευχαριστημένος γιατί μ' εκαμάρωναν όλοι, ντόπιοι και ξένοι, για την γλυκειάν φωνήν μου, εκαμάρονε και αυτός, ξηροβήχων, και συγχρόνως ελογάριαζε, με τον νουν του, τα ασημένια οπού θα εσύναζα κατόπιν. Αλλ' όσον επλησίαζεν η εννάτη ωδή του Κανόνος, τόσον εκόμπιαζα από τον φόβον μου. Γιατί 'ς την εννάτην ωδήν είνε το «η προαίρεσις δίδου».
Έπρεπεν αφού καλαναρχήσω τον τελευταίον ειρμόν «Στέργειν μεν ημάς» με τον τελευταίον αυτού στίχον «η προαίρεσις δίδου» να φύγω από τον ψάλτην και να περιέλθω, με ανοικτόν το βιβλίον, ως δίσκον, όλα τα στασίδια, όλους τους ανθρώπους, και στεκόμενος εμπροστά των. εις την αράδα, να χαιρετίζω έναν-έναν, επαναλαμβάνων: «η προαίρεσις δίδου», τον τελευταίον του ειρμού στίχον, όπερ ισοδυναμεί «διά τον κόπον μας οπού καλαναρχούμεν όλον τον χρόνον . . . .» Και τότε κάθε ένας να μου ρίπτη εις το βιβλίον ό,τι προαιρείται, ό,τι ευχαριστείται. Πώς να κάμω λοιπόν; Κρύος ιδρώς μου ήλθε την τελευταίαν στιγμήν. Η φωνή μου άρχισε να τρέμη, τα χέρια μου έτρεμαν, τα πόδια μου τρεμούλιασαν.
Αλλά μόλις εκαλανάρχησα εις τον ψάλτην το τέλος «η προαίρεσις δίδου», και μου δίδει μια ο πατέρας και ευρίσκομαι αμέσως μπροστά 'στο στασίδι του δημάρχου πρώτα-πρώτα. Η προαίρεσις δίδου!
Φωνάζει αντί για μένα ο πατέρας μου, σαν να με δίδασκε.
Κ' εψέλλισα κ' εγώ τρεμουλιαστά, με σιγανή φωνή:
— Η προαίρεσις δίδου!
Ο δήμαρχος αμέσως απλώσας εις τον κόλπον του και λαβών ένα τάλληρον, κολλωνάτο, το έρριψεν εις τα ανοικτόν βιβλίον μου χαιρετίσας με:
— Και του χρόνου, παιδί μου! Και παπάς!
Ενταύθα διεκόπη πάλιν ο καπετάν-Φαφάνας, από λυγμόν πικράς αναμνήσεως.
Ο δε ναύκληρος έτοιμος πάντοτε, πληρώσας άλλα ποτήρια κονιάκ προσέφερεν εις όλους λέγων πάλιν:
— Τράβα μια, καϋμένε Φαφάνα, να πάνε τα φαρμάκια κάτω.
Κατόπιν ο καπετάν-Φαφάνας εξηκολούθησεν:
— Άιντε τώρα σε όλους, με παρώτρυνεν ο πατέρας μου. Μη φοβάσαι!
Τότε λαβών ολίγον θάρρος, άρχισα την περιοδείαν μου από τους χορούς, χαιρετίζων έκαστον, 'ς το στασίδι του, με το βιβλίον ανοικτόν, μ' εν κηρίον αναμμένον.
— Η προαίρεσις δίδου!
Τα παιδιά με εκύτταζον με θαυμασμόν. Μερικά δε με ηκολούθουν, ως σωματοφύλακες.
Όλοι μου έρριπταν ασημένια. Οι δύο εξόριστοι αξιωματικοί ο καθένας μου έρριψεν από μίαν ρεγγίναν, γελαστοί και χαρούμενοι. Από την δωδεκάδα μόνον ο μπάρμπα Χρήστος με το ψηλό φέσι, το όρθιον, έψαχνε τόση ώρα να εύρη την σακκούλα του μέσα 'ς τον κόρφο του, κι' εγώ για να μη περιμένω τον άφησα. Ο καϊριστής πάλιν εκείνος μου πήρε ένα σφάντσικο, αντί να μου ρίξη. Γιατί αυτός δύο φοραίς τον χρόνον έμβαινε 'ς την εκκλησίαν, και δεν εγνώριζε τι κάμνουν και πώς φέρονται οι χριστιανοί.
Σε λίγο εγέμισε το βιβλίον μου ασημένια, πενηνταράκια και εικοσιπενταράκια.
Αφού δε περιήλθα τους χορούς τότε εγύρισα και εμβήκα και εις την δεξιάν πλευράν της εκκλησίας, οπού ήσαν οι πλοίαρχοι και οι ναυτικοί.
Ενταύθα εσιώπησεν ο καπετάν-Φαφάνας, ηρνείτο δε να εξακολουθήση υποκρινόμενος ότι τον εζάλισαν οι καπνοί των σιγάρων.
— Να τα πω εγώ τάλλα, λέγει τότε ο Μέλτος ο Μισακός, για να σε
— Εγώ στεκόμουνα εκεί 'ς ταριστερά, κοντά στον ψάλτην. Άμα είδα το τάλλαρο του δημάρχου, και της ρεγγίναις των αξιωματικών, και τάλλα ασημένια, βρε, λέγω, εδώ είνε δουλειά. Και αμέσως παίρνω και άλλα δυο παιδιά μαζύ μου, και πηγαίνω κάτω 'ς την πόρτα του Νάρθηκα και στέκουμαι εκεί.
Ύστερ' από λίγο, να κ' έρχεται ο Φαφάνας με το Μηναίον ανοικτόν, γεμάτο ασημένια νομίσματα, με το κηρίον αναμμένον.
— Η προαίρεσις δίδου! εφώναζε πλέον με θάρρος ο Φαφάνας, ο οποίος αφού ετελείωσε την δεξιάν πλευράν του ναού, ήθελε να στραφή προς το παγκάριον, οπού κοντά 'ς τους επιτρόπους εστέκοντο οι υπάλληλοι, και να εισέλθη κατόπιν εις την αριστεράν πλευράν, οπού ήσαν οι ποιμένες και όλη η τάξις των εργατικών και ξευγηλατών.
Αλλ' εγώ, οπού είχα φιλίαν με τον Φαφάναν από μικρός, από το σχολείον ακόμη, πλησιάζω και του λέγω θαρρετά:
— 'Σ της γυναίκες πρώτα, Φαφάνα, απάνω 'ς τον γυναικίτη.
Είχα εγώ το σχέδιόν μου.
Τα παιδιά οπού ακολουθούσαν φωνάζουν και αυτά, χωρίς όμως να ξέρουν.
— Ναι, 'ςτης γυναίκες πρώτα! 'ςτης γυναίκες!
Και ωθών εγώ τον Φαφάναν μαζύ με τάλλα παιδιά, τον έπρωξα έξω εις τον νάρθηκα, οπού ευρέθη χωρίς σχεδόν να θέλη, σαστίσας από την απειρίαν του και την φυσικήν του δειλίαν. Ο νάρθηξ ήτο σκοτεινός. Ένεκα του ψύχους κανείς δεν εστέκετο εκεί. Ο δε κυρ-Γυαλάκιας ο επίτροπος, από την φιλαργυρίαν του είχε σβύσει το φανάρι οπού εκρέμετο εις το μέσον. Επροχωρούσαμεν, όλα τα παιδιά προς την σκοτεινήν σκάλα του Νάρθηκα, για ν' αναβώμεν επάνω εις τον γυναικίτην· μπροστά ο Φαφάνας με το βιβλίον, τα ασημένια νομίσματα, και το κερί το αναμμένο, και δίπλα του εγώ σαν προστάτης· και του εψιθύριζα 'ς το αυτί, από αγάπην τάχα:
— Μη φοβάσαι, μη φοβάσαι!
Κοντά μας ήτανε τ' άλλα παιδιά με ζήλειαν κυττάζοντα. Τότε φωνάζω εγώ:
— Το κρεββάτι, παιδιά! το κρεββάτι!
Και αμέσως σβύνω το κερί του Φαφάνα. Και με της δύο χούφταις μου χουφτόνω όλα σχεδόν τα ασημένια και το τάλλαρο, και τα χόνω 'ς τον κόρφον μου· με το χέρι μου τινάζω μια 'ς το βιβλίον από κάτω, και χύνονται τα άλλα και η δεκάραις χάμω 'στης πλάκαις, και κτυπά το βιβλίον 'ςτο πρόσωπον του Φαφάνα με κρότον.
— Το κρεββάτι, παιδιά, ξαναφωνάζω πάλι. Κ' έτρεξα να έμβω εις την εκκλησίαν.
Τα άλλα τα παιδιά από τον φόβον τους έγειναν άφαντα εις την πρώτην φωνήν μου. Ο Φαφάνας, τρέμων από τον φόβον του, μ' έπιασεν από το καπότο, και μ' ετραβούσε κ' έλεγε με λαχτάραν.
— Πού είνε; Πού είνε, Μισακέ, το κρεββάτι;
Εις τον νάρθηκα εκεί επί τοίχου εστηρίζετο κρεμασμένον το ξυλοκρέββατον διά τας κηδείας των πεθαμένων. Και πολλαίς φοραίς την αυγήν, ο Χαντζής ο Μπολμάς, ο μέθυσος αχθοφόρος, πηγαίνων εις την καλύβην του, περνώντας μπροστά από την εκκλησίαν, το είδε το κρεββάτι, με πεθαμένον μέσα, με κεριά αναμμένα γύρω-γύρω, οπού μόνον του, χωρίς να το κρατή κανένας, έφευγεν από τον νάρθηκα, κ' επήγαινε προς το νεκροταφείον, με τον πεθαμένον μέσα, με τα κεριά αναμμένα γύρω-γύρω. Το φάντασμα τούτο ήτο ο μεγαλείτερος τρόμος όλων των παιδιών.
— Μη φοβάσαι! μη φοβάσαι! Έλεγα προς τον τρομασμένον Φαφάναν και τον ερωτούσα:
— Όλα, μωρέ, σου τα πήρε το σκυλοκρέββατο;
— Και το τάλλαρο! απήντησεν ο Φαφάνας, πνιγμένος μέσα εις τα δάκρυα.
— Και εγώ σου έβανα τότε, 'ς το χέρι σου, ένα κοσιπενταράκι· Δεν είνε αλήθεια, καπετάν-Φαφάνα; εξηκολούθησεν ο Μέλτος ο Μισακός· Και σου είπα: — Και του χρόνου! Δεν είνε αλήθεια;
Όλοι εγέλασαν διά το πάθημα του καπετάν-Φαφάνα με ανακραυγάς. Ο δε γέρω-Μπούμπας, διακόψας την σιωπήν του, είπε με οργήν:
— Και ήθελες να μου γένης και παπάς! Και πώς θα έχονες τους πεθαμένους, αφού τους φοβάσαι;
— Δεν λες, θα του παίρνανε τα παιδιά από τα χέρια του το παγκράτσι τα Φώτα, οπού θα φώτιζε! Προσέθηκεν ο μπάρμπα- Γιαννιός, ετοιμάζων το τσιμπουκάκι του.
— Να μη του παίρνανε και την παπαδιά του!. Είπε και ο άσωτος εκείνος ναύτης ο Παυλάκης, με το ξεπλυμένον πρόσωπον, ο Συριανός.
Τα διάφορα ποτά είχον εξερεθίσει κ' εξάψει τους ναύτας, επίτείναντα την ευθυμίαν των. Αλλ' όταν ήλθεν ο καμαρώτος και ανήγγειλεν εις τον μάγειρον ότι η όρνιθα η σικελική έβρασε, και να έλθη να ετοιμάση την σούπαν, η ορεξίς των έτι μάλλον ηύξησε· κ' ενώ ο καμαρώτος διαταχθείς έστρωνε την εωθινήν τράπεζαν, παραθέσας και πολυποίκιλα ορεκτικά, σαλάμια και τυρούς, εκ των οποίων είχον καλήν προμήθειαν από την Μασσαλίαν, ο ναύκληρος ενθουσιών από την γενομένην περιγραφήν του εορτάζοντος ναού της ενορίας του, απήτησεν από τον καπετάν-Φαφάναν να τους ψάλη το ωραίον εκείνο τροπάριον, το αίτιον του παθήματός του του αφελούς, να το ακούση και αυτός, γιατί δεν ενθυμείτο να το άκουσέ ποτε. Είχε μειλίχιον τον τρόπον ο ναύκληρος ο Γιάννης ο Μπύρρος. Διά την καλήν παρέαν εθυσίαζεν ό,τι και αν είχε φυλαγμένον. Διατί λοιπόν ν' αρνηθή και ο καπετάν-Φαφάνας, να κρύψη το χάρισμά του και να λυπήση τον αγαθόν ναύκληρον; Έψαλε λοιπόν με γλυκύτητα έκτακτον, το περιπαθές του Δαμασκηνού άσμα, κελάειδημα μάλλον προς την Θεοτόκον, οπού εκελάειδησεν η γλυκύφθογγος εκείνη αηδών, όχι με το στόμα αλλά με την καρδίαν.
Αλλά πριν αρχίση, τους είπε να σηκωθούν όλοι επάνω με ευλάβειαν και να αποκαλυφθούν. Να βάλουν δε θυμίαμα εις το θυμιατόν και να θυμιάσουν.
Και αφού έγειναν όλα αυτά, τότε ήρχισε το ιερόν άσμα ο πολυπαθής Φαφάνας:
«Στέργειν μεν ημάς, ως ακίνδυνον φόβω, Ράον σιωπή. Τω πόθω δε, Παρθένε, Ύμνους υφαίνειν συντόνως τεθηγμένους, Εργώδες εστιν· αλλά και, Μήτηρ, σθένος, Όση πέφυκεν η προαίρεσις, δίδου.» (4)
Η φωνή του ψάλτου μελιχρώς ηκούετο μέσα εις εκείνην την φοβεράν αρμονίαν της χειμερινής λαίλαπος, ήτις συρίζουσα, κλαγγάζουσα, χρεμετίζουσα επάνω, διά μέσου των πολυπλόκων εξαρτισμών του μπάρκου, εισέδυε κάτω εις το πρωραίον, διά του ανοικτού φεγγίτου, λειαινομένη, μαλακή, εκπνέουσα εις τους γλυκυμόλπους εκείνους του ψάλτου φθόγγους, ως να εσέβοντο και τα στοιχεία τα άγρια τον σεπτόν της Θεομήτορος ύμνον, και έκυπτον ήμερα, γονατίζοντα, ενώπιόν του.
— Καλή πατρίδα, παιδιά, τα Φώτα!
Εκραύγασε τότε έξαλλος από τον ενθουσιασμόν του ο Γιάννης ο Μπύρρος κάμνων τον σταυρόν του, ον εμιμήθησαν και οι λοιποί· κ' εκάλεσεν όλους να παρακαθήσωσιν εις το εωθινόν των Χριστουγέννων πρόγευμα, λαβών αυτός την πρωτοκαθεδρίαν μ' έκτακτον λάμψιν χαράς εις το πολιόν του πρόσωπον, αφού προηγουμένως απέστειλε δύο μερίδας εις τους δύο αυταδέλφους ιδιοκτήτας του σκάφους.
Η λαίλαψ η χιονίζουσα, τόσον είχε σφοδρυνθή, ώστε ουδείς φόβος υπήρχε να ταράξη πλέον την φαιδράν των ναυτών τράπεζαν νέα πάλιν έξαψις του πλοιάρχου των, όστις το είχε πάρει απόφασιν πλέον, ότι 'ς της Τρεις Μπούκαις θα εώρταζε τα Χριστούγεννα συντροφιά με την θάλασσαν . . . .
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου