Το κόνισμα
Ανδρέας Καρκαβίτσας
Καταϊδρωμένος ο Πέτρος ο Τσαϊπάς ανέβηκε στον τράφο ν' αγναντέψει· δεν είχε δύναμη ούτε όρεξη να πάει μακρύτερα. Το λιοπύρι ήταν ανυπόφορο· έπεφτε και τρυπούσε τη σάρκα σαν βελονοβροχή. Τα στακάμενα νερά τής Λάκκας έζεχναν και φαρμάκωναν. Ζερβόδεξα τ' αμπελοχώραφα, τα λιοστάσια, οι καλαμιώνες, τα βάτα κουρνιαχτισμένα κι άτρεμα φαίνονταν πεθαμένα. Μα η ζωή ακολουθούσε υπομονητικά το δρόμο της. Φωνή τής λαύρας χυνότανε ολούθε η φλυαρία τού τζίτζικα και στο χωριό περνοδίναν οι στρατοκόποι. Όπως ο Τσαϊπάς βγήκαν κ' εκείνοι να ιδούν τη λιτανεία.
Ο Κώστας ο Αρλετής έφερε μιαν είδηση στο χωριό και το χωριό ανατρόμαξε. Ένα κόνισμα, λέει, βγήκε νύχτα στην ακρογιαλιά τού Αϊ-Θανάση. Πούθ' ερχότανε, για πού πήγαινε, κανείς δεν ήξερε να ειπεί. Η αλήθεια είναι πως ερχόταν ολόρθο στα κύματα. Μπροστά του ένα φως τρανό τού φώτιζε το δρόμο. Έλαμπε το φως· μα πιο πολύ έλαμπε το τίμιο το ξύλο. Περίγυρα το πέλαγο απέραντο και μελαψό ανάδευε με σύγκρυο. Ήρθε το κόνισμα και στάθηκα σιγά στον άμμο, κρύφτηκε σε μια βουρλιά. Και το φως κοντά του παραμόνευε. Κάποιο καλογεράκι σύρθηκε απάνω του και γνώρισε το θάμα. Το μάθαν· έτρεξαν οι καλόγεροι, το πήραν στο μοναστήρι τους και το λιβανίζουν μερόνυχτα.
Read More ->>