Ἡ ἀγάπη τῆς μάνας
– Μιὰ φορά, Γέροντα, μᾶς εἴπατε ὅτι μὲ τὴν
ἀγάπη ὁ ἄνθρωπος μεγαλώνει, ὡριμάζει.
–
Δὲν φθάνει νὰ ἀγαπάη κανεὶς
τὸν ἄλλον· πρέπει
νὰ τὸν ἀγαπάη περισσότερο ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Ἡ μάνα
ἀγαπάει τὰ παιδιά της περισσότερο ἀπὸ τὸν ἑαυτό της. Μένει νηστικιά, γιὰ νὰ ταΐση
τὰ παιδιά της, ἀλλὰ νιώθει μεγαλύτερη εὐχαρίστηση ἀπὸ ἐκεῖνα. Τὰ παιδάκια
τρέφονται ὑλικὰ καὶ ἡ μητέρα πνευματικά. Ἐκεῖνα ἔχουν τὴν ὑλικὴ γεύση, ἐνῶ αὐτὴ
ἔχει τὴν πνευματικὴ ἀγαλλίαση.
Μιὰ κοπέλα, πρὶν παντρευτῆ, μπορεῖ νὰ κοιμᾶται
μέχρι τὶς δέκα τὸ πρωὶ καὶ νὰ θέλη καὶ τὸ γάλα της νὰ τὸ ἑτοιμάζη ἡ μάνα
της. Βαριέται νὰ κάνη καμμιὰ δουλειά. Τὰ θέλει ὅλα ἕτοιμα· θέλει ὅλοι νὰ τὴν
περιποιοῦνται. Ἀπαιτήσεις ἀπὸ τὴν μάνα, ἀπαιτήσεις ἀπὸ τὸν πατέρα, καὶ ἐκείνη νὰ ἔχη τὸ χουζούρι της. Ἐνῶ ὑπάρχει
στὴν φύση της ἡ ἀγάπη, δὲν ἀναπτύσσεται, γιατὶ συνέχεια δέχεται βοήθεια καὶ εὐλογίες
ἀπὸ τὴν μάνα της, ἀπὸ τὸν πατέρα της, ἀπὸ τὰ ἀδέλφια της. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ὅμως
ποὺ γίνεται μάνα, μοιάζει μὲ μηχανάκι πού, ὅσο ζορίζεται, τόσο φορτίζεται, γιατὶ
δουλεύει συνέχεια ἡ ἀγάπη. Πρῶτα
σιχαινόταν, ὅταν ἄγγιζε
κάτι βρώμικο, καὶ ἔπαιρνε μοσχοσάπουνα γιὰ νὰ πλυθῆ. Ὕστερα,
ὅταν λερώνεται τὸ παιδάκι καὶ πρέπη νὰ τὸ καθαρίση, λὲς καὶ πιάνει...
μαρμελάδες! Δὲν σιχαίνεται. Πρῶτα, ἂν τὴν ξυπνοῦσες, φώναζε, γιατὶ τὴν ἐνόχλησες.
Ὕστερα, ὅταν κλαίη τὸ παιδί, ὅλη νύχτα ξενυχτάει καὶ δὲν δυσκολεύεται. Τὸ φροντίζει
καὶ χαίρεται. Γιατί; Γιατὶ παύει νὰ εἶναι παιδί. Ἔγινε μάνα καὶ ἦρθε ἡ θυσία, ἡ
ἀγάπη.
Read More ->>