Ο θάνατος ως άρση και
αναίρεση της ζωής καταργεί την αναφορά και τη διαφορά, όταν όλα νεκρώνουν, τότε
παγώνουν και παγιώνονται, μένουν αμέτοχα και άσχετα, ομοιόμορφα και άμορφα,
ταυτόσημα και εξομοιωμένα ισοπεδωτικά. Γιατί αν η ποικιλία και η ενότητα χαρακτηρίζουν
τη ζωή, η ομοιομορφία, η ισοπέδωση και ο χωρισμός ταιριάζουν αποκλειστικά στο
θάνατο. Τελικά θάνατος είναι η σχάση, δηλαδή η μη σχέση, η διακοπή και αναίρεση
της σχέσεως. Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία για τη θεολογία είναι η
σχετικότητα της ζωής, δηλαδή η αναφορικότητα, που βρίσκεται στον αντίποδα της
ατομικότητας.
Η αναφορικότητα νοείται
ως σύνολο πλήρες σχέσεων, ως πλέγμα αμοιβαίων αλληλεξαρτήσεων και ως ιστός
απειράριθμων μορφών ζωής γεμάτων από ποικιλίες. Αντίθετα η ατομικότητα ενέχει
τη διαίρεση και οδηγεί στο θάνατο, τον κατεξοχήν χωρισμό με την τέλεια
απομόνωση του άνθρωπου. Έτσι ατομικότητα και αναφορικότητα παραμένουν οι δύο
πόλοι του βασικού διλήμματος που τίθεται ενώπιον του ανθρώπου, για να ζήσει τη
ζωή του. Η θεολογία και παράδοση της Εκκλησίας συνιστούν και προβάλλουν τη
σχέση αντί για τη σχάση, τη ζωή αντί για το θάνατο. Γι’ αυτό και η στάση αυτή
απαγορεύει κάθε ατομική παρέμβαση στο φαινόμενο της ζωής, που επιφέρει τη
διακοπή του.
Η θεολογική τοποθέτηση
στο ζήτημα της ευθανασίας είναι γνωστή αλλά ταυτόχρονα και άγνωστη. Είναι
πασίγνωστη η αρνητική στάση ολόκληρης της εκκλησιαστικής παραδόσεως απέναντι
στην ευθανασία, παραμένει όμως άγνωστο σε πολλούς το θεολογικό υπόβαθρο και η
λογική που διέπει την άρνηση αυτή. Εδώ αξίζει εντελώς παρεκβατικά να σημειωθεί
ότι η ευθανασία ανήκει στην ίδια κατηγορία περιπτώσεων που υπάρχει παραβίαση
της ανθρώπινης ζωής, όπως είναι π.χ. η αυτοκτονία και η έκτρωση, που κρίνονται
με τον ίδιο σκεπτικισμό και αντιμετωπίζονται με την ίδια επιφυλακτικότητα. Με
την αυτοκτονία σημειώνεται παρέμβαση του ανθρώπου προς το τέλος της ανθρώπινης
πορείας, ενώ με την έκτρωση κατά την αρχή του φαινομένου της ζωής.
Read More ->>