Οι Κεκλημένοι
Η νύχτα απόψε δέν ανασαίνει,ή μικρή φλόγα στό χείλος τού λυχναριού μένει ασάλευτη. Είναι μιά βαθειά σιωπή - ή απόλυτη ερημιά καί τό χιόνι. Τό χιόνι έχει σκεπάσει,τήν καλύβα. Ή φωνή τού γέροντα είναι σιγανή καί κουρασμένη.
«...Καί ήκουσα ώς φωνήν όχλου πολλού καί ώς φωνήν ύδάτων πολλών καί ώς φωνήν βροντών ισχυρών, λεγόντων άλληλούϊα...».
Τά ήσυχα μάτια τρεμοπαίζουν θαμπωμένα στίς πυκνές αράδες. Στό φώς τού λυχναριού τό πρόσωπο τού γέροντα είναι ήρεμο καί χλωμό.
«.Χαίρωμεν καί άγαλιώμεθα οτι ήλθεν ό γάμος τοΰ άρνίου καί ή γυνή αύτοΰ ήτοίμασεν έαυτήν...».
Τά δάχτυλα χαϊδεύουν τρεμάμενα τή σελίδα. Στά μάτια τρεμοπαίζει τό όραμα.
«...καί λέγει μοι· γράψον, μακάριοι οι εις τό δεϊπνον τοΰ γάμου τοΰ άρνίου κεκλημένοι...»
Τότε ακριβώς έτριξε ή πόρτα. Ό γέροντας σήκωσε τά μάτια στό σκοτεινό άνοιγμα. Τό πρόσωπό του φωτίστηκε .
-Ήρθα, είπε ό Θάνατος.
-Καλοδεχούμενος! έκανε ό γέροντας καί άνασηκώθηκε στό σκαμνί. Ή φλόγα τρεμόπαιζε στό λυχνάρι. Κόπιασε μέσα,κόπιασε,είσαι καλοδεχούμενος ξανάπε ό γέροντας. Τό πρόσωπό του ήταν γιομάτο φως.
-Μέ περίμενες... ρώτησε ό Θάνατος.
-Ναί, ναί, έκανε ό γέροντας ήσυχα.
-Άπό χρόνια;
-Μά βέβαια, άπό χρόνια... άπό χρόνια πολλά... Τ’ άσπρα του μαλλιά καί τά γένια του ήταν ένα στεφάνι φωτεινό στό χαρούμενο πρόσωπο.
-Καί όμως, παντού φέρνω τόν τρόμο... είπε ό Θάνατος .
Ό γέροντας κοίταξε τήν ήσυχη φλόγα. Κούνησε τό κεφάλι καί χαμογέλασε.
-Μήν τούς παρεξηγής,είπε. Δέν σέ γνωρίζουν οί άνθρωποι. Άκούμπησε τό βιβλίο πού κρατούσε άνοιχτό στό σκαμνί. Δέν σέ γνωρίζουν... Δέν ξέρουν ποιός είσαι... Τό χαμόγελό του ήταν ένα φως καθαρό. Δέν γνώρισαν τό άληθινό πρόσωπό σου...
Ή φλόγα τσίριξε στό χείλος τοΰ λυχναριού. Οί σκιές στήν καλύβα ταράχτηκαν.
-Λοιπόν,τελειώνει τό λάδι έκανε ό γέροντας. Ήρθε καί γιά μένα ή δωδέκατη ώρα...
-Θάθελες λίγο χρόνο ακόμα; ρώτησε ό Θάνατος.
Τό γεροντάκι έμεινε σιωττηλό.
-’Ίσως... είπε. Ή μετάνοια είναι ένας ατέλειωτος δρόμος...
-Ή, ή μετάνοια! Τίποτ’ άλλο λοιπόν δέν ζητάς άπό τη ζωή; Δύστυχε, τά περίμενες όλα άπό μένα...
-Ζήτησα πολλά άπό τή ζωή,τά πιό πολλά... Τρεμόπαιξε τό ήσυχο βλέμμα. Ήταν μεγάλη ή δίψα μου...
’Έγινε γιά λίγο σιωπή
-Ή ζωή σου σταματάει σέ σένα, είπε ό Θάνατος. Πού είναι τά παιδιά σου, νά δής στά πρόσωπά τους τή δική σου συνέχεια; Δέν έσπειρες ζωή γιά νά θερίσης χαρά...
Ό γέροντας χαμογέλασε.
-Ναί,είπε,καταλαβαίνω. Είναι όμορφο νάχης σπείρει ζωή καί νά θερίζης χαρά. Μά καί νά ζήσης μόνο γιά τήν άγάττη τοΰ Θεού, αύτή είναι μιά άλλη ζωή καί μιά άλλη χαρά...
Ή μικρή φλόγα είχε άδυνατίσει. Άπό πού έπαιρνε φώς τό πρόσωπο τού γέροντα;
- Σάν ήμουν έφηβος, σκεφτόμουν συχνά τούτη τήν ώρα. Τ’ άσπρα μαλλιά, τ’ άδύνατα μέλη, τό δικό σου στερνό συναπάντημα. Όλα τελειώνουν έδώ, δλα, έκτός άπό τήν άγάττη τού Θεού... ’Έπρεπε νά ξεχωρίσω τό ουσιώδες άπό τ’ άσήμαντα.
-Δέν μπορώ νά ξέρω ποιο είναι τό ούσιώδες μέσα στη ζωή... είπε ό Θάνατος.
-Είναι μιά γνώση πού τη χαρίζει ό Θεός... έκανε ό γέροντας. Ή καλύβα έτριξε, ίσως από τό βάρος τού χιονιού.
-Μέ δυσκολεύεις, είπε ό Θάνατος.
-’Ίσως γιατί είσαι ανίσχυρος τούτη την ώρα εδώ...
Πήρε από τό σκαμνί τό παληό βιβλίο. Τά δάχτυλα ψάξανε τίς φθαρμένες σελίδες.
-«...Ό πιστεύων εις Αύτόν ού κρίνεται,ό δέ μη πιστεύων ήδη κέκριται... αυτή δέ έστιν ή κρίσις ότι τό φώς έλήλυθεν εις τόν κόσμον καί ήγάπησαν οΐ άνθρωποι μάλλον τό σκότος ή τό φώς...» Κατάλαβες;Ή κρίση γίνεται πιά σέ τούτο τόν κόσμο. Ή αιώνια ζωή έχει αρχίσει!
Ριγούσε ή φωνή του, τό πρόσωπό του ήταν όλο στό φώς.
-Πάμε, είπε καί χαμογέλασε.
Ή μικρή φλόγα στό λυχνάρι δυνάμωσε καί φώτισε καθαρά τήν καλύβα.
-Πάμε, είπε σιγαλά ό Θάνατος, μόλις πού άκουγόταν.
Τότε ή μικρή φλόγα ξεψύχησε.
Εισαγωγή και δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο :
ΕΝΑ ΠΟΤΗΡΙ ΑΚΟΜΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΚΡΙΤΑ
Άπό τό βιβλίο ’Άσκηση σέ δώδεκα διηγήματα,
Χρήστου Γιανναρά
έκδ. «Σκαπάνη»
Η εικόνα είναι του George Kordis
Η ηλεκτρονική επεξεργασία, επιμέλεια κειμένων και εικόνων έγινε απο τόν Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου