Σάββατο 16 Ιουλίου 2016
28. Ό Αθάνατος Θάνατος
'Υπάρχει κόλαση;
Μετά τόν διαχωρισμό των
δικαίων από τούς αμαρτωλούς, ό ουράνιος Κριτής θά έκφέρει τη δίκαιη, οριστική
καί άμετάκλητη απόφασή του. Διότι, κατά τό διάστημα της παρούσης ζωής ό καθένας
είναι έλεύθερος νά ζήσει έν Χριστώ ή χωρίς τόν Χριστό. Νά άποθάνει συν τώ
Χριστώ,γιά νά ζήσει μαζί μέ τόν Χριστό,ή νά περιορίσει τή θέλησή του εκτός τού
Χριστού καί νά μείνει στό σκοτάδι της αμαρτίας. Στήν παρούσα ζωή είναι
έλεύθερος νά κυβερνήσει όπως θέλει τόν εαυτό του μετά τόν θάνατο όμως ύπόκειται
σέ κρίση βραβεύονται οί
δίκαιοι,τιμωρούνται οί αμαρτωλοί. Ή ανάσταση πού θά ακολουθήσει γιά όλους, γιά
τούς αμαρτωλούς θά έλθει ώς άνάστασις χρίσε ως (Ίω. ε 29). Καί τότε θά
ολοκληρωθεί ή τραγωδία της ανθρώπινης θελήσεως Ό Κύριος θά πει πρός τούς
δικαίους: Δεύτε οί ευλογημένοι τού πατρός μου, κληρονομήσατε την ήτοιμασμένην
ύμϊν βασιλείαν από καταβολής κόσμου. Καί στούς αμαρτωλούς : Πορεύεσθε άπ εμού
οί κατηραμένοι εις τό πύρ τό αιώνιον τό ήτοιμασμένον τώ διαβολω καί τοϊς
άγγέλοις αυτού (Ματθ. κε' [25] 34, 41). Καί γιά μέν τίς αμοιβές καί τή
μακαριότητα τών δικαίων ούδέποτε υπήρξε αμφισβήτηση. Γιά τήν τιμωρία όμως τών
αμαρτωλών διατυπώνονται πολλές ενστάσεις καί απορίες. Γι’ αύτό θά δούμε πρώτα
τήν απόφαση τού Κριτού, ή οποία αφορά στούς αμαρτωλούς.
Πολλοί λέγουν: Δέν
υπάρχει κόλαση όσα γράφονται στά Ευαγγέλια είναι απλές απειλές έχουν γραφεί γιά
τόν έκφοβισμό τών κακών Διότι πώς συμβιβάζεται ή αγαθότητα τού Θεού μέ τόσο
βαρειά ποινή στά πλάσματά του; Αντί όμως νά απαντήσουμε εμείς στά πιό πάνω, θά
μεταφέρουμε εδώ δ,τι μάς διδάσκουν οί 'Άγιοι Πατέρες· αύτοί, οί πολύφωτοι
αστέρες του νοητού στερεώματος μέ τά πάγχρυσα στόματά τους, τά όποία είναι στόματα τού Λόγου, δηλαδή τού Κυρίου
ημών Ίησού Χριστού.
α) Ό ιερός Χρυσόστομος
υπενθυμίζει ότι περί της κολάσεως μάς μίλησε ό Κύριος χωρίς περιστροφές·
επομένως, όσοι απιστούν σ’ αυτή διακηρύττουν ψεύστην τόν Θεόν καί διαβάλλουν
τήν Αγία Γραφή ότι περιέχει ρήματα ψιλά (δηλαδή απλούς συλλογισμούς, λόγια
άφηρημένα) καί ούχί αλήθειαν Τονίζει μάλιστα ότι οί υποστηρικτές τής άπόψεως
αυτής λέγουν όσα λέγουν, διότι τούς τά υποβάλλει ό μισόκαλος διάβολος. Μήν
άπατάτε τούς εαυτούς σας, άνθρωποι, φωνάζει ό ιερός Πατήρ, μέ τό νά πιστεύετε
στόν διάβολο. Διότι οί σκέψεις αυτές είναι δικές του από αύτόν
προέρχονται.
Ό παμπόνηρος εχθρός τής
ψυχής μας είναι εκείνος πού μάς κάνει νά αχρηστεύουμε εντελώς τό λογικό, αυτή
τή δωρεά τού Θεού, καί νά άναστρεφόμαστε όπως τά άλογα ζώα, ακολουθώντας τό
φάγωμεν καί πίωμεν, αυριον γάρ άποθνήσχομεν (Α' Κορ. ιε' [15] 32). Έξ άλλου ό
διάβολος νομίζει ότι μέ τό νά αναιρεί τήν κρίση, αναιρεί καί τήν ύπαρξη τού
Θεού. Διότι αυτός είναι ουσιαστικά ό στόχος του. Μάς παραπλανά ό δόλιος μέ
πολλή μεθοδεία καί δέν μάς προσβάλλει κατά μέτωπον, ώστε νά λαμβάνουμε έγκαίρως
τά μέτρα μας καί νά προφυλασσόμαστε. Κατά τόν ιερό Χρυσόστομο ό σατανάς
προχωρεί στήν επιχειρηματολογία του κάπως έτσι: Έάν (αφού) δέν υπάρχει κρίση,
τότε δέν είναι δίκαιος ό Θεός (σύμφωνα μέ τόν ανθρώπινο λογισμό)· έάν όμως ό
Θεός δέν είναι δίκαιος, άρα δέν υπάρχει Θεός. Καί έάν δέν υπάρχει Θεός,τότε όλα
είναι τυχαία τότε τίποτε δέν είναι ή αρετή, τίποτε δέν είναι ή κακία. Όλα όμως
αυτά δέν μάς τά λέγει φανερά ό διάβολος. Καί προσθέτει ό θείος Χρυσόστομος:
Είδες τού σατανικού ένθυμήματος τήν διάνοιαν; Πώς έξ ανθρώπων άλογα βούλεται
ποιήσαι, μάλλον δέ θηρία, μάλλον δέ δαίμονας; Άς μή δίνουμε πίστη στίς υποβολές
του, διότι έστι (ύπάρχει) κρίσις, άθλιε καί ταλαίπωρε, πού άκούς αυτόν τόν
σατανικόν λογισμόν, ό όποίος σού δίνει χάριν ανωφελή καί σέ κάνει οκνηρό γιά τό
έργο τής σωτηρίας.
β) Ό ίδιος Πατήρ
παρατηρεί ακόμη ότι υπάρχει καθολικός κανών καί όρος, ό όποίος λέγει: Κανείς
από τούς ενάρετους δεν δυσπιστεί στη διδασκαλία περί κρίσεως καί κολάσεως. Όπως
επίσης κανείς από τούς αμαρτωλούς, εκτός έλαχίστων, δεν πιστεύει στή διδασκαλία
περί άναστάσεως τών νεκρών. Την ανάσταση των νεκρών, την κρίση καί την κόλαση
άρνούνται άνθρωποι πού ζούν ζωή υλιστική, διότι δεν υποφέρουν τόν έλεγχο τής
συνειδήσεως. Γι’ αύτό καί οί αμαρτωλοί, άν καί γνωρίζουν ότι τό άμαρτάνειν
(είναι) κακόν, προσπαθούν νά πείσουν τόν εαυτό τους ότι αύτό δέν είναι κακό
Απευθυνόμενος μάλιστα ό όσιος πρός τόν αμαρτωλό λέγει:
Γνωρίζω γιατί
αμφισβητείς τήν κρίση καί τήν κόλαση. ’Έχεις άμαρτήσει σέ πολλά, δέν έχεις
παρρησία ενώπιον τού Θεού. Λέγεις· καί άν άκόμη ύπάρχει γέεννα. θά πείσω τήν
ψυχή μου ότι δέν υπάρχειέως τότε έδώ στή γή θά γλεντώ ’Αλλά, άπαντά ό άγιος,
γιατί στά αμαρτήματα πού έχεις κάμει μέχρι τώρα προσθέτεις καί τήν ασέβεια;
Έστω παρέβης τίς εντολές τού Θεού γιατί προτρέπεις καί τούς άλλους νά
άμαρτήσουν, μέ τό νά τούς λέγεις ότι δέν ύπάρχει κόλαση; Γιατί άπατας τούς
άφεεστέρους; Μήπως νομίζεις ότι, άν διαφθείρουμε άλλους, θά έχουμε συγγνώμην
τών αμαρτημάτων; Όλη αύτή ή συμπεριφορά είναι σατανική. ’Άνθρωπε, ήμαρτες;
Φιλάνθρωπον έχεις τόν Δεσπότην παρακάλει, ικέτευε, δάκρυε, στέναζε, καί τούς
άλλους φόβει καί ζήτει άπό αυτούς νά μή πέσουν στά ίδια μέ σένα αμαρτήματα.
Μιμήσου τουλάχιστον τόν πλούσιο, ό όποίος, όταν βρισκόταν στή γέεννα,
παρακαλούσε τόν ’Αβραάμ νά στείλει τόν πτωχό Λάζαρο στους συγγενείς του γιά νά
τούς περιγράφει τή δυστυχία του, ώστε νά μή βρεθούν καί έκείνοι στόν ’ίδιο τόπο
τής βασάνου (βλ. Λουκ. ιζ' [16] 27-28).
Σέ μία αποστροφή πρός τούς ακροατές του ό
θείος Χρυσόστομος είπε καί τούτο, γιά νά τούς βεβαιώσει ότι υπάρχει καί κρίση
καί ανταπόδοση καί κόλαση: ’Ήθελα καί έγώ ό ίδιος νά μην υπάρχει κόλαση καί
μάλιστα αύτό τό θέλω καί τό έπιθυμώ περισσότερο άπό όλους σας. Γιατί θά τό
ήθελα; Διότι καθένας άπό σάς φοβάται γιά τη δική του ψυχή, ενώ άπό έμένα τόν
έπίσκοπο ό Θεός θά ζητήσει λόγο καί γιά την ψυχή μου καί γιά τήν προστασία τής
ψυχής σας άπό τόν διάβολο. Επομένως έγώ περισσότερο άπό όλους σας είναι αδύνατο
νά άποφύγω τήν τιμωρία. ’Αλλά δέν είναι δυνατόν νά μην υπάρχει κόλαση καί
γέεννα.
γ) Τό ότι υπάρχει
κόλαση,τό απέδειξε ό Θεός κατά τούς χρόνους τόσο τής Παλαιάς όσο καί τής Καινής
Διαθήκης. Ό προφήτης Δανιήλ π.χ.
έπροφήτευσε: Καί πολλοί (όλοι) πού έχουν κοιμηθεί τόν ύπνο τού θανάτου καί
είναι θαμμένοι στό χώμα τών τάφων, θά έγερθούν άλλοι μέν εις ζωήν αιώνιον άλλοι
δέ εις όνειδισμόν καί εις καταισχύνην αιώνιον (Δαν. ιβ' [12] 2). Τά
παραδείγματα τών ατόμων,τών λαών καί τών εθνών πού τιμωρήθηκαν μέχρι τώρα άπό
τή δικαιοσύνη τού Θεού, όπως έπίσης καί οί τιμωρίες πού καθημερινά βλέπουμε νά
συναντούν όσους παραβαίνουν τίς άγιες
εντολές τού φιλανθρώπου Θεού, βεβαιώνουν ότι πάσα παράβασις καί παρακοή έλαβε
δίκαιη άνταπόδοση καί τιμωρία (Έβρ. β' 2) έδώ,καί είναι φυσικό,έφ’ όσον δέν υπήρξε μετάνοια, νά λάβουν καί εκεί
τιμωρία. Αύτό απαιτεί ή δικαιοσύνη τού απείρου καί πανοικτίρμονος Θεού. Διότι
τότε είναι καιρός άποκαλύψεως καί τιμωρίας, όχι συμπάθειας καί έλέουςτότε θά είναι καιρός
άποκαλύψεως τού θυμού, τής οργής, τής δικαιοκρισίας τού Θεού,καιρός πού θά
άποκαλυφθεί ή “κραταιά καί υψηλή χειρ” (πρβλ. Έσ. ε 25),κινουμένη σέ κόλαση τών
απειθών. Αλλοίμονο σέ δποιον πέσει στά χέρια τού Θεού, πού δέν είναι νεκρός σάν
τά είδωλα, αλλά ζεί πάντοτε Αύτό είναι
πολύ φυσικό. Διότι, εάν ό Θεός είναι φιλάνθρωπος, όπως καί είναι, τότε είναι
οπωσδήποτε καί δίκαιος. Έφ’ όσον όμως
είναι δίκαιος, πώς δέν θά είναι δίκαιο νά τιμωρήσει αύτόν πού έλαβε τόσες
πολλές ευεργεσίες, καί κατόπιν έπραξε έργα άξια κολάσεως καί δέν έγινε
καλύτερος ούτε μέ απειλές ούτε μέ εύεργεσίες;
Σ’ έκείνον πού
υποστηρίζει ότι ό Θεός είναι φιλάνθρωπος καί επομένως δέν είναι δυνατόν νά
τιμωρεί,λέγει ό ιερός Χρυσόστομος: Πώς δέν φοβάσαι, όταν έκφράζεσαι μέ αύτόν
τόν τολμηρό τρόπο περί τού Θεού; Ώστε, έάν τιμωρήσει ό Θεός, άρα, κατά τή γνώμη
σου, δέν είναι φιλάνθρωπος; Δέν σου τά προείπε όμως λεπτομερώς όλα έξ αρχής;
Δέν έχρησιμοποίησε απειλές; ’Άπειρα μέσα δέν έχρησιμοποίησε γιά τή σωτηρία σου;
Καί καταλήγει: Μήν έξαπατάτε τούς εαυτούς σας, άνθρωποι, δίνοντας πίστη στόν
διάβολο διότι δικές του είναι οί σκέψεις αύτές.
δ) Γιά τό ότι θά υπάρξει
τιμωρία τών ασεβών μπορούμε νά βεβαιωθούμε καί απ’ αύτό: Έάν δέν πρόκειται νά
τιμωρηθούν οί πονηροίέάν δέν υπάρχει άνταπόδοσις μηδενός,τότε ούτε οί αγαθοί
στεφανούνται. Ώστε λοιπόν καί ό πόρνος καί ό μοιχός καί ό μυρία κακά
έργασάμενος θά απολαύσει τά ίδια άγαθά μέ εκείνον πού έζησε μέ σωφροσύνη καί
άγιωσύνη, εγκράτεια καί αγγελική πολιτεία ; Οί μοναχοί καί οί ασκητές, πού
έπέδειξαν θαυμαστή άσκηση σέ έρημιές καί βουνά, σέ σπηλιές καί σέ τρύπες της
γης (Έβρ. ια' [11] 38), θά ζούν στήν αιωνιότητα χωρίς τά βραβεία της αρετής;
Έάν δέν υπάρχει γέεννα καί επακολουθήσει ανάσταση, τότε καί οί πονηροί θά
λάβουν τά ίδια άγαθά μέ τούς δικαίους Αλλά ποιός άνθρωπος, καί αυτός ακόμη ό
πλέον παράλογος, θά ύποστηρίξει κάτι τέτοιο; Μάλλον δέ ποιός δαίμονας θά
μπορούσε νά πει κάτι τέτοιο; Καί
κατακλείει τά φωτισμένα έπιχειρήματά του ό ιερός Χρυσόστομος μέ τή συμβουλή:
’Αδελφοί μου, άς μήν απιστούμε ότι υπάρχει κόλαση, γιά νά μήν έμπέσωμεν εις
αύτήν διότι έκείνος ό όποίος απιστεί σ’ αυτήν γίνεται περισσότερο οκνηρός καί
νωθρός στήν αρετή, αυτός δέ πού είναι οκνηρός καί νωθρός στήν άρετή θά οδηγηθεί
στήν αμετανοησία καί θά καταλήξει στήν κόλαση. Εμείς άς πιστεύουμε χωρίς καμμία
επιφύλαξη στήν κόλαση καί άς συζητούμε συνεχώς γι’ αύτήν, καί έτσι δεν θά
αμαρτάνουμε εύκολα καί γρήγορα. Διότι ή μνήμη τής κολάσεως σάν άλλο πικρό
φάρμακο θεραπεύει καί καταστέλλει κάθε κακία.
ε) ’Άλλωστε καί αύτός
ακόμη ό διάβολος, ενώ άπατά τούς ανθρώπους μέ τή σκέψη ότι δέν υπάρχει κόλαση,
ό ίδιος πιστεύει σ’ αύτήν καί τρομοκρατείται Έξ άλλου τό αιώνιο πύρ τής
κολάσεως έχει έτοιμασθεί γιά τόν διάβολο καί τούς αγγέλους του, όπως είπε ό
Κύριος (Ματθ. κε' [25] 41)· ένώ οί άνθρωποι έχουμε δημιουργηθεί από τόν Θεόν
γιά νά κληρονομήσουμε τήν αιώνια βασιλεία, εάν βέβαια θελήσουμε νά βρεθούμε
άξιοι τής ανεκτίμητης αυτής δωρεάς του. Οί δαίμονες λοιπόν ομολογούν ότι
υπάρχει γέεννα. Γι’ αυτό καί φώναζαν πρός τόν Χριστόν λέγοντας Ιησού, υιέ του
Θεού, ήλθες έδώ πρόωρα, πρίν από τόν καιρό τής παγκοσμίου κρίσεως, γιά νά μάς
βασανίσεις; (Ματθ. η' 29). Επομένως, πώς δέν φοβάσαι καί δέν φρίττεις, άνθρωπε,
γράφει ό θείος Χρυσόστομος, όταν άρνείσαι τή γέεννα, τήν ώρα πού καί αυτοί οί
δαίμονες ομολογούν καί παραδέχονται τήν ύπαρξή της; Ό διάβολος, ό απ’ αρχής τής
δημιουργίας εχθρός μας, είναι ό υποβολέας παρόμοιων πονηρών δογμάτων. Γι’ αυτό
καί πείθει μερικούς νά νομίζουν ότι δέν υπάρχει κόλαση, γιά νά τούς ρίψει στήν
κόλαση. Ένώ ό απειράγαθος Θεός απεναντίας απειλεί γέενναν, καί ήτοίμασε
γέενναν, έτσι ώστε, αφού τό πληροφορηθούμε,νά ζήσουμε μέ εύσέβεια καί νά μήν
έμπέσουμε εις γέενναν.
Έπί πλέον, όταν άκούμε
ότι θά γίνει κρίση καί θά επακολουθήσει τιμωρία τών αμαρτωλών, δέν πρέπει νά
λησμονούμε τούτο: Ό Θεός απειλεί καί προλέγει κόλαση, όχι διότι είναι
απάνθρωπος καί σκληρός, αλλά διότι είναι πλήρης ελέους καί φιλανθρωπίας. Τό ότι
δέ πάντα ποιεί ή άγαθότης του ώστε νά μάς εμποδίσει από τήν αμαρτία καί νά μάς
φέρει σέ μετάνοια, είναι φανερό από τό ότι καί άμαρτάνοντας κολάζει καί
κατορθούντας (τήν αρετή) στέφανοί. ’Άλλωστε όσα μάς λέγει γιά τό ζήτημα αύτό,
μάς τά αποκαλύπτει στη ζωή αύτή, μάς τά διδάσκει εδώ. Ό φιλάνθρωπος Θεός
προλέγει τίς τιμωρίες που πρόκειται νά επιβάλει, γιά νά μην κάμει αύτά πού
προειδοποιεί ότι θά κάμει. Γι’ αύτό άπείλησε μέ κόλαση,γιά νά μην οδηγήσει σέ
κόλαση. Μέ τόν τρόπο αύτό μάς λέγει: ’Άς σάς φοβίζουν τά λόγια καί νά μή σάς
λυπούν τά πράγματα. Καί ό θεοφώτιστος Πατήρ, ό όποίος έβλεπε πόση ώφέλεια
άποκομίζει ή ψυχή από τήν πάνσοφη αύτή παιδαγωγία τού πολυελέου Θεού, άναφωνεί:
Καλαί σου. Δέσποτα, καί αί έπαγγελίαι (ύποσχέσεις)· καλή σου καί ή προσδοκωμένη
βασιλεία· αλλά καλή καί ή γέεννα πάλιν άπειλουμένη. Διότι μάς προτρέπει καλώς ή
βασιλεία, φοβεί δέ χρησίμως ή γέεννα.
Ό ιερός Θεοδώρητος στην
ερμηνεία τού γ' κεφαλαίου τού βιβλίου τού προφήτου ’Ιωνά, εξ αφορμής της
μετάνοιας των Νινευϊτών παρατηρεί: ’Εάν ό Θεός ήθελε νά τιμωρήσει τούς
Νινεύίτες, δεν θά τούς άπειλούσε προηγουμένως, άλλά θά επέβαλλε αμέσως τήν τιμωρίαέπειδή
όμως ό Θεός χαίρει μόνο γιά τή σωτηρία των ανθρώπων, απειλεί τά λυπηρά, γιά νά
μήν άναγκασθεί νά επιβάλει τά λυπηρά, δηλαδή τήν τιμωρία.
Συμπεραίνει ό θείος
Χρυσόστομος: 'Ώστε καί ή κόλαση είναι αποτέλεσμα της αγάπης τού Θεού πρός εμάς
άς αγαπήσουμε τόν Θεόν, όπως Αύτός θέλει διότι θεωρεί τό έργο αύτό μεγάλο. Καί
αν άκόμη τόν περιφρονήσουμε, ’Εκείνος συνεχίζει νά μάς παρακαλείκαί αν δέν
θέλουμε νά επιστρέφουμε κοντά του, μάς τιμωρεί διότι μάς αγαπά όχι διότι ζητεί
καί θέλει νά μάς τιμωρήσει.
Ποιές είναι οί ποινές τής
κολάσεως
Ποιές είναι οί ποινές πού
θά έπιβάλει ό δίκαιος Κριτής, όταν θά εξαγγείλει τή φοβερή απόφασή του κατά τήν
ημέρα της Δευτέρας Παρουσίας; α) ’Αλλά καί μόνον ή έκδήλωσις της θείας
δυσμενείας καί ή άπομάκρυνση των αμαρτωλών από τόν Θεόν, ό όποίος είναι ή πηγή
πάσης ειρήνης και μακαριότητος, καί ή στέρησις της θείας δόξης συνιστά ποινήν
βαρείαν καί ανυπολόγιστον. Γνωρίζω,
γράφει ό ιερός Χρυσόστομος, ότι πολλοί μόνο τη γέεννα έχουν φοβηθεί εγώ δέ την
έκπτωσιν της δόξης των ούρανών τη θεωρώ κόλαση μεγαλύτερη από τη γέεννα. Διότι
καί γέεννα εάν δέν υπήρχε, τό νά μη γίνεις δεκτός από τόν Κριτή καί νά φύγεις
από κοντά του μέ τό πορεύεσθε απ' εμού (Ματθ. κε' [25] 41), κατά τέτοιον δηλαδή
άτιμον τρόπο μπροστά στόν κόσμο εκείνο τόν γεμάτο από τόσο μεγάλη λαμπρότητα,
είναι μεγάλη κόλασις. ’Ή θεωρείς μικράν κόλασιν τό νά μήν καταταγείς στό χορό
τού ουρανίου βασιλέως, τό νά μήν καταξιωθείς της απορρήτου δόξης, τό νά
άπορριφθείς μακριά από έκείνη τήν πανήγυρι καί νά στερηθείς των άφράστων
αγαθών; . Καί μόνον ή απώλεια τών αγαθών
εκείνων προξενεί τόσο μεγάλη οδύνη καί θλίψη καί στενοχώρια, ώστε καί άν ακόμη
δέν έπεφυλάσσετο καμμία άλλη τιμωρία στους αμαρτωλούς, αύτή καθ’ έαυτή ή
απώλεια καί ή αποτυχία θά ήταν αρκετή νά ποτίζει μέ αφάνταστη πικρία τήν ψυχή
τους, νά τή δαγκώνει πικρότερα καί από αύτά τά βασανιστήρια της γεέννης καί νά
τή συνταράσσει. Είναι εύκολότερο νά υποφέρουμε μυρίους κεραυνούς,παρά νά δούμε
τό ήμερο έκείνο πρόσωπο τού Κυρίου νά μάς άποστρέφεται καί τά ήμερα μάτια του
νά μήν ανέχονται νά μάς βλέπουν.
Ό κοσμημένος μέ τή χάρη
τής θείας σοφίας άγιος Νικόδημος ό Αγιορείτης, στοχαζόμενος τή φοβερή αύτή
ποινή τής κολάσεως, δηλαδή τή στέρηση τού ανθρώπου από τού νά κοινωνεί μέ τόν
Θεόν, γράφει: Άχ καί είναι ολίγη ζημία, είναι ολίγη λύπη, τό νά χάσης, άθλιε
αμαρτωλέ, τόν Θεόν, ό όποίος είναι όλος γλυκασμός, όλος εύφροσύνη, όλος
επιθυμία, καί όλος αχόρταστος χορτασμός; ό όποίος είναι όλος φώς, καί αρχή τού
φωτός, όλος ζωή, καί αρχή τής ζωής, όλος σοφία, καί αρχή τής σοφίας; Είναι
ολίγη λύπη, νά χάσης τόν Θεόν, τού όποίου ή ώραιότης ύπερβαίνει κάθε ώραιότητα,
ή σοφία του κάθε σοφίαν, ή γλυκύτης του κάθε γλυκύτητα; τού όποίου μία μοναχή
ακτίνα τής δόξης, άν έλαμπεν εις τόν αδην, παρευθύς ό άδης ήθελε γίνει
Παράδεισος; (...) Είναι ολίγη λύπη τό νά χάσης, ταλαίπωρε, τόν Θεόν σου, όπου
είναι τό άκρον αγαθόν, ή αρχή, καί τό μέσον, καί τό τέλος τού είναι σου; (...)
Ώ χαϊμός άπειρος ώ χάίμός αμέτρητος είμαι βέβαιος, αδελφέ, ότι αν έβλεπες μίαν
φοράν αύτόν τόν μεγάλον χαϊμόν, όπου έλαβες μέ τάς αμαρτίας σου,ήθελες φωνάξης
ωσάν τόν βασιλέα εκείνον, όπου έλεγεν εις τόν καιρόν τού θανάτου του, ότι τά
έχασεν όλα· διατί χάνοντας τόν Θεόν, έχασε καί κορμί, καί ψυχήν, καί γην, καί
ουρανόν, καί πρόσκαιρα, καί αιώνια, καί όλα τά πάντα.
’Αλλά καί ό Μ. Βασίλειος
βεβαιώνει ότι ή στέρηση τής κοινωνίας τού Τριαδικού Θεού είναι τό πλέον αφόρητο
από όλα τά κακά. Διότι γιά έκείνον που δοκίμασε τή συμφορά αύτή, ή αποξένωση
καί ή απομάκρυνση από τόν Θεόν είναι περισσότερο ανυπόφορη καί άπό τίς
αναμενόμενες τιμωρίες τής γεέννης, καί περισσότερο βαρύτερη, όπως είναι γιά τό
μάτι ή στέρηση τού φωτός, έστω καί άν άκόμη ή στέρηση αύτή δέν συνοδεύεται άπό
πόνο.
Επομένως δέν υπάρχει
μεγαλύτερο κακό, μεγαλυτέρα φρίκη άπό την αιωνιότητα άνευ τού Χριστού. Θά
προτιμούσα,γράφει ό π. ’Ιουστίνος Πόποβιτς, νά είμαι εις τήν κόλασιν εις τήν
όποίαν είναι ό Χριστός (μέ συγχωρείτε διά τό παραδοξολόγημα) παρά εις τόν
Παράδεισον, πού δέν έχει τόν Χριστόν. Διότι όπου δέν είναι παρών ό Χριστός,
έκεί τά πάντα μετατρέπονται εις κατάραν, εις πικρίαν,εις φρίκην. Κατά συνέπειαν, έκείνο τό όποίο πρέπει νά
φοβούμεθα δέν είναι ή αιώνια κόλαση, αλλά ή στέρηση τής αγάπης καί τής
κοινωνίας τού Τρισυποστάτου Θεού, ό όποίος είναι ή πηγή πάσης ζωής, πάσης
λαμπρότητος καί πάσης ώραιότητος. Ή κόλαση, ή μή κοινωνία μέ τόν πανάγαθον
Θεόν, είναι ή όριστικότητα τού κακού, ό θρίαμβος τής αμαρτίας, ή νίκη τού
μισόθεου καί μισάνθρωπου διαβόλου κατά τού ανθρώπου
β) Φοβερή όμως ποινή
είναι καί ή απερίγραπτη ντροπή πού θά δοκιμάσουν τότε οί αμαρτωλοί. Διότι, όπως
παρατηρεί ό Μ. Βασίλειος, θά βλέπουν μέσα τους τή ντροπή καί τά αποτυπώματα,
τίς υπομνήσεις τών αμαρτωλών πράξεων, καί ή αισχύνη πού θά δοκιμάζουν ζουν θά
είναι περισσότερο φοβερή καί από τό σκοτάδι καί από τό αιώνιο πύρ. Μέ τή ντροπή
αυτή οί αμαρτωλοί πρόκειται νά ζούν αιώνια, μέ τό νά έχουν πάντοτε μπροστά στά
μάτια τους τά σημεία τής αμαρτίας πού έπραξαν μέ τό σώμα τά σημεία αυτά είναι
σάν μία βαφή ανεξίτηλη, καί παραμένουν αιώνια πλέον στήν ενθύμηση των ψυχών
τους. Όλος έκείνος ό όνειδισμός καί ή αιώνιος αισχύνη πού θά δοκιμάζουν τήν ώρα
πού ό Κριτής θά κάθεται επάνω στό θρόνο του καί ή κτίση ολόκληρη θά τρέμει
ένώπιόν του, αποτελούν τήν πλέον ανυπόφορη κόλαση από όλες τίς κολάσεις.
Ή αισχύνη αύτή θά είναι ανυπόφορη, διότι τά
πάντα θά άποκαλυφθούν ενώπιον εκείνου τού λαμπρού καί περιφανούς θεάτρου, όπου
καί οί γνώριμοι καί οί άγνωστοί μας θά βλέπουν όλες τίς αμαρτίες μας Θεατές
όλων αύτών θά είναι οί άγιοι, οί οποίοι είναι λαμπρότεροι καί τού χρυσού, καί
των λίθων των τιμίων, καί τών ακτινών τών ήλιακών. Όλα αύτά θά παρακολουθούνται
καί άπό τών πολλώ τούτων τιμιωτέρων άγγέλων, αρχαγγέλων, θρόνων, κυριοτήτων,
άρχών, έξουσιών.
Ό άγιος Συμεών ό νέος
Θεολόγος άναλογίζεται γιά τόν έαυτό του καί γιά τους άλλους μοναχούς τόν φόβο,
τόν τρόμο καί τή ντροπή πού θά δοκιμάσουν, εάν τυχόν αστοχήσουν στήν αποστολή
τους, καί γράφει: Άλλοίμονον, τί λογης φόβος, καί τρόμος, καί έντροπή θέλει μάς
εύρη τότε; πιστεύσατέ μου, αδελφοί, ότι αύτή ή έντροπή θέλει είναι χειρότερη
κόλασις εις ήμάς άπό τήν αιώνιον κόλασιν τών κοσμικών αμαρτωλών (τών αμαρτωλών
πού έζησαν στόν κόσμο). Διότι όταν έγώ (ό μοναχός) όπου άρνήθηκα τόν κόσμον
όλον (...) σταθώ μαζί μέ (...) εκείνους πού είχαν τέκνα καί γυναίκας, καί όπου
ήσαν άνακατωμένοι εις κοσμικάς ύποθέσεις, διά νά λάβω τήν όμοίαν κόλασιν μέ
έκείνους, καί γυρίσουν εκείνοι, καί μέ ίδούν όπού είμαι μαζί τους καί μου
είπουν καί έσύ μοναχέ, όπού άφησες τόν κόσμον, έδώ μαζί μέ ήμάς στέκεις; κάν
έσύ διατί; άραγε θέλει άπολογηθώ τελείως εις αύτούς; καί τί νά τούς είπω;
ποιός, αδελφοί μου, ήμπορεί νά διηγηθή, καθώς πρέπει μέ λόγον, τήν τόσην
μεγάλην θλίψιν, όπού έχω νά λάβω τότε έγώ ;
Την αιώνια ντροπή πού θά
δοκιμάζουν οί αμαρτωλοί φοβάται καί ό θείος Μάξιμος· γι’ αύτό γράφει: Οιμοι τής
φοβέρας αισχύνης της μηδέποτε πέρας έχούσης· έκτος καί αν δείξω μεταβολή καί
γίνω ελεύθερος από τά πολλά μου κακά.
γ) Αλλά δέν είναι μόνο
αυτές οί ποινές. Κοντά σ’ αυτά, ό αμετανόητος αμαρτωλός θά εύρίσκεται παντοτινά
συντροφευμένος μέ εκείνους τούς ίδιους έχθρούς του. τούς δαίμονας Αύτό είναι
χειρότερον από όλα τά άλλα είδη της κολάσεως κατά τόν άγιον Μάξιμον, ό όποίος
συνδυάζει τή στέρηση τής παρουσίας τού Θεού καί τή συγκατοίκηση στόν άδη των
αμαρτωλών μέ τούς παγκάκους δαίμονες καί γράφει: Καί τό δή πάντων έλεεινότερον
ή βαρύτερον είπείν άληθέστερον, τό όποίο καί μόνο πού τό αναφέρω πονώ, πολύ
περισσότερο όταν πρόκειται νά τό υποφέρω, είναι τούτο: ό τού Θεού, καί των
αγίων αύτού δυνάμεων χωρισμός, καί ή πρός τόν διάβολον καί τούς πονηρούς
δαίμονας οίκείωσις, ή όποία συνεχίζεται
αιωνίως. Καί τό νά μένει κανείς καί νά συγκατοικεί αιώνια μέ έκείνους οί όποίοι
τόν μισούν καί μέ έκείνους πού μισεί, είναι πάσης κολάσεως κολαστικώτερόν τε
καί δεινότερον. Ό όσιος Νικόδημος συγκλονιζόμενος από τόν λόγο αύτό τού άγιου
Μαξίμου αναφωνεί: Κατηραμένη νά είσαι αμαρτία, όπού μέ ένοχλείς· όχι δέν θέλω
σέ πράξω καί διά μίαν όλίγην ηδονήν σου νά αγοράσω μίαν αιωνιότητα
βασάνων. Πρόσθεσε, λέγει ό θείος
Χρυσόστομος, στή ντροπή έκείνη τήν άφάνταστα μεγάλη καί τήν κόλασιν καί άκόμη τό
ότι οί άμαρτωλοί σύρονται πρός τή φωτιά καί τά βασανιστήρια καί παραδίδονται
στούς μισανθρώπους διαβόλους. Ό αμαρτωλός θά σταλεί εις τό άφεγγές χωρίον, όπου
έκτος από τό σκότος τό εξώτερον (τό σκοτάδι τό πλέον βαθύ) θά είναι καί ό
κλαυθμός καί τό τρίξιμο τών δοντιών (βλ. Ματθ. κβ' [22] 13),τά όποία σημαίνουν τούς αφόρητους πόνους.
Ό Μ.Βασίλειος γράφει:
Στόν αμαρτωλό παρίστανται κάποιοι φοβεροί καί σκυθρωποί άγγελοι, πού βλέπουν
φωτιά καί αναπνέουν φωτιά, διότι έχουν πικρή, φαρμακωμένη διάθεση. Τά πρόσωπά τους
μοιάζουν μέ τη νύκτα, έπειδή επικρατεί μέσα τους ή μισανθρωπία. Εκτός αύτού
υπάρχει έκεί βάραθρον βαθύ καί σκοτάδι χωρίς διέξοδο καί φωτιά χωρίς καμμία
λάμψη, ή όποία , ενώ έχασε τή λάμψη της, διατηρεί μέσα στό σκοτάδι την καυστική
της δύναμη. Ακόμη υπάρχει ένα είδος φαρμακερά καί σαρκοφάγα σκουλήκια, πού
τρώγουν λαίμαργα καί δέν χορταίνουν ποτέ καί προκαλούν άβάστακτους πόνους μέ
έκείνο τό καταφάγωμα.
δ) Ό ιερός Χρυσόστομος,
γιά νά καταστήσει ζωηρότερη τήν εικόνα τών ποινών της κολάσεως, λέγει: ’Εάν
κάποιός εόγενής έρρίπτετο σέ φυλακή σκοτεινή καί βρωμερή, αλυσοδεμένος μέ
φονιάδες καί άλλους έγκληματίες, ή ποινή αυτή δέν θά ήταν βαρύτερη καί αυτού
τού θανάτου; ’Εάν όμως αύτό είναι αληθινό,τότε έννόησον πόσο φοβερό είναι, όταν
μετά τών της οικουμένης άνδροφόνων (φονιάδων) κατακαιώμεθα, χωρίς νά βλέπουμε,
χωρίς νά μάς βλέπουν. Διότι τό σκότος καί τό άλαμπές πού βασιλεύουν έκεί δέν
αφήνει ούτε έκείνους πού είναι κοντά νά μάς αναγνωρίσουν. Καί εάν μόνο τό
σκοτάδι συγκλονίζει τίς ψυχές μας, τί θά γίνει άραγε, όταν μαζί μέ τό σκοτάδι
υπάρχουν τόσο πολλές καί μεγάλες όδύναι καί εμπρησμοί; . Ώστε στόν άχαρι εκείνον τόπο υπάρχει άλλη
ζωή, ανεκδιήγητη. ’Εκεί βασιλεύει άλλος θάνατος, πολύ βαρύτερος καί πικρότερος
από τόν χωρισμό τού σώματος καί της ψυχής· καί ό θάνατος εκείνος είναι ή αιώνια
κόλαση μέ τό άπαράκλητο πένθος.
Όσα γράφουμε γιά τίς
ποινές τής κολάσεως πιθανόν νά θεωρηθούν υπερβολικά. Ωστόσο είναι απολύτως
σύμφωνα πρός τή διδασκαλία τού Κυρίου μας.
Οί τιμωρίες πού έπιφυλάσσονται στούς
αμαρτωλούς ονομάζονται από τό πανάγιο στόμα του άπώλεια, αιώνια καταστροφή τής
κολάσεως (Ματθ. ζ' 13). Ό ’ίδιος μάς έδίδαξε ότι οί αμαρτωλοί άπελεύσονται εις
κόλασιν αιώνιον (Ματθ. κε' [25] 46)· ότι εκείνος πού σκανδαλίζει τούς άλλους θά
ριφθεί εις το πύρ τό αιώνιον, «εις την γέενναν τού πυρός» (Ματθ. ιη 8,9)· έκεί όπου τό σκουλήκι, τό
όποίο θά κατατρώγει χωρίς καί νά έξαφανίζει εκείνους πού θά είναι έκεί, δεν θά
έχει τέλος, καί ή φωτιά πού θά τούς κατακαίει χωρίς νά τούς αποτεφρώνει, δέ θά
σβήνει (Μάρκ. θ' 43-49). Ή τιμωρία τους δηλαδή θά είναι άτελεύτητη καί αιώνια.
Ό Κύριος άκόμη είπε ότι όσοι έγιναν άφορμή νά άμαρτήσουν οί άλλοι, θά ριφθούν
εις την κάμινον τού πυράς· έκει εσται ό κλαυθμός καί ό βρυγμός των όδάντων
(Ματθ. ιγ' [13] 42). Με τήν παραβολή των ταλάντων έδίδαξε ότι ό άχρηστος δούλος
ρίπτεται εις τά σκότος τό έξώτερον, όπου είναι ό κλαυθμός καί ό βρυγμός των
όδόντων (Ματθ. κε [25] 30).
Αλλά καί οί θεόπνευστοι
Απόστολοι έτσι χαρακτηρίζουν τήν πέραν τού τάφου ζωή τών αμαρτωλών. Τήν
ονομάζουν άπώλειαν (Φιλιπ. γ' 19), όλεθρον αιώνιον (Β' Θεσ. α 9), θλϊψιν
μεγάλην (Άποκ. β' 22), θησαυρόν οργής (Ρωμ. β' 5), φωτιά τής θείας
άγανακτήσεως,ή οποία μέλλει νά κατατρώγει εκείνους πού έναντιώνονται στό θέλημα
τού Θεού (Έβρ. ί 27)· λίμνη πού βράζει καί καίεται μέ φωτιά καί μέ θειάφι
(Άποκ. κα' [21] 8)· πυκνό σκοτάδι τού άδη, πού έχει επιφυλαχθεί ως αιώνια
τιμωρία γιά τούς αμετανόητους αμαρτωλούς (Β' Πέτρ. β' 17· Ιούδα 13)· θάνατον
καί δεύτερον θάνατον (Ρωμ. ς' 21· Άποκ. β' 11 κ [20] 614· κα [21] 8).
Τά διάφορα αύτά ονόματα
είναι εικόνες τών απερίγραπτων ποινών της κολάσεως. Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης
παρατηρεί: Ή γεμάτη πόνους καί θλίψεις ζωή εκείνων πού θά άποπεμφθούν άπό τόν Κριτή δέν μπορεί νά θεωρηθεί σχετική μέ
τήν έννοια περί λυπηρών πού έχουμε γιά τά γεγονότα της παρούσης ζωής. Αλλά καί
αν ακόμη χρησιμοποιηθεί κάποιο άπό τά γνωστά ονόματα, προκειμένου νά
υποδηλωθούν οί εκεί τιμωρίες, καί πάλι θά υπάρχει μεγάλη διαφορά. Όταν λοιπόν
άκούς περί πυρός της κολάσεως, πρέπει νά έννοήσεις κάτι διαφορετικό άπό τό
γνωστό πύρ, διότι έκείνο τό πύρ έχει άλλα χαρακτηριστικά άπό αυτά πού έχει τό
έδώ. Έκείνο δέν είναι δυνατόν νά σβήσει ένώ γιά τό έδώ έχουν βρεθεί πολλοί
τρόποι νά τό σβήνουν. Γι’ αυτό είναι μεγάλη διαφορά μεταξύ τού πυρός πού σβήνει
καί έκείνου πού δέν σβήνει μέ τίποτε. Επομένως τό πυρ αύτό είναι κάτι άλλο καί
όχι όπως αύτό τό γνωστό. Όταν πάλι ακούσεις γιά τόν σκώληκα της μελλούσης
κολάσεως, νά μήν τρέξει ό νους σου λόγω τής συνωνυμίας στό γνωστό σκουλήκι τής
γής. Διότι ό χαρακτηρισμός τού σκώληκος έκείνου ως άτελευτήτου (Μάρκ. θ' 48)
οδηγεί στό νά πιστεύσουμε βάσιμα ότι πρόκειται γιά διαφορετικής φύσεως άπό τό
γνωστό σκουλήκι.
Ό θείος Χρυσόστομος
γράφει: Μή γάρ έπειδή ήκουσας,τοιούτον είναι νομίσης έκείνο τό πύρ. Διότι ή
υλική αυτή φωτιά ό,τι λάβει τό κατέκαυσε καί (τό) άπήλλαξε (τό έξαφάνισε) ένώ
έκείνο όσους έχουν περιέλθει στήν έξουσία του τούς καίει διαπαντός, καί
ουδέποτε παύεται διά τούτο καί άσβεστον ονομάζεται. Παρόμοια ερμηνεία δίνει ατούς πιό πάνω
άγιογραφικούς χαρακτηρισμούς καί ό άγιος ’Ιωάννης ό Δαμασκηνός. Γράφει: Θά
παραδοθεί ό διάβολος καί οί δαίμονες αύτού, καί ό άνθρωπος αυτού, ήγουν
(δηλαδή) ό ’Αντίχριστος καί οί ασεβείς, καί οί αμαρτωλοί εις τό πύρ τό αιώνιον.
Ή φωτιά όμως έκείνη δέν είναι υλική, όμοια μέ αύτή πού έχουμε έδώ στη γή. Τό
πύρ έκείνο είναι οίον άν είδείη ό Θεός είναι τέτοιο, όπως τό γνωρίζει ό
Θεός.
Ό ίδιος άγιος στό έργο
του Διάλογος κατά Μανιχαίων δίνει πνευματική έρμηνεία τού πυρός τής κολάσεως,
λέγοντας τά έξής: Ή κόλαση έκείνη δέν είναι τίποτε άλλο παρά πύρ έπιθυμίας τής
κακίας καί αμαρτίας καί πύρ άστοχίας τής έπιθυμίας. Καί έξηγεί ότι οί αμαρτωλοί
συνεχίζουν καί έκεί νά επιθυμούν διακαώς τήν ικανοποίηση τών παθών τους, αλλά
δεν μπορούν, διότι έκεί ενέργεια κακίας καί αμαρτίας ούκ έσται. Ούδέ γάρ
έσθίομεν, ούδέ πίνομεν, ούδέ ένδυόμεθα, ούδέ γαμούμεν (νυμφευόμεθα), ούδέ πλουτούμεν
(...). Έπιθυμούντες ουν καί μη μετέχοντες τών της έπιθυμίας, πυρός δίκην ύπό
τής έπιθυμίας καταφλέγονται. Καί σέ άλλο σημείο λέγει: Οί αμαρτωλοί ποθούντες
τήν αμαρτίαν καί μη έχοντες τάς ύλας τής αμαρτίας, ως ύπό πυρός καί σκώληκος
κατεσθιόμενοι κολάζονται, μηδεμίαν παρηγοριάν έχοντες.
’Επειδή ακριβώς δεν
μπορούμε νά φαντασθούμε καν τά πέραν τού τάφου, διότι τά έκεί μάς είναι καθ’
ολοκληρίαν άγνωστα,γι’ αύτό είναι άδύνατο νά ορίσουμε καί έπακριβώς τή φύση τών
ποινών τών αμετανόητων αμαρτωλών. Μόνο ή παραβολή τού πλουσίου καί τού πτωχού
Λαζάρου (βλ. Λουκ. ς [16] 1931) μάς δίδει κάποια, άμυδρή πάντως, ιδέα περί
αύτών. Άπό έκεί λοιπόν πληροφορούμαστε ότι στην άλλη ζωή ό αμαρτωλός πλούσιος
στερείται όλων έκείνων πού άπελάμβανε στήν παρούσα ζωή. Δοκιμάζει πόνους
οδυνηρούς, ασίγαστη δίψα, αγωνία αφόρητη, ανησυχία ατελείωτη καί τύψεις
συνεχείς μιας συνειδήσεως πού αισθάνεται τό λάθος της, καί έν τούτοις δέν
δείχνει αληθινή μετάνοια. Ταυτοχρόνως δοκιμάζει καί απελπισία, όταν βλέπει ότι
άλλοι, τούς όποίους περιφρόνησε, όπως ό Λάζαρος, απολαμβάνουν αιώνια ευτυχία
καί μακαριότητα. Όλα αυτά μπορούμε νά τά συνοψίσουμε στίς εύαγγελικές φράσεις
πυρ άσβεστον, σκώληξ ακοίμητος καί γέεννα πυρός.
Πού είναι όμως ό τόπος
της βασάνου; (Λουκ. ιζ [16] 28). Πάντως πρόκειται περί τόπου, ό όποίος
χωρίζεται άπό τόν τόπο τής ατελεύτητης εύφροσύνης τών δικαίων μέ χάσμα μέγα.
Στόν σκοτεινό καί άχαρι έκείνον τόπο οί αμαρτωλοί ζούν μετά πνευμάτων
άπεριγράπτου σκληρότητος καί κακεντρεχείας.
Είναι δέ τόσο ανυπόφορη ή ζωή έκεί, ώστε είναι άδύνατο τήν άθλιότητα τήν
άπό τής στερήσεως τών αγαθών τού Θεού σαφώς (νά) καταμάθωμεν.
Στό ερώτημα που είναι ό
τόπος της βασάνου άπαντά ό ιερός Χρυσόστομος: Τί σέ ενδιαφέρει περί τού τόπου;
Αυτό πού ένδιαφέρει είναι ότι ύ π ά ρ χ ε ι καί όχι που ορίστηκε καί σέ ποιό
τόπο. Ό ϊδιος ύποθέτει απλώς: Κάπου έξω, όπως εγώ βέβαια νομίζω, από όλο αύτό
τόν κόσμο. Γιατί όπως οί φυλακές καί τά μεταλλεία βρίσκονται μακριά από τά
βασιλικά ανάκτορα, έτσι ακριβώς καί ή γέεννα θά είναι κάπου έξω από αύτη την οικουμένη.
Καί προσθέτει: Μη ζητείς λοιπόν πού είναι, αλλά πώς θά τήν άποφύγουμε.
Γιατί είναι αιώνια ή
κόλαση
Γιά τή χρονική διάρκεια
των τιμωριών υπήρξαν αρκετές αντιρρήσεις. Είπαν ότι ή τιμωρία των αμαρτωλών δέν
μπορεί νά είναι αιώνια. 'Υποστήριξαν ότι ή ιδέα αύτή δημιουργήθηκε σκόπιμα από
τούς αγαθούς γιά τούς κακούς καί είναι μία πολύ ανθρώπινη ιδέα είναι άντίληψις
τού χύδην όχλου, τού αμόρφωτου λαού, ή όποία
δέν έχει στήριγμα στή θρησκευτική ηθική καί τή θεολογία. ’Άλλοι
ύποστήριξαν ότι μία αιώνια κόλαση σημαίνει αποτυχία τού Θεού είναι ή ήττα τού
Θεού από τίς δυνάμεις τού σκότους (Σ. Μπουλγκάκωφ)
Έγράψαμε ήδη ποιός είναι
ό ύποβολέας εκείνων πού άρνούνται τήν κόλαση καί τήν αίωνιότητά της. Ειδικότερα
όμως γιά τήν αιωνιότητα της κολάσεως τόσο τό γράμμα όσο καί τό πνεύμα τής Αγίας
Γραφής άντιτίθενται κατηγορηματικά έναντίον μιας τέτοιας άρνήσεως
Στην Κ. Διαθήκη τό πύρ
της κολάσεως χαρακτηρίζεται από αυτόν τόν Κύριον άσβεστον. Ό ίδιος ό Κύριος
έπανέλαβε τόν τελευταίο στίχο τού βιβλίου τού Έσαία, κατά τόν όποίο στη γέεννα
ό σκώληξ αυτών ού τελευτά καί τό πύρ ού σβέννυται (Μάρκ. θ' 44, 46, 48· Έσ. ξζ'
[66] 24). Καθαρότερα μίλησε ό Κύριος περί αυτού, όταν μάς άποκάλυψε τά γεγονότα
πού θά λάβουν χώρα κατά τη μέλλουσα Κρίση, μετά την όποία άπελεύσονται οί αμαρτωλοί εις κόλασιν
αιώνιον, οί δέ δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον (Ματθ. κε' [25] 46).
Ό εύαγγελικός αυτός λόγος
δέν αφήνει καμμία αμφιβολία περί τής αίωνιότητος της κολάσεως. Διότι ή λέξη
αιώνιον επαναλαμβάνεται στον πιό πάνω στίχο δύο φορές. Επομένως, εάν
προκειμένου περί τών δικαίων ή λέξη αιώνιον σημαίνει διαρκή καί ατελεύτητη
μακαριότητα, όπως καί πράγματι σημαίνει, τότε γιατί προκειμένου περί τών
αμαρτωλών πρέπει νά δώσουμε άλλη ερμηνεία στή λέξη αιώνιον;
Ό άγιος Γρηγόριος ό
Παλαμάς άναφερόμενος στους λόγους τού Προδρόμου, ό όποίος είπε ότι ό Κύριος
διακαθαριείτήν άλωνα αυτού, καί συνάξει τόν σίτον εις τήν αποθήκην, τό δέ
άχυρον κατακαύσει πυρίάσβέστω (Ματθ. γ' 12), γράφει: Θά καθαρίσει τελείως τό
αλώνι του, δηλαδή τόν κόσμο όλο, καί τόν μεν σίτον (τούς κατάλληλους γιά
πνευματική καρποφορία), συνάξει εις τήν αποθήκην αυτού (στίς ουράνιες μονές),
τό δέ άχυρον (δηλαδή τούς άκαρπους στήν αρετή) κατακαύσει πυρί άσβέστω. Καί εάν
εκείνο τό πύρ είναι άσβεστο, τότε έχει καί ατελείωτο τό προσάναμμα· τούτο
παριστάνει τήν αιωνιότητα. ’Άλλωστε καί
ό θείος Παύλος βεβαιώνει ότι όσοι απιστούν στό Ευαγγέλιο θά τιμωρηθούν μέ όλεθρον
αιώνιον (Β' Θεσ. α 8,9). Ό δέ μαθητής τής αγάπης γράφει ότι ό διάβολος έβλήθη
εις τήν λίμνην τού πυράς καί τού θείου, όπου (ήσαν) καί τό θηρίον καί ό
ψευδοπροφήτης, καί εκεί θά βασανισθούν ημέρας καί νυκτός εις τούς αιώνας τών
αιώνων. Στόν ίδιο τόπο θά ριφθούν καί όσοι δέν βρέθηκαν νά είναι γραμμένοι στό
βιβλίο τής ζωής. Ή απόρριψη εκείνη χαρακτηρίζεται ως ό θάνατος ό δεύτερος
(Άποκ. κ [20] 10, 15, 14), δηλαδή ό οριστικός καί ανεπανόρθωτος θάνατος, ό
αιώνιος χωρισμός από τόν Θεόν.
Αλλά καί οί άγιοι Πατέρες,
οί όποίοι κατενόησαν καί ερμήνευσαν τούς θεόπνευστους λόγους της Αγίας Γραφής,
δέχθηκαν καί δίδαξαν τό αιώνιο καί ατελεύτητο της κολάσεως. Ό άποστολικός Πατήρ
Πολύκαρπος Σμύρνης, απαντώντας στον ανθύπατο, ό όποίος απειλούσε ότι θά τόν
παραδώσει στη φωτιά, είπε: Μέ απειλείς μέ φωτιά προσωρινή, διότι άγνοείς τό πύρ
τής μελλούσης κρίσεως καί αιωνίου κολάσεως, τό όποίο επιφυλάσσεται γιά τούς
ασεβείς. . Στη Ε ’Επιστολή πρός
Κορινθίους τού Κλήμεντος Ρώμης, επίσης άποστολικού Πατρός, επανειλημμένα
άναφέρεται σχετικά μέ τούς ασεβείς, τούς απίστους καί αρνητές τό χωρίο τού
Ήσαίου· ό σκώληξ αυτών ού τελευτήσει, καίτό πύρ αυτών ου σβεσθήσεται (Ήσ. ξζ' [66] 24). Ό άγιος Ιουστίνος,
φιλόσοφος καί μάρτυς, όμιλεί περί τού σατανά, γιά τόν όποίο προεμήνυσεν ό
Χριστός ότι θά πεμφθεί εις τό πύρ μετά τής αύτού στρατιάς καί μαζί μέ τούς
ανθρώπους πού τόν ακολουθούν, γιά νά κολασθούν εις τόν άπέραντον αιώνα. Επίσης
γράφει περί των αδίκων, τών όποιων ό σκώληξ ού παυθήσεται, καί τό πύρ αύτών ού
σβεσθήσεται καί οί όποίοι θά μετανοήσουν τότε πού ή μετάνοιά τους δέν θά τούς
ώφελήσει σέ τίποτε, πράγμα πού σημαίνει ότι ή καταδίκη δέν είναι μόνον αιώνια,
αλλά καί άμετάκλητη. Ό ίδιος πάλι σέ άλλο σύγγραμμά του γράφει γιά εκείνους οί
όποίοι θά κατακριθούν καί θά άποπεμφθούν γιά νά τιμωρούνται συνέχεια καί
αδιάκοπα.
Περί αιωνίων τιμωριών
διδάσκει καί άγιος Θεόφιλος, επίσκοπος Αντιόχειας. Ό δέ άγιος Κύριλλος 'Ιεροσολύμων μάς κατηχεί
ότι οί αμαρτωλοί κατά τήν καθολική έξανάσταση τών νεκρών θά λάβουν σώμα αιώνιο,
τό όποίο νά μπορεί νά ύπομένει τίς τιμωρίες τών αμαρτιών, έτσι ώστε, ενώ θά
καίονται αιώνια στή φωτιά, ποτέ νά μην αφανίζονται.
Τά ίδια διδάσκει καί ό Μ.
Βασίλειος, ό όποίος έπικρίνει τους πολλούς των ανθρώπων, διότι παρεσύρθησαν από
τά τεχνάσματα τού διαβόλου καί λησμονούν τούς τόσο σαφείς λόγους τού Κυρίου καί
τολμούν νά επιμένουν ότι ή κόλαση θά έχει τέλος, γιά νά αμαρτάνουν μέ
περισσότερο θράσος. 'Υπογραμμίζει δέ καί αυτός, έξ αφορμής της άποφάσεως τού
Κριτού πού άναφέραμε πιό πάνω (Ματθ. κε' [25] 46), ότι έάν κάποτε τελειώσει ή
αιώνια κόλαση, τότε θά πρέπει νά τελειώσει οπωσδήποτε καί ή αιώνια ζωή. Έάν
όμως άρνούμαστε νά σκεφθούμε αύτό γιά την αιώνια ζωή, κατά ποία λογική θά
δώσουμε τέλος στην αιώνια κόλαση; Διότι ό προσδιορισμός τού αιωνίου άναφέρεται
έξ ίσου καί γιά τούς δικαίους καί γιά τούς αμαρτωλούς.
Γιά τήν αιώνια κόλαση
όμιλεί χωρίς περιστροφές καί ό άγιος ’Ιωάννης ό Χρυσόστομος. Έδώ, παρατηρεί,
καί τά αγαθά καί τά θλιβερά έχουν κάποτε τέλος καί μάλιστα πολύ γρήγορα. Πέραν
όμως τού τάφου καί τά βραβεία καί οί τιμωρίες συνεχίζονται στούς απέραντους
αιώνες. Έάν κανείς λέγει πώς είναι δυνατόν νά έπαρκέσει ή ψυχή σέ τόσο μεγάλο
πλήθος τιμωριών καί νά τιμωρείται γιά ατελεύτητους αιώνες;, ας λάβει ύπ’ όψη
τούτο: Όταν ή ψυχή προσλάβει σώμα άφθαρτον καί άνάλωτον (πού δέν αφανίζεται),
δέν υπάρχει τίποτε πού νά εμποδίζει τήν επέκταση τής κολάσεως στό άπειρον. Τό
σώμα θά μείνει μετά τής ψυχής αιωνίως κολάζομε νον, καί τέλος άλλο δέν θά
υπάρχει κανένα. ’Άλλοτε αναφωνεί: ’Άς
άποφύγουμε τήν αμαρτία, διότι μετά τίς έδώ πικρίες τής αμαρτίας καί τούς
έλέγχους τής συνειδήσεως ακολουθεί θάνατος αθάνατοςδιότι δέν ύπάρχει τής έκεί
κολάσεως τέλος. Ερμηνεύοντας μάλιστα τό ψαλμικό ώς πρόβατα έν αδη εθετο'
θάνατος ποιμανεί αυτούς (Ψαλ. μη' [48] 15) παρατηρεί: Τούτο θάνατος, μάλλον δέ
πράγμα θανάτου πολύ χαλεπώτερον. Διότι μετά από έναν τέτοιου είδους θάνατο
αθάνατος αυτούς διαδέξεται θάνατος. Τό ότι έκεί ποιμένας τους θά είναι ό
θάνατος φανερώνει ότι διαπαντός υπό τής απώλειας κατέχονται.
’Άλλοτε πάλι,
φιλοσοφώντας μπροστά στή σορό, έλεγε: Είθε ή ζημιά νά έφθανε μέχρι του τάφου, τών
σκουληκιών καί τής φθοράς του σώματος. Όμως μή σταθείς, έως εκεί σκέψου τόν
άτελεύτητον σκώληκα, τό πύρ τό άσβεστον, καί τάς κολάσεις τάς πικράς καί
αφόρητους έκείνας, τάς εις ατελεύτητους αιώνας.
Συγκρίνοντας μάλιστα την προσωρινότητα τής ήδονής πού προσφέρει ή
αμαρτία στους δούλους της, καί την αιωνιότητα της κολάσεως έλεγε: Οί παράλογες,
αμαρτωλές ήδονές τού βίου δέν διαφέρουν καθόλου από τά όνειρα και τίς σκιές.
Διότι, πρίν καν όλοκληρωθείή άμαρτία,χάνεται ή εύχαρίστηση πού προσφέρει. ’Ενώ
οί τιμωρίες γιά τίς αμαρτίες δέν έχουν τέλος· καί ή μέν εύχαρίστηση από την
άμαρτία διαρκεί λίγο, ό δέ πόνος καί ή τιμωρία διαρκούν αιώνια.
Ό άγιος Κύριλλος
Αλεξάνδρειάς στόν συγκλονιστικό λόγο του Περί έξόδου ψυχής καί περί τής
Δευτέρας Παρουσίας ομολογεί: Φοβούμαι την γέενναν,ότι (διότι) άτελεύτητός έστι
(...). Φοβούμαι την κόλασιν την ούκ έχουσαν τέλος (...). Φοβούμαι τά δεσμά τά
άλυτα (...). Διά πρόσκαιρον άμαρτίας άπόλαυσιν, αθάνατα βασανίζομαι. Έκεί οδύνη
αιώνιος καί λύπη ατελεύτητος καί κλαυθμός άπαυστος καί βρυγμός όδόντων άσίγητος
καί στεναγμοί ακοίμητοιέκεί ούαί διαπαντός, έκεί οι'μοι, οίμοι (αλλοίμονο,
άλλοίμονο) εκεί κράζουσι, καί ούκ έστιν ό βοηθών.
Γιά τό αιώνιο πυρ τής
γεέννης καί γενικά γιά την αιωνιότητα τής κολάσεως ό άγιος Νικόδημος ό Αγιορείτης
διδάσκει: Αιώνιον θέλει νά είπή παντοτεινόν, καί εκείνο όπού δέν έχει τέλος
ποτέ, ποτέ (...). Οί άθλιοι αμαρτωλοί έχουν νά διαμένουν αιωνίως έν τω πυρί
κολαζόμενοι (...). Καί έπάνω εις όλα, ένθυμού, αδελφέ μου αμαρτωλέ, τήν ορμήν
έκείνην καί αγριότητα όπου μέλλει νά δείξη κατ’ έπάνω σου τό πύρ τής γεέννης,
τήν όποία ν θέλοντας νά παραστήση ό Παύλος είπε“φοβερά δέ τις εκδοχή κρίσεως
καί πυράς ζήλος έσθίειν μέλλοντος τούς ύπεναντίους” (Έβρ. ι 27), δπερ έρμηνεύων
ό ιερός Θεοφύλακτος λέγει “Ότι καθώς ένα θηρίον, όταν πειραχθή από κανένα,
θυμώνεται καί άγριεύει, έτσι καί τό πύρ έκείνο, λαμβάνον τρόπον τινά ζήλον καί
θυμόν, έχει νά κατατρώγη παντοτεινά τούς έχθρούς τού Θεού, ήτοι τούς
αμαρτωλούς”. Όθεν πρόφθασον, αγαπητέ, νά εξάλειψης από τόν εαυτόν σου τάς αμαρτίας
όπου έποίησας δι’ έργων, διά λόγων, διά λογισμών. Πώς; μέ μετάνοιαν, μέ
έξομολόγησιν, μέ δάκρυα, μέ την εργασίαν τών εντολών καί μέ την κατόρθωσιν τών
αρετών. Έάν γάρ αύτάς τοιουτοτρόπως από εδώ εξάλειψης, δέν θέλει εύρει τό πύρ
εκείνο ύλην διά νά σέ καίη· όθεν λυτρωθείς άπό αύτό,έχεις νά σταθής δεξιά τού
κριτού μετά πάντων τών δικαίων καί νά άκούσης την μακαρίαν εκείνην φωνήν τήν
λεγουσαν “Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου, κληρονομήσατε τήν ήτοιμασμένην
ύμϊν βασιλείαν άπό καταβολής κόσμου” (Ματθ. κε' [25] 34)
Εκείνοι όμως πού
άρνούνται την αιωνιότητα τής κολάσεως προβάλλουν τη φιλανθρωπία καί δικαιοσύνη
τού Θεού. Καί προσθέτουν: Γιατί γιά μικρά αμαρτήματα ή γιά λίγες ώρες
πρόσκαιρης αμαρτωλής ζωής νά επιβάλλεται αιώνια τιμωρία; Στόν αντίλογο αυτόν
απαντούμε: Ή αμαρτία δημιουργεί στην ψυχή εκείνου πού επιμένει στήν αμαρτία καί
δέν μετανοεί ούτε ζητεί τό έλεος καί τή συγχώρηση τού Θεού, ύποδούλωση, ή
όποία οδηγεί στήν πώρωση καί τή
σκλήρυνση. Τήν κατάσταση όμως αυτή ή άγαθότης τού Θεού δέν μπορεί νά διορθώσει,
εκτός έάν εκμηδενίσει τήν ελευθερία τού ανθρώπου. Άλλ’ ό Θεός ουδέποτε έκβιάζει
τήν ελευθερία μας. Έρχεται λοιπόν ή δικαιοσύνη τού Θεού γιά νά τιμωρήσει μία
κατάσταση, τήν όποία ό αμαρτωλός έκλέγει
μόνος του, καί στήν όποία μένει ελεύθερα
ή, ορθότερα, στήν όποία έπιμένει κατά
τρόπο θρασύ καί εωσφορικό νά καταπατεί τό άγιο θέλημα τού Θεού.
Ή κόλαση λοιπόν
είναι ή συνέχεια τής εκούσιας, ελεύθερης αμετανοησίας τού ανθρώπου· ή κόλαση
πραγματοποιείται μέσα στόν άνθρωπο, άπό τόν ίδιο τόν άνθρωπο Ό άγιος Ησύχιος
πρεσβύτερος Ιεροσολύμων έλεγε χαρακτηριστικά: Ό εαυτόν μή έλεήσας, πώς παρά τού
Κυρίου έλεηθήσεται; Όταν δέ ένας άπό εκείνους πού πήγαν νά έπισκεφθούν τόν Μ.
Αντώνιο είπε στόν ίσάγγελο ασκητή· έλέησόν με, άββά (πάτερ), καί ευξαι ύπέρ
εμού, ό μέγας καθηγητής τής ερήμου τού απάντησε: Ούτε έγώ σέ ελεώ, ούτε ό Θεός,
έάν μή σύ σαυτόν έλεήσης (έάν δέν ελεήσεις σύ μόνος σου τόν έαυτό σου έάν δέν
μετανοήσεις καί δέν αγωνίζεσαι μέ τή θέλησή σου εναντίον τής αμαρτίας).
Επομένως ό αμετανόητος αμαρτωλός μοιάζει μέ τόν Έωσφόρο καί τούς πονηρούς
αγγέλους του, οι όποίοι μένουν ασυγκίνητοι καί αναίσθητοι μπροστά στην άπειρη
αγάπη καί την άνείκαστη συγκατάβαση τού Θεού. ’Ενώ λοιπόν τό Παράκλητον Πνεύμα
τούς παρακινεί σέ μετάνοια μέ ποικίλους τρόπους καί τούς προσφέρει αμέτρητες
ευκαιρίες καί μέσα σωτηρίας, αύτοί τά περιφρονούν μονίμως καί παραμένουν
αμετανόητοι. Μέ τόν τρόπο όμως αυτόν βρίσκονται, όπως είπε ό Κύριος, ένοχοι
αιωνίου κρίσεως (Μάρκ. γ' 29) ή (κατ’ άλλη γραφή) αιωνίου άμαρτήματος. Τό
αιώνιον αμάρτημα υποβάλλει τόν ένοχον αυτού εις αιωνίαν τιμωρίαν. Αυτή είναι ή
φιλοσοφία τής ατελεύτητης τιμωρίας των αμαρτωλών.
’Άλλωστε, κάθε
προσεκτικός μελετητής τής Κ. Διαθήκης θά προσέξει ότι τό Πνεύμα τού Θεού στό 9ο
κεφάλαιο τής πρός Ρωμαίους επιστολής, όπως καί σέ άλλα σημεία των θεοπνεύστων
Γραφών, θέλει νά μάς προφυλάξει από αύτό ακριβώς τό επιχείρημα πού προβάλλουν
όσοι απιστούν στήν αιωνιότητα τής κολάσεως. Διότι, όταν ό θείος Παύλος όμιλεί
γιά σκεύη οργής, προσθέτει ότι αύτά είναι κατηρτισμένα εις άπώλειαν (Ρωμ. θ'
22). Δέν λέγει ότι ό Θεός τά έτοίμασε σέ απώλεια τονίζει ότι οί άνθρωποι αύτοί
έκατάρτισαν μόνοι τους τόν εαυτόν τους διά τήν απώλειαν. Ένώ, όταν όμιλεί γιά
σκεύη ελέους, προσθέτει ότι αύτοί, μέ τό νά φανούν πιστοί στόν άγιο νόμο του,
έγιναν άξιοι τού ελέους του γι’ αύτό τούς έτοίμασεν έκ προτέρου διά νά τούς
δοξάση (Ρωμ. θ' 23). Συνεπώς όσοι
βρεθούν στόν ζοφερό τόπο τής κολάσεως δέν θά μπορούν νά αίτιώνται κανένα άλλον
γιά τό βάρος τής τιμωρίας, παρά μόνο τόν εαυτό τους.
Κυρίως όμως τήν αιώνια
τιμωρία των αμαρτωλών απαιτεί ή άπειρη Αγιότητα τού Θεού. Αύτή άποστέργει έκ
φύσεως τήν συνάφειαν παντός κοινού καί ακαθάρτου. Πώς είναι δυνατόν νά συνυπάρξει ό πανάγιος
Θεός μέ τόν μόλυσμά τής αμαρτίας; Πώς είναι δυνατόν ό πανάγαθος Θεός νά
συνυπάρξει μέ τή μοχθηρία καί κακότητα, ή όποία
μέ σατανικό πείσμα καί μανία άντιστρατεύεται γιά νά ματαιώσει τό σχέδιο
της σωτηρίας των άλλων ανθρώπων; ’Άλλωστε στό βιβλίο τής Άποκαλύψεως ή νέα
Ιερουσαλήμ (ή βασιλεία των ουρανών) κατεβαίνει έκ τού ουρανού άπό τού Θεού ως
νύμφη στολισμένη γιά τόν ανδρα της,τόν Ίησούν Χριστόν. Ή σκηνή αυτή τού Θεού,
στην οποία θά συγκατοικεί ό Θεός μαζί μέ τούς ανθρώπους (Άποκ. κα [21]
23),είναι άμωμη,χωρίς κανένα αμαρτωλό μόλυσμά
Έχει τη δόξα καί τη
λαμπρότητα τού Θεού. Στην καινήν Ιερουσαλήμ μέ τά τετράγωνα τείχη καί τούς
δώδεκα πυλώνες, πού είναι κατασκευασμένοι άπό μαργαρίτες, δέν έχει θέση τίποτε
τό ακάθαρτο , κανείς άνθρωπος πού έπραξε όποίοδήποτε βδελυρό έργο ή πράξη
αντίθετη πρός τήν αλήθεια. Δέν έχει θέση κανένας αμαρτωλός (Άποκ. κα [21]
16,21,27).
Τώρα ερχόμαστε νά
απαντήσουμε στην ερώτηση: Γιατί μία προσωρινή αμαρτία τιμωρείται μέ κόλαση
άπειρη καί αιώνια;α) Ή αμαρτία είναι προσωρινή, άλλ’ ό Θεός, τού όποίου τούς
νόμους καί τίς εντολές κατά πρόθεση καί άμετανοήτως παραβαίνουμε, είναι άπειρος
καί αιώνιος. Γι’ αυτό καί ή τιμωρία εκείνου ό όποίος τολμά νά περιφρονεί καί νά
καταπατεί τούς νόμους τού αιώνιου καί παντοδύναμου Νομοθέτου είναι αιώνια.
β) Τό άνταπόδομα δέν
είναι καθόλου δυσανάλογο πρός τήν αμαρτία, διότι κάθε αμαρτία δέν παιδεύεται
ποτέ άπό τόν Θεόν κατ’ αξίαν, αλλά πάντοτε μέ εύσπλαγχνίαν καί ένας αμαρτωλός,
άγκαλά (μολονότι) καί νά κολάζεται αιωνίως, όμως κολάζεται όλιγώτερον από ό,τι
τού πρέπει. Καί ήμπορεί καί αύτός νά είπή εκείνο τού Ίώβ· “όποία αξιοκατάκριτα έργα έπραττα καί ό Θεός δέν μέ
έτιμώρησεν άξίως των όσων άμάρτησα” (’Ιώβ λγ' [33] 27) . ’Άλλωστε καί εδώ στη
γη τά αποτελέσματα πολλών πράξεων δέν κρίνονται ίσοχρόνως πρός την αιτίαν των.
Πολλές φορές σεισμός ενός δευτερολέπτου καταστρέφει πόλεις ολόκληρες. 'Ένα
έγκλημα διαπράττεται σέ μία στιγμή, καί όμως ό δράστης του καταδικάζεται σέ
ισόβια δεσμά ή καί έκτελείται .
Παρατηρεί ό θείος
Χρυσόστομος: Πολλοί λένε: Σέ μία ώρα έφόνευσα καί σέ έλάχιστο χρονικό διάστημα
έμοίχευσα, καί τιμωρούμαι αιώνια; Σ’ αύτούς άπαντά ό ιερός Πατήρ: Τά αμαρτήματα
δέν κρίνονται καί δέν ζυγίζονται ανάλογα μέ τόν χρόνο πού χρειάσθηκε
προκειμένου νά διαπραχθούν ή ανάλογα μέ τόν χρόνο πού διαρκούν κρίνονται
ανάλογα μέ τή φύση καί τή βαρύτητα τού πλημμελήματος. ’Άλλοτε πάλι έλεγε: Μήν εξετάζεις τό ότι τά
αμαρτήματα γίνονται σέ σύντομη στιγμή καί μή νομίζεις γι’ αυτό ότι καί ή κόλαση
τού αμετανόητου αμαρτωλού θά διαρκέσει μία μόνο στιγμή. Δέν βλέπεις τούς
ανθρώπους πού πολλές φορές γιά μιά κλοπή καί μιά μοιχεία πού έκαμαν έν μιά (ή
μικρά) ροπή, σέ μιά σύντομη στιγμή, πέρασαν ολόκληρη τή ζωή τους στίς φυλακές ή
τά καταναγκαστικά έργα, παλεύοντας μέ συνεχή πείνα καί μυρίους θανάτους; Ωστόσο
κανένας δέν τούς ελευθέρωσε ούτε τούς είπε ότι, επειδή τό αμάρτημα έγινε σέ μιά
σύντομη στιγμή,γι’ αυτό καί ή τιμωρία
πρέπει νά έχει ίσοδύναμο τόν χρόνο πρός τήν αμαρτία.
γ) ’Εάν τό νά αμαρτάνουν
καί νά μή μετανοούν είναι ιδιαίτερο γνώρισμα των δαιμόνων, τότε είναι μέσα στην
άλήθεια έκείνος πού γράφει ότι οί αμετανόητοι αμαρτωλοί δέν θά διαφέρουν τών δαιμόνων
κατά την ώραν της Κρίσεως, διότι έχρησιμοποίησαν τόν χρόνον τής ζωής των
έξομοιούμενοι καθ’ ήμέραν πρός τούς άκαθάρτους δαίμονας. Ό άνθρωπος, λοιπόν, ό όποίος έπιμένει νά
αμαρτάνει στη ζωή αύτή μέχρι τελευταίας άναπνοής καί δέν μετανοεί, θά συνέχιζε
τήν αμαρτία καί στην αιωνιότητα, εάν δέν άνέκοπτε τή ζωή του ό θάνατος.
Επομένως, όταν αποθνήσκει, φεύγει μέ τήν πονηρή θέληση νά αμαρτάνει συνεχώς.
Γι’ αύτό αιώνιον δέχεται καί τήν κόλασιν, μέ δικαίαν ψήφον τού Θεού.
δ) ’Εκείνος πού επιμένει
νά αμαρτάνει μέ τρόπο θρασύ καί υπερήφανο, περιφρονεί τή φιλανθρωπία καί τήν
άπειρη αγάπη τού Θεού Διότι, ενώ ό Θεός τά πάντα έκαμε καί τά πάντα μάς
έχάρισε, εμείς, μέ τό νά επιμένουμε στήν αμαρτία, τόν υβρίζουμε κατά τρόπο
εξοργιστικό. Ό ιερός Χρυσόστομος φέρνει ώς παράδειγμα τήν τιμωρία τού Άδάμ, τόν
όποίο ό Θεός έτιμώρησε διά μίαν αμαρτίαν, στήν όποία τό γένος τό ήμέτερον εξακολουθεί ακόμη νά
μένη. ’Από τότε είσόρμησε ό θάνατος στόν κόσμο, καί ακόμη δέν έχει καταργηθεί γιά
μία αμαρτία ’Εμείς, οί όποίοι έχουμε τιμηθεί όχι μέ ύλικό παράδεισο αλλά μέ
αγαθά πολύ ανώτερα έμείς, στους όποίους ό Θεός υπόσχεται ουράνια αγαθά εμείς,
που αμαρτάνουμε καθημερινά, ενώ έχουμε ακούσει τόσα απ’ άρχαιοτάτων χρόνων καί
είδαμε τόσα παραδείγματα αρνητικά καί
θετικά — πόση ευθύνη φέρουμε; Ό Αδάμ δέν είδε όσα είδαμε έμείς πρώτος γάρ ήν
τότε καί μόνος, άλλ’ όμως έτιμωρείτο καί μάλιστα τόσο αυστηρά ’Εμείς πόσων
τιμωριών είμαστε άξιοι, όταν φέρουμε μαζί μας όχι μία ούτε δυό καί τρεις, αλλά
μυρίας αμαρτίας; Καί προσθέτει ό θείος Χρυσόστομος : Ανάλογα πρός τήν πολλή
εύσπλαγχνία τού φιλανθρώπου Θεού, πολύς θά είναι καί ό έλεγχός του. Όταν λοιπόν
αναγνωρίσεις ότι ό Θεός είναι φιλάνθρωπος, τότε παραδέχεσαι ότι θά είναι
μεγαλύτερη ή αιτία της κολάσεως, διότι αμαρτάνουμε σ’ ένα τέτοιον Θεόν, ό
όποίος χαρακτηρίζεται από τόσο μεγάλη φιλανθρωπία.
Ό Θεός, γράφει ό άγιος
Συμεών ό νέος Θεολόγος, είναι φιλάνθρωπος· όμως είναι φιλάνθρωπος εις εκείνους
όπου αισθάνονται την φιλανθρωπίαν του καί τόν τιμούν καί τόν εύχαριστούν καθώς
πρέπει. Ό Θεός θέλει τη σωτηρία όλων
των ανθρώπων. Ό Θεάνθρωπος Κύριος σταυρώθηκε γιά όλους. Ή θεία εύσπλαγχνία δέν
έχει όρια ή θεία φιλανθρωπία είναι άπειρη. Ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς
συγκλονίζεται από τίς αλήθειες αυτές καί αναφωνεί: Οϊμοι πώς οϊσω (αλλοίμονο
πώς θά ύποφέρω) τότε τάς κάμέ,φεύ, μενούσας άνυποίστους (πού περιμένουν καί εμέ
ανυπόφορες) κολάσεις, έάν δέν προσελκύσω μέ τη μετάνοιά μου, έφ’ όσον έχω ακόμη
καιρό, τό φιλάνθρωπον τού κριτού; Αυτά
είχε υπ’ όψη του καί ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός, όταν συνέθετε τήν
κατανυκτική Νεκρώσιμη Ακολουθία, γι’ αύτό καί μελωδούσε θρηνητικά: ’Αμέτρητος
υπάρχει, τοϊς άσώτως βιούσιν ή κόλασις (...) δάκρυα άνενέργητα καί κριτής
ασυμπάθητος.
Δικαία λοιπόν, άναγνώστα
μου, ή κρίσις τού Θεού, όπως γράφει άναλογιζόμενος τά κατ’ αυτόν ό άγιος
Κύριλλος Αλεξάνδρειάς: Δίκαιη, διότι δεχόμουν τήν κλήση τού Θεού καί δέν
ύπήκουαδιδασκόμουν καί δέν έπρόσεχα· μέ βεβαίωναν, εγώ όμως τούς έχλεύαζα· ένώ
μελετούσα τό θείο λόγο καί τόν γνώριζα χωρίς νά άπιστώ, ωστόσο έδαπάνησα τά
χρόνια της ζωής μου μέσα στήν αμέλεια, τή ραθυμία καί αφροντισιά καί μέσα σέ
περισπασμούς καί μέ αμαρτωλή παραζάλη καί σκιρτήματα ένοχα. Τούς μήνες καί τίς
ήμέρες μου έγέμισε ό κόπος καί ό μόχθος καί ό αγώνας γιά τά πρόσκαιρα, τά
φθαρτά καί τά γήινα.
Καί ό άγιος Συμεών ό νέος
Θεολόγος γράφει: Αυτός ό Δεσπότης των όλων Χριστός φωνάζει καί λέγει, “έως τό
φώς έχετε, τρέχετε εις τό φώς, διά νά μή σάς προφθάση τό σκότος”. Τρέχετε διά
τής μετανοίας τρέχετε εις την στράταν των εντολών τού Χριστού. ’Εάν όμως δεν
θελήσωμεν νά όπακούσωμεν εις τόν δεσπότην ημών Χριστόν, καί νά σπουδάσωμεν
όσον εύρισκόμεθα εις την παρούσαν ζωήν,
νά λάβωμεν παρ’ αυτού την βασιλείαν τών ούρανών μέσα μας όταν ύπάγωμεν έκεί,
θέλει άκούσωμεν τόν Χριστόν όπου νά λέγη δικαίως εις ήμάς ταύτα: Τί ζητείτε τώρα,
εκείνο όπου δέν ήθέλετε νά τό πάρετε, όταν έγώ σάς τό έδιδα; Δέν σάς
έπαρακάλεσα εγώ πολλά νά κοπιάσετε ολίγον, καί νά σάς δώσω την βασιλείαν τών
ούρανών, καί δέν ήθελήσατε, άμή (αλλά) την έκαταφρονήσατε, καί έπροτιμήσατε τά
γήινα, καί φθαρτά, τώρα τί γυρεύετε; Μέ ποια έργα, ή λόγια πλέον θέλει δυνηθήτε
νά τήν εύρήτε άπό τώρα καί εις τό έξης; Όπου τώρα δέν είναι πλέον καιρός
εργασίας, αλλά άνταποδόσεως;
Ή κρίση τού Θεού είναι
δίκαιη καί κατά τούτο: Όπως μάς πληροφορεί ό Κύριος, θά υπάρχουν γιά τούς αμαρτωλούς
διάφοροι βαθμοί τιμωρίας. Έτσι ό δούλος πού έγνώρισε τό θέλημα τού κυρίου του
καί δέν ετοίμασε ούτε έκαμε σύμφωνα μέ τό θέλημά του “ δαρήσεται πολλάς”, θά
δαρεί μέ πολλές μαστιγώσεις καί θά τιμωρηθεί αύστηρά, διότι παρέβη τό θέλημα
τού κυρίου του έν γνώσει του εκείνος δέ πού δέν έγνώρισε τό θέλημα τού κυρίου
του,τά έργα του όμως είναι άξια τιμωρίας, “δαρήσεται όλίγας”, θά δαρεί μέ λίγες
μαστιγώσεις (Λουκ. ιβ' [12] 47-48). Κατά τόν ούρανοφάντορα Βασίλειο, τό
δαρήσεται πολλάς' καί τό δαρήσεται όλίγας δέν σημαίνει τέλος τής τιμωρίας αλλά
διαφορά τιμωρίας. ’Εφ’ όσον ό δίκαιος
Κριτής θά αποδώσει στόν κάθε άνθρωπο κατά τήν πράξιν αυτού (Ματθ. ιζ' [16] 27’
πρβλ. Ρωμ. β' 6),τότε ό ένας μπορεί νά είναι άξιος ασβέστου πυράς. ηπιότερου ή
ισχυρότερου στή φλόγα, ό άλλος νά είναι άξιος ατελεύτητου σκώληκα, πού προκαλεί
ασθενέστερο ή ισχυρότερο πόνο ανάλογα μέ τήν αξία καθενός (...). Καί άλλος
μπορεί νά κριθεί άξιος τού εξωτέρου σκότους (τού σκότους πού είναι τελείως
απομακρυσμένο άπό τή βασιλεία τού Θεού), όπου άλλος κλαίει καί άλλος τρίζει τά
δόντια έξ αιτίας τών πόνων πού παρατείνονται.
Γιά τούς διάφορους
βαθμούς τιμωρίας πού θά ύπάρχουν στήν αιώνια κόλαση έκαμε λόγο ό Κύριος, όταν
ομίλησε καί γιά τίς πόλεις οί όποίες δέν θά έδέχοντο τό κήρυγμα τών αγίων
’Αποστόλων. Είπε:
Αλήθεια σάς λέγω ότι κατά
την ημέρα της κρίσεως θά είναι περισσότερο έπιεικής ή τιμωρία όσων έζησαν στά
Σόδομα καί στά Γόμορρα, παρά της πόλεως εκείνης πού δέν θά δεχθεί τούς
απεσταλμένους μου (Ματθ. ι 15). Επίσης έλεεινολογεί τίς δύο πόλεις της
Γαλιλαίας Χοραζίν καί Βηθσαϊδά καί βεβαιώνει ότι οί κάτοικοι της Τύρου καί
Σιδώνος, δύο πόλεων φημισμένων γιά την κακία τους, θά ύποστούν έλαφρότερη
τιμωρία κατά την ημέρα της κρίσεως, διότι ήσαν λιγότερο αμετανόητες. Τό ίδιο θά
συμβεί καί μέ τη δοξασμένη Καπερναούμ, ή οποία θά τιμωρηθεί κατά την ήμέρα της
κρίσεως βαρύτερα από τούς κατοίκους των Σοδόμων (Ματθ. ια' [11] 21-24). Ό ιερός
Χρυσόστομος σέ σχόλιό του στόν λόγο του θείου ΙΙαύλου θλϊψις καί στενοχώρια επί
πάσαν ψυχήν ανθρώπου τού κατεργαζομένου τό κακόν, Ιουδαίου τε πρώτον καί'
Έλληνος (Ρωμ. β' 9) παρατηρεί: Τιμωρεί μέ βαρύτερη τιμωρία τόν ’Ιουδαίο, διότι
εκείνος πού έχει απολαύσει περισσότερη διδασκαλία θά είναι άξιος νά ύποστεί καί
μεγαλύτερη τιμωρία, όταν παρανομεί. Επομένως όσο πιό συνετοί είμαστε ή πιό
δυνατοί, τόσο περισσότερο τιμωρούμαστε όταν άμαρτάνομε.
Ό ίδιος Πατέρας παρατηρεί
ότι, έφ’ όσον θά υπάρχουν βαθμοί αμοιβών γιά τούς δικαίους — κατά τό άστήρ
άστέρος διαφέρει έν δόξχι(Α' Κορ. ιε' [15] 41)
τό ίδιο θά ισχύει αντίστοιχα καί γιά τίς τιμωρίες των αμαρτωλών. Φέρνει
μάλιστα πλείστα όσα παραδείγματα πού άποδεικνύουν αυτή τήν διαφοράν καί τήν
ακριβή δικαιοκρισίαν τού Θεού. Αμάρτησε, λέγει, καί ό Άδάμ καί ή Εύα, άλλ’
έπειδή ή ευθύνη τού καθενός ήταν διαφορετική, δέν τιμωρήθηκαν μέ τήν ίδια
ποινή. Έφόνευσε καί ό Κάιν καί ό Λάμεχ ό πρώτος έκολάζετο, ενώ ό δεύτερος ούδέν
τοιούτον έπαθε, διότι άλλες ήσαν οί συνθήκες κάτω από τίς όποίες διέπραξε τόν
φόνο ό πρώτος, καί άλλες στήν περίπτωση τού δευτέρου. ’Επίσης τούς έν τώ
κατακλυσμώ έτέρως (διαφορετικά) έκόλασε καί τούς έν Σοδόμοις άλλως
(διαφορετικά) έτιμωρήσατο κλπ.
Φοβερό, αδελφοί μου
συναμαρτωλοί, τό τέλος της έπίγειας ζωής μας (ό θάνατος), φριχτή καί
συγκλονιστική ή κρίση τού κόσμου, τήν όποία
θά κάμει ό δικαιοκρίτης καί απειράγαθος Δεσπότης Χριστός. Αντί λοιπόν νά πολυπραγμονούμε γύρω από τό
ζήτημα αύτό καί νά αμφιβάλλουμε γιά τή
φιλανθρωπία καί δικαιοκρισία τού πολυελέου Θεού μας, ας προσπαθούμε νά
εργαζόμαστε τήν αρετή καί αγιότητα, ώστε νά άποφύγουμε τή δίκαιη τιμωρία. Καί
αν πυρ επιθυμίας έχωμεν, αμέσως ας φέρουμε στό νού έκείνο τό πυρ, οπότε ή φωτιά
της αμαρτωλής επιθυμίας θά σβήσει. Καί άν θελήσουμε νά πούμε κάτι ανάρμοστο καί
αμαρτωλό, άς φέρουμε στό νού τόν βρυγμόν των όδόντων, καί ό φόβος αυτός θά μάς
είναι σωτήριος χαλινός. Καί άν θελήσουμε νά αρπάξουμε τά αγαθά τού άλλου, άκου
τί είπε ό δικαστής δήσατε αυτού χείρας καίπόδας, καίέκβάλετε αυτόν εις τό
σκότος τό έξώτερον (Ματθ. κβ' [22] 13)· έτσι θά διώξουμε τήν επιθυμία. Καί άν
άρεσκόμαστε νά διασκεδάζουμε μέ τρόπο αμαρτωλό , άς ένθυμούμεθα τί είπε ό
πλούσιος από τόν τόπο της βασάνου στόν Αβραάμ· πέμφον Λάζαρον, ίνα βάφη τό
άκρον τού δακτύλου αυτού ύδατος καί καταφύξη την γλώσσάν μου (Λουκ. ιζ' [16]
24) Συνεχώς λοιπόν άς φέρουμε στή
διάνοιά μας καί άς μιλούμε γι’ αύτά ό ένας πρός τόν άλλο,γιά νά άποφύγουμε τήν
τιμωρία. Διότι ή ενθύμηση της γέεννας δέν μάς αφήνει νά έμπέσουμε στή
γέεννα. Εκείνος πού πιστεύει στον
Κύριο, γράφει ό θείος Μάξιμος, φοβείται την κύλασιν. Ό δέ φοβούμενος την
κύλασιν έγκρατεύεται από τά πάθη. Καί
ό όσιος Θαλάσσιος συμβουλεύει: Νέκρωσον την κακίαν,ίνα μη νεκρός άναστης στη
μέλλουσα κρίση καί έκ μικρού θανάτου, εις μέγαν (δηλαδή τόν αιώνιο θάνατο)
μεταβαίνης. Άπό εδώ λοιπόν ας βάλουμε
αρχή μετάνοιας καί διορθώσεως, διότι έκεί είναι άκαιρη καί αδύνατη ή μετάνοια.
Άνίσως δεν βασιλευθή ή
ψυχή από τόν βασιλέα Χριστόν εδώ εις τήν παρούσαν ζωήν, δεν δύναται νά εύρη
άλλην σωτηρίαν. Έδώ εις τήν γην γεννάται πρώτον ό άνθρωπος άνωθεν έκ τής θείας
χάριτος καί τότε δύναται νά ίδή τήν βασιλείαν τού Θεού, γράφει ό άγιος Συμεών ό
νέος Θεολόγος. Καί άλλου συμπληρώνει: Τό λοιπόν κάθε ένας άπό ημάς εις όποίον
αμάρτημα καί άν πέση, άς μή κατηγορή τόν Άδάμ, αλλά άς μέμφεται τόν έαυτόν του,
καί άς δείχνη μετάνοιαν αληθινήν καί αξίαν, (...) άν θέλη νά άξιωθή της
βασιλείας των ούρανών. Έάν όμως δέν μετανοήσει, άς μάθει ότι τάδε λέγει Κύριος
εις εκείνους όπου συμπεραίνουν τόν καιρόν, καί δέν κάμνουν τάς έντολάς μου,ή
δέν μετανοούν παρευθύς, αλλά δίδουν διορίαν, καί δέν πιστεύουν ούτε πείθονται
εις τούς λόγους μου, υστέρα άπό τόσα, καί τοιαύτα θαύματα, καί υστέρα άπό τήν
ένσαρκόν μου οικονομίαν, καί άπό τήν τόσην διδασκαλίαν όπού άπλωσα εις όλον τόν
κόσμον.
“Συντρομάξει έπ’ αυτούς ή γη, καί διαρραγήσεται εις πολλά, μη ύπομένουσα
φέρειν επί τού νώτου αυτής τούς άγνώμονας, καί σκληροτράχηλους καί παρηκόους
μου καίϊδωσι την πτώσιν αυτών, έγγίσασαν πρό τών ποδών αύτών, καί τρομάξωσι της
γάρ γης τρεμούσης,τού ουρανού κλονουμένου καί ροιζηδόν (μέ βοή καί πάταγο) ώς
βιβλίον είλισσομένου (πού ξετυλίγεται), έκ τών φοβερών δειμάτων (φόβων)
εκείνων, πτοηθώσιν αί άκαμπείς (θά φοβηθούν οι άκαμπτες) , καί αμείλικτοι
καρδίαι αύτών, ώς λαγωού έν ώρα σφαγής, καί συσκοτάσει τό φως πεσούνται τά
άστρα· ό Ήλιος, καί ή σελήνη σβεσθήσονται έπ’ αύτούς· άπό δέ τών σχισμάτων τής
γής άναβήσεται πυρ ύπερεκβλύζον ώς τά πελάγη τών θαλασσών”.
Καί καθώς εις τόν
καιρόν τού κατακλυσμού άνοιξαν οί καταρράκται τού ούρανού, καί κατέβη τό νερόν,
καί κατ’ ολίγον ολίγον έσκέπασεν όλα τά πλήθη τών άνθρώπων, τοιουτοτρόπως καί
τότε θέλει άνοίξουν τά θεμέλια τής γής, καί θέλει εύγη ή φωτία όχι κατ’ ολίγον
ολίγον, αλλά όλη όμού, καί θέλει σκεπάση όλην τήν γήν, καί θέλει γένη ποταμός
πύρινος. Τότε λοιπόν τί θέλει κάμουν έκείνοι όπου λέγουν, ότι άμποτε (καλύτερα)
νά μέ άφηναν εις τήν παρούσαν ζωήν καί έγώ τήν βασιλείαν τών ούρανών δεν τήν
ήθελα; Τί θέλει γενούν έκείνοι όπου τώρα γελούν, καί λέγουν αυτά; άμή (λοιπόν)
τί νά κάνωμεν; νά κλαίωμεν κάθε ημέραν; έτζι προστάζεις έσύ; εκείνοι δέ οπού
άντιλέγουν, καί γογγύζουν, καί κάμνουν τά χειρότερα άπό αύτά. τί θέλει
άπολογηθούν τότε; άρά γε ήμπορούν νά είπούν, πώς δέν ήκούσαμεν; ή πώς δέν μάς έδίδαξε
τινάς; ή πώς δέν έγνωρίσαμεν τό όνομα, τήν εξουσίαν, τήν ίσχύν, καί τήν δύναμιν
τού Δεσπότου (Χριστού); όχι δέν ήμπορούμεν νά είπούμεν τίποτε διατί θέλει νά
μάς είπή τότε ό Δεσπότης ημών Χριστός, ώ άθλιοι, πόσα σάς έπαρήγγειλα έγώ μέ
τούς Προφήτας μου, μέ τούς Αποστόλους μου, καί μέ όλους σχεδόν τούς δούλους
μου; καί έγώ ό ίδιος πόσα σάς είπα, καί σάς έπαρήγγειλα ;
Ό 'ιερός Χρυσόστομος
έπέμενε πολύ στόν περί κολάσεως λόγο. Καί είναι αύτό κάτι τό όποίο πρέπει καί
σήμερα ιδιαίτερα νά τό ύπενθυμίζουμε εις έαυτούς καί άλλήλους μέσα σε μιά έποχη
τόσης ήθικής καταπτώσεως, όπου όλα μάς αποπροσανατολίζουν άπό τόν άγιο καί
σωτήριο νόμο τού Εύαγγελίου, άπό τόν ουρανό καί τή μετά θάνατον ζωή
Ό περί γεέννης διαλεγόμενος, έδίδασκε πολύ
ψυχολογημένα ό θείος Πατήρ, ούτε κίνδυνον έξει τινά, καί σωφρονεστέραν τήν
ψυχήν έργάζεται. Καί έρωτά: Σιωπάς, διότι φοβάσαι τή βαρύτητα τών λέξεων; ’Αλλά
μήπως έάν σιωπήσεις, τήν γέενναν έσβεσας; Καί έάν μιλήσεις, θά τήν ανάψεις;
Είτε μιλήσεις περί αυτής είτε σιωπήσεις, άναβράσεται τό πυρ. Μίλα συνεχώς περί
αυτής, ίνα μηδέποτε έμπέσης εις αυτήν. Τονίζει δέ ότι ό λόγος περί κολάσεως
σωφρονίζει καί μαλάσσει τήν ψυχή. Διότι ή ψυχή είναι όπως τό κερί αν τής
απευθύνεις ψυχρές ομιλίες, τή σκληρύνεις καί τήν κάνεις αναίσθητη έάν όμως τής άπευθύνεις
πεπυρωμένας (θερμές) ομιλίας, τή μαλακώνεις, καί τή διαπλάττεις όπως θέλεις καί
χαράζεις έπάνω της τήν εικόνα τήν βασιλικήν.
Επειδή δέ ορισμένοι
δυσφορούσαν διότι ό ιερός Χρυσόστομος έκήρυττε πολύ συχνά καί έτόνιζε μέ ζωηρά
χρώματα τήν κόλαση, τούς έδιδε τήν άκόλουθη άπάντηση: Βλέπεις πώς έπέτυχε ό
διάβολος νά μάς κάμει έχθρούς του εαυτού μας; Άς συνέλθουμε κάποτε, ας
κοιτάξουμε προσεκτικά άς άγρυπνήσουμε, άς πιάσουμε καλά καί άς κρατήσουμε
σφικτά τήν αιώνια ζωή,άς πετάξουμε από πάνω μας τόν πολύ ύπνο τής αμαρτίας.
Κρίσις έστί, κόλασίς έστιν υπάρχει κρίση, υπάρχει κόλαση. Ό Κύριος έρχεται έν
νεφέλαις ποταμός πυρός σύρεται έμπροσθέν του, σκώληξ ατελεύτητος, πύρ άσβεστον,
σκότος έξώτερον, βρυγμός τών όδόντων. Καί άν ακόμη δυσανασχετείτε αναρίθμητες
φορές γι’ αύτά, εγώ δέν θά σταματήσω νά τά λέγω. ’Εκεί υπάρχει κόλαση αιώνια,
ατελεύτητη καί άπαρηγόρητηκανείς δέν υπάρχει γιά νά μάς ύπερασπισθεί.
’Άς προσπέσουμε λοιπόν
καί έμείς, άδελφέ μου, στόν υπεράγαθο Τριαδικό Θεό μέ μετάνοια, μέ λύπη, μέ
πόνο καί στεναγμό τής καρδιάς μας καί άς παύσουμε νά περνούμε τή ζωή μας μέ
καταφρόνηση τών αγίων έντολών του. Μή λησμονούμε ότι ή αμαρτία έκαμε τόν
δαίμονα άπό λαμπρό αστέρα τού ουρανού δυστυχισμένο καί μόνιμο κάτοικο τού
ζοφερού καί σκοτεινού άδου...
Εισαγωγή κειμένων σε
πρώτη αποκλειστική δημοσίευση στό
Ορθόδοξο Διαδίκτυο από το Βιβλίο :
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
ΝΙΚ.ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
Η ηλεκτρονική επεξεργασία αναρτήσων κειμένων,
τίτλων και εικόνων έγινε από τον N.B.B
Επιτρέπεται η χρήση, διάθεση και αναπαραγωγή κειμένων
σε Ορθόδοξα Ιστολόγια, αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα ,χωρίς περικοπές
που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την
αναφορά στην πηγή :
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου