ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ
ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΟΥ ΚΑΙ
ΑΝΘΡΩΠΟΥ
α) Ή έργασία τοΰ Θεού
Διά νά έπανέλθη ό
άνθρωπος εις την αρχικήν εύπείθειαν και ταπείνωσιν είναι απαραίτητος ή
συνεργασία τοΰ θείου και τοΰ άνθρωπίνου παράγοντος. ’Από τής πρώτης στιγμής τής
δημιουργίας τοΰ ανθρώπου, ό Θεός προγνωρίζων την πτώσιν αύτοΰ έργάζεται προς
τον σκοπόν αυτόν. Ή Γένεσις (β' 7) μάς πληροφορεί, ότι ό Θεός έπλασε τον
άνθρωπον λαβών «χοΰν άπό τής γής». Διατί άραγε δεν έλαβε χρυσόν ή άργυρον ή ένα
άπό τά άλλα μέταλλα διά νά κατασκευάση τό σώμα τοΰ ανθρώπου; Πώς δεν
έχρησιμοποίησε τον άδάμαντα ή κάποιον άλλον άπό τούς πολυτίμους λίθους, ή έπί
τέλους ξύλον; Είναι πολύ σοβαρός ό λόγος, διά τον όποιον προτιμά τό πλέον
εύτελές πράγμα εξ όσων ύπάρχουν έπί τής γής τό χώμα Καί τον λόγον αύτόν μάς τον
φανερώνουν αί τελευταΐαι λέξεις τής καταδικαστικής άποφάσεως· «Γή ει καί εις
γήν άπελεύση» (Γεν. γ' 19). ’Ήθελε νά κράτηση τον άνθρωπον έν τή καταστάσει τής
ταπεινώσεως. Αύτό ήτο τό συμφέρον του. ’Ασφαλώς δε τήν ταπεινήν έκ τής λάσπης καταγωγήν
τοΰ σώματός του θά είχε πολλάκις εΐπει εις τον Άδάμ ό Θεός, όταν κατήρχετο τό
δειλινόν εις τον Παράδεισον. Την ύπενθυμίζει και τώρα διά τής άποφάσεως· «χώμα
είσαι καί είς τό χώμα θά κατάληξης» Προεγίνωσκεν ό Θεός ότι τή ύποβολή τοΰ
όφεως θά έσχημάτιζε μεγάλην ιδέαν ό Άδάμ διά τον έαυτόν του, τον όποιον θά
ένόμιζε άξιον νά έξισωθή προς ένα έκ τών προσώπων τής Αγίας Τριάδος· νά γίνη
«σάν ένας έξ αύτών» Καί ότι θά τά κατάφερνε με τήν κενόδοξον ύπερηφάνειάν του,
νά αύτοεκμηδενισθή νά κονιορτοποιηθή, καί νά έπιστρέψη «είς τήν γην έξ ής
έλήφθη» (Γεν. γ' 19).
Έδώ τώρα γεννάται τό
ερώτημα διατί ό Παντοδύναμος ενώ προεγνώριζε τήν τοιαύτην έξέλιξιν τών
πραγμάτων, δεν έπενέβη νά τήν προλάβη; Άπάντησις: Διά νά μή κατάλυση τήν ελευθερίαν
τοΰ άνθρώπου. Διότι ταύτης καταλυομένης θά συγκατελύετο καί ή άνθρωπίνη
προσωπικότης, ή οποία έδημιουργήθη κατ’ «Εικόνα» τοΰ Θεοΰ. Ένώ διά τοΰ
πταίσματος τοΰ Άδάμ ήμαυρώθη μεν, άλλά δεν κατεστράφη ή είκών. Πάντως τον
προειδοποίησε περί τών συνεπειών καί τον άφήκεν έλεύθερον νά έκλέξη μόνος του.
Έξ άλλου, διά τών οδυνηρών συνεπειών τής παραβάσεως θά έμάνθανεν όριστικώς,
εκείνο τό όποιον δεν κατώρθωσε νά μάθη διά τής διδασκαλίας, ή όποια έγίνετο
κάθε δειλινόν. Θά έπαιρνεν επί τέλους τό μέγα μάθημα τής ταπεινώσεως, τό όποιον
θά τοΰ έχρειάζετο καί διά τό αιώνιον μέλλον του, δοθέντος ότι ή ταπείνωσις
είναι ένας έκ τών δύο θεμελιωδών καί αιωνίων νόμων τής βασιλείας τοΰ Θεοΰ.
Τον γενάρχην Άδάμ
άκολουθοΰν είς μίαν άτελεύτητον φάλαγγα οί άπόγονοί του, σκυφτοί καί
ταπεινωμένοι, κατάκοποι καί δακρυσμένοι, διά να καταλήξουν εις τα σκοτεινά
ταμεία τοΰ άδου. 'Έως πότε; «Βάδιζε, λαός μου, είσελθε εις τά ταμεία σου,
άπόκλεισον την θύραν σου, άποκρύβηθι μικρόν δσον δσον, έως αν παρέλθη ή οργή
Κυρίου» (Ήσ. κς' 20). 'Έως δτου έλθη τό πλήρωμα τοΰ χρόνου, έως δτου έλθη
Εκείνος, «ή προσδοκία των εθνών» (Γεν. μθ' 10, Γαλ. δ' 4). Τότε «Άναστήσονται
οί νεκροί, καί έγερθήσονται οί έν τοΐς μνημείοις καί εύφρανθήσονται οί έν τή
γή» (Ήσ. κς' 19). «Έν τή ήμερα εκείνη έπάξει ό Θεός τήν μάχαιραν τήν άγίαν καί
τήν μεγάλην καί τήν ίσχυράν έπΐ τον δράκοντα δφιν φεύγοντα, έπί τον δράκοντα
δφιν σκολιόν καί άνελεΐ (= θά φονεύση) τον δράκοντα» (Ήσ. κζ' 1).
"Εως τότε ή θεία
δικαιοσύνη θά κάμη τό έργον της. «Έξεζήτησαν καί έξηρεύνησαν προφήται οί περί
τής εις ήμάς χάριτος προφητεύσαντες, έρευνώντες εις τίνα ή ποιον καιρόν έδήλου
τό έν αύτοϊς Πνεύμα Χριστού προμαρτυρόμενον τά εις Χριστόν παθήματα καί τάς
μετά ταύτα δόξας» (Α' Πέτρ. α' 10). Ημείς δε όφείλομεν εύχαριστεΐν τώ Θεώ «ότι εΐδον οί οφθαλμοί μας τό σωτήριόν του, δ
ήτοίμασε κατά πρόσωπον πάντων τών λαών» (Λουκ. 6' 30 32). Ή μάχη ήρχισε καί θά συνεχισθή, έως ου
«άποκαλυφθήσεται ό άνομος, δν ό Κύριος αναλώσει τώ πνεύματι τού στόματος αύτού»
(Β' Θεσ. 6' 8). Κάθε ώριμος κατά τήν ήλικίαν άνθρωπος γνωρίζει ήδη έκ πείρας
καλώς, πώς ταπεινώνουν τον έγωϊσμόν καί συντρίβουν τήν ύπερηφάνειαν τοΰ
ανθρώπου, οί κόποι, αί θλίψεις, αί όδύναι, καί ό θάνατος. Δεν χρειάζεται
συνεπώς νά γίνη θεωρητική άνάπτυξις, έκεΐ δπου τά γεγονότα ομιλούν τόσον δυνατά
Εις τά γενικά παιδαγωγικά
μέτρα τά όποια ώρισεν ή άπόφασις τοΰ Θεοΰ, θά πρέπη νά προστεθούν και αί
άναπόφευκτοι συνέπειαι τής άνταρσίας, ώς οί διεθνείς και εμφύλιοι πόλεμοι1.
'Ωσαύτως οί καταστρεπτικοί σεισμοί, ών «αίτια ή οργή τοΰ Θεοΰ, τής δε οργής αίτιον
αί άμαρτίαι ημών» (Χρυσ. εις Λάζ. λόγ. ς'). Αί πολύνεκροι έπιδημίαι. Επίσης αί
θεομηνίαι ώς οί τυφώνες, αί πλημμύρας αί καταστρεπτικοί χαλαζοπτώσεις2, αί
άνομβρίαι3 καί οί λιμοί (πεϊναι) τών λαών.
1. Γενική παιδαγωγία τών λαών
'Ότι αί έθνικαί συμφοραί
είναι θεομηνίαι, αί όποϊαι παραχωροΰνται άνωθεν διά τάς έξ ύπερηφανείας
άμαρτίας τών λαών, τό βεβαιώνει, ό ’Ίδιος ό Θεός. 'Όταν ό Δαυίδ, τον όποιον
«έπέσεισεν ό διάβολος» (Α' Παραλ. κα' 1), διενήργησε κατ’ είσήγησιν τοΰ πονηροΰ
πνεύματος τής ύπερηφανείας άπογραφήν τών
1. «’Από τοΰ νϋν έσται μετά σοΰ πόλεμος» (Β' Παραλ. ις' 9).
— «Εί φωνήσει σάλπιγξ έν πόλει καί λαός ού πτοηθήσεται. Εϊ
εσται κακία (= συμφορά) έν πόλει, ήν ό Κύριος ούκ έποίησε» (Άμώς γ' 6).
— «Και έλάλησε Κύριος... και ούκ έπήκουσαν. Και ίίγαγε Κύριος
έπ’ αυτούς άρχοντας τής δυνάμεως (= τάς στρατιωτικός δυνάμεις) τοΰ Βασίλειος
Άσσούρ (= τής ’Ασσυρίας)». Καί έδεσαν τόν βασιλέα αυτών Μανασσήν... «καί ώς
έθλίβη... καί έταπεινώθη σφόδρα... έπέστρεψεν αυτόν εις Ιερουσαλήμ έπί την
βασιλείαν αύτοΰ» (Β' Παραλειπ. λγ' 10-11).
2. «’Ιδού εγώ ΰω (= ρίπτω) ταύτην τήν ώραν αΰριον χάλαζαν
πολλήν σφόδρα» (’Έξοδ. θ' 18).
«Έπάταξα ύμάς έν αφορία
(= άκαρπία) καί άνεμοφθορία (= με καταστρεπτικούς άνέμους) καί έν χαλάζη πάντα
τά έργα τών χειρών ημών καί ούκ έπεστρέψατε προς με λέγει Κύριος» (Πρόφ.
Άγγαϊος 6' 17).
3. «Καί συντρίψω τήν ύβριν τής ύπερηφανείας ύμών, καί θήσω τον
ουρανόν ύμϊν σιδηροΰν καί την γην ύμών ώσεί χαλκήν», μη άποστέλλων δηλαδή
βροχάς (Λευϊτ. κς' 19).
δυναμένων νά φέρουν δπλα,
ό Θεός έστειλε προς αύτόν τον προφήτην Γάδ και τοΰ είπε «τάδε λέγει Κύριος»:
Τρία κακά θέτω ενώπιον σου... έκλεξαι (= διάλεξε) τί προτιμάς: «εϊ έλθη σοί
τρία έτη λιμός έν τή γή σου, ή τρεις μήνας φεύγειν σε έμπροσθεν των εχθρών σου
και έσονται διώκοντές σε (πόλεμος), ή γενέσθαι τρεις ημέρας θάνατον έν τή γή
σου (= θανατικόν εις τον λαόν σου)· γνώθι και ίδέ τί άποκριθώ τώ άποστείλαντί
με (σκέψου καί πές μου τί νά άπαντήσω εις τον Κύριον, ό όποίος με άπέστειλε)» (Β' Βασ. κδ' 13). Ό Δαυίδ ήτο
δούλος τοΰ Θεού. Διά τούτο ό "Υψιστος συγκαταβαίνει καί δίδει εξηγήσεις
προς αύτόν, αί όποΐαι είναι πολύτιμα μαθήματα δι’ όλους τούς λαούς, όλων των
αιώνων. ’Αλλά καί ή τελευταία διακήρυξις τού ’Ιησού τού Ναυή προς όλας τά φυλάς
τού ’Ισραήλ λέγει«ούκ έν τή ρομφαία σου ούδέ έν τώ τόξω σου έδωκεν ύμΐν γήν,
έφ’ ήν ούκ έκοπιάσατε επ’ αύτής, καί πόλεις ας ούκ ωκοδομήσατε καί κατωκίσθητε
έν αύταϊς» (’Ιησούς τού Ναυή κδ' 12, 13).
Διατί ή Αγία Γραφή
χαρακτηρίζει ταπείνωσιν τάς ύποδουλώσεις καί αιχμαλωσίας τών λαών; Ό Θεός
λέγει· «Μη μιαίνεσθε (= μη μολύνεσθε με τά βδελυρά άμαρτήματα), έν πάσι γάρ
τούτοις έμιάνθησαν τά έθνη, ά έγώ έξαποστέλλω προ προσώπου ύμών (= τά όποια έγώ
έκδιώκω άπό έμπρός σας» (Λευϊτ. ιη' 24). Ή άμαρτία εις την ούσίαν της είναι
έπανάστασις καί ανταρσία κατά τού Θεού. Είναι ανυπακοή προς τον νόμον Του, τήν
όποιαν έμπνέει ό ύπερήφανος διάβολος. Δι’ αύτόν τον λόγον καί ό ’Ισραήλ έσύρθη
αιχμάλωτος ύπό τού Ναβουχοδονόσορος εις Βαβυλώνα. "Οταν δε έταπεινώθη καί
μετενόησεν ήλευθερώθη ύπό τοΰ Θεού διά τοϋ Κόρου. Διό λέγει «Έγώ Κύριος ό Θεός
ό ποιων πάντα ταϋτα» (Ήσ. με' 7). Έρμηνεύων ό Θεοδώρητος τό χωρίον τοϋτο λέγει
«άμφότερα γάρ εγώ (ό Θεός) πεποίηκα Έγώ καί τώ Ναβουχοδονόσορι εις τιμωρίαν
έχρησάμην καί τον Κόρον τής ελευθερίας ύπουργόν προυβαλόμην». «Έγώ έταπείνωσα
αύτόν καί έγώ κατισχύσω αύτόν» (Ώσηέ ιδ' 9). «Έν τή ταπεινώσει ήμών έμνήσθη
ήμών ό Κύριος καί έλυτρώσατο ημάς έκ τών εχθρών ύμών» (Ψαλ. ρλε' 23). Δεν
άναφέρονται άποκλειστικώς καί μόνον εις την έν Αίγύπτω δουλείαν οι στίχοι
ουτοι, δτε «έστέναξαν οί υιοί ’Ισραήλ καί άνέβη ή βοή αύτών προς τον Θεόν»
(Έξόδ. 6' 22), άλλα καί εις πάσαν άλλην έθνικήν των περιπέτειαν,
συμπεριλαμβανομένης καί τής Βαβυλωνιακής, έκ τής όποιας προ μικρού άπηλλάγησαν.
Πόσον δε έταπεινώθη, ή
γενεά έκείνη τών ’Ιουδαίων κατά τήν αιχμαλωσίαν αύτήν, ή οποία διήρκεσεν
έβδομήκοντα έτη, ώς προεΐπεν ό Θεός διά τοϋ Προφήτου Ίερεμίου, βλέπομεν εις τήν
προσευχήν τών τριών παίδων, οί όποιοι εις τό μέσον τοϋ πυρός τής καμίνου
έλεγον: «ήμάρτομεν καί ήνομήσαμεν άποστήναι άπό σοϋ... καί παρέδωκας ήμάς εις
χεΐρας έχθρών ανόμων... έσμικρύνθημεν παρά πάντα τά έθνη... άλλ’ έν ψυχή
συντετριμμένη καί πνεύματι ταπεινώσεως προσδεχθείημεν (= είθε νά γίνη δεκτή ή
προσευχή μας)». Με τήν αύτήν ταπείνωσιν προσηύχετο καί ό συναιχμάλωτος προφήτης
Δανιήλ λέγων «ήμάρτομεν, ήδικήσαμεν, ήνομήσαμεν... καί πάς ’Ισραήλ παρέβησαν
τον νόμον σου καί έξέκλιναν τοϋ μή άκοΰσαι τής φωνής σου, καί έπήλθεν έφ’ ήμάς
ή κατάρα καί ό όρκος ό γεγραμμένος έν Νόμω Μωϋσέως...» (Δανιήλ θ' 5. 11). Αί
φοβεραί αύταί κατάραι, τάς οποίας προεφήτευσεν ό Μωΰσής, άναφέρονται εις τό
κεφ. κς' τοΰ Λευϊτικοΰ και επαναλαμβάνονται εις κη' τοΰ Δευτερονομίου, αί
όποΐαι έγράφησαν ύπ’ αύτοΰ προ χιλίων ετών προ τοΰ Προφήτου Δανιήλ. Προφήτης
έρμηνεύει Προφήτην
Ό δε Προφήτης ’Ιεζεκιήλ,
αιχμάλωτος καί αύτός έν Βαβυλώνι είδεν δράματα φοβερά. Προεΐδε τον όλεθρον τής
'Ιερουσαλήμ. Μελέτησε άναγνώστα, την φοβέραν αυτήν Προφητείαν, ή όποια
έπραγματοποιήθη μέχρι κεραίας, διότι ισχύει καί διά τούς καιρούς μας. Τα ίδια
αίτια προκαλοΰν τάς ιδίας συνέπειας. Ή προφητευθεΐσα καί πραγματοποιηθεΐσα
άνατριχιαστική καταστροφή τοΰ Ίουδαϊκοΰ Έθνικοΰ Κέντρου, είναι παράδειγμα καί
προειδοποίησις δι’ ήμάς. Ό προφήτης λέγει «Ή ράβδος ήνθησεν, ή ΰβρις έξανέστηκε
(= ή ράβδος ήνθησεν, ή ύπερηφάνεια έξηγέρθη), καί συντρίψει στήριγμα άνομου»
(ζ' 10). Ό Θεός εξεγείρει φαυλοτέρους, διά νά πατάξουν τούς φαύλους (Ν.
Δαμαλάς).
Περί τής Ιερουσαλήμ λέγει
ό ίδιος προφήτης «ή πόλις έπλήσθη άδικίας καί ακαθαρσίας (= διαφθοράς)» (θ' 9).
’Αλλά ή διαφθορά εκείνη ήτο κρυφή (Έφ. ε' 12), ένώ τώρα θεωρείται άνέγκλητος
δι’ άποφάσεων των Κοινοβουλίων. Ή άδικία κατά τής ζωής (αμβλώσεις), καί ή
άκαθαρσία (άθώωσις των παθών τής άτιμίας) εξωθούν προς τον κυνισμόν. Ή
άναισχυντία ύπερβαίνει την διαφθοράν τής 'Ιερουσαλήμ καί αύτών άκόμη τών
Σοδόμων. Ή άχρειότης έκείνων ώχριά ενώπιον τής ίδικής μας. Δεν χρειάζεται
λοιπόν προφητικόν πνεύμα διά νά καταλάβωμεν εις ποιον σημεΐον εύρισκόμεθα. Ό
’Ιεζεκιήλ όμιλεΐ καί διά τό άγιαστήριον (θ' 6). Ό θυμός τοΰ Θεού έξεκαύθη. Δεν θα
καούν όμως τά χλωρά μαζύ μέ τά ξερά. 'Όπως τότε είπε* «δίελθε μέσην 'Ιερουσαλήμ
και δός τό σημεΐον έπί τά μέτωπα των άνδρών των καταστεναζόντων και
κατωδυναμένων έπί πάσαις ταΐς άνομίαις ταΐς γινομέναις εν μέσω αύτής» (θ' 4),
έτσι καί τώρα, άγρυπνεΐ διά τούς ίδικούς του, καί θά ειπτγ «έπί δε πάντας έφ’
ούς έστί τό σημεΐον, μή έγγίσητε» (θ' 6). Λοιπόν αί συντετριμμένοι καί
κατώδυνοι καρδίαι, ό κατά πνεύμα ’Ισραήλ, έλπισάτω έπί τον Κύριον.
2. Παιδαγωγία ταπεινώσεως τής Εκκλησίας Οί διωγμοί των
Χριστιανών
Οί ιστορικοί δίδουν την
έρμηνείαν των περί τών έλατηρίων καί τών σκοπών τών διαφόρων διωκτών τών
Χριστιανών. ’Αλλά τί είναι οί άνθρωποι ένώπιον τού Παντοδυνάμου Θεού;
’Αθύρματα. Μέ ένα φύσημα θά ήδύνατο νά τούς ρίψη εις την θάλασσαν, ώς άλλοτε
τάς άκρίδας τής Αίγύπτου. Παραμένει λοιπόν τό βασικόν έρώτημα. Διατί ό Θεός παραχωρεί
τούς διωγμούς κατά τών τέκνων του; Πριν δώσωμεν την άπάντησιν είναι άνάγκη καί
πάλιν νά έπαναλάβωμεν τό «τις έγνω νούν Κυρίου;». ’Έπειτα δε νά προσθέσωμεν, ότι
αί ένέργειαι ή παραχωρήσεις τού Θεού
έχουν πολλούς στόχους, έπίκεντρον τών οποίων είναι ή ταπείνωσις ή μετάνοια ό άγιασμός εις τον παρόντα βίον, τά όποια
άποτελοΰν τό άσφαλές είσιτήριον διά την αίωνίαν χαράν τού Κυρίου μας.
"Ενας έκ τών στόχων τών διωγμών είναι ή μαρτυρία (Μάρκου ιγ' 9). Ό Κύριος
μακαρίζει τούς διωκομένους πιστούς (Ματθ. ε' 10, 11). Ό δέ άπόστολος Παύλος
λέγει* «ύμϊν έχαρίσθη το ύπέρ Χριστού... πάσχειν» (Φιλ. α' 29). Ό Ν. Δαμαλάς
έρμηνεύων τό «μετά διωγμών» (Μαρ. ι' 30), λέγει«τοΰτο εμφαίνει και τούς
διωγμούς ώς επαυξάνοντας την τελείαν αμοιβήν εν τώ μέλλοντι βίω, καί κατά τοΰτο
δώρον καί άμοιβήν».
Είδικώς ώς προς τον
στόχον τής Ταπεινώσεως, τον όποιον έχουν οί διωγμοί, έχομεν τάς εξής
πληροφορίας. "Οτι οί διωγμοί ταπεινώνουν, τό γράφει ό άπόστολος Παύλος καί
εις την Β' προς Κορινθ. ζ' 5 λέγων «έλθόντων ήμών εις Μακεδονίαν, ούδεμίαν
έσχηκεν άνεσιν ή σάρξ ήμών, άλλ’ έν παντί θλιβόμενοτ έξωθεν μάχαι, έσωθεν φόβοι
(διά τούς άσθενεΐς τών πιστών, μή παρασυρθώσι). Άλλ’ ό παρακαλών τούς ταπεινούς
παρεκάλεσεν ήμάς ό Θεός». Ό Ιερός Χρυσόστομος λέγει, ότι ό διωγμός καταστέλλει όλα τά πάθη, έν οΐς καί
«τύφον (= ύπερηφάνειαν), ήδονήν, θυμόν, κενοδοξίαν κ.λπ.».
3.’Ατομική διαπαιδαγώγησις
Έκτος όμως τών γενικών
παιδαγωγικών μέτρων, τά όποια άναφέρθησαν προηγουμένως, έχομεν καί τήν
έξειδικευμένην παιδαγωγίαν ταπεινώσεως. Εκείνην δηλαδή τήν όποιαν ό μέγας
παιδαγωγός παραχωρεί νά έφαρμοσθή άτομικώς καί άναλόγως προς τον χαρακτήρα καί
τήν ιδιαιτέραν αποστολήν έκάστου.
Παραδείγματα τοιαϋτα έκ
τής ίεράς Παραδόσεως τής Εκκλησίας καί έκ τής Αγίας Γραφής, θά ήδυνάμεθα νά
άναφέρωμεν τήν άφάνειαν καί άσημότητα προσώπων καταγομένων εξ ενδόξων προγόνων,
ώς ή Θεοτόκος, ή όποια κατήγετο έκ τοΰ Βασιλικού γένους Δαυίδ (Λουκ. α' 48).
’Ατεκνίας, ώς τών Θεοπατόρων, ’Ιωακείμ και ’Άννης, Ζαχαρίου και Ελισάβετ (Λουκ.
α' 18) καί τής μητρός τοϋ Προφήτου Σαμουήλ ’Άννης (Α' Βασ. α' 11). Σωματικός
έλλείψεις καί άδυναμίας, ως ή βραδυγλωσσία τοϋ Μεγάλου Μωϋσέως (Έξοδ. δ' 10).
"Υβρεις καί προσβολάς, ώς τοϋ Δαυίδ έκ μέρους τοϋ Σεμεΐ (Β' Βασιλ. ις' 11,
12)1. Καθαιρέσεις άπό ύψηλών άξιωμάτων, ώς τοϋ Μανασσή, (Β' Παραλειπ. λγ' ΙΟΙ
3) καί τοϋ βασιλέως Βαβυλώνος Ναβουχοδονόσορος (Δαν. δ')· Πτώσεις
αύτοπεποιθότων, ώς ή άρνησις τοϋ άποστόλου Πέτρου (Μάτ. κς' 3135, 75).
’Ατομικός καί παρατεταμένας άσθενείας χαρισματούχων, ώς τοϋ άποστόλου Παύλου
(Β' Κορ. ιβ' 7), καί άλλα.
Ταΰτα δεν ενεργεί βεβαίως
ό Θεός, άλλα τα παραχωρεί δηλαδή δεν έπεμβαίνει δια τής Παντοδυναμίας του να τα
προλάβη καί τα ματαιώση, ώς θα ήδύνατο καί ώς πράττει πολλάκις καί εν άγνοια
μας δι’ άλλα. Ταΰτα δεν άποτελοΰν πάντοτε τιμωρίας, είς πάντας όμως παραχωροΰνται
προς ταπείνωσιν. Ό άγιος Νικόδημος ό άγιορείτης γράφει «ό Θεός κινούμενος είς
συμπάθειαν τής ταλαιπωρίας τής παρανόμου κλίσεώς μας, παραχωρεί νά μάς έρχωνται
οί πειρασμοί καί κάποτε νά είναι πολύ φρικτοί καί φοβεροί κατά διαφόρους
τρόπους, διά νά ταπεινούμεθα καί νά γνωρίζωμεν τον εαυτόν μας, αν καί φαίνωνται
πώς είναι άνωφελεϊς καί έδώ δείχνει έν ταυτώ την άγαθότητα καί την σοφίαν του,
έπειδή με εκείνο όπου φαίνεται είς ήμάς πλέον βλαπτικόν, περισσότερον μάς
ώφελεΐ, έπειδή ταπεινούμεθα περισσότερον, τό όποιον είναι πλέον χρειαζόμενον
άπό όλα εις την ψυχήν μας» (’Αόρατος Πόλεμος).
1. Πρβλ. καί την
ύπόμνησιν: Τάδε λέγει Κύριος Παντοκράτωρ· έγώ έλα6όν σε έκ τής μάνδρας
έξόπισθεν τών ποιμνίων τού είναι είς Ηγούμενον έπΐ τον λαόν ’Ισραήλ (Α' Παραλ.
ιζ’ 7).
Ό Νώε «έπιεν εκ τοΰ οίνου
και έμεθύσθη». Πρόσεξε άναγνωστά μου, ότι ή Γραφή δεν άποσιωπά, άλλ’ άναφέρει
τό πάθημα τοΰ Νώε. Θέλει νά μάς διδάξη... ότι ό άνθρωπος, όσον δίκαιος και
τέλειος καί άν είναι, πάντα άνθρωπος είναι, άδύνατος, άσθενής, εύκολος εις τήν
πτώσιν. Καί μάλιστα διά νά κρατή εις τήν ταπείνωσιν τούς ανθρώπους του ό Θεός,
επιτρέπει καμμιά φορά νά γλυστροΰν εις μικροπτώσεις ή καί εις σοβαρώτερα
αμαρτήματα, διά τά όποια έπειτα πολύ γρήγορα μετανοούν καί συντρίβονται καί
ωφελούνται μάλλον παρά βλάπτονται έξ αύτών. Γι’ αύτό βλέπεις τον Νώε νά μεθάη
τώρα υστέρα θά ΐδης τον μέγαν Δαυίδ νά γλυστρά εις δύο μεγάλα άμαρτήματα, καί
τον κορυφαΐον άπόστολον Πέτρον, τήν πέτραν τής πίστεως, ν’ άρνήται μεθ’ όρκου
τήν πίστιν του τρίς εις τήν αύλήν τοΰ άρχιερέως.
Κατά κοινήν πείραν τής
άνθρωπότητος, οί χρόνοι κατά τούς όποιους έκδηλοΰνται ειδικά πνευματικά
χαρίσματα ή άνώτεραι εξάρσεις, συνοδεύονται ύπό περιστάσεων ιδιαιτέρων
δοκιμασιών καί πειρασμών. Ό κανών είναι γενικός. ’Εκείνο όμως τό όποιον
προκαλεϊ μεγάλην έντύπωσιν όσον άφορά ήμάς τούς δούλους, είναι, ότι ό Θεός
παραχωρεί πολλάκις τάς ταπεινοποιούς αύτάς δοκιμασίας αμέσως, σχεδόν
ταυτοχρόνως προς τάς δωρεάς Του ή τάς επιτυχίας τών δούλων Του, ώστε νά
προληφθή ή άνάπτυξις τοΰ κακοήθους όγκου. Ή ταχυτάτη αύτή δράσις τής Θείας
Προνοίας, ή όποια έχει ενίοτε τήν μορφήν αμέσου χειρουργικής έπεμβάσεως, είναι
πολλάκις οδυνηρά καί προκαλεϊ τά δάκρυά μας. Εξυπηρετεί όμως άριστά τό εργον
τής ταπεινώσεως. Μεγάλην νίκην έπέτυχεν ό Σαμψών μόνος αύτός με μίαν ξηράν
σιαγόνα όνου. Ή νίκη ήτο τοΰ Θεοϋ. Ό κίνδυνος όμως να θεώρηση ταύτην ίδικήν του
ό Σαμψών ήτο μεγάλος. Άλλ’ ό Θεός ήγρύπνει. Διό καί ό Σαμψών έδίψησε σφόδρα καί
εκλαυσε προς Κύριον, «καί ερρηξεν (= διέρρηξεν) ό Θεός τον λάκκον (εις τον
όποιον εΐχε πετάξει την σιαγόνα ό Σαμψών), καί έξήλθεν έξ αύτοΰ ύδωρ καί έπιε,
καί έπέστρεψε τό πνεύμα αύτοΰ καί εζησε» (Κριτ. ιε' 19).
Καί ό άπόστολος Πέτρος
την μίαν στιγμήν έδέχθη άπό Θεού άποκάλυψιν καί διεκήρυξε* «συ ει ό Χριστός ό
υιός τοΰ Θεού τοΰ ζώντος». Διό καί έμακαρίσθη ύπό τοΰ Κυρίου Ίησοΰ, όστις
«είπεν αύτώ μακάριος εί, Σιμών Βαριωνά, ότι (= διότι) σάρξ καί αίμα ούκ
άπεκάλυψέ σοι, άλλ’ ό Πατήρ μου ό έν τοΐς ούρανοΐς», καί την άλλην στιγμήν,
σχεδόν ολίγον μετά τήν πρώτην, έδέχθη άπό τοΰ ίδιου στόματος τοΰ Κυρίου τήν
ψυχρολουσίαν «ύπαγε όπίσω μου, σατανά, σκάνδαλόν μου ευ ότι (= διότι) ού
φρονείς τά τοΰ Θεοΰ, άλλα τα των ανθρώπων» (Ματθ. ις' 1623). Δηλαδή τήν μίαν
στιγμήν ύψώθη εις τον ούρανόν καί τήν άλλην κατεβιβάσθη εις τήν άβυσσον. ’Άς τά
έχωμεν αύτά ύπ’ όψιν οί παιδαγωγούμενοι δούλοι, διά να μή τά χάνωμεν καί
άπελπιζώμεθα.
Ταΰτα διδάσκει καί ό
μέγας ’Ισαάκ ό Σύρος λέγων «Μακάριος άνθρωπος ό γινώσκων τήν έαυτοΰ άσθένειαν
(= πνευματικήν άδυναμίαν)... Ούδείς δε δύναται να αίσθανθή τήν έαυτοΰ
άσθένειαν, εάν μή παραχωρηθή (άνωθεν) μικρόν τοΰ πειρασθήναι, ή έν τοΐς
καταπονοΰσι τό σώμα ή τήν ψυχήν... Διά τούτο άφίησιν ό Κύριος αιτίας
ταπεινώσεως καί συντριμμοΰ καρδίας έπί τούς άγιους, ϊνα δι’ έμπόνου προσευχής
προς αυτόν (τον Θεόν) έγγίζουσι διά ταπεινώσεως οί άγαπώντες αυτόν. Καί
πολλάκις έκφοβεΐ αυτούς τοΐς πάθεσι τής φύσεως, καί δι’όλισθημάτων αισχρών καί
μιαρών ενθυμήσεων πολλάκις δε καί δι’ όνειδισμών καί ύβρεων καί άνθρωπίνων
κολαφισμών ενίοτε δε νόσοις καί άρρωστήμασι σωματικοΐς καί άλλοτε πτωχεία καί
ένδεια τής άναγκαίας χρείας. Καί ποτέ μεν πόνοις φόβου δεινού καί έγκαταλείψει,
καί πολεμώ φανερώ τού διαβόλου... Καί ταΰτα πάντα γίνεται, ΐνα σχώσιν αιτίας
τού ταπεινωθήναι... Λοιπόν πρέπει τώ πορευομένω έν τή όδώ τού Θεού εύχαριστήσαι
Αύτώ έν πάσι τοΐς έπερχομένοις αύτώ (= τοΐς συμβαίνουσιν εις αύτόν) καί
μέμψασθαι καί καθυβρίσαι (νά κατηγορή καί νά έλεεινολογή) την έαυτοΰ ψυχήν καί
γνώναι ότι ούκ αν παρεχωρήθη ύπό τού Προνοητοϋ (Θεού), εί μή διά τινα
άμέλειαν... Καί (ας) μή θορυβηθή διά τούτο μήτε έκπηδήση τού σταδίου τού
άγώνος...» (Λόγ. κα')·
«"Ωσπερ οί
παραδιδόμενοι εις τάς χεΐρας τών δικαστών ϊνα τιμωρηθώσι διά την κακίαν, έάν,
όταν πλησιάσουν είς τάς βασάνους ταπεινώσωσιν έαυτούς, καί παραχρήμα
έξομολογώνται διά την άδικίαν αύτών, καί με μικράς θλίψεις λυτροΰνται ταχέως...
οΰτω καί ήμεΐς, όταν διά τά πλημμελήματα ημών... παραδιδώμεθα είς τάς χεΐρας
τού Δικαιοκρίτου τών άπάντων... έάν, ότε πλησιάση είς ημάς ή ράβδος τού Κριτού,
ταπεινωθώμεν καί ένθυμηθώμεν τά άδικήματα ημών καί κάμωμεν έξομολόγησιν ένώπιον
τού έκδικητού, με πειρασμούς βραχείς ταχέως θά γλυτώσωμεν... Έάν δε
σκληρυνθώμεν έν ταΐς θλίψεσιν ήμών, καί μή έξομολογηθώμεν... και αί θλίψεις
ημών σφοδραί γίνονται, και έξ άλλης εις άλλην παραδιδόμεθα, έως δτου γνωρίσωμεν
έαυτούς και ταπεινωθώμεν, καί αίσθανθώμεν τών άνομιών ημών» (Ισαάκ Σύρου Λόγ.
οα')·
Πρόσεξε άδελφέ, καί αύτό
πού θά σοΰ εϊπωμεν τώρα, τό όποιον καί ήμεΐς έμάθομεν έξ δσων έπάθομεν: ’Άν εις
την ζωήν σου πάθης κανένα έξευτελισμόν ή μεγάλην προσβολήν, νά ξεύρης ότι αύτό δεν συνέβη άθεΐ. Ό Θεός παρεχώρησε νά σοΰ
συμβή αύτό διά λόγον επείγοντα καί σοβαρώτατον. Ό Παντεπόπτης καί Πανάγαθος
Πατήρ εΐδεν, ότι εις τά βάθη τής ψυχής
σου ένεφανίσθησαν τά πρώτα ίχνη τοΰ καρκίνου τής ύπερηφανείας, χωρίς συ νά τό
άντιληφθής. Άλλ’ Εκείνος άγρυπνεΐ άπό πάνω μας σάν στοργική μάνα. Καί
έπεμβαίνει χειρουργικώς καί εγκαίρως προς έξαίρεσιν τοΰ κακοήθους δγκου. Τό
φοβερόν αύτό θηρίον, τό όποιον ό Διάβολος εισάγει μικρόν καί κατ’ ολίγον εις
τήν ψυχήν μας, είναι τόσον σκληρόν, ώστε μόνον άν κτυπηθή κατακέφαλα θά ψοφήση.
Καί αύτό τό κτύπημα κατ’ άρχήν τοΰ δίδει ή προσβολή, ό έξευτελισμός μας άπό
κάποιο γεγονός ή πρόσωπον. Τότε άν είσαι χριστιανός, ταπεινώσου, καί θά έλθη
ήμέρα κατά τήν όποιαν θά εύχαριστήσης τον Θεόν λέγων «αγαθόν ότι έταπείνωσάς με» (Ψαλ. ριη' 71). Εΐπομεν διά τό
κατ’ άρχήν κτύπημα, διότι ύπάρχει καί τό τελικόν, τό όποιον θά συντρίψη
όριστικώς τήν φοβεράν κεφαλήν τοΰ θηρίου, καί αύτό θά τοΰ τό δώση ό Χριστός
«Αύτός σου τηρήσει κεφαλήν» (Γέν. γ' 15), δηλαδή θά συντρίψη όλοσχερώς τό
κράτος του.
Μολονότι καί εις άλλην
παράγραφον τοΰ παρόντος βιβλίου γίνεται λόγος περί τής χρονικής διάρκειας τής ατομικής
διαπαιδαγωγήσεως, είναι άνάγκη να είπωμεν και εδώ, ότι αύτή διαρκεΐ μέχρις
έσχατης αναπνοής τοΰ άνθρώπου. Τόσον είναι άναγκαία «Τό έσπέρας αύλισθήσεται
κλαυθμός καί εις τό πρωί άγαλλίασις». Κατά την δύσιν τοΰ βίου δάκρυα καί κατά
την αΐωνίαν αύγήν άγαλλίασις.
Τό έργον τής ταπεινώσεως
τοΰ άνθρώπου είναι μέγα Διότι άνευ αύτής είναι αδύνατον νά πιστεύση καί σωθή.
Αδύνατον μεν νά πιστεύση, διότι «πώς δύνασθε ύμεΐς πιστεΰσαι δόξαν παρ’ άλλήλων
λαμβάνοντες;» (Ίωάν. ε' 44). ’Αδύνατον δε νά σωθή, άφοΰ δι’ έλλειψιν
ταπεινώσεως δεν θά πιστεύση, διότι μόνον «ό πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται,
ό δε άπιστήσας κατακριθήσεται» (Μάρκ. ις' 16). Αύτός είναι ό λόγος διά τον
όποιον τό έργον τής ταπεινώσεως τοΰ άνθρώπου εργάζεται κατά κύριον λόγον αύτός
ό Θεός. "Οτι ό Θεός εργάζεται διά την ταπείνωσιν τοΰ άνθρώπου, μάς τό
λέγει ρητώς ό άπόστολος Παΰλος γράφων «καί τη ύπερβολή τών άποκαλύψεων, ϊνα μη
ύπεραίρωμαι (= καί ένεκα τών πολλών καί μεγαλειωδών άποκαλύψεων τάς οποίας
έδέχθην άπό τον Θεόν, ϊνα μη ύπερηφανεύωμαι), έδόθη μοί σκόλοψ τή σαρκί». «Παρά
τοΰ Θεοΰ συνεχωρήθη (= παρεχωρήθη) ό σκόλοψ», λέγει ό ιερός Θεοφύλακτος (Β'
Κορ. ιβ' 7).
Ό Ιερός Χρυσόστομος, εις
την ομιλίαν του εις Μαρτύριον Πέτρου, όμιλεΐ διά την ύπό τοΰ Θεοΰ παιδαγωγίαν
ταπεινώσεως μεγάλων βιβλικών μορφών. Παραθέτομεν περίληψιν αύτής. Ό Προφήτης
Ήλίας, ό όποίος κατέβασε πΰρ έξ ούρανοΰ,
άπέκλεισε τον ούρανόν επί τριάμισυ έτη νά μη βρέξη, ήλεγξε κατά πρόσωπον τον
βασιλέα, κατέσφαξε τούς είδωλολάτρας ιερείς της αισχύνης, αύτή λοιπόν ή
ούρανομήκης ψυχή έδειλίασε καί έφυγε. Έφοβήθη τάς άπειλάς τής πονηράς Ίεζάβελ.
Καί ποία ή αιτία; ό Θεός ήρεν άπ’ αύτοΰ την χάριν Του διά νά τον ταπεινώση, διά
τον κίνδυνον έκ τής ύπερηφανείας τον όποιον διέτρεχεν έπειτα από τά τέρατα καί
σημεία τά όποια είχε κάμει. Τον άφήκεν εις τάς δυνάμεις του, διά νά καταλάβη
την άνθρωπίνην αδυναμίαν, διά νά είναι έπιεικής προς τούς άλλους καί νά μη
φρονή ότι αύτός μόνος είχεν άπομείνει
θεοσεβής. Διά τον αύτόν λόγον, λέγει, έφοβήθη ό Πέτρος ένώπιον τής παιδίσκης
τοΰ άρχιερέως. Διά τον αύτόν παιδαγωγικόν σκοπόν έδόθη εις τον Παύλον ό σκόλοψ.
’Αξιοσημείωτος εις τον λόγον αύτόν ή ταπεινή ομολογία τοΰ ιερού Χρυσοστόμου, ότι
καί αύτός έπαιδαγωγεΐτο.
Έξ άφορμής των φατριών
τάς όποιας έδημιούργησαν εις τήν Εκκλησίαν τής Κορίνθου οί κενόδοξοι
ψευδοδιδάσκαλοι, οί παριστάνοντες τον στυλοβάτην τάχα τού κύρους καί τής
υπεροχής τού ένός ή τού άλλου ’Αποστόλου, ό Παύλος περιγράφει τά ανεκδιήγητα
δεινά, τά όποια ύφίσταντο άνά τον κόσμον οί ’Απόστολοι. Τό σπουδαϊον είναι ότι τά δεινά ταύτα ό Παύλος δεν τά άποδίδει εις
τήν κακίαν των άνθρώπων, άλλ’ εις παραχώρησιν τού Θεού. Διότι λέγει ρητώς· «Ό
Θεός ήμάς τούς ’Αποστόλους άπέδειξεν εσχάτους». «Ό Θεός έποίησεν αυτούς
εσχάτους» (ιερός Χρυσόστομος). Έπρόκειτο λοιπόν περί σαφούς καί άναμφισβητήτου
παιδαγωγίας ταπεινώσεως..
4 Ή συνεργασία τού
άνθρώπου
Παραλλήλως προς τό
σωφρονιστικόν έργον τής Θείας Δικαιοσύνης βαίνει καί τό έργο τής Θείας ’Αγάπης,
ή οποία προπαρασκευάζει τό εργον τής Χάριτος. Και τό μεν εργον τής Θείας
Δικαιοσύνης γίνεται άνεξαρτήτως προς την θέλησιν τοΰ άνθρώπου. Τα ύπό τής
καταδικαστικής άποφάσεως οριζόμενα άποτελοΰν διά τον άνθρωπον φυσικούς νόμους,
οί όποιοι έκφράζουν καί έπιτελοΰν σταθερώς καί άναλλοιώτως τό θέλημα τοΰ Θεοΰ.
Κατ’ άλλον όμως τρόπον ενεργεί ή Θεία Χάρις, ή οποία δεν άγνοεί την θέλησιν τοΰ
άνθρώπου, άλλ’ επιζητεί την συνεργασίαν της. Κατά την συνεργασίαν αύτήν, λέγει
ό Νικόλαος Καβάσιλας, ό άνθρωπος πρέπει νά συνεισφέρη «την καλήν θέλησιν του,
τής όποιας ό ρόλος συνίσταται εις τό νά ύποτάσσεται πλήρως εις την Θείαν
Χάριν», ή όποια καί θά έπιτελέση όλα τά άλλα, φέρουσα εις πέρας τό άρξάμενον
εργον.
Αύτή ή «πλήρης ύποταγή»
τοΰ θελήματος τοΰ άνθρώπου είς τό θέλημα τοΰ Θεοΰ, ή έπιγραμματικώς
διατυπωθεΐσα ύπό τοΰ Κυρίου κατά την άγωνιώδη προσευχήν είς τον κήπον τής
Γεθσημανή διά τοΰ «ούχ ως εγώ θέλω, άλλ’ ώς Συ», άποτελεΐ τό ούσιώδες
περιεχόμενον τής ταπεινώσεως. Τό κεντρικόν σημεΐον τοΰ προβλήματος μας. ’Αλλά
καί αύτή ή ύποταγή δεν πρέπει νά νομίσωμεν ότι κατορθοΰται διά μόνων των
ανθρωπίνων δυνάμεων. Ό μικρός αύτός λόγος είναι εργον μέγα καί δυσκατόρθωτον
διά τήν θέλησιν μας, αν αύτή δεν διαφωτισθή καί ένισχυθή ύπό τής Θείας Χάριτος.
Τό δεύτερον βλέπομεν ίσχΰον καί δι’ αύτήν άκόμη τήν άναμάρτητον άνθρωπίνην
φύσιν τοΰ Κυρίου, ή οποία έχρειάσθη προς τοΰτο νά ένισχυθή άνωθεν «ώφθη δε αύτω
άγγελος άπ’ ούρανοΰ ένισχύων αύτόν». Ούτε πάλιν πρέπει νά ύποθέσωμεν ότι ή Θεία
Χάρις έρχεται νά ύποκαταστήση τήν άνθρωπίνην θέαιας τοΰ άνθρώπου μετά τής θείας
δυνάμεως διδάσκει «ώς πάντα ήμΐν τής θείας δυνάμεως αύτοΰ τα προς ζωήν καί
εύσέβειαν δεδωρημένης..., αύτό τούτο δε σπουδήν πάσαν παρεισενέγκαντες
επιχορηγήσατε εν τή πίστει ύμών τήν άρετήν» δηλαδή, «επειδή ή θεία δύναμις τοΰ
Χριστού μάς έχει χαρίσει όλα τά συντελούντα εις τήν πνευματικήν ζωήν καί
εύσέβειαν..., διά τούτο καί σεις πάσαν δυνατήν επιμέλειαν καί δραστηριότητα ώς
ίδικήν σας συνεργασίαν καταβαλόντες προσθέσατε εις τήν πίστιν, τήν όποιαν
έχετε, τήν άρετήν». (Ή έρμηνεία έκ τοΰ ύπομνήματος Π. Τρεμπέλα Β' Πέτρ. α' 3,
5).
«Εντεύθεν ούν μέγα δόγμα
μανθάνομεν ώς ούτε άνθρωπίνη προθυμία κατορθοΐ τι χωρίς θείας ροπής ούτε θεία
ροπή κέρδος φέρει χωρίς άνθρωπίνης προθυμίας. Καί άμφοτέρων παραδείγματα Πέτρος
καί Ιούδας» (Ζιγαβηνός). «Ό μεν γάρ ’Ιούδας πολλής άπολαύσας βοήθειας ούδέν
ώφελήθη, επειδή ούκ ήθέλησεν, ούδέ τά παρ’ έαυτού συνεισήνεγκεν (= ούδέ όσα έξηρτώντο άπό αύτόν συνεισεφερεν) ούτος δέ (ό
Πέτρος) καί προθυμηθείς, επειδή μηδεμιάς βοήθειας άπήλαυσεν (άπό τον Θεόν ένεκα
τής καυχησιολόγου αύτοπεποιθήσεώς του) κατέπεσε. Διό παρακαλώ μήτε τό πάν έπί
τον Θεόν ρίψαντας αύτούς καθεύδειν, μήτε σπουδάζοντας νομίζειν οίκείοις πόνοις
τό πάν κατορθοΰν» ('Ιερός Χρυσόστομος).
'Ένας έκ τών τρόπων διά
των όποιων ή θεία άγαθότης καλεΐ καί παρακινεί τον άνθρωπον προς συνεργασίαν
διά τήν ταπείνωσίν του, είναι καί ή έκ μέρους τού Θεού παρόρμησίς του προς
μελέτην καί κατανόησιν τής άπειρου δυνάμεως Του άπό τό ένα μέρος και τής
άπροσμετρήτου μηδαμινότητος τοΰ ανθρώπου άπό τό άλλο. «Εΐπεν ό Κύριος τω Ίώβ
διά λαίλαπος και νεφών.... ποϋ ής έν τώ θεμελιοΰν με την γην; Άπάγγειλόν μοι,
έάν έχης σύνεσιν». ’Άς μελετήση ό άναγνώστης τον μεγαλειώδη λόγον τοΰ Θεοΰ τον
περιεχόμενον εις τα πέντε τελευταία κεφάλαια τοΰ Ίώβ, όπου άναφέρονται τά έργα
τοΰ Θεοΰ, τα όποια έξέπληξαν καί έκίνησαν εις δοξολογίαν «μεγάλη τή φωνή» καί
αύτούς τούς ’Αγγέλους.
Ό άγιος Μακάριος ό
Αιγύπτιος γράφει σχετικά: «Γνώρισε άνθρωπε την ύψηλήν σου καταγωγήν καί την
μεγάλην σου άξίαν Μάθε ότι έχεις περιβληθή με μεγάλην τιμήν, είσαι άδελφός τοΰ
Χριστοΰ, φίλος τού Βασιλέως καί ή ψυχή σου είναι νύμφη τοΰ έπουρανίου Νυμφίου.
Διότι αύτός ό όποίος θά δυνηθή νά
συλλάβη την άξίαν τής ψυχής του, αύτός θά δυνηθή νά γνωρίση την δύναμιν καί τά
μυστικά τοΰ Θεοΰ καί τοιουτοτρόπως θά ταπεινοφρονή».
Βοηθητικά μέσα κατά τούς
'Αγίους Πατέρες
"Οπως εις τάς
άσθενείας τοΰ σώματος ό ιατρός έκτος τής φαρμακευτικής άγωγής καθορίζει καί τά
γενικά μέτρα, τά όποια πρέπει νά λάβη ό άσθενής, ώστε νά μη παρεμποδίζη ή καί
νά ύποβοηθή την θεραπείαν, τοιουτοτρόπως καί έδώ. Παραλλήλως προς την βασικήν
θεραπείαν, την όποιαν ό Θεός ένεργεΐ εις τον άνθρωπον, οφείλει καί αύτός νά
χρησιμοποιή όλα τά βοηθητικά μέσα τά όποια συντείνουν εις την επιτυχίαν τοΰ
σκοπού. Τοιαΰτα είναι:
Κατά τον Μέγαν Βασίλειον
Εις τό έργον του «'Όροι κατ’
έπιτομήν» καί εις την έρώτησιν «ΤΙ είναι ταπεινοφροσύνη και πώς θά την
έπιτύχωμεν» δίδει την έξης άπόκρισιν ό φωστήρ τής Καισαρείας. «Ταπεινοφροσύνη
είναι νά θεωρή κανείς δλους τούς ανθρώπους ώς ανώτερους του, κατά τον δρον τού
’Αποστόλου. Επιτυγχάνει δε αύτήν πρώτον, έάν ένθυμηθή την έντολήν, την οποίαν
έδωσεν ό Κύριος, όταν είπε «μάθετε άπ’ έμοΰ, ότι πράος είμι καί ταπεινός τή καρδία» (Ματθ. ια\
29), πράγμα το όποιον έδειξε καί έδίδαξεν εις πολλά σημεία καί κατά πολλούς
τρόπους, καί έάν πιστεύση είς την ύπόσχεσίν Του, ότι «ό ταπεινών έαυτόν ύψωθήσεται» (Λουκ. ιδ' 11)·
έπειτα δε, έάν προσεχή έξ ίσου καί άδιαλείπτως είς τά έργα τής ταπεινοφροσύνης
καί γυμνάζεται είς αύτά. Διότι μόνον έτσι θά ήμπορέση με την συνεχή άσκησιν νά
απόκτηση την συνήθειαν τής ταπεινοφροσύνης».1[1Μεγάλου Βασιλείου: "Οροι
κατ’ επιτομήν. Έρώτησις 198. Πατερικαΐ Εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς» Θεσσαλονίκη
1973 Τόμ. 9 σελ. 239.]
Πώς θά άφήσωμεν τον
καταστρεπτικόν όγκον τής ύπερηφανείας, διά νά καταβώμεν είς την σωτήριον
ταπείνωσης Έάν είς πάσαν μας πράξιν άσκώμεν την ταπεινοφροσύνην. Προκοπή τής
ψυχής είναι προκοπή είς τήν ταπείνωσιν... Γνώσις θεοσεβείας σημαίνει γνώσις
ταπεινώσεως καί πραότητος. Ή ταπείνωσις είναι μίμησις Χριστού. Γίνε μιμητής
Χριστού, καί μη τού άντιχρίστου
2. [2. Μεγάλου Βασιλείου: Λόγος ’Ασκητικός Α'
Πατερικαΐ ’Εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς» Θεσσαλονίκη 1973 Τόμ. 8 σελ. 125.]
Πρέπει καί ή έξωτερική παράστασις καί το ένδυμα
και τό βάδισμα και τό κάθισμα και ή συζήτησις, όλα ταπεινοφρόνως νά γίνωνται
και εις ύπακοήν να γυμνάζουν. Μόνον μίαν περίπτωσιν άνυπακοής αναγνωρίζει «όταν
τι έναντίον τη τοϋ Χρίστου έντολή παραφθεΐρον ή μολύνον αύτήν έπιταχθώμεν παρά
τίνος, καιρός είπεΐν τότε «Πειθαρχεΐν δει Θεω μάλλον ή άνθρώποις» (Πράξ. ε'
29).
Υποδεικνύει την μνήμην
τοϋ θανάτου ώς ένα έκ των ισχυρότερων μέσων διά την καταστολήν τοϋ φυσήματος
τής ύπερηφανείας καί την άπόκτησιν τής ταπεινοφροσύνης. «Κατέχεις πλούτον
πολύν; ή ύψηλοφρονεΐς διά την άξίαν των προγόνων σου; ή έπιδεικνύεσαι διά τό
κάλλος τού σώματος καί έπαίρεσαι διά τάς τιμάς καί τούς επαίνους; Τότε άκριβώς
«πρόσεχε σεαυτω» διά νά ένθυμηθής ότι είσαι θνητός, ότι είσαι γή καί χώμα καί
εις τό χώμα θά καταλήξης. Νά ένθυμήσαι ότι «πάσα σάρξ ώς χόρτος καί πάσα δόξα
ανθρώπου ώς άνθος χόρτου έξηράνθη ό χόρτος καί τό άνθος αύτοΰ έξέπεσε» (Α'
Πέτρ. α' 24).
Ένθυμήσου ακόμη τούς
προγενεστέρους σου εκείνους οί όποιοι εξυψώθηκαν, διότι τοιαΰτα είχον προσόντα.
Πού είναι οί δυνάσται έκεΐνοι οί κατακτήσαντες τά πολιτικά άξιώματα, πού είναι
οί ρήτορες;... Πού είναι οί λαμπροί ίππόται, οί στρατηγοί, οί σατράπαι, οί
τύρρανοι; Δεν έγιναν όλοι σκόνη; δεν θεωρούνται όλα ώς μύθος; ένθύμια τής ζωής
των δεν κατήντησαν τά ολίγα κοκκαλά των;... "Οταν λοιπόν ένθυμήσαι ποιος
είσαι, ποία ή θνητή φύσις σου, δεν θά ύπερηφανευθής ποτέ»
(Πρόσεχε σεαυτώ).
Διά τά πνευματικά του
προσόντα καί τάς γνώσεις του ό άνθρωπος πρέπει «νά μάθη πόσον αμφιβόλου άξίας
άπόκτημα είναι ή άνθρωπίνη σοφία». Σημείωσε άναγνώστα ότι αύτό τό λέγει ό Μέγας Βασίλειος, ό όποίος ήτο κάτοχος δλης τής επιστημονικής γνώσεως τής
έποχής του, και είχεν οξύνοιαν θαυμαζομένην άκόμη καί σήμερον. Ώς προς την
άρετή του καί τα καλά έργα ό άνθρωπος πρέπει νά σκέπτεται ότι δεν δύναται να σωθή μόνον διά των ΐδικών του
δυνάμεων. «Ώς ράκος άποκαθημένης πάσα ή δικαιοσύνη ημών» (Ήσ. ξδ' 6). Νά ένθυμήται
δε τά άμαρτήματά του. Γενικώς συνιστά νά σκεπτώμεθα ότι ό Θεός άποστρέφεται την υπερηφάνειαν καί
βραβεύει την ταπείνωσιν. «'Ολόκληρος ό βίος τού Κυρίου μάς παιδαγωγεί καί μάς
διδάσκει την ταπεινοφροσύνην» (Λόγος περί ταπεινοφροσύνης).
Κατά τον 'Ιερόν
Χρυσόστομον
Ό μέγας ουτος πατήρ, ό όποίος
μάς «ύπέδειξε τό ύψος τής
ταπεινοφροσύνης», υποδεικνύει καί τρόπους καί μέσα με τά όποια θά άποκτήσωμεν
αύτήν. Ό έλεγχος, γράφει, ό όποίος γίνεται εις ημάς έκ μέρους τών άλλων είναι διά
την πνευματικήν μας πρόοδον μέγα αγαθόν, διά τούτο «... μη δυσχεραίνομεν
ελεγχόμενοι... Εί μεν γάρ δικαίως ένεκάλεσεν ό φίλος, διόρθωσαι τό άμάρτημα εί
δε άλόγως έμέμψατο, έπαίνεσον αύτόν, τής γνώμης άπόδεξαι τον σκοπόν, χάριν
όμολόγησον... «ό γάρ μισών ελέγχους, άφρων έστίν, φησίν. Ούκ είπε, τοιούσδε ή
τοιούσδε ελέγχους, άλλ’ άπλώς ελέγχους»1. [1. Ε. Π. Migne Τόμος 51 σελ. 1 ]
Ώς συντελεστικήν διά την
ταπείνωσιν ύποδεικνύει επίσης την μνήμην τών άμαρτημάτων διότι τοιουτοτρόπως
δυνάμεθα καί τής ψυχής την ύπερηφάνειαν να καταστείλωμεν, ύπενθυμίζοντες συχνά
εις αύτήν τά κακά, τά όποια έπραξε. Τόσον μέγα καλόν είναι τό νά ένθυμήται ό
άνθρωπος τά άμαρτήματά του, ώστε καί τά έξαλειφθέντα έγκλήματα έφερε συχνά εις
τό μέσον ό μακάριος άπόστολος Παύλος. «Τοιοΰτοι γάρ ήσαν οΐ άγιου τών κατορθωμάτων
έπελανθάνοντο, καί τών άμαρτημάτων έμέμνηντο ούχ ώς οί νΰν άνθρωποι τών
άμαρτημάτων έπιλανθάνονται, έάν δε τι πράξωσι χρηστόν, εις μέσον φέρουσιν αύτό.
Έποίησας άγαθόν; Λάθε, ϊνα ό Δεσπότης σου αύτό εΐπη. Έποίησας κακόν; Μνήσθητι,
ϊνα ό Δεσπότης σου αύτό έπιλάθηται»
1. [1. Ε. Π. Migne Τόμος 55 σελ. 580.]
Ή άνάμνησις τής ζωής την
όποιαν έκάμαμεν κατά τούς χρόνους τής άγνοιας είναι σπουδαΐον μέσον προς
ταπείνωσίν μας. 'Όμως οί συλλογισμοί αύτοί δεν ισχύουν ώς προς τά σαρκικά
πάθη... διότι τά αίτια τούτων ύπάρχει κίνδυνος νά άναμολύνουν την διάνοιαν.
Σπουδαΐον ταπεινοποιόν
μέσον ή λήθη τών κατορθωμάτων «Μη τοίνυν έπαιρώμεθα... ’Άν μεν γάρ εΐπης σαυτόν
εύδόκιμον, γέγονας άχρηστος, κάν εύδόκιμος ής· άν δε άχρεΐον όνομάσης, γέγονας
εύχρηστος, κάν αδόκιμος ής. Διό άναγκαΐον έπιλαθέσθαι κατορθωμάτων... άσφαλές
γάρ ταμεΐον κατορθωμάτων, λήθη κατορθωμάτων»
2. [2. Ε. Π. Migne Τόμος 57 σελ. 37.]
Μεγάλως βοηθεΐ τον
άγωνιστήν προς άπόκτησιν τής ταπεινοφροσύνης, γράφει ό ιερός Πατήρ, ή νηστεία,
ή όποια «τό τυραννικώτερον πάντων εξορίζει πάθος, την έπαρσιν καί την μανίαν
την περί την κενήν δόξαν». "Αξιόν παρατηρήσεως ότι ή νηστεία κατά την
έν τή Παλαιά Διαθήκη
εκδοχήν και χρήσιν αύτής είναι συνυφασμένη μετά τής ταπεινώσεως. Ό Δαυίδ λέγει·
«Άναστάντες μοι μάρτυρες άδικοι, ά ούκ έγίνωσκον ήρώτων με... έγώ δε έν τώ
αυτούς παρενοχλεΐν με ένεδυόμην σάκκον και έταπείνουν έν νηστεία την ψυχήν μου»
(Ψαλ. λδ' 11, 13).
Τόσον δε στενώς είναι
συνδεδεμέναι αί έννοιαι νηστείας καί ταπεινώσεως, ώστε τό ρήμα νηστεύω εις τήν
έβραϊκήν γλώσσαν άποδίδεται διά τής λέξεως «ΕΝΑ'», ή οποία σημαίνει
ταπεινοΰμαι. ’Αλλά με τήν πάροδον τοΰ χρόνου οί έβραΐοι κατήντησαν άπλοι
τυπολάτραι, τηροϋντες μεν τάς τεθεσπισμένας νηστείας, παραβλέποντες όμως τήν
ούσίαν, ή οποία συνίσταται εις τήν έκκοπήν τοΰ ίδιου θελήματος και τήν ύποταγήν
αύτοΰ εις τό θέλημα τοΰ Θεοΰ. Δι’ αυτό, όταν παρεπονοϋντο «λέγοντες τι ότι ένηστεύσαμεν καί ούκ είδες; έταπεινώσαμεν τάς
ψυχάς ήμών καί ούκ έγνως;», ό Θεός άπήντα «έν γάρ ταίς ήμέραις των νηστειών
ύμών εύρίσκετε τά θελήματα ύμών» (Ήσ. νη' 3).
Είς τήν Καινήν Διαθήκην ή
νηστεία χαρμόσυνος καθ’ έαυτήν συμφώνως άλλωστε προς τήν ρητήν έντολήν καί
διδασκαλίαν τοΰ Κυρίου (Ματθ. ς' 17, 18), οσάκις χρησιμοποιείται ύπό τοΰ πιστοΰ
ώς έκδήλωσις βαθείας συντριβής καί είλικρινοΰς μετάνοιας οδηγεί άριστα είς τόν
σκοπόν, δηλαδή τήν ταπείνωσιν καί τήν είς τόν Θεόν έπιστροφήν. Ώς ταπεινοποιόν
δύναμιν κατά τοΰ έπαιρομένου σαρκικοΰ φρονήματος άντελήφθη τήν νηστείαν καί ή
’Εκκλησία ψάλλουσα «έγκρατεία τήν σάρκα ταπεινώσαι πάντες σπουδάσωμεν, τό θειον
ύπερχόμενοι στάδιον τής άμώμου νηστείας».
Κατά τον όσιον Έφραίμ
'Ο όσιος Έφραιμ ό Σΰρος
ύποδεικνύει την ύποταγήν ώς μέσον προς άπόκτησιν τής ταπεινοφροσύνης λέγων
«’Αρχή τής καρποφορίας είναι τό άνθος· και αρχή τής ταπεινοφροσύνης ή ύποταγή
έν Κυρίω. Καρπός δε τής ύπακοής είναι ή μακροθυμία» (Κέφ. α')· Τήν ύπακοήν δέον
νά δεικνύη τις προς πάντας, «ανεξαρτήτως άξιώματος καί ήλικίας» (κεφ. ιζ’).
«’Εάν κατοικής μετά άδελφών μη συνηθίζης νά προστάζης, άλλά μάλλον νά είσαι
παράδειγμα αύτών εις τά καλά έργα, άκούων τά όσα μέλλει τις νά σοί είπη» (Κεφ. Γ'). Ή ύπακοή,
τήν όποιαν συνιστά άνωτέρω ό όσιος, είναι ή «έν Κυρίω» ώς λέγει. Έφ’ δσον
δηλαδή δεν παραβλάπτεται ή ευσέβεια1.
Κατά τον όσιον Ισαάκ τον
Σύρον
Εις τούς άσκητικούς
λόγους τού οσίου πατρός εύρίσκεται κατεσπαρμένον πλήθος υποδείξεων αύτοΰ
σχετικών με τό θέμα μας. Ώς ύποβοηθητικά τού άγώνος τού άνθρώπου ύποδεικνύει
μεταξύ άλλων καί τά εξής:
Τήν πτωχείαν (Λόγος κ')·
— Τήν έν παντί καί ένώπιον πάντων συστολήν καί ύποχώρησιν
(Λόγος ζ')·
— Τήν μετά ταπεινών συναναστροφήν. «Συναναστρέφου τοίς έχουσι
ταπείνωσιν, καί μάθηση τούς τρόπους αύτών».
Τήν μνήμην τών παραπτωμάτων (Λόγοι κα' οα')·
1. ευσέβεια = πίστις όρθή
καί βίος ορθός (ιερός Χρυσόστομος).
— Το έπισκέπτεσθαι και
ύπηρετεΐν τούς έν άσθενεία και στρωμνή κακώσεως (Επιστολή Δ').
Είς τον πα' λόγον
συγκεφαλαιών ό όσιος τάς γνώμας του περί τής δράσεως τοϋ άνθρωπίνου παράγοντος
διά την άπόκτησιν τής ταπεινώσεως, λέγει ότι αΰτη συνίσταται: «Έν τή
άδιαλείπτιρ μνήμη των παραπτωμάτων, και έν έλπίδι προσεγγιζούση θανάτω, και έν
έσθήτι εύτελεΐ, καί έν παντί καιρω προκρίνειν τον έσχατον τόπον, καί έν παντί
πράγματι έπιτρέχειν τοίς έργοις τοΐς έλαχίστοις καί καθυβρισμένοις, καί τώ μή
είναι άνήκοον, καί τω θέλειν έαυτόν άγνώριστον καί άψήφιστον. Καί τω μή κατέχειν
τινά των πραγμάτων έν ιδιορρυθμία παντελεΐ, καί τω μή αγαπάν τα κέρδη. Καί μετά
ταΰτα, τω ύπεραίρειν τήν έαυτοΰ διάνοιαν, έκ πάσης μέμψεως καί έγκλήσεως παντός
άνθρώπου καί τής ζηλοτυπίας... Καί τό σύντομον ή ξενιτεία καί ή πτωχεία, καί ή
τής μονώσεως διαγωγή. Ταΰτα τίκτουσι τήν ταπείνωσιν, καί καθαρίζουσι τήν
καρδίαν».
Είς τήν συνέχειαν τοϋ
λόγου τούτου περιγράφει ό όσιος τά έξαίρετα άποτελέσματα τής ταπεινώσεως, ή
όποια διακρατεΐ τον άνθρωπον είς ψυχικήν γαλήνην καί νοητικήν διαύγειαν.
Τοιουτοτρόπως δε έπιχορηγεϊται είς τον άγωνιστήν ή είσοδος είς τό στάδιον τής
τελειότητος. Ή τελεία όμως ταπείνωσις είναι δώρον τοϋ Θεοΰ. «Ού δίδοται αΰτη ή
δύναμις, εί μή τοΐς τελείοις μόνοις έν τή αρετή διά τής δυνάμεως τής Χάριτος»
(’Ασκητικά Λόγος κ'). Τό δε «άνευ έργου»,τό όποιον λέγει ό όσιος, δεν σημαίνει
άρνησιν τής συμβολής τοϋ άνθρωπίνου παράγοντος, άλλ’ άρνησιν τής πλάνης ότι ή
τελεία ταπείνωσις δίδεται ώς αμοιβή διά τον κόπον τοΰ άνθρωπίνου έργου. ’Όχι.
Είναι δωρεά τής Θείας Χάριτος. Αύτή όμως δίδεται «μετά την τελείωσιν τής
πολιτείας άπάσης».
”Αρα ή ένάρετος πολιτεία προκαθαίρει καί προευτρεπίζει τό
δοχεΐον τής ανθρώπινης ψυχής προς ύποδοχήν τής τελείας δωρεάς τής Χάριτος. Ό
άνθρωπος «θέλει αύτήν, καί αΰτη ούκ έστιν αύτοϋ». Διά τοϋ άγώνος δε τον όποιον
άνέλαβεν, εκφράζει κατά τρόπον σταθερόν καί συγκεκριμένον την θέλησίν του, όπως
«διά τής δυνάμεως τής Χάριτος» δεχθή «χάρισμά τι μέγα, καί ύπερέχον πάσαν
κτίσιν καί φύσιν». Θαυμάζει κανείς την λεπτήν διάκρισιν των εννοιών, την όποιαν
εΐχον τά τέκνα τής Έρημου.
Καί άλλοι πατέρες κάμνουν
διάκρισιν μεταξύ τής ταπεινώσεως, την όποιαν άποκτώμεν δι’ άνθρωπίνων μέσων
(βοηθητικών) καί τής τελείας τοιαύτης, την όποιαν δωρίζει εις τον άνθρωπον ή
Θεία Χάρις. Ή πρώτη παρακολουθεί τον άγωνιστήν κυρίως κατά τό μέσον στάδιον τοϋ
άγώνος κατά τό όποιον ή κατάγνωσις τής συνειδήσεως διαδραματίζει τον
σημαντικώτερον ρόλον. Διά τούτο καί συνοδεύεται ή ταπείνωσις αύτή ύπό λύπης καί
άθυμίας. Ένώ ή τελεία ταπείνωσις «ούκ έστι συνειδήσεως κατάγνωσις, άλλά Χάριτος
Θεού» καί δίδεται δωρεάν εις τον άγωνιστήν κατά τό τελικόν στάδιον τοϋ άγώνος
του, καί συνοδεύεται ύπό χαράς. «Χρή δε δι’ εκείνης παντί τρόπω παρελθόντα τον
άγωνιστήν, έπί ταύτην έλθεΐν». ("Αγιος Διάδοχος).
Κατά τον ’Άγιον Ίωάννην
τον Σιναίτην
Ό άγιος καί σοφός
συγγραφεύς τής «Κλίμακος» ’Ιωάννης παρατηρεί τά έξής: «Νεύρα καί οδοί αύτής
(τής ταπεινοφροσύνης), όχι όμως καί σημεία καί άποδείξεις, είναι ή ακτημοσύνη,
ή άφανής ξενιτεία, ή άπόκρυψις τής σοφίας, ή άπλή ομιλία, ή ζήτησις
ελεημοσύνης, ή άπόκρυψις τής εύγενικής καταγωγής, ή εξορία τής παρρησίας, ή
άπομάκρυνσις τής πολυλογίας. Τίποτε άλλο δεν κατώρθωσε ποτέ μέχρι τώρα νά
ταπεινώση τόσο την ψυχή δσον ή πτωχεία καί ή έπαιτεία. Τότε φαίνεται ή
φιλοσοφία καί ή φιλοθεϊα μας, όταν, ένώ δυνάμεθα νά ύψώσωμε τον έαυτόν μας,
άποφεύγωμε άνεπιστρεπτεί τό ύψος» (Περί Ταπεινοφροσύνης Λόγος ΚΕ' ξβ)
1. [1. Σιναίτου Ίωάννου:
Κλϊμαξ μετάφρασις ύπό Άρχιμ. Ιγνατίου. Έκδοσις, Ίεράς Μονής τοΰ Παρακλήτου.
Ώρωπός ’Αττικής 1978, σελ. 279.]
Εις άλλην παράγραφον
(νθ') τού ΚΕ' λόγου γράφει: «οδόν καί άφορμήν διά την άπόκτησιν τής
ταπεινοφροσύνης οί άείμνηστοι Πατέρες μας ώρισαν τούς σωματικούς κόπους. Έγώ δε
συνιστώ την ύπακοήν καί την εύθύτητα τής καρδίας, αί όποΐαι εκ φύσεως είναι
άντίθετοι προς την οΐησιν».
Έκ τής άληθοΰς ύπακοής
γεννάται ή ταπείνωσις, καί έκ τής ταπεινώσεως άφανίζονται τα πάθη καί γεννάται
ή απάθεια, ή άνάπαυσις καί καθαρότης τής καρδίας (Περί ύπακοής Λόγος Δ' ξε').
Πολύ συντελεστικώτερον θεωρεί ό άγιος Πατήρ τήν ύπακοήν εις κακότροπον (δηλαδή
σκληρόν) προεστώτα, εις τον όποιον πρέπει νά ύπακούη ώς εις τον Θεόν. Ή ύπακοή
καί εις δύστροπούς προϊσταμένους, τήν όποιαν συνιστα ό ιερός συγγραφεύς, δεν
είναι «Καλογερισμός», άλλα διδασκαλία γραφικωτάτη. Ό άπόστολος Πέτρος συνιστά
τήν ύποταγήν «ού μόνον τοϊς άγαθοίς καί έπιεικέσι, άλλα καί τοϊς σκολιοΐς» (Λ'
Πέτρου 6' 18).
Είναι πολύτιμος ή
βοήθεια, τήν όποιαν παρέχει διά την ερευνάν τοΰ θέματός
μας, ή διδασκαλία τής Εκκλησίας τής άποστολικής έποχής, ή οποία παρουσιάζεται
άποκρυσταλλωμένη εις τάς έπιστολάς τοΰ θείου ’Ιακώβου καί τοΰ άποστόλου Πέτρου
(Ίακ. δ' 6 7, Α' Πέτρ. ε' 5 9). Εντεύθεν
πειθόμεθα πόσον σοφή είναι ή γνώμη τοΰ ίεροΰ συγγραφέω>ς τής «Κλίμακος»,
άποτελοΰσα σαφή άπήχησιν τοΰ «πάντες δε άλλήλοις ύποτασσόμενοι την
ταπεινοφροσύνην έγκομβώσασθε» (Α' Πέτρ. ε' 5).
Κατά τον όσιον Μελέτιον
Ουτος είναι με Υμάς Πατήρ τής Εκκλησίας άλλ’ εις τούς
περισσοτέρους άγνωστος. ’Ήκμασε περίπου τό 1250 επί βασιλείας Μιχαήλ τοΰ
λατινόφρονος. Ήγωνίσθη σθεναρώς υπέρ τής ’Ορθοδοξίας, ύπέστη τά πάνδεινα διά
τοΰτο καί ομολογητής χαρακτηρίζεται. Περισπούδαστον καί σοφώτερον είναι τό
βιβλίον αύτοΰ με τον τίτλον «Άλφαβηταλφάβητος» Μελετίου τοΰ Όμολογητοΰ. Ή
μεγάλη άξια τοΰ βιβλίου τούτου έγκειται εκτός των άλλων, καί είς τό ότι εύρίσκει ό άναγνώστης είς αύτό συμπεπυκνωμένας
τάς γνώμας όλων τών προ αύτοΰ άκμασάντων άγιων Πατέρων. Άπαστράπτοντες
άδάμαντες, τούς οποίους έσμίλευσεν ή γραφίς τοΰ Όσιου, είναι καί οί κατωτέρω
στίχοι:
ΠΟΘΕΝ Η ΤΑΠΕΙΝΩΣΙΣ
«Μαθεϊν εί βούλει φίλτατε
πόθεν καί πώς γεννάται ή βασιλίς τών άρετών ή ταπεινοφροσύνη, έκ τούτων εΰρης
άληθώς τήν γένεσιν πλουτοΰσαν έκ τού μηδόλως έαυτόν μετρεΐν προς μικρότερους,
έκ τοΰ μεμνήσθαι πάντοτε κακίας τής οικείας, έκ τοΰ τό σώμα σεαυτοϋ προς κόπους
έκδιδόναι, έκ τοΰ μισεΐν έκπλήρωσιν ιδίων θελημάτων, έκ τοΰ πτωχεία συμβιοΰν
στερεϊσθαι πόσης ΰλης, ξένον ύπάρχειν, των πολλών τάς λοιδορίας φέρειν... άν
έαυτόν έξουθενής έν άπασι καί μέμφη οδόν οδεύεις άπλανώς τής ταπεινοφροσύνης.
Τούτο Πατέρων ως φασιν
ύπήρχεν εργασία μετρίω τώ φρονήματι καί ταπεινώ κεχρήσθαι μέμψιν έπάγειν
έαυτοΐς καί την αιτίαν πάντων ών άν σφαλεΐεν μηδαμώς έτέροις έπιγράφειν.»'
ΠΟΘΕΝ ΠΑΡΑΓΙΝΕΤΑΙ ΒΡΟΤΟΙΣ ΤΟ ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΝ
μη
ταπεινού τοϊς ρήμασιν άλλα καί τή καρδία καρδίαις ύψηλόφροσι ρήματα βλασφημίας
θεολαμπή δε τίκτονται ταΐς ταπεινοφρονούσαις δαιμόνων οίκητήριον την
ύπερηφανείαν καί νικητήριόν φασι την ταπεινοφροσύνην.
Μεγίστη γάρ τών άρετών
αίίτη πασών τυγχάνει ώς εύρης μαρτυρούμενον παρά παντός Αγίου ώς γάρ τώ σώματι
σκιά παρέπεται διόλου οΰτω καί σύμπαν άγαθόν τή ταπεινοφροσύνη· άνδράσι
ταπεινόφροσι Θεός άποκαλύπτει ώς οί Πατέρες λέγουσι πολλά τών μυστηρίων καί
θησαυροί τών άγαθών έν. τούτοις καθορώνται δστις δ’ έπί τοΐς φυσικοΐς ή τοΐς
προσοΰσιν άλλως πλεονεκτήμασι φασίν άφρόνως έπαρθείη εύστάθειαν, αγχίνοιαν,
σοφίαν, εύφυ'ίαν, ρώμην, άνδρείαν, σύνεσιν, δόξαν, τιμήν, καί πλούτον μέγα τι
λογιζόμενος ούδέποτε τών θείων καί νούν νικώντων άγαθών έπιτυχής φανεΐται...
φωτός άπόντος άπαντα καλύπτεται τώ σκότει
1[ Σιμοπούλου Θεοφίλου
Άρχιμ. Μελέτιος ό Γαλησιώτης. Άθήναι 1978, σελ. 320.]
άπούσης ταπεινώσεως πάν
άγαθόν εις μάτην ’Άνω πασών τών άρετών λόγος φησιν άρχαΐος φόβος Θεοΰ μεθ’
έαυτοΰ τό ταπεινόφρον έχων
1. [1. ’Ένθα άνωτέρω σελ.
318.]
Κατά τον Αγιον
Νικόδημον τον Αγιορείτην
Διά νά άποκτήσης την
ταπείνωσιν, πρέπει νά κοπιάσης και νά βιασθής, εις τό νά έναγκαλισθής μεν όλας
τάς θλίψεις καί εναντιότητας, εις τό νά φεύγης δε κάθε δόξαν καί τιμήν,
επιθυμώντας νά καταφρονήσαι άπό κάθε ένα... κόπιασε διά νά χαίρεσαι όταν τις
σοΰ είπή λόγια ύβριστικά ή σε έλέγξη, ή σε καταφρόνηση... φυλάττου από τούς
λογισμούς, πού φέρουν μορφήν άγιότητος καί ζήλου... τάχα διά νά ώφελήσουν τον
πλησίον σου άδιακρίτως... όπου άρπάζουν την ταπείνωσιν καί την ειρήνην καί
ησυχίαν, την όντως άναγκαίαν, εις όποιον θέλει νά κάμη προκοπήν άσφαλή.
(Νικοδήμου Αγιορείτου: ’Αόρατος πόλεμος μέρος Β' κεφ. ιζ').
Ούδέν συμβαίνει άνευ Θεοΰ
'Όταν προσβάλλεσαι καθ’
οίονδήποτε τρόπον ύπό τών άλλων, πρέπει άμέσως νά σκεφθής, διατί ό Θεός
παρεχώρησε τούτο. Διότι τίποτε δεν συμβαίνει άνευ παραχωρήσεως Θεοΰ, ώς λέγουν
αί Άποστολικαί Διαταγαί καί ό όσιος Νείλος. Τότε λέγε εις τον εαυτόν σου δεν
συκοφαντούν εμέ, άλλά τά πάθη μου δεν πλήττουν εμέ, άλλά τήν έχιδναν τής
ύπερηφανείας, ή όποια έμφωλεύει εις τήν καρδίαν μου.
Πρέπει νά θεωρούμεν τούς
άνθρώπους, οί όποιοι μάς προσβάλλουν ώς ιατρούς καί τούς λόγους των ώς καυστήρας,
τούς οποίους στέλλει ό Θεός διά την θεραπείαν τής φλεγμαινούσης έξ ύπερηφανείας
ψυχής μας. Αύτοί είναι, έν ήθική έννοια, οί χειρουργοί, οί όποιοι άποκόπτουν,
μέ λόγον κοπτερόν, την σήψιν τής καρδίας. Πρέπει λοιπόν να τούς εύγνωμονοϋμεν.
Άναφέρεται περί ενός αγίου,
Κωνσταντίνου όνόματι, ότι ύπηρέτει ώς
νεωκόρος εις ναόν τής Συρίας. Ή φήμη τής άγιότητός του έφθασε πολύ μακράν καί
κάποιος άπεφάσισε νά ύπάγη νά τον γνωρίση εκ τού πλησίον. 'Όταν έφθασε ν είς
τον ναόν, ή ρώτησε καί τού τον έδειξαν. ΤΗτο ένας μικρόσωμος καί ισχνός
άνθρωπος, ό όποίος ήναπτε την στιγμήν
έκείνην τά κανδήλια, άνεβασμένος επί ένός σκαμνιού. Τότε ό ξένος είπε εγώ θέλω
νά γνωρίσω έκεΐνον τον μεγάλον άνθρωπον τής άρετής. Οί παριστάμενοι τού
έπανέλαβον, ότι αύτός είναι, τον όποιον
τού έδειξαν. Άλλ’ ό ξένος έφώναξε μέ δυσφορίαν «ωχ αδελφέ, αύτός δεν είναι ούτε
άνθρωπος», καί έσπευσε νά φύγη. 'Όταν έξήλθεν, έτρεξεν όπίσω του ό Κωνσταντίνος
κράζων «στάσου άδελφέ μου, στάσου»· καί άφοΰ τον έφθασεν, έπεσεν είς τούς πόδας
του, τον έπροσκύνησε καί τού είπε «Σε εύχαριστώ, σύ μόνον είπες την αλήθεια γιά
μένα». Ό δε ξένος έθαύμασε καί είπε πράγματι δπως ήκουσα, έτσι είναι
Αύτομεμψία
Μεταξύ των πρακτικών
μέσων τών βοηθούντων είς την άπόκτησιν τής ταπεινοφροσύνης, έξαίρετον θέσιν
κατέχει ή αύτομεμψία. Λαμπρόν ταπεινοποιόν μέσον. Την συνιστοΰν θερμώς δλοι οί
άγιοι Πατέρες. Ό «στύλος τού φωτός» Μέγας ’Αντώνιος είπε προς τον στύλον της διακρίσεως
όσιον Ποιμένα, «ότι ή μεγάλη δυναστεία
(= δύναμις) τοΰ ανθρώπου είναι, ϊνα έπάνω αύτοϋ βάλη τό σφάλμα του ένώπιον
Κυρίου, και προσδοκήση (= και να περιμένη) πειρασμόν έως έσχάτης άναπνοής».
Ό σοφός συννραφεύς τής
Κλίμακος ’Ιωάννης λέγει όφείλομεν να καταδικάζωμεν συνεχώς τον έαυτόν μας, ώστε
με τον εκούσιον αυτόν έξευτελισμόν να σωθώμεν άπό τα άκούσια άμαρτήματά μας.
Την γνώμην αύτήν των άρχαίων Πατέρων άσπάζονται καί νεώτεροι (όσιος Σεραφείμ
τοΰ Σάρωφ). Προσοχή. ’Άλλο αύτομεμψία, ή οποία είναι έσωκάρδιος κυρίως εργασία,
καί άλλο ταπεινολογία, ή όποια όπως λέγει ό όσιος Βαρσανούφιος, προκαλεΐ
κενοδοξίαν.
Ό άγιος Ζωσιμάς, προς
άπόδειξιν τής χάριτος καί δυνάμεως την όποιαν έχει ή αύτομεμψία (να θεωρή τις
έαυτόν ύπεύθυνον εις όλα) είπεν ότι «άδελφός τις μονάζων παρά τον Ίορδάνην τοΰ
διηγήθη τα έξής: Είχα κάποτε ένα καλόν διάκονον, ό όποίος με ύποπτεύθηκε διά κάποιον παράπτωμα. Τον
διεβεβαίωσα, ότι δεν είχα πράξει αύτό. Άλλ’ εκείνος έπέμενε. Τότε είπα εις τον
έαυτόν μου. Λησμονείς ότι έχεις πράξει τόσα άλλα; Παραδόξου λοιπόν, ότι καί
αύτό τό έπραξες καί τό έλησμόνησες. Με αύτάς τάς σκέψεις έπήγα εις τό κελλί τοΰ
διακόνου νά τοΰ βάλω μετάνοιαν. Άλλα μόλις άνοιξε, έπεσεν έκεϊνος εις τά πόδια
μου «λέγων μου συγχώρησόν μοι, ύπό δαιμόνων έχλευάσθην, εν άληθεία γάρ
έπληροφόρησέ με ό Θεός, ότι ούδεμίαν σχέσιν έχεις με τό σφάλμα έκεΐνο». Καί
προσθέτει ό άγιος Ζωσιμάς «όράς τί δύναται ή ταπείνωσις, ήτοι τό έαυτόν
μέμφεσθαι; εις ποιους βαθμούς προκοπής άνάγει τον ταύτην κατέχοντα»;
Ό περίφημος διά την
σύνεσίν του άββάς Μάρκος έρωτηθείς είπεν, ότι οί πνευματικοί άνθρωποι «καί άδικούμενοι
έαυτούς καταμέμφονται» φρονοΰντες «ότι εκ παλαιάς αύτών αιτίας αί θλίψεις
άναφύονται», όδηγοΰσαι αύτούς εις μετάνοιαν. Συγχωρούν λοιπόν τούς άδικήσαντας,
ινα «μη διά τής άνταποδόσεως άσυγχώρητα ποιήσωσι τά έαυτών κακά».
Έκπληξιν προκαλεΐ ή
ταπείνωσις καί αύτομεμψία των βιβλικών άνδρών, οί όποιοι έστηλογράφησαν (ώς έπΐ
μαρμάρινης στήλης) τάς άδυναμίας καί τά σφάλματά των, άναγράψαντες αύτά εις τάς
δέλτους τής 'Αγίας Γραφής, μολονότι ήξευραν ότι θά έκυκλοφόρει αυτή εις δλον τον κόσμον καί
εις δλους τούς αιώνας. «Ούτως ούδέν κρύπτουσιν τών δοκούντων είναι
επονείδιστων» (ιερός Χρυσόστομος). Οί φοβούμενοι τον έξευτελισμόν ας άκούσουν
τί τό χρυσοϋν στόμα τής Εκκλησίας λέγει· «Τί δέδοικας (= τί φοβείσαι) μη άπό
τού ταπεινωθήναι έλαττωθής; Τότε ύψηλότερος έση, τότε μέγας, τότε λαμπρός, τότε
περιφανής, όταν μη τών πρωτείων έράς». Την αύτομεμψίαν συνιστά καί ό όσιος
Ισαάκ ό Σύρος εις λόγον κα' καί ό άγιος Πέτρος Δαμασκηνός εις λόγον Γ.
'Έτερον
παράδειγμα. Έπρόκειτο νά καρή ό Μωΰσής ό Αίθίοψ. Ό Πατριάρχης ό όποίος έπρόκειτο νά κάμη την κουράν καί έγνώριζε την
ταπείνωσίν του, προς διδασκαλίαν καί άλλων, εΐπεν εις τούς κληρικούς νά τον
διώξουν, όταν θά είσήρχετο. Αύτό καί έγινε. Τού είπαν τί θέλεις έσύ εδώ; φύγε.
Ό Μωϋσής φεύγων ήκούσθη λέγων καλά σοΰ λέγουν σποδόδερμε (ήταν μαύρος), τί
θέλεις έσύ μετά τών ανθρώπων
Είδικαι άκολουθίαι
α) Τά προπύλαια
Προς κατευόδωσιν τοΰ
μεγάλου άγώνος τής ταπεινώσεως, ή ’Εκκλησία έχει είδικάς ακολουθίας, όπως τό
κατανυκτικόν Τριώδιον. Τό άρωμα όμως τής Ταπεινοφροσύνης, τό όποιον αποπνέει
έντονα ολόκληρον τό Τριώδιον, γίνεται σαφώς αισθητόν καί προ τής εισόδου εις
αύτό. Και τά προπύλαια τής μετάνοιας, ήτοι αί Κυριακαί τοΰ Ζακχαίου, τών
Ταλάντων καί τής Χανανίας, δεν είναι άσχετα προς την ταπείνωσιν.
Ό Ζακχαίος έπεθύμησε να
ίδή τον Κύριον. Ηταν όμως κοντός (μικρός τή ηλικία). Τό άνάστημά του ήταν καί
σύμβολον. Έσυμβόλιζε την μικρότητα καί άδυναμίαν τοΰ άνθρώπου γενικώς να
συνάντηση καί ίδή τον Κύριον. ’Εδώ τώρα επεμβαίνει καί σώζει την κατάστασιν ή
ύψοποιός ταπείνωσις, ώς την ονομάζουν οί Πατέρες, σύμφωνα βέβαια με τον λόγον
τοΰ Κυρίου λέγοντος: ό ταπεινών εαυτόν ύψωθήσεται. Ό Ζακχαίος λαμβάνει την
μεγάλην άπόφασιν, ν’ άνεβή εις τό δένδρον, σαν τά μικρά παιδιά. Αύτή ή
ταπείνωσις τον ύπερύψωσε τόσον, ώστε νά φθάση τον "Υψιστον καί νά σταθή
ένώπιος ένωπίω πρόσωπον προς πρόσωπον. ’Από την στιγμήν εκείνην ό Ζακχαίος είχε
γίνει πρόβατον τοΰ Καλοΰ Ποιμένος, ό όποίος «γινώσκει τά ίδια (= ίδικά του) πρόβατα καί
καλεΐ αύτά κατ’ όνομα». Ζακχαίε σπεΰσε, κατέβα, διότι σήμερα πρέπει νά
φιλοξενηθώ εις τό σπίτι σου. ’Αποτέλεσμα: Ή μεγάλη μετάνοια τοΰ Ζακχαίου καί ή
διακήρυξις τής σωτηρίας του άπό τον Χριστόν. Ή σειρά λοιπόν τών γεγονότων
είναι: Ταπείνωσις Μετάνοια Σωτηρία
Ή παραβολή των Ταλάντων.
Οί δύο πρώτοι δούλοι πώς εΐσήλθον εις την χαράν τού Κυρίου των; Διά τής
ύπακοής, ή όποια είναι έφηρμοσμένη ταπείνωσις. ’Εδώ εγείρεται ένα πελώριον
έρώτημα: Ημείς οΐ όποιοι εις ούδεμίαν έκ τών τριών αύτών κατηγοριών άνήκομεν τί
θά γίνωμεν; ’Αφού ό κρύψας τό τάλαντον κατεδικάσθη, ημείς οί όποιοι τό
έσπαταλήσαμεν, πού θά καταλήξωμεν; Μη άπελπιζώμεθα. Μετ’ ολίγον θά δοθή
άπάντησις διά τής παραβολής τού τελώνου καί Φαρισαίου καί μάλιστα τού άσώτου, ό
όποίος έσκόρπισε τό πλούτον τών ψυχικών
χαρισμάτων ζών άσώτως. ’Εδώ τούτο μόνον λέγομεν ότι ό κρύψας τό τάλαντον,
ένόμισεν ότι ήτο εντάξει. Δεν ήσθάνθη
τύψεις καί μεταμέλειαν. Συνεπώς δεν έκαμε χρήσιν τού μεγάλου προνομίου τής
ταπεινώσεως καί μετάνοιας ή όποια σώζει.
Ή Χαναναία καί ό
Εκατόνταρχος παρουσίασαν πίστιν ή όποια προεκάλεσε τον θαυμασμόν καί τό
έγκώμιον τού Κυρίου. Δεν πρέπει όμως νά λησμονούμεν, ότι χωρίς ταπείνωσιν είναι
άδύνατον νά πιστεύση κανείς, όπως ειπεν ό Κύριος (Ίωάν. ε' 44). Καί αύτήν την
ταπείνωσιν εΐχον καθ’ ύπερβολήν οί δύο αύτοί πρωτοπόροι τής έξ έθνών
’Εκκλησίας.
β) Αι πύλαι τής μετάνοιας
Ή μητέρα ’Εκκλησία
κρατούσα άπό τάς χεΐρας τά ύπό τό βάρος τής άμαρτίας πεσόντα τέκνα της,
γονυπετής καί δακρύουσα προ τού θρόνου τής Θείας Χάριτος ικετεύει: «Τής
μετάνοιας άνοιξόν μοι πύλας Ζωοδότα».
Πύλαι τής μετάνοιας είναι
ή συναίσθησις τήςάμαρτωλότητός μας και ή ταπείνωσις. Αύτή οδηγεί εις την μετάνοιαν.
γ)Τοϋ Τελώνου και
Φαρισαίου.
Διελθόντες τα προπύλαια
έφθάσαμεν εις τάς Πύλας. Είναι πολύ σοβαρός ό λόγος ένεκα τοϋ όποιου ή Εκκλησία
εισάγει τα τέκνα της εις τό στάδιον τοΰ Τριωδίου, διά τής παραβολής τοΰ τελώνου
καί Φαρισαίου, ώς διά πυλώνος. Διότι τό Τριώδιον έχει μεν στόχον την μετάνοιαν,
άλλα μετάνοια χωρίς ταπείνωσιν είναι άδύνατος, ώς λέγει καί ό σοφός Νικηφόρος ό
Θεοτόκης. Προηγείται ή συναίσθησις καί ή ταπείνωσις, καί άκολουθεΐ ή μετάνοια,
όπως θά ίδωμεν καί εις τήν παραβολήν τοΰ άσώτου.
'Η Μετάνοια. Εΐπομεν
άνωτέρω, ότι διά τής παραβολής τοΰ
τελώνου καί Φαρισαίου, είσερχόμεθα εις τό στάδιον τής μεγάλης μετάνοιας. Ή
δύναμις καί αξία τής μετάνοιας είχε διακηρυχθή ύπό τοΰ Θεοΰ καί προ Χριστοΰ διά
των προφητών. Ή μετάνοια δε ήτο καί τό πρώτον κήρυγμα τοΰ Χριστοΰ καί των
’Αποστόλων (Μαρκ. ς' 12). Ό μέγας σκοπός των κηρύκων τοΰ Εύαγγελίου καί ή
μεγάλη τάσις τοΰ κηρύγματος τοΰ Εύαγγελίου είναι νά όδηγήση τον λαόν εις
μετάνοιαν, προς άπόκτησιν νέας καρδίας καί νέων τρόπων ζωής.
Μακροχρόνιος παρατήρησις
καί πείρα διδάσκουν, ότι ή μεταβολή τοΰ
άνθρώπου δεν είναι εΰκολον εγχείρημα. Διά τοΰτο παρά τήν πάροδον τής ηλικίας,
παρά τάς μελέτας καί τήν μόρφωσιν, ό άνθρωπος έξακολουθεΐ νά επηρεάζεται από
τάς πρώτας άντιλήψεις καί συνήθειας του. Πρέπει νά γίνη κάποια ήφαιστειακή
έκρηξις εις τά βάθη τής συνειδήσεώς του διά ν’ άλλάξη. Και αύτήν την
άναμόρφωσιν, μόνον ή χάρις τοΰ Θεοϋ ενεργεί έν συνεργασία μετά τής έκ βαθέων
ταπεινώσεως τοΰ άνθρώπου, ή όποια χειραγωγεί αύτόν εις την ειλικρινή μετάνοιαν.
Βεβαίως «φύσιν πονηράν μεταβαλεΐν ού ράδιον», άλλ’ όχι καί αδύνατον. Τά άδύνατα
παρά άνθρώποις δυνατά παρά τώ Θεω. Πρέπει όμως νά συναισθανθή την άδυναμία του
ό άνθρωπος, διά νά έπέμβη ή παντοδυναμία τοΰ Θεού.
Τό κεφάλαιον ια' τοΰ
Ματθαίου περιέχει τον δριμύν έλεγχον τοΰ Κυρίου διά την άμετανοησίαν τής γενεάς
εκείνης, προς την οποίαν έκήρυξαν άφ’ ενός μεν ό μέγιστος άνθρωπος καί προφήτης
μέχρι τής εποχής εκείνης ’Ιωάννης ό Βαπτιστής, άφ’ ετέρου δε ό άσύγκριτος
Διδάσκαλος τοΰ κόσμου Κύριος Ίησοΰς. Διά τοΰ εκτεταμένου αύτοΰ κηρύγματος, ό
Κύριος άποκαλύπτει καί την αιτίαν τής άπιστίας καί άμετανοησίας τής γενεάς
εκείνης. Την άποκάλυψιν κάμνει διά τής ευχαριστίας, την όποιαν άπευθύνει προς
τον Θεόν καί Πατέρα λέγων. «Σε εύχαριστώ Πάτερ, διότι άπέκρυψας τάς μυστηριώδεις
αλήθειας τής πίστεως άπό τούς θεωροΰντας έαυτούς σοφούς, καί άπεκάλυψας εις
τούς θεωρουμένους «νηπίους», ήτοι ταπεινούς. Κατακλείει δε τό κήρυγμα αύτό, διά
τοΰ «μάθετε άπ’ έμοΰ, ότι πράος είμί καί ταπεινός τή καρδία». Αιτία λοιπόν τής
άμετανοησίας ή ύπερηφάνεια.
δ)Τοΰ ’Ασώτου.
Μοναδική, αύθεντική καί
απαράμιλλος είναι καί θά παραμείνη εις όλους τούς αιώνας ή περιγραφή τής
μετάνοιας την όποιαν έκαμεν ό Κύριος διά τής παραβολής τοΰ άσώτου. Μόνον Αύτός
ό όποίος έδίδασκε με εξουσίαν και κΰρος
ώς νομοθέτης καί κριτής καί αύθεντικός γνώστης τής άληθείας ήτο δυνατόν νά εΐπη
αύτά.
Ή παραβολή τοΰ άσωτου
έχει πολύ εύρυτέραν έννοιαν, όπως λέγουν παλαιοί καί νεώτεροι έρμηνευταί. Δεν
περιγράφει τήν επιστροφήν ατόμων μόνον, άλλα καί ολοκλήρων λαών. Ό άσωτος
είκονίζει τούς εθνικούς τούς έκπεσόντας εις τήν εϊδωλολατρείαν, άλλ’ ύστερον
πιστεύσαντας εις Χριστόν καί έπιστρέψαντας είς τον άληθινόν Θεόν. Ό δε
πρεσβύτερος υιός είκονίζει τούς άλαζόνας Φαρισαίους. Οί λόγοι τού πρεσβυτέρου
άναφέρονται προς διδασκαλίαν έκείνων οί όποιοι διά τής χάριτος τοΰ Θεού
διεφυλάχθησαν άπό σοβαρά άμαρτήματα καί έτηρήθησαν είς τήν οδόν τής σωφροσύνης
καί άρετής. Διδάσκονται ότι ύπόκεινται καί αύτοί είς άμαρτίας, αί όποϊαι δεν
είναι όμοιαι προς τάς σκανδαλώδεις άμαρτίας τοΰ άσώτου υίοΰ, είναι όμως ίκαναί
νά άποκλείσουν αύτούς τοΰ πατρικοΰ οίκου. Πάντες λοιπόν έχομεν άνάγκην τής
μεγάλης μετάνοιας καί ταπεινώσεως τοΰ άσώτου.
ε)Τής Κρίσεως.
Ή τρίτη Κυριακή τοΰ
Τριωδίου είναι άφιερωμένη είς τήν δευτέραν Παρουσίαν καί τήν παγκόσμιον Κρίσιν.
Ποιος ήκουσε τό Εύαγγέλιον αύτό καί δεν έφοβήθη; ό άγιος Έφραίμ ό Σΰρος έκλαιεν
είς όλην του τήν ζωήν άναλογιζόμενος τήν φοβεράν ήμέραν τής Κρίσεως. Οί δε
λόγοι του περί τής δευτέρας Παρουσίας είναι συγκλονιστικοί Τί λέγομεν; Άφοΰ καί
αύταί άκόμη αί πανίσχυροι ούράνιαι δυνάμεις των ’Αγγέλων σαλευθήσονται = θά
σαλευθοΰν καί θά μετακινηθούν με θεΐαν συγκίνησιν δι’ όσα θά συμβαίνουν κατά την δευτέραν Παρουσίαν. Θά
καταπλαγοΰν βλέπουσαι την οικουμένην ολόκληρον νά όδηγήται εις τό φοβερόν
κριτήριον.
Εις τό Εύαγγέλιον τής
Κρίσεως ύπογραμμίζονται έντονα τά δύο βασικά στοιχεία τοΰ χριστιανικού
χαρακτήρος· ή ταπείνωσις καί ή άγάπη. Προτάσσεται δε ή ταπείνωσις (πρόβατα),
διότι αύτή οδηγεί εις την ύπακοήν προς τον νόμον τοΰ Θεού, κεφαλαιώδες άρθρον
τοΰ όποιου είναι ή Άγάπη. Ή άπειθαρχία προς αύτόν «ερίφια» μαρτυρεί
επαναστατικήν έωσφορικήν διάθεσιν. Είναι δε αϋτη ή κατάστασις, όχι άπλοΰν
πταίσμα ή πλημμέλημα, έφ’ άπαξ ή έκ συναρπαγής διαπραχθέν, άλλά έγκλημα «κατ’
έξακολούθησιν» ώς θά τό έχαρακτήριζε τό σύγχρονον Ποινικόν Δίκαιον. Διό καί
μνημονεύεται είδικώς εις τήν άνέκκλητον άπόφασιν τοΰ ύπερτάτου Κριτοΰ, μολονότι
δεν θά είναι τό μόνον έγκλημά των. Άλλ’ έν τώ μείζονι περιέχεται τό έλασσον.
'Ότι δε ολόκληρος ό Εύαγγελικός νόμος θά είναι ό κώδιξ έπί τή βάσει τοΰ όποιου
θά κριθή ό κόσμος λέγει καί ό άπόστολος Παΰλος, (Ρωμ. 6' 10).
Ή ταπείνωσις των δικαίων
καταφαίνεται καί άπό τήν άπάντησίν των προς τήν διαβεβαίωσιν τοΰ Σωτήρος, ότι
τον εύεργέτησαν. Θέ έρωτήσουν:
— Ποΰ; Πότε Κύριε;
— "Οταν εύεργετήσατε τούς άδελφούς μου.
— Άδελφούς σου;
— Ναί. «Διά γάρ τούτο άδελφοί (είναι άδελφοί μου), έπειδή
ταπεινοί, επειδή πτωχοί, επειδή άπερριμένοι (= άσημοι) καί περιφρονημένοι»
('Ιερός Χρυσόστομος). Αύτά άναδεικνύουν τον άνθρωπον συγγενή και άδελφόν τοΰ
Χριστού.
Τό πνεύμα τής ταπεινώσεως
προβάλλει έντονα ή Εκκλησία και κατά τό προ τής Κυριακής τής Κρίσεως Σάββατον,
δτε μνήμην έπιτελούμεν πάντων τών κεκοιμημένων πατέρων καί αδελφών ήμών. Μάς
ύπενθυμίζει τό φοβερόν μυστήριον τού θανάτου, εις τό όποιον είσήλθον
άναρίθμητοι μυριάδες άνθρώπων καί εις τα πρόθυρα τού όποιου εύρισκόμεθα τώρα
καί ημείς. ’Ανακαλεί εις την μνήμην μας την αιτίαν, εκ τής όποιας είσήλθεν εις
την ζωήν ό θάνατος καί ουτω μάς διεγείρει εις ταπείνωσιν καί μετάνοιαν.
Παραλλήλως δε μάς παρηγορεΐ είς τον θρήνον μας καί γλυκαίνει τον πόνον μας, με
την ελπίδα τής κοινής άναστάσεως, τήν όποιαν επέτυχε διά λογαριασμόν μας ό
Νικητής τού θανάτου, διά τής ιδικής Του ταπεινώσεως καί μέχρι θανάτου ύπακοής
Του.
Καί ή Κυριακή τής
Τυροφάγου είναι διαποτισμένη άπό τον πνεύμα τής ταπεινώσεως. Τό άποστολικόν
άνάγνωσμα καταδικάζει αύστηρά τήν κατάκρισιν, ή όποια πηγάζει άπό τήν
υπερηφάνειαν. Έντονωτάτη είναι ή έρώτησις του άποστόλου Παύλου «συ δε τις εί (=
ποιος είσαι) ό κρίνων άλλότριον οίκέτην (= δούλον);» ’Όχι μόνον ό άγιος καί
σταθερός, άλλά καί αύτός ό όποίος έξ
άδυναμίας πεφτοσηκώνεται, άλλά δεν διακόπτει τον σύνδεσμόν του μετά τού Κυρίου
του, είναι δούλος Αύτού, ό όποίος τελικώς θά στερεωθή. Έπαφίεται είς τον
άναγνώστην μας νά έμβαθύνη είς τήν έννοιαν τής λέξεως δούλος Θεού..Τούτο μόνον
λέγομεν ότι έξ αύτής έξαρτάται τό τόσον
κατηγορηματικόν σταθήσεται (Ρωμ. ιδ' 4). Έξ άλλου τό νά κατά δικάζης ξένον
δοΰλον, διά πράξιν ένδιαφέρουσαν τον Κύριόν του, συνιστά τό αδίκημα τής
άντιποιήσεως εξουσίας και θρασεΐαν υφαρπαγήν ξένης άρμοδιότητος, εν προκειμένω
δε τής δικαστικής εξουσίας τοϋ Θεού, έπισύρουσαν βαρεΐαν ποινήν κατά τού
άρπαγος. Δυστυχώς δεν είναι ολίγοι οί προπετεΐς οί αύτοχειροτονούμενοι εις
αύστηρούς κριτάς «των άσθενούντων τή πίστει χριστιανών», μολονότι ούδεμία
άνωθεν εξουσία καί άρμοδιότης έχει έκχωρηθή είς αυτούς.
Καί ή έπόμενη Κυριακή τής
’Ορθοδοξίας καί ή μεθεπομένη ή αφιερωμένη είς τον μεγάλον άγωνιστήν Γρηγόριον
Παλαμάν τΐ είναι; Έόρτιος άνάμνησις τού θριάμβου τής ’Αλήθειας κατά τής πλάνης
καί τής αίρέσεως, πού είναι δηλητηριώδη γεννήματα τής ύπερηφανείας. «Τά δόγματα
ταϋτα τά πονηρά ούδέν έτερόν έστιν άλλ’ ή κενοδοξίας έκγονα» ('Ιερός
Χρυσόστομος).
Αί ίεραί άκολουθίαι τής
κατανυκτικής αύτής περιόδου καταλήγουν είς τό δράμα τής Μεγάλης Παρασκευής, δτε
άκούεται «ό λόγος ό τού Σταυρού» (Α' Κορ. α' 18), ό όποίος άποτελεΐ τό δυνατώτερον κήρυγμα περί
ταπεινώσεως, τό όποιον έξήλθεν άπό τήν γραφίδα τού άποστόλου Παύλου.
Εισαγωγή
κειμένων και αναρτήσεων σε πρώτη
αποκλειστική δημοσίευση στό Ορθόδοξο
Διαδίκτυο από το Βιβλίο :
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ
ΘΕΜΑΤΑ
Η ΤΑΠΕΙΝΩΣΙΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑΝ ΓΡΑΦΗΝ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Η
ηλεκτρονική επεξεργασία αναρτήσων κειμένων, τίτλων και εικόνων έγινε από τον N.B.B
Επιτρέπεται
η χρήση, διάθεση και αναπαραγωγή κειμένων σε Ορθόδοξα Ιστολόγια, αρκεί να
διατηρείται το αρχικό νόημα ,χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για
μη εμπορικούς σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :
©
ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου