Η Ιερά Μονή Ξενοφώντος χτισμένη στη δυτική παράλια όχθη της χερσονήσου κείται μεταξύ των Ιερών Μονών Δοχειαρίου και Αγίου Παντελεήμονος. Η ιστορία της μονής είναι μακραίωνη και ανάγεται πίσω στον 10ο και 11ο αιώνα, εποχή που ιδρύθηκε και η Μεγίστη Λαύρα. Κτίτορας της μονής είναι ο άγιος Ξενοφών, ο οποίος διετέλεσε και ηγούμενός της.
Παρασκευή 5 Αυγούστου 2016
10. Ιερά Μονή Ξενοφώντος
Η Ιερά Μονή Ξενοφώντος χτισμένη στη δυτική παράλια όχθη της χερσονήσου κείται μεταξύ των Ιερών Μονών Δοχειαρίου και Αγίου Παντελεήμονος. Η ιστορία της μονής είναι μακραίωνη και ανάγεται πίσω στον 10ο και 11ο αιώνα, εποχή που ιδρύθηκε και η Μεγίστη Λαύρα. Κτίτορας της μονής είναι ο άγιος Ξενοφών, ο οποίος διετέλεσε και ηγούμενός της.
Οι περιπέτειες δεν έλειψαν από τη ζωή της
μονής ήδη από τον καιρό της σύστασής της. Ένα τέτοιο περιστατικό αποτελεί και η
διένεξη που δημιουργήθηκε στο τέλος του 11ου αιώνα με τον κατά κόσμο ευνούχο Στέφανο
‐και μετέπειτα μοναχό Συμεών‐,
δρουγγάριο του αυτοκράτορα Νικηφόρου Βοτανειάτη. Αρχικά, αν και η είσοδος του
Στεφάνου στην τάξη των μοναχών ευνόησε τη μονή με την παροχή χρημάτων που είχαν
ως αποτέλεσμα
την ανέγερση κτηριακών εγκαταστάσεων, μετέπειτα
η πορεία του ως ηγουμένου της μονής τον έφερε σε σύγκρουση με την πλειονότητα
των μοναχών, με συνέπεια την απομάκρυνσή του από το μοναστήρι. Η προσφυγή του
Συμεών στον αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό κατέληξε στην με αυτοκρατορική εντολή
επαναφορά του.
Εκτός από τα επεισόδια με εσωτερικό χαρακτήρα,
υπάρχουν και εκείνα που έχουν εξωτερικές αιτίες. Ως παράλια μονή, η Ξενοφώντος,
έγινε πολλές φορές στόχος πειρατικών επιδρομών. Το 13ο αιώνα μάλιστα καταστράφηκε
από Λατίνους πειρατές. Στο Γ΄ Τυπικό κατέχει την όγδοη θέση, ενώ σήμερα η
ιεραρχική θέση της μονής είναι η δεκάτη έκτη. Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας
υποστηρίχθηκε είτε από εύπορους πιστούς βλάχικης καταγωγής είτε από τις προσόδους
που έρχονταν από τη σκήτη «Ρόμβας» και δύο χωριά που της είχαν δωρηθεί από Ρουμάνους
ηγεμόνες.
Κατά τον 16ο αιώνα η πλειονότητα των μοναχών
ήταν Σλάβοι. Τον 17ο αιώνα βρέθηκε να χρωστά υπέρογκα ποσά σε ένα συνδικάτο
Εβραίων τοκογλύφων με αποτέλεσμα την οικονομική της εξαθλίωση μέσα σε μια γενικότερη
ατμόσφαιρα παρακμής που παρατηρείται την εποχή αυτή στον Άθω. Το 18ο αιώνα
ανασυγκροτείται, με πρώτο της μέλημα την επιστροφή στο κοινοβιακό σύστημα το
1784. Ο ηγούμενος Παΐσιος ο Λέσβιος με
τη δραστηριότητά του προσέθεσε νέα κτίρια και ξαναζωντάνεψε τη μονή. Τότε άρχισεκαι η ανέγερση του νέου μεγάλου Καθολικού
στα βόρεια του μοναστηριού, το οποίο και τελείωσε μετά την έναρξη της επανάστασης
του 1821.
Στη νότια πλευρά της μονής είναι το παλαιό
Καθολικό διακοσμημένο με παλαιοχριστιανικά σύμβολα, η κατασκευή του οποίου πάει
πίσω στον 11ο αιώνα αν και πέρασε διαδοχικές φάσεις από προσθήκες (κοσμείται με
ξύλινο τέμπλο του 17ου αιώνα, ενώ οι τοιχογραφίες του έχουν επιζωγραφηθεί). Το
1864 χτίστηκε το κωδωνοστάσιο και το
1901 τοποθετήθηκε η φιάλη του αγιασμού.
Η μονή αριθμεί περί τα 600 χειρόγραφα και
περί τις 7,000 έντυπα βιβλία. Αξιόλογα έργα τέχνης είναι δύο εικόνες του 14ου
αιώνα, οι άγιοι Γεώργιος και Δημήτριος, και η γνωστή θαυματουργή εικόνα της
Παναγίας της Οδηγήτριας. Στα κειμήλια του μοναστηριού περιλαμβάνονται μέρος του
Τιμίου Ξύλου, πολύτιμες λειψανοθήκες με λείψανα αγίων, εκκλησιαστικά σκεύη και άμφια.
Η μονή διαθέτει 11 παρεκκλήσια, 6 εξωκκλήσια και έχει ως εξαρτήματα τη σκήτη
του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου με 22 Καλύβες, που δυστυχώς παρακμάζει λόγω
λειψανδρίας. Η μονή έχει περί τους τριάντα φιλόπονους μοναχούς.
Η Ιερά Μονή Γρηγορίου είναι παράλια και
προσιτή με το καΐκι που μεταφέρει τους επισκέπτες από το λιμάνι της χερσονήσου,
τη Δάφνη. Ιδρύθηκε τον 14ο αιώνα από τον όσιο ασκητή Γρηγόριο, και είναι σύγχρονη
των Ιερών Μονών Διονυσίου και Παντοκράτορος. Πολλές πληροφορίες γύρω από το πρόσωπο
του κτίτορα της μονής δεν υπάρχουν και απλώς γνωρίζουμε ότι πρόκειται για μαθητή
του οσίου Γρηγορίου του Σιναΐτη. Σʹ αυτό βέβαια συνέβαλαν και οι πυρκαγιές του
1500 και 1762 που κατέστρεψαν το αρχείο της μονής. Πριν τις πυρκαγιές ωστόσο
προηγήθηκαν σε καταστροφική μανία οι πειρατές. Η καταστροφή του 1500 ξεπεράστηκε
και η μονή ανασυγκροτήθηκε με τη συνδρομή
ομόδοξων ηγεμόνων και πρωταγωνιστή τον Ιωάννη
Στέφανο το Μέγα, ηγεμόνα της
Μολδαβίας, γιʹ αυτό και θεωρείται δεύτερος
κτίτορας της μονής.
Τα αποτελέσματα της πυρκαγιάς του 1762
ξεπεράστηκαν με τη δράση της ηγετικής φυσιογνωμίας του Γέροντος Ιωακείμ. Αυτός
πέτυχε να συγκεντρώσει χρήματα, που με τη βοήθειά τους όχι μόνο ανασυγκρότησε
τη μονή, αλλά βοήθησε και στην εξαγορά και απελευθέρωση ομήρων. Μετά την παραίτησή
του η μονή επανέρχεται στο ιδιόρρυθμο σύστημα. Η συνακόλουθη φτώχεια που πέρασε
η μονή κατά τα χρόνια της Επανάστασης την έφερε στο σημείο να ζητήσει από τη
Μεγίστη Λαύρα να γίνει εξάρτημά της, χωρίς ωστόσο να γνωρίζουμε και την έκβαση
αυτής της αίτησης.
Το 1840 ξανασυστήνεται σε κοινόβιο. Το
1859 ηγούμενος της μονής ορίζεται ο Συμεών και στα 46 χρόνια της ηγουμενίας του
εξόφλησε τα χρέη της μονής που ανέρχονταν στα
170,000 γρόσια και υποστήριξε την ανέγερση
νέων κτιρίων. Το νέο Καθολικό της Γρηγορίου κτίστηκε το 1770 και τοιχογραφήθηκε
το 1779. Τότε τοποθετήθηκε και το ξυλόγλυπτο τέμπλο του. Το 1840 οικοδομήθηκε ο
δεύτερος νάρθηκας και το 1851 το παρεκκλήσι του αγίου Γεωργίου. Το Καθολικό είναι
αφιερωμένο στον άγιο Νικόλαο.
Τα χειρόγραφα της μονής είναι περίπου 297,
από τα οποία 11 είναι περγαμηνά, και τα έντυπα φτάνουν τις 6,000. Στους θησαυρούς
της μονής εντάσσονται ένα μικρό τμήμα του Τιμίου Σταυρού, λείψανα αγίων,
εκκλησιαστικά σκεύη και άμφια. Από τις γνωστές θαυματουργές εικόνες η μονή κατέχει
την Παναγία την «Παλαιολογίνα». Έχει 7 παρεκκλήσια και 6 εξωκκλήσια ενώ στα
εξαρτήματά της εντάσσονται 3 Καθίσματα και 6 Κελλιά. Από το 1574 κατέχει τη δέκατη
έβδομη θέση μεταξύ των μοναστικών καθιδρυμάτων. Η αδελφότητα αποτελείται από 70
περίπου καλλιεργημένους μοναχούς.
Η Ιερά Μονή Εσφιγμένου κείται στην
ανατολική όχθη της χερσονήσου, κοντά στη μονή Χελανδαρίου, ενώ τα προσθαλάσσια
θεμέλια της μονής βρέχονται από τα νερά του Στρυμονικού κόλπου. Στη γύρω περιοχή
ερείπια και απομεινάρια άλλων εποχών, που φτάνουν από τα ρωμαϊκά χρόνια ως τους
πρώτους ερημίτες που κατοίκησαν τον Άθω μαρτυρούν για τη μεγάλη ιστορική πορεία
που έζησε ο τόπος.
Η ίδρυση της μονής ανάγεται στον 10ο και
11ο αιώνα, εποχή που η αίσθηση της ασφάλειας από ξένους επιδρομείς δικαιολογεί
την τόσο κοντά στην θάλασσα ανέγερση της μονής. Ως Εσφιγμένου αναφέρεται για πρώτη
φορά στο Β΄ Τυπικό, το 1045. Το μοναστήρι κατά καιρούς έπληξαν τόσο πειρατικές
επιδρομές όσο και πυρκαγιές. Χαρακτηριστικά αναφέρεται σε χειρόγραφο της μονής ότι
η Εσφιγμένου υπέστη τρεις φορές ερήμωση, το
873, το 1047, και το 1534. Η τελευταία
θεωρείται και η χειρότερη. Προηγήθηκε, ωστόσο, και η πυρκαγιά του 1491.
Όμως, όπως δεν έλειψαν οι άσχημες στιγμές
από τη ζωή του μοναστηριού έτσι δεν έλειψαν και οι καλές στιγμές. Οι Βυζαντινοί
αυτοκράτορες φαίνεται πως έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς αυτοκρατορικά
χρυσόβουλλα επικυρώνουν κτήσεις του μοναστηριού στον Πρόβλακα, Σκουταρά, Κρόσουβο,
τα Βραστά, τη Θεσσαλονίκη και την ΚΠολη. Στην Εσφιγμένου εγκαταβίωσαν προσωπικότητες
μεγάλου πνευματικού κύρους, όπως ο άγιος Αθανάσιος πατριάρχης Κπόλεως το 1310,
και ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης το 1335.
Τον 17ο αιώνα μέσα στη γενικότερη παρακμή
η μονή πέφτει σε δυσμενή οικονομική κατάσταση. Ο 18ος αιώνας είναι η εποχή που
το μοναστήρι αρχίζει να ανασυγκροτείται με τις προσπάθειες του μητροπολίτου
Μελενίκου Γρηγόριου, που ως κύριο στόχο του έχει την εξόφληση των χρεών της μονής.
Μεταπτώσεις μικρότερης κλίμακας συνεχίζονται στη ζωή του μοναστηριού, ενώ στις
αρχές του 19ου αιώνα ο Θεοδώρητος ο Λαυριώτης θέτει τα θεμέλια της σωστής
κοινοβιακής λειτουργίας της μονής, και παράλληλα θέτει τα θεμέλια του καινούργιου
Καθολικού (1808) και ανυψώνει νέα κτίρια. Επί ηγουμενίας του Θεοδωρήτου εγείρεται
και η τράπεζα της μονής.
Την περίοδο 1821‐1832
η Εσφιγμένου καταλήφθηκε από τουρκικό στράτευμα και μετατράπηκε σε στρατώνα.
Την αναδιοργάνωση της μονής αναλαμβάνει ο Αγαθάγγελος Αγιαννανίτης για ένα μεγάλο
διάστημα από το 1832 έως το 1871. Εκείνη την περίοδο ορθώθηκαν όλα τα
μεγαλοπρεπή κτίρια της μονής, όπως το κωδωνοστάσιο, τα παρεκκλήσια, ο εξωνάρθηκας
του Καθολικού και ο μεσημβρινός πυλώνας. Τα χρόνια που ακολουθούν οδηγούν τη
μονή σε ένα χρέος 4,000 τουρκικών λιρών στις αρχές του 20ου αιώνα. Η μονή καταφέρνει
να ανταπεξέλθει στο χρέος χωρίς να υποκύψει σε δελεαστικές προτάσεις Ρώσων.
Ο ναός της μονής είναι αφιερωμένος στην Ανάληψη
του Κυρίου, ενώ παράλληλα η μονή διαθέτει 8 παρεκκλήσια και 7 εξωκκλήσια. Επίσης,
εφέστια εικόνα της μονής είναι της Θεοτόκου της Ελεούσης. Ανάμεσα στα κειμήλια
της μονής περιλαμβάνονται λείψανα αγίων, ο λεγόμενος σταυρός της Πουλχερίας και
ένα μεγάλο κομμάτι από τη σκηνή του Μεγάλου Ναπολέοντα, που χρησιμοποιείται σαν
παραπέτασμα στην πύλη του Καθολικού κατά την πανήγυρη. Η βιβλιοθήκη της περιέχει
372 χειρόγραφα και πάνω από 8,000 έντυπα. Η μονή κατέχει τη 18η θέση στην
ιεραρχία των μονών. Η Εσφιγμένου από το 1974 έχει αποσύρει από την Ιερά Κοινότητα
τον αντιπρόσωπό της και δεν συμμετέχει στις Συνάξεις της. Σήμερα αριθμεί περί
τους 60 μοναχούς.
Η Ιερά Μονή του Αγίου Παντελεήμονος, η και
Ρωσικό επιλεγομένη, βρίσκεται στα νοτιοδυτικά της χερσονήσου του Άθω, λίγο πριν
το λιμάνι της Δάφνης. Η σημερινή όψη της μονής, με εγκατελειμμένα πολυώροφα και
μεγαλοπρεπή κτίρια, μαρτυρεί για το πλούσιο και πληθωρικό παρελθόν της. Η ιστορία
του μοναστηριού έχει τις απαρχές της περί το 10ο αιώνα στη μονή Υπεραγίας Θεοτόκου
του Ξυλουργού (ταυτίζεται με τη σκήτη Βογορόδιτσα), η αδελφότητα της οποίας στα
μέσα του 12ου αιώνα μεταφέρεται στη μονή Θεσσαλονικέως που ήταν αφιερωμένη στον
άγιο Παντελεήμονα. Σʹ αυτή την τοποθεσία η αδελφότητα θα παραμείνει επτά αιώνες,
έως το 1765.
Γεγονότα σημαντικά και σπουδαίες προσωπικότητες
πέρασαν από τη μονή στο διάβα της ιστορίας. Περί το 1193 στη μονή εκάρη μοναχός
ο άγιος Σάββας, αρχιεπίσκοπος των Σέρβων. Το 1307 καταλανικές συμμορίες πυρπόλησαν
τη μονή, όμως λίγο αργότερα η εύνοια του Στέφανου Δουσάν βοήθησε στην ανασυγκρώτησή
της. Στη ζωή του μοναστηριού κατόρθωσε να συνυπάρχει αρμονικά τόσο το ρωσικό όσο
και το ελληνικό στοιχείο. Ευεργέτες της μονής αναδείχθηκαν Βυζαντινοί αυτοκράτορες,
Σέρβοι ηγεμόνες, πλούσιοι Ρουμάνοι και τσάροι της Ρωσίας.
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας το Ρωσικό
δοκιμάστηκε σκληρά, αφού γνωρίζουμε και περιόδους που η μονή έμμεινε παντελώς έρημη.
Έτσι στα μέσα του 17ου αιώνα η Ιερά Κοινότητα θα την περιλάβει στα υπό κηδεμονία
μοναστήρια. Το 18ο αιώνα οι ρωσοτουρκικοί πόλεμοι επέφεραν μείωση στον αριθμό
των Ρώσων μοναχών, και κυριαρχείται κατά βάση από Έλληνες, Βουλγάρους και Σέρβους
μοναχούς.
Το Ρωσικό κατορθώνει να ανασυγκροτηθεί και
να ζωντανέψει με τις πλουσιοπάροχες δωρεές της Φαναριώτικης οικογένειας των
Καλλιμάχηδων, ιδιαίτερα με την επέμβαση του ηγεμόνα της Μολδαβίας Ιωάννη Καλλιμάχη
(18ος αιώνας) και του Σκαρλάτου Καλλιμάχη (18ος‐19ος αιώνας).
Εντωμεταξύ, από το 1760 η αδελφότητα από τη μονή Θεσσαλονικέως μεταφέρθηκε και
εγκαταστάθηκε στο μονύδριο της Αναστάσεως. Τότε η μονή Θεσσαλονικέως παίρνει
την ονομασία Παλαιομονάστηρο και γίνεται εξάρτημα της κυρίαρχης μονής του
Ρωσικού.
Μετά την αποχώρηση των Τούρκων η μονή
συνεχίζει την πορεία ανασυγκρότησής της με ηγούμενο τον από Δράμας Γεράσιμο, άνδρα
που ξεχώριζε για την αρετή του. Το 1835 επί ηγουμενίας του καταφθάνουν οι πρώτοι
Ρώσοι μετά από πολύκαιρη απουσία τους. Η σταδιακή μαζική είσοδος Ρώσων στο
μοναστήρι προκάλεσε σιγά σιγά ανισορροπία στις αριθμητικές αναλογίες Ελλήνων
και Ρώσων με συνακόλουθες εντάσεις. Οι ρωσικής εθνικότητας μοναχοί το 1895 έφτασαν
τους χίλιους ενώ μέχρι το 1913 ήταν σε αύξουσα πορεία. Η ταραχή με την αίρεση
των ονοματολατρών που αναπτύχθηκε στη μονή, έφερε πολλούς στην εξορία και ανέκοψε
τελειωτικά η επανάσταση του 1917 τη συνεχόμενη προσέλκυση Ρώσων μοναχών.
Από τις κτηριακές εγκαταστάσεις της μονής
το Καθολικό είναι αφιερωμένο στον άγιο Παντελεήμονα και ανεγέρθηκε στις αρχές
του 19ου αιώνα. Πασίγνωστες είναι οι καμπάνες του μοναστηριού που συνολικά
ξεπερνούν σε βάρος τους είκοσι τόννους με τη μεγαλύτερη σε βάρος καμπάνα του Αγίου
Όρους, που ζυγίζει δεκατρείς τόννους και έχει διάμετρο 2,70 μέτρα. Στα κειμήλια
της μονής περιλαμβάνονται πολλά αξιόλογα εκκλησιαστικά σκεύη
και άμφια. Η τελευταία πυρκαγιά το 1968
κατέστρεψε τη μισή μονή. Στη βιβλιοθήκη της στεγάζονται περί τα 1,320 χειρόγραφα
από τα οποία τα 600 είναι σλαβικά, και πάνω από
20,000 έντυπα. Η μονή κατείχε μετόχια σε
πολλά σημεία της ρωσικής γης. Στο Άγιον Όρος έχει 5 Κελλιά και στην ιεραρχία
των μονών κατέχει τη δέκατη έννατη θέση. Η μονή διαθέτει 15 παρεκκλήσια και 20 εξωκκλήσια. Σήμερα
έχει περί τους πενήντα νέους
μοναχούς.
Η Ιερά Μονή Κωνσταμονίτου έχει χτιστεί σε
μια από τις γραφικότερες τοποθεσίες του Άθω αγκαλιασμένη από δάσος και σε απόσταση
μισής ώρας από το Σιγγιτικό κόλπο. Παράδοση θέλει ως κτίτορα της μονής τον Μέγα
Κωνσταντίνο ή κάποιο γιο του. Ωστόσο, η ίδρυση της μονής μάλλον σχετίζεται με κάποιο
ασκητή με το όνομα Κασταμονίτη απʹ όπου
προέρχεται και η δεύτερη ονομασία του
μοναστηριού ως Κασταμονίτου. Κάποια κείμενα του 11ου αιώνα αναφέρονται στην
Κασταμονίτου όμως η ιστορία του μοναστηριού διαφαίνεται καθαρά από το 14ο αιώνα
και εξής, εποχή που η μονή υπέστη σημαντικές φθορές και καταστροφές από τις
επιδρομές των Καταλανών πειρατών.
Ανάμεσα στους ευεργέτες της μονής κατατάσσονται
ο ηγεμόνας Γεώργιος Βράγκοβιτς, η πριγκίπισσα της Σερβίας Άννα η φιλανθρωπινή
και ο αρχιστράτηγος της Σερβίας Ράδιτς που το 15ο αιώνα στήριξαν πολλαπλώς τη
μονή. Όμως παρά την οικονομική ενίσχυση η φορολογία των Τούρκων οδήγησε σε δάνεια
από Εβραίους τοκογλύφους που έφεραν τη μονή στα πρόθυρα της διάλυσης. Το 1705 η
παρέμβαση του Γάλλου προξένου Αρμάντ διασώζει τη μονή από πιθανή χρεοκοπία. Το
1717 αποτεφρώθηκε η ανατολική πτέρυγα της μονής. Το 1818 επί ηγουμενίας Χρυσάνθου
άρχισε η ανακαίνηση της Κωνσταμονίτου με παράλληλη υποστήριξη από την κυρά‐Βασιλική,
τη γυναίκα του Αλή Πασά. Στα μέσα του
19ου αιώνα η κακή οικονομική κατάσταση της
μονής την έφερε υπό την κηδεμονία της Ιεράς Κοινότητας. Ο δραστήριος ηγούμενος
Συμεών βοήθησε ώστε να ορθοποδήσει το μοναστήρι και με χρήματα που συγκέντρωσε
οικοδόμησε το Καθολικό περί το 1867 στα ερείπια του παλιού, και ανακαίνισε άλλες
κτηριακές εγκαταστάσεις της Κωνσταμονίτου. Το Καθολικό είναι αφιερωμένο στη μνήμη
του αγίου Στεφάνου του πρωτομάρτυρος.
Η μονή έχει 5 παρεκκλήσια και 4 εξωκκλήσια.
Ανάμεσα στα κειμήλια της μονής βρίσκονται οι θαυματουργές εικόνες του πρωτομάρτυρα
Στεφάνου, έργο του 8ου αιώνα, και δυο θαυματουργές εικόνες της Παναγίας της
Οδηγήτριας και της Αντιφωνήτριας. Ανάμεσα στα άλλα κειμήλια διακρίνονται ένα
τεμάχιο Τιμίου Ξύλου, ένας βυζαντινός επιτάφιος, άμφια και εκκλησιαστικά σκεύη.
Στη βιβλιοθήκη της Κωνσταμονίτου βρίσκονται 110 χειρόγραφα και περί τα 5,000 έντυπα
βιβλία. Η μονή κατέχει την εικοστή θέση στην ιεραρχία των αθωνικών μονών. Σήμερα
έχει περί τους τριάντα φίλεργους μοναχούς.
Οι Καρυές είναι η πρωτεύουσα του Αγίου
Όρους. Στην ιστορία τους υπήρξαν μια ξεχωριστή μορφή μοναστικής κοινότητας. Ο
ηγούμενος της Λαύρας των Καρυών ‐ η επιλεγομένη και
Μέση ‐ κατείχε τον τίτλο του Πρώτου της «Συνάξεως
των Γερόντων».
Στις Καρυές είναι εγκατεστημένη η Ιερά
Κοινότητα του Αγίου Όρους και η Ιερά Επιστασία, καθώς και τα αντιπροσωπεία των
είκοσι μονών. Επίσης υπάρχουν μια σειρά από υπηρεσίες όπως ο Πολιτικός Διοικητής,
η Αστυνομική Διοίκηση, τα ΕΛ.ΤΑ, ο ΟΤΕ και το Κοινοτικό Ιατρείο. Στο χώρο των
Καρυών βρίσκεται και η γνωστή εκκλησιαστική σχολή Αθωνιάδα.
Μια σημαντική όψη της ζωής των Καρυών
αποτελεί η ιστορία της αγοράς και των εργαστηρίων τους. Η αγορά των Καρυών
αποκαλούνταν «το Παρίσι της Χαλκιδικής». Ήδη από τον 10ο αιώνα, οι Καρυές, ήταν
αγορά με σπουδαία κίνηση. Αρκετές φορές αυτή η κίνηση αναστάτωνε τον ιερό τόπο
και το ζήτημα για την επίλυσή του απαιτούσε την παρέμβαση του Οικουμενικού
Πατριαρχείου. Επί τουρκοκρατίας έχουμε μαρτυρίες για τη διακίνηση πολλών αγαθών. Ο 19ος αιώνας θα
μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η χρυσή εποχή ανάπτυξης και διατήρησης καταστημάτων
και χώρων εμπορίας ποικίλων προιόντων τόσο από μοναχούς όσο και από λαικούς. Η
αταξία που επήλθε οδήγησε σε περιοριστικές αποφάσεις της Ιεράς Κοινότητας και
του Πατριαρχείου, που όμως έμμειναν ανεφάρμοστες. Η παραδοσιακή υπαίθρια
εβδομαδιαία αγορά και η ετήσια εμποροπανήγυρη του δεκαπενταυγούστου σταδιακά ξέφτησαν
και έσβησαν.
Οπωσδήποτε, το σημαντικότερο κτίσμα μέσα
στις Καρυές είναι ο ναός του Πρωτάτου ‐ τιμάται στην Κοίμηση
της Θεοτόκου‐, που είναι και ο αρχαιότερος του Αγίου
Όρους. Ο ρυθμός του ναού είναι βασιλική τρίκλητος άνευ τρούλλου με μεταγενέστερη
προσθήκη εγκάρσιου κλίτους. Η αρχιτεκτονική του ιστορία εκτείνεται από τον 10ο
αιώνα έως και τα μέσα του 20ου, που έλαβε χώρα η τελευταία ανακαίνισή του. Πρόσωπα
σαν το μάγιστρο Λέοντα, αδελφό του Νικηφόρου Φωκά, και τον Ιωάννη Ίβηρα ευεργέτησαν
και κόσμησαν με πολλά κειμήλια το Πρωτάτο. Ο ναός του Πρωτάτου,μετά από την
πυρκαγιά του 1290 αγιογραφήθηκε από τον πρωτομάστορα της Μακεδονικής σχολής
Μανουήλ Πανσέληνο
στις αρχές του 14ου αιώνα. Στα χρόνια της
τουρκοκρατίας έγιναν κάποια συμπληρωματικά έργα. Το 1781 ανεγέρθηκε το κωδονοστάσιο
πάνω σε παλαιότερα θεμέλια. Με την πάροδο των χρόνων το κτίσμα άρχισε να εμφανίζει
επικίνδυνες φθορές που υποχρέωναν την ανακαίνισή του. Το έργο αυτό ξεκίνησε το
1955, γεγονός που διέσωσε τις περίφημες τοιχογραφίες του ναού, αλλά δημιούργησε
και κάποια προβλήματα.
Γνωστά στον Ορθόδοξο χώρο κειμήλια που
κοσμούν το Πρωτάτο είναι η εικόνα της
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου