Ό Εύάγριος δημιούργησε τό
ασκητικό καί ώριγενικογνωστικό του έργο στήν εποχή πού λύθηκε όριστικά τό
τριαδολογικό πρόβλημα καί θεμελιωνόταν ή λύση τού χριστολογικοΰ. Ό ίδιος
γνώρισε τά πρόσωπα πού δημιούργησαν τήν θεολογία αύτή, δηλ. τόν Βασίλειο
Καισαρείας καί μάλιστα τόν Γρηγόριο Θεολόγο. Είχε όμως χαρακτήρα ανήσυχο, ήταν
φύση ανέστια, τού έλειψε ή έμπιστοσύνη στήν Παράδοση καί έπιδίωξε τήν διάκρισή
του καί τήν πρωτοτυπία. Τήν τάση του αύτή κατόρθωσε νά Ικανοποιήσει καί νά
μορφοποιήσει μέ τήν βοήθεια τού Ωριγένη καί τού γνωστικισμού.
Καί στήν έρημο τής
Νιτρίας, όπου έζησε αυστηρό ασκητικό βίο γιά δύο έτη, καί στά Κελλία, όπου
εγκαταστάθηκε οριστικά, τό ευρύτερο περιβάλλον του οριζόταν από θεμελιωτές τής
ορθόδοξης ά σκήσεως, όπως οί δύο Μακάριοι, ό ’Αρσένιος κ.ά. Αύτός όμως
προτίμησε στά Κελλία τούς ώριγενιστές Μάκρους αδελφούς καί χαρακτηριστικά
συνέστησε μέ αύτούς την «παρεμβολήν των γνωστικών» (Σωκράτη, Έκκλησ. ιστ. Δ'
23), ομάδα υπερήφανη γιά τήν παιδεία της, τήν μελέτη των έργων τού Ωριγένη, τήν
άλληγορική ερμηνεία των Γραφών καί μάλιστα τήν τέλεια γνώση, πού μέ τό ιδιότυπο
σύστημά του πρόσφερε ό Εύ.
Γιά νά κατανοήσει κανείς
τό έργο, τήν δράση καί τήν επίδραση τού Εύ., πρέπει νά διακρίνει σ’ αύτόν δύο
πρόσωπα: τόν όρθοδοξί ζοντα ασκητικό συγγραφέα καί τόν γνωστικίζοντα ώριγενιστή
μεταφυσικό. Διάκριση γιά τήν όποια ό ίδιος είχε, φρονούμε, συνείδηση. Ποιό άπό
τά δύο πρόσωπα προηγήθηκε δέν γνωρίζουμε. Αογικό είναι νά άρχισε ώς ορθόδοξος
ασκητικός συγγραφέας. ’Αλλά σέ πρώιμο καί χρονολογημένο (380/1) κείμενό του,
στήν Έπιστ. 8, βρίσκουμε καλυμμένα καί σπερματικά τά γνωστικομεταφυσικά σχήματα
των μεταγενέστερων «Γνωστικών κεφαλαίων» του, όπως τίς τρεις «κτίσεις», τήν
θεωρία τής «ένάδος», τήν διάκριση τής διδασκαλίας σέ πρακτική, φυσική καί
θεωρητική, τήν γνώση ώς προϋπόθεση τής θεωρίας τής Τριάδας, καθώς καί τήν
άχαλΐνωτη άλληγορία. Παράλληλα στό κείμενο τούτο παρουσιάζεται ό Εύ. ύπέρμαχος
τής Τρια δολογίας των Καππαδοκών δασκάλων του καί μάλιστα επαναλαμβάνει σχεδόν
κατά λέξη τήν διακήρυξη τού Γρηγορΐου Θεολόγου γιά τήν θεότητα τού άγιου
Πνεύματος (Λόγος 31,10). Επομένως, μολονότι φραστικά διατηρούσε τήν ορθόδοξη
πίστη, πρίν άπό τό 380/1 καί πρίν ακόμα συνδεθεί μέ τούς ώριγενιστές μοναχούς
των Κελλίων είχε αρχίσει νά επεξεργάζεται τό ιδιότυπο σύστημά του, βάσει
κάποιου προτύπου τό όποιο άγνοοΰμε.
Πρώτος καταγραφέας τής
κοινής πείρας των ασκητών
Ό Εύ. τήν μεγάλη του
συγγραφική δράση άρχισε μετά τήν εγκατάστασή του, τό 383, στήν έρημο τής
Νιτρίας. Γρήγορα διαπίστωσε ότι ή καθημερινή πράξη των άσκητών καί προπαντός
όσα σοφά καί συνετά λόγια, συμβουλές, οδηγίες, γνωμικά καί αποφθέγματα γιά τήν
άσκηση καί τόν μοναχικό βίο κυκλοφορούσαν μεταξύ των άβ βάδων καί των μοναχών
τής έρήμου αποτελούσαν θησαυρό καί θαυμάσιο οδηγό γιά τούς πρακτικούς, τούς
άρχάριους δηλ. κοινοβιάτες ή άναχωρητές. Τό πλούσιο καί σκόρπιο αύτό υλικό, πού
είχε ήδη, ένεκα τής φύσεώς του, αναπτυγμένη μορφή σύντομων απόφθεγμα τικών
προτάσεων, συνέλεξέ σέ σειρές κεφαλαίων. Τέτοιες σειρές είναι π.χ. τά 100
πρακτικά κεφάλαια, Πρός τους έν κοινοβίοις, Υποτύπωση, καί Περί προσευχής.
Πολλές φορές, δπως φαίνεται από την ανάλυση των 153 κεφαλαίων Περί προσευχής,
ήνωσε μικρότερες σειρές πού κυκλοφορούσαν ήδη. Μέ τά έργα του αύτά ό Ευ.
αποβαίνει ό πρώτος σημαντικός καταγραφέας κι έτσι εκφραστής τής πρακτικής
πείρας των ασκητών τού πρώτου καί σπουδαιότερου ασκητικού κέντρου τού άρχαΐου
χριστιανισμού.
Εκφραστές ασκητικής
πείρας υπήρξαν καί άλλοι συγγραφείς, όπως ό Μ. 'Αθανάσιος καί ό Μ. Βασίλειος. Ό
πρώτος όμως, στόν Βίο τού Αντωνίου, εκφράξει μόνο τήν πείρα τού ασκητή αύτοΰ. Ό
δεύτερος εκφράζει στά ’Ασκητικά του περισσότερο τόν έαυτό του, δημιουργώντας
τούς κανόνες τού μοναχικού βίου, καί λιγότερο τίς έμπειρίες τρίτων. ’Αντίθετα
στόν Εύ. επικρατεί τό στοιχείο τής συλλογής καί καταγραφής εμπειριών άλλων. ΓΗ
καταγραφή αυτή δέν είναι εξαντλητική τού βάθους. Τά ασκητικά κείμενα τού Εύ.
άρκούν ται κυρίως στήν πρακτική πείρα, δέν φτάνουν στήν περιγραφή καθαυτό
θεοπτικών εμπειριών, όπως συμβαίνει μέ κείμενα άλλων συγγραφέων. Τούτο
οφείλεται στό ότι κατά τό σύστημά του τήν θέση τής θεοπτΐας κατέχει κυρίως ή
γνώση τής άγ. Τριάδας καί ή διάλυση σ’ αύτήν τού χωρίς σώμα καί προσωπική
υπόσταση καθαρού νού. ’Ακόμα, ένεκα τών κακοδοξιών του, ήταν δύσκολο νά έχει ό
ίδιος τό χάρισμα τής θεοπτίας, τήν όποια δέν μπορούσε νά δει καί στούς γνωστούς
του άσκητές, όπως οί Μακάριοι, ό ’Αρσένιος κ.ά. Γι’ αύτό καί μερικές υψηλές
πνευματικές καταστάσεις τίς περιέγραφε μόνο από άκοή χωρίς προσωπικό βίωμα.
Εισηγητής τών «κεφαλαίων»
Ή καταγραφή τής πείρας
τών ασκητών έγινε μέ τήν προσωπική επέμβαση τού Εύ. Ή επέμβαση αφορά στήν
μορφή, στήν σποραδική καί καλυμμένη παράθεση τών γνωστικομεταφυσικών άντιλήψε
ών του καί στήν προσθήκη μεγάλου αριθμού σπουδαίων ψυχολογικών παρατηρήσεων καί
αναλύσεων, τις όποιες είναι άδύνατο νά προσ γράψουμε στούς ήρωες τής ερήμου
άσκητές, πού στήν πλειοψηφία τους άλλωστε ήταν αγράμματοι. Τό κύριο περιεχόμενο
τών άποφθε γματικών προτάσεων, δηλ. τών κεφαλαίων, άνήκει στούς ανώνυμους
μοναχούς. Συχνά μάλιστα συνιστά πείρα καί πρακτική πολλών καί όχι ενός, διότι
αποδεκτό καί άρα άπόφθεγμα γινόταν μόνο ό,τι ήταν δοκιμασμένο καί βιωμένο άπό
πολλούς ή ό,τι λεγόταν άπό στόμα πολύ προοδευμένου ασκητή. Τό γεγονός έχει
τεράστια σημασία, διότι μέ τίς προσθέσεις αύτές: α) τά κεφάλαια τού Εύ.
διασώζουν έν πολ λοΐς γνήσια καί δοκιμασμένη πρακτική ασκητική πράξη· β)
εξασφαλίστηκε ή συνέχεια τής ασκητικής παραδόσεως στις μεταγενέστερες εποχές γ)
ό Εύ. προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στήν Εκκλησία, ή όποια γι’ αύτό τόν διάβασε
μέ τρόπο έμμεσο, καθώς θά δούμε, παρά τήν μεταγενέστερη (τό 543 καί 553)
συνοδική καταδίκη του. Τό γραμματειακό είδος των κεφαλαίων έκτοτε
χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα κι έγινε τό προσφιλέστερο ανάγνωσμα των μοναστικών
κύκλων. Χαρακτηριστικά τους είναι ή άποφθεγματικότητα, ή άντιπροσωπευ τικότητα,
ή συντομία, ή μειωμένη προσωπική συμβολή, ή θεματική αύτονομία κάθε κεφαλαίου, ή
δχι άναγκαία σύνδεσή τους μέ τά προηγούμενα καί τά έπόμενα, ή έλλειψη
επιχειρηματολογίας καί ρητορείας, ή άπουσΐα θεολογικών τομών σέ σύγχρονα
προβλήματα τής Εκκλησίας καί ή έπιμελημένη άπλότητα ύψους. Συγχρόνως, όχι
σπάνια, διαπιστώνουμε σ' αύτά αινιγματικότητα καί σκοτεινό ύφος, διότι
χρησιμοποιούνται συνήθως λέξεις καί σχήματα, πού είχαν γίνει όροι καί σύμβολα
συγκεκριμένων εμπειριών καί ασκητικής τακτικής, τήν οποία γνώριζαν καί
κατανοούσαν κυρίως όσοι άκολουθούσαν τήν ζωή, πού σημειογραφοΰν τά σχήματα καί
οί όροι αύτοί.
Ή ανύψωση καί οργάνωση
τών αποφθεγματικών λογιών τών ά σκητών σέ φιλολογικό είδος, στά κεφάλαια, είναι
σέ μεγάλο βαθμό προσωπικό δημιούργημα τού Εύ., πού είχε τό ταλέντο τού
αποφθεγματικού καί γνωμικοΰ λόγου. Επηρεάστηκε ασφαλώς άπό σχετικά έργα, όπως
οί "Οροι κατ' επιτομήν τού Βασιλείου, άπό τήν έλλη νική δοξογραφΐα, τήν
γνωμική φιλολογία καί ϊσως καί τά Πιρκέ ΆβώΘ (= Κεφάλαια πατέρων) τών Εβραίων.
Όλα όμως τά κείμενα αύτά μοιάζουν περισσότερο μέ τό ελεύθερο φιλολογικό είδος
τών άποφθεγμάτων καί λιγότερο μέ τά οργανωμένα κεφάλαια.
Τό σύστημά του
Προϋποθέσεις: Ή πρακτική,
ή ασκητική πράξη δηλαδή, δέν άρκεΐ γιά νά φτάσει κανείς τό άκρο αγαθό.
Χρειάζεται τήν γνώση τής διαδικασίας πτώσεως καί σωτηρίας τού καθαρού νοΰ, πού
κατανοούν καί γνωρίζουν μόνο λίγοι. Ή γνώση αυτή βρίσκεται πέρα άπό τήν γιά
τούς άπλοϊκούς πιστούς διδασκαλία τής ’Εκκλησίας, φυλάσσεται γιά τούς
εκλεκτούς, δηλ. τούς γνωστικούς, καί προσφέ ρεται κυρίως στά γνωστικά κεφάλαια
τού Εύ. Στό έργο τούτο άξιο ποιεί τήν μεγάλη του δημιουργικότητα,
εκμεταλλευόμενος έντονα: ώριγενικές αντιλήψεις, όπως τήν αποκατάσταση τών
πάντων, τήν προΰπαρξη τών ψυχών, τήν άλληγορική ερμηνεία κ.ά., μεταφυσικές καί
κοσμολογικές απόψεις τής έλληνικής φιλοσοφίας, όπως ότι ό νοΰς είναι τό άνώτερο
μέρος τής ψυχής, ότι τό σώμα ώς φυλακή τής ψυχής είναι άπορριπτέο, ότι τά
καθέκαστον όντα προϋποθέτουν ιδιαίτερο λόγο, ότι ή άπάθεια είναι απαραίτητη γιά
την γνώση κ.ά. προπαντός τήν διάθεση τοϋ παρακμασμένου πλέον γνωστικισμού γιά
γνώση ανώτερη καί απόκρυφη, γιά διάκριση διαδοχικών κόσμων πτώσεως καί
άνορθώσεως, γιά διάκριση καί ανύψωση ένός από όλα τά όντα, τό όποιο επειδή δέν
έξέπεσε μεσολαβεί μεταξύ θείου καί κόσμου τήν παλαιά ελιτίστική τάση γιά
χωρισμό των ανθρώπων σέ απλούς (πρακτικούς) καί εκλεκτούς (γνωστικούς) τό
ενδιαφέρον γιά ιδιαίτερες «Γραφές» καί γιά τήν ταύτιση σωτηρίας καί γνώσεως. Ή
γνωστική αΰτή διάθεση, πού ήταν διάχυτη καί στόν Κλήμη Άλεξαν δρέα, μέ τά
συγκεκριμένα στοιχεία κυριαρχεί στόν Εύ., ό όποίος όμως μέ σπάνια δύναμη τήν
μεταπλάττει έτσι, ώστε τό σύστημά του νά είναι καί νά φαίνεται έν μέρει
πρωτότυπο, άλλά νά μένει επιφανειακά μόνο χριστιανικό.
Κύρια σημεία: Στά
Γνωστικά κεφάλαια αναπτύσσει τό όλο σύστημά του καί όσα συνεσκιασμένα έγραψε
στά Πρακτικά του (PG 40, 1221C). Ικανοί νά δεχτούν τήν ανώτερη γνώση είναι όσοι
πρακτικοί έφτασαν στό στάδιο τής άπάθειας. Αυτοί, γιά νά λάβουν τελικά τόν
στέφανο τής δόξας, γιά νά ένωθούν ουσιαστικά μέ τήν Ενότητα καί τήν Μονάδα,
πρέπει νά γνωρίζουν ότι:
Ή Μονάδα ή Ενότητα, πού
έπιφανειακά ταυτίζεται μέ τήν άγ. Τριάδα, δημιούργησε έν χρόνω τήν Ένάδα, ή
οποία όμως ύπήρξε άνάρχως (!) καί τήν οποία συγκροτούσαν αδιαίρετα οί καθαροί
νό ες ή οί λογικοί. Αυτοί έγιναν γιά νά αποκτήσουν τήν ούσιώδη γνώση τής
Μονάδας. ’Άρχισαν όμως νά εκπίπτουν κατά προαίρεση σέ διαδοχικά κατώτερους
κόσμους. ’Έτσι, οί νόες έγιναν πρώτα ψυχές κι έπειτα σώματα διάφορης έκάστοτε
παχύτητας. Άπό τήν στιγμή αυτή εΐσάγεται στόν κόσμο ή διαφορά ονομάτων καί
αριθμών, ή ανισότητα μεταξύ όντων καί Μονάδας, όπως καί ή ανισότητα μεταξύ τών
ϊδιων τών όντων.
"Ενας Νούς τής
αρχικής Ένάδας, όμοιος καθόλα μέ τούς άλλους νόες, δέν έξέπεσε. ’Έμεινε
άκίνητος, γι’ αυτό ενώθηκε μέ τόν Αόγο κι έγινε Θεός. 'Ο άκίνητος καί καθαρός
Νούς έγινε ό κριτής καί έκ τελεστής τής δεύτερης δημιουργίας, δηλαδή ένήργησε τήν
ένσωμά τωση τών νόων κι έπέλεξε τό είδος τού σώματος (αγγέλου, δαίμονα,
ανθρώπου), πού φόρεσε κάθε νούς, ανάλογα μέ τήν άδιαφορία καί τήν άγνοια του. Ή
ανισότητα μεγάλωνε καί ή άγνοια βάθαινε μέ τήν μεσολάβηση τών σωμάτων, τά όποια
εντούτοις αποτελούν περισσότερο μέσο σωτηρίας καί λιγότερο μέσο τιμωρίας. Τήν
κατάσταση τής πτώσεως εκφράζουν οί έξής όκτώ λογισμοί: γαστριμαργία, πορνεία,
φιλαργυρία, λύπη, όργή, άκηδία, κενοδοξία καί ύπερηφάνεια. Ό Νούς, πού δέν
κινήθηκε άπό τήν θέση του στήν Ένάδα, δηλ. ό Χριστός, Ελαβε άνθρώπινο
σώμα γιά νά βοηθήσει τούς έκπέσοντες νόες των διαφόρων βαθμών νά Επιστρέφουν
στήν αρχική τους κατάσταση, νά σωθούν. "Ετσι πραγματοποιεί τήν τρίτη
δημιουργία ή κτίση.
Μέτρο άπόλυτο τής
σωτηρίας γίνεται ή γνώση, αφού καί ό ίδιος ό Θεός ορίζεται ώς «ούσιώδης γνώσις»
(Κεφάλαια γνωστικά Α' 89), καί υποκείμενο αυτής άπόλυτο είναι ό νοΰς, πού,
όντας ενσώματος καί αρα έρμαιο τών οκτώ λογισμών, γνωρίζει ό,τι μόνο τού
επιτρέπει τό σώμα του. Ή πραγματική γνώση έχει τρία στάδια:
α) Τής φυσικής δεύτερης
θεωρίας, όπου γνωρίζονται τά ορατά από τούς πρακτικούς, οί όποιοι αρχίζουν
αγώνα κατά τών λογισμών μέ τίς άρετές τής πίστεως, τού φόβου, τής εγκράτειας,
τής υπομονής καί τής ελπίδας.
β) Τής φυσικής πρώτης
θεωρίας, όπου οί άγγελοι γνωρίζουν τις αόρατες φύσεις. Έν μέρει αυτό ισχύει καί
γιά τούς άνθρώπους, εφόσον έχουν φτάσει στήν άπάθεια, ή όποια όδηγεΐ στήν αγάπη
καί αυτή μετά στήν ουσιώδη γνώση τής Τριάδας, δηλαδή στήν θεολογία:
«Τήν πίστιν βέβαιοι ό
φόβος ό τού Θεού καί τούτον πάλιν Εγκράτεια ταύτην δέ άκλινή ποιούσιν υπομονή
καί Ελπίς, άφ’ ών τίκτε ται άπάθεια, ής έκγονον ή αγάπη άγάπη δέ θύρα γνώσεως
φυσικής, ήν διαδέχεται θεολογία καί ή Εσχάτη μακαριστής» .
γ) Τής θεολογίας, όπου οί
νόες φτάνουν στό τέλος τής ουσιώδους γνώσεως τής άγ. Τριάδας καί στήν έσχατη
μακαριότητα, Ενώνονται δηλαδή απόλυτα μέ τήν φύση τού Θεού, Επειδή θά έχει
καταργη θεϊ κάθε είδος διαφοροποιητικό στοιχείο, όπως αριθμοί, ονόματα,
ποιότητες καί ποσότητες.
Ή κατάσταση αυτή τού
τρίτου σταδίου, αποτέλεσμα βέβαια πολλών διαδοχικών κινήσεων άπό κατώτερο σέ
ανώτερο κόσμο, τοποθετείται στά έσχατα καί έχει δύο βαθμούς, τήν 7η καί τήν 8η
ήμέρα. Στήν 7η ήμέρα θά βασιλεύει άπόλυτα καί θά κυβερνά ό Χριστός, οί νόες θά
διατηρούν πνευματικό σώμα καί θά έχουν μερική ουσιώδη γνώση τής Ένάδας ή τού
Θεού. Στήν 8η ήμέρα, όπου θά βρίσκονται όλοι ανεξαιρέτως οί έκπεσόντες νόες, θά
λήξει ή βασιλεία τού Χριστού. Οί νόες θά είναι άπόλυτα καθαροί, άπαλλαγμένοι
άπό κάθε είδους σώμα καί γι’ αύτό όμοιοι μέ τόν Χριστό καί συγκληρονόμοι τής
βασιλείας, άφομοιωμένοι δηλαδή άδιαΐρετα καί χωρίς ιδιαιτερότητα στήν θεία
φύση, όπως ακριβώς τό ποτάμι πού χύνεται στόν ώκεανό (βλ. Επιστολή προς
Μελανίαν, στήν όποια έχουμε σύνοψη τών άπόψεων αυτών). Τότε θά έχει
άποκατασταθεΐ πλήρως ή άρχι κή Ένάδα, τήν όποια χαρακτηρίζει καί «νοητήν
Εκκλησίαν» καί στήν όποια όλα θά συνιστοΰν έν, όλες
οί διαφορές θά έκλείψουν πλήν των ύποστάσεων του Πατέρα, του Υιού καί τοΰ άγ.
Πνεύματος. "Αρα στά έσχατα τό παν θά είναι μία φύση σέ τρεις υποστάσεις.
Καταδίκη του Εν.
Ή τόσο γνωστικίζουσα καί
ώριγενΐζουσα διδασκαλία τοΰ Εύαγρΐου άποτέλεσε ούσιαστικά τό αντικείμενο των
λεγάμενων ώριγενιστικών έρίδων άπό τά τέλη τοΰ Δ' αί. μέχρι τό 553.
Σχηματίστηκαν ομάδες ώριγενιστών, μοναχών κυρίως, μέ κέντρα την Παλαιστίνη καί
τήν Αίγυπτο, πού υιοθετούσαν καί κήρυτταν έναν έντονα εύαγριανικό Ωριγένη. Οί
άντίπαλοΐ τους πέτυχαν μετά άπό πολλές διεργασίες νά πείσουν τόν Ιουστινιανό νά
έκδώσει τό 543 δέκα άντιωριγενιστικές θέσεις. Αυτές ή Ε' Οικουμενική Σύνοδος
(553) τίς άνασύνταξε σέ 15 αναθεματισμούς έτσι, ώστε δλες, άλλοτε κατά λέξη καί
άλλοτε κατά τό περιεχόμενο, ν’ αποδίδουν (βλ. τά κείμενα εις Καρμίρη, ΑΣΜ, I,
σσ. 198200) τίς απόψεις τοΰ Εύ. Τό γεγονός τοΰτο, πού παλαιότε ρα δεν είχε
διαπιστωθεί, άποδεικνύει ότι κέντρο τής σχετικής διαμάχης ήταν ό Εύ., άφοΰ ή
δική του χριστολογία ( = ό Χριστός είναι ένας άπό τούς πολλούς νόες πού μόνος
αύτός έμεινε καθαρός οί άνθρωποι «ίσόχριστοι») καί οί δικές του θεωρίες (περί
Ένάδας, περί σωτηρίας, περί προϋπαρχόντων καί έκπεσόντων νόων, περί ένώ σεως
τών πάντων μέ τήν φύση τοΰ Θεοΰ, περί 7ης καί 8ης ημέρας, περί μή άναστάσεως
τών σωμάτων καί άλλες πού βρίσκονται στά Γνωστικά κεφάλαια) καταδικάστηκαν καί
μόνο δευτερευόντως οί συγγενείς ώριγενικές περί άποκαταστάσεως τών πάντων καί
προϋ πάρξεως τών ψυχών, αντιλήψεις τίς όποιες επεξεργάστηκε ό Εύ.
Οί 15 Αναθεματισμοί δεν
περιλαμβάνονται στά κολοβά καί λατινιστί διασωθέντα πρακτικά τής Ε' Οικουμ.
Συνόδου. Μνημονεύονται καί διασώζονται όμως άπό συγγράφεις μεταγενέστερους, ενώ
ή ΣΤ' Οικουμ. Σύνοδος (680/1) καί ή Πενθέκτη (691/2) αναφέρουν ρητά ότι ή Ε'
Οικουμενική καταδίκασε τό πρόσωπο καί τό έργο τοΰ Εύ., όπως έκανε καί γιά τόν
’Ωριγένη. Τελευταία ό Κ. Μπόνης (Θεολογία 47 [1976] 606611) υποστήριξε ότι
πρέπει νά άρθεΐ τό ανάθεμα κατά του Εύ., τόν όποιο θεωρεί γενικά ορθόδοξο, μή
λαμβάνοντας υπόψη τά έργα τού Εύ. καί μάλιστα τά 600 γνωστικά κεφάλαια ή τήν
Επιστολήν πρός Μελανίαν, πού είναι δημοσιευμένα ήδη άπό τό 1912, καθώς καί τήν
νεώτερη έρευνα.
Ή έπιβίωση
Ή καταδίκη τοΰ Εύ., 150
όλόκληρα χρόνια μετά τήν διατύπωση τοΰ συστήματος του, φανερώνει τήν διάθεση
τής ’Εκκλησίας νά λησμονήσει τις κακοδοξίες του καί νά μελετά μόνο τά έργα του
εκείνα πού εξέφραζαν την δοκιμασμένη πείρα των ασκητών, δπως συμβούλευε τόν ΣΤ'
αί. ό Βαρσανούφιος (PG 86, 892901). Τήν τακτική αυτή άνέτρεψε ή συγκρότηση
ομάδων, πού πρόβαλλαν τις παρεκκλίσεις του ώς ορθόδοξη διδασκαλία. Τίς ομάδες
αύτές προστατεύοντας ή Εκκλησία, κινήθηκε πρός καταδίκη τού Εύ., χωρίς καί νά
τόν λησμονήσει ποτέ. Μολονότι, ένεκα τής καταδίκης, εξαφανίστηκαν τά Γνωστικά
κεφάλαια καί τά όμοιά τους έργα, εμφανίστηκαν σπουδαίοι νηπτικοί θεολόγοι, όπως
ό Ιωάννης τής Κλίμακας (+ 649) καί προπαντός ό Μάξιμος Όμολογητής (+ 662), πού
χρησιμοποίησαν καί τά έργα του αυτά, παραμερίζοντας τίς κακοδοξίες. Στόν
συριακό χώρο μάλιστα, όπου καί μόνο διασώθηκαν τά Γνωστικά κεφάλαια, έχουμε δύο
μεταφράσεις, άπό τίς όποιες ή μία, γνωστή άπό παλαιό τερα καί μεταφερμένη άπό
τόν Frankenberg στήν έλληνική, καθάρισε έν μέρει τό κείμενο καί τό διόρθωσε έτσι,
ώστε νά μή φαίνεται κακόδοξο. Ή λεγάμενη νοησιαρχική γραμμή στήν νηπτική
θεολογία ξεκινάει άπό τόν Εύ., τού οποίου όρους καί στοιχεία έλαβαν οί
μεταγενέστεροι, πού βέβαια δεν είναι αναγκαστικά νοησιαρχικοί.
ΒΙΟΣ
Ό Εύάγριος Ποντικός
γεννήθηκε περί τό 345/6 στά ”Ιβωρα τοϋ Πόντου. Ό πατέρας του ήταν χωρεπΐσκοπος
κι εμπιστεύτηκε τόν γιό του Εύάγριο στόν Μέγα Βασίλειο, ό όποίος τόν
χειροθέτησε άναγνώστη. Τό 380 ακολούθησε στήν Κωνσταντινούπολη τόν Γρηγόριο
Θεολόγο, με τήν βοήθεια τού όποιου μυήθηκε στήν θύραθεν καί τήν έκκλησιαστική
παιδεία. Τότε χειροτονήθηκε καί διάκονος. Μετά τήν φυγή τοϋ Γρηγορίου άπό τήν
Κωνσταντινούπολη (381) ό Εύ. εργάστηκε κοντά στόν Νεκτάριο, τόν νέο
αρχιεπίσκοπο, μ' έπιτυχία εντυπωσιακή. Μορφωμένος ιεροκήρυκας ορθόδοξης
φαινομενικά τριαδολογίας, εύστροφος διαλεκτικός, ώραία φυσιογνωμία.
Συνέβη όμως νά έρωτευθεΐ
τήν σύζυγο ανώτερου άξιωματούχου. Τό γεγονός άπείλησε τήν ζωή του καί άλλαξε
ριζικά τήν πορεία τής σταδιοδρομίας του. Μέ όνειρο ειδοποιήθηκε γιά τόν
κίνδυνο, έγκατέλειψε άμέσως τήν πρωτεύουσα κι έφτασε τό 382 στά Ιεροσόλυμα.
Έκεΐ φιλοξενήθηκε άπό τήν ρωμαία Μελανία, στό όρος των Έλαιών, ή οποία μάλιστα,
μέ τήν ευκαιρία βαριάς του άρρώστιας, τόν έπεισε νά άσκητέψει στήν Αίγυπτο καί
μάλιστα στήν Νιτρία (κοντά στήν σημερινή Damanhur). Ό Εύ. θεραπευτή κε καί
μάλλον τό 383 εγκαταστάθηκε γιά δύο χρόνια στό μεγάλο μοναστι κό κέντρο τής
Νιτρίας, πενήντα χιλιόμετρα νοτιοδυτικά τής ’Αλεξάνδρειας Γιά αύστηρότερη
άσκηση, άλλα καί γιά νά βρίσκεται κοντά στους «Μα κρούς άδελφούς», γνωστούς τής
Μελανίας καί ώριγενιστές, προχώρησε δι τικά κι εγκαταστάθηκε (385) οριστικά στά
Κελλία, όπου δέσποζε ή μορφή τοϋ Μακαρίου τοϋ Άλεξανδρέα. Έκεΐ έμεινε μέχρι τόν
θάνατό τουΧ399).
Τά Κελλΐα, όπου άσκήτευαν
εκατοντάδες μοναχοί, ήταν καλύβες
ασκητήρια σ’ ευρύτατη περιοχή, χωρίς ν’ άποτελοΰν λαύρα. Άπό έκεΐό Εύ.
επισκεπτόταν τήν έρημο τής Σκήτης (στήν περιοχή Wadi Natrun), γιά νά ακούει τόν
περίφημο άββά Μακάριο τόν Αιγύπτιο ( + 390) καί άλλους άσκητές, όπως τόν
’Αρσένιο, τήν πείρα των όποιων άποθησαύριζε.
Στά Κελλία ζοΰσε μέ τούς
Μακρούς άδελφούς, πού επικεφαλής είχαν τόν Άμμώνιο καί χαρακτηριστικό τήν
έντονη φιλομάθεια καί τόν εντονότερο θαυμασμό στόν ’Ωριγένη. Ό Εύ. βρισκόταν
απόλυτα στό κλίμα του. Ή άπαιδευσία των πέριξ ασκητών μεγάλωνε τήν διαφορά τους
πρός τόν Εύ., τόν όποιο κατηγορούσαν ώς ύπερήφανο καί μαζί μέ τήν συνοδεία του
τούς χαρακτήριζαν «παρεμβολήν γνωστικών» (Σωκράτη, Έκκλησ. ίστ. Δ' 23). Πάντως
ό ίδιος εφάρμοζε πολύ αύστηρή άσκηση, κέρδιζε τά άπαραίτητα μέ άντιγραφή
κωδίκων, εργαζόταν γιά τήν σύνταξη τών δικών του βιβλίων καί βέβαια μελετούσε
επίμονα τόν ’Ωριγένη. Τό κύριο σώμα τών πολλών μοναχών καί άσκητών τής Νιτρίας
θεωρούσε τούς λίγους Μακρούς άδελφούς, επικεφαλής τών οποίων θεολογικά ήταν ό
Εύ., σχεδόν ώς αιρετικούς, επειδή ήταν ώριγενιστές καί άλληγοριστές. Τούς
πολλούς πάλι οί λίγοι κατηγορούσαν ώς «άνθρωπομορφιστές», επειδή ερμήνευαν κατά
λέξη καί όχι άλληγορικά τίς άνθρωπομορφικές εκφράσεις τής Γραφής.
Ή πολεμική, τήν όποια τό
394 άρχισε στήν Παλαιστίνη ό Έπιφάνιος Κύπρου κατά τών ώριγενίστών, έφθασε καί
στήν ’Αλεξάνδρεια. Ό Θεόφιλος ’Αλεξάνδρειάς όμως, πού συνδεόταν μέ τούς
ώριγενιστές, πού έγραψε τό 399 στό πασχάλιο Γράμμα του κατά τών
άνθρωπομορφιστών καί πού είχε παλαιότερα προτείνει στόν Εύ. νά τόν χειροτονήσει
επίσκοπο, άλλαξε τακτική. Σέ σύνοδο τού 400/1 καταδίκασε τούς Μακρούς άδελφούς
ώς αιρετικούς ώριγενιστές, επειδή αύτοί ήλεγχαν τίς άτασθαλίες του. Ό Εύ., πού
γενικά ήταν συμπαθές καί σεβαστό πρόσωπο, δέν γνώρισε τήν καταδίκη, διότι
κοιμήθηκε λίγο μετά τά ’Επιφάνεια τού 399, σέ ηλικία 54 ετών.
Κύρια πηγή τού βίου καί
τής δράσεως τού Εύ. είναι τό κεφάλαιο 38 πού τού αφιερώνει στήν Λαυσαϊκή
ιστορία ό μαθητής του Παλλάδιος (έκδ. C. Butler, The Lausiac History of
Palladius, II, Cambridge 1904). Δευτερεύου σες πηγές είναι οί σχετικές αναφορές
στά έργα του καί οί λίγες αναφορές μεταγενέστερων συγγραφέων, όπως τού Σωκράτη
(Έκκλησ. ίστ. Δ' 23), τού Σωζομενού (Έκκλησ. ίστ. ΣΤ' 30) καί τού Ιερωνύμου (De
vir. ill. 11).
ΕΡΓΑ
ΓΗ συγγραφική δράση τού
Εύ. δημιούργησε στήν έρευνα πολλές δυσκολίες, διότι μετά τήν συνοδική καταδίκη
του τό 553 πολλά έργα του εξαφανίστηκαν ή
τά μή ύποπτα άπό αύτά άρχισαν νά
κυκλοφορούν ώς κείμενα τού Νείλου Άγκυρανοΰ ( + περίπου 430) καί περιέργως ένα
(τά Σχόλια εις τούς Ψαλμούς) ώς έργο τού ’Ωριγένη. Εύτυχώς, όλα σχεδόν τά έργα
του μεταφράστηκαν ενωρίς στήν συριακή, χωρίς νά άποδοθοϋν σέ άλλον συγγραφέα.
Ξεκινώντας λοιπόν άπό τίς συριακές (άλλά καί τίς άλλες άνατο λικές) μεταφράσεις
καί μέ φιλολογική έρευνα διαπιστώθηκε ότι τά έργα Πρός Εύλόγιον μοναχόν, Περί
προσευχής κ.ά. μικρότερα, πού αποδόθηκαν στόν Νεϊλο, άνήκουν στόν Εύ. Μέ τήν
δημοσίευση στίς αρχές τού αιώνα των συριακών μεταφράσεων των έργων Κεφάλαια
γνωστικά 600, Γνωστικός, ’Αντιρρητικός καί των Επιστολών συμπληρώθηκε ή
έργογραφία τοϋ Εύ.
"Ολα του τά έργα έχουν
αποφθεγματική μορφή «κεφαλαίων», σύντομων συνήθως καί εκτενών σπανίως. Αυτό
ισχύει γενικά καί γιά τά έρμηνευτικά του Σχόλια. Πολλές φορές άπουσιάζει
τελείως ή θεματική ενότητα, ενώ οί επαναλήψεις είναι σύνηθες φαινόμενο σέ
καθένα άπό τά έργα του. Αυτό δείχνει ότι ενίοτε συνέλεγε άνεξάρτητες μεταξύ
τους συλλογές άποφθεγμά των καί τίς ένωνε μέ μικρή ή μεγάλη δική του επέμβαση
(τό φαινόμενο είναι χαρακτηριστικό στά 153 κεφάλαια Περί προσευχής).
'Άρχισε νά γράφει μετά τό
383 (εκτός άπό τήν Επιστολή 8 τού έτους 380) καί άπευθυνόταν πρός τούς άπλούς
μοναχούς καί τούς τελείους, γι’ αυτό τά έργα του διακρίνονται γενικώς σέ
πρακτικά καί γνωστικά. Στό παρόν στάδιο τής έρευνας είναι αδύνατη ή χρονολογική
κατάταξη τών έργων του.
Έπιστολαί:
α) Συλλογή 62 Επιστολών, συνήθως
χωρίς παραλήπτη. Σώζονται ανέκδοτα άποσπάσματα στήν ελληνική καί ολόκληρη ή
συλλογή σέ συριακή καί άρμενική μετάφραση.
β) Περί άγιας Τριάδος.
’Επιστολή εκτενής, πού γράφηκε τό 380, έκδίδε ται στό Έπιστολάριο τού Μ.
Βασιλείου (μέ άριθμό 8) καί διατυπώνει επιφανειακά ορθόδοξη τριαδολογία. Αόγοι
σοβαροί επιβάλλουν τήν απόδοσή της στόν Εύ. Περιλαμβάνει συνεσκιασμένα ώρισμένα
στοιχεία τής έπόμε νης 'Επιστολής.
γ) Πρός Μελανίαν.
Παραδίδεται καί άριθμεΐται χωριστά επιστολικό πρός τήν Μελανία (εις Βηθλεέμ) κείμενο,
στό όποιο περιληπτικά ό Εύ. διατυπώνει τίς μεταφυσικές γνωστικοωριγενικές
αντιλήψεις του περί δημιουργίας, πτώσεως καί γνώσεως.
Κεφαλαία γνωστικά
Είναι το σημαντικότερο αντιπροσωπευτικότερο
έργο του. 'Εδώ αναπτύσσει τίς φιλοσοφικές, γνωστικές, ώριγενικές και
ψυχολογικομεταφυσικές αντιλήψεις του, μερικές τών οποίων άποτελούν τό
περιεχόμενο τών άναθεματισμών τοϋ ώριγενισμού τού έτους 553. Χαρακτηρίζεται καί
«Εξακόσια προγνωστικά προβλήματα» (PC 67, 5Ι6Β). Ό 'ίδιος ό Εύ. στήν επιστολή,
μέ τήν οποία συνοδεύει τά Κεφάλαια πρακτικά, άναφέρει:«Περί δε τοΰ βίου τοΰ τε
πρακτικού καί τού γνωστικού νυνί διηγούμεθα... εκατόν μέν κεφαλαίοις τά
πρακτικά, πεντήκοντά δέ πρός τοΐς έξακοσίοις τά γνωστικά συντετμημένως
δίελόντες» (PG 40, 1221C). Σύμφωνα με τό χωρίο, τό παρόν καί τά δύο επόμενα
έργα πρέπει νά χαρακτηρίζονται κεφάλαια (πρακτικά ή γνωστικά). ’Ακόμη, τά «600
γνωστικά» προηγούνται των επόμενων δύο έργων, τά όποια είναι είδος συν τμήσεώς
τους, τουλάχιστον τά 50 γνωστικά. Τό έργο στά χειρόγραφα συμπληρώνεται μέ 60
κεφάλαια γνωστικά, πού όμως άτιοτελοϋν διαφορετικό έργο, τό όποιο είναι γνωστό
μέ τόν τίτλο Σκέμματα (βλ. πιό κάτω).
’Αποσπάσματα στην
έλληνική καί ολόκληρο σέ δύο μεταφράσεις συρια κές (ή μία διορθωτική, πού
άμβλύνει παρεκκλίσεις τού πρωτοτύπου, καί ή άλλη πιστότερη), μία αρμένική καί
μία αραβική.
Κεφάλαια πρακτικά 100 (ή
Πρακτικός). Τό πρακτικότερο καί θεμελιωδέ στερο από τά ασκητικά έργα του.
Σώζεται στήν έλληνική, άλλά ή σειρά του στήν PG είναι ταραγμένη. Τά κεφάλαια
6371 ανήκουν σέ άλλο έργο, ενώ τό καί άνεξάρτητα παραδεδομένο κείμενο Περί των
οκτώ λογισμών (PG 40, 1272-1276) συνιστά τά κεφ. 614 τού Πρακτικού.
Διατυπώνεται επιγραμματικά ή πρακτική οδός, ή πείρα των ασκητών τής ερήμου
χάριν τών αρχάριων κυρίως άναχωρητών, τών πρακτικών καί όχι των γνωστικών. Τό
έργο στέλνεται στόν Άνατόλιο μέ συνοδευτική έπιστολή.
Κεφάλαια γνωστικά 50 (ή
Γνωστικός). Στήν παραπάνω Έπιστολή πρός Άνατόλιο αναφέρει ότι έγραψε καί
πενήντα κεφάλαια γνωστικά, γιά όσους άναχωρητές πέρασαν τό στάδιο τού πρακτικού
καί είναι έτοιμοι γιά τήν γνώση. Αποσπάσματα στήν έλληνική καί όλόκληρο σέ
συριακή καί αρμένική μετάφραση.
Σκέμματα. Πρόκειται γιά
60 κεφάλαια μέ περιεχόμενο ανάλογο πρός τά προηγούμενα. Σώζεται στην ελληνική.
Πρός τούς εν κοινοβίοις
(ή συνοδείαις) μοναχούς (Κεφάλαια 137). Απευθύνεται δχι σέ άναχωρητές, όπως τά
λοιπά, αλλά σέ αρχάριους κοινοβιά τες. ’Έχει επίδραση των Παροιμιών καί τά
κεφάλαια γράφονται σέ δίστιχα. Σώζεται στην έλληνική, τήν λατινική, την
συριακή, τήν άρμενική, την αί θιοπική καί τήν γεωργιανή.
'Αντιρρητικός.
Άποτελεΐται από οκτώ μέρη, σέ καθένα των όποιων καταπολεμείται ένας από τούς
οκτώ λογισμούς ή δαίμονες μέ 487 βιβλικά χωρία. Τό ογκωδέστερο έργο τού Εύ.
Σώζεται στήν συριακή καί τήν άρμενική.
Παραινεσις πρός παρθένον
(Κεφάλαια 56). "Ομοιου περιεχομένου καί μορφής μέ τό προηγούμενο. Σώζεται
στήν έλληνική, τήν λατινική, τήν συρια κή καί τήν άρμενική.
Κεφάλαια διάφορα: α)
"Οροι παθών ψυχής λογικής ή Κεφάλαια λγ' κατ' άκολουθίαν. β) Γνώμαι κατ'
άλφαβητον. γ) "Ετεραι γνώμαι. δ) Κεφάλαια εξ (ανέκδοτα).
Ύποτύπωσις («Τών κατά
μοναχών πραγμάτων τά αίτια καί ή καθ' ησυχίαν τούτωνπαράθεσις»). Όδηγίες γιά
άρχάριους ασκητές. Πολυδιαβασμέ νο έργίδιο.
Παραινέσεις: α) Κεφάλαια
ή παραινεσις, β) Παραινεσις πρός μοναχούς, γ) Προτρεπτικός καί Παραινετικός
(μόνο σέ συριακή μετάφραση). Τά δύο πρώτα έκδΐδονται ώς έργα τοΰ Νείλου
Άγκυρανοΰ.
Πρός Εύλόγιον μοναχόν.
Δύο έργΐδια τό ένα μέ 34 εκτενή κεφάλαια καί τό άλλο μέ 4 («Περί τάς άντιζνγους
των άρετών κακίας»).
Περί λογισμών καί
πνευμάτων πονηρών: α) Περί διαφόρων πονηρών λογισμών. β) Περί των οκτώ
πνευμάτων τής πονηριάς. Καί τά δύο είναι πρακτικά έργίδια, στά όποια οί
λογισμοί ταυτίζονται μέ ισάριθμους δαίμονες. Προσπαθεί νά εξηγήσει κυρίως
ψυχολογικά τήν διαδικασία τών πειραστι κών λογισμών. 'Απόσπασμα κοπτικό, σέ
όστρακο, τού δεύτερου έργιδίου επιβεβαιώνει τήν πατρότητα τοΰ Εΰαγρίου.
Μεταφράσεις στήν συριακή,
αρμένική, αραβική, αϊθιοπική, γεωργιανή, παλαιοσλαβική καί λατινική:
Περί προσευχής κεφάλαια
153
Πρακτικό, εύμνημόνευτο, καλά έπε ξεργασμένο
κείμενο, μέ λίγα γνωστικά καί ώριγένεια στοιχεία, εξαιρετικά προσφιλές στούς
μοναστικούς κύκλους. Καί αύτό διασώθηκε ώς έργο τού Νείλου Άγκυρανοΰ,
Σχόλια καί 'Υπόμνημα εις
Ψαλμούς. Τά σχόλια έκδόθηκαν ώς έργο τού ’Ωριγένη καί τό ύπόμνημα παραδόθηκε
άνώνυμα ή ώς έργο τοΰ Ωριγένη Γενικά πρόκειται γιά παράθεση γλωσσών καί
άλληγορική ερμηνεία δυσνόητων χωρίων.
Σχόλια εις τόν
Εκκλησιαστήν. Έπισημάνθηκαν από τόν Gehin
Σειραί ερμηνευτικοί.
Χειρόγραφα μέ Σειρές αποδίδουν στόν Ευ. σχόλια σύντομα στήν Γένεση, στους
’Αριθμούς, στά Βασιλειών, στόν Ίώβ, στό ’Ασμα ασμάτων, στις Παροιμίες, στό
Λουκά.
'Υπόμνημα εις τάς
Παροιμίας. Δύο εξηγητικά κείμενα, τό πρώτο των όποιων (τό έλλην.) αποδιδόταν στόν
’Ωριγένη. 'Από τό δεύτερο σώζονται άποσπάσματα στήν συριακή.
Εις τά Σεραφείμ καί Εις
τά Χερουβείμ. Δύο σύντομα κείμενα, τό α' σέ συριακή καί αρμένική, τό β' σέ
συριακή μόνο μετάφραση.
Εις τήν Κυριακήν
προσευχήν. Σύντομη έξήγηση. Σώζεται σέ κοπτική καί άραβική μετάφραση.
’Αποφθέγματα: Στήν
συλλογή Γεροντικόν τοΰ αποδίδονται επτά άπο φθέγματα.
’Αμφιβαλλόμενα καί νόθα:
Περί δικαίων καί τελείων
(συριακά
Περί ταπεινοφροσύνης
(συριακά
Περί νηστείας (συρ
Περί σιωπής (συρ.: στό
ίδιο έργο
Περί των γνωρισμάτων τής
ήσυχίας. Σέ χειρόγραφα άποδίδεται στόν ασκητή ’Ιωάννη Λυκοπολίτη καί (άλλη του άνέκδοτη
μορφή) στόν Έπιφάνιο Κύπρου Ό σύρος
μεταφραστής τό θεωρεί έργο τού Εύ. 'Έντευξις διδασκάλου πρός
μαθητάς του (άποδίδεται καί στόν Νείλο Άγ κυρανό). Σέ μετάφραση συριακή καί
άρμενική
Διδασκαλία (συριακά: στό
ίδιο έργο, σσ. .
Περί τελειότητος
(συριακά: Muyldermans:
Περί παροιμιών (Muyldermans, Evagriana, .
fΟμολογία πίστεως (Muyldermans, Evagriana,
'Αποσπάσματα διάφορα στην
συριακή, τήν άρμενική, τήν κοπτική, τήν αίθιοπική καί τήν γεωργιανή
Είς τό πιπι (έξήγηση των
τεσσάρων γραμμάτων.
’Ανήκει μάλλον στόν ’Ωριγένη.
'Η προσπάθεια τοΰ R.
Weijenborg (Antonianum 48 [1973] 476507) ν’ αποδώσει τούς Θεολογικούς Λόγους
Γ'Ε' τοΰ Γρηγορίου Θεολόγου στόν Εύάγριο δέν έχει ερείσματα.
142. ENDELECHIUS
Ο βουκολικός ποιητής
Ό γαλάτης ρήτορας καί
ποιητής Severus Endelechius, πού σταδιοδρομούσε στήν Ρώμη, άνανέωσε περί τό
394/5 τήν βιργιλιανή βουκολική ποίηση μέ τό ποίημά του Carmen de mortibus bourn
(Ποίημα περί τού θανάτου των βοών). Πρόκειται γιά διάλογο 132 στίχων, σέ 33
στροφές, στούς όποιους καταγράφεται καταστρεπτική έπιδημία, πού άποδεκατίζει τά
ζώα. Τά χριστιανικά του στοιχεία είναι τελείως επιφανειακά καί περιορίζονται
στήν προβολή τού σημείου τού Σταυρού, πού θεραπεύει τά ζώα, καί στήν έπίκληση
τού Χριστού, πού παρουσιάζεται ώς νέος θεραπευτής θεός. Ό σκοπός τού ποιήματος
είναι προτρεπτικός καί άπολογητικός.
143. ΝΕΜΕΣΙΟΣ ΕΜΕΣΗΣ (+
περί τό 400)
ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ
Έκπνέοντας ό Δ' αί.
έμφανίστηκε στήν Συρία καί δή στήν Έμε σα (σημερινή Homs) είδος έγχειριδίου
χριστιανικής άνθρωπολογίας μέ τόν τίτλο Περί φύσεως άνθρώπου. Τό έργο γνώριζε ό
Λεόντιος Βυζάντιος (+ 544), ένώ τόν συγγραφέα του, Νεμέσιο Έμέσης, μνημονεύει
πρώτος ό Μάξιμος Όμολογητής (+ 662). Χειρόγραφα προσ γράφουν έσφαλμένα τό έργο
στόν Γρηγόριο Νύσσης καί σέ κάποιον ’Αδαμάντιο Έμέσης ή Έμεσηνό.
Ή έρευνα γενικά θεωρεί
συντάκτη τού έργου τόν Νεμέσιο, αλλά γνωρίζει γΓ αυτόν ελάχιστα: Βαπτίστηκε σέ
ήλικία ώριμη κι έπισκό πευσε στήν Έμεσα, μεταξύ Παλμύρας καί ’Αντιόχειας, τίς
τελευταίες δεκαετίες τοΰ Δ' αιώνα, στά τελευταία έτη τού όποιου έγραψε τό έργο
του. Είχε πλούσια έγκυκλοπαιδική φιλοσοφική παιδεία αλλά πτωχή θεολογική
κατάρτιση, ή οποία πάντως περιελάμβανε τόν Ευσέβιο Καισαρείας καί τόν Ωριγένη.
Φαίνεται ότι αγνοούσε τά έργα τοΰ Γρηγορίου Νύσσης «Περί κατασκευής άνθρώπου»
(περί τό 379) καί «Κατά ειμαρμένης» (τό 386), τά όποια σχετίζονται άμεσα μέ τό
θέμα του, άλλά έχουν διάφορη δομή καί λιγότερη φυσιολογία.
'Η διάθεση τοΰ Νεμεσΐου
ήταν έμφανώς απολογητική. Άπέβλεπε καί στούς χριστιανούς καί στούς εθνικούς.
Είχε σαφή συνείδηση όμως ότι τούς έθνικούς δέν μπορούσε νά πείσει μέ φιλοσοφικά
έπιχει ρήματα. Έτσι π.χ. κατανοεί ότι μέ τέτοια έπιχειρήματα μπορεί νά δείξει
μόνο ότι ή ψυχή είναι κάτι πού δέν φθείρεται. Γιά τά λοιπά έρωτήματα περί ψυχής
βέβαιη άπάντηση δίνει μόνο «ό θείος λόγος», ή άποκάλυψη, τήν όποια δέχονται οί
χριστιανοί (κεφ. Β').
Ή μέθοδος
Ή μέθοδος του Νεμεσίου
στό μόνο, όσο γνωρίζουμε, έργο του είναι μοναδική γιά την εποχή. Προϋποθέτει
πάντοτε τήν χριστιανική διδασκαλία κι επιχειρεί νά συσχετίσει σέ κάθε περίπτωση
τό πρόβλημά του ή τό θέμα του μέ θεωρίες, πού έχουν διατυπώσει έλληνες
φιλόσοφοι καί φυσιολόγοι από τόν Θαλή μέχρι τούς νεοπλατωνικούς τού Γ' αί. μ.Χ.
’Ιάμβλιχο καί Πορφύριο. Τούς φιλοσόφους, πλήν Ισως των νεοπλατωνικών, γνωρίζει
έμμεσα καί από ανθολόγια. Τούς αναφέρει συνήθως μέ τρόπο γενικό καί σπάνια
παραθέτει χωρία τους κατά λέξη. Μεταξύ άλλων πολλών αναφέρει τόν ’Αριστοτέλη
(24 φορές), τόν Πλάτωνα (22), τούς στωικούς (Χρύσιππο 12), τόν 'Ιπποκράτη (5),
τόν Δημόκριτο (5), τόν Επίκουρο (6), τόν ιατρό Γαληνό (7), τόν Πλωτΐνο (3) καί
τόν Πορφύριο. Συνήθως κριτικάρει τίς απόψεις, αλλά ενίοτε βρίσκει γνώμες τους
πού έμμεσα εναρμονίζονται μέ τίς χριστιανικές περί ανθρώπου, ψυχής, ειμαρμένης,
προνοίας κ.λπ.
Ό Νεμέσιος είναι απόλυτα
έκλεκτικός, αλλά αισθάνεται μεγαλύτερη εγγύτητα πρός τούς νεοπλατωνικούς.
"Οταν θέλει ν’ άπορρΐ ψει κάποια φιλοσοφική άποψη, προβάλλει άποψη άλλου
φιλοσόφου. "Ετσι φαίνεται ν’ άπορρίπτει τόν Πλάτωνα μέ αριστοτελικά έπιχει
ρήματα καί τόν ’Αριστοτέλη μέ πλατωνικά. Μέ τόν τρόπο αύτό γίνεται πειστικός
στούς εθνικούς. Οί χριστιανοί δέν έχουν άνάγκη τής διαδικασίας αυτής, διότι
τούς άρκεΐ ό θειος λόγος.
Τό περιεχόμενο
Τό «Περίφύοεως άνθρώπου»
τού Νεμεσίου δέν έχει ενότητα. Μοιάζει μέ άνισες μεταξύ τους περιλήψεις τών
απόψεων τού συντάκτη γιά τρία κυρίως θέματα: α) τής ψυχής καί πώς αυτή ένώνεται
μέ τό σώμα (κεφ. 13)· β) τής φυσιολογίας τού σώματος καί τής ψυχολογίας τού
άνθρώπου (κεφ. 428)· γ) τής έλευθέρας βουλήσεως, τής ειμαρμένης καί τής
προνοίας (κεφ. 2944). Ή συνθετική του Ικανότητα δέν είναι αξιόλογη, αλλά τό ύφος
του φθάνει ενίοτε σέ ποιητικό μέτρο, όπως δείχνει τό παρακάτω κείμενο,
διευθετημένο σέ στίχους: ... Πάντων άρχει πάντων κρατεί πάντων άπολαύει
άγγέλοις καί Θεω διαλέγεται τή κτίσει κελεύει δαίμοσιν έπιτάττει τήν τών όντων
φύσιν έρευνα Θεόν περιεργάζεται οίκος καί ναός γίνεται Θεού (κεφ. Α': ΒΕΠ
38,230).
’Αρχίζει μέ γενική
θεώρηση τοΰ άνθρώπου, τόν όποιο θαυμάζει, διότι δημιουργήθηκε «μεθόριος»,
μεταξύ όρατής φύσεως καί άόρα της, είναι «μικρός κόσμος» όντας εικόνα του Θεού
καί φέροντας στην φύση του «τής πάσης κτίσεως την εικόνα» (κεφ. Α'). Επιμένει
ότι ό άνθρωπος είναι «έκ ψυχής καί σώματος» καί απορρίπτει έντονα την πλατωνική
άποψη ότι τό σώμα είναι δεσμωτήριο τής ψυχής, όπως άπορρίπτει τήν πλωτίνική καί
άπολιναριστική τριχοτομία. Ό άνθρωπος, πού «θνητός κατεσκευάσθη», μπορεί
προκόπτοντας καί τελειούμενος «αθάνατος γενέσθαι». Αύτό έξαρτάται από τόν Θεό
καί τήν ένέργεια τής ψυχής του, γιά τήν όποια κάνει ευρύτατο λόγο, εξηγώντας τί
είναι, πώς ένεργεΐ καί πώς ένώνεται φυσικά μέ τό σώμα, χωρίς νά γίνεται ύλικό
σώμα, χωρίς δηλαδή νά συγχέεται ή νά μεταβάλλεται σε ύλική φύση. Τό άμετάβλητο
τής ψυχής κατά τήν ένωση μέ τό σώμα θεμελιώνει σέ δύο άρχές: ή ψυχή ώς νοητό όν
δέν μπορεί νά μετατραπεΐ σέ σωματικό τό είναι τήν ψυχή στό σώμα σημαίνει σχέση
καί διάθεση, όπως ό ήλιος σχετίζεται μέ τόν άέρα, τόν όποιο, εισερχόμενος ό
ήλιος μέσα του, μεταβάλλει σέ φώς (κεφ. Γ'). ’Απορρίπτει τις απόψεις ότι ή ψυχή
δημιουργεΐται κατά τήν σύλληψη ή γέννηση τοΰ άνθρώπου, ότι άπλώς «εφάπτεται» μέ
τό σώμα καί ότι υπάρχει μετεμψύχωση. Φαίνεται νά δέχεται ότι ή ψυχή προϋπάρχει
τής ένώσεώς της μέ τό σώμα, ένισχυόμενος άπό τήν πλατωνική θεωρία τής
άναμνήσεως (κεφ. Β').
Ή μόνη σπουδαία του
άναφορά στήν θεολογική προβληματική τής εποχής σχετίζεται μέ τήν φυσική άλλ’
άτρεπτη καί άσύγχυτη ένωση τών δύο φύσεων τού Χριστού, άλήθεια τήν όποια
χρησιμοποιεί γιά νά έξηγήσει τό είδος τής πραγματικής άλλ’ άσύγχυτης ένώσεως
ψυχής καί σώματος (κεφ. Γ'). Γιά νά ένισχύσει μάλιστα μέ φιλοσοφικό έπιχείρημα
τήν άτρεπτη ένωση, παραθέτει ένα χωρίο τού νεοπλατωνικού Πορφυρΐου άπό τό έργο
του «Περί τών σνμμΐκτων ζητημάτων», τό μόνο άλλωστε χωρίο πού σώζεται άπό τό
έργο τούτο.
Στό δεύτερο μέρος τοΰ
έργου γίνεται λόγος γιά τά στοιχεία τοΰ σώματος, τίς αισθήσεις, τίς ψυχικές
δυνάμεις, τήν σωματική καί ψυχολογική λειτουργία τοΰ άνθρώπου. Τίς σχετικές
άντιλήψεις λαμβάνει έμμεσα ή άμεσα κατά μέγα μέρος άπό τόν ιατρό Γαληνό καί άπό
άλλους, όπως τόν Δημόκριτο. Τό τρίτο μέρος, πού δίνει τήν έντύ πωση μικρής
διατριβής καί είναι τό σημαντικότερο, εξηγεί πώς καί πόσο ή βούληση είναι
έλεύθερη, άπορρίπτει τήν γνωστή φιλοσοφι κοθρησκευτική άντίληψη περί ειμαρμένης
καί προβάλλει τό γεγονός τής θείας πρόνοιας. Έδώ χρησιμοποιεί ευρύτατα πλήν
έμμεσα τό «Περί ειμαρμένης» τού ’Αλεξάνδρου Άφροδισιέως.
Τό έργο θεωρήθηκε ώς
έπιτυχής προσπάθεια έναρμονίσεως χριστιανισμού καί φιλοσοφίας έλληνικής, άλλά ό
Νεμέσιος δέν βρίσκει κάποιο φιλοσοφικό σύστημα πού νά έναρμονίζεται μέ τόν
χριστιανισμό. 'Απλώς έπισημαίνει κάποιες φιλοσοφικές άντιλήψεις, πού δείχνουν
ότι κάποιο πρώτο στάδιο μιας θεολογικής άντιλήψεως δεν είναι ανεξήγητο
λογικά φιλοσοφικά. Κατά τά άλλα
περιγράφει την φυσιολογία καί την ψυχολογία τοϋ ανθρώπου μέ τά δεδομένα τής έπο
χής καί μάλιστα μέ τρόπο καθόλου αναλυτικό ή διεξοδικό. Επειδή όμως γίνεται
πυκνή παράθεση φιλοσοφικών άντιλήψεων καί θεωριών άπό τά πιό διάφορα μεταξύ
τους συστήματα, άποκτά τό έργο ενδιαφέρον γιά τούς ιστορικούς τής φιλοσοφίας
καί αποβαίνει έξοχο δείγμα έκλεκτικής χρήσεως τής όλης αρχαίας φιλοσοφίας.
Πάντως τό έργο τοϋ
Νεμεσίου χρησιμοποιήθηκε άπό μερικούς συγγράφεις τής ’Ανατολής (Μάξιμος
'Ομολογητής, Λεόντιος Βυζάντιος, ’Ιωάννης Δαμασκηνός καί μοναχός Μελέτιος, ό όποίος
χρησιμοποιεί κατά λέξη πολλά κεφάλαια τοϋ β' μέρους τοϋ έργου) καί έπηρέασε
εύρύτατα τόν μεσαιωνικό λατινικό χώρο (π.χ. ’Αλβέρτο τόν Μέγα καί Θωμά
Άκινάτη), όπου γνώρισε περισσότερες άπό πέντε μεταφράσεις.
ΕΡΓΟ
Περί φύσεως ανθρώπου.
'Υπότιτλος σέ μερικά χειρόγραφα: Λόγος κεφαλαιώδης. Άποτελεΐται άπό 44
κεφάλαια, άπό τά όποια μερικά είναι ολίγων αράδων. Μεταφράστηκε στην άρμενική,
την γεωργιανή, την άραβική καί στην μεσαιωνική λατινική
Κριτική έκδοση μέ πλούσια
εισαγωγή τής λατινικής μεταφράσεως τοϋ έργου άπό τόν Burgundio
144. ΣΥΝΟΔΟΣ (ΣΥΛΛΟΓΗ) ΛΑΟΔΙΚΕΙΑΣ (τέλος Δ' αί.)
'Η συλλογή 59 κανόνων,
τούς όποιους ή χειρόγραφη παράδοση άποδίδει σέ σύνοδο τής Λαοδίκειας, είναι
φορτισμένη μέ άλυτα προβλήματα. Ούτε ό χρόνος τής συνόδου μπορεί νά
προσδιοριστεί ούτε ή σύνθεση τής συλλογής μπορεί νά διευκρινιστεί. Βέβαιο είναι
μόνο ότι έγινε σύνοδος (Θεοδω ρήτου, Εις τήν πρός Κολασσαεϊς Β' 18: PG 83,
613Β) στήν Λαοδίκεια καί ότι οί 59 κανόνες της άποτελοΰν συλλογή καί μετά
περίληψη (περί τό τέλος μάλλον τού Δ' αί.) κανόνων καί διατάξεων
έκκλησιαστικών, πού ήδη κυκλοφορούσαν στήν ευρύτερη μικρασιατική περιοχή τής
Φρυγίας. Βραδύτερα προστέθηκε κανόνας (60), πού άπαριθμεΐ τά κανονικά βιβλία
τής Γραφής. Οί κανόνες έχουν τίτλους περιληπτικούς τού περιεχομένου τους,
χαρακτηρίζονται άπό πνεύμα έπιείκειας καί κυρώθηκαν άπό τήν Πενθέκτη Οίκουμ,
Σύνοδο τού 691 (κανόνας 2).
Άναφέρονται στόν δεύτερο
γάμο θετικά (1), στήν συγχώρησή μέ μετάνοια όλων των άμαρτημάτων (2), στήν
άποφυγή δανεισμού καί τοκισμού άπό τούς κληρικούς (4) καί σέ άλλα θέματα ήθικου
βίου. Ή πλειονότητα των κανόνων άφορά τήν έκκλησιαστική γενικά εύταξία καί τά
καθήκοντα των κληρικών: οί πιστοί νά μήν πηγαίνουν γιά σχετικές «εύχές» στά
κοιμητήρια των αίρετικών (9), νά μήν τελούν μικτούς γάμους (31), νά μή συμ
προσεύχονται (33) καί νά μή συνεορτάζουν μέ αιρετικούς, έθνικούς και Ιουδαίους
(3739), νά μήν τελούνται γεύματα (ώς «άγάπες») στους ναούς (28), τό μυστήριο
τοϋ Χρίσματος νά γίνεται μετά τό Βάπτισμα, νά μήν τελούνται κατά την Τεσσαρακοστή
Λειτουργίες καί μνήμες άγιων παρά μόνο Σάββατο καί Κυριακή (49, 51), ένώ
άποκλείονται στήν περίοδο αύτή τέλεση γάμων καί έορτασμός γενεθλίων (52), νά
μήν τελούνται Λειτουργίες σέ (ιδιωτικά) σπίτια (58), νά μή χειροθετοϋνται ή
χειροτονούνται («κα θίστασθαι») γυναίκες («πρεσβύτιδες», «προκαθήμενοι») (11),
νά τηρείται ή τάξη στούς Ψαλμούς, τά άναγνώσματα καί τίς εύχές (1619), πού όλα
πρέπει νά είναι τά κανονικά, άποκλειομένων των αύτοσχεδιασμών καί τών μή
κανονικών βιβλίων (59). Ειδικότερα γιά τούς έπισκόπους ή σύνοδος επιτάσσει: νά
χειροτονούνται άπό τόν μητροπολίτη καί τούς έπισκόπους «τών πέριξ» (12), νά μήν
άποφεύγουν την συμμετοχή τους στήν σύνοδο (4L), νά μή χειροτονούνται επίσκοποι
γιά τίς «κώμες» (χωριά), τίς όποιες νά εξυπηρετούν «περιοδευτικά» μέ τήν
σύμφωνη γνώμη τού έπισκόπου (57). ’Ακόμη ή σύνοδος, ένεκα παρεκτροπών άσφαλώς,
αποκλείει τήν έκλογή τών κληρικών άπό λαϊκούς (13).
Μεταφράστηκαν στήν
λατινική, τήν παλαιοσλαβική καί τίς άρχαΐες ά νατολικές γλώσσες (συριακή,
αρμένική, γεωργιανή, αραβική, αίθιοπική):
145. ΦΑΥΣΤΟΣ Ο ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ
ό Ιστοριογράφος τής
αρμένικης Εκκλησίας
Ό Φαύστος έδρασε άπό τά
μέσα τοϋ Δ' αί. καί άγνωστο πώς βρέθηκε στήν ’Αρμενία. Έκεΐ συνδέθηκε μέ τόν
Καθολικό, δηλ. τόν έ πικεφαλής, τής άρμενικής Εκκλησίας Νερσές Α' (ή Ναρσή)
(363 374), πού ήταν δισσέγγονος τοϋ Γρηγορΐου Φωτιστή (297326), στόν όποιο
οφείλεται ή μεγάλη έξάπλωση καί ή αρχική οργάνωση τοϋ χριστιανισμού στήν
’Αρμενία καί τόν όποιο Γρηγόριο τότε κληρονομικά διαδέχονταν στόν θρόνο οί
επίγονοί του.
Ό Φαϋστος, πού προερχόταν
άπό τό άνατολικορωμαϊκό κράτος καί άργότερα στά χειρόγραφα καλείται Βυζάντιος,
είχε πλούσια παιδεία κι έγραψε τήν 'Ιστορία τής ’Αρμενίας, φυσικά στήν
έλληνική, άφοϋ μόνο άπό τόν έπόμενο αιώνα ό πολύς Μεσρώπ κατασκεύασε (406/7)
αρμένικο άλφάβητο καί άρχισε ή άρμενική γραμματεία.
Ή Ιστορία αύτή καλύπτει
περίπου τά έτη 320387 καί γίνεται ιδιαίτερα διεξοδική, όταν παρουσιάζει την δράση του Καθολικού Νερσές,
πού είχε μορφωθεί στήν Καισάρεια, έπηρεαζόταν άπό τό πνεύμα τοϋ Μ. Βασιλείου
καί ύπήρξε τόσο δημιουργικός, ώστε νά όνομαστεΐ Μέγας. Τό έργο, γραμμένο στά
τελευταία έτη τοΰ Δ' αΐ., είναι Ιστοριογραφικό καί δίνει λίγες χρονολογίες,
αλλά ή άξια του είναι τεράστια, διότι γιά την πρώιμη αύτή έποχή τής αρμένικης
Εκκλησίας δέν έχουμε άλλη έκτενή γραπτή πηγή. Τό κείμενο τοϋ Φαύστου δέν σώθηκε
στό πρωτότυπο. Τό γνωρίζουμε όχι όλόκληρο άπό άρμενική μετάφρασηδιασκευή τοΰ
τέλους τοΰ Ε' αΐ., όπότε έμφιλο χωρήθηκαν καί νεώτερα ιστορικά, λειτουργικά καί
αγιολογικά στοιχεία.
146. ΠΡΑΞΕΙΣ (ACTA) ΕΔΕΣΣΗΝΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ
Οί σύροι χριστιανοί
συγγραφείς μετά τόν Έφραίμ ( + 373) έδειξαν ιδιαίτερη προτίμηση στήν σύνταξη
Μαρτυρίων, έχοντας ώς πρότυπα σχετικά έλληνικά έργα καί μάλιστα άπόκρυφα
κείμενα. Οί μεγάλοι διωγμοί στό περσικό κράτος άπό τόν βασιλιά Σαπώρ Β', σέ δύο
κυρίως περιόδους (344/6 καί 376/7), ήταν ικανή άφορμή γιά νά τιμήσουν οί πέρσες
χριστιανοί τούς συμπατριώτες τους, οί όποιοι μαρτύρησαν τόν Γ' αί. έπί Δεκίου
(249250) καί στίς άρχές τοΰ Δ' αί. έπί Διοκλητιανοΰ.
Οί άρχαιότερες
Πράξεις Acta έδεσσηνών μαρτύρων
περιγράφουν τό μαρτύριο των Sarbel καί Barsamja, οί όποιοι μαρτύρησαν έπί
Δεκίου. Τό κείμενο συντάχτηκε περί τό τέλος τοΰ Δ' αί. άπό άγνωστο συγγραφέα, ό
όποίος τά περισσότερα στοιχεία τά έπινοεΐ.
Τοΰ τέλους τοΰ Δ' αί. έπίσης φαίνεται νά είναι καί οί Πράξεις τών Gurja, Semona καί Habbib, οί όποιοι μαρτύρησαν έπί Διοκλητιανοΰ. Καί τών πράξεων τούτων ή ιστορική
άξιοπιστία είναι μικρή.
147. ΜΑΡΚΙΑΝΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ
(τέλος Δ' αί ;)
Ή χειρόγραφη παράδοση
προσγράφει σύντομα άσκητικά καί θε ολογικά έργίδια στον μοναχό Μαρκιανό, τοϋ
όποιου όμως αγνοούμε την ταυτότητα. Τά ασκητικά έχουν απλοϊκή μορφή καί
στοιχειώδη σχετική διδασκαλία. Τά θεολογικά του, άπό μερικά των όποιων σώζονται
μόνο άποσπάσματα, έχουν κυρίως οίκοδομητικό χαρακτήρα καί άντιαπολιναριστική
τάση. Μερικά άπό τά τελευταία φαίνεται νά έχουν κάποια σχέση μέ τήν θεολογία
τής Δ' Οικουμενικής Συνόδου (451).
Ό J. Lebon ταύτισε τόν
μοναχό Μαρκιανό μέ τόν ασκητή Μαρ κιανό, πού έζησε στήν έρημο τής Χαλκίδας
κοντά στήν Κύρο (Συρία), πέθανε περί τό 390 καί μιλάει γι’ αυτόν ό Θεοδώρητος
(Έκκλησ. Ιστορία Δ' 22 καί Λαυσαϊκή ιστορία 3). ’Αντίθετα ό J. Kirchmeyer
ταύτισε τόν μοναχό Μαρκιανό μέ τόν Μαρκιανό τής Βηθλεέμ (410 492), πού μόνασε
στήν μονή ΓΊασσαρΐωνα, άντιτάχτηκε στίς άπο φάσεις τής Δ' Οικουμενικής Συνόδου,
έπανήλθε περί τό 480 στήν ’Ορθοδοξία κι έγινε άρχιμανδρίτης (γενικός ήγούμενος)
των μονών των Ιεροσολύμων.
Δυστυχώς καί οί δύο
θεωρίες δέν είναι πειστικές
(A. Γενικώς
όμως τά άσκητικά έργίδια κατανοούνται ευκολότερα στό κλίμα τού Δ' αιώνα.
Τά έργίδια συντάχτηκαν
στήν ελληνική, άλλά τά περισσότερα σώθηκαν σέ συριακή μετάφραση.
Άσκητικά: 1) Περί
μετάνοιας. 2) Περί τελείας ύπακοής. 3) Περί βαπτί σματος. 4) Περί
ταπεινοφροσύνης (πού έχει έκδοθεΐ καί ώς έργο τού Εύα γρίου). 5) Έγχειρίδιον
περί νηστείας. 6) Περί τοϋ υπέρ πίστεως θανάτου. 7) Περί πανοπλίας πρός
μοναχούς. 8) Λόγος άσκητικός καί πολυμερής. 9) ’Αποφθέγματα.
Τά μέ άριθμό 4 (έλλ.
τίτλος: «Περί Ασκητικού βίου»), 5, 7 καί 8 σώθηκαν στήνέλληνι κή. Βλ.
άντίστοιχες έκδόσεις
Θεολογικά: 1) Λόγος
συμβουλευτικός περί πίστεως τής Εκκλησίας (έργο μετανεστοριανικό καί δρα δχι
τοΰ Μαρκιανοΰ), 2) Κατά τής διδασκαλίας Άπολιναρίου καί Βιταλίου, 3)
’Αποσπάσματα τρία: Περί πίστεως, Δόγματα έκκλησιαστικά περί πίστεως είς τήν
άγίαν Τριάδα καί Περί έν σαρκώσεως. 'Όλα στήν συριακή.
’Ανέκδοτα: Στόν Μαρκιανό
άποδίδει ό κώδικας Coislin. gr. 122 τρία σύντομα κείμενα μέ τούς τίτλους Περί
λοιδορίας καί παντοίας ύβρεως (φ. 66), Περί συγκαταθέσεως (φ. 73β) καί Έκ τοϋ
Μαρκιανοΰ τοϋ έν τή έρήμω
Τέλος, ή συλλογή Doctrina Patrum de Incarnatione Verbi (εκδ. F. Diekamp, Miinster 1907, σ. 242)
μνημονεύει 20 όμιλίες τοΰ Μαρκιανοΰ, γιά τίς όποιες δεν έχουμε οΰτε ϊχνη.
148. ΑΜΜΩΝΑΣ άναχωρητής κι έπίσκοπος
Ό Άμμωνάς ύπήρξε μεγάλης
άκτίνοβολίας κι έπιρροής άναχω ρητής. Μετά τόν θάνατο του Μ. ’Αντωνίου (356)
είχε τήν πνευματική ευθύνη τής εκτεταμένης (μεταξύ Νείλου καί Σουέζ) λαύρας τοΰ
Πισπίρ, δηλ. τής μή οργανωμένης άποικίας άσύνδετων μεταξύ τους κελλίων. Στόν Μ.
’Αντώνιο, τοΰ όποιου θεωρείται διάδοχος, προσ κολλήθηκε άφοΰ (άν, όπως
νομίζουμε, πρόκειται γιά τό ίδιο πρόσωπο) άσκήτευσε 14 χρόνια στήν Σκήτη (Wadi
Natrun), όπου διακρί θηκε ό Μακάριος ό Αιγύπτιος ( + 390),
“Ηδη τό 362 είχε φήμη
διακριτικού ασκητή, πού συμβούλευε μ’ επιτυχία τούς μοναχούς. Τότε τόν γνώρισε
ό Μ. ’Αθανάσιος, πού διωκόμενος ζοΰσε κι αύτός γιά ένα διάστημα στήν έρημο,
θαύμασε τις πνευματικές του αρετές καί τόν χειροτόνησε γιά κάποια αιγυπτιακή
πόλη επίσκοπο. Ό Άμμωνάς ήταν βέβαια νίκαϊκός καί στόν διωγμό τού Λουκΐου,
έπάρχου Αίγύπτου, ταλαιπωρήθηκε πολύ. Γνώρισε σημαίνοντες άνδρες τής έποχής του
καί κοιμήθηκε πρίν τό 396 ή πρίν τό 403.
'Ως έπίσκοπος ό Άμμωνάς
δέν έπαυσε νά φροντίζει γιά τά πνευματικά προβλήματα των μοναχών, πρός τούς
όποιους έγραφε Επιστολές καί Διδάγματα. Δέν είχε μόρφωση εξαιρετική, άλλά
έγραφε στήν ελληνική μέ πολλή έπιτυχία. Τούτο έχει μεγάλη σημασία, διότι
δείχνει ότι τά μεταπαχωμιανά κείμενα, τά θεμελιωτικά τού αιγυπτιακού
μοναχισμού, γράφηκαν στήν έλληνική, τήν όποια οί συγγραφείς τους γνώριζαν καλά
ή καί τήν μιλούσαν. Τό καίριο θέμα πού απασχολεί τόν Άμμωνά είναι ή επίτευξη τής
ήσυχίας, στό κλίμα τής όποιας γεννώνταί: θεία γνώση, πνευματική αγαλλίαση,
«θεϊκή δύνα μις», «γλυκύτηςτοΰ Παναγίου Πνεύματος», «θέρμη θεϊκή» καί πύρωση
τής καρδίας από άγάπη γιά τόν Θεό. Αύτά, διατυπωμένα μέ πολλή άπλότητα,
δείχνουν ότι ό Άμμωνάς είχε ύπερβει τό στάδιο τής πρακτικής άσκήσεως καί είχε
είσέλθει σέ καταστάσεις νηπτικής εμπειρίας (ή θεοπτίας), τήν οποία περιγράφει
άπαλλαγμένος από τήν ώριγενιστική καί δή τήν εύαγριανική μεταφυσική, πού τότε
εί σόρμησαν στήν άσκητικονηπτική γραμματεία. Μέ τόν τρόπο αυτό προσέφερε
θεμελΐωση παραδοσιακή καί ορθόδοξη στόν αιγυπτιακό μοναχισμό.
Τού άποδίδονταί καί 15
άποφθέγματα διηγήσεις από τούς συμ
πιλητές τού Γεροντικού.
Ό “Αμμων Άδρίανουπόλεως,
ό όποίος έλαβε μέρος στήν σύνοδο Κωνσταντινουπόλεως τό 400 καί τού όποιου
σώζονται μερικά αποσπάσματα (CPG II 2540), είναι πρόσωπο διαφορετικό από τόν
Άμμωνά.
Έπιστολαί. Παραδίδονται
στήν έλληνική 8 έπιστολές. Οί 7 σ’ ενιαία συλλογή καί μία μόνη (άρχή της: «τό
πνεύμα όπου θέλει πνεΐ...»), πού μάλιστα είναι ή 10η τής σνριακής συλλογής
έπιστολών, στήν όποια περιλαμβάνονται 15. Μεταφράστηκαν ακόμη στήν αραβική, τήν
γεωργιανή καί τήν αρμένική
Τοϋ .άββά Άμμωνά
έπιστολαί πέντε, άποσπάσματά τινα... έκδίδονται ύπό Αύγου στίνου Ίορδανίτου,
Ιεροσόλυμα
Συρίακή συλλογή
Διδάγματα. Ό άκριβής
τίτλος: «Έκ τών διδαγμάτων τού όσιον πατρός ήμών ’Αμμωνά». Πρακτικές όδηγίες
γιά την καταπολέμηση τής ύπερηφα νίας, τής μνησικακίας καί άλλων έμποδίων στην
πνευματική ζωή. Μετάφραση γεωργιανή.
’Αποφθέγματα. Δεκαπέντε
αποφθέγματα διηγήσεις, στις όποιες περιέ
χονται ρήσεις καί συμβουλές του. Σώζεται καί συριακή συλλογή αποφθεγμάτων
Τοΰ άποδίδονται ακόμη
’Επιστολή πρός νέους μοναχούς (στήν συριακή) καί ένα άπόσπασμα
Νόθα: Τοϋ άποδίδονται
Κεφάλαια παραινετικά, Λόγος περί τών θελόν των ήσυχάσαι καί Περί τής χαράς τής
ψυχής ..., πού άνήκουν σέ έργα τοΰ άββά Ήσαΐα
149. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΕΛΒΙΡΑΣ (ELIBERIS)
ΓΕΝΙΚΑ
Ό Γρηγόριος Έλβίρας
ύπήρξε ό σπουδαιότερος ίσπανός θεολόγος πρίν από τόν ’Ισίδωρο Σεβίλλης ( +
636), ό σημαντικότερος πολέμιος τοΰ αρειανισμού στήν χώρα του καί άπό τούς
έλάχιστους δυτικούς έπισκόπους, πού δέν ύπέκυψαν στόνήπιο αρειανισμό. Σειρά
έρευνών στις άρχές τοΰ αιώνα έπαναπέδωσαν στόν Γρηγόριο τά έργα του, μέσω τών
όποιων γνωρίζουμε τήν σκέψη καί τήν νοοτροπία του. ’Από χαρακτήρα καί ανατροφή
ήταν ύπεραυστηρός, μέ αποτέλεσμα νά τηρήσει σκληρή στάση πρός όσους διαφωνούσε.
Ή έπισκοπική του δράση άρχισε λίγο πρίν τό 356 καί κορυφώθηκε όταν ό
αρειανισμός έπιβλήθηκε γενικά στήν Δύση (356/9) καί όταν ό Λουκίφερ Cagliari
καί ό Ίλάριος Poitiers είχαν έξοριστεΐ στήν Ανατολή, έπειδή έπέμεναν στήν
ορθόδοξη θεολογία τής Νίκαιας. Τότε ό Γρηγόριος, πού μάλλον κατάφερε νά μή
λάβει μέρος στήν σύνοδο τοϋ Ρίμινί (359) (κι έτσι ν’ άποφύγει τίς πιέσεις, στίς
όποιες ύπέκυ ψαν 400 έπίσκοποι), καταπολέμησε τόν αρειανισμό μέ τό ανώνυμο έργο
του De fide, έπιτίμησε τούς δυτικούς έπισκόπους καί μάλιστα προσέβαλε τόν
σεβάσμιο "Οσιο Κορδούης, πού, ύπέργηρος, ύπέκυ ψε στις πιέσεις των
άρειανών. Στό έργο αυτό χρησιμοποίησε μόνο τούς δυτικούς Τερτυλλιανό, Τλάριο
καί Phoebadius, διότι άγνοοϋσε τήν έλληνική γλώσσα καί τήν σχετική θεολογική
διεργασία τής Ανατολής.
Μέ τό πρώτο σημαντικό
αύτό άντιαρειανικό κείμενο στήν 'Ισπανία ό Γρηγόριος διηύρυνε τόν θεολογικό
ορίζοντα περισσότερο άπ’ όσο τόν άφησε ό Ποτάμιος Λισσαβώνας καί διήγειρε τό
ένδιαφέρον γιά δογματικοθεολογικές συζητήσεις. Δέν είχε όμως τίς προϋποθέσεις
ούτε γιά πρωτοτυπία ούτε γιά συνετή τακτική. Στήν πρώτη μορφή τού έργου του,
καταπολεμώντας τόν άρειανισμό, έφθασε σέ μοναρ χιανίκές (σαβελλίανικές)
διατυπώσεις, τίς όποιες ευτυχώς γρήγορα συνειδητοποίησε καί διόρθωσε στήν
δεύτερη έκδοση τοϋ έργου, περί τό 363 μέ 364. "Ετσι ανέπτυξε ορθόδοξη
τριαδολογία, υποστηρίζοντας τό όμοούσιο τοϋ Υίοϋ, αλλά τονίζοντας κυρίως τήν
ένότητα τοϋ Θεού καί χρησιμοποιώντας τόν όρο τοϋ Τερτυλλίανοϋ πρόσωπο
(persona), χωρίς νά φθάνει σέ ικανοποιητική διάκριση των θείων προσώπων.
Παράλληλα τήρησε ασύνετη
τακτική καί άπέρριψε τήν άπόφαση τής συνόδου ’Αλεξάνδρειάς (362), στήν όποια
βρέθηκε τρόπος έπα νόδου των ήμίαρείανών στήν Εκκλησία. Ό Γρηγόριος άκολούθησε
σ’ αύτό τόν Λουκίφερ Cagliari (Σαρδηνία), πού δημιούργησε σχίσμα καί δική του
εκκλησία, τής όποιας, μετά τόν θάνατο τοϋ Λουκίφερ (+ 370/1) ή λίγο αργότερα,
έπικεφαλής έγινε ό Γρηγόριος μέ τήν συμπαράσταση κληρικών τής ’Ανδαλουσίας.
Έπικεφαλής τών
όλιγάριθμων λουκιφεριανών έμεινε, φαίνεται, μέχρι τόν θάνατό του, πού δέν
ξέρουμε πότε συνέβη. Τό 393 πάντως ό 'Ιερώνυμος τόν χαρακτηρίζει πολύ
ήλικιωμένο (De viris illustribus 105). Εζησε όμως άκόμη μερικά χρόνια καί
πρόλαβε νά γνωρίσει τίς μεταφράσεις εξηγητικών έργων τοϋ ’Ωριγένη, πού
φιλοτέχνησαν άπό τό τέλος τοϋ Δ' αιώνα οί Ρουφΐνος καί 'Ιερώνυμος. "Ετσι
δείχνει ένήμερος τών έρμηνευτικών τάσεων καί μιλάει γιά τριπλή σημασία τής ΠΑ:
prophetiahistoriafigura (προτύπωση μελλοντικών γεγονότων).
Ή ένημέρωσή του αυτή
διηύρυνε τούς έρμηνευτικούς του όρΐζον τες, πού περιελάμβαναν ήδη τούς λατίνους
θεολόγους και τόν Ειρηναίο, καί στερέωσε τήν άγάπη του πρός τήν άλληγορική
ερμηνεία, μέ τήν βοήθεια τής όποιας γιά οίκοδομητίκούς κυρίως λόγους έρμή νευσε
πλήθος χωρίων καί γεγονότων τής ΠΔ, χωρίς νά παραμερίζει καί τήν τυπολογική
εξήγηση. Δεν είναι τυχαίο ότι πλήν άλλων άσχο λήθηκε μέ τό Ασμα άσμάτων, στό
όποιο έκτεταμένα εφάρμοσε καί τά δύο αύτά είδη ερμηνείας. Τό έξηγητικό του
έργο, άφιερωμένο εξ ολοκλήρου στήν ΠΔ, σημασία κυρίως έχει σήμερα γιά τήν γνώση
τού προϊερωνυμίκού κειμένου της ΠΔ, όπως αύτό ήταν γνωστό στήν 'Ισπανία. Ή
έπισήμανση παραλλήλων μεταξύ τής τρίτης 'Ομιλίας του (άπό τό Tractatus XX de
libris sanctarum...) πρός τήν 'Ομιλία τού Ωριγένη στό Γενέσ. 7,23 (όπως τήν
μετέφρασε ό Ρουφΐνος μόλις περί τό 403) υποχρεώνει νά τοποθετήσουμε τόν θάνατο
τού Γρηγορίου στήν πρώτη γενικά δεκαετία τού Ε' αιώνα, κάτι όμως πού δέν
ισχύει, έάν άλλοθεν γνώριζε τό κείμενο τού Ωριγένη.
ΕΡΓΑ
'Ο Γρηγόριος Έλβίρας άφησε
μικρό αριθμό έργων, δογματικών καί δή έξηγητικών. Αύτά κυκλοφορούσαν ώς έργα
άλλων καί μόλις πρόσφατα τού αποδόθηκαν.
De fide orthodoxa contra
arianos (Περί τής ορθοδόξου πΐστεως καί κατά Άρειανών). Είναι γνωστό σε δύο
μορφές. Τό κυκλοφόρησε άνώνυμα τό 360, γιά νά ύποστηρίξει τό όμοούσιος τής
Νίκαιας καί νά καταπολεμήσει τό φι λοαρειανικό σύμβολο τού Ρίμινι (359).
Μερικές φράσεις του ηχούσαν μο ναρχιανικά (σαβελλιανικά) καί προκάλεσαν
αντίδραση. "Ετσι περί τό 363/4, όταν πλέον είχε πεθάνει καί ό αύτοκράτορας
Κωνστάντιος, βελτίωσε τό κείμενο, τό άπάλλαξε άπό έπικΐνδυνες διατυπώσεις καί
τό κυκλοφόρησε έπώνυμα. Σώθηκαν καί οί δύο μορφές, ή πρώτη ώς έργο τού
’Αμβροσίου Μιλάνου καί ή δεύτερη ώς έργο τού Γρηγορίου Θεολόγου. Τυπώθηκαν καί
ώς έογα τού Phoebadius.
De area Noe (Περί τής
κιβωτού τοϋ Νώε). Στό έργίδιο, πού Αποδιδόταν στόν Ωριγένη, έρμηνεύει την
κιβωτό τοϋ Νώε ώς προτύπωση τής Εκκλησίας.
Tractatus de libris
sanctarum Scripturarum (Πραγματεΐαι περί τών βιβλίων τών άγιων Γραφών). Καί
αύτό παραδιδόταν ώς έργο τοϋ Ωριγένη. Δημοσιεύτηκε τό 1900. Άποτελεΐται από 20
όμιλίες, μέ τίς όποιες ασκεί άλλη γορική έρμηνεία κειμένων καί γεγονότων τής ΠΔ
(από την Γένεση μέχρι τόν Ζαχαρία). 'Η τελευταία ομιλία άναλύει τό Πράξεων 2,
12, γιά νά τονίσει τό έργο τοϋ 'Αγ. Πνεύματος στην Εκκλησία. Διαπιστώθηκε
ομοιότητα μεταξύ τής τρίτης 'Ομιλίας καί τής 'Ομιλίας στην Γένεση (7, 23) τοϋ
Ωριγένη, δπως μετέφρασε την τελευταία ό Ρουφΐνος περί τό 403. Έάν δέν ύπήρχε
κοινή λατινική πηγή, τότε ό Γρηγόριος έγραψε μετά τό 403 καί τό έτος θανάτου
του μετατίθεται γενικά στήν πρώτη δεκαετία τοϋ Ε' αί.
’Αποσπάσματα. Μέ τό όνομα
τοϋ Γρηγορίου ή μέ άλλα όνόματα διασώθηκαν λίγα καί πολύ σύντομα ερμηνευτικά
σχόλια, πού δέν ξέρουμε άν προϋποθέτουν εύρύτερα έργα. Σχεδόν σέ όλα γίνεται
άλληγορική έρμηνεία:
’Αμφιβαλλόμενα. De
diversis generibus leprarum (άλληγορική έρμηνεία χωρίων τοϋ Λευϊτικον). Τρεις
συγγενείς μεταξύ τους καί πολύ σύντομες έκθέσεις πίστεως
Πρώτη αποκλειστική εισαγωγή και δημοσίευση κειμένων
στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το Βιβλίο
ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ Β'
+ΣΤΥΛ.ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
Η ηλεκτρονική
επεξεργασία μορφοποίηση κειμένου
και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η
αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με
αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου