Αρχαίοι άνθρωποι τής Ανατολής
ΠΡΟ ΛΙΓΑ ΧΡΟΝΙΑ ακόμα μπορούσες νά βρεις εκεί μέσα από κείνη τή γενεά τών άρχαίων ανθρώπων, πού δέν υπάρχουνε σέ άλλα μέρη, σάν κι αυτούς πού διαβάζουμε στις ιστορίες τών παλαιών Ελλήνων, καί πού τίς συνταιριάζανε ό γερο-Όμηρος, ό Ησίοδος, ό Ηρόδοτος, ό Θεόκριτος, καθώς καί στήν Παλαιά Διαθήκη. ’Ήτανε άρχαΐοι "Ελληνες μαζί κι Άνατολίτες χριστιανοί, πράοι κι άθώοι άνθρώποι. Σά νά τούς άπόκλεισε ή φύση σέ κείνο τό βλογημένο στενοθάλασσο, κι ά-πομείνανε δπως βρεθήκανε πριν άπό χιλιάδες χρόνια, ίδιοι κι άπαράλλαχτοι, άπό τότες πού ήτανε είδωλολάτρες καί πιστεύανε στά ξύλα, στ’ άστρα καί στά δέντρα.
Μά τό παράδοξο είναι πώς δέν ήτανε άγριοι, πονηροί καί μοβόροι, μαχαιροβγάλτες κι άκοινώνητοι. Σάν παιδιά άγαπούσανε τίς ιστορίες, όλα τά πιστεύανε, καλοσύνη είχανε στήν καρδιά τους. Βαστούσανε στό χωριό σπίτια μ’ δλη τήν τάξη. Κλέφτες δέν ήτανε, ψέματα δέ λέγανε, τή δουλειά τήν άγαπού-σανε, τόν ξένο σάν άδερφό τους τόν είχανε. Καί τούτο, επειδή ζούσανε μέ μεγάλη άπλότητα κ’ ήτανε φχαριστημένοι μέ λίγα πράματα, καί δέ χρειαζόντανε μηδέ τό ψέμα, μηδέ τήν κλεψιά, μηδέ τό σκοτωμό, γιά νά πληθύνουνε τήν καλοπέρασή τους. Τήν πείνα δμως δέν τήν ξέρανε, γιατί ή μεγάλη στεριά, πού τους γεννησε, δεν άφηνε κανένα νηστικόν και παραπονεμενον, ή βλογημένη Ανατολή, πού βγάζει πολύ καί γλυκό ψωμί, καί κάθε λογής πράμα, μέλι, γάλα, λάδι κι δ,τι άλλο χρειάζεται γιά ζωοθροφία τού άνθρώπου, δίχως μάταια πράματα. Όπως ή γης έθρεφε κάθε λογής προκομμένο δέντρο, ή θάλασσα έθρεφε ψάρια πού ’χανε τήν ιδιαίτερη νοστιμάδα πδχει κάθε τι πού βγάζει κείνη ή βλογημένη πλάση, άγρια καί ήμερα.
Αλλά κ’ οί άνθρωποι δέν ήτανε πλεονέχτες, ό πλούσιος έδινε στόν πιό φτωχό, κι ό φτωχός πάλε δέν ήθελε σώνει καί καλά ν’ άνεβεί άπάνου άπό τόν άλλον, δέ λίμαζε, δέν τόν έτρωγε ή ζηλοφθόνια, ούτε ό νους του ήτανε δλο στό κέρδος, μόνο πέρναγε ή ζωή τους μέ ειρήνη βαθιά, κι ό Θεός τούς βλογοϋσε άπό πάνου.
Φαίνεται πώς τέτοιοι πρωτινοί άνθρωποι υπήρχανε πάντα εδώ στήν Ανατολή· καί τότες πού άλλαξε ή θρησκεία καί γινήκανε χριστιανοί, άπομείνανε οί ίδιοι, γιατί ή καινούργια θρησκεία ήτανε ποιητική καί άπλή σάν τήν παλιά βάλε καί περισσότερο. Τούτοι βαστούσανε άπό άνθρώπους πού ζήσανε καί κείνοι κρυφά άπό τόν Θεό, τόν καιρό πού κυβερνούσανε τόν κόσμο οί Ρωμαίοι. "Υστερα, σά γίνηκε χριστιανικό βασίλειο ή Κωσταντινούπολη, καί τά μέρη τούτα ήτανε όλότε-λα ξεχασμένα κι άπόμερα, καί δέν πήγαινε ποτές άνθρωπος άπό άλλη χώρα έκεΐ πέρα, γινήκανε πιό άπλοι, άντί νά ξυπνήσουνε καί νά πονηρέψουνε. Σέ άλλα μέρη χαλούσε ό κόσμος άπό τούς πολέμους, άμέτρητοι άνθρωποι σφαζόντανε στά τέσσερα πέρατα τής σφαίρας, εδώ δμως βασίλευε ειρήνη.
Για τούτο ό άνθρωπος, μακριά άπό τίς άκαταστασίες, «ζώον εύδαιμον έγένετο», δπως λέγει ένας αρχαίος "Ελληνας, δηλαδή έζούσε σάν κανένα εύτυχισμένο ζό στήν άγκαλιά τής φύσης, πού τόν γλυκονανούριζε. Σά νά ’βγαινε άπό τή γής καί πάλε νά γύριζε στή γής, δίχως θλίψη, δίχως νά γευτεί θάνατο,όπως τό κεραμίδι πού κάνει ό κεραμιδάρης από τό χώμα, σά γεράσει, λιώνει σιγά-σιγά καί τό γλείφει τό κύμα στήν άκρογιαλιά καί γυρίζει πάλε ήσυχα στη γης. Σάν τό αυγό π’ άφήνει τό γιαλοπούλι άπάνου στόν άμμο, κοντά στήν αρμυρήθρα, έτσι ήτανε κείνοι οί άνθρωποι.
Ό ουρανός στεκότανε ίδια καμάρα άπό πάνου τους, γύριζε μέ τόν ήλιο, μέ τό φεγγάρι καί μέ τ’ άστρα, καθώς κι ό γύρος τού χρόνου μεταλλάζουνταν άπό μέρα σε νύχτα κι άπό καλοκαίρι σέ χειμώνα, κι όλα τούτα τά ζούσανε στήν κάθε στιγμή, ενώ εμείς οί άνθρώποι τής πολιτείας δέν προφταίνουμε νά τά κοιτάξουμε, γιατί ζοΰμε μακριά καί σάν όξω άπό τήν πλάση, φορτωμένοι μέ μάταιες έγνοιες.
Τά ρούχα τους, πουκάμισα καί βρακιά φαρδιά, όλα ήτανε φαντά στήν κρεβατή, άπό μαλλί πρόβιο πού τό λαναρίζανε καί τό γνέθανε οί γυναίκες. Τό χειμώνα προβιές γούνες φορούσανε, γιατί πολλές φορές πέτρωνε ή γης άπό τό κρύο. Σιδερένια πράματα λιγοστά είχανε, μόνο βολευόντανε μέ καβίλιες άντίς καρφιά, παλούκια, ξυλόκουπες, διχάλια. Καί στά σπίτια τους όλα τά χρειαζούμενα ξυλένια ήτανε. Πολλές φορές βάζανε ένα ξύλο άντίς γιά κουμπί. Οί τσομπάνηδες φορούσανε τό χειμώνα προβιές μέ τό μαλλί άπό μέσα.
’Άν κ’ ήτανε άνθρώποι παντρεμένοι μέ όμορφες καί γερές γυναίκες, κ’ είχανε θυγατέρες μέ κορμιά έρωτικά σάν τά νιογέννητα φοράδια, ωστόσο φαινόντανε καί σάν άσκητές. Τό κρύο καί τή ζέστη δέν τά φοβόντανε, γιατί ήτανε σάν τό πρινό-δεντρο, μαθημένοι άπό μικροί.
Ζούσανε άναπαμένοι μέσα στή γλυκιά άγκαλιά τής φύσης, σά νά μή φύγανε οί παππούδες τους άπό τό καταραμένο δέντρο. Μέ τό τίποτα ζούσανε καί τίποτα δέν τούς έλειπε. «Τις έστιν ό πλούσιος; Ό έν τώ όλίγω άναπαυόμενος.»
Όχι πλατσομύτες άραπάδες, όπως οί φυσικοί άνθρώποι στήν Αφρική καί στόν ώκεανό, αλλά λεπτοκανωμένα χαρακτηριστικά, αρχαία ελληνικά καί βυζαντινά, έβλεπες σ’ αυτούς τούς βουνίσιους άνθρώπους. Οί νιοί ήτανε σάν τόν Άχιλλέα, σάν τόν Πάτροκλο, εϊτε καί σάν τόν Μέγ’-Άλέξαντρο.
Πολλοί τους ήτανε σγουρομάλληδες κ’ ήλιοκαμένοι, συχνά ξανθότριχοι, όχι μέ κείνο τό χρώμα πού μοιάζει σά λινάρι, μά ίδιο μέ τοΰ ξεράγκαθου, π' άνεμίζεται στις χέρσες ακρογιαλιές,
μέ τό πρώτο χνούδι πού ίδρωνε άλαφρά στό μουστάκι καί στά μάγουλα, συνέχεια μέ τά τσουλούφια τους, άλισαχνιασμένο άπό τή θάλασσα. Οί γέροι πάλε μοιάζανε, άλλος σάν Ποσει-δώνας μέ στριφτά γένια άπό την άρμύρα, άλλος σάν Όμηρος άπαράλλαχτος, άλλος σάν 'Άγιος Νικόλας, άλλος σάν τ’ άγαλμα τοΰ Λαοκόοντα, άλλος σάν τόν μάντη Τειρεσία, άλλος σά Σκεντέρμπεης, τέτοια σκέδια. Οί μεσόκοποι πάλε παρομοιάζανε μέ τόν Χριστό, όπως είναι ζωγραφισμένος στά παλιά τά κονίσματά μας, μέ τόν Αη-Γιάννη τόν Πρόδρομο, μέ τόν άντρεΐο Λεωνίδα, μέ τόν Θεμιστοκλή, τόν Επαμεινώνδα, κι όσοι ξουρίζανε τά γένια τους ήτανε ίδιοι μέ τόν Μάρκο Μπό-τσαρη, μέ τόν Νικηταρά, μέ τόν Μιαούλη, καί μέ τούς άλλους καπετανέους. Αλλά καί τά όνόματά τους ήτανε άρχαΐα: Μιλτιάδης, Δυσσέας, Ξενοφός, Λεγωνίδας, Αλέξαντρος, Αγαμέ-μνονας, Δημοσθένης, Όμηρος, Αγησίλαος, Παμεινώντας, Τέρπαντρος, Πυθαγόρας,'Έχτορας, Ποσειδώνας, Μιστοκλής, Άχιλλέας, Πάτροκλος, Αριστείδης, Σοφοκλής, Βριπίδης, Κλεάνθης, Τιμολέοντας, Θρασύβουλος, Φιλοχτήτης, καί παλιά χριστιανικά: Σίδωρος, Άκίντυνος, Ανίκητος, Φίλιππας, Νικά-νορας, Παλουλόγος, Στέργιος, Ανδρόνικος, Δούκας, Ρήγας, Φωκάς.
Αλλά καί τις γυναίκες, πού καί κείνες ήτανε σάν αρχαίες στό παρουσιαστικό, τίς κράζανε μέ άρχαΐα ονόματα: Αφροδίτη, Ασπασώ, Πολυξένη, Μυρσίνη, Θεανώ, Κλεοπάτρα, Καλλιόπη, Ισμήνη, Αντρομάχη, Κλεονίκη, Ελένη, Κασσάντρα, Ελπινίκη, Βρύκλεια, Αγαθόκλεια, Αθηνά, Χαρικλειώ, Εύθαλία, Αγλαΐα, Νεφέλη, Εύρυδίκη, Ήρώ, Πολύμνια, Αριάδνη, Αντιόπη, Πηνελόπη, Δήμητρα, Αρσινόη, Θεώνη, Ροδόπη, καί παλιά χριστιανικά: Ειρήνη, Ευανθία, Φεβρωνία, Ζαχαρώ, Ζωή, Μαγδαληνή, Υπαπαντή, Αντωνία, Βασιλοπούλα, Ευφημία, Ροδούλα, Χρυσάνθη, Αξιοθέα, Γρηγορία, Θεοκτίστη, Ρή-γαινα, Δομνία, Μελανθία, Παλουγοΰ, Κατακουζ’νή, Μελίσσινή, Ζωγραφία, Μαλαματένια, Βλωττία, Στρατηγούλα, Πρεσβεία, Μιλτώ, Άντρονίκη, Βαγιώ, έξόν από τά συνηθισμένα.
Τά παλληκάρια βοηθούσανε τούς πατεράδες τους, ύποτα-χτικά, καλά παιδιά, καί δέ λέγανε πολλά λόγια. Πρώτα μιλούσανε πάντα οί γέροι, κ’ ύστερα οί νιοί. Οί γέροι σιγομιλούσανε, κουβεντιάζανε όλο μέ παροιμίες· γιατί οί κολασμένοι κ’ οί καταραμένοι βιάζουνται. Ό χαιρετισμός τους ήτανε: «"Ωρα καλή!» - «Πολλά τά έτη!» - «Χαιρετίσματα!» ή «Προσκυνήματα!» - «Μετά χαράς!»
Είχανε κ’ ένα δικαστήριο άναμεταξύ τους· ο,τι διαφορά είχανε οί νιότεροι, τήν κρίνανε οί γέροι, συμβουλεύοντάς τους καί ταχτοποιώντας τους μέ τήν όρμήνεια, ήσυχα, δίχως οχλοβοή.
Ξέρανε τήν ιστορία τ’ Άχιλλέα, τού Μεγ’-Άλέξαντρου, τοϋ Παλαιολόγου, τοϋ Σκεντέρμπεη· πολλές φορές είχανε τήν ιδέα πώς τά πιό άρχαΐα γινήκανε ϋστερ’ άπό τόν Χριστό. Τόν Άλή Πασά, τούς Σουλιώτες, τόν Μάρκο Μπότσαρη, τόν Θανάση Διάκο, τόν Κολοκοτρώνη, καί τούς άλλους καπεταναίους, τούς φέρνανε πάντα στήν κουβέντα τους· άπό τούς σημερινούς τόν Παναγή τόν Κουταλιανό, κ’ οί πιό καινούργιοι τόν Νταβέλη καί τόν Παΰλο Μελά. Από τούς ξένους δέν ξέρανε μηδέ τόν Μέγα Ναπολέοντα, μονάχα τόν τσάρο ξέρανε, καί τόν πόλεμο τής Κριμαίγιας, πού τόν έκανε ό «Μέγας Κατερίνης». Από τ’ άλλα τά έθνη γνωρίζανε τούς Ίγγλέζους, τούς Ρούσους καί τό Μισίρι, αλλά γιά χριστιανούς είχανε μονάχα τούς Ρούσους. Αρχαία πολιτεία ήτανε γι’ αύτούς ή Τρωάδα κ’ ή Πέργαμο, κι αγιασμένα μέρη ή Γερουσαλήμ καί τ’ Αγιον Όρος.
Τά χρώματα, έξόν άπό τό κόκκινο, τό μαβί, τό πράσινο καί τό κίτρινο, τ’ άλλα τά βγάζανε άπό φυσικά πράματα, λαδί, θαλασσί, χρυσάφι, λεμόνι, πορτοκαλί, λαχανί, τσαγαλί άμυγδαλί , ξυδί, κρασουλί, ζαχαρί, καφεδί, σταχτί, μελί, καστανό, άχυρί, κεραμίδι, ψαρί, μελιτζανί, τριανταφυλλί, γεράνι, ροδί, τής σκουριάς τό χρώμα, τής φωτιάς τό χρώμα.
Λίγο ώς πολύ, δλοι τους όμορφα κι άσυνήθιστα μιλούσανε, σά ζωγραφιές ήτανε τά λόγια τους, μά ήτανε καί κάτι γέροι ανάμεσα τους, πού ή ομιλία έβγαινε άπό τό στόμα τους κι από τό μέλι γλυκύτερη, όπως λέγει ό γερο-Όμηρος. Αύτοί σταθήκανε οι δασκάλοι μου.
Άπό τ’ άρχαΐα λόγια πού ακόυσα νά λένε καί πού δεν τά συνηθίζουμε πιά εμείς, θυμάμαι γιά τήν ώρα τούτα: όρη (βουνά), σκόλη (σχολή, αργία), παΐδος, θυγατέρα, Νεκτεναβός, χαμένο ρηγάτο, ποιγητής, παλιαύι (πλαγίαυλος), έθαρμος (ένθερμος), χωρύγι (άσβέστης), πρός νερού, τούμπα (τύμβος), πυθεύω, κροτώ (το κρότησε τό μωρό), λατρεύω, άγαθός, πανάγαθος, έλεγος, ποντίζω, κι όσα βάζω συχνά μέσα στό γράψιμό μου. Οί θαλασσινοί λέγανε σωτρόπι, ποδόσταμο, δοιάκι, πεζόβολος, αθερίνα, θαλάμι, κι άλλα πολλά. Παράξενα λόγια πού δέν τ’ ακόυσα σ’ άλλο έλληνικό μέρος, λέγανε τούτα: σκούρκα (βράχος), κάκνα (γαλοπούλα), μπιζνέρα (τσέπη).
Μακάριοι άνθρωποι, σάν τούς λεγάμενους Λωτοφάγους, δέν τούς μόλεψε ή πλεονεξία κ’ ή περηφάνεια. Γιά τούτο θά μπορούσανε νά δανείσουνε εύτυχία σέ βασιλιάδες, σέ βεζιράδες καί σέ άνθρώπους πού τούς τρέμει ό κόσμος.
Όλοι-όλοι καμιά κατοστή άνθρωποι ζούσανε ένα γύρο σέ τούτη τή θαλασσινή λίμνη: τσομπάνηδες, ψαράδες, γιαλικάρηδες καί κεραμιδαραίοι. Μακριά άπό τήν πολιτεία, πού ήτανε χτισμένη στό παραέξω μέρος τού μπουγαζιού, κι άπό τό Γενιτσαροχώρι, πόπεφτε κατά τό μέσα μπουγάζι, άλλά μακριά όμως άπό τή θάλασσα, δίχως νά φαίνεται.
Όποτε κονομήσω λίγον καιρό, λογαριάζω νά στορήσω σ’ άλλη φυλλάδα, έναν-έναν, κεινούς πού σταθήκανε οί πιό σπουδαίοι κ’ οί πιό άσυνήθιστοι άνάμεσά τους.
Πολλούς απ’ αύτουνούς δέν τούς έφταξα, άλλά άκουσα τήν ιστορία τους άπ’ άλλο στόμα. Ό πιό παλαιός άπ’ όσους ξέρω στάθηκε ό Γιάννης ό Βλογημένος. Άπ’ όσους έφταξα ό πιό σπουδαίος ήτανε ό μπαρμπα-Μανώλης ό Βασιλές, τό στοιχειό τής θάλασσας. "Υστερα έρχόντανε μέ τή σειρά ό Λιβανής, ό Ψύλλος, ό Μπιλάλης, ό Λασπίτης, ό Ξεροτρόχαλος, ό Μπά-μπουρας, ό Μπαρμπάκος, ό Ζαφείρης, ό Ντάντινας, ό Άρναούτης, ό παλαβο-Παρασκευάς, ό Γρίτσας κι άλλοι πολλοί.
Άλλοι ήτανε στεριανοί, άλλοι θαλασσινοί, μά κ’ οί πιό πολλοί οί στεριανοί ξέρανε άπό θάλασσα, κ’ ένα-δυό θαλασσινοί νογούσανε άπό ξοχαρική καί ξέρανε ν’ άρμέξουνε. Πολυτεχνίτης ήτανε ό Σίλβεστρος, καλογερόδιακος πού ’ξερε τή στεριά καί τή θάλασσα καλά, κ’ ήτανε ψάλτης, θαλασσινός, ξοχάρης, τσομπάνης καί καραβομαραγκός· άλλά αυτός ήτανε ταξιδεμένος, άσκήτεψε καί στ’ Άγιον Όρος, καί δέ λογαριάζεται μέ τούς πρωτινούς, πού τούς λέγανε οί Τούρκοι «λιμάν μπαλούκ», δηλαδή ψάρια τού λιμανιού.
Οί πιό άπονήρευτοι άπ’ άνάμεσά τους δέν ήτανε παγαιμέ-νοι άπό πολλά χρόνια στήν πολιτεία. Καμιά φορά πού μέ ρωτούσανε τί γίνεται ό κόσμος, θυμόμουνα τήν ιστορία τ’ Άγιου Μάρκου, π’ άσκήτευε σ’ έναν έρημον τόπο καί πήγε νά τόν εΰρει ένας καλόγερος καί, σάν τόν ηύρε καί μιλήσανε γιά πολλά, τόν ρώτηξε ό άββάς: «"Ισταται ό κόσμος καί θάλλει κατά τό άρχαΐον;» Καί κείνος τ’ άποκρίθηκε: «Ναι, πάτερ, χάριτι Χριστού, καί υπέρ τό άρχαΐον θάλλει πλεΐον ό κόσμος έως τήν σήμερον!» Έτσι ρωτούσανε καί μένα κείνοι οί άνθρωποι.
Όλος ό κόσμος, ό ουρανός, ή στεριά, ή θάλασσα, ήτανε γεμάτος άπό στοιχειά κι άπό πνέματα. Τελώνια βρισκόντανε στά σύννεφα καί στόν πάτο τής θάλασσας, «νυκτολάλα, άστρομα-γικά, είτε εν άλσοις, είτε εν καλάμοις, εϊτε έν διόδοις, είτε έν πο-ταμοΐς παρατρέχοντα». Ή ειδωλολατρία κι ό χριστιανισμός ήτανε ανακατεμένα στή φαντασία τους, γιά τούτο τό ’χανε γιά ένα πράμα χριστιανός καί "Ελληνας. Πολλά είδωλολατρικά πράματα λέγανε πώς τά ’πε ό Χριστός, ή πώς είναι γραμμένα στό Βαγγέλιο.
Οί άγέρηδες, πρό πάντων ό βοριάς κ’ ή νοτιά, ήτανε στό πνέμα τους σάν άνθρωποι, ό ήλιος, τό φεγάρι τό ίδιο. Τά φίδια ήτανε στοιχειωμένα. Ύπάρχανε δέντρα καί πηγάδια καί πέτρες πού τά ’χανε γιά ιερά. Ή θάλασσα ήτανε άγιασμένη. Τό ψωμί ήτανε άγιασμένο, δέν πατούσανε ποτές άπάνου στά ψίχουλα, κι άν έπεφτε χάμου κανένα κομμάτι ψωμί, τ’ άνεσπαζό-ντανε καί τό προσκυνούσανε κολλώντας το στό μέτωπό τους. "Οπότε πίνανε κρασί, χύνανε λίγο στό χώμα, σά νά κάνανε σπονδή. Χαιρετούσανε βάζοντας τό δεξί χέρι στό στήθος καί γέρνοντας άλαφρά τό κορμί τους.
Οί τσομπάνηδες βλέπανε πολλές φορές έναν τραγοπόδη στά μαντριά, ανάμεσα στά γίδια καί στά πρόβατα. 'Άμα άρρωστούσανε τά πρόβατα, κάνανε ξόρκια παράξενα· άμα τελείωνε τ’ άρμεγμα, βουτοΰσε ό τσομπάνης τό χέρι του στ’ άφρισμέ-νο γάλα καί ράντιζε τά πρόβατα, μουρμουρίζοντας μυστικά λόγια. Κοντά σ’ αύτά, τά θυμιάζανε μέ χριστολούλουδο, κάνανε άγιασμό μέσα στό μαντρί μέ τό κοπάδι ολόγυρα, καί κρεμά-ζανε φυλαχτά στό λαιμό τους. Τά κουδούνια δέν τά βάζανε μόνο γιά νά χτυπούνε, άλλά καί γιά τό μάτι, όπως τις χάντρες. Γητειές, δηλαδή μάγια, πού στήν άρχαία γλώσσα λέγονται γοητείες, κάνανε πολλές οί Λημιοί, πορχουνταν άπό τή Λήμνο σέ τούτα τά μέρη ξοχάρηδες· έχω διαβασμένα πώς αύτοί άπό τ’ άρχαία τά χρόνια κάνανε πολλά μαγικά.
Τό βόδι καί τό πρόβατο τά ’χανε γιά βλογημένα, γιατί ζεστάνανε τόν Χριστό μέ τήν άνασαμιά τους τότες πού γεννήθηκε μέσα στό παχνί· τό γίδι όμως τό ’χανε γιά καταραμένο. Τό γάδαρο βλογημένον, γιατί σήκωσε τόν Χριστό, καί τ’ άλογο βλογημένο, γιατί τό καβαλίκεψε ό 'Άη-Γιώργης. Άπό τά δέντρα τό πιό βλογημένο ήτανε ή έλιά, τής Παναγιάς τό δέντρο. 'Η δάφνη, ή μυρσίνη, ό βασιλικός, τό δεντρολίβανο, ό άβαγιανός, ήτανε άγιασμένα. Ή συκιά καταραμένη άπό τόν Χριστό.
Οί θαλασσινοί πάλε είχανε γιά στοιχειωμένα κάτι βράχους, πέτρες, ξέρες καί σπηλιές. Ή θάλασσα άγιασε άπό τόν Χριστό κι άπό τούς Δώδεκα Απόστολους, πού ήτανε θαλασσινοί άν-θρώποι, βλογημένα καί τά εργαλεία τους, τά δίχτυα καί τά παραγάδια· τά δίχτυα όμως ήτανε πιό βλογημένα, γιατί σκεδιάζουνε σταυρό, έτσι πού ’ναι μπλεγμένα. Τό τετράγωνο πανί πού βάζανε στίς βάρκες τής Ανατολής, τό λεγόμενο τέντα ή φούσκα ή σακολεβίσο, τό πρωτοηΰρε ό 'Άη-Νικόλας, γιά νά μήν πνίγουνται οί άνθρωποι, γιατί είναι χαμηλό καί φουσκωτό καί ξεθυμαίνει ό άγέρας. Ό 'Άη-Νικόλας ηύρε καί τό τιμόνι μέ τά βελόνια, γιατί πρίν οί άνθρωποι είχανε γιά τιμόνι ένα κουπί, καί γιά τούτο δέν ταξιδεύανε μέ τά πανιά στά όρτσα, δηλαδή καταπάνου στόν αγέρα, άλλά μονάχα πρίμα και δευτερόπρι-μα.Τις κουρίτες πάλε, μ’ άλλα λόγια τά ρηχά τά περάματα, πού ’ναι ίδια μονόξυλα, ϊσια άπό κάτου δίχως καρίνα, τά ηύρε ό Χριστός, γιά νά πλεύουνε στά ήμερα καί στά ρηχά τά νερά, κι άπό πάν’ άπό τά δίχτυα, επειδή δέν πιάνουνε πολύ νερό.
Πολλές φορές μοΰ λέγανε πώς είδανε γοργόνες νά λιάζουνται γιά νά βουτάνε στ’ άνοιχτά δίπλα στή βάρκα, καί άλλα στοιχειά νά φτερνίζουνται μέσα στίς σπηλιές, κάτι άλλα στοιχειά πάλε καβαλικεμένα άπάνου σέ σκυλόψαρα, όχι όμως σέ δερφίνια, γιατί μέσα στό μπουγάζι δέν είχε δερφίνια, σπάνια νά ’χανε κανένα τά νερά του καί νά ’μπαινε μέσα. Μοΰ λέγανε καί γιά κάποιο στοιχειό μέ γένια μαύρα, ήμερο, π’ άγαπά τούς άνθρώπους, ό Κουντεντές λεγόμενος· πολλές φορές καθότανε στά βράχια καί δέ μιλούσε. Όποιοι λάχαινε νά τόν δούνε, άλλάζανε δρόμο γιά νά μήν τόν στενοχωρέσουνε. ’Ίσως νά ’τανε ό άρχαΐος Τρίτωνας.
Στεριανοί καί θαλασσινοί, είχανε τήν Ανατολή γιά βλογημένη, γιατί εκεί γεννήθηκε ό Χριστός, κι άπό κεϊ βγαίνει ό ήλιος, κι όσοι άνθρωποι γεννιούνται στήν Ανατολή, είναι βλογημένοι, "Ελληνες καί Τούρκοι.
ΤΟ ΑΙΒΑΛΙ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ
ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου