Παραμονή Χριστούγεννα
ΚΡΥΟ ΤΑΝΤΑΝΟ ΕΚΑΝΕ, παραμονή Χριστούγεννα. Ό άγέρας σάν νά ’τανε κρύα φωτιά κ’ έκαιγε. Μά ό κόσμος ήτανε χαρούμενος, γεμάτος κέφι.
Είχε βραδιάσει κι άνάψανε τά φανάρια μέ τό πετρόλαδο. Τά μαγαζιά στό τσαρσί (αγορά) φεγγοβολούσανε, γεμάτα απ’ όλα τά καλά. Ό κόσμος μπαινόβγαινε καί ψούνιζε άπό τό ’να τό μαγαζί έβγαινε, στ’ άλλο έμπαινε. Κι όλοι χαιρετιόντανε καί κουβεντιάζανε μέ γέλια, μέ χαρές.
Οί μεγάλοι καφενέδες ήτανε γεμάτοι καπνό άπό τόν κόσμο πού φουμάριζε. Ό καφενές τ’ Ασημένιου είχε μεγάλη φασαρία, χαρούμενη φασαρία. Είχε μέσα δυό σόμπες, καί τά τζάμια ήτανε θαμπά, άπ’ όξω έβλεπες σάν ίσκιους τούς άνθρώπους. Οί μουστερήδες είχανε βγαλμένες τίς γούνες άπό τη ζέστη, κόσμος καλός, καλοπερασμένοι νοικοκυραίοι.
Κάθε τόσο άνοιγε ή πόρτα καί μπαίνανε τά παιδιά πού λέγανε τά κάλαντα. Άλλα μπαίνανε, άλλα βγαίνανε. Καί δέν τά λέγανε μισα και μισοκουτελα, μα τα λεγανε απο τήν αρχή ίσαμε το τέλος, μέ φωνές ψαλτάδικες, οχι σάν καί τώρα, πού λένε μοναχά πέντε λόγια μπρούμυτα κι ανάσκελα, καί κείνα παράφωνα.
Αντίκρυ στόν μεγάλον καφενέ τ’ Ασημένιου ήτανε κάτι φτωχομάγαζα, τσαρουχάδικα, ψαθάδικα καί τέτοια. ’Ίσια-ϊσια αντίκρυ στη μεγάλη πόρτα του καφενε ήτανε ενα μικρό καφενεδάκι, τό πιό φτωχικό σ’ όλη τήν πολιτεία, μιά ποντικότρυπα.Ένώ ό μεγάλος ό καφενές φεγγολογοΰσε καί τά τζάμια ήτανε θολά άπό τη ζέστη, ή ποντικότρυπα ήτανε σκοτεινή, γιατί ή λάμπα, μιά λάμπα τσιμπλιασμένη, μιά άναβε, μιά έσβηνε, όπως εμπαινε ο χιονιάς απο τα σπασμένα τζαμια τής πόρτας. Ή φιτιλήθρα' ήτανε στραβοβιδωμένη καί τσαλαπατημένη σάν τό μοϋτρο του καφετζή, τοΰ μπαρμπα-Γιαννακοϋ τοΰ Χατζή, τό φιτίλι στραβοκομμένο, τό γυαλί σπασμένο άπό τό ’να μάγουλο καί στήν τρύπα είχανε κολλημένο ένα κομμάτι ταραμαδόχαρτο. Βάλε μέ τό νοϋ σου τί φως έδινε μιά τέτοια λάμπα! Κάτω τά σανίδια ήτανε σάπια καί τρίζανε. Στόν τοίχο ήτανε κρεμασμένα δυό-τρία παμπάλαια κόντρα, καπνισμένα σάν άρχαΐα εικονίσματα: τό ’να παρίστανε τόν Μέγα Πέτρο μέσα σέ μιά βάρκα πού τήν έδερνε ή φουρτούνα, τ’ άλλο τόν μάντη Τειρεσία πού μιλούσε μέ τόν Άγαμέμνονα, τ’ άλλο τόν Παναγή τόν Κουταλιανό πού πάλευε μέ τήν τίγρη.
Ή πελατεία ήτανε συνέχεια μέ τό καφενείο. Όλοι-όλοι ήτανε πέντ’-έξι γέροι σκεβρωμένοι, σαράβαλα, μέ κάτι τρύπιες γούνες που δεν τις επιανε αγκίστρι. Δυο-τρεις ήτανε γιαλικαρηδες, δηλαδή είχανε καμιά σάπια βάρκα καί βγάζανε θαλασσινά γιά μεζέδες, πού τά λέγανε γιαλικά, γιατί βρίσκουνται στό γιαλό, δηλαδή στά ρηχά νερά. Οί άλλοι ήτανε φρουκαλάδες, δηλαδή κάνανε φρουκαλιές "Ήτανε καί κανένας νεροκουβαλητής καί κανένας καρβουνιάρης. Νά, αυτή ήτανε ή πελατεία.
Ό βοριάς έμπαινε μέσα μέ τήν τρούμπα, καί στριφογύριζε τή λάμπα πού κρεμότανε άπό τό μαυρισμένο ταβάνι, κι άναβόσβήνε. Άπό τό κρύο τρέμανε οί γέροι καί χουχουλίζανε τά χέρια τους, τά βάζανε κι άπό πάνω άπό τό τσιγάρο, τάχα γιά νά ζεσταθούνε.Ό φουκαράς ό καφετζής, γιά νά μήν παγώσει, έκανε σουλάτσο, πηγαινοερχότανε άπό τό τεζάκι ίσαμε τήν πόρτα, μέ τήν παλιογούνα ριχμένη άπό πάνω του καί, γιά νά δώσει κουράγιο στήν πελατεία, εκεί πού σουλατσάριζε, τόν έπιανε τό σύγκρυο και χτυπούσανε τα κατασαγονα του, κ εσφιγγε απανω του τήν παλιοπατατούκα του κ’ έλεγε: «Έεεέχ! Μωρέ ζεστό πού είναι τό καφενεδάκι μας!...»
Ύστερα γύριζε κ’ έδειχνε τόν μεγάλον καφενέ, πού καπνίζανε κάργα οί σόμπες, κ’ έλεγε: «Αντίκρυ, σκυλί ψοφά άπό τό κρύο..., σκυλί ψοφά!» Ό καημένος ό μπαρμπα-Χατζής!
Άπ’ όξω περνούσε κόσμος βιαστικός, μέ γέλια καί μέ χαρές. Άπό δω κι άπό κεϊ άκουγόντανε τά παιδιά πού λέγανε τά κάλαντα στά μαγαζιά.
Ή ώρα περνούσε κι άνάριευε σιγά-σιγά ό κόσμος. Τά μαγαζιά σφαλούσαν ένα-ένα. Μοναχά μέσα στά μπαρμπεριά ξουριζόντανε ακόμα κάτι λίγοι.
Στό ταρσί λιγόστευε ή φασαρία, μά στούς μαχαλάδες γυρίζανε τά παιδιά μέ τά φανάρια καί λέγανε τά κάλαντα στά σπίτια. Οί πόρτες ήτανε άνοιχτές, οί νοικοκυραίοι, οί νοικοκυρά δες καί τά παιδιά τους, όλοι ήτανε χαρούμενοι, κ’ ύποδεχόντανε τούς ψαλτάδες, καί κείνοι αρχίζανε καλόφωνοι σάν χοτζάδες:
Καλήν εσπεραν, άρχοντες, αν είναι ορισμός σας,
Χριστοϋ τήν θείαν γέννησιν νά μπώ στ’ άρχοντικό σας.
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τή πόλει,
Οί ουρανοί άγάλλονται, χαίρει ή κτίσις όλη...
Κι άφοϋ ξιστοροΰσανε όσα λέγει τό Ευαγγέλιο, τόν Ιωσήφ, τούς άγγέλους, τούς τσομπάνηδες, τούς μάγους, τόν Ηρώδη, τό σφάξιμο τών νηπίων καί τήν Ραχήλ πού έκλαιγε τά τέκνα της, ύστερα τελειώνανε μέ τούτα τά λόγια:
Ίδού όπου σάς εϊπαμεν όλην τήν ιστορίαν, τοϋ Ίησοϋ μας τοϋ Χριστού γέννησιν τήν άγίαν.Καί σάς καλονυκτίζομεν, πέσετε κοιμηθήτε, ολίγον ύπνον πάρετε καί πάλιν σηκωθήτε.Καί βάλετε τά ρούχα σας, εύμορφα ένδυθήτε, στήν εκκλησίαν τρίξατε, μέ προθυμίαν μπήτε.Ν’ άκούσετε μέ προσοχήν όλην τήν υμνωδίαν και μέ πολλήν εύλάβειαν τήν θείαν λειτουργίανΚαί πάλιν σάν γυρίσετε εις τό άρχοντικόν σας, ευθύς τραπέζι στρώσετε, βάλτε τό φαγητόν σας.Καί τόν σταυρόν σας κάμετε, γευθήτε, εύφρανθήτε, δότε καί κανενός πτωχού, όστις νά ύστερήτε
Δοτέ κ εμάς τον κόπον μας οτι, είναι ότι είναι ο ορισμός σας, καί ό Χριστός μας πάντοτε νά είναι βοηθός σας.
Καί εις έτη πολλά.
Μπαίνανε στό σπίτι μέ χαρά, βγαίνανε μέ πιό μεγάλη χαρά. Παίρνανε άρχοντικά φιλοδωρήματα άπό τόν κουβαρντά τόν νοικοκύρη κι άπό τή νοικοκυρά λογιώ-λογιών γλυκά, πού δέν τά τρώγανε, γιατί άκόμα δέν είχε γίνει ή Λειτουργία, αλλά τά μαζεύανε μέσα σέ μιά καλαθιέρα.
Άβραμιαϊα πράγματα! Τώρα στεγνώσανε οί άνθρωποι καί γινήκανε σάν ξερίχια άπό τόν πολιτισμό! Πάνε τά καλά χρόνια!
"Ολα γινόντανε όπως τά ’λεγε τό τραγούδι: Πέφτανε στά ζεστα τους και παίρνανε εναν ύπνο, ως που αρχίζανε και χτυπούσανε οί καμπάνες από τίς δώδεκα εκκλησίες τής χώρας. Τί γλυκόφωνες καμπάνες! Όχι σάν τίς κρύες τίς ευρωπαϊκές, πού θαρρείς πώς είναι ντενεκεδένιες! Στολιζόντανε όλοι, βάζανε τά καλά τους, καί πηγαίνανε στήν έκκλησιά.
Σάν τελείωνε ή Λειτουργία, γυρίζανε στά σπίτια τους. Οί δρόμοι αντιλαλούσανε άπό χαρούμενες φωνές. Οί πόρτες των σπιτιών ήτανε ανοιχτές καί φεγγοβολούσανε. Τά τραπέζια περιμένανε στρωμένα μ’ άσπρα τραπεζομάντιλα, κ’ είχανε απάνω ό,τι βάλει ό νους σου. Φτωχοί καί πλούσιοι τρώγανε πλουσιοπάροχα, γιατί οί άρχόντοι στέλνανε άπ’ όλα στούς φτωχούς. Κι άντίς νά τραγουδήσουνε στά τραπέζια, ψέλνανε τό «Χριστός γεννάται, δοξάσατε», «Ή Παρθένος σήμερον τόν υπερούσιον τίκτει», «Μυστήριον ξένον όρώ καί παράδοξον». Άφοϋ εύφραινόντανε άπ’ όλα, πλαγιάζανε άξέγνοιαστοι, σάν τ’ άρ νιά πού κοιμόντανε κοντά στό παχνί, τότες πού γεννήθηκε ό Χριστός έν Βηθλεέμ τής Ίουδαίας.
Τώρα ας πάμε τήν ίδια βραδιά στην αντικρινή στεριά, πού τρεμοσβήνουνε ένα-δυό φωσάκια, πέρα άπό τό πέλαγο πού βογγά άπό τόν άγριο τόν χιονιά.
Είναι ένα μαντρί πίσω άπό μιά ραχούλα κοντά στή θάλασσα, φυτρωμένη άπό πουρνάρια. Αυτό τό μαντρί είναι τού Γιάννη τοΰ Βλογημένου. Τά πρόβατα είναι σταλιασμένα κάτω άπό τή σάγια κι άκούγονται τά κουδούνια, τίν-τίν, όπως άναχαράζουνε. Επειδή γεννάνε, οί τσομπαναραίοι παραφυλάγουνε καί, μόλις γεννηθεί κανένα άρνί, τ’ άρπάνε καί τό μπάζουνε στό καλύβι καί τό ζεσταίνουνε στή φωτιά νά μήν παγώσει. Άπ’ όξω φωνάζουνε οί μαννάδες. Ή φωτιά ξελοχίζει καί τό καλύβι είναι σάν χαμάμι.
Έκεΐ μέσα βρίσκουνται έξ’-έφτά νοματαίοι, καθισμένοι γύρω άπό τόν σοφρά. Πρώτος είναι ό άρχιτσέλιγκας Γιάννης ό Βλογημένος, πού, άμα τόν δεις, θαρρείς πώς βρίσκεσαι άληθι-νά στό μαντρί πού γεννήθηκε ό Χριστός. Είναι άρχαΐος άνθρωπος, άθώος, με γένια μαύρα, σάν άγιος. Τά ρούχα πού φορά είναι βρακιά άνατολίτικα, στά ποδάρια του έχει τυλιγμένα πετσιά δεμένα μέ λαγάρες, στό σελάχι του έχει ίσκα καί τσακμάκι. Κ’ οί άλλοι τσομπάνηδες είναι σάν τόν Γιάννη, μοναχά πού ό Γιάννης κάθεται μέ τό πουκάμισο, ενώ οί άλλοι, επειδή βγαίνουνε όξω γιά νά κοιτάζουνε τά νιογέννητα, φοράνε προβιές προβατίσιες μέ τό μαλλί γυρισμένο άπό μέσα.
Αύτοί πού κάθουνται στόν σοφρά είναι μουσαφιραίοι. Ό ένας είναι ό Παναγής ό Στριγκάρος, κοντραμπατζής ξακουσμένος γιά τήν παλληκαριά του. Είχε πάγει γιά κυνήγι καί νυχτώθηκε στό μαντρί. Μέ τόν Γιάννη γνωριζόντανε άπό χρόνια, κ’ είχε κοιμηθεί πολλές φορές στήν στάνη. Οί άλλοι τρεις ήτανε καρβουνιάρηδες, πού κάνανε κάρβουνα εκεί κοντά. Οί άλλοι δυό ήτανε ψαράδες, ό γερο-Ψύλλος μέ τόν γυιό του τόν Κωσταντή.Καθόντανε λοιπόν γύρω στόν σοφρά καί τρώγανε. Απάνω στό τραπέζι ήτανε κρέατα, μυτζήθρες, άνάλατες, μανούρια, άγίζια, ψάρια, μπεκάτσες ψητές, τσίχλες, κι άλλα πουλιά τού κυνηγιού.
Ό ένας ό καρβουνιάρης ήτανε άπό τά μπουγάζια τής Πόλης, άπό τή Μάδυτο, κ’ ήξερε κ’ έψελνε καλά, είχε καί φωνή γλυκιά καί βαριά, τζουράδικη. Έψαλε τό «Μεγάλυνον ψυχή μου» μέ τέτοιο μεράκι, πού κλάψανε οί άλλοι πού τόν άκούγανε, κι ό Γ ιάννης ό Βλογημένος. Τό καλύβι γίνηκε σάν έκκλησιά, έλεγες πώς εκεί μέσα γεννήθηκε ό Χριστός.Απ’ όξω ό χιονιάς μούγκριζε καί τσάκιζε τά ρουπάκια. Ό γερο-Στριγκάρος καθότανε στά σκοτεινά συλλογισμένος καί μασούσε τό μουστάκι του. Φορούσε μιά κατσούλα άπό άστραχάν, μ’ όλο πού έκανε ζέστη, κ’ είχε χωμένη τήν άπαλάμη τοΰ κάθε χεριού του μέσα στ’ ανοιχτό μανίκι τ’ άλλουνού χεριού.
Γιά μιά στιγμή σωπάσανε νά κουβεντιάζουνε. Ό Στριγκάρος, σκυφτός, κοίταζε τό χώμα. Κούνησε κάμποσο τό κεφάλι του, κι άνοιξε τό στόμα του κ’ είπε:
«Βρέ παιδιά, καλά έσεΐς, γιορτάζετε τη χάρη Του, εισαστε καλοί άνθρωποι. Άμ’ έγώ, τί ψυχή θά παραδώσω, πού σκότωσα καμιά κοσαριά άνθρώπους; Ακόμα καί γυναίκες ξεκοίλιασα, καί μωρά πράματα χάλασα!»
Κανένας δέ μίλησε. Ύστερ’ άπό ώρα, σάν νά ’τανε μοναχός, ξανακούνησε τό κεφάλι του κι αναστέναξε κ’ είπε:
«’Άραγες υπάρχει Κόλαση καί Παράδεισο;...»
Καί δάγκασε τό μουστάκι του. Ξανακούνησε τό κεφάλι του κ’ είπε μέσα στό στόμα του, σάν νά μιλούσε μέ τόν εαυτό του: «Δέν μπορεί! Κάτι τις θά υπάρχει...»
Καί δέν ξαναμίλησε.
Πρώτη εισαγωγή και δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο
ΤΟ ΑΙΒΑΛΙ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ - ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
Η επεξεργασία, επιμέλεια μορφοποίηση κειμένου και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο, για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο:
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου