ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Η κρίσις του Θεού για το αχάριστο παιδί

Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2016

Η κρίσις του Θεού για το αχάριστο παιδί



Αγιορείτικες Διηγήσεις
Η κρίσις του Θεού για το αχάριστο παιδί

Σε χειρόγραφα των Μονών του Αγίου Όρους είναι γραμμένο το ακόλουθο διδακτικό παράδειγμα για την αχαριστία και ασέβεια πού δείχνουν τα παιδιά στους γονείς τους.
«Ένα ανδρόγυνο δεν είχε δικά του παιδιά και αποφάσισε να υιοθετήσει ένα ξένο μωρό — πολύ μικρό παιδάκι. —
Το παιδί όταν έγινε δέκα οχτώ χρόνων πέθανε η θετή του μητέρα. Ο δε πατέρας του, που το είχε υιοθετήσει είχε το επάγγελμα πραγματευτής -γυρολόγος - δηλαδή μικροπωλητής όπως λέμε σήμερα. Είχε ένα υποζύγιο και γύριζε στα γύρω χωριά όπου πουλούσε το εμπόρευμα του, από το οποίο, επειδή πολλά χρόνια έκανε αυτό το εμπόριο, είχε κάνει αρκετά χρήματα και μεγάλη περιουσία.
Το παιδί, ο θετός πατέρας του, το ανέθρεψε όσο μπορούσε χριστιανικά και αφού έμαθε τα πρώτα και απαραίτητα για τη δουλειά τους αυτή γράμματα, το πήρε μαζί του στο εμπόριο για βοηθό και φύλακα του εκεί που γύριζε στα διάφορα χωριά.
Για την εργασία τους αυτή πολλές φορές μένανε σε διάφορα Χάνια. Έτσι λέγονταν τα ξενοδοχεία τότε, τα οποία είχαν δωμάτια για τους ανθρώπους και σταύλους για τα ζώα.
Τα Χάνια συνήθως βρίσκονταν σε έρημα μέρη μακριά από τα χωριά ή στα ενδιάμεσα για να διανυκτερεύουν οι διάφοροι έμποροι και ξενιτεμένοι ταξιδιώτες με τα ζώα τους.



Το θετό αυτό παιδί, για το οποίο γίνεται λόγος, βγήκε πολύ κακής προαιρέσεως άνθρωπος, διότι σκέφτηκε πονηρά κατά του ευεργέτου και θετού του πατέρα.
Έτσι με την πονηρή σκέψη του το κακοπροαίρετο αυτό παιδί, σε ένα από τα χάνια αυτά όταν νύχτωσε και μείνανε οι δυο τους και ο ξενοδόχος, αφού διαπίστωσε ότι δεν βρίσκεται κανείς άλλος εκεί, σηκώθηκε την νύχτα και εκεί που κοιμότανε ο πατέρας του, αυτός που τον ανέθρεψε, τον προστάτεψε και τον μεγάλωσε, αυτόν λέγω τον πατέρα του τον σκότωσε και όλη την νύχτα τον έβγαλε από το χάνι έξω στο δρόμο και τον έθαψε.
Το πρωί σαν έφεξε ο Θεός την ήμερα, το παιδί, πήρε το ζώο και το εμπόριο, έφυγε γύρισε στο σπίτι του πατέρα του και έγινε κάτοχος όλης της μεγάλης εκείνης περιουσίας του.
Ύστερα από χρόνια ήρθε σε συναίσθηση και μετανόησε για το κακό που είχε κάνει στο θετό του πατέρα και πήγε στον πνευματικό να εξομολογηθεί την αμαρτία του.
Ο πνευματικός του είπε: «Παιδί μου, είναι πολύ μεγάλο το αμάρτημα σου, αυτό, πήγαινε δώσε όλα τα χρήματα και την περιουσία που πήρες, από τον πατέρα ευεργέτη σου, δώσε και όλα τα δικά σου, που κέρδισες από την δουλειά του και ο Θεός είναι πολυέλεος και πολυεύσπλαχνος, θα κάνει και σε σένα το έλεος Του. Να πας όμως και να κάνεις ανακομιδή και να βγάλης από τον τάφο τα οστά του θετού σου πατέρα.
Ο ασεβής εκείνος νέος πήγε κατά την εντολή του πνευματικού του να κάνει ανακομιδή κι όταν πλησίασε στον τάφο, του αδικοσκοτωμένου πατέρα, άκουσε να βγαίνει φωνή από τον τάφο και να λέει πολλές φορές τίς φράσεις: «Κρίσις ω Κρίσις!». Ο νέος μόλις άκουσε τις φωνές αυτές φοβήθηκε, πήγε στον πνευματικό και του ανέφερε την παράξενη εκείνη φωνή που έλεγε «Κρίσις ω Κρίσις!».
Ο πνευματικός ρώτησε τον νέο: «Παιδί μου μια φορά ή πολλές φορές άκουσες τη φωνή να λέει αυτά τα λόγια;» Και εκείνος του είπε: «Πάτερ όσες φορές δοκίμασα να περάσω από το μέρος εκείνο ή να πάω κοντά στον τάφο ακούω πάντοτε να επαναλαμβάνει τα ίδια λόγια «Κρίσις ώ Κρίσις!».
Ο πνευματικός πάλι είπε στον νέο: «πήγαινε παιδί μου άλλη μια φορά στον τάφο, κι αν ακούσης τα ίδια λόγια, τότε να τον ρωτήσεις να σου πει ως πότε; και να δούμε τί θα σου απαντήσει».
Πράγματι ο νέος πήγε πάλι στον τάφο κι άμα άκουσε το «Κρίσις ω Κρίσις», όπως του είπε ο πνευματικός, ρώτησε και τότε άκουσε να λέει ο πεθαμένος «έως δέκα χρόνους».
Την απόκριση του πεθαμένου από τον τάφο μετέφερε ο νέος στον πνευματικό, ο οποίος του είπε: «Παιδί μου κάνε θερμή προσευχή στο Θεό, ο οποίος μόνος γνωρίζει τα κρίματα αυτά, ώσπου να περάσουν τα δέκα χρόνια και τότε έλα πάλι για να δούμε τι ο Κύριος θα φανερώσει.
Με φόβο, αγωνία και τρόμο πέρασαν τα δέκα χρόνια, κίνησε ο νέος να πάει στον πνευματικό για να δει μήπως έχει εκείνος καμμιά πληροφορία στην απορία τους αυτή.
Ο πνευματικός του είπε γύρισε στο σπίτι σου και κάνε θερμή προσευχή ίσως μας λυπηθεί ο Θεός και δώσει τέλος σ' αυτό το μαρτύριο της συνειδήσεως.
Ο νέος επιστρέφοντας για το σπίτι του πέρασε από την αγορά της πόλεως και πήρε από το κρεοπωλείο ένα κατσικίσιο κεφάλι για να το μαγειρέψει, το έβαλε στο σακκίδιό του και στον δρόμο που πήγαινε, χωρίς αυτός να καταλάβει τίποτα, από το σακκίδιό έσταζε νωπό αίμα. Τούτο κίνησε την περιέργεια των ανθρώπων από εκεί που περνούσε και τον παρακολούθησαν, τον σταμάτησαν και τον ρώτησαν τι έχει μέσα στον σάκκο του που στάζει αίμα;
Αυτός είπε ότι από το κρεοπωλείο πέρασε καί αγόρασε ένα κεφάλι κατσικίσιο για να φτιάξει φαγητό. Οι άνθρωποι όμως δεν τον πίστεψαν, άνοιξαν τον σάκκο και είδαν μέσα αντί για κατσικίσιο να είναι ανθρώπινο κεφάλι, το οποίο ήταν μόλις φρεσκοκομμένο και έσταζε αίμα!!
Αμέσως τον συνέλαβαν, τον παρέδωσαν στον Κριτή, όπου ομολόγησε το έγκλημα, που πρίν από δέκα χρόνια είχε σκοτώσει τον θετό πατέρα του, τον οποίο λήστεψε και έθαψε στην ερημιά!!
Ο Κριτής ξέθαψε το σώμα του νεκρού και είδε ότι έλειπε το κεφάλι, το οποίο ήταν εκείνο που, ο νέος, είχε στο σακκίδιό του, οπόταν καταδικάστηκε αμέσως σε θανατική ποινή για να αποδοθεί αυτό που ζήταγε ο νεκρός, την δικαιοσύνη, σύμφωνα με το ρητό της αγίας Γραφής που λέει ότι «πάντες οι λαβόντες μαχαιραν, εν μαχαίρα αποθανουνται» (Ματθ. ΚΣΤ' 52), επειδή μπροστά στα μάτια του Θεού δεν υπάρχει, τίποτε το κρυπτό: «ουκ εστί κρυπτόν ο ου φανερόν γενήσεται καί άπόκρυφον ο ου γνωσθήσεται» (Ματθ. Γ 26).

Η φωνή εμπόδιζε την ψυχική σωτηρία

Από το χωριό «Αγία Παρασκευή» της Χαλκιδικής, πριν από πολλά χρόνια (το 1860) στην ιερά Μονή Δοχειαρίου, μόναζε, ένας περίφημος και πολύ καλλίφωνος ψάλτης με το όνομα Συνέσιος.
Ο Μοναχός αυτός ιδιαίτερη ευλάβεια είχε στην Αγία Παρασκευή και πάντοτε μετά από τον καθορισμένο κανόνα της προσευχής του — μετάνοιες και κομβοσχοίνια — που ήταν υποχρεωμένος να κάνει, απαραίτητα έκανε και ιδιαίτερη προσευχή στην Αγία Παρασκευή. Στην προσευχή του αυτή παρακαλούσε την Αγία να τον βοηθήσει για να σώσει την ψυχή του, κι αν σαν άνθρωπος έχει επάνω του κάτι πού είναι εμπόδιο για την ψυχική του σωτηρία, να του το αφαίρεση με όποιο τρόπο γνωρίζει εκείνη.
Πολλά χρόνια συνέχιζε να λέει αυτή την προσευχή και ένα πρωί, μετά την πανηγυρική ιερή Ακολουθία και τη θεία Λειτουργία, στην μνήμη του μαρτυρίου της Αγίας Παρασκευής (26 Ιουλίου) αισθάνθηκε λίγο μια μικρή ενόχληση στο λαρύγγι του, κι από την ενόχληση αυτή λίγο λίγο άρχισε η φωνή του να γίνεται βραχνή.
Από τότε έκανε πολλές προσπάθειες, για να καθαρίσει τη φωνή του, αλλά βελτίωση και θεραπεία δεν υπήρχε, απεναντίας όσο πήγαινε και χειροτέρευε η βραχνάδα στη φωνή του.
Επειδή ήταν καλός μουσικός και περίφημος ψάλτης λυπήθηκε ο ίδιος κι όλοι οι αδελφοί της Μονής αυτής, αλλά και όλοι οι πατέρες πού τον γνώριζαν σ' ολόκληρο το Άγιον Όρος.
Έκαναν όλοι θερμή προσευχή στο Θεό, για την θεραπεία του αδελφού αυτού Συνεσίου, οπόταν μετά από ικανό διάστημα, φανερώθηκε στον ύπνο του ηγουμένου της Μονής η αγία Παρασκευή και του είπε: «Γιατί πάτερ ενοχλείτε τον Κύριο, με τις καθημερινές προσευχές σας, για τον αδελφό Συνέσιο; και γιατί παραπονείστε, εφ' όσον ο ίδιος με παρακαλούσε τώρα και πολλά χρόνια να του αφαιρέσω εκείνο που είναι εμπόδιο στην ψυχική του σωτηρία;»
Καλό  μάθημα για τους ψάλτες.
Ο ηγούμενος κάλεσε τον αδελφό Συνέσιο και τον ρώτησε, για ποιο πράγμα παρακαλούσε την αγία Παρασκευή; Ο π. Συνέσιος είπε πώς παρακαλούσε την Αγία να του αφαίρεση ό,τι πράγμα εμποδίζει τη σωτηρία της ψυχής του και πρόσθεσε στον ηγούμενο πώς όταν έψαλε αισθάνονταν μια ιδιαίτερη ευχαρίστηση και γλυκαίνονταν επάνω στην μελωδική φωνή του τόσο πού ξεχνιόταν ο νους του και ξέφευγε από την έννοια των θείων λόγων και αντί να δοξολογεί, με τους θείους ύμνους αυτούς τον Ύψιστον, όπως ο Ψαλμός του Δαυίδ λέγει: «Ήδυνθείη αύτω ή διαλογή μου, εγώ δε ευφρανθήσομαι επί τω Κυρίω» (Ψαλμ. ΡΓ' 103) αυτός γλυκαίνονταν για την φωνή του πού ήταν γλυκιά και μελωδική, κι έμπαινε μέσα στην ψυχή του, στο λογισμό του ένα είδος κρυφής υπερηφάνειας και με τον τρόπο αυτόν, κατάφερνε ο δαίμων της υπερηφάνειας, να χάνει αυτός την επαφή των ψαλλομένων και την ένωση του νου του με το Θεό, σαν ψάλτης, και έτσι μετατρεπότανε η προσευχή του σε αμαρτία, όπως και πάλι λέγει το Πνεύμα το Άγιον «και η προσευχή αυτού γενέσθω εις αμαρτίαν...» (Ψαλμ. Ρ Η'7).
Αυτό ας γίνει μάθημα σε μας και στους αδελφούς ιεροψάλτες, για να μη χάνουν τον μισθό τους από το Θεό, αλλά τα ψαλτικά τους να είναι και να γίνονται πραγματική προσευχή και όχι επιδειχτική καυχισιολογία για τους ανθρώπους. Διότι ο Ψάλτης όταν ανεβαίνει στο ιερό αναλόγι για να ψάλλει επιτελεί ιερό λειτούργημα και αντιπροσωπεύει στο Θεό, το λαό, για τον όποιο δίνει τις αποκρίσεις και απαντήσεις στις εκφωνήσεις του Ιερέως.
Ο Πάτερ Συνέσιος από τότε που βράχνιασε η φωνή του, μέχρι την ημέρα, που με τη χάρη του Θεού κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο, δεν ξανάψαλλε, αλλά με τους άλλους πατέρες της Μονής δόξαζε μέρα - νύχτα το Θεό και με την κοινή ευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελεησόν με» και ελέησον όλον τον κόσμον Σου, παρακαλούσε τον Κύριο της δόξης για τον εαυτό του και για όλον τον κόσμο.
Έτσι απήλθε από τη ζωή αυτή χαίρων και αγαλλόμενος, με τη θεία και νοερά αυτή προσευχή, πού ενώνει τον νουν με την καρδιά και την ψυχή με το σώμα, και τα παριστάνει μπροστά στο Θεό, σαν θυμίαμα πνευματικό ολόκληρο τον πιστόν άνθρωπο, τόσο που να λέει με επίγνωση πλέον το «Κατευθυνθήτο ή προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιον σου...» (Ψαλμ. ΡΜ' 140) και ψάλλων να αφιερώνεται ψυχή και σώμα στον Κύριον τον Θεόν ημών.
Μόνον έτσι η προσευχή και η ψαλμωδία ανεβαίνει σαν θυμίαμα ευωδιαστό μπροστά στο θρόνο της μεγαλοσύνης και είναι θυσία αληθινή και άδολη, την οποία δέχεται ο θεός, όπως δέχονταν και τη θυσία του απλού, αγαθού και δικαίου εκείνου Άβελ.
Η    ψαλτική     δεν     είναι     βιοποριστικό     επάγγελμα
Χρειάζεται μεγάλη προσοχή, διότι η ψαλτική δεν είναι επάγγελμα για να πάρουμε υλικό μισθό να ζήσουν τα παιδιά μας, αλλά είναι ιερή αποστολή, εκκλησιαστικό αξίωμα και ανάγεται στον κατώτερο Κλήρο.
Σαν κληρικοί και ιερωμένοι, που φορούμε και το τιμημένο ράσο πρέπει να έχουμε αναπτυγμένη και καλλιεργημένη συνείδηση. Πρέπει να γνωρίζουμε περισσότερο από τους άλλους ανθρώπους τον εαυτό μας και απηλλαγμένοι από τα πάθη και κυρίως του εγωισμού, του ολέθριου φθόνου και της υπερηφάνειας, θα αποκτήσουμε την μακάρια ταπείνωση, για να μπορούμε να λέμε κι εμείς με τον Απόστολο των εθνών μακάριο Παύλο «Αλλήλους τη τιμή προηγούμενοι...» (Ρωμ. ΙΒ' 10). Διότι όπως λένε και οι άγιοι Πατέρες στα ιερά τους συγγράμματα, ο Ψάλτης είναι αντιπρόσωπος του χριστιανικού λάου και δίνει τις αποκρίσεις, στις εκτενείς δεήσεις και αιτήσεις του ιερέως και άπαντα για λογαριασμό του εκκλησιαζόμενου χριστεπώνυμου πληρώματος, κατά την ιερώτερη στιγμή και σ' όλες τις προσευχές που κάνει ο ιερέας, ο οποίος είναι μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων και ο ιερεύς μετά του ψάλτου μεσολαβούν και ζητούν την ψυχική σωτηρία και σωματική ευεξία από τον Πανάγαθο Θεό.
Για αυτό, αλίμονο στον ιερέα και τον Ψάλτη, πού κάνουν το ιερό έργο τους αυτό αμελώς, όπως και ο Προφήτης λέει: «Επικατάρατος πας ο ποιών το έργον του Κυρίου αμελώς» (Ίερεμ. ΛΑ' 10).






Έβαλαν ραπανοουρά στο κερί του ψάλτου


Ένα από τα φανερότερα πάθη πού κυριεύουν τους ιεροψάλτες είναι και ο ψυχοφθόρος φθόνος. Από το φοβερό αυτό πάθος του φθόνου κινηθέντες κάποτε μερικοί ψάλτες και μάλιστα Μοναχοί στο Άγιον Όρος διέπραξαν ένα τρομερό λάθος σε βάρος του αντιπροσώπου της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας, στην Ιερά Κοινότητα, πού ήταν ο άγιος Ιωάννης ο Κουκουζέλης.
Ο άγιος αυτός Ιωάννης ο Κουκουζέλης μαζί με τα άλλα χαρίσματα πού τον είχε προικίσει η χάρις του θεού, ήταν αγγελόφωνος και επιστήμων μουσικός.
Στην εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου που πανηγυρίζει ο ιερός Ναός του Πρωτάτου, η Ιερά Κοινότης στην πανηγυρική αγρυπνία της εορτής αυτής (15 Αυγούστου) ανέθεσε στον Κουκουζέλη να λαμπρύνει το δεξιό χορό του Ναού αυτού, ως πρωτοψάλτης.
Τούτο αντί να χαροποιήσει τους ιεροψάλτες, που τότε ήσαν πάρα πολλοί, διότι θα τους δίδονταν η ευκαιρία να ακούσουν ένα θαυμάσιο Ιεροψάλτη, από φθόνο του διαβόλου, μερικοί βαρέως το έφεραν, που προτιμήθηκε ο ξένος ψάλτης από τη Λαύρα και δεν προτιμήθηκε ψάλτης από τις Καρυές, και για να εξευτελίσουν τον άγιο αυτόν άνθρωπο, άκουσαν τη φωνή του πάθους και έβαλαν στο κερί του Ιωάννη αντί για φυτίλι μια μεγάλη ραπανοουρά.
Το κερί με την ραπανοουρά έδωκαν στον άγιο Ιωάννη την τελευταία στιγμή που θα άρχιζαν τα «Ανοιξαντάρια» κι όταν επιχείρησε να το ανάψει αυτό, κατά φυσική συνέπεια, όχι μόνον δεν άναβε αλλά προκάλεσε με το τρίξιμο, σοβαρή χασμωδίά και τον γέλωτα μέσα στην εκκλησία του Πρωτάτου.
Οι κακοποιοί δεν σεβάσθηκαν ούτε την ιερότητα του χώρου, ούτε την κατάλληλη ώρα της προσευχής, που θα δοξολογούσαν το θεό και θα τιμούσαν την Κυρία και Δέσποινα του Αγίου Όρους Θεοτόκον.
Το γεγονός αυτό θεώρησε σαν αιτία σκανδάλου και για να δώσει τόπο στην οργή, ο άγιος Ιωάννης ο Κουκουζέλης, έφυγε για τη Μονή του και δεν δέχτηκε άλλη φορά να ψάλλει στις Καρυές και μάλιστα στον Ιερό Ναό του Πρωτάτου.

Έρριξαν στο ποτό του ψάλτη δηλητήριο

Στην ιερά Μονή των Ιβήρων, κατά την ετήσια πανήγυρη της Παναγίας «ΠΟΡΤΑΪΤΙΣΣΗΣ» (15 Αυγούστου) για την πανηγυρική αγρυπνία, το Μοναστήρι αυτό είχε καλέσει να ψάλλει σαν δεξιός πρωτοψάλτης ο Ρουμάνος μουσικός Νεκτάριος Μοναχός, ο λεγόμενος Βλάχος.
Κι εδώ, όπως και στο Ναό του Πρωτάτου, μερικοί από φθόνο κινούμενοι, έφτασαν στο σημείο να γίνουν όργανα του Σατανά και για να εμποδίσουν τον καλλίφωνο αυτόν ψάλτη να ψάλλει αυτός, ως δεξιός πρωτοψάλτης, έριξαν δηλητήριο μέσα στο ποτό του.
Ο ευλογημένος αυτός μουσικός με βαθιά και μεγάλη πίστη στο Θεό και την Κυρία Θεοτόκο οπλισμένος, μόλις κατάλαβε τους πρώτους πόνους να τον ζώνουν, έτρεξε αμέσως μπροστά στην εικόνα της Παναγίας «Πορταϊτίσσης» πήρε το κανδήλι και ήπιε ολόκληρο το περιεχόμενο του και με πολύ παράπονο είπε: «Παναγιά μου σώσε με, με δηλητηρίασαν».
Η ταχεία σε αντίληψη και έτοιμη βοηθός και ιατρός των επικαλουμένων, Κυρία και Δέσποινα Θεοτόκος, άμα ο Νεκτάριος ήπιε το περιεχόμενο του κανδηλίου, αμέσως έδωκε την θεραπεία, έγινε καλά τελείως υγιής και έψαλε με πολλή διάθεση σ' όλη την αγρυπνία.
Έτσι για να ντροπιαστούν εκείνοι πού τόλμησαν και έκαμαν αυτό το έγκλημα, ο Νεκτάριος έψαλλε και με συντριβή καρδιάς δοξολόγησε τον Ύψιστο και ευχαρίστησε την Μητέρα του Θεού Παναγιά μας και καθώς ο ίδιος μετά ομολόγησε, ουδέποτε άλλοτε είχε τόση και τέτοια διάθεση και καθαρότητα λάρυγγος, όπως είχε τη βραδιά εκείνη, κατά την οποία αισθάνθηκε ανέκφραστη χαρά και αγαλλίαση.
Δηλαδή έγινε το αντίθετο από εκείνο πού επιδίωκε ο Σατανάς να πετύχει με τους κακότροπους και φθονερούς αυτούς μοναχούς, οι οποίοι για να ικανοποιήσουν το πάθος του φθόνου, σκέφθηκαν να φτάσουν και μέχρι το έγκλημα.


Πρέπει να  προσέξουν οι  ιεροψάλτες μας.......


Αν λοιπόν αυτά κατορθώνει ο Σατανάς και τα πετυχαίνει, στον ιερό εκείνο χώρο πού λέγεται Άγιον Όρος, φαντασθείτε πόσες και ποιες επιτυχίες θα έχει μεταξύ των ιεροψαλτών πού βρίσκονται στον κόσμο και εκπληρώνουν την Ιερά αυτή αποστολή.
Μερικοί από τους οποίους, ευτυχώς λίγοι, ας με συγχωρέσουν οι αγαπητοί ιεροψάλτες, επειδή δεν θέλω μ' αυτά πού γράφω να κατηγορήσω κανένα, αλλά είμαι υποχρεωμένος να αναφέρω ορισμένα γεγονότα, πού διαπίστωσα κατά την εν τω κοσμώ διατριβή μου, να είναι ανορθόδοξα και ασυμβίβαστα με την Ιερά αποστολή και διακονία των ιεροψαλτών εν τη εκκλησία. Μερικοί λέγω επειδή η θεία Πρόνοια τους έχει προικίσει με ωραίες φωνές και αντοχή στήθους και λάρυγγος, ανεβαίνουν στο Ιερό Αναλόγιο, και αντί, σύμφωνα με τους ιερούς κα¬νόνες της Εκκλησίας μας, να ψάλλουν «Τω Κυρίω συνεπώς με πραεία και ταπεινή φωνή» (Κανών της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου), για να αποδίδουν την έννοια των ψαλλομένων. Αντί με την γλώσσα και τον λάρυγγα να συμψάλλει ο νους και η καρδία αυτών, όπως λέγει ο ιερός υμνογράφος: «ηδυνθείη αύτω ή διαλογή μου» αυτοί όμως: «Τη μεν γλώττη άσματα φθεγγόμενοι τη δε καρδία άτοπα λογιζόμενοι» και επομένως οι τοιούτοι έχουν παρεξηγήσει τον τόπο του ιερού Αναλογίου και αντί προσευχής μετατρέπουν το ύφος του ψαλτικού σε τραγούδι και με τους ψεύτικους τίτλους του δήθεν «Άρχων πρωτοψάλτης», σε πραγματικούς αμανέδες ή επτανησιώτικες καντάδες, κακοποιούντες έτσι κατά τον χειρότερο τρόπο, τη μόνη κληρονομιά, πού στον τομέα αυτόν έχουμε, και παραφθείρουν, με τις διασκευές τους, την γνήσια Εκκλησιαστική Βυζαντινή Μουσική.
Δεν εννοούν δε να μάθουν να ψάλλουν, οι τοιούτοι, για να γνωρίσουν την πραγματική πνευματική ηδονή, όπως λέγει ο θείος Ιωάννης ο Χρυσόστομος «μάθε ψάλλειν και όψει του πράγματος την ηδονή οι ψάλλοντες γαρ πνεύματος Αγίου πληρούνται, ώσπερ οι άδοντες τάς σατανικός ωδάς πνεύματος ακαθάρτου (πληρούνται) (ομιλ. ΙΘ' προς Εφεσίους).
Μόνον έτσι όταν θα ψάλλουν οι ψάλτες μας, γίνονται μεσίτες των εκκλησιαζόμενων προς τον Θεόν, επειδή όπως λένε οι άγιοι Πατέρες «όταν ο ψάλτης διακόψει την συνοχή της σκέψεως του από τους ψαλλόμενους ύμνους, τότε παύει να έχει πνευματική επικοινωνία με το Θεό και να είναι εκπρόσωπος του λάου προς τον Θεόν».
Κατά τον τρόπο αυτόν εκτελούντες την διακονίαν τον, πιστεύουν πώς μόνον αυτοί είναι και κανένας άλλος καλύτερος τους, πού να μπορεί να ερμηνεύσει τους θείους ύμνους, και με την παρατεταμένη τρέμουλα της φωνής και τους άτοπους και άκαιρους λαρυγγισμούς, δίνουν όψη και ερμηνεία μεθυσμένων και όχι νηφάλιων πνευματικών και ταπεινών ανθρώπων.


Πες στα παιδιά σου να μη με κατουρούν

Ένας από τους καλύτερους καλλιτέχνες και αγιογράφους του Αγίου Όρους, τόσο που όμοιος του, στην καλλιτεχνική εμφάνιση της αγιογραφίας, δεν φάνηκε μετά από τον Εμμανουήλ Πανσέληνο (14 αιών) με το όνομα Ιωαννίκιος Μαυρόπουλος, από την Καισαρεία της Καππαδοκίας.
Την τέχνη της αγιογραφίας, στην αρχή έμαθε από τον Γέροντα Ιωακείμ Ραλίδη στην Ιερά Σκήτη των Καυσοκαλυβίων. Αλλά από την πολλή επιμέλεια που έδειξε στην τέχνη αυτή, έγινε κατά πολύ καλύτερος και ανώτερος από το δάσκαλο του. Όσον όμως επιμελής ήταν στην τέχνη της αγιογραφίας, τόσο ψυχρός και αδιάφορος ήταν στην χριστιανική πίστη, πολύ δε περισσότερο ήταν αμελής και περιφρονητής της καλογερικής ζωής και Ιδέας. Είχε τόση απιστία που δεν παραδεχόταν τίποτε, ούτε πώς υπάρχει Θεός και γενικά απιστούσε σε όλα της Εκκλησίας τα ιερά και αγία Μυστήρια του χριστιανισμού.
Επομένως δεν νήστευε, δεν πήγαινε στην εκκλησία, ούτε προσεύχονταν, ούτε κοινωνούσε τα Άρχαντα Μυστήρια και ειρωνεύονταν τους Μοναχούς τους οποίους αποκαλούσε «φασουλοφάγους» και πολλές άλλες κατηγόριες εναντίον τους έλεγε.
Με τον Γέροντα μου Ιωακείμ Μοναχόν είχε γνωριμία και μερική φιλία από την Σκήτη των Καυσοκαλυβίων που είχε κάνει κι αυτός από το 1915-16 και επειδή του είχε εμπιστοσύνη του έλεγε πολλές φορές τα μυστικά του.
Κατά το έτος 1923 - 24 αφού έμαθε την αγιογραφία έφυγε από τα Καυσοκαλύβια και εγκατεστάθηκε στις Καρυές, στο Λαυριώτικο Κελί που είναι επάνω από τις Καρυές «Άγιος Γεώργιος» το λεγόμενο των «Σκουρταίων», εκεί που σήμερα έχει κτιστεί εκκλησία έπ' ονόματι του αγίου Νικόδημου, όπου βρίσκεται και η αγία «κάρα», και εκεί συνέχισε το εργόχειρο της αγιογραφίας.
Ο Γέροντας μου όταν πήγαινε στις Καρυές, ο Π. Ιωαννίκιος με πολλή χαρά τον δέχονταν και τον φιλοξενούσε, λέγοντας με την ευκαιρία αυτή τα παράπονα του και πολλές φορές τον ρωτούσε για τις απορίες πού είχε γύρω από την χριστιανική πίστη και την Καλογερική. Ο Γέροντας μου άνθρωπος πιστός και πνευματικά καλλιεργημένος, παρ' όλο που κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια, δεν μπορούσε να τον πείσει, για τις αλήθειες της χριστιανικής Πίστεως, και τον σπουδαίο ρόλο που έπαιζε και παίζει ο Μοναχισμός στον χριστιανισμό και την Εκκλησία του.

Α' Το  ανεξήγητο όνειρο της γιαγιάς του

Μια μέρα ο Γέρο - Ιωαννίκιος, μεγάλος στην ηλικία πια, είπε στον Γέροντα μου: «Βρε Πάτερ Ιωακείμ, αυτά που μου λες, πως υπάρχει Θεός και άλλη ζωή, πως υπάρχει κρίση και ανταπόδοση, δηλαδή τιμωρία αιώνια του κάκου που κάνει ο άνθρωπος εδώ στην γη και πληρωμή αθάνατη για κάθε καλό έργο. Ότι υπάρχει Κόλαση για τους κακούς και Παράδεισος για τους καλούς. Ότι υπάρχουν δαίμονες που θα τυραννούν αιώνια τους αμαρτωλούς και άλλα παρόμοια που λένε οι Καλόγεροι και οι Παπάδες, εγώ τα θεωρώ παραμύθια, αλλά κι αν υπάρχουν αυτά που λες κι εσύ, εδώ θα είναι, στην ζωή αυτή και η Κόλαση και ο Παράδεισος. Μετά το θάνατο δεν υπάρχει, καημένε τίποτε. Σαν πεθάνω εγώ δεν με νοιάζει για τίποτε, δεν λέγανε οι αρχαίοι Έλληνες «γαία πυρί μιχθήτω» έτσι λέω κι εγώ, τσιμέντο να γίνη το σώμα και η ψυχή, που λες πώς έχουμε.
Και δεν μου λες σε παρακαλώ, συνέχισε να λέει ο Π. Ιωαννίκιος, ποιος ήρθε απ' εκεί, από την άλλη ζωή, από τον άλλο κόσμο, για να μας βεβαιώνει γι' αυτά τα πράγματα, ότι υπάρχει άλλη ζωή;».
Ο Γέροντας μου προσπαθούσε με μαρτυρίες της αγίας Γραφής και του ιερού Ευαγγελίου, να του αποδείξει την αλήθεια, για όλα αυτά τα πράγματα, αλλά εκείνος δεν ήθελε να ακούσει τίποτε από αυτά. Τούτο γινότανε πολλές φορές και πολλά χρόνια.
Σε μια τέτοια συζήτηση, ο Γέρο - Ιωαννίκιος, εμπιστευτικά είπε στον Γέροντα μου Ιωακείμ, αφού πρώτα τον παρακάλεσε να τον βεβαιώσει ότι αυτά που θα του εμπιστευθεί δεν θα τα πει σε κανέναν, για να μη φανεί αντίθετος προς τις αθεϊστικές θεωρίες του: «Πάτερ Ιωακείμ ένα πράγμα μου έχει κάνει εντύπωση, έχει καρφωθεί μέσα στο μυαλό μου και δεν μπορώ ακόμη να το εξηγήσω.
Δηλαδή, ήμουνα μικρό παιδί 12-13 χρόνων στην Πατρίδα μαζί με τον μεγαλύτερο μου αδελφό Θανάση, τον πατέρα μου και την γιαγιά, την μητέρα του πατέρα μου, που όταν οι Τούρκοι μας κυνήγησαν από το σπίτι μας στην Καππαδοκία, και αφού στον δρόμο πέθανε η μητέρα μου, κυνηγημένοι μείναμε οι τέσσερις και εγκατασταθήκαμε σε ένα έρημο σπίτι έξω από την Τραπεζούντα.
Εκεί μια βραδιά στην γιαγιά μου, παρουσιάστηκε στον ύπνο της, ένας σοβαρός και πολύ χαριτωμένος άνθρωπος και με παρακλητικό ύφος της είπε: «Σε παρακαλώ γιαγιά, πες στα παιδιά και εγγόνια σου να μη με κατουρούν».
Η γιαγιά μας επειδή είμαστε κυνηγημένοι και κατατρομαγμένοι από τους Τούρκους, νόμισε ότι πρόκειται για ένα κοινό όνειρο και δεν έδωσε καμία ιδιαίτερη σημασία.
Το όνειρο αυτό επαναλήφθηκε τρεις νύχτες συνέχεια και ήταν πολύ ζωντανό, αλλά η γιαγιά μας και πάλι δεν είπε τίποτε στον πατέρα μου. Την τετάρτη όμως νύχτα στον ύπνο και πάλι της γιαγιάς μου ξαναπαρουσιάστηκε ο άνθρωπος εκείνος, αυτή τη φορά όμως πολύ φοβερός την όψη και απειλητικά της είπε: «Είμαι ο Γεώργιος Ελευθεριάδης, σε ειδοποίησα τρεις φορές να πεις στα παιδιά σου να μη με κατουρούν και εσύ δεν είπες τίποτε, μάθε λοιπόν πώς αν κι αυτή τη φορά δεν θα τους πεις να σταματήσουν να μη με κατουρούν, θα πάθετε με¬γάλο κακό».
Μετά απ' αυτό το όνειρο ή γιαγιά μου ξύπνησε τρομαγμένη, πήγε ξύπνησε τον πατέρα μου και με φόβο διηγήθηκε το τρομερό εκείνο όνειρο, που όπως είπαμε από ημέρες συνέχιζε να βλέπει.
Τι είχε συμβεί λοιπόν, εγώ με τον αδελφό μου και τον πατέρα μου, είπε ο Μοναχός Ιωαννίκιος στον Γέροντα μου, βγαίναμε την νύχτα από μια πόρτα που ήταν στο πίσω μέρος του σπιτιού, περνούσαμε από ένα ξέσκεπο διάδρομο και ακριβώς εκεί κάτω πού ήτανε χωράφι ουρούσαμε.
Όταν η γιαγιά είπε το όνειρο στον πατέρα μου, το πρωί σαν ξημέρωσε, πήγανε με την γιαγιά μου, στο σημείο εκεί που ουρούσαμε, σκάψανε και σε βάθος δύο και πλέον μέτρων, βρήκανε ανθρώπινο σκελετό σε κανονικό τάφο.
Πήραν τα οστά που ήσαν πεντακάθαρα, τα πλύνανε με κρασί, κατά την συνήθεια που είχαν, με πολύ ευλάβεια, η γιαγιά μου τα θύμιασε με λιβάνι και τοποθέτησε τα οστά αυτά μέσα σε κάσσα και τα έβαλαν στο ράφι του σπιτιού.

Το ανεξήγητο δράμα της  Γιαγιάς και του πατέρα


Το βράδυ της ημέρας εκείνης παρουσιάζεται πάλι σοβαρός εκείνος άγνωστος με χαρούμενο αυτή την φορά ύφος και είπε στην γιαγιά και στον πατέρα μου, διότι αυτή τη φορά παρουσιάστηκε στον ύπνο και στους δυο: «Σας ευχαριστώ πολύ, για το καλό που μου κάνατε, θα παρακαλώ τον Θεό και ουράνιο πατέρα μας, να σας φυλάξει από κάθε κίνδυνο στη ζωή αυτή, να σας ανταμείψει στην άλλη ζωή την αιώνια και να σας χαρίσει την βασιλεία των ουρανών».
Αυτό το πράγμα, Πάτερ Ιωακείμ, δεν μπορώ να εξηγήσω, πώς είναι δυνατόν να υπάρχει θεός, άλλη ζωή, κρίσης και ανταπόδοσης; Αυτά τα πράγματα δεν χωράνε στο φτωχό μου μυαλό και δεν μπορώ ούτε να τα καταλάβω, ούτε να τα εξηγήσω αλλά ούτε και να τα ξεχάσω.
Διότι εξέτασε ο πατέρας μου στην Τραπεζούντα για το όνομα αυτό, που στο όνειρο της γιαγιάς μου φανερώθηκε ο ξένος και δήλωσε, το βρήκε ότι υπήρχε πλούσια οικογένεια με το όνομα αυτό του Γεωργίου Ελευθεριάδη, πριν από 300 περίπου χρόνια.
Αν δεν υπάρχει Θεός; Αν δεν υπάρχει άλλη ζωή; Αν δεν υπάρχει βασιλεία των ουρανών και ανταπόδοση και ανταμοιβή αιώνια; Τότε ο άνθρωπος εκείνος, πώς μας φανέρωσε ότι υπάρχει και ζει κι ότι ο σκελετός του, τα οστά του μολύνονται και λερώνονται από τις ακαθαρσίες και τα ούρα τα δικά μας; Και όταν τα ανακαλύψαμε ήλθε πάλι και μας ευχαρίστησε και μας είπε καθαρά, ότι θα παρακαλέσει το Θεό, τον ουράνιο Πατέρα μας κλπ. που ανέφερε στην γιαγιά μας; Όλα αυτά, Πάτερ Ιωακείμ, δεν μπορώ να τα εξηγήσω καινά τα καταλάβω, όπως σας είπα, τι σημαίνουν;

Β' Κρίσις και ανταπόδοση του καλού και του κακού


Επίσης, σε όλη μου τη ζωή παρατήρησα πως, ότι και να κάνει ο άνθρωπος είτε αδικία είτε καλοσύνη, οπωσδήποτε θα πληρωθεί. Αυτό δεν μπορεί κανείς να μου το αμφισβητήσει ή να το διαψεύσει καινά με πείσει για το αντίθετο.
Δηλαδή, αν κάνεις αδικία θα τιμωρηθείς με τέτοιο τρόπο, που δεν θα καταλάβεις από που σου ήρθε, όπως λέτε εσείς οι Καλόγεροι «εν άλλοις πταίομεν και εν άλλοις τιμωρού μέθα».
Αν πάλι κάνεις καμιά καλοσύνη ή ελεημοσύνη, θα πληρωθείς με κρυφό ή και φανερό τρόπο. Όταν πάλι κάνει κανένας εκδίκηση θα τιμωρηθεί και μάλιστα πολύ σκληρά.
Έτσι πολλές φορές έρχομαι σε δύσκολη θέση και λέω στον εαυτό μου, εφόσον δεν υπάρχει τίποτε, τότε ποιος διευθύνει και κατευθύνει όλα αυτά τα πράγματα;
Ο Γέροντας μου τότε βρήκε την ευκαιρία και του ανέφερε την παραβολή που λέγει ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, στο ιερό Ευαγγέλιο για τον άσπλαγχνο και πλούσιο και τον πτωχό Λάζαρο (Λουκ. ΙΣΤ' 19-31), (Ματθ. Ε' 14-20, ΣΤ' 10-13, Ζ' 21) και άλλα πολλά, για το Θεό, για τον Παράδεισο, και για την Κόλαση, όπως περιγράφονται στις Ευαγγελικές περικοπές: Ματ. Ε'22-29, Η' 12, Γ" 28, ΙΓ' 42·- 50, ΚΒ' 13, ΚΓ' 24-33, ΚΔ' 30) και για τα διάφορα κολαστήρια όπως τα ονομάζουν οι άγιοι Ευαγγελισταί: «το πυρ το άσβεστον, οπού ο σκώληξ αυτών ου τελευτά και το πυρ ου σβέννυται» (Μάρκ. Θ' 43, 44, 48 και Λουκ. ΙΓ'28 κλπ.).
Από τότε ο πάτερ Ιωαννίκιος έπεσε σε αμφιβολία και λίγο λίγο άρχισε να σκέπτεται σοβαρώτερα και να φιλοσοφεί πάνω σ' αυτά τα θαύματα τόσο πού τον αξίωσε ο Θεός, προς το τέλος της ζωής του, να εξομολογηθεί με ειλικρινή μετάνοια και με πραγματική συντριβή της καρδιάς του πίστεψε και ζήτησε να κοινωνήσει το Σώμα και Αίμα του Κυρίου, ομολογήσας και παραδεχθείς όλα τα Μυστήρια της αγίας Εκκλησίας μας ιερά και άγια και έφυγε από την ζωή αύτη μετανοιωμένος και διορθωμένος, με ζωντανή την πίστη της αιώνιας ζωής και με την ελπίδα της -ψυχικής σωτηρίας πλησίασε και πήγε κοντά στον Δεσπότη Χριστό, να ζει αιώνια.


Τα φίδια θανάσιμος εχθρός του ανθρώπου

Στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας, ο Γοργόνιος Μοναχός, αδελφός της Μονής αυτής, είχε λίγο πιο κάτω από το Μοναστήρι, κοντά στον Αστυνομικό Σταθμό, καλλιεργήσει ένα μικρό         κτηματάκι με αμπέλι και κήπο. Εκεί είχε φτιάξει κι ένα μικρό Καλυβάκι στο οποίο έβαζε τα γεωργικά εργαλεία του. Στο κτήμα αυτό, μέσα στο καλυβάκι φώλιαζε και ένα αρκετά μεγάλο φίδι. Με το φίδι αυτό ο Πάτερ Γοργόνιος, επειδή του έδινε φαγητό και διάφορα αποφάγια τα οποία έτρωγε το φίδι, έπιασε φιλίες, πήγαινε το χάιδευε και το νόμιζε για φύλακα του κτήματος του.
Η φιλία αυτή με το φίδι βάστηξε μερικά χρόνια, αλλά επειδή έτυχε στον πατέρα Γοργόνιο μια αδιαθεσία και δεν μπόρεσε να πάει στο κτήμα αυτό δέκα περίπου μέρες, το φίδι φαίνεται επειδή έχασε την καθημερινή του διατροφή είχε εξαγριωθεί και όταν μετά από δέκα μέρες, ο Πάτερ Γοργόνιος, πήγε στο αμπέλι το φίδι       τον  περίμενε κουλουριασμένο στην είσοδο του κτήματος.
Μόλις άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα, δεν πρόλαβε να κλείσει την πόρτα καλά καλά και το φίδι, επετέθη με πολλή μανία στον Πατέρα Γοργόνιο, τον τύλιξε και τον έσφιγγε να τον πνίξει.
Ο πάτερ Γοργόνιος άρχισε να φωνάζει και να καλεί βοήθεια οπόταν η θεια πρόνοια, οικονόμισε κατά σύμπτωση να περνάει από εκεί ένας Χωροφύλακας που πήγαινε στο Φυλάκειο, ο οποίος άκουσε τις φωνές, έτρεξε και με το όπλο του σκότωσε το φίδι, κι έτσι γλύτωσε τον αδελφό Γοργόνιο από τον βέβαιο πνιγμό του «φίλου του», αλλά από την λαχτάρα και τον φόβο που του προξένησε το φίδι, δεν έζησε πολύ καιρό, αλλά με συντριβή κι αληθινή μετάνοια, μετά από λίγα χρόνια τον πήρε ο Κύριος, από την ψεύτικη αυτή ζωή, στην ουράνια Αυτού βασιλεία και γλύτωσε από την δόλια και φαρμακερή φιλία του φιδιού.
Τούτο ας γίνει παράδειγμα σε εκείνους που για τον άλφα ή βήτα λόγο πιάνουν φιλία με τα φίδια, διότι αυτό δεν απέχει πολύ παρά είναι σαν να έχει κανείς φιλία με τον Σατανά. Όσο λοιπόν πιάνεται φίλος ο Διάβολος, άλλο τόσο γίνεται φίλος ο άνθρωπος με το φίδι. Επειδή όπως είπαμε και πιο πάνω λέγει η Αγία Γραφή ότι έχθρα έχει βάλλει ο ίδιος ο Θεός μεταξύ φιδιού και άνθρωπου, και επομένως δεν χρειάζεται να πούμε εμείς τίποτε παραπάνω από εκείνα που λέγει η Αγία Γραφή.

Πρώτη εισαγωγή  και δημοσίευση κειμένων  στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο από τό Βιβλίο:
Β΄ΔΙΔΑΧΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΘΩΝΑ
ΙΩΣΗΦ ΜΟΝΑΧΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΤΟ ΑΠΟΝ ΟΡΟΣ»- ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1989
Η Ησυχαστική Παράδοση Στο Άγιον Όρος Από Τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά Έως Σήμερα


Η  επεξεργασία  , επιμέλεια  μορφοποίηση  κειμένου  και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο, για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο:
©  ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/


Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |