Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ)
Οψώμεθα τόν Θεόν καθώς εστί
Συνοπτικη Εκθεσις της ζωης του Πνεύματος Ημων
Η αυθεντική χριστιανική ζωή ρέει «εν πνεύματι και αληθεία» (Ιωάν. δ’ 23). Ως εκ τούτου είναι αύτη δυνατή εν παντί τόπω, εν παντί καιρώ, εν οιαδήποτε ιστορική εποχή. Αι θείαι εντολαί του Χριστού φέρουν απόλυτον χαρακτήρα. Δεν υπάρχουν και δεν δύνανται να υπάρξουν εν όλω τω κόσμω συνθήκαι υπό τας οποίας η τήρησις των εντολών θα ήτο εντελώς αδύνατος. Αναμφιβόλως η εν Χριστώ ζωή, ούσα Θείον Πνεύμα και Αλήθεια, είναι κατά την αιώνιον αυτής φύσιν υπεράνω παντός εξωτερικού σχήματος. Επειδή ο άνθρωπος εμφανίζεται εις τον κόσμον ως «tabula rasa», κληθείς «να αυξηθή, να κραταιωθή πνεύματι, να πληρωθή σοφίας» (πρβλ. Λουκ. β’ ), δημιουργείται η αναγκαιότης όπως καταφύγη εις μορφάς τινας οργανώσεως, και εισαγάγη το έν ή το άλλο πρόγραμμα προς συντονισμόν της από κοινού ζωής και αναπτύξεως των ατελών εισέτι ανθρώπων. Οι Πατέρες ημών, οι Απόστολοι – ως ο Ίδιος ο Χριστός – χάρις εις τους οποίους εδιδάχθημεν να λατρεύωμεν τον αληθινόν Θεόν, εγνώριζον άριστα ότι αφ’ ενός μεν η ζωή του Θείου Πνεύματος υπερέχει παντός εγκοσμίου θεσμού, αφ’ ετέρου δε ότι το αυτό Πνεύμα οικοδομεί δι’ Εαυτό κατοικητήριον,
όπερ εν τοις ορίοις της γης έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, άτινα αποτελούν έκφρασιν του Πνεύματος και σκεύος διαφυλάξεως των χαρισμάτων Αυτού. Το θαυμαστόν τούτο σκήνωμα του Αγίου Πνεύματος είναι η Εκκλησία, ήτις δια μέσου πολυταράχων αιώνων διέσωσε τον πολύτιμον θησαυρόν της υπό του Θεού αποκαλυφθείσης Αληθείας. Ας αντιπαρέλθωμεν εκείνους οίτινες, λόγω ανεπαρκούς συνέσεως, αποβαίνουν υπέρθερμοι οπαδοί των εξωτερικών «σχημάτων», παραθεωρούντες κατά συνέπειαν την εν αυτοίς πνευματικήν ουσίαν. «Ο … Κύριος το Πνεύμα εστιν· ού δε το Πνεύμα Κυρίου, εκεί ελευθερία. Ημείς δε πάντες … την δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι την αυτήν εικόνα μεταμορφούμεθα από δόξης εις δόξαν» (βλ. Β’ Κορ. γ’ 6, 17‐18). Η αποστολή της Εκκλησίας συνίσταται εις την χειραγώγησιν των τέκνων αυτής προς την σφαίραν του Θείου Είναι. Η Εκκλησία αποτελεί το πνευματικόν κέντρον του κόσμου, το συγκεφαλαιούν άπασαν την ιστορίαν της ανθρωπότητος από της κτίσεως του πρώτου ανθρώπου έως του εσχάτου, όστις μέλλει να γεννηθή εκ γυναικός. Είναι Αύτη ο σύνδεσμος της αγάπης του Χριστού δυνάμει της αρρήκτου ενώσεως Αυτής μετ’ Αυτού. Όσοι ανετράφησαν εν τοις κόλποις Αυτής, δια μακρού αγώνος παραμονής εν τω πνεύματι των ευαγγελικών εντολών, συνειδητοποιούν την ελευθερίαν των υιών του Θεού και δεν δεσμεύονται πλέον ούτε υπό γεωγραφικού τόπου, ούτε υπό εξωτερικών παραδόσεων· καθιερωμένα έθιμα και θεσμοί δεν περιορίζουν, ούτε ζημιούν αυτούς. Έχουν ως πρότυπον τον Ίδιον τον Χριστόν, Όστις εξεπλήρωσε την εντολήν του Πατρός, μη «καταλύσας» το «δυσβάστακτον φορτίον» των ενταλμάτων του Μωσαϊκού Νόμου. 1 Πολλάκις διέκοπτον την εργασίαν μου, ανικανοποίητος εξ όσων είχον γράψει. Προσεπάθουν να ανακαλύψω την αιτίαν του φαινομένου τούτου, και νυν νομίζω ότι κατά τι εννοώ αυτήν. Έθεσα προ εμού ανεπίτευκτον σκοπόν: να παρουσιάσω εν τω βιβλίω μου ό,τι εδόθη εις εμέ να ζήσω κατά την ροήν των δεκαετιών του «άδου της μετανοίας» μου. Είναι γνωστόν ότι δεν είμαι συγγραφεύς. Ενθυμούμενος τα πλέον εναργώς διατηρηθέντα εν τη μνήμη γεγονότα της πνευματικής μου ζωής, συχνάκις ανεχαιτιζόμην υπ’ αυτής της φύσεως της εμπειρίας μου. Νομίζω ότι αυτό δεν είναι μόνον προσωπική μου πείρα, αλλά και πάντων των άλλων ασκητών‐συγγραφέων, αρχαίων και μεταγενεστέρων. Έν φαινόμενον, κατ’ ουσίαν το αυτό, επανελαμβάνετο κατά την διάρκειαν ενίοτε παρατεταμένης περιόδου, αλλά σχεδόν πάντοτε ενεφάνιζε διάφορον ακολουθίαν ή επέτρεπεν αλλαγήν εις την σύνθεσιν και τας λεπτομερείας: Νέα στοιχεία εισήρχοντο εις τας καταστάσεις μου ή άλλα εκ των προγενεστέρων υπεχώρουν. Εδημιουργείτο ποικιλομορφία, την οποίαν είναι αδύνατον να εκθέσω εις βιβλίον, ένθα απαιτείται μεθοδική οργάνωσις της όλης ύλης. Διεξερχόμενος τας πρώτας σημειώσεις μου προς συγγραφήν εκτενεστέρου βιβλίου, παρετήρουν συχνάκις ότι εν τη αυτή σελίδι εδίδετο ο πυρήν πολλών θεμάτων. Τινά εξ αυτών θα ηδύναντο να αναφερθούν ωσαύτως και εις άλλα κεφάλαια, ως επί παραδείγματι: περί Μετανοίας, περί Προσευχής, περί Θεωρίας, περί Φωτός ή περί Προσώπου και άλλων. Έχω ενίοτε την εντύπωσιν ότι, εάν θα έγραφον εκάστην των σκέψεων μου επί ιδιαιτέρου φύλλου χάρτου, θα ήτο σχεδόν δυνατόν κατόπιν να χρησιμοποιώ αυτάς ως παιγνιόχαρτα, αναμιγνύων ταύτα εις διαφόρους συνδυασμούς:
Η αυτή ιδέα θα ηδύνατο να χρησιμοποιηθή εις δεκάδας συναφών θεμάτων. Ας μη φανή τούτο υπερβολή. Η πνευματική ζωή είναι ομοία προς ύδωρ ζων: Ενίοτε είναι μικρός ρύαξ, άλλοτε ποταμός ή συμβολή ποταμών· εις άλλας περιπτώσεις ευρύχωρος θάλασσα. Άλλοτε μουσική ρύακος, ρέοντος ανά μέσον των λίθων, άλλοτε ακαταπαύστως παλλόμενος, αλλ’ εν τούτοις ήρεμος ρους ισχυρού ποταμού, άλλοτε ανακυκλώσεις της συναντήσεως δύο ορμητικών ορεινών χειμάρρων· άλλοτε ακύμαντος επιφάνεια υδάτων, αντανακλώντων τον ήλιον και τον κυανούν ουρανόν· κατά καιρούς, τέλος, εις τους πλατείς ορίζοντας των βαθέων ωκεανών, σφοδραί τρικυμίαι μετά τας οποίας έρχεται μεγαλειώδης γαλήνη εν τη σιγή της σεληνοφώτου νυκτός. Και εις πάντα ταύτα το ύδωρ είναι το αυτό. Το πνεύμα του ανθρώπου, στρεφόμενον προς τον Θεόν, δύναται πάντοτε να δεχθή εξ Αυτού νέας εκχύσεις άλλου είναι, άλλης γνώσεως. Φθάνει εις τα όρια του χρόνου, μεταβαίνει εις άλλας διαστάσεις, περιβάλλει, δια της συνεργίας του Πνεύματος του Θεού, τον γήϊνον κόσμον, το κτιστόν είναι, τους αιώνας του χρόνου· άπτεται και αυτής της αιωνιότητος εν ευκτική φορά προς τον Άναρχον. Δεν γνωρίζω εμπειρίαν, ήτις θα απετέλει, κατά τινα τρόπον, ενδεικτικήν συγκεφαλαίωσιν όλων των άλλων εμπειριών, ιδιαιτέρως όταν πρόκειται περί εισαγωγικών και μέσων καταστάσεων. Και εάν εισέτι κατά τινας στιγμάς το πνεύμα ημών προσεγγίση τελειοτέραν θεωρίαν εν τω Φωτί, εν τούτοις η τελειότης ημών κατά την επίγειον πορείαν ημών δεν παραμένει σταθερά. Εν ενί λόγω, ο εξαίρετος πλούτος των ουρανίων δωρεών δεν δύναται να εκτεθή κατά χρονολογικήν 1 και λογικήν ακολουθίαν, δια τούτο και εγώ εγκαταλείπω το εγχείρημα τούτο. Η μέθοδος του Αγίου Σιλουανού θέτει τον άνθρωπον προ γενικής τινος αρχής, ώστε ο ίδιος κατόπιν να δύναται να ελέγχη και να διακρίνη τας καταστάσεις αυτού. Ιδού παραδείγματα τινα: «Τοσούτον πρέπει να τρώγωμεν, ώστε μετά την λήψιν της τροφής να μη διακόπτηται η προσευχή και η αίσθησις της Θείας παρουσίας» (βλ. Λουκ. κα’ 34). «Οιονδήποτε έργον δια το οποίον η ψυχή διστάζει να εκζητή την ευλογίαν του Θεού, κάλλιον να μη επιτελήται. Έκαστον δε έργον, προ του οποίου δεν αρμόζει ατάραχος προσευχή, κάλλιον να εγκαταλείπηται». «Εάν κατά την προσευχήν ξένη προς αυτήν σκέψις υπεισέρχηται εντός της συνειδήσεως, η τοιαύτη προσευχή δεν είναι “καθαρά”». «Εάν εν τη καρδία ζη αντιπάθεια προς τινα ή μνησικακία, η σωτηρία ημών δεν είναι βεβαία». «Εάν εντός ημών δεν υπάρχη αγάπη προς τους εχθρούς, ευρισκόμεθα εισέτι υπό το κράτος του θανάτου και δεν εγνωρίσαμεν τον Θεόν, ως θα έπρεπε να γνωρίσωμεν Αυτόν». Και τα παρόμοια. Αποφασίζω να συνεχίσω την συγγραφήν μου μετ’ ελαχίστων αξιώσεων δι’ εμαυτόν, εκθέτων εν αδραίς γραμμαίς την πλέον του ημίσεος αιώνος πείραν μου, εν σχέσει προς τας θεμελιώδεις θέσεις της πίστεως ημών καθώς κατενόησα αυτάς: Ο Θεός της αγάπης είναι Τριάς ομοούσιος και αδιαίρετος· το Απόλυτον Όν είναι Υποστατικόν, και αι σχέσεις ημών μετά του Υποστατικού Θεού είναι ωσαύτως κατ’ εξοχήν υποστατικαί· η αμαρτία είναι πάντοτε έγκλημα ή απόκλισις από της Πατρικής αγάπης … Η αποκατάστασις του αμώμου και αμεταθέτου εις τους αιώνας συνδέσμου της αγάπης μετά 1 του Θεού επιτυγχάνεται δια της μετανοίας. Χωρίς του Χριστού και του Φωτός του Αγίου Πνεύματος η τελεία όρασις της αμαρτίας ουδέποτε και υπ’ ουδενός κατορθούται, ουδέ κατανοείται. Η οδός προς τον Πατέρα πάσης της κτίσεως είναι ο Χριστός, και η υιοθεσία ημών είναι δυνατή αποκλειστικώς και μόνον εν Αυτώ και δι’ Αυτού, ως Μονογενούς Υιού, Συνανάρχου τω Πατρί και τω Πνεύματι. Ο θρήνος δι’ όλης της υπάρξεως ημών είναι η φυσιολογική κατάστασις της αληθούς μετανοίας. Όσον πλέον συντριπτικός ο φόβος του αιωνίου χωρισμού από του Θεού, τοσούτον εντονωτέρα η φρίκη εκ της θέας της δυσμορφίας ημών, και πλέον ολοκληρωτική η ορμή του πνεύματος ημών προς την προσευχήν. Το δυσανάβατον του ύψους της ισταμένης ενώπιον ημών εντολής ουδόλως πρέπει να αποτρέπη ημάς από της εκπληρώσεως αυτής. Εάν πιστεύωμεν ότι ο Χριστός, ο Δημιουργός της φύσεως ημών, γνωρίζει κατά τέλειον τρόπον τας οριακάς δυνατότητας αυτής, τότε λαμβάνομεν έμπνευσιν προς ασκητικόν αγώνα. Συμφώνως προς την Αποκάλυψιν εξελέγημεν εν Χριστώ «προ καταβολής κόσμου». Οι Απόστολοι και οι Πατέρες ημών είχον πλήρη επίγνωσιν τούτου· δια τι ημείς ολιγοψυχούμεν ενώπιον τοιαύτης θαυμαστής κλήσεως, προ της οποίας ωχριά πάσα άλλη σκέψις ή σκοπός; Έτι πλέον, άνευ της ιδέας ταύτης, τα πάντα αποβαίνουν κενά και η ζωή γίνεται παράλογος ματαιότης. Ο Χριστός ως άνθρωπος εφανέρωσεν εις ημάς εν τω Προσώπω Αυτού το εφικτόν της αγίας αιωνιότητος εν τοις κόλποις του Πατρός· είναι αδύνατον εις ημάς να αρνηθώμεν την κλήσιν Αυτού (βλ. Ιωάν. ιστ’ 22, 33). Δεν είμεθα βεβαίως ισχυρότεροι των Αποστόλων, οίτινες «εθαμβούντο» και 1 «εφοβούντο» ακολουθούντες τον Κύριον αναβαίνοντα εις Ιερουσαλήμ δια την επικείμενην κρίσιν και παράδοσιν Αυτού εις τον επονείδιστον θάνατον (βλ. Μάρκ. ι’ 32‐33). Και ημείς γνωρίζομεν ότι ευρισκόμεθα εν πολέμω. Αλλ’ ο μόνος πόλεμος ημών, τον οποίον ημείς εξελέξαμεν, είναι η αγία πάλη προς τον κοινόν εχθρόν εις πάντας ανθρώπους, εις πάσαν την ανθρωπότητα: τον θάνατον (βλ. Α’ Κορ. ιε’ 26). Κατ’ ουσίαν ο άνθρωπος δεν έχει άλλον εχθρόν. Παλαίομεν δια την ανάστασιν, την προσωπικήν και παντός άλλου συν‐ανθρώπου. Ο Κύριος «απέστειλεν ημάς ως πρόβατα εν μέσω λύκων» (Ματθ. ι’ 16). Εν τη κατωτέρα βαθμίδι της κλίμακος των πνευματικών καταστάσεων του χριστιανού κείται το «σκότος το εξώτερον» (Ματθ. θ’ 12)· εν δε τη ανωτέρα, η «βασιλεία του Θεού εληλυθυία εν δυνάμει» (Μαρκ. θ’ 1). Δυστυχώς, η αυτάρκης στενότης του πνεύματος πλείστων όσων ουχί μόνον είναι ανίκανος να προσλάβη τον αυθεντικόν Χριστιανισμόν, αλλά και αποστρέφεται αυτόν. Εν τούτοις είναι δυνατόν, και επί των ημερών ημών, να συναντήσωμεν ασκητάς της ευσεβείας, η πείρα των οποίων προσεγγίζει εκείνην την πληρότητα, ήτις περιπτύσσεται τα πάντα. Ούτοι διήλθον δια του πόνου των ψυχικών αμφιταλαντεύσεων – δια του μαρτυρίου της συνειδήσεως εκ της επιγνώσεως της φαυλότητος και αδικίας αυτών ενώπιον του Θεού – δια των ολεθρίων αμφιβολιών και της επωδύνου πάλης κατά των παθών.
Εγνώρισαν καταστάσεις βασάνων του άδου, το βαρύ σκότος της απογνώσεως, την απερίγραπτον αθυμίαν και την πικρίαν της Θεο‐ εγκαταλήψεως. Εις τον εκζητούντα αληθινήν μετάνοιαν δίδεται ωσαύτως να γνωρίση πολλάς διαβαθμίσεις πνευματικής 1 χαράς και ειρήνης, πίστεως πλήρους εμπνεύσεως, και θεραπευτικής ελπίδος. Επί την καρδίαν και τον νουν του προσευχομένου αναβαίνει το πυρ της Θείας αγάπης και μετ’ αυτού η θεωρία του ανεσπέρου Φωτός «της μελλούσης πόλεως» (Εβρ. ιγ’ 14). Η εκλεπτυνθείσα δια της νηστείας και της προσευχής καρδία ευκόλως αποβαίνει διορατική κατά χάριν, και τότε αποκαλύπτονται εις αυτήν τα βάθη των ψυχών και αι οδοί προς θεραπείαν αυτών δια της μετανοίας. Τα άλλα είδη διορατικότητος δεν ελκύουν την προσοχήν ημών. Εν αρχή κατέρχεται συνήθως η χάρις της «μνήμης του θανάτου»: Είναι ιδιαιτέρα τις κατάστασις κατά την οποίαν η αιωνιότης κρούει την θύραν της καρδίας του διαμένοντος εν τω σκότει της αμαρτίας ανθρώπου. Τότε το Πνεύμα του Θεού μη γνωστόν εισέτι, ανεξιχνίαστον και κρυπτόμενον, μεταδίδει εις το πνεύμα του ανθρώπου την δυσερμήνευτον θεώρησιν του περιβάλλοντος κόσμου: Άπαν το κτιστόν είναι, εσφραγισμένον απ’ αρχής δια της φθοράς, παρουσιάζεται άνευ νοήματος, βεβυθισμένον εις τον γνόφον του θανάτου. Εις την συνείδησιν του δοκίμου χριστιανού γίνεται προσιτός ο Ευαγγελικός λόγος. Ό,τι παλαιότερον εφαίνετο αντιφατικόν, αποκαλύπτεται νυν ως θεία παγκοσμιότης, ως το απ’ αιώνος απόκρυφον εκ των μιαρών οφθαλμών άγιον Μυστήριον. Η αντίθεσις μεταξύ της νέας αντιλήψεως του κόσμου και του προγενεστέρου σκότους είναι καθ’ υπερβολήν μεγάλη, ώστε να εκφρασθή δια λόγων: Το πνεύμα του ανθρώπου εκτείνεται μεταξύ δύο ορίων: του άδου και της Βασιλείας, ανά μέσον των οποίων κινείται πάσα η πνευματική ζωή των λογικών και υποστατικών όντων. Όταν το πνεύμα του χριστιανού συνάγηται εν εαυτώ, 1 είτε εκ της μαρτυρικής καταπονήσεως, είτε εκ της ουρανίου δόξης, ήτις επεσκίασεν αυτόν, η προσευχή αυτού γίνεται ως αστραπή διασχίζουσα ακαριαίως την οικουμένην απ’ άκρου εις άκρον. Το πνεύμα, ελεύθερον εκ της επ’ αυτού εξουσίας παντός παρερχομένου, ευκόλως αρπάζεται εις τον αμετάθετον κόσμον. Ό,τι πρότερον εφαίνετο θανάσιμος οδύνη, αναμιγνύεται νυν μετ’ «αφορήτου» μακαριότητος. Η φύσις του ανθρώπου δεν αντέχει επί μακρόν τας ακραίας καταστάσεις. Τινες εξ αυτών δίδονται μόνον εις ολίγους, άπαξ μόνον. Η εμπειρία του είδους αυτού αποκαλύπτει εν βραχυτάτη χρονική στιγμή τοιαύτας σφαίρας του Είναι, την ύπαρξιν των οποίων συνήθως οι άνθρωποι ουδόλως υποπτεύονται: Η καρδία αυτών μένει κεκλεισμένη εις την πρόσληψιν της αγίας Ζωής του Θεού. Η αρχή της νικηφόρου πάλης προς την αμαρτίαν έγκειται εις την απομάκρυνσις εκ των χώρων των προσώπων και των περιστάσεων μετά των οποίων συνεδέοντο αι πτώσεις ημών. Η αποταγή του κόσμου, η φυγή εις την έρημον, αποτελεί, υπ’ αυτήν την έννοιαν, θετικόν στάδιον, διότι εκεί – εν τη ερήμω – δεν δυνάμεθα υλικώς ή φυσικώς να διαπράξωμεν έργω πολλάς αμαρτίας, επί παραδείγματι: την βίαν, την απάτην, την συκοφαντίαν, την φιλοκτημοσύνην, την ακολασίαν, την ακράτειαν και τα όμοια. Βεβαίως η αποταγή και μόνον δεν είναι επαρκής. Ο επιμελής χριστιανός ζη, ως υποδούλωσιν εις την αμαρτίαν και τον θάνατον, και αυτήν την παρουσίαν ανυπερβλήτων εισέτι παθών, άτινα νικούν αυτόν, έστω και εις τα αρχικά μόνον στάδια του λογισμού. Επί πλέον υπάρχουν πολλαί αμαρτίαι αίτινες, ανεξαρτήτως 1 της πραγματοποιήσεως αυτών ή ουχί υπό ορατήν μορφήν, είναι ικαναί να οδηγήσουν ημάς εις απώλειαν, ως είναι η υπερηφανία, η κενοδοξία, η οίησις, η μνησικακία και άλλα. Ο αγών κατ’ αυτών δύναται να είναι λίαν χαλεπός έτι και εν τη ερήμω, εν πλήρει απομονώσει. Η νίκη εφ’ όλων αυτών επιτυγχάνεται δια της ταπεινώσεως, ήτις εξομοιοί ημάς προς τον απαθή και ταπεινόν Κύριον. Ο Θεός είναι απαθής, και οι εν Αυτώ σεσωσμένοι είναι επίσης απαθείς. Το νόημα της χριστιανικής απάθειας έγκειται εις την απελευθέρωσιν του ανθρώπου εκ της επ’ αυτού εξουσίας του «νόμου της αμαρτίας» (Ρωμ. η’ 2). Η κατάστασις της απαθείας χαρακτηρίζεται υπό της συνεχούς εν τω ανθρώπω παρουσίας της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, το Οποίον μαρτυρεί εις το πνεύμα ημών ότι «μεταβεβήκαμεν εκ του θανάτου εις την ζωήν», την άφθαρτον (πρβλ. Α’ Ιωάν. γ’ 14). Η ενέργεια του Θείου Πνεύματος αναγνωρίζεται εν τη αγάπη, διότι «ο Θεός αγάπη εστί, και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ» (Α’ Ιωάν. δ’ 14). Η αγάπη αύτη είναι ως προς την προέλευσιν αυτής αθάνατος. Τα παθήματα δεν ζημιούν αυτήν. Ίδιον αυτής είναι να συμπάσχη μετά πάντων. Θέτουσα τον άνθρωπον εκτός της κυριαρχίας του θανάτου, είναι εκ φύσεως πλήρης ελεήμονος οίκτου, έτι και δια τους εχθρούς. Δεν φοβείται «από των αποκτεννόντων το σώμα» (Ματθ. ι’ 28): Οικτίρει αυτούς ως εστερημένους του Φωτός της αληθούς ζωής. Ούτως εδιδάχθημεν υπό των Αγίων Πατέρων ημών να εννοώμεν τα πράγματα, και οι ίδιοι ζώμεν την κατανόησιν ταύτην ως την μόνην αληθινήν. 1 Γεννηθέντες εν τω κόσμω τούτω συνδεόμεθα μετ’ αυτού δι’ ισχυρών δεσμών συγγενείας. Αγαπώμεν αυτόν· εντός των ορίων αυτού οικοδομούμεν την αιωνιότητα ημών· πάσχομεν όμως εν αυτώ: Στενός είναι ο κόσμος δια την εντεταλμένην εις ημάς αγάπην. Δεν δυνάμεθα να μη αγαπώμεν αυτόν, τούτο όμως δεν σημαίνει ότι θα πορευθώμεν εις τας οδούς του πεπτωκότος κόσμου. Δεν είναι δυνατόν να μη αγαπώμεν τον κόσμον, αλλ’ όταν η έλξις προς τον αυτόν υπερβαίνη την αγάπην ημών προς τον Θεόν, τότε οφείλομεν να ανεύρωμεν εν εαυτοίς δυνάμεις και να μιμηθώμεν τον Αβραάμ: Να λάβωμεν εις τας χείρας πυρ και μάχαιραν και να προσφέρωμεν ως θυσίαν πάν πολύτιμον εις ημάς, χάριν του θριάμβου της αγάπης του Θεού εν ημίν (βλ. Γέν. κβ’ 6). Εν τω κόσμω τούτω η ευλογία του Δημιουργού μένει εκεί, όπου μετ’ ευγνωμοσύνης δέχονται αυτήν. Αλλ’ έτι και υπό την ευλογημένην ταύτην άποψιν ο κόσμος δεν δύναται να αποβή ο ύστατος σκοπός. Καταπονούμεθα ενταύθα υπό αγίου πόνου: Η κλήσις του υπερκοσμίου Πατρός ελκύει ημάς. Αισθανόμεθα ότι η πλευρά εκείνη της φύσεως ημών, ήτις φέρεται προς Αυτόν, καθίσταται υπερκοσμία. Γνωρίζομεν ότι ο Θεός εκάλεσεν ημάς, όπως συνεργήσωμεν μετ’ Αυτού εις την Πράξιν της υπ’ Αυτού δημιουργίας αθανάτων θεών. Ημείς οι ίδιοι είμεθα κτίσματα, αλλά ο Κύριος Ιησούς δια της επί γης εμφανίσεως Αυτού, της διδαχής και το υποδείγματος Αυτού, απεργάζεται ημάς ομοίους προς Αυτόν. Συντελείται εν ημίν η ομοίωσις προς τον Μονογενή Υιόν δια της εν ημίν ενοικήσεως του Αγίου Πνεύματος. Κατά τον τρόπον αυτόν γινόμεθα και ημείς υιοί του Υψίστου (βλ. Λουκ. α’ 35). 1 Και παν ό,τι λέγει ο ενανθρωπήσας Χριστός περί Εαυτού, δύναται να εφαρμοσθή και εις ημάς: «Ου δύναται ο Υιός ποιείν αφ’ Εαυτού ουδέν, εάν μη τι βλέπη τον Πατέρα ποιούντα· ά γαρ αν Εκείνος ποιή, ταύτα και ο Υιός ομοίως ποιεί. Ο γαρ Πατήρ φιλεί τον Υιόν και πάντα δείκνυσιν Αυτώ ά Αυτός ποιεί» (Ιωάν. ε’ 19‐20). Ο άνθρωπος ζη επί δύο επιπέδων: Διάγει εν τω φυσικώ τούτω κόσμω, αλλά συγχρόνως υπερβαίνει αυτόν. Εν ταις κατωτέραις μορφαίς της επιγείου υπάρξεως αυτού εμφανίζεται ούτος ως «πράγμα» του κόσμου τούτου, και ως τοιούτον είναι ετεραρχούμενος, αλλ’ ως υπόστασις, εικών του Υποστατικού Θεού, είναι πέραν παντός ορισμού. Ως εκ τούτου έχομεν διττήν συνείδησιν περί εαυτών: Είμεθα μηδαμινότης εκ του «μηδενός» ειλημμένη, αλλά και μεγαλείον εν τη χάριτι της σωτηρίας. Συνοικούν εν ημίν η εξάρτησις και η ελευθερία, η φθορά και η αθανασία, η δουλεία και η κυριότης. Εν τη πτώσει αυτών οι άνθρωποι εγένοντο θύματα ολεθρίου πλάνης: Θαυμάζουν ως μεγαλειώδες ό,τι είναι «βδέλυγμα» ενώπιον του Θεού (Λουκ. ιστ’ 15), αποφεύγουν δε και καταφρονούν ό,τι είναι «πολυτελές» ενώπιον Αυτού (Α’ Πέτρ. γ’ 4, βλ. Λουκ. α’ ). Να είναι τις χριστιανός απαιτεί παρρησία, προ της οποίας ωχριά πάσα άλλη τόλμη. Ο «Άνθρωπος Χριστός Ιησούς» ενίκησε τον κόσμον και καλεί ημάς εις κοινωνίαν της αιωνίου νίκης Αυτού (Α’ Τιμ. β’ 5, βλ. Ιωάν. ιστ’ 33)· μετά δε την ανάληψιν Αυτού εκάθισεν ήδη ως Άνθρωπος «εκ δεξιών του Θεού» (Μαρκ. ιστ’ 19). Όπως αποδεχθώμεν ανενδοιάστως την κλήσιν του Χριστού, είναι απαραίτητος εις πάντας ημάς η μεγάλη δύναμις 161 της αποστολικής πίστεως, ή η απλότης του νηπίου. «Ο νικών, δώσω αυτώ καθίσαι μετ’ Εμού εν τω θρόνω Μου, ως καγώ ενίκησα και εκάθισα μετά του Πατρός Μου εν τω θρόνω Αυτού. Ο έχων ούς ακουσάτω …» (Αποκ. γ’ 21‐22). «Παν το γεγεννημένον εκ του Θεού νικά τον κόσμον· και αύτη εστίν η νίκη η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών …» (Α’ Ιωάν. ε’ 4). Όστις αποπειράται να ακολουθήση τον Χριστόν, «όπου αν υπάγη» (Αποκ. ιδ’ 4), εκείνος αναποφεύκτως θα κλονισθή πολλάκις: εν εκάστη αναβάσει αυτού εξ ελάσσονος προς κρείσσονα γνώσιν, εκ του ήσσονος προς το μείζον μέτρον αγάπης. Η καρδία ημών δεν δύναται να χωρήση την παντοδυναμίαν Αυτού· ο νους ημών δεν συλλαμβάνει την απειρότητα Αυτού· «Ου γαρ εισιν αι βουλαί Μου ώσπερ αι βουλαί υμών, ουδ’ ώσπερ αι οδοί υμών αι οδοί Μου λέγει Κύριος» (Ησ. νε’ 8). Ποσάκις παραιτούμεθα εν εξαντλήσει, ανίκανοι να εννοήσωμεν το θέλημα Αυτού, την πρωταρχικήν και εσχάτην περί ημών βουλήν Αυτού! Δυσκόλως εγκαταλείπομεν τας «οδούς ημών», και μετά μεγάλου κόπου ευρίσκομεν τας «οδούς Αυτού». Την στιγμήν καθ’ ήν φαίνεται εις ημάς ότι, ιδού, αρχόμεθα πώς να βλέπωμεν, Ούτος δεικνύει ότι είναι απείρως απομεμακρυσμένος. Η ψυχή μου εντείνεται μέχρι των ορίων των δυνάμεων αυτής. Εκλείπει το πνεύμα μου. Κυριεύομαι υπό τρόμου ενώπιον των αποκαλυπτομένων αβύσσων της θεογνωσίας· αναζητώ υποστήριγμα εν τω λόγω του Θεού. Και τι λοιπόν συναντώ τότε;
«Έτι άπαξ εγώ σείω ου μόνον την γην, αλλά και τον ουρανόν». Δια ποίον λόγον; Χάριν «της μεταθέσεως των σαλευομένων ως πεποιημένων, ίνα μείνη τα μη 162 σαλευόμενα» (Εβρ. ιβʹ 26‐ 27). Κύριε, ασθενής ειμι. Συ οίδας τούτο. Μετά φόβου εκζητώ τας προς Σε οδούς. Μη υπερίδης με· μη αποστής απ’ εμού εν τη πτώσει μου. Γενού εγγύς εμού, του μηδαμινού, αλλά διψώντός Σε. Σκήνωσον εν εμοί, και ποίησον Συ Αυτός εν εμοί παν ό,τι ενετείλω ημίν. Ποίησόν με Σον εν αγάπη ασαλεύτω εις αιώνας αιώνων. Η Θεία ζωή είναι δι’ ημάς απερινόητος. Ένεκα τούτου ομιλούμεν συνήθως περί Θείων Μυστηρίων. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι ο Κύριος σκοπίμως αποκρύπτει αφ’ ημών όψεις τινάς του αιωνίου Αυτού Είναι. Ουχί βεβαίως. Ως κτισθέντες εκ του «μη όντος», και επομένως υπάρχοντες μόνον «εν δυνάμει», οφείλωμεν δια της βαθμιαίας γνώσεως των μυστηρίων να διέλθωμεν την διαδικασίαν της ωριμάνσεως και του γίγνεσθαι ημών εν τη αληθεία. Τοιαύτη είναι η οδός: Πάντα τα χαρίσματα του Δημιουργού είναι καθαραί δωρεαί, διότι ημείς ουδέν έχομεν προ της εμφανίσεως ημών εν τω κόσμω τούτω, μάλιστα δε και αυτό το είναι ημών εδέχθημεν εκ των χειρών Αυτού. Η αφομοίωσις όμως των δωρεών συνδέεται μετ’ οδυνηράς εντάσεως όλης της υπάρξεως ημών. Μόνον υπ’ αυτάς τας συνθήκας δίδεται εις τον Θεόν η δυνατότης να αποδώση εις ημάς την επίτευξιν αυτών, να θέση υπό την πλήρη κατοχήν ημών την εξ Αυτού εκπορευομένην ζωήν καθ’ όλην την αιωνιότητα: Η ζωή Αυτού γίνεται ζωή ημών. 163 Το άναρχον Απόλυτον – ο Θεός – εφανερώθη εις ημάς ως Υποστατικόν Όν. Ημείς όμως δημιουργούμεθα ως υποστάσις μόνον εν δυνάμει. Η γνώσις του Θεού υφ’ ημών των κτιστών υποστάσεων είναι διμερής πράξις: του Παρέχοντος και του αποδεχομένου. Η γνώσις αύτη φέρει πάντοτε προσωπικόν και ουχί αντικειμενικόν χαρακτήρα. Ημείς, η εικών του Θεού, φέρομεν εν εαυτοίς την ακατάβλητον ορμήν προς μύησιν εις το αποκαλυπτόμενον εις ημάς Αυτούσιον Θείον Είναι. Μετά την δημιουργίαν του ανθρώπου ο Κύριος δεν ενεργεί πλέον Μόνος, αλλά πάντοτε εκ συμφώνου προς το κτίσμα Αυτού. Η πορεία της τελειώσεως ημών επιτελείται δια της συναντήσεως δύο θελήσεων: του Δημιουργού και του δημιουργήματος· και δύο προσώπων: του Θεού και του ανθρώπου. Η γνώσις του Ζώντος Θεού μεταδίδεται εις ημάς εν τη πράξει της ενώσεως ημών μετ’ Αυτού εν τω ιδίω Αυτού Είναι. Η τοιαύτη πράξις «ενώσεως» είναι αποτέλεσμα αμοιβαίας αγάπης, ήτις διανοίγει την καρδίαν ημών, πάσαν την ύπαρξιν ημών, εν τη πληρότητι αυτής. Εάν όμως ημείς προσφέρωμεν εις Αυτόν μέρος μόνον της ζωής ημών, τότε δεν πρέπει να αναμένωμεν ότι Αυτός, ο Άναρχος, θα αποκαλυφθή εις ημάς εν παντί τω πληρώματι Αυτού, και δη κατά τρόπον αναφαίρετον εις τους αιώνας. Ο Κύριος είναι αφάτως οικτίρμων, αλλά λαμβάνει υπ’ όψιν το μέτρον της παραδόσεως ημών εις Αυτόν· εν άλλαις λέξεσι: Δίδεται εις ημάς κατά τον βαθμόν καθ’ όν είμεθα έτοιμοι εν τη ελευθερία ημών να δεχθώμεν Αυτόν. Ο Θεός ούτως ενούται μετά του ανθρώπου, ώστε ο τελευταίος ουδόλως βιοί Αυτόν ως «αντικείμενον» γνώσεως 164, αλλά ως την εαυτού ζωήν. Η επιστημονική, η αντικειμενική μέθοδος γνώσεως, εν ουδεμία περιπτώσει δύναται να εφαρμοσθή επ’ Αυτού. Εν τη ενώσει του Θεού μεθ’ ημών, Εκείνος και ημείς παραμένομεν αναλλοιώτως πρόσωπα έχοντα συνείδησιν του εν αγάπη συνδέσμου αυτών. Ούτος λέγει περί Εαυτού: «Εγώ ζω»· ονομάζει Εαυτόν «Εγώ ειμί», και μεταδίδει εις ημάς την ζωήν ταύτην ούτως, ώστε και ημείς δυνάμεθα να είπωμεν εν αισθήσει περί ημών αυτών: «εγώ ειμί». Ούτος είναι ο Ών καθ’ Εαυτόν, ημείς δε έχομεν το είναι εξ Αυτού. Κατά το μέτρον εν ώ μένομεν εν Αυτώ, είμεθα εκτός θανάτου, τουτέστιν αιώνιοι. «Το Α και το Ω, … η αρχή και το τέλος … ο πρώτος και ο έσχατος» (Αποκ. α’ 8, 17, κα’ 6, κβ’ 13), ιδού το Όνομα Αυτού. Ούτος συνιστά την πρωταρχικήν αρχήν Εαυτού τε και παντός ό,τι υπάρχει. Πριν ή εγγίση ημάς ο δάκτυλος Αυτού, πριν ή η ενέργεια της αϊδίου ζωής Αυτού διαπεράση την καρδίαν, τον νουν, έτι δε και το σώμα ημών, περιπλανώμεθα εικάζοντες περί Αυτού. Κτιστοί όντες, δεν συλλαμβάνομεν πώς είναι δυνατόν εν γένει να υπάρχη το Είναι. Διαπιστούμεν το γεγονός τούτο, αλλά δεν έχομεν τας δυνάμεις να πορευθώμεν πέραν αυτού. Απεκαλύφθη Ούτος κατ’ αρχάς εις τον Μωϋσήν επί του Σινά δια του Ονόματος «Εγώ ειμι», έτι δε και ασυγκρίτως εναργέστερον δια της εμφανείας Αυτού εν τω κόσμω τούτω, εν τη σαρκί ημών. Και έδωκεν Ούτος εις ημάς την ευλογίαν να γνωρίσωμεν Αυτόν ως Πρόσωπον και να ίδωμεν εαυτούς ανυψουμένους εις το είδος τούτο του είναι δια της εις Αυτόν πίστεως, δια της συναντήσεως ημών μετ’ Αυτού εν πλήρει υπαρκτική ενώσει και δια της ελεύσεως του Αγίου Πνεύματος εις τας καρδίας ημών. 165 Δια της εμφανίσεως του Φωτός δίδεται εις τον άνθρωπον η υπαρκτική γνώσις του Θεού. Η ψυχή, ο νους, έτι δε και το σώμα, μετέχουν της γνώσεως ταύτης. Ημείς όμως δεν δυνάμεθα να περιλάβωμεν άπαν το πλήρωμα Αυτού, και το γεγονός τούτο διεγείρει εν ημίν δίψαν αγάπης, όπως εντείνωμεν την κοινωνίαν ημών μετ’ Αυτού, όπως εισδύσωμεν βαθύτερον εν Αυτώ δι’ όλων των δυνάμεων της υπάρξεως ημών. Διψώσα ούτως η ψυχή τον Θεόν, ελκύεται υπό δυνάμεως, ήτις παρέχει χαράν και ταυτοχρόνως συνδέεται μετά πόνου. Το πνεύμα ημών θλίβεται βλέπον εαυτό εισέτι απείρως μακράν του Ποθουμένου Πατρός, και η προσευχή λαμβάνει χαρακτήρα ορμητικού χειμάρρου. Η εξ αυτής πείρα είναι ποικίλη. Αι ημέραι και αι νύκτες πληρούνται μερίμνης και δημιουργικής αναζητήσεως των οδών προς Εκείνον. Η αγία εκείνη αγάπη, της οποίας η πνοή δύναται τότε να επισκεφθή ημάς, εμφανίζεται εις ημάς εσωτερικώς – υποκειμενικώς – ως μη επιδεχομένη αμφιβολίαν περί της Θείας προελεύεσεως αυτής. Εν τούτοις όμως, παρά την ορμήν της τα πάντα περιπτυσσομένης θαυμαστής αγάπης, της φανερουμένης εν τω Φωτί, θα ήτο ουχί μόνον σφαλερόν, αλλά και επικίνδυνον να εμπιστευθώμεν εις εαυτούς. Εκ των Γραφών γνωρίζομεν ότι η Υπέραγνος Παρθένος Μαρία έσπευσε προς την δικαίαν Ελισάβετ, όπως μάθη εξ αυτής εάν ήτο αληθής η εις Αυτήν γενομένη αποκάλυψις περί της εξ Αυτής γεννήσεως Υιού, Όστις «έσται μέγας και Υιός Υψίστου κληθήσεται …, και της Βασιλείας Αυτού ουκ έσται τέλος» (Λουκ. α’ 32‐33). Έχομεν ωσαύτως το παράδειγμα του Παύλου: «Ηρπάγη εις τον παράδεισον και ήκουσεν άρρητα ρήματα, ά ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι» (Β’ Κορ. ιβ’ 4)· 166 «Ευδόκησεν ο Θεός … αποκαλύψαι τον Υιόν Αυτού εν αυτώ» (πρβλ. Γαλ. α’ 15‐16). Εν τούτοις όμως δις ούτος μετέβη εις Ιερουσαλήμ, ίναι θέση υπό την κρίσιν του Πέτρου και των άλλων «κατ’ ιδίαν δε τοις δοκούσιν», το κηρυττόμενον υπ’ αυτού Ευαγγέλιον, ίνα λάβη εξ αυτών την επιβεβαίωσιν ότι «ουκ εις κενόν τρέχει ή έδραμε» (πρβλ. Γαλ. β’ 1‐2). Και δεν υπάρχει τέλος εις τοιαύτα παραδείγματα εν τη ιστορία της Εκκλησίας ημών, ήτις εθέσπισεν ως υποχρεωτικόν κανόνα να θέτωμεν εαυτούς υπό την κρίσιν άλλων, εμπειροτέρων, πρεσβυτέρων, αποδεκτών υπό των πιστών. Και ημείς κρατούμεν την παράδοσιν ταύτην. Εν τη βάσει της υπάρξεως ημών κείται η σφραγίς της εκ του «μη όντος» δημιουργίας ημών, ήτις αποστερεί ημάς της δυνατότητος να εκφέρωμεν οιανδήποτε υποκειμενικήν κρίσιν περί του Είναι καθ’ Εαυτό της Απολύτου Υπάρξεως. Εκτός τούτου φέρομεν εν εαυτοίς τας συνεπείας της «πτώσεως του Αδάμ», εν ή εκφράζεται η τάσις προς αυτοθέωσιν. Η πείρα της ελευθερίας του αυτοπροσδιορισμού ημών μαρτυρεί, βεβαίως, περί του απολύτου ημών, αλλ’ ημείς ευκόλως είναι δυνατόν να απολέσωμεν την συνείδησιν ότι είμεθα κτίσματα, κτίσματα «κατ’ εικόνα του Απολύτου Θεού», και ότι το «απόλυτον» ημών δεν είναι ει μη αντανάκλασις του Πρώτου Απολύτου. Η παραπλάνησις εις το σημείον τούτο είναι δυνατή δι’ ημάς και επί του διανοητικού και επί του ψυχολογικού επιπέδου. Δυνάμεθα να αποβώμεν θύματα της «φαντασίας» ημών και να εκπέσωμεν εκ της αυθεντικής πραγματικότητος, ήτις δεν είναι ατομική αλλά «καθολική». Εκλήθημεν να περιλάβωμεν εν εαυτοίς άπαν το πλήρωμα του ανθρωπίνου και Θείου έτι Είναι, αλλ’ οφείλομεν να αναγνωρίζωμεν ότι είμεθα μακράν 167 «τούτου». Και ούτως είναι απολύτως απαραίτητον δι’ έκαστον εξ ημών, οιονδήποτε προφητικόν χάρισμα και εάν κατέχωμεν, να βεβαιούμεθα δια της μαρτυρίας άλλων προσώπων ότι περικλειόμεθα εις το καθολικόν είναι, το κατ’ εικόνα του Τριαδικού Θεού. Ημείς, φυσικιώ τω τρόπω, αναζητούμεν τοιούτους μάρτυρας, τους οποίους ουδαμού δυνάμεθα να ανεύρωμεν ει μη εν τη Εκκλησία, της οποίας η αιωνόβιος πείρα υπερβαίνει ασυγκρίτως πάσαν ατομικήν εμπειρίαν. Εν τω απωτέρω παρελθόντι τοιούτοι έμπειροι καθοδηγηταί υπήρξαν οι Απόστολοι, κληροδοτήσαντες εις ημάς υπό γραπτήν μορφήν την αμέσως εκ του Θεού δοθείσαν εις αυτούς γνώσιν. Μετ’ αυτούς ηκολούθησε νέφος Πατέρων (διδασκάλων και ασκητών), οίτινες μετέδωκαν από γενεάς εις γενεάν κατ’ εξοχήν «το πνεύμα της ζωής καθ’ εαυτήν», επιβεβαιώσαντες συχνάκις τούτο και δια των ιδίων γραφών. Πιστεύομεν ότι εις εκάστην δεδομένην ιστορικήν στιγμήν υπάρχουν εν τη Εκκλησία ζώντες μάρτυρες· ότι έως της συντελείας των ημερών του κόσμου τούτου δεν θα εκλείψη εκ της ανθρωπότητος η αυθεντική Θεογνωσία. Μόνον μετά την ανεύρεσιν αυθεντικής επιβεβαιώσεως της ατομικής εμπειρίας ημών δυνάμεθα να εμπιστευθώμεν εαυτούς, και πάλιν ουχί υπερμέτρως. Το πνεύμα ημών οφείλει να μη ανακόψη την κίνησιν αυτού προς τον Θεόν· και εις έκαστον νέον βήμα είναι απαραίτητον να ενθυμώμεθα ότι η μετά αυτοπεποιθήσεως απομόνωσις ημών εγκυμονεί την δυνατότητα να αμαρτήσωμεν κατά της αληθείας. «Βασιλεύ Ουράνιε, Παράκλητε, το Πνεύμα της Αληθείας (Ιωάν. ιδ’ 16‐17), 168 το εκ του Πατρός εκπορευόμενον (Ιωάν. ιε’ 26) και εν Υιώ αναπαυόμενον ελθέ και σκήνωσον εν ημίν, οδήγησον ημάς εις πάσαν την αλήθειαν (Ιωάν. ιστ’ 13) και σώσον, Υπεράγαθε, τας ψυχάς ημών». «Όταν δε έλθη Εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας, οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν», επηγγείλατο εις ημάς ο Κύριος προ της εξόδου Αυτού δια τον σταυρικόν θάνατον. Η συναίσθησις της απομακρύνσεως ημών από του Θεού, Θεού κεκρυμμένου, αλλά ηγαπημένου, είναι οδυνηρόν μαρτύριον. Νυν, όταν σκέπτωμαι περί εκείνου, όπερ κατ’ ουσίαν ετελείτο εν εμοί κατ’ εκείνους τους ευλογημένους χρόνους, επανέρχονται εις την μνήμην μου: Πρώτον, η δίψα του Θεού, ήτις κατέκαιεν εμέ, εφαίνετο ως η μόνη φυσική, η μόνη προς «χρείαν» (πρβλ. Λουκ. ι’ ) εν τη οικτρά καταστάσει μου. Δεύτερον, εγώ είμαι ασθενής, εν πάσιν ασταθής … Πόθεν λοιπόν ήλθεν εις εμέ η προσευχή, ήτις υπερέβη τας δυνάμεις της φύσεως μου; Τρίτον, ουχί άρα γε ο ίδιος ο Κύριος είλκυσεν εμέ δια της δυνάμεως Αυτού; … Δεν συνηνούντο δύο θελήσεις, του Θεού και εμού, εφ’ όσον ο Ποιητής και Πατήρ ημών ουδέν τελεί μεθ’ ημών άνευ της συγκαταθέσεως και της συνεργίας ημών;
Η καταπόνησις της ψυχής μου ήτο ακατάπαυστος ημέραν και νύκτα. Το μαρτύριον τούτο εξεχέετο εις προσευχήν εξ ίσου αδιάλειπτον έτι και κατά την διάρκειαν του ύπνου και κατά τον καιρόν της συναναστροφής μου 169 μετά των ανθρώπων. Επί παρουσία άλλων, εν τούτοις, δύναμις τις συνεκράτει εμέ εκ των εξωτερικών εκδηλώσεων, ευθύς όμως ως επέστρεφον εις το κελλίον μου, πριν ή κλείσω την θύραν αυτού, εκυρίευεν εμού ο κλαυθμός. Κατά καιρούς ο πόνος εκ του χωρισμού της ψυχής από του Θεού έρριπτεν εμέ επί του δαπέδου, και εν τη γαλήνη της νυκτός δεν έπαυον επί ώρας να χέω δάκρυα και να οδύρωμαι δια την ανεκφράστως μεγάλην απώλειαν. Όλος εγώ – ο νους, η καρδία, και το σώμα μου εισέτι –, το πάν συνενούτο στενώς, ισχυρώς, εις έν, ως καλώς εσφιγμένος κόμβος. Και ότε ο κλαυθμός διέβαινεν όριον τι, τότε η γη, άπας ο ορατός κόσμος, εξέπιπτεν εκ της συνειδήσεως μου και έμενον μόνος ενώπιον του Θεού. Το αψηλάφητον Φως, το εκ του Ανάρχου εκπορευόμενον, έδιδεν εις εμέ να ίδω εμαυτόν ουχί κατά την εξωτερικήν μου εμφάνισιν, ουχί υπό τας συνθήκας της καθ’ ημέραν ζωής μου, αλλά κατά τρόπον παράδοξον τον οποίον δεν δύναμαι να περιγράψω. Ιστάμην ενώπιον του Δημιουργού μου τελείως γυμνός εν αυτή ταύτη τη φύσει μου· και ουδέν υπήρχεν εν εμοί κεκαλυμμένον από των οφθαλμών Αυτού. Έν εκ των πλέον σημαντικών γεγονότων της ζωής μου, κατά την αγαθήν περί εμού Πρόνοιαν του Θεού, ήτο η συνάντησίς μου μετά του Αγίου Γέροντος Σιλουανού. Εις τον ταπεινόν τούτον άνδρα εδόθη εξ ύψους η χάρις να προσεύχηται υπέρ όλου του κόσμου, ως περί εαυτού. Επεκράτει εν τούτοις εν αυτώ η λύπη περί των ήδη απελθόντων εντεύθεν. Η ψυχή αυτού ήτο προσηλωμένη εις την θέαν του άδου, πέραν των ορίων της γης. Εθεώρει τον άδην τούτον δυνάμει της δοθείσης εις αυτόν πείρας της πραγματικότητος της πνευματικής καταστάσεως 170 του ανθρωπίνου πνεύματος. Ήτο εν γένει ίδιον εις αυτόν να μη περιορίζηται εν τη προσευχή αυτού, ούτε υπό του χρόνου, ούτε υπό του χώρου, διότι το πνεύμα αυτού ήτο πάντοτε εστραμμένον προς την αιωνιότητα. Εμέ όμως προσωπικώς κατείχεν η θεωρία του άδου εν τω κόσμω τούτω, εν τη ιστορία. Ζων εν τη ερήμω, ουχί μόνον δεν απηλλάγην της καταστάσεως ταύτης, αλλά τουναντίον ηυξήθη το μαρτύριον μου υπέρ του κόσμου, ως συνέπεια των γεγονότων, εν γένει, της εποχής ημών, και προ παντός της περιόδου του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου. Η έρημος έδιδεν εις εμέ την ελευθερίαν να παραδοθώ εις την προσευχήν υπέρ της ανθρωπότητος, ιδιαιτέρως τας νυκτερινάς ώρας. Συνείχεν εμέ, κατά τινα τρόπον, η αίσθησις των παθημάτων της οικουμένης. Προς τούτο συνέβαλλεν η εμπειρία μου εκ του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου και της μετ’ αυτόν Ρωσικής Επαναστάσεως. Έζων επί έτη εν πνιγηρά ατμοσφαίρα αδελφοκτόνου μίσους, κατ’ αρχάς εξ αιτίας του Παγκοσμίου, κατόπιν δε του εμφυλίου πολέμου. Έκτοτε θα προετίμων μάλλον να ακούω περί χιλιάδων ίσως θυμάτων εκ σεισμών, πλημμυρών, επιδημιών και άλλων θεομηνιών και καταστροφών, αίτινες προκαλούν συνήθως την συμπάθειαν πάντων, ή περί πολέμων, οίτινες σχεδόν ανεξαιρέτως παρασύρουν πάντας εις ηθικήν συμμετοχήν εις τους φόνους. Δεν υπάρχει μεγαλυτέρα αμαρτία εκείνης του πολέμου. Κατ’ εκείνους τους χρόνους έζων την Λειτουργίαν αναμιμνησκόμενος του Χριστού προσευχομένου εν Γεθσημανή και αποθνήσκοντος επί του Γολγοθά. Ευρισκόμην εν απογνώσει· διηνοίχθησαν εις εμέ αι διαστάσεις της Πρώτης Πτώσεως του Ανθρώπου. Δεν γνωρίζω πώς επέζησα. 171 «Ότε ουν έλαβε το όξος ο Ιησούς είπε· Τετέλεσται, και κλίνας την κεφαλήν παρέδωκε το πνεύμα» (Ιωάν. ιθ’ 30). Τί είχεν εν τη συνειδήσει Αυτού ο Χριστός, ότε προέφερε τον λόγον τούτον: Τετέλεσται; Ουδείς είναι εις θέσιν να αποκαλύψη πλήρως εκείνην την αιωνιότητα, εν τη οποία διέμενε πάντοτε ο Κύριος ημών. Δεν θα είναι άστοχον, εάν υποθέσωμεν ότι εν τη σφαιρική οράσει Αυτού εισήρχετο ουχί μόνον η έως και της εις άδου καθόδου άκρα κένωσις Αυτού, αλλ’ ωσαύτως και η όρασις της νίκης Αυτού επί του θανάτου. Διέβλεπε το πλήθος των υπ’ Αυτού σεσωσμένων εν τω Φωτί της Βασιλείας του Πατρός. Ό,τι ο δημιουργικός νους του Θεού συνέλαβε δια τον Άνθρωπον «προ καταβολής κόσμου» νυν αποβαίνει δυνατόν, πραγματοποιείται. Ο Χριστός εξεπλήρωσε το έργον, το οποίον ανέθεσεν εις Αυτόν ο Πατήρ (βλ. Ιωάν. ιζ’ 4). Φόβος και φρίκη κυριεύουν ημών, όταν διανοίγωνται προ ημών τα έσχατα όρια των παθημάτων. Η ιδιομορφία όμως της χριστιανικής οδού έγκειται εις το ότι, παραλλήλως προς την κατάβασιν εις την χώραν των βασάνων, γίνεται δυνατή και η ανάβασις του ανθρωπίνου πνεύματος εις την σφαίραν του ακτίστου Φωτός. Όταν εμπίπτουν εις ημάς αφόρητοι, ως φαίνονται, οδύναι, τότε απροσδοκήτως ανοίγεται η είσοδος προς το όντως άπειρον «περισσόν» ζωής (Ιωάν. ι’ 10)· τότε αρχόμεθα να γνωρίζωμεν βαθύτερον τον Χριστόν και εν τη Ανθρωπότητι και εν τη Θεότητι Αυτού. Το πνεύμα ημών πανηγυρίζει και εκπλήττεται προ του θαύματος, όπερ εποίησε μεθ’ ημών ο Θεός. Καθώς η πραγματική δύναμις της εν Γεθσημανή προσευχής παραμένει αιωνίως, καθώς ο 172 θάνατος του Χριστού επί του Γολγοθά εσφράγισεν εσαεί το σώμα του κτιστού κόσμου, καθώς διατηρούνται ανεξίτηλοι εις την ιστορίαν του γένους ημών πάσαι αι πράξεις και οι λόγοι του Κυρίου, ούτω θα χαραχθούν εφ’ ημών δι’ όλην την αιωνιότητα πάντες οι κόποι, τους οποίους κατεβάλομεν ακολουθούντες τον Χριστόν, μεταμεμορφωμένοι όμως δια της δυνάμεως της Θείας αγάπης. Εις τον πιστεύοντα δίδονται καταστάσεις, αίτινες εξομοιούν αυτόν προς τον Σαρκωθέντα Θεόν· δεν ομιλούμεν περί πλήρους ταυτότητος, αλλ’ ούτε αρνούμεθα αναλογίαν τινά. Το πρώτον θα ήτο αφροσύνη· ασέβεια και αγνωμοσύνη θα ήτο το δεύτερον. Και αν ουδέποτε εις ουδένα εδίδετο να ζήση εν τη προσευχή και μικράν τινα ομοίωσιν προς τας καταστάσεις του Θεανθρώπου, τότε πώς θα ήτο, εν γένει, εφικτόν εις τους ανθρώπους να αναγνωρίσουν εν Αυτώ τον Θεόν; «Αύτη δε εστιν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσι Σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και Όν απέστειλας Ιησούν Χριστόν» (Ιωάν. ιζ’ 3). Άπας ο επίπονος ημών αγών διεξάγεται δια την γνώσιν του Μόνου Αληθινού Θεού. Το πνεύμα ημών κατευθύνεται ουχί προς παροδικά φαινόμενα, αλλά προς το μη παρερχόμενον Είναι. Η ορμή του νοός ημών στρέφεται προς τον Όντα, την Αρχήν του παντός, τον Πρώτον και τον Έσχατον. Και πώς θα ηδυνάμεθα να αποδώσωμεν εις τον «ιστορικόν» Χριστόν παρόμοια κατηγορήματα, εάν η τήρησις των εντολών Αυτού δεν προσέφερεν εκείνους τους καρπούς, περί ών μετά τοιαύτης ευλαβείας και εμπνεύσεως ομιλούν οι Πατέρες ημών από γενεάς εις γενεάν; Πώς θα ήτο τούτο δυνατόν, εάν και Ούτος ήτο έν πεπερασμένον άτομον, ως πάντες ημείς; Αλλά … «Ο Υιός 173 του Θεού … δέδωκεν ημίν διάνοιαν, ίνα γινώσκωμεν τον Αληθινόν (Θεόν)· και εσμέν εν τω Αληθινώ, εν τω Υιώ Αυτού Ιησού Χριστώ» (Α’ Ιωάν. ε’ 20). Και ο Απόστολος Παύλος λέγει: «Τούτο … φρονείσθω εν ημίνν ό και εν Χριστώ Ιησού» (Φιλ. β’ 5). Και πάλιν γράφει: «Κάμπτω τα γόνατα μου προς τον Πατέρα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού … ίνα δώη υμίν … κραταιωθήναι δια του Πνεύματος Αυτού εις τον έσω άνθρωπον, κατοικήσαι τον Χριστόν δια της πίστεως εν ταις καρδίαις υμών, … ίνα εξισχύσητε καταλαβέσθαι συν πάσι τοις αγίοις τί το πλάτος και μήκος και βάθος και ύψος, γνώναι τε την υπερβάλλουσαν της γνώσεως αγάπην του Χριστού, ίνα πληρωθήτε εις παν το πλήρωμα του Θεού» (Εφεσ. γ’ 14‐19). Εάν, επομένως, εν τη αρχή του Χριστιανισμού το Πνεύμα έθεσεν εις το στόμα και την καρδίαν του Παύλου τους λόγους τούτους, το Αυτό Πνεύμα δεν έπαυσεν έως των ημερών ημών να κινή τας καρδίας των πιστών εις ομοίαν προσευχήν υπέρ του κόσμου παντός, όπως πας άνθρωπος γνωρίση δι’ όλης της υπάρξεως αυτού ότι ο Κύριος καλεί πάντας και έκαστον εις το «θαυμαστόν Αυτού Φως» (Α’ Πετρ. β’ 9). Δεν δυνάμεθα να συλλάβωμεν δια του νοός ημών τί σημαίνει «σωτηρία του κόσμου», ούτε να εννοήσωμεν την εκ νεκρών ανάστασιν (βλ. Μάρκ. θ’ 10). Εν τη προσευχή όμως περιερχόμεθα ενίοτε εις κατάστασιν, ήτις διανοίγει ημίν εν μέρει τα μυστήρια του μέλλοντος αιώνος. Πιστεύομεν ότι θα έλθη εκείνη η στιγμή, ήτις καλείται «το πλήρωμα των καιρών» (Εφεσ. α’ 10), ως τελείωσις παντός ό,τι «ενενόησε» (πρβλ. Ιουδήθ θ’ 5) περί ημών ο Δημιουργός. Η αιωνιότης δεν έχει διάρκειαν, καίτοι περιβάλλει πάσας τας εκτάσεις των αιώνων και του κοσμικού χώρου. 174 Δυνάμεθα να ομιλώμεν περί αυτής ως «περί αιωνίου στιγμής», ήτις δεν υπόκειται εις ορισμόν ή καταμέτρησιν χρονικήν, διαστημικήν ή λογικήν. Εν αυτή τη ανεξιχνιάστω αιωνία στιγμή, και ημείς, κατά την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος, θα περιλάβωμεν εν αγάπη την πληρότητα της απ’ αιώνος κτίσεως δια μιας στιγμιαίας, αθανάτου, πράξεως όλης ημών της υπάρξεως. Και τότε ο Θεός θα είναι τα πάντα εν πάσι. Το είναι της λογικής κτίσεως οφείλει να τελειωθή κατ’ εικόνα της Τριαδικής Θεότητος. Εις τούτο έγκειται το νόημα, ο προορισμός και το έργον της Εκκλησίας του Χριστού: «Ίνα πάντες έν ώσι καθώς Συ, Πάτερ, εν Εμοί καγώ εν Σοί, ίνα και αυτοί εν Ημίν έν ώσιν» (Ιωάν. ιζ’ 21). Είναι φανερόν ότι έκαστον μέλος της Εκκλησίας οφείλει να φθάση εις το πλήρωμα της ομοιώσεως προς τον Χριστόν, μέχρι και της ταυτότητος μετ’ Αυτού (κατ’ ενέργειαν βεβαίως, ουχί κατ’ ουσίαν), άλλως δεν θα πραγματοποιηθή η ενότης της Εκκλησίας καθ’ ομοίωσιν της ενότητος της Αγίας Τριάδος. 175
Η’ ΠΕΡΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
«Τη ελευθερία ουν, ή Χριστός ημάς ηλευθέρωσε, στήκετε, και μη πάλιν ζυγώ δουλείας ενέχεσθε» (Γαλ. ε’ 1). Η αρχή της ζωής ημών εν τω σώματι, όπερ επλάσθη εκ του χοός (βλ. Γεν. β’ 7), δίδει εις ημάς την πείραν της εξαρτήσεως εκ των φυσικών δυνάμεων και των κοσμικών ενεργειών εν γένει, μετά των οποίων συνδέεται η αναγκαιότης και η αιτιοκρατία. Μόνον δια του Χριστού θα γνωρίσωμεν την Βασιλείαν της ελευθερίας του Πνεύματος του Θεού (βλ. Κορ. γ’ 17), ύστερον δε και του πνεύματος του ανθρώπου (βλ. Ιωάν. η’ 31‐32). Το πνεύμα του ανθρώπου, ως εικών του Πνεύματος του Θεού, κτισθέν ακαταλήπτως υπ’ Αυτού, γεννάται, κατά τινα τρόπον, εντός του υλικού σώματος ημών, ενώ κατά την φύσιν αυτού ίσταται υπεράνω της κοσμικής ύλης. Εκ της συναντήσεως αυτού μετά του Χριστού, αυξάνει κατά την υποστατικήν αυτού συνείδησιν έως εκείνης της ωριμότητος, καθ’ ήν καταργείται η εξάρτησις αυτού εκ των φυσικών νόμων της γης, και άρχεται να προσλαμβάνη ενεργώς την πνοήν της Θείας αιωνιότητος. 176 Η ελευθερία του ανθρώπου, όστις επίστευσεν εις την Θεότητα του Ιησού Χριστού και διαμένει εν τη σφαίρα του λόγου Αυτού, ανήκει εις επίπεδον άλλων διαστάσεων: Η ελευθερία αύτη υπό ουδενός έξωθεν προσδιορίζεται. Ο τοιούτος άνθρωπος προσεγγίζει το μέτρον του πληρώματος της ηλικίας του Χριστού (βλ. Εφεσ. δ’ 13). Καίτοι είναι κτίσμα του Θεού, εν τούτοις ο Δημιουργός απευθύνεται προς αυτόν ουχί ως προς «ενέργημα» Αυτού, αλλ’ ως προς καθωρισμένον γεγονός, έτι και δι’ Αυτόν τον Ίδιον. Ο Θεός ουδέν επιβάλλει εις αυτόν δια της βίας, ουδέ την αγάπην προς Αυτόν, ως προς Πατέρα. Αποκαλύπτεται εις τον άνθρωπον «καθώς εστιν», επιτρέπων εις αυτόν να αντιδράση εν ελευθερία. Ούτως, η Εκκλησία απορρίπτει έτι και την Θείαν αιτιοκρατίαν, τουτέστι την «ωριγενιστικήν», κατά την οποίαν η Θεία αγαθότης θα ανεύρη οδούς να σώση τους πάντας, άνευ παραβιάσεως της αρχής της ελευθερίας. Η ελευθερία αύτη, της οποίας η εμπειρία δίδεται εις τον χριστιανόν, ανήκει εις την ενυπάρχουσαν εν τω ανθρώπω προσωπικήν αρχήν. Τα δύο ταύτα, το Πρόσωπον και η ελευθερία, είναι αρρήκτως ηνωμένα: Όπου δεν υπάρχει ελευθερία, εκεί δεν υπάρχει Πρόσωπον. Και αντιστρόφως: Όπου δεν υπάρχει Πρόσωπον, εκεί δεν υπάρχει ελευθερία. Αυτός ο τρόπος αιωνίου υπάρξεως χαρακτηρίζει αποκλειστικώς το Πρόσωπον και ουδόλως το άτομον (βλ. Α’ Κορ. ιε’ ‐). Εδημιουργήθημεν υπό του Θεού «κατ’ εικόνα Αυτού» προς ζωήν «καθ’ ομοίωσιν Αυτού», τουτέστι δια την τελικήν θέωσιν ημών, την μετοχήν ημών εις την Θείαν Ζωήν εν παντί τω πληρώματι Αυτής. Αι σχέσεις μεταξύ Θεού και ανθρώπων θεμελιούνται επί των αρχών 177 της ελευθερίας: Ως προς τον έσχατον αυτοπροσδιορισμόν ημών, εν αναφορά προς τον Θεόν, είμεθα αυτεξούσια πρόσωπα. Όταν εν τη ελευθερία ημών κλίνωμεν προς την αμαρτίαν, τότε διαρρηγνύομεν τον δεσμόν της μετ’ Αυτού αγάπης και απομακρυνόμεθα απ’ Αυτού. Η δυνατότης του αρνητικού αυτοπροσδιορισμού ημών εν σχέσει προς τον ουράνιον Πατέρα συνιστά την τραγικήν πλευράν της ελευθερίας. Και όμως το μοιραίον τούτο αυτεξούσιον αποτελεί απαραίτητον προϋπόθεσιν δια το κτιστόν πρόσωπον, προς ανάβασιν δια την πρόσληψιν της Θείας Ζωής. Όντως, είμεθα ελεύθεροι, ουχί όμως εις απόλυτον βαθμόν, ως είναι ελεύθερος μόνον ο Θεός. Ούτος καθορίζει το Είναι Αυτού εν πάσι. Ημείς όμως κτισθέντες εκ του «μηδενός», δεν έχομεν το είναι εν εαυτοίς: Δεν δυνάμεθα να δημιουργήσωμεν οιανδήποτε άλλην μορφήν υπάρξεως, την οποίαν θα ηθέλομεν κατά την σύνεσιν ή την αφροσύνην ημών. Προ ημών ορθούται το γεγονός του Πρώτου Όντος καθ’ Εαυτό – του Θεού –, εκτός του Οποίου ουδέν αυθύπαρκτον υπάρχει. Απόκειται εις ημάς να εκλέξωμεν: ή την υιοθεσίαν ημών υπό του Θεού και Πατρός ημών, ή την απομάκρυνσιν απ’ Αυτού εις το σκότος της ανυπαρξίας. Ουδέν ενδιάμεσον υπάρχει. Ο χριστιανός εκλήθη να έχη την τόλμην να πιστεύη ότι δυνάμεθα να οικειοποιηθώμεν το Θείον Είναι. Τούτο δεν ανήκει εις ημάς, ούτε διαθέτομεν δυνάμεις να δημιουργήσωμεν αυτό, διότι είμεθα κτίσματα. Το Είναι τούτο δύναται να δοθή εις ημάς μόνον ως καθαρά δωρεά της Πατρικής αγάπης. Εις τί ακριβώς αναφέρομαι νυν; Προσπαθώ να ανεύρω παραλληλισμόν τινα εκ της συνήθους ημών ζωής, 178 όστις θα διεσάφει το εν ημίν τελούμενον κατά την εν ημίν ενοίκησιν του Κυρίου. Ο άνθρωπος γεννάται τυφλόν, ανίσχυρον βρέφος. Το όπλον του αγώνος προς επιβίωσιν αυτού είναι ο κλαυθμός, δια του οποίου εκφράζει την δυσαρέσκειαν ή τον πόνον αυτού, οιαδήποτε και εάν είναι η αιτία αυτών. Οι γονείς, και ιδιαιτέρως η μήτηρ εξ αγάπης προς τον καρπόν της κοιλίας αυτής, σπεύδουν εις βοήθειαν. Εν αρχή της ζωής αυτού προσκολλάται εις την μητέρα· περισφίγγει δια των χειρών τον τράχηλον αυτής, εναγκαλίζεται το πρόσωπον, τους ώμους, το στήθος, τους πόδας, όταν δύναται να σταθή, και τα παρόμοια. Διδάσκεται βαθμηδόν να διακρίνη τα πράγματα, να προφέρη λέξεις, να αφομοιώνη εννοίας τινάς· γίνεται ισχυρότερος, ικανός να ίσταται, να περιπατή και να τρέχη. Φθάνει εν τέλει εις την ωριμότητα αυτού, την φυσικήν, την ηθικήν και την διανοητικήν. Δύναται να γίνη πατήρ ή μήτηρ. Εισέρχεται εις ζωήν άνευ εξαρτήσεων. Πάντα, όσα εβίωσε κατά την βρεφικήν ηλικίαν, εκπίπτουν από της μνήμης αυτού. Γνωρίζει τον πατέρα και την μητέρα αυτού, αλλά δεν έχει πλέον την αίσθησιν της εξαρτήσεως εξ αυτών. Ζη ως μη προελθών εξ ανθρώπου τινός, είναι ελεύθερος εις τας κινήσεις και τας αποφάσεις αυτού. Θεωρεί εαυτόν ως πληρότητα, ως ολοκληρωμένην προσωπικότητα. Εν ενί λόγω λέγει: «Ζω εγώ». Πώς συνέβη τούτο, δεν γνωρίζει. Το γεγονός όμως τούτο πείθει αυτόν τον ίδιον απολύτως … Έχει μόνον την συνείδησιν ότι εκείνη η ζωή, την οποίαν είχον οι γονείς αυτού, μετεδόθη εις αυτόν, εχύθη εις τας φλέβας αυτού, εγένετο ιδική του, εύρε την ιδίαν αυτής πορείαν. Ό,τι συμβαίνει μεταξύ βρέφους και γονέων, το αυτό ισχύει και εις την σχέσιν ανά μέσον ημών και του Θεού: «Ώσπερ ο Πατήρ έχει ζωήν εν Εαυτώ, ούτως έδωκε και 179 τω Υιώ ζωήν έχειν εν Εαυτώ» (Ιωάν. ε’ 26) … «Καθώς απέστειλέ Με ο ζων Πατήρ καγώ ζω δια τον Πατέρα, και ο τρώγων Με κακείνος ζήσεται δι’ Εμέ» (Ιωάν. στ’ ‐). «Εγώ ζω, και υμείς ζήσεσθε» (Ιωάν. ιδ’ 19). Όταν η άναρχος αύτη ζωή μεταδίδηται υπαρκτικώς εις ημάς, αισθανόμεθα αυτήν ως ιδίαν ημών ζωήν. Γνωρίζομεν εκ προγενεστέρας πείρας ότι η ζωή αύτη εδόθη υπό του Θεού· δεν ανήκει εις ημάς κατά την ουσίαν αυτής, χαρίζεται όμως εις τους σωζομένους ως αναφαίρετος κληρονομία, γίνεται όντως η ζωή ημών. Δυνάμεθα να ομιλώμεν περί αυτής δια των λόγων του αποστόλου Παύλου: «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. β’ 20). Επαναλαμβάνω εκ νέου: Γνωρίζω ότι Εκείνος ζη εν εμοί, αλλ’ η ζωή Αυτού εγένετο ο εσώτατος πυρήν όλης της υπάρξεώς μου, ώστε δύναμαι να ομιλώ περί αυτής ως περί ιδίας ζωής: Ζη Κύριος, ζω και εγώ. «Ο έχων τας εντολάς Μου και τηρών αυτάς, εκείνος εστιν ο αγαπών Με· ο δε αγαπών Με αγαπηθήσεται υπό του Πατρός Μου, και Εγώ αγαπήσω αυτόν και εμφανίσω αυτώ Εμαυτόν … και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ’ αυτώ ποιήσομεν» (Ιωάν. ιδ’ 21‐23)· θα «ποιήσουν» βεβαίως ουχί προσκαίρως, αλλά αιωνίως. Η είσοδος ημών προς κατοχήν της αθανάτου ταύτης ζωής προϋποθέτει την τήρησιν των εντολών του Κυρίου. «Εάν υμείς μείνητε εν τω λόγω τω Εμώ, αληθώς μαθηταί Μου εστε, και γνώσεσθε την αλήθειαν, και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» (Ιωάν. η’ 31‐32). Η ομοίωσις της φύσεως ημών προς τον Θεόν γεννά εν ημίν φυσιολογικώς την δίψαν προς γνώσιν της Αληθείας, προς αγώνα δια την Θείαν τελειότητα.
Η τελειότητα 180 αύτη δεν υπάρχει εν ημίν, αλλ’ εν τω Πατρί, Όστις είναι Πηγή παντός υπάρχοντος. Το να ακολουθώμεν Αυτόν εν πάσιν, ουδόλως σημαίνει ότι υποτασσόμεθα εις προστάγματα εξουσίας επιβαλλομένης έξωθεν, αλλ’ ότι η αγάπη ημών ελκύει ημάς προς Αυτόν· πάσχομεν αναζητούντες αδιακόπως την τελειότητα Αυτού. Και ο Χριστός έδωκεν εις ημάς την εντολήν: «Έσεσθε ούν τέλειοι, ώσπερ ο Πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειός εστιν» (Ματθ. ε’ ). Η αγία βουλή του Πατρός, η απ’ αιώνος υπάρχουσα εν Αυτώ, δεν είναι ξένη εις ημάς, οίτινες είμεθα «εικών» Αυτού. Η βουλή αύτη είναι οικεία εις το πνεύμα ημών, καίτοι υπερβαίνει την κτιστήν ημών φύσιν. Η υπερβατικότης του Πατρός εξηγεί το απαραίτητον της πάλης δια την πλήρη αφομοίωσιν αυτής υφ’ ημών· και ημείς πορευόμεθα ελευθέρως προς τον αγώνα τούτον τον μαρτυρικόν και ταυτοχρόνως πλήρη εμπνεύσεως. Δια της προσευχής κατέρχεται εφ’ ημάς η δύναμις του Υψίστου. Το Άγιον Πνεύμα ενεργεί εν ημίν το ποθούμενον και προσδοκώμενον, και ουχί αι μάταιαι προσπάθειαι ημών. Θλιβόμεθα μέχρι μεγάλου πόνου, διότι δεν δυνάμεθα να χωρήσωμεν εν εαυτοίς το πλήρωμα Αυτού. Πονούμεν και πάσχομεν, αλλά και πληρούμεθα χαράς εν τοις παθήμασι τούτοις· ευλαβούμεθα και προσκυνούμεν Αυτόν εν αγάπη. Η προσευχή, εν τη πλέον καθαρά μορφή αυτής, ουδέν άλλο είναι ει μη ο θαυμασμός του πνεύματος ημών ενώπιον Αυτού. «Κύριε, δίδαξον ημάς προσεύχεσθαι … είπε δε αυτοίς· όταν προσεύχησθε, λέγετε· Πάτερ ημών» (Λουκ. ια’ 1‐2). «Ούτως ούν προσεύχεσθε υμείς» (Ματθ. στ’ 9‐13): «Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά 181 Σου»: Σύ έδωκας εις το πνεύμα μου να οσφρανθή την ευωδίαν της αγιωσύνης Σου, και νυν η ψυχή μου διψά να είναι αγία εν Σοι. «Ελθέτω η βασιλεία Σου»: Δέομαι Σου· η βασιλική ζωή Σου να υπερπληρώση εμέ, τον πτωχόν και πένητα, και να γίνη η ζωή μου εις τους αιώνας των αιώνων. «Γενηθήτω το θέλημά Σου, ως εν ουρανώ και επί της γης», της γης της κτιστής μου υπάρξεως … ώστε να περιληφθώ και εγώ ο θνητός εις το μέγα ρεύμα του Φωτός τούτου, καθώς τούτο είναι εν Σοι τω Ιδίω απ’ αρχής. «Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον», και προ παντός και ύστερον παντός «τον άρτον τον αληθινόν, τον καταβαίνοντα εκ του ουρανού και ζωήν διδόντα τω κόσμω» (πρβλ. Ιωάν. στ’ 32‐33). «Και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών» … Σε ικετεύω, κατάπεμψον επ’ εμέ τον παραλελυμένον την χάριν του Αγίου Πνεύματος του παρέχοντος την δύναμιν να συγχωρώ τα πάντα εις πάντας ούτως, ώστε ουδέν να παρεμποδίση εμέ να λάβω την παρά Σου άφεσιν του πλήθους των αμαρτιών μου. «Και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν» … Συ, καρδιογνώστα, γνωρίζεις την αχρειότητα μου και την κλίσιν μου προς την αμαρτίαν … Δέομαι Σου: Απόστειλον τον Άγγελόν Σου μετά πυρίνης ρομφαίας, ίνα φράξη προ εμού την οδόν προς τας πτώσεις (βλ. Αριθμ. κβ’ 22, κ.ε.). «Αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού» … Πάτερ Άγιε, Παντοκράτορ Αγαθέ, ελευθέρωσον με από της εξουσίας του εχθρού ημών και αντικειμένου Σου … Εγώ μόνος δεν έχω την δύναμιν να παλαίσω κατ’ αυτού. 182 Η πρώτη κίνησις της προσευχής ημών είναι δέησις περί ημών των ιδίων. Όταν όμως το Πνεύμα το Άγιον πληθύνη την γνώσιν και πλατύνη την συνείδησιν ημών, τότε η προσευχή λαμβάνει παγκοσμίους διαστάσεις, και ημείς, επικαλούμενοι τον Πατέρα ημών, υπό την λέξιν «ημών» εννοούμεν όλην την ανθρωπότητα, και δια της αυτής καρδίας εκζητούμεν την χάριν δια πάντας ανθρώπους, ως και δι’ ημάς αυτούς: «Αγιασθήτω το Όνομα Σου» εν τω μέσω πάντων των λαών. «Ελθέτω η βασιλεία Σου» εις τας ψυχάς πάντων των ανθρώπων, ώστε το Φως της παρά Σου εκπορευμένης ζωής να γίνη ζωή του σύμπαντος κόσμου. «Γενηθήτω το θέλημα Σου», το μόνον άγιον, το συνάγον εν τη αγάπη Σου πάντας τους κατοικούντας επί της Γης, ως τούτο βασιλεύει μεταξύ των αγίων εν τοις ουρανοίς. «Ρύσαι ημάς από του πονηρού», του «ανθρωποκτόνου» (Ιωάν. η’ ), όστις σπείρει πανταχού τον κακόν σπόρον της έχθρας και του θανάτου. Κατά την χριστιανικήν αντίληψιν το κακόν, ως και το αγαθόν, είναι παρόν μόνον εκεί, όπου υπάρχει υποστατική μορφή του είναι. Εκτός του είδους αυτού της ζωής δεν υφίσταται το κακόν, αλλά μόνον καθωρισμέναι φυσικαί διαδικασίαι. Όσον αφορά εις το πρόβλημα του κακού εν γένει, και ιδιαιτέρως εν τω κόσμω των ανθρώπων, εγείρεται το ερώτημα της συμμετοχής του Θεού εις τα ιστορικά πεπρωμένα των λαών. Πλείστοι απέρριψαν την εις τον Θεόν πίστιν, διότι, κατά την άποψιν αυτών, εάν υπήρχε Θεός, δεν θα ηδύνατο να έχη θέσιν ο τοσούτον άγριος οργασμός του κακού, το πλήθος των αδικαιολογήτων παθημάτων, 183 η τοιαύτη απουσία τάξεως και νοήματος εν πάσιν. Επιλανθάνονται ή ουδόλως γνωρίζουν ούτοι ότι ο Κτίστης περιφρουρεί την ανθρωπίνην ελευθερίαν ως την θεμελιώδη αρχήν εν τη δημιουργία θεοειδών υπάρξεων. Η επέμβασις του Θεού εις την ζωήν των ανθρώπων, οσάκις η θέλησις αυτών θα έκλινε προς τας οδούς των ανοσιουργημάτων, θα ισοδυνάμει προς στέρησιν της δυνατότητος του αυτοπροσδιορισμού· θα είχεν ως αποτέλεσμα τον υποβιβασμόν των πάντων εις κοσμικούς απροσώπους νόμους. Ο Θεός βεβαίως σώζει και μεμονωμένα πάσχοντα άτομα και ολοκλήρους λαούς, όταν ούτοι κατευθύνουν τα διαβήματα αυτών εις τας οδούς Αυτού, επικαλούμενοι την παρ’ Αυτού βοήθειαν. Δεν έχουν πάντες την αυτήν αντίληψιν περί του νοήματος της λέξεως «σωτηρία». Δια τον χριστιανόν, όστις διεξάγει ανένδοτον πόλεμον προς την αμαρτίαν, η σωτηρία έγκειται εις το ότι ο Ίδιος ο Θεός, εν τη απείρω Αυτού αιωνιότητι, παραδίδει Εαυτόν εις τον άνθρωπον. Τον τοιούτον αγωνιστήν δυνατόν να συνοδεύουν οραταί συμφοραί καθ’ όλην την ζωήν αυτού, εν τω κρυπτώ όμως της καρδίας αυτού ίσταται ούτος ενώπιον του Αοράτου (βλ. Β’ Τιμ. δ’ 7, Φιλ. α’ 29, Πράξ. θ’ 16, Α’ Κορ. ιε’ 30, Β’ Κορ. στ’ 4). Θα απέβαινε μάταιος η απόπειρα της περιγραφής της καταστάσεως αυτού: Παραδίδεται εις το θέλημα του Θεού, και σμικρύνων ούτως εαυτόν εξομοιούται προς τον Χριστόν (βλ. Λουκ. κβ’ ). Η πράξις αύτη είναι κατά την ουσίαν αυτής η ελευθέρα φανέρωσις της κενωτικής αγάπης, ήτις εξομοιοί τον άνθρωπον προς τον Θεόν: «… ήλθεν η ώρα· ιδού παραδίδοται ο Υιός του Ανθρώπου εις τας χείρας των αμαρτωλών» (Μαρκ. ιδ’ ). 184 Δεν υπάρχει αγάπη μείζων ταύτης: Παραδίδομεν εαυτούς εις τας αγίας χείρας του Πλαστουργού ημών και ούτως εισερχόμεθα εις το πλήρωμα της Θείας ζωής.
Η προσευχή υπερέχει κατ’ αξίαν πάσης άλλης δραστηριότητος εις τον κοινωνικόν, πολιτικόν, επιστημονικόν ή και καλλιτεχνικόν τομέα. Ο λαβών πείραν τούτου ευκόλως θυσιάζει την υλικήν ευμάρειαν αυτού χάριν της αμερίμνου αδολεσχίας μετά του Θεού. Είναι μέγα προνόμιον να έχη τις την δυνατότητα να μελετά τα μη παρερχόμενα, τα ανώτερα και υπερέχοντα και των πλέον λαμπρών επιτεύξεων της επιστήμης, της φιλοσοφίας ή των κοινωνικών λειτουργημάτων. Κατ’ αρχάς η πάλη δια την πνευματικήν ελευθερίαν δύναται να φανή υπερμέτρως βαρεία και ριψοκίνδυνος· το παν όμως υπερνικάται, όταν η προσευχή αιχμαλωτίση την ψυχήν ολοτελώς. Η προσευχή της βαθείας μετανοίας δύναται να οδηγήση τον άνθρωπον εις κατάστασιν κατά την οποίαν ούτος λαμβάνει πείραν της ελευθερίας εν τω Πνεύματι της Αληθείας: «… και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» (Ιωάν. η’ 32). Η αγία αύτη ελευθερία είναι δυστυχώς άγνωστος εις την πλειονότητα των ανθρώπων. Το πρώτον γνώρισμα της ελευθερίας είναι η απροθυμία ημών να εξουσιάζωμεν οιουδήποτε. Η επομένη βαθμίς αυτής είναι η εσωτερική ημών χειραφέτησις από της εξουσίας των άλλων εφ’ ημών· και τούτο ουχί εκ καταφρονήσεως προς τας τεταγμένας υπό του Θεού αρχάς και εξουσίας της εξωτερικής ζωής των λαών, αλλ’ ένεκα του Θείου φόβου, όστις δεν επιτρέπει να παραβώμεν την εντολήν της προς τον πλησίον αγάπης. 185 Ο Άναρχος Θεός απεκαλύφθη εις ημάς εν τη αφάτω Αυτού ταπεινώσει. Ούτος, ο Δημιουργός πάσης υπάρξεως, δεν ασκεί εξουσίαν εφ’ ημών. Αληθώς, και Αυτού ουδείς εξουσιάζει. Ο άνθρωπος είναι εικών του ταπεινού τούτου και ελευθέρου Θεού. Θα έπρεπε να είναι φυσικός εις ημάς ο πόθος να ομοιωθώμεν προς Αυτόν κατά την εικόνα του Είναι: να παραιτηθώμεν από της κυριαρχίας επί των άλλων, και ημείς οι ίδιοι «στήναι τη ελευθερία, ή Χριστός ημάς ηλευθέρωσε» (πρβλ. Γαλ. ε’ 1, Α’ Κορ. ιε’ 23‐28). Το Θείον Φως δια της ελεύσεως Αυτού εις την ψυχήν του προσευχομένου εξάγει αυτήν εκ της δουλείας των παθών και ανάγει εις την φωτοφόρον σφαίραν της θεοειδούς ελευθερίας, της πλήρους αγάπης, της ελευθερίας ήτις αποκλείει πάσαν τάσιν προς δουλοκτησίαν, όπερ είναι το αντίθετον της αγάπης. Εκεί, όπου δεν υπάρχει ελευθερία και αγάπη, τα πάντα στερούνται νοήματος. Και τοιαύτα εισέτι χαρίσματα, ως προφητείαι, γνώσις όλων των μυστηρίων και δυνάμεις θαυματουργίας, άνευ αγάπης, ουδεμίαν έχουν αξίαν (βλ. Α’ Κορ. ιγ’ 1‐3). Μέγας και θαυμαστός ο κόσμος της αγίας ελευθερίας! Άνευ αυτής είναι αδύνατος η σωτηρία ως θέωσις του ανθρώπου. Είναι ανάγκη ο ίδιος ο άνθρωπος να διατεθή ελευθέρως δια την αιωνιότητα. Πάσα η κτίσις ποθεί την απελευθέρωσιν εκ της δουλείας της φθοράς και την είσοδον αυτής εις την ελευθερίαν της υιοθεσίας (βλ. Ρωμ. η’ 21‐23). Πανταχού νυν διεξάγεται αγών δια την ελευθερίαν και ανεξαρτησίαν, αλλά μετά βίας ευρίσκεται άνθρωπος, εις τον οποίον απεκαλύφθη το μυστήριον της θεομιμήτου 186 ελευθερίας των τέκνων του Ουρανίου Πατρός. Η αξία της καταστάσεως αυτής είναι απερίγραπτος δια λόγων· και δεν γνωρίζεται άλλως, ει μη μόνον κατά το μέτρον της Άνωθεν δωρεάς. Και πάλιν δεν δύναμαι να μη μνησθώ του Αποστόλου Παύλου, όστις αναμφιβόλως εγνώριζε την θείαν‐ βασιλικήν ελευθερίαν: «Η αποκαραδοκία της κτίσεως την αποκάλυψιν των υιών του Θεού απεκδέχεται· τη γαρ ματαιότητι η κτίσις υπετάγη, ουχ εκούσα …» (Ρωμ. η’ 19‐20). «Τη ελευθερία ουν, ή Χριστός ημάς ηλευθέρωσε, στήκετε, και μη πάλιν ζυγώ δουλείας ενέχεσθε» (Γαλ. ε’ 1). Είναι εύκολον να αντιληφθώμεν ότι το πάθος της κυριαρχίας επί του αδελφού έχει ως άμεσον συνέπειαν την απώλειαν της ημετέρας ανεξαρτησίας, και επί πλέον, πράγμα φοβερόν, τον χωρισμόν από του Θεού της αγάπης, την στέρησιν της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Εν τω βάθει της ψυχής του «κατακτητού» ετοιμάζεται πτώσις εις το κενόν της ανυπαρξίας. Η εξομοίωσις προς τον Κύριον των κυριευόντων αποκλείει την δουλοκτησίαν, εν τη οποία δεν υπάρχει αιώνιος ζωή, ούτε εισέτι και πρόσκαιρος. Η κυριαρχία επιβάλλεται συνήθως δια της βίας και των φόνων. Εις εκείνους, οίτινες δεν έδειξαν ευσπλαγχνίαν, θα εφαρμοσθή εν τη εσχάτη Κρίσει η αρχή: «Εν ώ μέτρω μετρείτε μετρηθήσεται υμίν»· και έτσι: «Η κρίσις ανέλεος τω μη ποιήσαντι έλεος» (Ματθ. ζ’ 2, Ιακ. β’ 13). «Ου δε το Πνεύμα Κυρίου, εκεί ελευθερία» (Β’ Κορ. γ’ 17). Η ελευθερία εν τη απολύτω αυτής μορφή είναι ίδιον μόνον του Θεού. Δίδεται όμως εις τον άνθρωπον η ευλογία να γνωρίση αυτήν εκ μέρους εν τη προσευχή, όταν αύτη συνοδεύηται μετά ζωής συμφώνου προς τας 187 εντολάς. Η προσευχή είναι ανεκτίμητον δώρον του ουρανού, απαιτεί όμως αφ’ ημών «σχολήν». Χάριν της συναντήσεως μετά του Ζώντος Χριστού δεν είναι καθ’ υπερβολήν δύσκολον να αρνηθώμεν τας δελεαστικάς απολαύσεις και να προτιμήσωμεν παντός άλλου την μετ’ Αυτού συνομιλίαν. Εδόθη εις εμέ το εξαίρετον τούτο προνόμιον, τολμώ να είπω, η μακαριότης, ήτις έφθασεν εις την μεγίστην αυτής έντασιν εν τη ερήμω. Η ασκητική έννοια «έρημος» δεν αναφέρεται εις γεωγραφικόν τόπον, αλλά εις τρόπον ζωής: Είναι η απομάκρυνσις από των ανθρώπων, κατά την οποίαν ουδείς βλέπει ή ακούει τον ασκητήν, ουδεμία ανθρωπίνη εξουσία ασκείται επ’ αυτού, και ο ίδιος ουδένα εξουσιάζει. Η ελευθερία αύτη είναι απαραίτητος δια την πλήρη κατάδυσιν του πνεύματος, αλλά και όλης της υπάρξεως ημών, εις την Θείαν σφαίραν. Τότε είναι δυνατόν να μεταδοθή εις ημάς η υπερτέρα πασών των αξιών της γης Θεία απάθεια. Εν αυτή ο άνθρωπος ουδόλως διανοείται υπεροχήν έναντι του αδελφού αυτού. Ουδόλως επιδιώκει τιμήν, δόξαν, έτι μάλλον, υλικόν πλούτον. Ώ, ο θετικός ορισμός της αληθούς ελευθερίας δεν δύναται να εκφρασθή δια λόγων! Δεν εννοώ δια ποίον λόγον η Θεία συγκατάβασις ευδόκησε να ζήσω εν τη ερήμω την «ελευθερία των τέκνων του Θεού» (Ρωμ. η’ 21). Δεν λέγω ότι προσέλαβον την δωρεάν ταύτην έως των υψίστων αυτής βαθμών, τουτέστιν όταν ο άνθρωπος αληθώς κατανικά την επ’ αυτού εξουσίαν της αμαρτίας και του θανάτου. Κατά καιρούς όμως διέμενον εν τω μεθορίω εκείνω, εν τω οποίω κατενόουν ότι το πλήρωμα της ελευθερίας έρχεται, όταν καταλυθή ο θάνατος. Όστις δεν πτοείται υπό του θανάτου, ούτος βαδίζει επί της οδού προς την ελευθερίαν. Ο άνθρωπος κρατείται 188 εν δουλεία, εάν εν αυτώ υπερισχύη η «προσπάθεια» εις τα γήϊνα. «Ιδού εγώ και τα παιδία ά Μοι έδωκεν ο Θεός. Επεί ουν τα παιδία κεκοινώνηκε σαρκός και αίματος, και Αυτός παραπλησίως μετέσχε των αυτών, ίνα δια του θανάτου καταργήση τον το κράτος έχοντα του θανάτου, τούτ’ έστι τον διάβολον, και απαλλάξη τούτους, όσοι φόβω θανάτου δια παντός του ζην ένοχοι ήσαν δουλείας» (Εβρ. β’ 13‐15). Μόνον εκ μέρους εγνώρισα την πνοήν της πνευματικής ελευθερίας. Αφ’ ότου όμως κατεστάθην πνευματικός, ζω εκτός αυτής, ών εξ αγάπης δέσμιος εκείνων, τους οποίους ο Κύριος ενεπιστεύθη εις εμέ. Η αγάπη πολλάκις υποδουλοί εμέ εις όσους διακονώ, εις όσους έχουν την ανάγκην μου κατά την αναζήτησιν του Θεού. Εν τούτοις, εν τω βάθει της ψυχής παραμένουν τα ίχνη της υπ’ εμού βιωθείσης εμπειρίας. Αύτη εδόθη εις εμέ το πρώτον εν Γαλλία, εν ασαφεί εισέτι μορφή, ότε ησθάνθην ισχυρόν πόθον να εγκαταλείψω τον κόσμον. Ηυχαρίστησα τον Κύριον δια την περί εμέ Πρόνοιαν Αυτού, συνειδητοποιήσας ότι ήμην ελεύθερος να επιχειρήσω το άλμα τούτο της φυγής εκ του κόσμου, εφ’ όσον ουδείς υπήρχεν εν πάση τη οικουμένη του οποίου η ζωή εξηρτάτο απ’ εμού. Διψών τον Θεόν ηδυνάμην να διακινδυνεύσω το παν. Ουδέν υπελόγιζον· παρέδωκα εμαυτόν ελευθέρως εις πάσαν κακοπάθειαν. Τούτο υπήρξεν η πρώτη γεύσις της «βασιλικής ελευθερίας» της ψυχής μου. Ο Χριστός εν τη ελευθερία της αγάπης Αυτού, παρέδωκεν Εαυτόν εις θάνατον, διανοίγων ούτως εις ημάς την οδόν προς την υψίστην γνώσιν, την Θείαν αθανασίαν. 189
Θ’ ΠΕΡΙ ΘΕΙΑΣ ΕΜΠΝΕΥΣΕΩΣ
Παρά την συνείδησιν της εσχάτης μηδαμινότητος μου, ίσως δε εξ αιτίας αυτού ακριβώς του εσωτερικού μαρτυρίου (βλ. Ματθ. ε’ 3), προσηυχόμην και εγώ επί δεκαετίας, όπως δώση και εις εμέ ο Κύριος την έμπνευσιν να ακολουθήσω Αυτόν «όπου αν υπάγη» (Αποκ. ιδ’ 4): είτε εις την έρημον, προς δοκιμασίαν της πιστότητος της αγάπης μου προς τον Πατέρα (βλ. Λουκ. δ’ 1 κ.ε.)· είτε εις το κήρυγμα της βασιλείας της Πατρικής αγάπης, το πλήρες μυρίων βασάνων· είτε εις το Θαβώρ, ένθα οι τρεις πρόκριτοι μαθηταί ήκουσαν την φωνήν του Πατρός: «Ούτος εστιν ο Υιός Μου ο αγαπητός» (Ματθ. ιζ’ 5)· είτε, πρωτίστως και κατ’ εξοχήν, εις την Γεθσημανή και τον Γολγοθάν. Προσευχόμενος δι’ έμπνευσιν, είχον υπ’ όψιν την εν ημίν παρουσίαν της δυνάμεως του Αγίου Πνεύματος (βλ. Ιωάν. δ’ 13‐15, ζ’ ‐). Η έμπνευσις του είδους αυτού ανήκει εις άλλο επίπεδον του είναι, διάφορον εκείνου, όπερ εγνώριζον πρότερον εν τω καλλιτεχνικώ ή φιλοσοφικώ χώρω. Η εν τω χώρω τούτω παρατηρουμένη έμπνευσις – ίδιον της πεπτωκυίας ημών φύσεως – δύναται να εκληφθή ως δώρον Θεού, αλλ’ όμως δεν οδηγεί εις 190 την ένωσιν μετά του Υποστατικού Θεού, ουδέ εις την διανοητικήν περί Αυτού γνώσιν. Η αυθεντικώς αγία έμπνευσις, η Άνωθεν εκ του Πατρός εκπορευομένη, εις ουδένα επιβάλλεται δια της βίας, αλλ’ αποκτάται, ως και παν άλλο δώρον του Θεού, δι’ εντατικού αγώνος προσευχής (βλ. Λουκ. ια’ 9‐13). Τούτο δεν σημαίνει ότι ο Θεός, τρόπον τινά, αμείβει δια τους κόπους, αλλ’ ότι παν το δια συνέσεως και δια παθημάτων αποκτώμενον γίνεται αναφαίρετον κτήμα του ανθρώπου δια την αιωνιότητα. Είναι απαραίτητον εις πάντας ημάς, όπως αναγεννηθώμεν πλήρως δια της ενεργείας της χάριτος και αποκαταστήσωμεν εν ημίν την ικανότητα να προσλάβωμεν την θέωσιν. Πάντα ταύτα όμως είναι δυνατά μόνον δια της πλήρους βασάνων επιστροφής ημών προς τον Θεόν. Ο Θεός παραδίδει όντως εις ημάς την ζωήν Αυτού, ως προσωπικόν ημών κτήμα, υπό την πλήρη έννοιαν της λέξεως. Η προαιώνιος Θεία δόξα κατοικεί εντός των λελυτρωμένων υπ’ Αυτού, και τούτο, ουχί ως τι επιπρόσθετον – αλλότριον της φύσεως ημών –, ουχί ως παρουσία εν ημίν πράγματος «ξένου» και «αδίκου» (πρβλ. Λουκ. ιστ’ 11‐12). Ουχί. Η αληθής θέωσις έγκειται εις το ότι η λογική φύσις μετέχει της ανάρχου ζωής του Ιδίου του Θεού κατά τρόπον ενεργόν και αναφαίρετον εις τους αιώνας. Εν άλλαις λέξεσιν, η ζωή του Θεού «υποστασιούται» εν τω ανθρώπω δια του αυτού τρόπου, δι’ ου σαρκωθείς ο Θεός ενυποστασίασε –προσέλαβεν εν τη υποστάσει Αυτού‐ την κτισθείσαν υπ’ Αυτού μορφήν της υπάρξεως ημών. Εν τω μέλλοντι αιώνι η ενότης του Θεού μετά του ανθρώπου θα καταστή πλήρης εν παντί τω περιεχομένω του Είναι Αυτού, εκτός, εννοείται, της ταυτότητος κατά την Ουσίαν. Η τελευταία αύτη είναι αμέθεκτος υπό των κτισμάτων και παραμένει 191 πάντοτε απρόσιτος εις πάσαν κτισθείσαν ύπαρξιν: Αγγέλους και ανθρώπους. Η Βασιλεία του Πατρός είναι η οντολογική ενότης πάντων των σεσωσμένων και ως τοιαύτη υπό ουδενός έτι σαλεύεται (βλ. Εβρ. ιβ’ 27‐28). Η εξ ύψους έμπνευσις εξαρτάται μέχρι τινος εξ ημών, ήτοι κατά πόσον θα ανοίξωμεν την θύραν της καρδίας ημών, ώστε να εισέλθη αβιάστως εν ημίν ο Κύριος, το Πνεύμα το Άγιον, Όστις «ίσταται επί την θύραν (της καρδίας ημών) και κρούει· εάν τις ακούση της φωνής Αυτού και ανοίξη την θύραν, εισελεύσεται προς αυτόν και δειπνήσει μετ’ αυτού» και αυτός μετά του Θεού (πρβλ. Αποκ. γ’ 20). Ο Κύριος περιφρουρεί την ελευθερίαν των «κατ’ εικόνα» Αυτού κτισμάτων. Και ημείς οφείλομεν να γνωρίζωμεν τί είναι αποδεκτόν υπ’ Αυτού. Δημιουργείται ως εκ τούτου η ανάγκη δια πάντας και δι’ ένα έκαστον εξ ημών, όπως μη επιτρέπωμεν εις εαυτούς τοιαύτας πράξεις ή εσωτερικάς κινήσεις του πνεύματος ημών, αίτινες λυπούν το Πνεύμα το Άγιον του Θεού (βλ. Εφεσ. δ’ 30). Δια της συνεπούς διαμονής εν τη σφαίρα των εντολών του Χριστού θεραπεύεται ο εκ της αμαρτίας ημών θάνατος, και η ζωή ημών άπασα διαπεράται υπό του Ακτίστου Φωτός της Θείας Αιωνιότητος. Όταν η ψυχή κατά τρόπον υπαρκτικόν άπτηται της αιωνιότητος ταύτης, τότε εκπίπτουν αφ’ ημών τα χαμερπή πάθη. Απαλλασόμεθα της αδελφοκτόνου πάλης προς απόκτησιν επιγείων προνομίων, κατέρχεται εφ’ ημάς η «ειρήνη του Χριστού» και λαμβάνομεν την δύναμιν «να αγαπώμεν τους εχθρούς». «Ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν» (Ιωάν. ιδ’ 27). Η ειρήνη του Χριστού είναι πολυτιμοτέρα παντός θησαυρού, πάσης χαράς και απολαύσεως επί της γης. Συνίσταται δε αύτη εις την αναμφίβολον 192 γνώσιν του Ζώντος Θεού, του Πατρός ημών. Είναι αρκετόν εις ημάς να έχωμεν ολίγην τροφήν, να είμεθα υπό στέγην και το σώμα ημών να είναι κεκαλυμμένον ένεκα του ψύχους και της αιδούς, προκειμένου ο νους ημών – το πνεύμα ημών – να είναι ελεύθερος να βυθίζηται εν τη μελέτη του Θείου Είναι, του υπό του Χριστού αποκαλυφθέντος εις ημάς. Η δίψα του άνω κόσμου, η εν αγάπη ορμή προς αυτόν, γίνεται το αγαλλίαμα ημών, λαμπρύνει βασιλικώς έτι και το επώδυνον γήρας, το πεπληρωμένον της προσδοκίας των ευσπλάγχνων «Πατρικών αγκαλών» (πρβλ. Λουκ. ιε’ 20). 193
Εισαγωγή και δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το Βιβλίο:
Αρχιμανδρίτου ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ (Σαχάρωφ)
ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ
Μετάφρασις εκ του Ρωσικού Ιερομονάχου Ζαχαρίου Ιερά Πατριαρχική
και Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας
Τίτλος πρωτοτύπου: Архимандрит СОФРОНИЙ (Сахаров), ВИДЄТЬ БОГА как Он есть
© Archimandrite Sophrony (Sakharov) Great Britain,
Η επεξεργασία, επιμέλεια μορφοποίηση κειμένου και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο, για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο:
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου