Στη Δροσούλα
Οι νεκροί που θυμούνται
Στρατής Μυριβήλης
ΑΓΑΠΩ τούς τρελούς καί πολύ τούς συλλογιοΰμαι. Δέν είναι οΐχτος αύτό, άφοϋ οΐχτος είναι τύ περίττωμα της καλοζωισμένης ψυχής. Είναι αληθινή άγάπη, γεμάτη τρυφερότητα καί σεβασμό, πρός τό νέο καί παράξενο πλάσμα, πού βγήκε άπύ τη βαρετή καί ομοιόμορφη πλειοψηφία των λογικών άνθρώπων καί κινείται πιά μέσα στούς δικούς του νόμους. Μονάχα στήν Ανατολή βρήκα τούς άνθρώπους τόσο σοφούς, ώστε νά έχουν τήν ικανότητα να καταλάβουν έναν τρελό. Μόνο πού έκεϊ πλησιάζουν μέ περισσότερη θρησκευτικότητα τύ μυστήριό του. Τόν άντικρύζουν σαν έναν "Αγιο, ένα πλάσμα πού ό Θεύς τοϋ πήρε πίσω τύ φτωχύ άνθρώπινο πνέμα καί τοϋ φύσηξε μέσα στύ μυαλύ τήν υπέρτατη καί άξεδιάλυτη σοφία Του, κάνοντας το νοϋ του νά σαστίσει μπροστά στύ θάμα μιας ύπεράνθρωπης νόησης.Αύτό όμως πού νιώθω έγώ κοντά στούς τρελούς είναι μιά συγκίνηση πού δονεΐται άπύ άγάπη καί άπο δίψα κατανόησης. Γιατί είμαι βέβαιος πώς ύπάρχει μιά εστία μυστικής σοφίας κάτω άπό τό μαϋρο ντουμάνι τής τρέλας, μιά φωτιά κεραυνού, σκεπασμένη άπό τή χόβολη τοϋ σταχτωμένου λογικοΰ.
"Ετσι, ( άς είναι καλά ό Διευθυντής τοϋ Δημόσιου Ψυχιατρείου, πού είναι ένας παλιός μου συμφοιτητής ), έχω τήν ευκαιρία κάθε τόσο καί πηγαίνω νά περάσω μερικές ώρες μέ τούς τρελούς. Είναι άκριβές καί ιερές αυτές οι ώρες, καί κάθε φορά πού βγαίνω άπύ τή μεγάλη πύλη τοϋ πελώριου νοσοκομείου, έχω τήν έντύπωση πώς έρχομαι άπό έναν περίπατο πού έκαμα στύν « άσφοδελύν λειμώνα », στήν άκρολιμνιά της Άχερουσίας. Βλέπεις κ’ έδώ τίς άνθρώπινες ψυχές όλόγδυτες άπό κάθε συμβατικότητα, νά πηγαινοέρχουνται πελιδνές καί λυπημένες, χωρισμένες άπύ τήν έγνοια τοϋ κορμιού τους, όσο ένας κολυμβητής είναι χωρισμένος άπύ τά ροΰχα πού άκούμπησε στήν πέτρα της άκρογιαλιάς.
Τήν τελευταία φορά πού ξαναπήγα στύ Ψυχιατρείο, μόλις κλείστηκε ή βαρειά πύλη πίσω μου, βρέθηκα πάλι μέσα στήν άπέραντη αύλή, τριγυρισμένη μέ τούς ψηλούς τοίχους. Θόρυβος καί σύμμιχτη βουή σηκωνότανε πάνω άπύ τύ πλήθος των ήμερων τρελών, πού τούς έπιτρέπουνε νά γυρίζουν, νά λιάζουνται καί νά κάνουν τίς παιδιάστικες παλαβομάρες τους άνάμεσα στά μαραζάρικα δεντράκια καί τά στεγνά παρτέρια των μονότονων λουλουδιών. Αυτός ό θόρυβος σηκώνεται καί βαραίνει πάνω άπύ τήν αύλή των τρελών άδιάκοπα, σάν ένα μουντό καί άκίνητο σύννεφο, σά μιά ομίχλη άπύ ήχους καί μουρμουρητά καί στριγγλιές άγριες καί γέλια παγερά. Καθένας είναι παραδομένος στύν δικό του έσώ-κοσμο, όπου δύσκολα μπορεί νά χωρέσει ένας άλλος. Κουβεντιάζουν, τραγουδούν νανουρίσματα, άπαγγέλνουν μονάχοι τους, παραμιλούν έρωτικά, δίνουν στρατιωτικά παραγγέλματα ή ύπαγορεύουν αύτοκρατορικά διαγγέλματα πρύς τούς λαούς της γης.
Τίποτα ωστόσο δέν είναι τόσο τραγικό όσο τύ γέλιο τους. Γελούν ξαφνικά, σπασμωδικά, γιά γελοιότητες πού έμεΐς ποτέ δέν ύποψιαστήκαμε. Γελούν καί χαχανίζουν άκατάσχετα, χωρίς νά γελούν τά μάτια τους, χωρίς νά γλυκαίνει μηδέ στό παραμικρό ή τεντωμένη άνησυχία της μορφής τους. Σταματούν ξαφνικά τό γέλιο τους όπως άρχισαν. Τόσο ξαφνικά, πού άπομένει γιά κάμποσο ό μορφασμός στό άνοιχτό στόμα. Είναι κι άλλοι πού άκούν όλο αύτό τό βουητό καί δέ μιλούν. Είναι συμμαζεμένοι σέ μιά γωνίτσα, κρατούν τό χλωμό σουρωμένο πρόσωπό τους μέσα στά δάχτυλα, καί ή ματιά τους είναι καρφωμένη πρύς τά μέσα τους.
Ποτέ κανείς δέν έχει τόσο λυπημένο πρόσωπο, όπως αύτοί οί τρελοί, πού συλλογιούνται καί σωπαίνουν. Κάπου - κάπου βγαίνουν άπό την άκινησία τους, φτύνουνε χάμου, τρίβουν δυό, τρεις φορές μέ τό παπούτσι τύ χώμα πού έπεσε τύ σάλιο τους, καί αύτύ τό κάνουν πολύ προσεχτικά, μέ μιάν αξήγητη ευσυνειδησία. Καί πάλι άναρρουφιοϋνται μέσα τους καί βουλιάζουν μέσα στήν συλλογή τους.
Πέρασα στά δωμάτια νά χαιρετήσω τούς πιύ άγαπημέ-νους μου άπύ τήν κοινωνία των τρελών.
Κείνο τό παλικάρι μέ τά μαϋρα σγουρά μαλλιά, πού χαμογέλα τόσο ήρεμα καί λέει τήν κάθε φράση του δυό φορές. Τήν πρώτην φορά τή λέει στύ φυσικό τόνο της κουβέντας. Κατόπι τήν ξαναλέει έναν τόνο πιό χαμηλόφωνα.
— Καλημέρα, Άντώνη, πώς τά πάμε ;
( Τοϋ άφήνω ένα κουτί τσιγάρα στύ κρεββάτι. )
— Πολύ καλά, κύριε. Πολύ καλά, κύριε. Σάς ευχαριστώ πολύ. Σάς εύχαριστώ πολύ.
Είναι ένας συμπαθητικύς νέος. Μοϋ φαίνεται πώς κι ό ίδιος στοχάζεται πόσο περισσεύει ή επανάληψη της κάθε κουβέντας του. "Ομως τό κάνει άπό μιάν άφεύγατη άνάγκη.
— Γιατί λές τά λόγια σου δυό φορές, Άντώνη ;
Συλλογιέται λιγάκι στενοχωρεμένος, χαμηλώνει τά μάτια ντροπαλά. Κατόπι χαμογελά καί άπαντά χωρίς νά μέ κοιτάζει:
— Φαίνεται πώς το κάνω γιαύτό. Φαίνεται πώς το κάνω γιαύτό. Τή μιά φορά νά τάκούσετε σείς, τήν άλλη νά τάκούσω γώ. Τή μιά φορά νά τάκούσετε σείς, τήν άλλη νά τάκούσω γώ.
Στό δωμάτιο της κυρίας Άντωνιάδη καθίζω περισσότερη ώρα. Είναι μιά μεσόκοπη γυναίκα μέ πολύ μεγάλα μάτια, κατάμαυρα, λεπτή κερένια μύτη, καί αύστηρύ πρόσωπο. Μιά ίσια χωρίστρα χαρακώνει στή μέση τά γκρίζα μαλλιά της, πάντα καλοχτενισμένα. Τό πρόσωπό της είναι πολύ άσπρο, τά μάτια της, γλυκά, πολύ μεγάλα. Μιλά πάντοτε σιγανά, περπατά στίς μύτες τών παπουτσιών, κοιτάζει κάθε τόσο μέ άνησυχία τό άδειανό κρεββάτι, πού είναι σκεπασμένο πολύ φροντισμένα μέ μιά γαλάζια πολυτελή κουβέρτα. Ξέρω τί συμβαίνει μέσα σ’ αύτό το δωμάτιο, μέσα σ’ αύτο το άδειανό κρεββάτι. Είναι τρία παιδάκια άρρωστα έδώ. ΙΙολύ άρρωστα. Είναι ή Τιτίνα, είναι ό Τώνης καί ή Φανούλα.
— Άκρα ήσυχία, εϊχε διατάξει ό γιατρός, σαν έπεσαν άρρωστα. Καί νάγρυπνεϊτε άπο πάνω τους άδιάκοπα, να μοϋ τηλεφωνείτε πώς πάνε.
Πέθαναν καί τά τρία μέσα σέ δυο μέρες, καί τα πήρανε άπό τό σπίτι μέσα σέ τρία μακρουλά νεκροσέντουκα, ντυμένα σέ άσπρο άτλάζι." "Ομως ή κυρία Άντωνιάδη τά έχει, έκεϊ μέσα στο νοσοκομειακό κρεββάτι, καί τά περιποιείται άρρωστα, δυο χρόνια τώρα. Είναι τό κρεββάτι της αύτό μά κείνη ποτέ δέν πλάγιασε μέσα. Βλέπεις, ό γιατρός είχε πει ν' άγρυπνεϊ κοντά τους. "Εγινε άνάγκη νά της φέρουν ένα στρωμάτσο. Τό άπλώνει κάθε νύχτα στά πόδια τοϋ κρεββατιοϋ, καί πλαγιάζει καί κείνη νά ξεκουραστεί, χωρίς νά πάψει νάχει τό νοϋ της στά τρία άρρωστάκια. Λαγοκοιμάται, καί κάθε στιγμή πετάγεται πάνω καί σηκώνει μέ προσοχή τήν κουβέρτα, νά ίδεϊ ποιο έβηξε, ποιό άψήλωσε ό πυρετός του, ποιο ζήτησε νεράκι. Καί μαύτή την άγωνία την τρώει ή άϋπνία. Καί όλο άσπρίζει τό λεπτό της πρόσωπο, καί δλο μεγαλώνουν τά μεγάλα μάτια της.
Μπαίνω κ’ έγώ μέ προσοχή. Περπατώ σιγά. Τη χαιρετώ σιγά. 'Η χαρά ζωγραφίζεται στη μαραμένη της
— Σάς έφερα μερικές πάστες. Τί κάνουν τά παιδιά ;
Πώς πάνε σήμερα ; ( Μιλάμε ψιθυριστά. )
Μου σφίγγει τό χέρι μέ ευγνωμοσύνη.
— Σάς ευχαριστώ. Καλύτερα πάνε. Ό γιατρός πέρασε τό πρωί καί τά θερμομέτρησε. Πάνε πολύ καλύτερα, εύτυχώς. Σέ λίγες μέρες ελπίζει νά σηκωθούνε πιά στο πόδι, νά φύγουμε άπ’ έδώ. . .Θέλετε νά τά δείτε ;
— Νά μην τά ξυπνήσουμε ;
— Δέν κοιμούνται. Ξυπνητά είναι καί τά τρία. Μόνο ήσυχία θέλουν, καί τούτη ή φασαρία στήν αύλή. . .
Κοιτάζει άπελπισμένα προς τό γερτό παράθυρο.
— Ελάτε να τά δείτε.
Μέ τραβάει προσεχτικά κοντά στο κρεββάτι. Σηκώνει μέ πολλές προφυλάξεις τη γαλάζια κουβέρτα. Μουρμουρίζει μέ λατρεία :
— Τά χρυσά μου...
Βλέπω τις γνωστές μου τρεις κούκλες, πού άντιπροσωπεύουν τά παιδιά. Τρεις φτηνές κούκλες ντόπιας κατασκευής, ντυμένες μέ τό εθνικό κοστούμι, μέ ψεύτικα φλουράκια καί μακριά φουστάνια. Είναι δύο χρόνια τώρα ή Τιτίνα, ό Τώνης καί ή Φανούλα. Μοϋ λέει πολύ σιγά. Σχεδόν στ’ αύτί:
— ’Ακούστε τις άναπνοοΰλες τους Τρεις άναπνοοΰλες... Τόσο βιαστικές, Θεέ μου. Καί όμως τόσο άδύνατες... Συλλογιοΰμαι πώς δέ θά μπορούσανε νά σβήσουν ούτε ένα κερί...
— Είναι πολύ καλύτερα άπό την άλλη φορά πού τά είδα, τής λέω.
Χτυπάει ξύλο ευχαριστημένη.
— Έ, μά βέβαια. "Ολο καί καλύτερα πάμε, όλο καί καλύτερα ... Αύτό δά είναι ολοφάνερο ... Δείτε ... Δείτε τά χειλάκι τού Τώνη ... Πουλάκι μου ...
Τά ξανασκεπάζει καί σταυρώνει μέ τή χούφτα της τό προσκέφαλο τρεις φορές.
Άποτραβιούμαστε μέ τις ίδιες προφύλαξες.
— ’Ακούστε, τής λέω, πρέπει νά κοιμάστε περισσότερο τή νύχτα. Ο γιατρός μούπε πώς δέν κοιμάστε άρκετά κι αύτό σάς εξαντλεί...
Διαμαρτύρεται ζωηρά.
— Τί λέτε, τί λέτε, φίλε μου 'Ο γιατρός είναι πάντα του έτσι ύπερβολικός. ’Αφού δοκίμασε νά μοΰ βάλει καί υπνωτικά στό νερό καί στό γάλα ...Άκοΰτε ; Νά μέ κοιμίσει ! Καί τά παιδιά, πού μέ καλούν ίλη τή νύχτα κι 8λη τή μέρα; Ποιος θά τά περιποιηθεϊ καί ποιός θά τά γνοιαστεϊ σάν κοιμηθώ κ’ εγώ ;
— Ό γιατρός ...
Μέ κόβει.
— Ό γιατρός δέν ξέρει άπ’ αύτά.
Χαμογελά καρτερικά.
— Τούτος εδώ ό γιατρός δέν έχει βλέπεις παιδιά...
Φιλώ τό χέρι της καί φεύγω θλιμμένος.
Ό γιατρός μοϋ έχει πει γιά την περίπτωσιν της. Θά πεθάνει άπό έξάντληση, σκοτωμένη άπό την άϋπνία της. ‘Ολοένα κι άδυνατίζει...
Βγαίνοντας τόνε βρίσκω στό μεγάλο διάδρομο.
— Έλα μαζί μου, λέει. Θά δεις έναν καινούργιον άρρωστο, πού θά σ’ έδιαφέρει πολύ. Είναι ένας συμπαθητικός τύπος σχιζοφρενικοϋ, μέ παραλήρημα μεγαλομανίας και θρησκευτικού μυστικισμοϋ. Φιλόλογος.
Σταματά μπροστά σ’ ένα δωμάτιο. ’Αριθμός 74. Χτυπά διακριτικά μέ τό δάχτυλο. ’Από μέσα άκούγεται ή φωνή τοϋ άρρωστου, άδύνατη καί ήσυχη :
— Εμπρός
"Ενας άνθρωπος, νέος άκόμα, καθότανε στό κρεββάτι του κοντά στό παράθυρο, πού έβλεπε μακριά κατά τη θάλασσα τοϋ Σαρωνικοϋ. Χλωμός σάν κερένιος, μέ μουστακάκι και μικρό γένι βυζαντινού Χριστού. Μόλις μάς είδε έβαλε κάτω τό βιβλίο πού διάβαζε καί έσφιξε μέ έγκάρδια διάχυση τό χέρι πού τοϋ άπλωσε ό γιατρός.
— "Ω, γιατρέ, τί καλός πού εισαστε νά μοϋ στείλετε τό Βιβλίο πού σάς ζήτησα
‘Ο διευθυντής τοϋ χάΐδεψε τό κοκκαλιάρικο χέρι.
Σάς έφερα, λέει, τό φίλο μου άπ’ έδώ, πού πέρασε νά μέ ίδεϊ. ( Είπε τά όνόματά μας. ) Είναι παλιός μου συμφοιτητής. Συλλογίστηκα λοιπόν, πώς όλη τήν ώρα πού θά κάμω τήν έπίσκεψη στούς κάτω θαλάμους, δέ θά είχα νά τοϋ άφήσω συντροφιά πιό διαλεχτή άπό τή δική σας. Έχετε πολλά κοινά ενδιαφέροντα νά μιλήσετε, ώς που νά τον ξαναπάρω ... Σας χαιρετώ.
Ο νέος κοκκινίζει καί χαμογέλα.
— Μεγάλη τιμή μοϋ κάνετε, μοϋ λέει. Σας ξέρω άπο τά βιβλία σας. 'Ορίστε. Καθίστε σέ τούτη την καρέκλα. ’Απ’ έκεΐ θά βλέπετε καί λίγη θάλασσα πρός τό Φάληρο.
— Σας ευχαριστώ πολύ, τοϋ κάνω. ’Αλήθεια. Βλέπει κανείς πολύ όμορφα άπ’ έδώ. Ή θάλασσα άνάμεσα άπό τά πεύκα, κι άπό πάνω ό ουρανός. Τό όλον : Ελλάδα!
Χαμογέλασε πάλι ευχαριστημένος.
— Είδατε ; Τό ξέρω πώς την άγαπάτε μέ άληθινό πάθος τη θάλασσα.
— "Ετσι είναι, τοϋ λέω. Καί είναι φυσικό. Στό νησί μου οί άνθρωποι αύτή βλέπουν μόλις γεννηθούν κι άνοίξουν τά μάτια τους. Παύουν νά τή βλέπουν μόνο σάν τούς τά κλείσει ό θάνατος.
Στά τελευταία μου λόγια σήκωσε τό φρύδι καί μέ κοίταξε συλλογισμένος.
Ξανάπε τά λόγια μου αργά - άργά :
— « Παύουν νά τή βλέπουν μόνο σάν τούς τά κλείσει ό θάνατος ». Μμ. Αυτό δηλαδή είναι ίσως ένα ζήτημα.
Χτύπησε μέ τό μακρουλό νύχι του τό λευκό σίδερο τοϋ κρεββατιοΰ, μέ ξανακοίταξε σημαντικά, ψηλωμένο τό φρύδι του, καί πάλι είπε πιό σιγά :
— Είναι, ξέρετε, ένα ζήτημα αυτό...
Δέν καταλάβαινα καί δέν άπάντησα. Ξαναπήρε τήν κουβέντα μόνος του :
— Πείτε μου, άγαπητέ κύριε. Σκεφτήκατε καμιά φορά γιατί άγαπατε τόσο πολύ τή θάλασσα ; Γιατί κ’έμένα μ'άρέσει... Μοϋ άρεσε δηλαδή άλλη φορά πάρα πολύ.
— Τό συλλογίστηκα κ’ έγώ αυτό, τοϋ άπάντησα. Τήν άγαπώ ίσως γιά τήν άδιάκοπη κίνησή της, πού μέ γοητεύει, γιά τήν αιώνια φρεσκάδα της, τήν παρθενικότητά της, πού άνανεώνεται κάθε στιγμή. "Ισως άκόμα γιά τό άπειρο θήλυκό στοιχείο πού υπάρχει μέσα στήν ουσία της. Είναι ένας έρωτας αυτό πώς...
"Αφησε μιά στιγμή μήπως ήθελα νά πω άκόμα κι άλλο τίποτα, κατόπιν έκαμε μέ βέβαιο τόνο :
— Δέν εϊν’ αυτό λοιπόν. Καί το βουνό, καί τό δάσος έχουν όλα αυτά τά στοιχεία πού είπατε. Φτάνει νά ξέρει κανείς νά τά βλέπει. Μά ή θάλασσα είναι κάτι άλλο. Θά προσπαθήσω έγώ νά σας έξηγήσω αύτή τήν άκαταγώνιστη γοητεία της.
— Ποιά είναι λοιπόν ;
Σήκωσε τό λιγνό δάχτυλο καί είπε έπίσημα :
— Ή φυγή.
Μέ κοίταξε καί ξανάπε :
— Ή φυγή. 'Υπάρχει μέσα μας ή ορμή της φυγής. Είναι ένα ένστιχτο πού κουρνιάζει μέσα μας όλο τον καιρό πού ζοϋμε. Σάν αύτό των άποδημητικών πουλιών. Ζοϋμε περιμένοντας τήν ώρα τής φυγής. Στήν πραγματικότητα αύτό δέν είναι τίποτα άλλο, παρά νοσταλγία. 'Ο καημός τής επιστροφής μας. Ή ύπαρξή μας θυμάμαι πώς άπό κάπου ήρθε. Καί λοιπόν μιά λαχτάρα τήν τρώει άδιάκοπα. Νά γυρίσει πίσω στόν τόπο της. Στή φωλιά της. 'Η θάλασσα μάς δίνει αυτή τήν αίσθηση τής φυγής. Τά σύνορά της μέ τή στεριά είναι μιά απέραντη άποβάθρα γιά ένα ταξίδι πού θ' άρχίσει. 'Η ίδια ή θάλασσα είναι κίνηση γιά φευγάλα. Πανιά τρέχουν έπάνω της, καράβια άρμενίζουν, γλάροι ταξιδεύουν. Άκόμα καί τά κύματα... Είδες τήν πορεία τών κυμάτων ; Μιά πομπή είναι πού φεύγει. Προχωρούν τό ένα πίσω άπό τάλλο πρός τό πέλαγο. Σοβαρά καί μέ τάξη. Γιατί αύτά ξέρουν τό δρόμο τους, όπως όλα τά πράματα πού δέν άντιστέκουνται στό θέλημα τοϋ Κυρίου. Που πάνε ; Πρός τον ορίζοντα...
Χαμογέλασε.
— Τί θά πει πρός τόν όρίζοντα ; Έκεΐ είναι, φίλε μου» ό ουρανός.
Άνεστέναξε, κοίταξε έξω πρός τό παράθυρο.
— Ο ούρανός! Είναι κι αύτός γαλάζιος, όπως ή θάλασσα. Κι αυτός μας δίνει τήν ίδιαν αίσθηση. Τήν αίσθηση της φυγής. Καί κεϊ «πλοία διαπορεύονται». Κοίτα τά σύννεφα μέ άσπρα πανιά. Τρεχαντηράκια αίθέρινα, μέ τά πανιά σκισμένα ». Αυτό είναι , ,
Σώπασε μιά στιγμή, έσκυψε πρός τό μέρος μου, μέ κοίταξε στά μάτια. Ρώτησε έμπιστευτικά :
— Τήν καταλαβαίνετε σείς αυτή τή χαρά της φυγής; Εννοώ τής τελειωτικής φυγής, πρός τό τέρμα ;
— Έξαρτάται! τοϋ είπα γελώντας. “Αν δέν πρόκειται νά ξεπεράσουμε τά σύνορα του γήινου ορίζοντα... Μοϋ άρέσει, βλέπετε, τρομερά ή Γή. ,.
Κούνησε τό κεφάλι σά νά περίμενε την ομολογία μου. Είπε σοβαρά μέ κείνο τό αποκαλυπτικό του ύφος :
— Είναι γιατί σάς κατέχει άκόμα « ή μνήμη τοϋ κορμιού ». Καί ή φλόγα τής λαμπάδας όμως ; Τήν ε προσέξατε καμιά φορά, άγαπητέ κύριε ; Κι αυτή είναι δεμένη άπό την άφτρα τοϋ φυτιλιοΰ. Έκεΐ είναι ή δίψα της. "Ομως, γιά δείτε την πώς τήν τυραγνεΐ ή λαχτάρα τής φυγής, πώς άγωνιά...
Τόνε πρόσεχα όσο μιλοΰσε. "Οσο πύρωνε ή ματιά του άπό τόν ένθουσιασμό πού τοϋ άναβαν τά ίδια του τά λόγια, τόσο περισσότερο έβλεπα πώς εϊτανε νεώτερος άπό δ,τι τόνε πήρα μπαίνοντας. Τό συμπαθητικό καστανό γενάκι πού άνθιζε γύρω στό άδύνατο πηγούνι του, τούδινε πεντέξι χρόνια περισσότερο. Μόλις θά εϊτανε τριάντα χρονώ, καί τά μάτια του άστραφταν ώραϊα.
Δοκίμασα νά γυρίσω άλλοϋ τήν κουβέντα, γιά νά ξεφύγω άπό έναν κύκλο ιδεών καί έντυπώσεων, πού τόν άπασχολοΰσε τυραννικά καί τόν ερέθιζε.
— Ο γιατρός, τοϋ λέω, σάς αγαπά σάν άνθρωπο, καί σάς έχτιμά πολύ σάν διανοούμενο.
— "Α, ναί. Είναι ένας άπό τούς ευγενικότερους άνθρώπους. Τοϋ χρωστώ πολλή εύγνωμοσύνη.
Μέ τό λεπτό του χέρι χάϊδεψε τό κλειστό βιβλίο πού είχε κοντά του.
— Διαβάζετε πάντα πολύ ;
Μοϋ άπαντα μέ μικρή άπορία παιδιάτικη :
— “Οχι πολύ. Είναι καιρός πού δέ διαβάζω πιά.
Μέ κοιτάζει προσεχτικά.
— Είναι πολύς καιρός. Πολύς καιρός. ’Από « τότε » μόνο σκέφτουμαι. Και τό μόνο βιβλίο πού μ' ένδιαφέρει είναι ή Γραφή. Μέ συγχωρεϊτε, έσεϊς διαβάζετε καμιά φορά τήν 'Αγία Γραφή ;
Τοϋ άπάντησα είλικρινά :
— Ναί. Είναι τό βιβλίο πού μοϋ δίνει μεγάλες καί πηγαίες χαρές, μόλις μέ κουράσει ή σοφία των ανθρώπων.
Είπε χαρούμενα, σχεδόν βιαστικά :
— Δέν είναι άλήθεια ; Δέν είν’ άλήθεια ; Είναι ο μεγάλος θησαυρός της ψυχής. Σήμερα βρήκα μέσα τούτον τόν έξαίσιο λόγο .« Κοιτάτε τό σώμα σας νά είναι ναός τοϋ πνεύματος » Κανένας άλλος δέ θά μποροϋσε νά πει έναν τέτοιον λόγο, εξόν ό Χριστός. Ξέρετε, μέσα στό Εύαγγέλιο υπάρχει πολύς εβραίικος φόρτος. Πολλοί μέτριοι άνθρωποι άνεκάτεψαν τό κοινό πνεΰμα τους μέ τό πνεΰμα τοϋ Χριστοϋ. Πρέπει νά μάθει νά ξεδιαλέγει κανείς. Και ξαφνικά, ανάμεσα στά χαλίκια άστράφτει ένα τέτοιο θείο διαμάντι. Συλλογιστείτε λοιπόν πόσο ό Χριστός εϊτανε μπροστά από τήν εποχή του!
— Καί μπροστά άπό τήν εποχή μας, έκαμα εγώ.
Μέ κοίταξε ξεταστικά.
— Ποιά έποχή εννοείτε ;
— Τή σημερινή. Στά χίλια έννεακόσια πενήντα όχτώ ύστερα άπό τή γέννησή του, βαδίζουμε άκόμα άπό χίλιους διάφορους δρόμους, μπουσουλώντας καί σκοντάφτοντας, γιά νά τόν άνταμώσουμε. Αύτός είναι πάντα πιο μπροστά, καί κάπου μάς περιμένει. Μακριά ; Κοντά ; Ποιός μπορεί νά ξέρει. ’Εμείς όλο δοκιμάζουμε δρόμους καί μονοπάτια, πηγαίνοντας γιά νά τόν άνταμώσουμε.
Σώπασε κάμποσο, στοχαστικά, κατόπι σήκωσε τό δύνατό του δάχτυλο.
— Σωστά. "Εχετε προχωρέσει κάμποσο έσεϊς, είπε σοβαρά. Για δείτε : Καλά κάματε κήρθατε να μέ βρείτε. "Ισως αυτός ό κόπος σας δέν πήγε χαμένος. « Μή κατόκνει μακράν οδόν πορεύεσθαι... » ; ’Ακουστέ. Συλλογίζομαι άκόμα μήπως είστε πιά ώριμος γιά νά σας μεταδώσω τήν αλήθεια πού κατέχω.
— Κατέχετε μιάν άλήθεια ;
Κοίταξε ένα γύρω μήν είναι κανένας άλλος κι άκούει. Μοϋ έγνεψε καί τράβηξα τήν καρέκλα μου πιο κοντά του.
— Μιά μεγάλη άλήθεια, είπε έμπιστευτικά. Μιά φοβερή άλήθεια. ’Απ’ αύτές πού μπορεί νάλλάξουν τήν κοίτη της ζωής. Είναι καιρός πού τήν άνακάλυψα καί αύτή μοϋ συντάραξε άπό θεμελίου τήν ψυχή. Σεισμός. "Ομως δέν τήν καταλαβαίνουν. Δέν είναι, βλέπεις, άκόμα άρκετά ώριμοι οί νεκροί.
Μέ κοίταξε κατάματα, γιά νά χαρεΐ τήν απορία ποΰβλεπε μέσα στά μάτια μου, καί ξαναπε, χωρίζοντας μέ τό ίρθιό του δάχτυλο τις λέξεις, σά νά τίς ύπογράμμιζε :
— Μάλιστα. Μόνο αύτή ή φράση δίνει τό νόημα πού θέλω νά έκφράσω : Δέν - είναι - άκόμα - άρκετά - ώριμοι - οί νεκροί
— Ποιοι νεκροί;
Χαμογέλασε. Κούνησε τό κεφάλι του άπάνω, κάτω, θριαμβευτικά.
— Είδατε ; Ρωτάτε « ποιοί νεκροί» ; Καί σείς άκόμα, ένας συγγραφέας, πού πλησιάσατε άνύποπτος τόσο πολύ τήν άλήθεια, περάσατε άπό κοντά της καί δέν τήν άγγίσατε. Ποιοί νεκροί; "Ολοι μας. "Ολοι σας. ’Εσείς. Έγώ.Ο γιατρός. Είμαστε νεκροί. Εΐσαστε νεκροί. Είναι νεκροί. "Ολοι.
Τά καστανά του μάτια βούρκωσαν ξαφνικά.
Σταμάτησε, ξεροκατάπιε, καί είπε, συγκινημένος βαθιά άπό τίς ίδιες του άποκαλύψεις:
— Δέν είναι φοβερό αύτό, ε ; Νά είμαστε νεκροί καί να μήν το υποπτευόμαστε. Δέν το ξέρουμε, κύριε! Και ξαφνικά, σκίζεται ή σκοτεινή τσίπα μπροστά άπό τά μάτια, άστράφτει τό φως τοϋ Θεοϋ καί προβάλλει ή αλήθεια. Γυμνή καί τρομερή, όπως ένα κοφτερό σπαθί, πού βγαίνει βιαστικά άπ’ τό θηκάρι του. Στράφτει καί σκίζει. Είμαστε νεκροί!
— Νεκροί είπα κ’ έγώ, μ’ ένα μικρό σύγκρυο, πού δέν μπόρεσα νά τό νικήσω.
Έκαμε πάλι ένα μεγάλο βεβαιωτικό κίνημα μέ το κεφάλι του. Κατόπι ζευγάρισε νευρικά τά μαλλιά μέ τά δάχτυλά του καί βάλθηκε νά μοϋ ξηγάει. Ή κουβέντα του έγινε πιό βιαστική.
—“Ως έναν καιρό κ’ έγώ δέν τό 'χα ύποψιαστεΐ. Πήγαινα, έρχόμουνα, άνεβοκατέβαινα τά σκαλιά της Εθνικής Βιβλιοθήκης, δίδασκα τά παιδιά του ιδιωτικού σχολείου όπου δούλευα, ξενυχτοϋσα καί σέ μιά εφημερίδα νά κάνω διορθώσεις. "Ολα αύτά γιά νά τά βγάλω πέρα. Νοίκι, βιβλία, ή μάνα μου άρρωστη, μιά άδερφή χήρα... Τί αγώνας, Θέ μου! Προπάντων στήν εφημερίδα, μετά τά μεσάνυχτα. Τά μάτια μου βγάζανε σπίθες, γαλάζια μυγάκια διασταυρωνόντανε πάνω στά χειρόγραφα, άνακατευόντανε μέ τά κακοτυπωμένα στοιχεία πάνω στά βρεγμένα κατεβατά των δοκιμίων. 'Ο ύπνος μοϋ βούλωνε μέ μολύβι τά ματόφυλα, ή άγρύπνια μοϋ έκαιγε τάσπράδια. Καί γώ τέντωνα τή θέλησή μου, τά νεΰρα μου, όλα τά ελατήρια τοϋ μυαλοΰ μου.. „ Ένα πάλεμα σκληρό μέ τόν εαυτό μου, νά τόνε νικήσω. Καί ξαφνικά, μιά νύχτα, νά. Αύτό πού λέει ό Σολωμός : «"Αστραψε φως καί γνώρισε ό νούς τόν εαυτό του». Καί πάλι έτοΰτο : «’Αστροπελέκι μου καλό, γιά φέξε μου καί πάλι! » ’Αστροπελέκι εϊταν, έσκασε μέσα στδ νοϋ μου καί φώτισε τά σκοτάδια του. Καί έγένετο φως! Έτρεξε κάτι φοβερό, ξέρετε. "Ενιωσα ξαφνικά εδώ, στδ κάφκαλό μου μέσα, σάν μιά θάλασσα άπδ γαλάζια φωτιά, άπό μενεξελιά φωτιά, πού τιναζότανε δυνατά. Κύματα καφτερά. "Ενας ίλιγγος. Σάν ένα άδράχτι πού γυρίζει κατεβαίνοντας μέσα στήν άβυσο. Σάν ένα άναμμένο δαδί πού τό πετας στό χάος.
Κάτι τέτοιο. Κατόπι — γαλήνη. "A πώς ήρθε! Καταλάγιασε ή φορτούνα, καί πάνω σ’ αύτή τή γαληνεμένη θάλασσα, πού άστραφτε καί φεγγοβολούσε, έπλεε ή φοβερή άλήθεια : Είμαστε νεκροί. Νεκροί! Είναι τόσα χρόνια, άκοϋτε, πόσα χρόνια! Καί όλα αύτά τά χρόνια είμαστε πεθαμένοι, καί κανείς μας δεν τό είχε πάρει είδηση. Δέν είναι έξοχο ;
— Καταλαβαίνετε... Έπήρα τότες μέσα στις φούχτες μου τά δοκίμια της φημερίδας. Μπήκα μέσα στή Σύνταξη καί τά σκόρπισα πάνω στύ προσωπικό. Σηκωθείτε άπάνω τούς φώναξα. Νεκροί! Είμαστε νεκροί! Προσπαθήστε νά τό καταλάβετε, είναι πολύ άπλό καί φοβερό.
— Φοβερό ; ναί. ’Αλλά άπλό ;
Χαμογέλασε μέ συγκατάβαση, έβαλε ελαφριά το χέρι στο γόνατό μου.
— Πριν άπο λίγο είπατε μιά χρονολογία. Είπατε : Είμαστε στά χίλια εννιακόσια πενήντα όχτώ, κι άκόμα... Είδατε ; ’Ακόμα καί σείς δέν κάνετε άλλο παρά νά ζεΐτε άναδρομικά, όπως κι όλοι οί άλλοι πού δέν κατάλαβαν. Ζείτε μέσα στή μνήμη σας, όπως ό κοιμισμένος ζεΐ μέσα στά όνειρά του.
— Πώς αυτό, τοϋ λέω, άφοΰ αύτή τή στιγμή μπορώ καί κινώ τά μέλη μου σύμφωνα μέ τή σκέψη αυτής τής στιγμής. Άφοΰ οί αισθήσεις μου δουλεύουν περίφημα. Βλέπω. Άκούγω. Πιάνω. Αύτά όλα είναι ή ζωή καί είναι παρόν.
’Εξακολουθούσε νά μέ κοιτάζει μέ συμπάθεια. Χαμογελούσε καί κουνούσε ελαφριά το έξυπνο κεφάλι του.
—"Ολα αυτά πού μοΰ λέτε, κάνει, μού τάπε κι ό γιατρός. Καί ό καθένας άπύ τούς άνθρώπους πού δοκίμασα « νά ξυπνήσω τή νεκρή τους μνήμη ». Τά ίδια όλοι. Γιατί όλοι τους άκόμα « κρατούνε τή μνήμη τής ζωής ». Νά σάς πώ τήν άλήθεια, στήν άρχή αύτό μέ έβαλε σέ μεγάλη άπορία. Πώς γίνεται, έλεγα κι απορούσα. Κατόπιν όμως ξεδιαλύνουνται σιγά - σιγά όλες οί απορίες. Γιά νά σας ξηγήσω αυτό τό ψεύτικο αίσθημα της ζωής πού σάς κατέχει, πρέπει πρώτα νά σάς δώσω νά καταλάβετε καλά, πώς πρόκειται άπλώς καί μόνο γιά μιά έπιβίωση της προθανάτιας μνήμης επάνω στούς νεκρούς. Προσέξετε και θά μπείτε στο νόημα. Τί είναι αύτό πού λέμε « μνήμη » καί « συνείδηση » ; Είναι ένα άποθήκευμα άπό τις εικόνες, τις έντυπώσεις καί τις συσχετίσεις των, πού μάς κουβαλούν οί πέντε αισθήσεις μας όλα τά χρόνια πού ζοϋμε. "Ετσι δημιουργούμε την οντότητα μας, την προσωπικότητά μας, πού δοκιμάζουμε τήν ύπαρξή της εμπειρικά μέσω τής φαντασίας μας. Ή φαντασία είναι αύτή πού συνθέτει πλαστικά τη μνήμη καί τη συνείδηση της ζωής. Γερή καί δυνατή δουλειά. Τόσο γερή καί τόσο δυνατή, πού άφοΰ πεθάνουμε κ’ ύστερα, τί γίνεται, νομίζετε ; Το κορμί, πιο εύκολοκατέλυτο, λυώνει. Η άποσύνθεσή του ή χημική γίνεται γρήγορα καί τέλεια. Μέσα σέ δυο - τρία χρόνια όλα είναι έν τάξει. Μόνο το άσβέστιο, τά κόκκαλα, άπομένουν άκόμα κάμποσο. 'Η μνήμη όμως ; Η προσωπικότητα, ή συνείδηση, ή όντότητά μας ή ψυχική ; Χά! Αύτή δέ σαπίζει τόσο εύκολα. Αύτή θέλει πολύν καιρό γιά νά πάθει τή φυσική της άποσύνθεσή, καί νάφήσει τήν ψυχή καθαρή, όπως βγήκε άπύ τά χέρια τού Θεού. ’'Ετσι, ενώ ό άνθρωπος είναι πεθαμένος πριν άπο χρόνια, κρατά άκόμα τή μνήμη τής ζωής. Καταλάβατε ; “Ενα φαινόμενο κεκτημένης. ταχύτητας. “Εσβησε ή φωτιά τής άτμομηχανής, όμως τό τραίνο εξακολουθεί νά τρέχει. “Ενα παράδειγμα άπύ τήν άστρονομία θά σάς το κάμει πιο εύκολα άντιληπτό. 'Υπάρχουν άστέρια, όπως το άστρο πού λέγεται « τού “Εψιλον τού Aurige ». Αύτό άπέχει άπο τή γή μιάν άπόσταση πού· χρειάζεται τύ φώς τρεις χιλιάδες χρόνια γιά νά τήν διατρέξει. Λοιπόν άμα σβήσει αύτό τό άστρο, στή γή θά εξακολουθούν οί άστρονόμοι νά το βλέπουν έπί τρεις χιλιάδες άκόμα χρόνια. Κι αύτό, όλα αύτά τά χρόνια θά είναι νεκρό. Θά έχει διαλυθεί σέ άτμούς, θά έχει σβήσει. Είναι όμως οί αχτίνες πού ξεκίνησαν άπύ πάνω του πριν άπύ τρεις χιλιάδες χρόνια. Αυτές τοϋ δίνουν αύτή τη φανταστική ζωή. Καταλάβατε ;
—’Αρχίζω νά καταλαβαίνω τί θέλετε νά μοΰ πείτε...
— Χαίρουμαι. Αύτή τή στιγμή λοιπόν, θυμάστε και άναπλάθετε συναισθήματα καί πιθανούς συνδυασμούς, πού δοκιμάσατε τήν έποχή πού ζούσατε. ’Απόδειξη πώς ζεϊτε άκόμη στά 1958. Σάς άπασχολοϋν τά ζητήματα της εποχής εκείνης. Οί πνευματικές άγωνίες της. 'Η λαχτάρα της άγάπης καί της ειρήνης, πού σπάραξαν τά σπλάχνα της άνθρωπότητας κείνη τήν έποχή. Εΐταν έπιθυμίες άπιαστες, εύχές γιά μια χαραυγή μέσα στή ζοφερή νύχτα. Εϊταν άκόμα φαντασιοπληξίες τότε.
— Δέν είναι πιά λοιπόν έτσι ;
’Αναστέναξε μέ άνακούφιση κ’ έκαμε τό σταυρό του.
—’Αλήθεια. Τί .τραγικά χρόνια πέρασε ό κόσμος. Πόσα δάκρυα. Πόσο αίμα. Πόσοι σταυροί καί πόσοι άθώοι! ’Από τότε εύτυχώς πέρασαν χρόνια καί χρόνια.. Π όσο ; "Οσο μπορώ νά λογαριάσω θάναι καμιά χιλιάδα χρόνια. "Ισως χίλια εκατό. ’Από τότες τά πράματα άλλαξαν ριζικά — τό φαντάζεστε βέβαια. 'Η άνθρωπότητα έσβησε τό δαυλί της έχτρας. Ό ήλιος της Δικαιοσύνης φωτίζει τή Γη. Τό Κράτος τοϋ Χριστού. Τό Κράτος της ’Αγάπης. Τί έξοχο, έ ; "Οχι πόλεμοι. "Οχι αίμα. Τά παιδάκια δέν πεινούν. Οί γέροι δέν ζητιανεύουν μέσα στο κρύο. Οί γυναίκες δέν πουλιούνται. Τά ζώα δέν σφάζουνται. Η κακία λογαριάζεται πιά σάν άρρώστια. Ή χαρά βασιλεύει στίς ανθισμένες πολιτείες. Τί τραγούδια! Τί χαρές! Τί έρωτες! Καί τί δουλειά δημιουργική, κινημένη άπό άγάπη, μόνο άπό άγάπη, μόνο άπό άγάπη! "Αχ! "Αχ! "Αχ!
"Αρχισε νά κλαίει σάν παιδί, μέ λυγμούς, μέ άφθονα δάκρυα, πού έτρεχαν ώς τίς γωνιές τοϋ πικραμένου του στόματος.
Είχα συγκινηθή μαζί του.
Τοΰσφιξα θερμά τό λεπτό χέρι.
— Συχάστε, του είπα. Σας κάνει κακό νά ταράζετε έτσι τά νεϋρα σας.
Χαμογέλασε μέσα στα δάκρυά του.
— Μου κάνει κακό Τί μπορεί νά κάνει κακό σ’ ένα πλάσμα πού πέθανε πρ'ιν άπό χίλια εκατό χρόνια ; Δέ βλέπετε λοιπόν, φίλε, δέν είμαστε πιά, παρά ψυχές, ψυχές, πού δέν μπόρεσαν νά ξεκολλήσουν άκόμα άπό πάνω τους τή μνήμη της σάρκας και των αισθήσεων... Πότε θά άποσυντεθεΐ λοιπόν καί ή μνήμη μας ; Πρέπει νά τή βοηθήσουμε, άγαπητέ μου φίλε! "Ας τή βοηθήσουμε λοιπόν. Δέ χρειάζεται παρά ή κατανόηση. Προσπαθήστε το αυτό, γιά όνομα τοΰ Θεοϋ. Είναι τόσο άπλό. Νά δείτε! Καί έπειτα... αμέσως κερδίζει κανείς τήν άπόλυτη ήρεμία. Σκεφτείτε το άποφασιστικά : Είμαστε νεκροί πού δέν ωριμάσαμε άκόμα στό σημείο πού χρειάζεται γιά νά άποχτήσουμε συνείδηση νεκρού. Πρέπει νά άποσυνθέσουμε τή μνήμη της ζωής. Τόσα χρόνια! Είναι φοβερό, δέ εϊν’ έτσι; Πρόκειται γιά μιά βασανιστική έπιβίωση. Μόλις άπαλλαχτοϋμε κι άπ’ αυτήν, άχ, τότε θά κινηθούμε μέσα στήν άπόλυτη λεφτεριά. Αυτή είναι ό Θεός!
Σταυροκοπήθηκε καί ξανάπε άνοίγοντας διάπλατα τά μάτια του :
—Ό Θεός!
Χτύπησαν άπ’ έξω τήν πόρτα.
—’Εμπρός!
Έκαμε ό άρρωστος, καί μου έγνεψε μ’ έναν τρόπο πού ήθελε νά πει πώς τώρα, πού κάποιος άμύητος έρχεται, θά κάμουμε κατ’ άνάγκη τόν άνήξερο γιά όλα αύτά τά καταπληκτικά μυστήρια πού άγγίσαμε.
Εϊταν ένας νοσοκόμος. "Εφερνε ένα μετάλλινο δίσκο μέ φαΐ. "Ενα μικρό μπιφτέκι, τυρί καί πορτοκάλι.
Ό άρρωστος έγινε μεμιάς άνήσυχος. 'Η άγωνία ζωγραφίστηκε στό νευρικό πρόσωπό του.
— Σάς παρακαλώ, είπε εύγενικά στό νοσοκόμο. Σάς παρακαλώ πολύ. Τό ξέρετε καλά πώς δεν πεινώ. Δέν αίστάνομαι την άνάγκη νά φάω...
Ο νοσοκόμος τράβηξε τό τραπεζάκι μπροστά του.
—Ο κ. Διευθυντής είπε πώς είναι άπόλυτη άνάγκη νά φάτε. Μέ διάταξε νά μείνω κοντά σας ώς πού νά φάτε... Μέ διάταξε νά σάς... βοηθήσω αν γίνει άνάγκη...
Ό άρρωστος γύρισε προς εμένα άπελπισμένος. Εϊτανε τόση παρακάλεση καί τόση δυστυχία μέσα σέ κείνο τό κοίταγμα
"Ενιωθα κατάβαθα τή φρίκη πού δοκίμαζε μπροστά σέ κείνα τά πιάτα. Ανάγκαζαν μιά ψυχή, λεφτερωμένη πιά άπό τή μνήμη της σάρκας, νά ξανακάνει, μηχανικά και άσκοπα φριχτές άπομιμήσεις της υλικής ζωής. Καταπίεζαν ένα νεκρό, ένα πλάσμα πού πέθανε πριν άπό χίλια έκατό χρόνια, νά φάει σάρκες άπό σφαγμένο ζωντανό καί καρπούς τής γής.
— Σάς παρακαλώ, ξανάπε στό νοσοκόμο μέ άπελπισμένη επιμονή. Κάντε μου τή χάρη. Τον παρακαλώ θερμά τό γιατρό. "Ας μή μοϋ στέλνει φαΐ. Θά δει κι ό ίδιος, καί σεις, πώς σέ πέντε, σέ δέκα μέρες, πού δέ θά βάλω τίποτα στό στόμα μου, θά είμαι πάλι ό ίδιος. Καί τότες θά καταλάβει... Καί τότες θά πάψει νά μέ ταΐζει μέ τό ζόρι.
Ό νοσοκόμος, συνηθισμένος φαίνεται σέ τέτοια, κουνούσε τό κεφάλι, « ξέρω, ξέρω » καί βολευότανε άποφασιστι-κά κοντά στόν άρρωστο. Σηκώθηκα καί τοϋ πρόσφερα τή μοναδική καρέκλα, πού, τδβλεπα, θά τοϋ χρειαζότανε. Έξ άλλου ήθελα νά λείπω άπό τούτη τή σκηνή, πού καταλάβαινα πώς θά ταπείνωνε μπροστά μου τόν άρρωστο. Είδε τήν κίνησή μου σάν εγκατάλειψη. Μοϋ άρπαξε τό χέρι μέσα στη χούφτα του.
— Μή μ' άφήνετε, παρακάλεσε μέ βουρκωμένα μάτια. ’Εσείς. .. Εσείς πού ξέρετε πιά.. . Μή μ' άφήνετε... Δέ βλέπετε τί πρόκειται νά γίνει ;... ’Εξηγήστε τους εσείς, μήπως σάς καταλάβουν.
— Πάγω νά ίδώ τόν κ. Διευθυντή, τοϋ είπα. Νά τοϋ μιλήσω « γιαύτό ».
Μοϋ άφηνε σιγά - σιγά τό χέρι.
’Από την πόρτα γύρισα και ξανάειδα τά μάτια του, στυλωμένα πάνω μου μέ έλπίδα, με άπαντοχή καί μέ άγωνία.
Αύτή εϊταν ή τραγωδία του μέσα στο τρελοκομείο. Τό ζήτημα της τροφής. Τοϋ έκανε φρίκη ή ιδέα πώς ταΐζουν μέ τό ζόρι έναν πεθαμένο. Μοϋ τά ξηγοϋσε ό γιατρός κατόπι σάν τον άντάμωσα στο γραφείο του. 'Η ιδεοληψία του είχε κυριευμένο τόσο άπόλυτα τον οργανισμό του, ώστε τις πιο πολλές φορές, μέ όλη τη πείνα πού θά έπρεπε νά τον βασανίζει, άντιδροϋσε στήν τροφή τό ΐδιο του τό στομάχι, ή γεύση του, όλες οί αισθήσεις του. Σπάραζε μέσα στά μπράτσα των νοσοκόμων, σά νά έπρόκειτο νά τον μπουκώσουνε φαρμάκι. Αύτό τον άδυνάτιζε μέρα μέ τη μέρα. Τά νούμερα τοϋ καθημερινοϋ του ζυγίσματος έδειχναν μιάν άδυσώπητη κατιούσα. Τό λεπτό πρόσωπό του σούρωνε όλο καί περισσότερο διάφανο, τά χέρια του — πετσί καί κόκκαλο.
Πέρασαν μερικές εβδομάδες άπό κείνη τη μέρα. Είδα τό γιατρό ένα βράδυ στο Βασιλικό Θέατρο.
— Τί γίνεται κείνος ό άρρωστος καθηγητής τοϋ 74 ; Τόνε ρώτησα στο πρώτο διάλειμμα.
— Πέθανε, μοϋ είπε.
Είχε πεθάνει άκριβώς πριν άπό τρεις μέρες. Όλα τά μέσα πού δοκίμασαν γιά νά τον θρέψουνε πήγαν άδικα. Στό τέλος τοϋ έβαζαν ρευστή τροφή μέ λαστιχένιο σουληνάρι στό στομάχι του. Κάποτε τον άναισθητοϋσαν γιά νά τοϋ τό κάμουν. "Ολα άδιαφόρετα. Κάθε μέρα ελάφραινε. Σάν πέθανε, τό βάρος του εΐτανε σάν ένα μικρό παιδάκι. Ό πεινασμένος όργανισμός του είχε καταφάγει κάθε ίχνος άπό τό λίπος τοϋ κορμιοΰ, άκόμα καί τις λιγοστές σάρκες του.
Είχε διαισθανθεί τό θάνατο, καί αυτό τοϋ έδινε μιάν απίστευτη χαρά. Τό πρόσωπό του άστραφτε άπό ευδαιμονία τή μέρα πού πέθανε. Είναι άπίστευτο — μοϋ έλεγε ό γιατρός — πόσο έλαμπε ή χαρά στά μάτια του.
Βέβαια. Εϊταν ή μεγάλη άπολύτρωσή του άπό τή μνήμη τοϋ σώματος. Η φλόγα της λαμπάδας ξεκόλλησε επί τέλους άπό την άφτρα τοϋ φυτιλιοϋ καί πέταξε ψηλά . "Η χαρά της φυγής.
ΣΤΡΑΤΗ ΜΥΡΙΒΗΛΗ
ΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ ΒΙΒΛΙΟ
Η εικόνα είναι του George Kordis
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου