ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Μὲ τὴν ὑπομονὴ σώζεται ἡ οἰκογένεια

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2016

Μὲ τὴν ὑπομονὴ σώζεται ἡ οἰκογένεια




ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 - Μὲ τὴν ὑπομονὴ σώζεται ἡ οἰκογένεια


– Τί κάνει ἡ ἀδελφή σου; Πῶς τὰ πάει μὲ τὸν σύζυγό της;
  Γέροντα,  μαθαίνω  ὅτι  ἔχει  δυσκολίες,  ἀλλὰ  κάνει  ὑπομονὴ  καί,  ὅταν
χρειάζεται, τραβάει μπροστά.
– Ἔτσι εἶναι. Ὅταν δύο βόδια εἶναι στὸν ζυγὸ καὶ τὸ ἕνα εἶναι λίγο ἀδύνατο ἢ
τεμπέλικο, τότε τὸ ἄλλο βάζει περισσότερη δύναμη καὶ τραβάει, σβαρνίζει κατὰ κάποιον τρόπο καὶ τὸ ἄλλο. Εἶδες; Κοσμικοὶ ἄνθρωποι καὶ κάνουν δουλειὰ στὸν ἑαυτό τους. Ἐσεῖς ἐδῶ εἶστε ἀρχοντοποῦλες. Σκέψου μιὰ μητέρα νὰ ἔχη τέσσερα παιδιὰ καὶ τὸ ἕνα νὰ εἶναι καθυστερημένο, τὸ ἄλλο νὰ ἔχη ψυχοπάθεια, τὸ ἄλλο μεσογειακὴ ἀναιμία, τὸ ἄλλο νὰ γυρνάη τὰ μεσάνυχτα. Καὶ μὲ τὸν σύζυγο, ἀνάλογα μὲ τὸ τί ἄνθρωπος εἶναι, νὰ ἔχη ἡ καημένη ἄλλα βάσανα. Καὶ νὰ ὑπομένη τόσα καὶ τόσα καὶ νὰ μὴ μιλάη, νὰ πάη νὰ σκάση, νὰ μὴν ἔχη ποῦ νὰ πῆ τὸν πόνο της, γιατὶ καὶ μερικὰ πράγματα ἀπὸ τὴν οἰκογένεια δὲν μπορεῖ νὰ τὰ πῆ κανεὶς πιὸ πέρα. Μπορεῖ λ.χ. ὁ ἄνδρας νὰ σηκώνεται  νὰ φεύγη καὶ νὰ μὴν τῆς δίνη οὔτε διατροφή. Νὰ μὴν ἔχη χρήματα ἡ καημένη οὔτε τὸ νοίκι νὰ πληρώση, νὰ θέλουν νὰ τὴν βγάλουν ἀπὸ τὸ σπίτι. Νὰ ἀναγκάζεται νὰ ἐργάζεται ὁπουδήποτε, νὰ συναντᾶ κινδύνους, καὶ νὰ σοῦ λέη: «Κάνε προσευχὴ νὰ ἀπαλλαγῶ τοὐλάχιστον ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς κινδύνους»! Ἢ νὰ εἶναι μέθυσος ὁ ἄνδρας της καὶ νὰ μὴ δουλεύη, νὰ ἀναγκάζεται νὰ δουλεύη ἐκείνη, νὰ καθαρίζη  σκάλες  στὶς  πολυκατοικίες,  κι  ἐκεῖνος  νὰ  πηγαίνη  στὴν  ταβέρνα.  Νὰ ἔρχεται τὰ μεσάνυχτα μεθυσμένος, νὰ τὴν δέρνη καὶ νὰ τῆς ζητάη τὰ χρήματα ποὺ πῆρε ἢ νὰ πηγαίνη νὰ τὰ παίρνη μόνος του ἀπὸ τὰ ἀφεντικά της. Ἄχ, μαρτύριο εἶναι!

Καὶ καλά, μερικὲς γυναῖκες ἔχουν ἁμαρτίες καὶ ἐξοφλοῦν ἔτσι, ἀλλὰ εἶναι καὶ ἄλλες ποὺ δὲν ἔχουν ἁμαρτίες. Αὐτὲς ἔχουν καθαρὸ μισθὸ ἀπὸ τὴν ταλαιπωρία ποὺ περνοῦν. Γνωρίζω μιὰ μάνα ποὺ ἦταν ἕνα ἀγγελούδι, πολὺ καλὴ ψυχή, τὸ πιὸ καλό, τὸ πιὸ ἥσυχο παιδὶ ἀπὸ τὴν οἰκογένεια, καὶ σὲ τί στραβόξυλο ἔπεσε! Πῶς ξεγελάστηκαν οἱ δικοί της! Παντρεύτηκε ἕναν μέθυσο, ποὺ ἀπὸ μικρὸς ἦταν ἀλητάκι. Ὁ πατέρας του μεθοῦσε καὶ πῆρε καὶ αὐτὸς τὴν ἴδια συνήθεια. Νὰ ξενοδουλεύη ἡ καημένη, νὰ σκοτώνεται στὴν δουλειά, καὶ ἐκεῖνος νὰ τὴν δέρνη καὶ νὰ τὴν ἀπειλῆ μὲ τὸ μαχαίρι. Πόσες φορὲς τῆς λέει: «Θὰ σὲ σφάξω»! Καὶ νὰ φοβᾶται μὴν τὴν σφάξη! Μαρτύριο περνάει! Ἔχει καὶ τέσσερα παιδιά. Οἱ δικοί της ἔφθασαν σὲ σημεῖο νὰ τῆς λένε νὰ τὸν χωρίση, ἀλλὰ ἐκείνη τοὺς ἀπαντάει: «Λέω νὰ κάνω ἀκόμη ὑπομονή», καὶ κάνει ὑπομονή. Τὸ καταλαβαίνετε; Οὔτε Γεροντικὸ διάβασε οὔτε Συναξάρια, καὶ ὅμως κάνει ὑπομονή. «Καλά, τῆς εἶπα μιὰ φορά, τὰ παιδιὰ δὲν ἐπεμβαίνουν;». «Ἀκόμη εἶναι δεκαπέντε-δεκαέξι χρονῶν, μοῦ εἶπε. Ἂς πᾶνε στρατιῶτες, καὶ μετὰ θὰ τὸν περιλάβουν!». Δηλαδή, μέχρι νὰ πᾶνε στρατιῶτες τὰ παιδιά, νὰ τρώη ξύλο!


Ἡ ὑπομονὴ χαριτώνει τὸν ἄνθρωπο


– Γέροντα, πῶς μπορεῖς νὰ ἀντιμετωπίσης τὸν ἄλλον, ὅταν εἶναι νευριασμένος;
– Μὲ τὴν ὑπομονή!
– Καὶ ἂν δὲν ἔχης;
– Νὰ πᾶς νὰ ἀγοράσης! Πουλᾶνε στὰ σοῦπερ-μάρκετ!... Κοίταξε, ὅταν ὁ ἄλλος εἶναι μπουρινιασμένος, ὅ,τι καὶ νὰ τοῦ πῆς, δὲν γίνεται τίποτε. Καλύτερα ἐκείνη τὴν στιγμὴ νὰ σιωπήσης καὶ νὰ λὲς τὴν εὐχή. Μὲ τὴν εὐχὴ θὰ καλμάρη ὁ ἄλλος, θὰ

ἠρεμήση καὶ θὰ μπορέσης μετὰ νὰ συνεννοηθῆς μαζί του. Βλέπεις, καὶ οἱ ψαράδες δὲν
πᾶνε νὰ ψαρέψουν, ἂν δὲν ἔχη μπουνάτσα· κάνουν ὑπομονή, ὥσπου νὰ καλωσυνέψη
ὁ καιρός.
– Ποῦ ὀφείλεται, Γέροντα, ἡ ἀνυπομονησία τῶν ἀνθρώπων;
– Στὴν πολλή... ἐσωτερική τους εἰρήνη! Ὁ Θεὸς τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων τὴν κρέμασε στὴν ὑπομονή. «Ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος, σωθήσεται»1, λέει τὸ Εὐαγγέλιο. Γι᾿ αὐτὸ δίνει δυσκολίες, διάφορες δοκιμασίες, γιὰ νὰ ἀσκηθοῦν στὴν  ὑπομονὴ οἱ ἄνθρωποι.
Ἡ ὑπομονὴ ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν ἀγάπη. Γιὰ νὰ ὑπομείνης τὸν ἄλλον, πρέπει νὰ τὸν πονέσης. Καὶ βλέπω πῶς μὲ τὴν ὑπομονὴ σώζεται ἡ οἰκογένεια. Εἶδα θηρία νὰ γίνωνται ἀρνιά. Μὲ τὴν ἐμπιστοσύνη στὸν Θεὸ τὰ πράγματα ἐξελίσσονται ὁμαλὰ καὶ πνευματικά. Μιὰ φορά, ὅταν ἤμουν στὴν Μονὴ Στομίου, εἶχα δεῖ στὴν Κόνιτσα μιὰ γυναίκα ποὺ ἔλαμπε τὸ πρόσωπό της. Ἦταν μητέρα πέντε παιδιῶν. Μετὰ θυμήθηκα ποιά ἦταν. Ὁ ἄνδρας της ἦταν μαραγκὸς καὶ ἔπαιρνε πολλὲς φορὲς δουλειὲς μαζὶ μὲ τὸν μάστορά μου2. Μιὰ κουβέντα νὰ τοῦ ἔλεγαν οἱ νοικοκυραῖοι, λ.χ. «μαστρο-Γιάννη, μήπως  αὐτὸ  νὰ  τὸ  κάνουμε  ἔτσι;»,  γινόταν  θηρίο.  «Ἐμένα  θὰ  μοῦ  κάνης  τὸν δάσκαλο;», τοὺς ἔλεγε. Ἔσπαζε τὰ ἐργαλεῖα του, τὰ πετοῦσε καὶ ἔφευγε. Ἀφοῦ παρατοῦσε τὴν δουλειά του καὶ τὰ ἔσπαζε ὅλα σὲ ξένα σπίτια, καταλαβαίνεις στὸ σπίτι του τί ἔκανε! Αὐτὴ λοιπὸν ἦταν τοῦ μαστρο-Γιάννη ἡ γυναίκα. Μὲ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο δὲν μποροῦσες μία μέρα νὰ καθήσης, καὶ αὐτὴ χρόνια ζοῦσε μαζί του. Κάθε μέρα περνοῦσε μαρτύριο, καὶ ὅμως ὅλα τὰ ἀντιμετώπιζε μὲ πολλὴ καλωσύνη καὶ ἔκανε ὑπομονή. Ἐπειδὴ ἤξερα τὴν κατάσταση στὸ σπίτι, ὅταν τὴν συναντοῦσα, τὴν ρωτοῦσα: «Τί κάνει ὁ κυρ-Γιάννης; Δουλεύει;». «Ἔ, πότε δουλεύει, πότε κάθεται λιγάκι!». «Πῶς τὰ περνᾶτε;». «Πολὺ καλά, Πάτερ!», μοῦ ἔλεγε. Καὶ τὸ ἔλεγε μὲ τὴν καρδιά της. Δὲν ὑπολόγιζε ποὺ ἔσπαζε τὰ ἐργαλεῖα του – καὶ ἀξίας ἐργαλεῖα – οὔτε ποὺ ἀναγκαζόταν ἡ καημένη νὰ ξενοδουλεύη, γιὰ νὰ τὰ βγάλουν πέρα. Βλέπετε μὲ πόση ὑπομονή, μὲ πόση καλωσύνη καὶ μὲ πόση ἀρχοντιὰ τὰ ἀντιμετώπιζε ὅλα! Οὔτε τὸν κατηγοροῦσε καθόλου! Γι᾿ αὐτὸ ὁ Θεὸς τὴν χαρίτωσε καὶ ἔλαμπε τὸ πρόσωπό της. Μεγάλωσε καὶ τὰ πέντε παιδιά της καὶ ἔγιναν πολὺ καλὰ παιδιά. Μπόρεσε καὶ κράτησε καὶ τὰ παιδιά της.
– Γέροντα, πῶς μποροῦσε νὰ δικαιολογῆ τὸν ἄνδρα της;
  Μὲ  ἕναν  καλὸ  λογισμό:  «Ἄνδρας  μου  εἶναι,  ἔλεγε,  θὰ  πῆ  καὶ  καμμιὰ
κουβέντα. Καὶ ἐγώ, ἂν ἤμουν στὴν θέση του, μπορεῖ νὰ ἔκανα τὰ ἴδια». Ἐφήρμοζε τὸ Εὐαγγέλιο, γι᾿ αὐτὸ ὁ Θεὸς ἔστελνε τὴν θεία Χάρη Του. Καὶ ἂν κοσμικοὶ ἄνθρωποι κάνουν ὑπομονὴ καὶ χαριτώνωνται, πόσο μᾶλλον πρέπει νὰ κάνουμε ὑπομονὴ ἐμεῖς οἱ μοναχοί, ποὺ ἔχουμε ὅλες τὶς προϋποθέσεις, ὅλες τὶς δυνατότητες γιὰ πνευματικὴ ζωή!
Ὅπως ἔχω καταλάβει, τὰ μεγαλύτερα σκάνδαλα, ὄχι μόνο στὶς οἰκογένειες
ἀλλὰ καὶ στὰ κράτη, γίνονται ἀπὸ τιποτένια πράγματα. Στὴν οἰκογένεια πρέπει ὁ ἕνας νὰ ταπεινώνεται στὸν ἄλλον, νὰ μιμῆται τὶς ἀρετές του, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀνέχεται τὶς ἰδιοτροπίες του. Γιὰ μιὰ τέτοια ἀντιμετώπιση πολὺ βοηθάει νὰ σκέφτεται κανεὶς ὅτι      Χριστὸς   θυσιάσθηκε   γιὰ   τὶς   ἁμαρτίες   μας   καὶ   μᾶς   ἀνέχεται   ὅλους,
δισεκατομμύρια   ἀνθρώπους,   ἂν   καὶ   εἶναι   ἀναμάρτητος      ἐνῶ   ἐμεῖς,   ὅταν
ταλαιπωρούμαστε   ἀπὸ   τὶς   ἰδιοτροπίες   τῶν   ἄλλων,   ἐξοφλοῦμε   ἁμαρτίες.   Τὰ οἰκονομάει ἔτσι ὁ Καλὸς Θεός, ὥστε ὁ ἕνας, μὲ τὸ χάρισμα ποὺ ἔχει, νὰ βοηθάη τὸν ἄλλον, καί, μὲ τὸ κουσούρι ποὺ ἔχει, νὰ ταπεινώνεται στὸν ἄλλον. Γιατὶ ὁ κάθε ἄνθρωπος ἔχει τὰ χαρίσματά του, ἀλλὰ ἔχει καὶ μερικὰ κουσούρια καὶ πρέπει νὰ ἀγωνίζεται νὰ τὰ κόψη.
Ἔδωσα ἕνα ξεσκόνισμα σὲ κάποιον! Νὰ δῆτε ὑπακοὴ ποὺ τοῦ κάνει ἡ γυναίκα
του, ἂν καὶ ἔχει πολλὲς ἱκανότητες! Μπροστά της ἐκεῖνος εἶναι ἕνα παιδί. Αὐτή, μὲ τὴν ὑπακοὴ ποὺ κάνει, συνέχεια δέχεται, ἀποθηκεύει, θεία Χάρη, ἐνῶ ἐκεῖνος μὲ τὸν ἐγωισμό του συνέχεια διώχνει τὴν θεία Χάρη καὶ ἀδειάζει. Τελικὰ ποιός εἶναι κερδισμένος; Βλέπεις, τὸ μυστικὸ εἶναι ἡ ταπείνωση. Ὅλη ἡ βάση ἐκεῖ εἶναι. Ὑπακοή, ταπείνωση. Ἂν ἐκεῖνος ἀναγνώριζε τὴν ἀδυναμία του καὶ ζητοῦσε βοήθεια ἀπὸ τὸν Θεό, θὰ ἐρχόταν καὶ σ᾿ αὐτὸν ἡ θεία Χάρις.


Ἡ πιστὴ σύζυγος


– Γέροντα, μιὰ γυναίκα τὴν ἐγκατέλειψε ὁ ἄνδρας της, πῆρε καὶ τὸ παιδί, καὶ ἔχει σχέσεις μὲ δύο ἄλλες γυναῖκες. Μὲ ρώτησε τί νὰ κάνη.
– Νὰ τῆς πῆς, ὅσο μπορεῖ, νὰ κάνη ὑπομονή, προσευχή, καὶ νὰ φέρεται μὲ
καλωσύνη. Νὰ περιμένη· νὰ μὴ διαλύση τὸν γάμο ἡ ἴδια. Κάποιος περιφρονοῦσε τὴν γυναίκα του, τὴν κακομεταχειριζόταν, καὶ αὐτὴ τὰ ἀντιμετώπιζε ὅλα μὲ ὑπομονὴ καὶ καλωσύνη, μέχρι ποὺ πέθανε σχετικὰ νέα. Ὅταν ἔκαναν τὴν ἐκταφή της, βγῆκε ἀπὸ τὸν τάφο μία εὐωδία. Ἀπόρησαν ὅσοι βρίσκονταν ἐκεῖ. Βλέπετε, αὐτὴ ἀντιμετώπιζε τὰ πάντα μὲ ὑπομονὴ σ᾿ αὐτὴν τὴν ζωή, γι᾿ αὐτὸ δικαιώθηκε στὴν ἄλλη ζωή.
Ἔχω  ὑπ᾿  ὄψιν   μου   καὶ   μιὰ  ἄλλη  περίπτωση.   Ἕνα  κοσμικὸ  παιδὶ   εἶχε
συμπαθήσει μιὰ κοπέλα ποὺ ζοῦσε πνευματικά. Γιὰ νὰ τὸν συμπαθήση καὶ ἡ κοπέλα, προσπαθοῦσε νὰ ζῆ κι αὐτὸς πνευματικά, ἐκκλησιαζόταν κ.λπ. Τελικὰ παντρεύτηκαν. Μετὰ ὅμως ἀπὸ χρόνια ἐκεῖνος ἄρχισε πάλι τὴν κοσμικὴ ζωή. Ἐνῶ εἶχαν καὶ μεγάλα παιδιὰ – ἕνα ἀγόρι στὸ πανεπιστήμιο καὶ δύο κοπέλες, μία στὸ λύκειο καὶ μία στὸ γυμνάσιο – αὐτὸς συνέχιζε νὰ ζῆ ἄσωτα. Εἶχε μιὰ μεγάλη ἐπιχείρηση καὶ ἔβγαζε πολλὰ χρήματα, ἀλλὰ τὰ περισσότερα τὰ ξόδευε μὲ τὴν ἄσωτη ζωή του. Ἡ καημένη ἡ σύζυγός του κρατοῦσε τὸ σπίτι μὲ τὴν οἰκονομία ποὺ ἔκανε καὶ τὰ παιδιά της μὲ τὶς συμβουλές της. Δὲν  κατηγοροῦσε τὸν πατέρα τους, γιὰ νὰ μὴν  τὸν σιχαθοῦν καὶ τραυματισθοῦν,  ἀλλὰ  καὶ  γιὰ νὰ μὴν  παρασυρθοῦν.  Τὰ βράδια  ποὺ γύριζε ἀργά, εὔκολα τὸν δικαιολογοῦσε, λέγοντας στὰ παιδιὰ ὅτι ἔχει δουλειές, ἀλλὰ τὸ μεσημέρι ποὺ πήγαινε στὸ σπίτι μὲ κάποια φιλενάδα του, τί νὰ ἔλεγε; Γιατί, τί ἔκανε ὁ ἀθεόφοβος αὐτὸς ἄνθρωπος; – ἂν καὶ δὲν ἀξίζει νὰ τὸν λέη κανεὶς ἄνθρωπο, ἐπειδὴ δὲν εἶχε καθόλου ἀνθρωπιά. Τηλεφωνοῦσε στὴν γυναίκα του νὰ τοῦ ἑτοιμάση τὰ φαγητὰ ποὺ ἐπιθυμοῦσε καὶ ἐρχόταν τὸ μεσημέρι μὲ κάποια ἀπὸ τὶς φιλενάδες του γιὰ φαγητό. Ἡ καημένη ἡ μάνα, γιὰ νὰ μὴν μποῦν σὲ ἄσχημους λογισμοὺς τὰ παιδιά της, τοὺς καλοδεχόταν. Ἔδινε τὴν ἐντύπωση ὅτι εἶναι δική της φίλη καὶ πέρασε ὁ σύζυγός της ἀπὸ τὸ σπίτι της καὶ τὴν ἔφερε στὸ σπίτι τους μὲ τὸ αὐτοκίνητό του. Ἔστελνε μὲ τρόπο τὰ παιδιὰ στὰ δωμάτιά τους, γιὰ νὰ διαβάσουν, γιατὶ φοβόταν μήπως  δοῦν  καμμιὰ  ἄσχημη  σκηνή,  ἐπειδὴ  δυστυχῶς  αὐτὸς  δὲν  πρόσεχε,  ἀλλὰ  ἀσχημονοῦσε καὶ μέσα στὸ σπίτι. Αὐτὸ γινόταν κάθε μεσημέρι καὶ κάθε τόσο τῆς κουβαλοῦσε καὶ ἄλλο πρόσωπο. Ἀφοῦ τὰ παιδιὰ ἔφθασαν νὰ λένε στὴν μητέρα τους: «Πόσες φίλες ἔχεις, μαμά;». «Γνωριζόμασταν ἀπὸ παλιά», τοὺς ἔλεγε ἐκείνη. Ἐν τῷ μεταξὺ αὐτὸς τὴν εἶχε τὴν καημένη χειρότερα καὶ ἀπὸ ὑπηρέτρια, διότι τῆς φερόταν μὲ πολλὴ βαρβαρότητα. Σκεφθῆτε τώρα, αὐτὴ ἡ μάνα κάθε μέρα νὰ ὑπηρετῆ δύο κτήνη, ποὺ ἀτίμαζαν τὸ σπίτι, καὶ νὰ βάζη συνέχεια καλοὺς λογισμοὺς στὰ παιδιά της. Καὶ δὲν εἶναι ὅτι ἤξερε πὼς τὸ θέμα αὐτὸ θὰ λήξη ἔπειτα ἀπὸ ἕνα διάστημα, ὥστε νὰ πῆ: «θὰ κάνω ὑπομονὴ» καὶ νὰ ἔχη καὶ λίγη παρηγοριά. Αὐτὴ ἡ κατάσταση συνεχίστηκε ἀρκετὰ χρόνια. Ἐπειδὴ ὅμως εἶχε δώσει ὁ ταλαίπωρος πολλὰ δικαιώματα στὸν διάβολο, ἑπόμενο ἦταν νὰ δέχεται φοβερὲς δαιμονικὲς ἐπιδράσεις. Ἦταν σὰν τρελλός, δὲν ἤλεγχε τὸν ἑαυτό του, ὅλα τοῦ ἔφταιγαν. Μιὰ μέρα λοιπόν, ὅπως ἔτρεχε μὲ τὸ αὐτοκίνητό του, καθὼς ἦταν μεθυσμένος ἀπὸ τὴν σαρκικὴ μέθη, ξέφυγε ἀπὸ τὸν δρόμο καὶ ἔπεσε σὲ ἕναν γκρεμό. Τὸ αὐτοκίνητο διαλύθηκε καὶ αὐτὸς τραυματίστηκε σοβαρά. Τὸν μετέφεραν στὸ νοσοκομεῖο καὶ ὕστερα ἀπὸ μιὰ σχετικὴ νοσηλεία τὸν πῆγαν στὸ σπίτι σακατεμένο. Καμμιὰ φιλενάδα του δὲν τὸν πλησίασε, γιατὶ δὲν εἶχε πιὰ οὔτε πολλὰ χρήματα, ἀλλὰ καὶ τὸ πρόσωπό του ἦταν παραμορφωμένο. Ἡ καλὴ σύζυγος ὅμως καὶ καλὴ μάνα τὸν περιποιόταν μὲ πολλὴ καλωσύνη, χωρὶς νὰ τοῦ θυμίζη τίποτε ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή του. Αὐτὸ πολὺ τὸν συγκλόνισε καὶ τὸν ἀλλοίωσε πνευματικά. Μετανόησε εἰλικρινά, ζήτησε καὶ ἐξομολογήθηκε,  ἔζησε  λίγα  χρόνια  χριστιανικά,  μὲ  ἐσωτερικὴ  εἰρήνη,  καὶ ἀναπαύθηκε ἐν Κυρίῳ. Μετὰ τὸν θάνατό του τὸ ἀγόρι ἀνέλαβε τὴν δουλειά του καὶ συντηροῦσε τὴν οἰκογένεια. Ζοῦσαν ἀγαπημένα τὰ παιδιά, γιατὶ εἶχαν πάρει καλὲς ἀρχὲς ἀπὸ τὴν καλὴ μάνα. Αὐτὴ ἡ μάνα ἦταν ἡρωίδα. Ἤπιε ὅλα τὰ φαρμάκια, γιὰ νὰ μὴ διαλυθῆ ἡ οἰκογένειά της καὶ πικραθοῦν τὰ παιδιά της, κράτησε τὴν οἰκογένεια σωστά, ἔσωσε καὶ τὸν ἄνδρα της, ἀποταμίευσε καὶ αὐτὴ οὐράνιο μισθό. Ὁ Θεὸς αὐτὴν τὴν γυναίκα θὰ τὴν βάλη στὴν καλύτερη θέση στὸν Παράδεισο.


Τὰ παιδιὰ τῶν διαλυμένων οἰκογενειῶν


– Γέροντα, ὅταν ὁ ἄνδρας ἔχη κάποιο πάθος, ἀναγνωρίζη ὅτι φταίει, ἐξομολογῆται κ.λπ., ἀλλὰ δέχεται ἀκόμη ἐπιδράσεις καὶ λέη στὴν γυναίκα του: «σᾶς παιδεύω, κι ἐσένα καὶ τὰ παιδιά· καλύτερα νὰ φύγω, νὰ σᾶς στέλνω χρήματα ἀπὸ μακριά, γιὰ νὰ μὴν ταλαιπωρῆσθε», τί πρέπει νὰ κάνη ἡ γυναίκα;
– Ἂν ὁ ἄνδρας νιώθη πράγματι ἔτσι ὅπως λέει, αὐτὸ δείχνει ὅτι ἔχει πολὺ
φιλότιμο καὶ ἡ γυναίκα πρέπει νὰ κάνη ὑπομονή. Ὅμως καλὸ εἶναι νὰ μὴν πιστεύη εὔκολα αὐτὰ ποὺ ἀκούει· νὰ βλέπη βαθύτερα. Γιατὶ καμμιὰ φορὰ μπορεῖ ὁ ἄνδρας νὰ λέη δῆθεν ἀπὸ ἀρχοντιά: «νὰ φύγω, νὰ μὴ σᾶς παιδεύω», ἐνῶ θέλει στὰ ἀλήθεια νὰ φύγη, γιατὶ ἔχει μπλέξει μὲ ἄλλη.
Σήμερα ὁ γάμος, ὅπως κατήντησε, ἔχει χάσει τὸ νόημά του. Διαλύονται οἰκογένειες στὰ καλὰ καθούμενα. Ἦρθε τὶς προάλλες στὸ Καλύβι κάποιος τελείως ζαλισμένος. Εἶχε δύο παιδιὰ ἀπὸ μία φιλενάδα. Παντρεύτηκε μία ἄλλη, ἔκανε ἕνα παιδὶ καὶ τὴν χώρισε. Μετὰ ξαναπαντρεύτηκε κάποια ἄλλη, ἡ ὁποία ἦταν χωρισμένη καὶ εἶχε δύο παιδιὰ ἀπὸ τὸν πρῶτο γάμο της καὶ ἕνα παιδὶ ἀπὸ ἕναν φίλο. Ἔκανε καὶ μ᾿ αὐτὴν ἄλλα δύο. «Γιά βάστα, τοῦ λέω, ἀπὸ πόσες μανάδες εἶναι αὐτὰ τὰ παιδιὰ καὶ ἀπὸ πόσους πατεράδες;».

Ἔτσι καταστρέφονται τὰ ταλαίπωρα τὰ παιδιά. Ὅσα εἶναι εὐαίσθητα καὶ δὲν
μποροῦν  νὰ  ξεπεράσουν  τὴν  στενοχώρια,  ἀπελπίζονται  καὶ  μερικὰ  αὐτοκτονοῦν.
Ἄλλα πίνουν, γιὰ νὰ ξεχνοῦν, ἄλλα μπλέκονται μὲ τὰ ναρκωτικά. Ποῦ τὰ βρίσκουν τὰ χρήματα; Ἡ πιὸ μικρὴ δόση ἡρωίνης στοιχίζει τέσσερις χιλιάδες δραχμές. Ἡ μεγάλη ἕξι    ἑπτὰ  χιλιάδες3.  Καὶ  αὐτὰ  τὰ  παιδιὰ  εἶναι  ἀπὸ  τὰ  ζωηρὰ  τῆς  προηγούμενης γενιᾶς. Τὰ ἄλλα ἀπὸ τὸ αὐτόματο διαζύγιο, ποὺ εἶναι ἀκόμη μικρά, τί θὰ γίνουν; Φέτος τὸ καλοκαίρι πόσα παιδιὰ πέρασαν ἀπὸ τὸ Καλύβι ποὺ ἔπαιρναν ναρκωτικά! Τὰ περισσότερα, τὰ κακόμοιρα, ἦταν ἀπὸ διαλυμένες οἰκογένειες. Νὰ βρίσκωνται σὲ τέτοια κατάσταση στὴν ἡλικία τῶν εἴκοσι ἑπτὰ ἐτῶν καὶ νὰ ζητοῦν βοήθεια! Καὶ νὰ δῆς, τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὶς διαλυμένες οἰκογένειες φαίνονται ἀπὸ μακριά. Στὸ Καλύβι ἔχω τὰ λουκούμια ἔξω. Ὅταν ἔρχωνται, πρὶν προλάβουν νὰ φᾶνε τὸ λουκούμι, τρέχουν νὰ μὲ φιλήσουν. Μὲ κάνουν μὲ τὴν ζάχαρη χάλια! Τοὺς ἔχει λείψει ἡ ἀγάπη, ἡ στοργή. Αὐτὰ τὰ παιδιὰ εἴτε ἔχουν τὰ καημένα γονεῖς, εἴτε δὲν ἔχουν, τὸ ἴδιο τοὺς εἶναι. Εἴτε ἔρχεται ὁ πατέρας στὸ σπίτι, εἴτε φεύγει, εἴτε εἶναι ἐκεῖ, εἴτε δὲν εἶναι, τὸ ἴδιο τοὺς κάνει.


Τὸ «φταίξιμο» καὶ τὸ «δίκαιο» τῶν συζύγων


Ἔχω παρατηρήσει ὅτι μερικοὶ Πνευματικοὶ λένε στοὺς ἄνδρες ποὺ ἔχουν προβλήματα μὲ τὶς γυναῖκες τους: «Κάνε ὑπομονή, αὐτὸς εἶναι ὁ σταυρός σου. Τί νὰ κάνουμε; Θὰ ἔχης μισθὸ ἀπὸ τὸν Θεό». Πᾶνε μετὰ οἱ γυναῖκες καὶ λένε καὶ σ᾿ αὐτές:
«Κάνε ὑπομονή, γιὰ νὰ ἔχης μισθὸ ἀπὸ τὸν Θεό». Δηλαδὴ μπορεῖ νὰ φταῖνε καὶ οἱ δύο καὶ νὰ λέη καὶ στοὺς δύο ὁ Πνευματικός: «Κάνε ὑπομονή». Ἢ μπορεῖ νὰ φταίη ὁ ἕνας καὶ νὰ τοῦ λέη ὁ Πνευματικός: «Κάνε ὑπομονή». Ὁπότε αὐτὸς ποὺ φταίει ἀναπαύει τὸν λογισμό του ὅτι ἀνέχεται τὸν ἄλλον, ἐνῶ κάθε μέρα τὸν σκάζει.
Μιὰ φορὰ ἦρθε στὸ Καλύβι κάποιος καὶ μοῦ εἶπε ὅτι εἶχε προβλήματα μὲ τὴν γυναίκα του. Πήγαιναν γιὰ χωρισμό. Δὲν ἤθελε νὰ δῆ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Ἦταν καὶ οἱ δύο  δάσκαλοι,  εἶχαν  καὶ  δύο  παιδάκια.  Δὲν  ἔτρωγαν  ποτὲ  στὸ  σπίτι.  Σὲ  ἄλλο ἑστιατόριο ἔτρωγε ὁ ἕνας μετὰ τὸ σχολεῖο, σὲ ἄλλο ὁ ἄλλος, καὶ ἀγόραζαν καὶ κάτι σάντουϊτς, γιὰ νὰ φᾶνε τὰ παιδιά. Τὰ καημένα, ὅταν οἱ γονεῖς γύριζαν στὸ σπίτι, πήγαιναν καὶ ἔψαχναν στὶς τσέπες καὶ στὶς τσάντες τους, γιὰ νὰ δοῦν τί τοὺς ἔφεραν ἀπ᾿ ἔξω νὰ φᾶνε. Περνοῦσαν μεγάλο δράμα! Αὐτὸς ἔκανε καὶ τὸν ψάλτη. Σὲ ἄλλη ἐκκλησία πήγαινε ἡ γυναίκα του, σὲ ἄλλη ἔψαλλε αὐτός. Τόσο πολύ! «Τί νὰ κάνω, Πάτερ, μοῦ λέει, σηκώνω μεγάλο σταυρό, πολὺ μεγάλο. Κάθε μέρα ἔχουμε φασαρίες στὸ σπίτι». «Πῆγες στὸν Πνευματικό;», τὸν ρωτάω. «Ναί, πῆγα, μοῦ λέει, καὶ μοῦ εἶπε: "Ὑπομονὴ νὰ κάνης· σηκώνεις μεγάλο σταυρό"». «Γιά νὰ δῶ, τοῦ λέω, ποιός σηκώνει μεγάλο σταυρό. Νὰ πάρουμε τὰ πράγματα ἀπὸ τὴν ἀρχή. Ὅταν παντρευτήκατε, μαλώνατε ἔτσι;». «Ὄχι, μοῦ λέει. Ὀκτὼ χρόνια ἤμασταν πολὺ ἀγαπημένοι. Λάτρευα τὴν γυναίκα μου περισσότερο ἀπὸ τὸν Θεό! Μετὰ ἐκείνη ἄλλαξε. Ἔγινε γκρινιάρα, ἰδιότροπη...». Ἀκοῦς; Τὴν λάτρευε περισσότερο ἀπὸ τὸν Θεό! «Ἔλα ἐδῶ, τοῦ λέω. Λάτρευες τὴν γυναίκα σου περισσότερο ἀπὸ τὸν Θεό! Ἡ γυναίκα σου φταίει τώρα ἢ ἐσύ, ποὺ φθάσατε σ᾿ αὐτὴν τὴν κατάσταση; Ἐξ αἰτίας σου πῆρε τὴν Χάρη Του ὁ Θεὸς
ἀπὸ τὴν γυναίκα σου. Καὶ τί σκέφτεσαι νὰ κάνης τώρα;», τὸν ρωτάω. «Μᾶλλον νὰ
χωρίσουμε», μοῦ λέει. «Μήπως ἔμπλεξες καὶ μὲ καμμιὰ ἄλλη;». «Ναί, ἔχω ὑπ᾿ ὄψιν
μου κάποια», μοῦ λέει. «Βρέ, δὲν καταλαβαίνεις ὅτι ἐσὺ εἶσαι ὁ φταίχτης; Νὰ ζητήσης πρῶτα συγχώρεση ἀπὸ τὸν Θεό, γιατὶ λάτρευες τὴν γυναίκα σου περισσότερο ἀπὸ Ἐκεῖνον. Μετὰ νὰ πᾶς νὰ ζητήσης συγχώρεση ἀπὸ τὴν γυναίκα σου. "Νὰ μὲ συγχωρέσης, νὰ τῆς πῆς, ἐγὼ ἔγινα αἰτία νὰ δημιουργηθῆ αὐτὴ ἡ κατάσταση στὸ σπίτι καὶ νὰ ταλαιπωροῦνται καὶ τὰ παιδιά". Ἔπειτα νὰ πᾶς νὰ ἐξομολογηθῆς καὶ νὰ λατρεύης τὸν Θεὸ σὰν Θεὸ καὶ νὰ ἀγαπᾶς τὴν γυναίκα σου σὰν γυναίκα σου, καὶ θὰ δῆς, τὰ πράγματα θὰ πᾶνε καλά». Τὸν τράνταξα. Ἄρχισε νὰ κλαίη. Μοῦ ὑποσχέθηκε πὼς θὰ μὲ ἀκούση. Ἦρθε μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ χαρούμενος. «Σ᾿ εὐχαριστῶ, Πάτερ, μᾶς ἔσωσες, μοῦ λέει. Εἴμαστε μιὰ χαρά, κι ἐμεῖς καὶ τὰ παιδιά μας». Βλέπεις; Νὰ εἶναι αὐτὸς ὁ φταίχτης καὶ νὰ νομίζη κιόλας ὅτι σηκώνει πολὺ μεγάλο σταυρό!
Κι ἐσεῖς ποτὲ νὰ μὴ δικαιολογῆτε τὶς γυναῖκες ποὺ ἔρχονται καὶ σᾶς κάνουν παράπονα γιὰ τοὺς ἄνδρες. Ἐγὼ οὔτε τοὺς ἄνδρες δικαιολογῶ οὔτε τὶς γυναῖκες, ἀλλὰ τοὺς  προβληματίζω.  Μοῦ  λέει,  ἂς  ὑποθέσουμε,    γυναίκα:  «Ὁ  ἄνδρας  μου  πίνει, γυρίζει στὸ σπίτι ἀργὰ τὸ βράδυ, βρίζει...». «Κοίταξε, τῆς λέω, ὅταν γυρίζη στὸ σπίτι τὴν νύχτα μεθυσμένος, νὰ τοῦ φέρεσαι μὲ καλωσύνη. Ἂν ἀρχίζης ἐσὺ καὶ γκρινιάζης "γιατί ἄργησες; τί ὥρα εἶναι αὐτὴ ποὺ ἦρθες; δὲν θὰ ἀλλάξης ἐπιτέλους; τί κατάσταση εἶναι αὐτή; δὲν εἶναι μιὰ μέρα, δὲν εἶναι δύο, πόσο θὰ κάνω ὑπομονή;" καὶ κατεβάζης τὰ μοῦτρα, ὁ διάβολος θὰ τοῦ πῆ: "Βρέ, χαμένος εἶσαι ποὺ κάθεσαι μ᾿ αὐτὴν τὴν χαζή! Δὲν πᾶς νὰ γλεντᾶς μὲ καμμιὰ ἄλλη;". Μπορεῖ νὰ ἔχης δίκαιο, ἀλλὰ ὁ διάβολος θὰ τὸν μπλέξη ἀλλοῦ. Ἐνῶ, ὅταν ἐσὺ τοῦ φερθῆς μὲ καλωσύνη καὶ κάνης λίγη ὑπομονὴ καὶ προσευχή, χωρὶς νὰ παραπονῆσαι γιὰ τὸ τί κάνει ἐκεῖνος, θὰ δῆ λίγο λιακάδα, θὰ προβληματισθῆ καὶ θὰ διορθωθῆ». Ἔρχεται μετὰ ὁ ἄνδρας καὶ μοῦ λέει: «Ἡ γυναίκα μου γκρινιάζει, φωνάζει». «Βρέ, σὲ περιμένουν τὰ παιδιὰ καὶ ἡ φουκαριάρα ἡ γυναίκα σου μὲ λαχτάρα μέχρι τὰ μεσάνυχτα, τοῦ λέω, κι ἐσὺ γυρνᾶς στὸ σπίτι μεθυσμένος καὶ  ἀρχίζεις νὰ βρίζης!  Εἶναι  ντροπή!  Γιὰ νὰ βασανίζης τὴν  οἰκογένεια παντρεύτηκες;».
Ὑπάρχουν καὶ περιπτώσεις ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχη καὶ ὁ ἕνας καὶ ὁ ἄλλος δίκαιο. Κάποτε  ἔλεγα  σὲ  μιὰ  συντροφιὰ  πόσο  ἁγνὸς  ἦταν    Μακρυγιάννης.  Εἶχε  καὶ σωματικὴ καὶ ψυχικὴ ἁγνότητα. Ὁπότε πετάγεται κάποιος καὶ μοῦ λέει: «Ὄχι, νὰ θέλουν νὰ παρουσιάσουν τὸν Μακρυγιάννη καὶ γιὰ ἅγιο!». «Γιατί ὄχι;», τὸν ρωτάω.
«Γιατὶ ἔδερνε τὴν γυναίκα του», μοῦ ἀπαντάει. «Κοίταξε νὰ σοῦ πῶ τί συνέβαινε: Ὁ Μακρυγιάννης, ὅταν τύχαινε νὰ ἔχη κανένα τάλληρο καὶ ἐρχόταν καμμιὰ χήρα ποὺ εἶχε παιδιά, τῆς τὸ ἔδινε. Ἡ γυναίκα του, ἡ καημένη, γκρίνιαζε. "Μὰ κι ἐσὺ παιδιὰ ἔχεις, τοῦ ἔλεγε, γιατί τὸ ἔδωσες;". Κι ἐκεῖνος τῆς ἔδινε κανένα μπάτσο καὶ τῆς ἔλεγε. "Ἐσὺ ἔχεις τὸν ἄνδρα σου ποὺ θὰ σὲ οἰκονομήση. Αὐτὴ ἡ καημένη δὲν ἔχει ἄνδρα, ποιός θὰ τὴν οἰκονομήση;". Δηλαδὴ καὶ οἱ δύο εἶχαν δίκαιο».
Ὕστερα, ἂν ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο συζύγους ζῆ πνευματικά, τότε καὶ δίκαιο νὰ ἔχη, δὲν ἔχει κατὰ κάποιον τρόπο δίκαιο. Γιατί, σὰν πνευματικὸς ἄνθρωπος ποὺ εἶναι, πρέπει νὰ ἀντιμετωπίση μία ἀδικία πνευματικά. Νὰ τὰ ἀντιμετωπίζη δηλαδὴ ὅλα μὲ τὴν θεία δικαιοσύνη, νὰ βλέπη τί ἀναπαύει τὸν ἄλλον. Γιατί, ἂν μιὰ ψυχὴ εἶναι ἀδύνατη καὶ σφάλλη, ἔχει κατὰ κάποιον τρόπο ἐλαφρυντικά. Ὁ ἄλλος ὅμως, ποὺ εἶναι σὲ καλύτερη πνευματικὴ κατάσταση καὶ δὲν δείχνει κατανόηση, σφάλλει πολὺ περισσότερο.  Ὅταν  καὶ  οἱ  πνευματικοὶ  ἄνθρωποι  ἀντιμετωπίζουν  τὰ  πράγματα κοσμικά,  μὲ τὴν  κοσμική,  τὴν  ἀνθρώπινη,  δικαιοσύνη,  τί  γίνεται  μετά;  Πρέπει  νὰ
πηγαίνουν συνέχεια στὰ κοσμικὰ δικαστήρια. Γι᾿ αὐτὸ καὶ βασανίζονται οἱ ἄνθρωποι.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

1 Ματθ. 10, 22.
2 Ὁ Γέροντας ὡς λαϊκὸς εἶχε μάθει τὴν τέχνη τοῦ μαραγκοῦ.
3 Εἰπώθηκε τὸ 1990.



Εισαγωγή στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το Βιβλίο :

ΛΟΓΟΙ Δ΄ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΖΩΗ ΓΕΡΟΝΤΟΣ  ΠΑΪΣΙΟΥ  ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

© Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον Μοναζουσῶν

«Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος»
Η ηλεκτρονική επεξεργασία  μορφοποίηση  κειμένου  και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β

Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο

©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

 http://www.alavastron.net/









Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |