Ξέρετε τί μοῦ εἶπε μιὰ φορὰ ἕνας ἀρχιμανδρίτης σὲ ἕνα τραπέζι ποὺ μᾶς εἶχαν κάνει; Ἐγὼ δὲν μποροῦσα νὰ βιάσω τὸν ἑαυτό μου νὰ φάω περισσότερο ἀπὸ ὅσο ἔτρωγα καὶ ἐκεῖνος τὸ πρόσεξε καὶ μοῦ εἶπε: «Ὅποιος φθείρει τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ, "φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός"»2! «Μήπως τὸ πῆρες ἀνάποδα; τοῦ λέω. Στὴν ἄσκηση ἀναφέρεται αὐτὸ ἢ στὴν ἀσωτία; Τὸ χωρίο ἐννοεῖ αὐτοὺς ποὺ φθείρουν, ποὺ καταστρέφουν τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἀσωτία, μὲ τὶς καταχρήσεις· δὲν ἐννοεῖ αὐτοὺς ποὺ κάνουν ἄσκηση ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστό». Καὶ βλέπεις, ἀνέπαυε τὸν λογισμό του καὶ ἔλεγε: «Πρέπει νὰ τρῶμε, γιὰ νὰ μὴ φθείρουμε τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ»! Κάποιος ἄλλος, μετὰ ἀπὸ μιὰ ἐπίσκεψή του σὲ κάποια Μονή, μοῦ εἶπε: «Πῆγα σὲ ἕνα μοναστήρι καὶ οἱ καλόγεροι ἀρρώστησαν ἀπὸ τὴν πολλὴ νηστεία ποὺ ἔκαναν. Τὰ ἀσκιὰ μὲ τὸ λάδι ἦταν ἄθικτα. Αὐτὰ κάνουν, Πάτερ μου, ἡ νηστεία καὶ ἡ ἀγρυπνία»! Τί νὰ πῆς; Τέτοιοι ἄνθρωποι θέλουν νὰ μὴ στερηθοῦν τίποτε. Τρῶνε τὸ φαγητό τους, τὸ φροῦτο τους, τὸ γλυκό τους καὶ ἔπειτα, γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τὸν ἑαυτό τους, κατηγοροῦν τοὺς ἄλλους ποὺ κάνουν ἄσκηση. Δὲν ἔχουν αἰσθανθῆ τὴν πνευματικὴ χαρὰ τῆς ἀσκήσεως. Σοῦ λέει ὁ ἄλλος: «Πρέπει νὰ πιῶ τόσα ποτήρια γάλα. Θὰ νηστέψω τὴν Σαρακοστή, ἀλλὰ μετὰ θὰ τὰ συμπληρώσω, γιατὶ πρέπει νὰ πάρω τόσο λεύκωμα». Δὲν εἶναι ὅτι τὸ ἔχει ἀνάγκη ὁ ὀργανισμός του, ἀλλὰ λέει ὅτι τὸ δικαιοῦται καὶ ἀναπαύει τὸν λογισμό του ὅτι εἶναι ἐντάξει, ὅτι δὲν εἶναι ἁμαρτία. Μὰ καὶ μόνο νὰ σκεφθῆ κανεὶς ἔτσι εἶναι ἁμαρτία. Ποῦ φθάνει ἡ ἀνθρώπινη λογική; Νὰ εἶναι ἐντάξει καὶ μὲ τὶς νηστεῖες ποὺ ἔχει καθορίσει ἡ Ἐκκλησία, ἀλλὰ νὰ μὴ στερηθῆ καὶ αὐτὰ ποὺ ἔχασε στὸ διάστημα τῆς νηστείας. Ἔ, πῶς νὰ σταθῆ μετὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα;
Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2016
Ἡ ἐγκράτεια στὴν καθημερινὴ ζωὴ
Ἡ ἐγκράτεια
στὴν καθημερινὴ ζωὴ
Μὲ τὴν ἄσκηση ἐξαϋλώνεται ὁ ἄνθρωπος
–
Γέροντα, κάποια φορὰ μᾶς εἴχατε
πεῖ: «χρειάζεται ἀποκλεισμὸς
στὸν πνευματικὸ ἀγώνα». Τί ἐννοούσατε;
–
Στὸν πόλεμο προσπαθοῦν τὸν
ἐχθρὸ νὰ τὸν
ἀποκλείσουν. Τὸν περικυκλώνουν,
τὸν κλείνουν μέσα στὰ τείχη, τὸν ἀφήνουν νηστικό. Μετὰ τοῦ κόβουν καὶ τὸ νερό.
Γιατὶ ὁ ἐχθρός, ἂν δὲν ἔχη βασικὰ ἐφόδια καὶ πυρομαχικά, θὰ ἀναγκασθῆ νὰ
παραδοθῆ. Ἔτσι, θέλω νὰ πῶ, καὶ μὲ τὴν νηστεία καὶ τὴν ἀγρυπνία ἀφοπλίζεται ὁ
διάβολος καὶ ὑποχωρεῖ. «Νηστείᾳ, ἀγρυπνίᾳ, προσευχῇ, οὐράνια χαρίσματα
λαβών...»1, λέει ὁ ὑμνωδός.
Μὲ
τὴν ἄσκηση ἐξαϋλώνεται ὁ ἄνθρωπος. Φυσικὰ πρέπει
νὰ ἐγκρατεύεται
κανεὶς ἀποβλέποντας σὲ ἕναν ἀνώτερο
πνευματικὸ σκοπό. Ἂν κάνη ἐγκράτεια, γιὰ νὰ ἀποτοξινωθῆ ἀπὸ τὰ λίπη,
πάλι γιὰ τὸ καλὸ τοῦ
σαρκίου του φροντίζει.
Τότε ἡ ἄσκησή του μοιάζει μὲ τὴν
γιόγκα. Δυστυχῶς τὸ θέμα τῆς ἀσκήσεως ἀκόμη καὶ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας τὸ ἔχουν
κάνει στὴν ἄκρη. «Πρέπει νὰ φάω, λένε, τὸ φαγάκι μου, νὰ ἀπολαύσω καὶ ἐκεῖνο καὶ
τὸ ἄλλο, γιατὶ ὁ Θεὸς ὅλα τὰ ἔφτιαξε γιὰ μᾶς».
Ξέρετε τί μοῦ εἶπε μιὰ φορὰ ἕνας ἀρχιμανδρίτης σὲ ἕνα τραπέζι ποὺ μᾶς εἶχαν κάνει; Ἐγὼ δὲν μποροῦσα νὰ βιάσω τὸν ἑαυτό μου νὰ φάω περισσότερο ἀπὸ ὅσο ἔτρωγα καὶ ἐκεῖνος τὸ πρόσεξε καὶ μοῦ εἶπε: «Ὅποιος φθείρει τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ, "φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός"»2! «Μήπως τὸ πῆρες ἀνάποδα; τοῦ λέω. Στὴν ἄσκηση ἀναφέρεται αὐτὸ ἢ στὴν ἀσωτία; Τὸ χωρίο ἐννοεῖ αὐτοὺς ποὺ φθείρουν, ποὺ καταστρέφουν τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἀσωτία, μὲ τὶς καταχρήσεις· δὲν ἐννοεῖ αὐτοὺς ποὺ κάνουν ἄσκηση ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστό». Καὶ βλέπεις, ἀνέπαυε τὸν λογισμό του καὶ ἔλεγε: «Πρέπει νὰ τρῶμε, γιὰ νὰ μὴ φθείρουμε τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ»! Κάποιος ἄλλος, μετὰ ἀπὸ μιὰ ἐπίσκεψή του σὲ κάποια Μονή, μοῦ εἶπε: «Πῆγα σὲ ἕνα μοναστήρι καὶ οἱ καλόγεροι ἀρρώστησαν ἀπὸ τὴν πολλὴ νηστεία ποὺ ἔκαναν. Τὰ ἀσκιὰ μὲ τὸ λάδι ἦταν ἄθικτα. Αὐτὰ κάνουν, Πάτερ μου, ἡ νηστεία καὶ ἡ ἀγρυπνία»! Τί νὰ πῆς; Τέτοιοι ἄνθρωποι θέλουν νὰ μὴ στερηθοῦν τίποτε. Τρῶνε τὸ φαγητό τους, τὸ φροῦτο τους, τὸ γλυκό τους καὶ ἔπειτα, γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τὸν ἑαυτό τους, κατηγοροῦν τοὺς ἄλλους ποὺ κάνουν ἄσκηση. Δὲν ἔχουν αἰσθανθῆ τὴν πνευματικὴ χαρὰ τῆς ἀσκήσεως. Σοῦ λέει ὁ ἄλλος: «Πρέπει νὰ πιῶ τόσα ποτήρια γάλα. Θὰ νηστέψω τὴν Σαρακοστή, ἀλλὰ μετὰ θὰ τὰ συμπληρώσω, γιατὶ πρέπει νὰ πάρω τόσο λεύκωμα». Δὲν εἶναι ὅτι τὸ ἔχει ἀνάγκη ὁ ὀργανισμός του, ἀλλὰ λέει ὅτι τὸ δικαιοῦται καὶ ἀναπαύει τὸν λογισμό του ὅτι εἶναι ἐντάξει, ὅτι δὲν εἶναι ἁμαρτία. Μὰ καὶ μόνο νὰ σκεφθῆ κανεὶς ἔτσι εἶναι ἁμαρτία. Ποῦ φθάνει ἡ ἀνθρώπινη λογική; Νὰ εἶναι ἐντάξει καὶ μὲ τὶς νηστεῖες ποὺ ἔχει καθορίσει ἡ Ἐκκλησία, ἀλλὰ νὰ μὴ στερηθῆ καὶ αὐτὰ ποὺ ἔχασε στὸ διάστημα τῆς νηστείας. Ἔ, πῶς νὰ σταθῆ μετὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα;
Ξέρετε τί μοῦ εἶπε μιὰ φορὰ ἕνας ἀρχιμανδρίτης σὲ ἕνα τραπέζι ποὺ μᾶς εἶχαν κάνει; Ἐγὼ δὲν μποροῦσα νὰ βιάσω τὸν ἑαυτό μου νὰ φάω περισσότερο ἀπὸ ὅσο ἔτρωγα καὶ ἐκεῖνος τὸ πρόσεξε καὶ μοῦ εἶπε: «Ὅποιος φθείρει τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ, "φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός"»2! «Μήπως τὸ πῆρες ἀνάποδα; τοῦ λέω. Στὴν ἄσκηση ἀναφέρεται αὐτὸ ἢ στὴν ἀσωτία; Τὸ χωρίο ἐννοεῖ αὐτοὺς ποὺ φθείρουν, ποὺ καταστρέφουν τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἀσωτία, μὲ τὶς καταχρήσεις· δὲν ἐννοεῖ αὐτοὺς ποὺ κάνουν ἄσκηση ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστό». Καὶ βλέπεις, ἀνέπαυε τὸν λογισμό του καὶ ἔλεγε: «Πρέπει νὰ τρῶμε, γιὰ νὰ μὴ φθείρουμε τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ»! Κάποιος ἄλλος, μετὰ ἀπὸ μιὰ ἐπίσκεψή του σὲ κάποια Μονή, μοῦ εἶπε: «Πῆγα σὲ ἕνα μοναστήρι καὶ οἱ καλόγεροι ἀρρώστησαν ἀπὸ τὴν πολλὴ νηστεία ποὺ ἔκαναν. Τὰ ἀσκιὰ μὲ τὸ λάδι ἦταν ἄθικτα. Αὐτὰ κάνουν, Πάτερ μου, ἡ νηστεία καὶ ἡ ἀγρυπνία»! Τί νὰ πῆς; Τέτοιοι ἄνθρωποι θέλουν νὰ μὴ στερηθοῦν τίποτε. Τρῶνε τὸ φαγητό τους, τὸ φροῦτο τους, τὸ γλυκό τους καὶ ἔπειτα, γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τὸν ἑαυτό τους, κατηγοροῦν τοὺς ἄλλους ποὺ κάνουν ἄσκηση. Δὲν ἔχουν αἰσθανθῆ τὴν πνευματικὴ χαρὰ τῆς ἀσκήσεως. Σοῦ λέει ὁ ἄλλος: «Πρέπει νὰ πιῶ τόσα ποτήρια γάλα. Θὰ νηστέψω τὴν Σαρακοστή, ἀλλὰ μετὰ θὰ τὰ συμπληρώσω, γιατὶ πρέπει νὰ πάρω τόσο λεύκωμα». Δὲν εἶναι ὅτι τὸ ἔχει ἀνάγκη ὁ ὀργανισμός του, ἀλλὰ λέει ὅτι τὸ δικαιοῦται καὶ ἀναπαύει τὸν λογισμό του ὅτι εἶναι ἐντάξει, ὅτι δὲν εἶναι ἁμαρτία. Μὰ καὶ μόνο νὰ σκεφθῆ κανεὶς ἔτσι εἶναι ἁμαρτία. Ποῦ φθάνει ἡ ἀνθρώπινη λογική; Νὰ εἶναι ἐντάξει καὶ μὲ τὶς νηστεῖες ποὺ ἔχει καθορίσει ἡ Ἐκκλησία, ἀλλὰ νὰ μὴ στερηθῆ καὶ αὐτὰ ποὺ ἔχασε στὸ διάστημα τῆς νηστείας. Ἔ, πῶς νὰ σταθῆ μετὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα;
Καὶ
βλέπεις, μερικοὶ οἰκογενειάρχες τί
φιλότιμο ἔχουν! Πῆγε
κάποτε νὰ ἐξομολογηθῆ κάποιος πολὺ
ἁπλός, ποὺ εἶχε ἐννιὰ παιδιά, καὶ τοῦ εἶπε ὁ Πνευματικὸς νὰ κοινωνήση. «Ἔμ, πῶς
νὰ κοινωνήσω; τοῦ λέει. Βάζουμε λίγο λάδι στὸ φαγητό, γιατὶ
δουλεύω καὶ ἐγὼ καὶ τὰ παιδιά μου». «Πόσα
παιδιὰ ἔχεις;», τὸν ρωτάει ὁ Πνευματικός.
«Ἐννιά». «Πόσο λάδι βάζετε στὸ φαγητό;».
«Δυὸ κουτάλια». «Πόσο λάδι σοῦ πέφτει, κακομοίρη μου;
τοῦ λέει ὁ
Πνευματικός, πήγαινε νὰ
κοινωνήσης!». Ἦταν ἕντεκα ἄτομα καὶ ἔτρωγαν δυὸ κουταλάκια λάδι ὅλο
κι ὅλο καὶ τὸν πείραζε ὁ λογισμός!
Ἔχω γνωρίσει λαϊκοὺς ποὺ ἁγίασαν μὲ τὴν ἄσκηση
ποὺ ἔκαναν. Νά, δὲν ἔχει
πολλὰ χρόνια ποὺ στὸ Ἅγιον Ὄρος ἐργαζόταν
γιὰ ἀρκετὸ καιρὸ ἕνας λαϊκὸς μὲ τὸ παιδί του. Ἔπειτα βρέθηκε μιὰ καλὴ δουλειὰ
στὴν πατρίδα τους καὶ ὁ πατέρας ἀποφάσισε νὰ φύγη καὶ νὰ πάρη καὶ τὸ παιδί, γιὰ
νὰ εἶναι ὅλη ἡ οἰκογένεια κοντά. Τὸ παιδί του ὅμως εἶχε συγκινηθῆ ἀπὸ τὴν ἀσκητικὴ
ζωὴ τῶν μοναχῶν καὶ ἔχοντας ὑπ᾿ ὄψιν του καὶ τὴν κοσμικὴ ζωὴ μὲ τὸ ἄγχος δὲν
θέλησε νὰ τὸν ἀκολουθήση καὶ νὰ γυρίση στὸν κόσμο. «Ἀφοῦ, πατέρα, ἔχεις καὶ ἄλλα
παιδιά, τοῦ εἶπε, ἄφησε καὶ ἕνα στὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας». Ἐπειδὴ ἐπέμενε, ἀναγκάσθηκε ὁ πατέρας του νὰ τὸν ἀφήση. Τὸ παλληκάρι αὐτὸ
ἦταν ἀγράμματο, ἀλλὰ ἦταν πολὺ εὐαίσθητο καὶ εἶχε πολὺ φιλότιμο καὶ ἁπλότητα. Αἰσθανόταν
τὸν ἑαυτό του πολὺ ἀνάξιο, γιὰ νὰ γίνη μοναχός, ἐπειδὴ νόμιζε ὅτι δὲν θὰ
μπορέση νὰ ἀνταποκριθῆ στὰ μοναχικά του καθήκοντα. Βρῆκε λοιπὸν μιὰ μικρὴ
καλύβα, ποὺ τὴν χρησιμοποιοῦσαν παλιὰ γιὰ τὰ ζῶα, ἔκλεισε μὲ πέτρες καὶ φτέρες
τὴν πόρτα καὶ τὸ παράθυρο καὶ ἄφησε μιὰ μικρὴ στρογγυλὴ τρύπα, γιὰ νὰ μπαινοβγαίνη
στρυμωχτά, τὴν ὁποία ἔκλεινε ἀπὸ μέσα μὲ ἕνα κουρελιασμένο παλτό, ποὺ εἶχε βρεῖ
ἐκεῖ πεταγμένο. Οὔτε φωτιὰ δὲν ἄναβε. Οἱ φωλιὲς
τῶν πουλιῶν φυσικὰ
ἦταν καλύτερες ἀπὸ τὴν φωλιά
του, ὅπως καὶ τὰ
γιατάκια τῶν ζώων πάλι ἦταν καλύτερα ἀπὸ τὸ δικό του. Τὴν χαρὰ ὅμως ποὺ εἶχε αὐτὴ
ἡ ψυχὴ δὲν τὴν ἔχουν ὅσοι ζοῦν σὲ πλούσια παλάτια, γιατὶ αὐτὸς ἀγωνιζόταν γιὰ τὸν
Χριστό, καὶ ὁ Χριστὸς ἦταν κοντά του, ὄχι μόνο στὴν καλύβα του, ἀλλὰ καὶ μέσα
στὸ πνευματικό του σπίτι, στὸ σῶμα του, στὴν καρδιά του. Γι᾿ αὐτὸ ζοῦσε μέσα στὸν
Παράδεισο. Ἀπὸ τὴν φωλιά του ἔβγαινε κατὰ καιροὺς καὶ περνοῦσε ἀπὸ κανένα Κελλί,
στὸ ὁποῖο οἱ Πατέρες εἶχαν ἐξωτερικὲς ἐργασίες στοὺς κήπους. Βοηθοῦσε στὶς
δουλειὲς καὶ τοῦ ἔδιναν λίγο παξιμάδι καὶ λίγες ἐλιές. Ἐὰν δὲν τὸν ἄφηναν νὰ ἐργασθῆ,
δὲν δεχόταν εὐλογίες. Τὶς εὐλογίες ποὺ ἔπαιρνε, ἔπρεπε νὰ τὶς πληρώση μὲ τὴν ἐργασία
του διπλά. Φυσικὰ τὴν πνευματική του ζωὴ μόνον ὁ Θεὸς τὴν γνώριζε, γιατὶ ζοῦσε
στὴν ἀφάνεια, ἁπλὰ καὶ ἀθόρυβα. Ἀπὸ ἕνα ὅμως περιστατικὸ ποὺ ἔγινε γνωστὸ μπορεῖ
κανεὶς πολλὰ νὰ καταλάβη. Μιὰ φορὰ πέρασε ἀπὸ ἕνα μοναστήρι καὶ ρώτησε πότε ἀρχίζει
ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ – ἂν καὶ γι᾿ αὐτὸν ὅλος ὁ χρόνος σχεδὸν ἦταν Μεγάλη Σαρακοστή
–, καὶ ὕστερα πῆγε καὶ κλείστηκε στὴν φωλιά του. Πέρασαν σχεδὸν τρεῖς μῆνες,
χωρὶς νὰ καταλάβη πότε πέρασαν. Κάποια μέρα βγῆκε καὶ πῆγε σὲ ἕνα μοναστήρι νὰ
ρωτήση πότε εἶναι τὸ Πάσχα. Παρακολούθησε τὴν ἀκολουθία, κοινώνησε στὴν
Θεία Λειτουργία καὶ ἐν συνεχείᾳ
πῆγε μὲ τοὺς
Πατέρες στὴν τράπεζα. Βλέπει στὴν
τράπεζα κόκκινα αὐγὰ – ἦταν ἀπόδοση τοῦ Πάσχα. Παραξενεύτηκε καὶ ρώτησε ἕναν ἀδελφό:
«Καλά, ἦρθε τὸ Πάσχα;». «Τί Πάσχα; τοῦ ἀπαντᾶ ὁ ἀδελφός. Αὔριο εἶναι τῆς Ἀναλήψεως!».
Δηλαδὴ εἶχε νηστέψει ὅλη τὴν Μεγάλη
Σαρακοστὴ καὶ ἄλλες
σαράντα μέρες μέχρι
τῆς Ἀναλήψεως! Μὲ
τέτοιον τρόπο ἀγωνιζόταν μέχρι τὴν ὥρα τοῦ θανάτου του. Τὸν βρῆκε νεκρὸ ἕνας
κυνηγὸς δύο μῆνες μετὰ τὸν θάνατό του καὶ εἰδοποίησε τὴν ἀστυνομία καὶ τὸν
γιατρό. Ὁ γιατρὸς μοῦ εἶπε: «Ὄχι μόνο δὲν μύριζε, ἀλλὰ ἀντιθέτως εἶχε μιὰ εὐωδία».
Νηστεία παιδιῶν
– Γέροντα, παιδάκια πέντε-ἕξι ἐτῶν πρέπει
νὰ νηστεύουν πρὶν ἀπὸ τὴν Θεία
Κοινωνία;
– Τοὐλάχιστον τὸ βράδυ νὰ ἔχουν φάει λαδερὸ
φαγητό. Ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι θέμα Πνευματικοῦ.
Καλύτερα ἡ μητέρα
νὰ ρωτήση τὸν
Πνευματικό, γιατὶ μπορεῖ
τὸ παιδάκι νὰ ἔχη πρόβλημα μὲ τὴν ὑγεία του καὶ νὰ πρέπη λ.χ. νὰ πιῆ
γάλα.
– Γέροντα, ἕνα παιδάκι πόσο πρέπει νὰ
νηστεύη;
– Ἂν τὸ παιδὶ εἶναι γερό, ἔχη ὑγεία, μπορεῖ
νὰ νηστεύη. Ἄλλωστε τώρα ὑπάρχουν ἕνα σωρὸ τροφὲς νηστήσιμες. Παλιὰ τὰ παιδιὰ νήστευαν
καὶ ὅλη μέρα ἔτρεχαν καὶ ἔπαιζαν, ἀλλὰ ἔτρωγαν πολλὲς φορές. Στὰ Φάρασα, τὴν
Μεγάλη Σαρακοστὴ ὅλοι, μικροὶ-μεγάλοι, ἔκαναν ἐνάτη3. Μάζευαν οἱ γονεῖς τὰ
παιδιὰ στὸ Κάστρο4, τοὺς ἔδιναν παιχνίδια,
γιὰ νὰ παίζουν, καὶ στὶς τρεῖς τὸ ἀπόγευμα, ποὺ χτυποῦσε ἡ καμπάνα γιὰ
Προηγιασμένη, πήγαιναν καὶ κοινωνοῦσαν. Ἔλεγε ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος: «Τὰ παιδιά, ὅταν
παίζουν ὅλη τὴν ἡμέρα, δὲν θυμοῦνται τὸ φαγητό· τώρα ποὺ θὰ βοηθήση καὶ ὁ
Χριστός, δὲν θὰ ἀντέξουν;».
Καὶ οἱ μεγάλοι, ὅταν δὲν νηστεύουν, ἐλέγχονται
βλέποντας τὰ παιδιὰ νὰ νηστεύουν. Ὅταν μικρὸς δούλευα μὲ τὸν μάστορά μου γιὰ
πολὺ καιρὸ σὲ κάποιο σπίτι καὶ τρώγαμε ἐκεῖ, Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ ἔφευγα καὶ πήγαινα
νὰ φάω στὸ σπίτι μου, γιατὶ αὐτοὶ δὲν νήστευαν. Μιὰ
φορά, Τετάρτη ἦταν, ἔφεραν νὰ μὲ κεράσουν μπακλαβᾶ. «Εὐχαριστῶ, τοὺς εἶπα, ἀλλὰ
νηστεύω». «Γιά δές, εἶπαν, μικρὸ παιδὶ νὰ νηστεύη καὶ ἐμεῖς μεγάλοι ἄνθρωποι νὰ
τρῶμε!».
Νηστεία μὲ φιλότιμο
Μὲ τὴν νηστεία ὁ ἄνθρωπος δείχνει τὴν προαίρεσή
του. Κάνει ἀπὸ φιλότιμο μιὰ ἄσκηση καὶ ὁ Θεὸς βοηθάει. Ἂν ὅμως ζορίζη τὸν ἑαυτό
του καὶ πῆ «τί νὰ κάνω; εἶναι Παρασκευή, πρέπει νὰ νηστέψω», θὰ βασανίζεται. Ἐνῶ,
ἂν μπῆ στὸ νόημα καὶ νηστέψη ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν Χριστό, θὰ χαίρεται. «Αὐτὴν τὴν ἡμέρα,
νὰ σκεφθῆ, ὁ Χριστὸς σταυρώθηκε· οὔτε νερὸ δὲν Τοῦ ἔδωσαν νὰ πιῆ· ξίδι Τοῦ ἔδωσαν5.
Κι ἐγὼ δὲν θὰ πιῶ νερὸ ὅλη τὴν ἡμέρα». Ἂν τὸ κάνη αὐτό, τότε θὰ νιώθη ἀνώτερη
χαρὰ μέσα του ἀπὸ αὐτὸν ποὺ πίνει τὰ καλύτερα ἀναψυκτικά!
Καὶ βλέπεις, πολλοὶ κοσμικοὶ μιὰ Μεγάλη
Παρασκευὴ δὲν μποροῦν νὰ νηστέψουν, ἀλλὰ ἔξω ἀπὸ τὸ Ὑπουργεῖο μποροῦν
νὰ κάθωνται καὶ νὰ κάνουν ἀπεργία πείνας γιὰ ἕνα πεῖσμα, γιὰ νὰ
πετύχουν κάτι. Ἐκεῖ ὁ διάβολος τοὺς δίνει κουράγιο. Αὐτοκτονία εἶναι αὐτὸ ποὺ
κάνουν. Ἄλλοι πάλι, ὅταν ἔρχεται τὸ Πάσχα, ψάλλουν τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη» μὲ χαρὰ
καὶ μὲ ὅλη τους τὴν δύναμη, γιατὶ θὰ φᾶνε καλά. Μοιάζουν μὲ τοὺς Ἰουδαίους ποὺ ἤθελαν
νὰ κάνουν βασιλιὰ τὸν Χριστό, ἐπειδὴ τοὺς τάισε στὴν ἔρημο6.
Θυμᾶστε τί λέει καὶ ὁ Προφήτης; «Ἐπικατάρατος
ὁ ποιῶν τὰ ἔργα Κυρίου ἀμελῶς»7. Ἄλλο εἶναι, ὅταν κανεὶς ἔχη καλὴ διάθεση νὰ
νηστέψη, ἀλλὰ δὲν μπορῆ, γιατί, ἂν δὲν φάη, τρέμουν τὰ πόδια του, πέφτει κάτω –
δὲν τὸν βοηθάει δηλαδὴ ἡ ἀντοχή του, ἡ ὑγεία του κ.λπ. – καὶ ἄλλο νὰ ἔχη
δυνάμεις καὶ νὰ μὴ νηστεύη. Ποῦ εἶναι ἡ καλὴ διάθεση τότε; Καὶ ἡ στενοχώρια αὐτοῦ
ποὺ θέλει νὰ κάνη ἕναν ἀγώνα καὶ δὲν μπορεῖ, ἀναπληρώνει πολλὴ ἄσκηση, καὶ αὐτὸς
ἔχει πιὸ πολὺ μισθὸ ἀπὸ τὸν ἄλλον ποὺ ἔχει κουράγιο καὶ κάνει ἕναν ἀγώνα, γιατὶ
ἐκεῖνος νιώθει καὶ μιὰ εὐχαρίστηση. Ἦρθε σήμερα μιὰ φουκαριάρα, πενῆντα πέντε
χρονῶν περίπου, καὶ ἔκλαιγε, γιατὶ δὲν μπορεῖ νὰ νηστέψη. Τὴν ἔχει χωρίσει ὁ ἄνδρας
της. Ἕνα παιδὶ εἶχε, τὸ ἔχασε καὶ αὐτὸ σὲ κάποιο δυστύχημα καὶ ἔμεινε μόνη της.
Ἡ μάνα της πέθανε, δὲν ἔχει οὔτε σπίτι οὔτε φαγητό, καὶ τὴν παίρνει πότε ἡ μιὰ
καὶ πότε ἡ ἄλλη στὸ σπίτι της καὶ κάνει καμμιὰ δουλειὰ ἐκεῖ. «Ἔχω βάρος μεγάλο
στὴν συνείδησή μου, Πάτερ, μοῦ εἶπε ἡ καημένη, γιατὶ δὲν κάνω τίποτε· καὶ τὸ
χειρότερο ἀπὸ ὅλα εἶναι, ποὺ δὲν μπορῶ νὰ κάνω νηστεῖες. Ὅ,τι μοῦ δίνουν τρώω.
Μερικὲς φορὲς Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ μοῦ δίνουν νηστήσιμα, ἀλλὰ συχνὰ μοῦ δίνουν
ἀρτυμένα καὶ ἀναγκάζομαι νὰ τὰ τρώω, γιατὶ ἐξαντλοῦμαι καὶ δὲν μπορῶ νὰ σταθῶ
στὰ πόδια μου». «Φάε, τῆς λέω, ἀφοῦ δὲν ἔχεις κουράγιο». Πρέπει νὰ παρακολουθῆ
κανεὶς τὸν ἑαυτό του. Ἂν δῆ ὅτι δὲν ἀντέχει, θὰ φάη λίγο παραπάνω. «Μέτρησον τὸν
ἑαυτόν σου»8, λέει ὁ Ὅσιος Νεῖλος.
– Γέροντα, παλιά, πῶς μερικὲς γυναῖκες στὰ
χωριὰ δὲν ἔτρωγαν τίποτε ἀπὸ τὴν Καθαρὰ Δευτέρα μέχρι τὸ Σάββατο τοῦ Ἁγίου
Θεοδώρου; Μὲ ἕνα σωρὸ δουλειές, σπίτι, παιδιά, ζῶα, χωράφια, πῶς ἄντεχαν;
– Μὲ τὸν λογισμό τους ἔλεγαν: «Κανονικὰ
πρέπει νὰ φᾶμε τὸ Μέγα Σάββατο».
Ὁπότε, σοῦ λέει, αὐτὸ τὸ Σάββατο εἶναι
κοντά. Ἢ μπορεῖ νὰ ἔλεγαν: «Ὁ Χριστὸς σαράντα μέρες νήστεψε9, ἐγὼ τί εἶναι νὰ
νηστέψω μιὰ ἑβδομάδα;». Ὕστερα εἶχαν ἁπλότητα, γι᾿ αὐτὸ ἄντεχαν. Ἂν ἔχη κανεὶς ἁπλότητα,
ταπείνωση, δέχεται τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, νηστεύει ταπεινὰ καὶ τρέφεται θεϊκά. Τότε
ἔχει θεϊκὴ δύναμη καὶ πολλὴ ἀντοχὴ σὲ μεγάλες νηστεῖες. Στὴν Αὐστραλία ἕνας
νέος περίπου εἴκοσι ἑπτὰ χρονῶν ἔφθασε σὲ σημεῖο νὰ μὴ φάη τίποτε γιὰ εἴκοσι ὀκτὼ
ἡμέρες. Τὸν εἶχε στείλει ὁ Πνευματικός
του νὰ μοῦ τὸ πῆ. Ἦταν πολὺ εὐλαβὴς καὶ εἶχε πολὺ ἀγωνιστικὸ
πνεῦμα. Ἐξομολογεῖτο, ἐκκλησιαζόταν, μελετοῦσε πατερικὰ βιβλία, καὶ κυρίως τὴν
Καινὴ Διαθήκη. Μιὰ μέρα ἐκεῖ ποὺ διάβαζε στὸ Εὐαγγέλιο ὅτι ὁ Χριστὸς νήστεψε
σαράντα μέρες συγκινήθηκε πολὺ καὶ σκέφτηκε: «Ἂν ὁ Κύριος ποὺ ἦταν Θεὸς καὶ ὡς ἄνθρωπος
ἀναμάρτητος νήστεψε σαράντα μέρες10, ἐγὼ σὰν ἄνθρωπος πολὺ ἁμαρτωλός, τί πρέπει
νὰ κάνω;». Γι᾿ αὐτὸ ζήτησε εὐλογία ἀπὸ τὸν Πνευματικό του νὰ νηστέψη καὶ αὐτός,
ἀλλὰ δὲν σκέφτηκε νὰ τοῦ πῆ τὸν λογισμό του ὅτι ἤθελε νὰ μὴ φάη τίποτε σαράντα
μέρες. Ἄρχισε λοιπὸν τὴν νηστεία του ἀπὸ τὴν Καθαρὰ Δευτέρα, πέρασε καὶ τὴν Κυριακὴ
τῆς Σταυροπροσκυνήσεως, χωρὶς
νὰ πιῆ οὔτε
νερό, ἐνῶ ἐργαζόταν σὲ ἐργοστάσιο καὶ ἔκανε μάλιστα
βαρειὰ δουλειὰ – στοίβαζε κιβώτια.
Ὅταν
ἔφθασε ἡ εἰκοστὴ
ὀγδόη ἡμέρα, αἰσθάνθηκε
μιὰ μικρὴ ζάλη τὴν ὥρα ποὺ
δούλευε, γι᾿ αὐτὸ κάθησε λίγο. Ὕστερα ἤπιε
ἕνα τσάι καὶ ἔφαγε λίγο παξιμάδι, γιατὶ σκέφτηκε πώς, ἂν πέση κάτω καὶ τὸν
μεταφέρουν σὲ νοσοκομεῖο, θὰ διαπιστώσουν ὅτι τὸ ἔπαθε ἀπὸ νηστεία καὶ θὰ ποῦν:
«Γιά δές, οἱ Χριστιανοὶ πεθαίνουν ἀπὸ τὴν νηστεία». «Γέροντα, μοῦ εἶπε, μετὰ ἀπὸ
τὴν νηστεία τόσων ἡμερῶν, ἀπεχθανόμουν τὶς τροφές, ἀλλὰ πίεζα τὸν ἑαυτό μου
κάτι νὰ τρώω, γιὰ νὰ μπορῶ νὰ ἐργάζωμαι». Τὸν πείραζε ὅμως ὁ λογισμός του ποὺ δὲν
συμπλήρωσε τὶς σαράντα μέρες καὶ τὸ εἶπε στὸν Πνευματικό του. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε
μὲ διάκριση: «Καὶ αὐτὲς οἱ ἡμέρες ποὺ νήστεψες ἦταν ἀρκετές· μὴν ἔχης
λογισμούς». Στὴν συνέχεια τὸν ἔστειλε σ᾿ ἐμένα, γιὰ νὰ μὴν τοῦ μείνη κανένας
λογισμὸς καὶ βασανίζεται. Γιὰ νὰ εἶμαι σίγουρος ὅτι τὰ κίνητρά του ἦταν ἁγνά, τὸν
ρώτησα: «Ἔκανες ὅρκο νὰ νηστέψης σαράντα μέρες;».
«Ὄχι», μοῦ λέει. «Ὅταν πῆρες εὐλογία ἀπὸ τὸν
Πνευματικό σου νὰ νηστέψης, δὲν σκέφθηκες ἐκείνη τὴν ὥρα νὰ πῆς τὸν λογισμό
σου, ὅτι δηλαδὴ ἤθελες νὰ μὴ φᾶς τίποτε σαράντα μέρες ἢ ἔκρυψες τὸν δῆθεν καλὸ
λογισμό σου, γιὰ νὰ νηστέψης μὲ τὸ θέλημά σου σαράντα μέρες;». «Ὄχι, Πάτερ», μοῦ
εἶπε. Τότε τοῦ εἶπα: «Αὐτὸ φυσικὰ τὸ ἤξερα· ἁπλῶς σὲ ρώτησα, γιὰ νὰ καταλάβης
μόνος σου ὅτι ἔχεις μισθὸ οὐράνιο γιὰ τὶς ἡμέρες ποὺ νήστεψες, οἱ ὁποῖες ἦταν ἀρκετές,
καὶ νὰ μὴν ἀνησυχῆς ποὺ δὲν μπόρεσες νὰ κρατήσης σαράντα μέρες. Ἄλλη φορὰ ὅμως
νὰ λὲς στὸν Πνευματικό σου καὶ τοὺς καλοὺς
λογισμοὺς ποὺ ἔχεις
καὶ ὅ,τι καλὸ
κρύβεις στὴν καρδιά
σου, καὶ ὁ Πνευματικός σου θὰ κρίνη, ἂν πρέπη νὰ
κάνης μιὰ ἄσκηση κ.λπ.». Ἐπειδὴ εἶχε πολλὴ ταπείνωση, χάρη
στοὺς ταπεινοὺς λογισμοὺς
ποὺ καλλιεργοῦσε, καὶ ἔκανε τὴν νηστεία αὐτὴ ἀπὸ πολὺ φιλότιμο γιὰ τὸν
Χριστό, ἑπόμενο ἦταν νὰ τὸν ἐνισχύη ὁ Χριστὸς μὲ τὴν θεία Του Χάρη. Ἂν πάη καὶ
κάποιος ἄλλος νὰ κάνη μιὰ τέτοια νηστεία καὶ πῆ ἐγωιστικὰ «γιατί νὰ μὴν τὸ κάνω
καὶ ἐγώ, ἀφοῦ τὸ ἔκανε αὐτός;», μιὰ-δυὸ μέρες μόνο θὰ νηστέψη καὶ θὰ σωριαστῆ
κάτω. Θὰ σκοτιστῆ καὶ τὸ μυαλό του, γιατὶ θὰ τὸν ἐγκαταλείψη ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ
καὶ θὰ λυπηθῆ ἀκόμη καὶ τὸν κόπο ποὺ ἔκανε. Μπορεῖ νὰ φθάση νὰ πῆ: «Καὶ τί βγῆκε
μ᾿ αὐτό;».
Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν νηστεία γίνεται ἀρνί. Ὅταν
γίνεται θηρίο, σημαίνει ὅτι ἡ ἄσκηση ποὺ κάνει ἢ εἶναι πάνω ἀπὸ τὶς δυνάμεις
του ἢ τὴν κάνει ἀπὸ ἐγωισμό, γι᾿ αὐτὸ δὲν δέχεται θεία βοήθεια. Ἀλλὰ καὶ τὰ ἄγρια
ζῶα, τὰ θηρία, μερικὲς φορὲς τὰ ἡμερεύει, τὰ ταπεινώνει ἡ νηστεία. Βλέπεις, ὅταν
πεινοῦν, πλησιάζουν τὸν ἄνθρωπο. Ἀπὸ ἔνστικτο νιώθουν ὅτι ἀπὸ τὴν πεῖνα θὰ ψοφήσουν,
ἐνῶ, ἂν πλησιάσουν τὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ
βροῦν τροφή, μπορεῖ νὰ μὴν πάθουν τίποτε. Ἐγὼ εἶδα λύκο ποὺ ἦταν σὰν ἀρνάκι,
γιατὶ ἦταν νηστικός. Εἶχε κατεβῆ στὴν αὐλή μας μιὰ φορὰ τὸν χειμώνα μὲ χιόνια
πολλά. Εἴχαμε βγῆ μὲ τὸν ἀδελφό μου νὰ ταΐσουμε
τὰ ζῶα καὶ ἐγὼ
κρατοῦσα τὸ λυχνάρι. Πῆρε ὁ ἀδελφός μου τὸ φουρνόξυλο καὶ τὸν χτυποῦσε καὶ δὲν ἀντιδροῦσε
καθόλου.
Ἂν δὲν φθάση κανείς, ὅ,τι κάνει, νὰ τὸ
κάνη ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὸν συνάνθρωπό του, κάνει σπατάλη. Ἂν
νηστεύη καὶ ἔχη ὑπερήφανο λογισμὸ ὅτι κάτι κάνει, πάει χαμένη ἡ νηστεία του. Εἶναι
μετὰ σὰν ἕνα τρύπιο ντεπόζιτο ποὺ δὲν κρατάει τίποτε. Ρίξε νερὸ μέσα σὲ ἕνα
τρύπιο ντεπόζιτο· σιγὰ-σιγὰ φεύγει ὅλο.
Ἡ εὐχαρίστηση τοῦ ἐλαφροῦ στομαχιοῦ
Ὅταν δὲν κάνη κανεὶς ἐγκράτεια, ἔχει ἐπάνω
του ἀποθῆκες ὁλόκληρες. Ἐνῶ,
ὅταν κάνη ἐγκράτεια καὶ τρώη αὐτὸ ποὺ τοῦ
χρειάζεται, τὸ καίει ὁ ὀργανισμός του καὶ
δὲν ἀποθηκεύει.
Ἡ ποικιλία τῶν φαγητῶν τεντώνει τὸ στομάχι καὶ φέρνει ὄρεξη, ἀλλὰ καὶ
δημιουργεῖ χαύνωση καὶ πυρώσεις. Ἂν στὸ
τραπέζι ὑπάρχη μόνον ἕνα φαγητὸ καὶ δὲν εἶναι πολὺ νόστιμο, ἴσως νὰ μὴν τὸ φάη
κανεὶς ὅλο ἤ, ἂν εἶναι νόστιμο καὶ λαιμαργήση, ἴσως φάη λίγο παραπάνω. Ὅταν ὅμως
ὑπάρχη ψάρι, σούπα, πατάτες, τυρί, αὐγό, σαλάτα, φροῦτο, γλυκό, θέλει ὅλα νὰ τὰ
φάη καὶ ζητάει καὶ ἄλλα. Ὅλα τὰ τραβάει ἡ ὄρεξη, γιατὶ τὸ ἕνα παρακινεῖ στὸ ἄλλο.
Καὶ βλέπεις, ὁ ἄνθρωπος ἕναν λόγο δὲν σηκώνει· τὸν ἕναν δὲν τὸν χωνεύει, τὸν ἄλλον
δὲν τὸν χωνεύει, ἐνῶ τὸ καημένο τὸ στομάχι,
ὅ,τι τοῦ ρίχνουμε, τὸ ὑπομένει.
Τὸ ρωτήσαμε ἂν τὰ
χωνεύη; Τὸ στομάχι δηλαδὴ ποὺ δὲν ἔχει λογική, μᾶς
περνάει στὴν ἀρετὴ καὶ ἀγωνίζεται ὅλα νὰ τὰ χωνέψη. Καὶ ἂν δὲν ταιριάζη τὸ ἕνα
εἶδος μὲ τὸ ἄλλο, ὅταν μποῦν μέσα, μαλώνουν, καὶ τί νὰ κάνη τότε καὶ ἐκεῖνο; Ἀρχίζει
μετὰ ἡ βαρυστομαχιά.
– Καὶ πῶς μπορεῖς, Γέροντα, νὰ κόψης τὴν
συνήθεια νὰ τρῶς πολύ;
– Χρειάζεται λίγο φρένο. Ἂς μὴ φᾶς κάτι ποὺ
σοῦ ἀρέσει, γιὰ νὰ μὴν ἀνοίγης
δουλειά, γιατὶ σιγὰ-σιγὰ μεγαλώνει ἡ ἀχυρώνα.
Τὸ στομάχι, ὁ κακὸς «τελώνης» ποὺ λέει ὁ Ἀββᾶς Μακάριος11, μετὰ συνέχεια
ζητάει. Τὴν ὥρα τοῦ φαγητοῦ εὐχαριστιέσαι, ὕστερα ὅμως θέλεις νὰ κοιμηθῆς· οὔτε
νὰ δουλέψης μπορεῖς. Ἂν τρῶς ἕνα εἶδος φαγητοῦ, αὐτὸ βοηθάει νὰ κόψης τὴν ὄρεξη.
– Ἄν, Γέροντα, ὑπάρχη ποικιλία φαγητῶν, ἀλλὰ
σὲ μικρὲς ποσότητες, ὑπάρχει πάλι ἡ ἴδια δυσκολία;
– Ἔ, πάλι ἡ ἴδια
δυσκολία εἶναι, ἀλλὰ εἶναι μικρὰ
τὰ ...κόμματα καὶ δὲν
μποροῦν νὰ κάνουν κυβέρνηση!... Ὅταν ὑπάρχη μεγάλη ποικιλία, εἶναι σὰν νὰ
μαζεύωνται πολλὰ ...κόμματα στὸ στομάχι καὶ τὸ ἕνα κόμμα ἐρεθίζει τὸ ἄλλο,
πιάνονται μεταξύ τους, χτυπιοῦνται καὶ ἀρχίζει βαρυστομαχιά...
Ἡ εὐχαρίστηση ἀπὸ τὸ λιτὸ φαγητὸ εἶναι
μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν εὐχαρίστηση ποὺ δίνουν τὰ καλύτερα φαγητά. Ὅταν μικρὸς ἔφευγα
στὸ δάσος καὶ ἔτρωγα μόνον ἕνα κομμάτι κουλούρα, ὤ, δὲν ἤθελα τίποτε ἄλλο! Τὰ
καλύτερα φαγητὰ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀντικαταστήσουν ἐκείνη τὴν πνευματικὴ εὐχαρίστηση
ποὺ ἔνιωθα. Ἀλλὰ τὸ ἔκανα
μὲ χαρά. Πολλοὶ
ἄνθρωποι ὅμως δὲν ἔχουν αἰσθανθῆ
τὴν εὐχαρίστηση τοῦ ἐλαφροῦ στομαχιοῦ. Στὴν ἀρχή, ὅταν τρῶνε κάτι
νόστιμο, αἰσθάνονται μιὰ εὐχαρίστηση καὶ μετὰ μπαίνει ἡ λαιμαργία, ἡ γαστριμαργία,
τρῶνε πολὺ καί, ἰδίως ὅταν εἶναι ἡλικιωμένοι, νιώθουν βάρος, καὶ ἔτσι στεροῦνται
τὴν εὐχαρίστηση τοῦ ἐλαφροῦ στομαχιοῦ.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1 Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ἀπολυτίκιο
τῶν Ὁσίων: «Τῆς ἐρήμου πολίτης
καὶ ἐν σώματιἄγγελος».
2 Α´ Κορ. 3, 17.
3 Δὲν ἔτρωγαν καὶ δὲν ἔπιναν τίποτε μέχρι
τὴν ἐνάτη βυζαντινὴ ὥρα, δηλαδὴ μέχρι τὶς
3 τὸ ἀπόγευμα.
4
Παλιὸ ὀχυρὸ στὰ Φάρασα, στὸ ὁποῖο κατὰ τὰ βυζαντινὰ χρόνια ἔμεναν
φύλακες μὲ τὶς οἰκογένειές τους, ποὺ διορίζονταν ἀπὸ τὸ Βυζαντινὸ Κράτος ὡς
φρουροὶ τῶν ἀκριτικῶν περιοχῶν.
5 Βλ. Ματθ. 27, 34· Μάρκ. 15, 36· Λουκ.
23, 36 καὶ Ἰω. 19, 29.
6 Βλ. Ἰω. 6, 5-15.
7 Ἱερ. 31, 10.
8 Βλ. Ὁσίου Νείλου, Περὶ τῶν ὀκτὼ πνευμάτων
τῆς πονηρίας, PG 79, 1160C.
9 Βλ. Ματθ. 4, 2 καὶ Λουκ. 4, 2.
10 Ὅ.π.
11 Βλ. Παλλαδίου, Ἐπισκόπου Ἑλενοπόλεως,
Λαυσαϊκὴ Ἱστορία, σ. 124.
Εισαγωγή στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το
Βιβλίο :
ΛΟΓΟΙ Δ΄ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΖΩΗ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ
ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
© Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον Μοναζουσῶν
«Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος»
Η ηλεκτρονική επεξεργασία μορφοποίηση
κειμένου και εικόνων έγινε από
τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο
Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου