Οἱ ἀπαντήσεις αὐτὲς δὲν ἐνδιαφέρουν μόνον τοὺς μοναχοὺς ἀλλὰ καὶ κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔχει «τὴν καλὴ ἀνησυχία» γιὰ τὴν καλλιέργεια τῆς ἀρετῆς. Ὁ Γέροντας μὲ τὴν γνωστὴ ποιμαντική του, τὰ εὔστοχα παραδείγματα καὶ τὸ πηγαῖο χιοῦμορ, κάνει πνευματικὴ «λιακάδα», ἡ ὁποία εὐνοεῖ νὰ ἀνοίξουν στὴν ψυχή μας τὰ ἄνθη τῆς μετανοίας καὶ νὰ δώσουμε καρπὸ ἀρετῆς. Μᾶς ἐνθαρρύνει νὰ δοῦμε κατὰ πρόσωπο τὸν παλαιό μας ἄνθρωπο, ὥστε νὰ σιχαθοῦμε τὸ «εἰδεχθὲς προσωπεῖον» του καὶ νὰ τὸ ἀποβάλουμε. Πιστεύουμε ὅτι ὁ ἁπλὸς ἀλλὰ φωτισμένος λόγος τοῦ Γέροντα θὰ μᾶς βοηθήση νὰ ἀγωνισθοῦμε ἀκόμη περισσότερο, γιὰ νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὴν δουλεία τῶν παθῶν καὶ νὰ ζήσουμε τὴν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία. Ὁ Γέροντας ἔλεγε: «Ὁ Θεὸς δὲν δίνει στὸν ἄνθρωπο ἐλαττώματα ἀλλὰ δυνάμεις. Ἀνάλογα μὲ τὸ πῶς θὰ χρησιμοποιήση ὁ ἄνθρωπος τὶς δυνάμεις αὐτές, μπορεῖ νὰ γίνη καλὸς ἢ κακός». Ἂν δηλαδὴ χρησιμοποιήσουμε τὶς δυνάμεις αὐτὲς σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, πλησιάζουμε στὸν Θεὸ καὶ γινόμαστε κατὰ χάριν ὅμοιοι μὲ Ἐκεῖνον. Ἂν τὶς χρησιμοποιήσουμε σύμφωνα μὲ «τὰ θελήματα τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου», γινόμαστε δοῦλοι τῶν παθῶν καὶ ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὸν Θεό. Γιὰ νὰ γίνουμε «καινοὶ ἄνθρωποι» χρειάζεται νὰ ταυτίσουμε τὸ θέλημά μας μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο ἐκφράζεται μὲ τὶς ἅγιες ἐντολές Του. «Τηρώντας τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ἔλεγε ὁ Γέροντας, ἐργαζόμαστε τὴν ἀρετὴ καὶ ἀποκτοῦμε τὴν ὑγεία τῆς ψυχῆς».
Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2016
Πρόλογος
Πρόλογος
Ὁ μακαριστὸς Γέροντας Παΐσιος στὸ ξεκίνημα
τῆς κοινοβιακῆς μας ζωῆς, τὸ 1968, μᾶς εἶχε πεῖ: «Μία εἶναι ἡ ἀρετή, ἡ ταπείνωση·
ἐπειδὴ ὅμως δὲν τὸ καταλαβαίνετε, ἄντε, νὰ σᾶς πῶ καὶ τὴν ἀγάπη. Ἀλλά, ὅποιος ἔχει
ταπείνωση, δὲν ἔχει καὶ ἀγάπη;». Αὐτὲς οἱ δύο «ἀδελφωμένες ἀρετές», ὅπως χαρακτήριζε
ὁ Γέροντας τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἀγάπη, εἶναι τὸ θεμέλιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἀφοῦ
αὐτὲς ἑλκύουν τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ γεννοῦν καὶ ὅλες τὶς ἄλλες ἀρετές.
«Καλλιεργῆστε ἁπλὰ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἀγάπη, μᾶς ἔλεγε, καί, μόλις αὐξηθοῦν
αὐτὲς οἱ ἀρετές, ἡ ὑπερηφάνεια καὶ ἡ κακία θὰ μείνουν ἀτροφικὲς καὶ τὰ πάθη θὰ ἀρχίσουν
νὰ ψυχορραγοῦν».
Στὸν παρόντα Ε´ τόμο – ὁ ὁποῖος ἐκδίδεται
μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ποιμενάρχουμας Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κασσανδρείας κ.
Νικοδήμου – συμπεριλαμβάνονται λόγοι τοῦ Γέροντα σχετικὰ μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς ἀρετές.
Οἱ λόγοι αὐτοὶ δὲν ἀποτελοῦν συστηματικὴ διδασκαλία οὔτε ἀναφέρονται ἐκτενῶς σὲ
ὅλα τὰ πάθη καὶ τὶς ἀρετές. Ἔχουν συγκροτηθῆ ἀπὸ ἀπαντήσεις τοῦ Γέροντα σὲ ἐρωτήσεις
μας σχετικὲς μὲ τὴν διάγνωση
καὶ τὴν θεραπεία
τῶν παθῶν, καθὼς
καὶ μὲ τὴν ἐργασία
τῆς ἀρετῆς.
Οἱ ἀπαντήσεις αὐτὲς δὲν ἐνδιαφέρουν μόνον τοὺς μοναχοὺς ἀλλὰ καὶ κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔχει «τὴν καλὴ ἀνησυχία» γιὰ τὴν καλλιέργεια τῆς ἀρετῆς. Ὁ Γέροντας μὲ τὴν γνωστὴ ποιμαντική του, τὰ εὔστοχα παραδείγματα καὶ τὸ πηγαῖο χιοῦμορ, κάνει πνευματικὴ «λιακάδα», ἡ ὁποία εὐνοεῖ νὰ ἀνοίξουν στὴν ψυχή μας τὰ ἄνθη τῆς μετανοίας καὶ νὰ δώσουμε καρπὸ ἀρετῆς. Μᾶς ἐνθαρρύνει νὰ δοῦμε κατὰ πρόσωπο τὸν παλαιό μας ἄνθρωπο, ὥστε νὰ σιχαθοῦμε τὸ «εἰδεχθὲς προσωπεῖον» του καὶ νὰ τὸ ἀποβάλουμε. Πιστεύουμε ὅτι ὁ ἁπλὸς ἀλλὰ φωτισμένος λόγος τοῦ Γέροντα θὰ μᾶς βοηθήση νὰ ἀγωνισθοῦμε ἀκόμη περισσότερο, γιὰ νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὴν δουλεία τῶν παθῶν καὶ νὰ ζήσουμε τὴν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία. Ὁ Γέροντας ἔλεγε: «Ὁ Θεὸς δὲν δίνει στὸν ἄνθρωπο ἐλαττώματα ἀλλὰ δυνάμεις. Ἀνάλογα μὲ τὸ πῶς θὰ χρησιμοποιήση ὁ ἄνθρωπος τὶς δυνάμεις αὐτές, μπορεῖ νὰ γίνη καλὸς ἢ κακός». Ἂν δηλαδὴ χρησιμοποιήσουμε τὶς δυνάμεις αὐτὲς σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, πλησιάζουμε στὸν Θεὸ καὶ γινόμαστε κατὰ χάριν ὅμοιοι μὲ Ἐκεῖνον. Ἂν τὶς χρησιμοποιήσουμε σύμφωνα μὲ «τὰ θελήματα τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου», γινόμαστε δοῦλοι τῶν παθῶν καὶ ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὸν Θεό. Γιὰ νὰ γίνουμε «καινοὶ ἄνθρωποι» χρειάζεται νὰ ταυτίσουμε τὸ θέλημά μας μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο ἐκφράζεται μὲ τὶς ἅγιες ἐντολές Του. «Τηρώντας τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ἔλεγε ὁ Γέροντας, ἐργαζόμαστε τὴν ἀρετὴ καὶ ἀποκτοῦμε τὴν ὑγεία τῆς ψυχῆς».
Οἱ ἀπαντήσεις αὐτὲς δὲν ἐνδιαφέρουν μόνον τοὺς μοναχοὺς ἀλλὰ καὶ κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔχει «τὴν καλὴ ἀνησυχία» γιὰ τὴν καλλιέργεια τῆς ἀρετῆς. Ὁ Γέροντας μὲ τὴν γνωστὴ ποιμαντική του, τὰ εὔστοχα παραδείγματα καὶ τὸ πηγαῖο χιοῦμορ, κάνει πνευματικὴ «λιακάδα», ἡ ὁποία εὐνοεῖ νὰ ἀνοίξουν στὴν ψυχή μας τὰ ἄνθη τῆς μετανοίας καὶ νὰ δώσουμε καρπὸ ἀρετῆς. Μᾶς ἐνθαρρύνει νὰ δοῦμε κατὰ πρόσωπο τὸν παλαιό μας ἄνθρωπο, ὥστε νὰ σιχαθοῦμε τὸ «εἰδεχθὲς προσωπεῖον» του καὶ νὰ τὸ ἀποβάλουμε. Πιστεύουμε ὅτι ὁ ἁπλὸς ἀλλὰ φωτισμένος λόγος τοῦ Γέροντα θὰ μᾶς βοηθήση νὰ ἀγωνισθοῦμε ἀκόμη περισσότερο, γιὰ νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὴν δουλεία τῶν παθῶν καὶ νὰ ζήσουμε τὴν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία. Ὁ Γέροντας ἔλεγε: «Ὁ Θεὸς δὲν δίνει στὸν ἄνθρωπο ἐλαττώματα ἀλλὰ δυνάμεις. Ἀνάλογα μὲ τὸ πῶς θὰ χρησιμοποιήση ὁ ἄνθρωπος τὶς δυνάμεις αὐτές, μπορεῖ νὰ γίνη καλὸς ἢ κακός». Ἂν δηλαδὴ χρησιμοποιήσουμε τὶς δυνάμεις αὐτὲς σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, πλησιάζουμε στὸν Θεὸ καὶ γινόμαστε κατὰ χάριν ὅμοιοι μὲ Ἐκεῖνον. Ἂν τὶς χρησιμοποιήσουμε σύμφωνα μὲ «τὰ θελήματα τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου», γινόμαστε δοῦλοι τῶν παθῶν καὶ ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὸν Θεό. Γιὰ νὰ γίνουμε «καινοὶ ἄνθρωποι» χρειάζεται νὰ ταυτίσουμε τὸ θέλημά μας μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο ἐκφράζεται μὲ τὶς ἅγιες ἐντολές Του. «Τηρώντας τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ἔλεγε ὁ Γέροντας, ἐργαζόμαστε τὴν ἀρετὴ καὶ ἀποκτοῦμε τὴν ὑγεία τῆς ψυχῆς».
Ὁ
Γέροντας τόνιζε ὅτι ἡ θεία
Χάρις παύει νὰ ἐνεργῆ στὸν ἄνθρωπο ποὺδουλεύει στὰ πάθη του. Γι᾿ αὐτό, ὅταν
κάποιος τοῦ ἔλεγε ὅτι πέφτει σὲ ἕνα πάθος, συνήθιζε νὰ λέη: «Πρόσεξε, γιατὶ ἔτσι
διώχνεις τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ». Καὶ ὅταν τὸν ρωτούσαμε πῶς θὰ ἀποκτήσουμε τὴν Χάρη
τοῦ Θεοῦ ἢ πῶς ὁ ἄνθρωπος συγγενεύει μὲ τὸν Θεό, ἄλλοτε μᾶς ἔλεγε μὲ τὴν ταπείνωση,
ἄλλοτε μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἀρχοντιά, ἄλλοτε μὲ τὴν θυσία καὶ τὸ φιλότιμο, καὶ ἄλλοτε
τόνιζε τὸ πέταμα τοῦ ἑαυτοῦ μας. Γιατὶ ὅλα αὐτὰ εἶναι τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ «καινοῦ ἀνθρώπου», τοῦ ἀνθρώπου
ποὺ ἔχει ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὰ πάθη. «Ὅταν λέω νὰ πετάξουμε τὸν ἑαυτό μας,
ἔλεγε ὁ Γέροντας, ἐννοῶ νὰ πετάξουμε τὰ πάθη
μας, νὰ ἀπεκδυθοῦμε τὸν παλαιό μας ἄνθρωπο... Ἂν πετάξουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ φύγη
ὁ κακὸς ἐνοικιαστής, ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος,
θὰ κατοικήση στὸ
κενὸ τῆς καρδιᾶς
ὁ καινὸς ἄνθρωπος
τῆς Καινῆς Διαθήκης».
Ὁ τόμος αὐτὸς ἀπαρτίζεται ἀπὸ δύο ἑνότητες
καὶ ἡ καθεμιὰ χωρίζεται σὲ τέσσερα μέρη. Ἡ πρώτη ἑνότητα ἀναφέρεται στὰ πάθη καὶ
ἡ δεύτερη στὶς ἀρετές.Τὸ πρῶτο μέρος τῆς
ἑνότητας τῶν παθῶν ἀναφέρεται στὴν φιλαυτία,
τὴν «μητέρα τῶν παθῶν», ἀφοῦ ὅλα τὰ πάθη – τόσο τὰ σωματικά, ὅπως ἡ
γαστριμαργία, ἡ φιληδονία κ.λπ., ὅσο καὶ τὰ ψυχικά, ὅπως ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ ζήλεια
κ.λπ. –, «ἀπὸ ἐκεῖ ξεκινοῦν».
Τὸ δεύτερο μέρος κάνει λόγο γιὰ τὴν ὑπερηφάνεια,
τὸ «Γενικὸ Ἐπιτελεῖο τῶν παθῶν», ὅπως τὴν χαρακτήριζε ὁ Γέροντας. Θὰ μπορούσαμε
νὰ ποῦμε ὅτι, ὅπως «μία εἶναι ἡ ἀρετή, ἡ ταπείνωση», ἔτσι κι ἕνα εἶναι τὸ
πάθος, ἡ ὑπερηφάνεια, ἀφοῦ αὐτὴ
«μᾶς ἔφερε ἀπὸ τὸν Παράδεισο στὴν γῆ, κι αὐτὴ
ἀπὸ τὴν γῆ προσπαθεῖ νὰ μᾶς στείλη στὴν κόλαση».Τὸ τρίτο μέρος ἀναφέρεται στὴν
κατάκριση, ποὺ γεννιέται ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια καὶ εἶναι «γεμάτη ἀπὸ ἀδικία». Ὁ ἄνθρωπος
τὸ χάρισμα τῆς κρίσεως ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, γιὰ νὰ διακρίνη τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ
κακό, τὸ μεταστρέφει στὸ πάθος τῆς κατακρίσεως, ποὺ κατ᾿ ἐξοχὴν ἀποστρέφεται ὁ
Θεός.
Στὸ τέταρτο μέρος γίνεται λόγος γιὰ τὰ
πάθη τῆς ζήλειας, τοῦ θυμοῦ καὶ τῆς λύπης, ποὺ καὶ αὐτὰ ἀποτελοῦν διαστροφὴ
δυνάμεων τῆς ψυχῆς καὶ κατάχρηση ἀντίστοιχων χαρισμάτων. Τὴν δύναμη τοῦ ἐπιθυμητικοῦ,
ποὺ μᾶς δόθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ νὰ ἀναζητᾶμε τὸ καλό, τὴν μεταστρέφουμε σὲ ζήλεια
καὶ φθόνο, ἐνῶ τὴν ἔμφυτη δύναμη τοῦ θυμικοῦ, ποὺ πρέπει νὰ χρησιμοποιοῦμε γιὰ
νὰ ἀγωνιζώμαστε μὲ ἀνδρεία καὶ παλληκαριὰ κατὰ τοῦ κακοῦ, τὴν στρέφουμε ἐναντίον
τοῦ πλησίον. Τὸ πάθος τέλος τῆς λύπης μᾶς στερεῖ τὴν δυνατότητα νὰ χαιρώμαστε τὶς
πλούσιες εὐλογίες τοῦ Θεοῦ καὶ μᾶς ἀποδυναμώνει πνευματικά. Ὁ Γέροντας ἀντιδιαστέλλει
τὴν λύπη αὐτὴν ἀπὸ τὴν κατὰ Θεὸν λύπη, ἡ ὁποία πηγάζει ἀπὸ τὴν μετάνοια καὶ γεμίζει
τὴν ψυχὴ μὲ γλυκειὰ παρηγοριά.
Ἡ ἑνότητα τῶν ἀρετῶν ἀρχίζει μὲ τὴν «ὑψοποιὸ»
ταπείνωση. Χωρὶς τὴν ταπείνωση οἱ ἀρετές μας εἶναι «τοξινωμένες»: Ἡ ὑπομονὴ
μπορεῖ νὰ ἔχη μέσα γογγυσμὸ ἢ ὑποκρισία, ἡ ἁπλότητα μπορεῖ νὰ ἐκτραπῆ σὲ ἀναίδεια
καὶ πονηρία, ἡ χαρὰ νὰ μὴν εἶναι πνευματικὴ ἀγαλλίαση ἀλλὰ κοσμικὴ ἱκανοποίηση.
«Ὅσοι βρῆκαν τὸν δρόμο τῆς ταπεινοφροσύνης, ἔλεγε ὁ Γέροντας, προχωροῦν στὴν
πνευματικὴ ζωὴ σύντομα, σταθερὰ καὶ χωρὶς κόπο». Καὶ σὲ ἐπιστολή του ἔγραφε: «Ὁ
πιὸ σύντομος, σίγουρος καὶ εὔκολος δρόμος πρὸς τὴν ἄνω Ἰερουσαλὴμ εἶναι ἡ ταπείνωση».
Τὸ δεύτερο μέρος ἀναφέρεται στὴν ἀγάπη, ἡ ὁποία
πρέπει νὰ «μοιράζεται»σωστὰ στὸν Θεό, στὸν πλησίον καὶ σὲ ὅλη τὴν κτίση. Ἡ ἀγάπη
πρὸς τὸν Θεὸ εἶναι ἀδιάσπαστα δεμένη μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον καὶ ὁδηγεῖ τὴν
ψυχὴ σὲ θεῖο ἔρωτα, θεία τρέλλα, θεία μέθη. Ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον εἶναι
ἡ «ἀκριβὴ πνευματικὴ ἀγάπη» ποὺ ἔχει ὅποιος «βγάζει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴν ἀγάπη
του», ὅποιος δηλαδὴ δὲν ἀποβλέπει σὲ δικό του συμφέρον. Καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς ὅλη τὴν
κτίση εἶναι τὸ ὑπερχείλισμα τῆς «γενικῆς» ἀγάπης ποὺ ἔχει ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος.
Τὸ τρίτο μέρος ἀναφέρεται στὴν ἀρχοντιὰ καὶ
στὸ φιλότιμο, ποὺ ἀποτελοῦν κύριους ἄξονες τῆς διδασκαλίας τοῦ Γέροντα. «Ἡ ἀρχοντιά,
ἔλεγε ὁ Γέροντας, ὅλα τὰ ἔχει· ἔχει φιλότιμο, ἔχει ταπείνωση καὶ ἁπλότητα, ἔχει
ἀνιδιοτέλεια, τιμιότητα..., ἔχει καὶ τὴν μεγαλύτερη
χαρὰ καὶ τὴν πνευματικὴ ἀγαλλίαση».
Ὁ Γέροντας, χωρὶς
νὰ μειώνη τὴν ἀξία τῆς ἀσκήσεως, βάζει τὴν ἀρχοντιὰ καὶ τὸ φιλότιμο πάνω
ἀπὸ κάθε ἀσκητικὸ ἀγώνα, ἀφοῦ, ἂν δὲν ὑπάρχη ἀρχοντιά, ὅλα τὰ πνευματικὰ – ἄσκηση,
μετάνοιες κ.λπ. –, εἶναι, ὅπως ἔλεγε, «κουκουσκιάχτικα», δηλαδὴ «μόνον τὶς
κουροῦνες μποροῦν νὰ διώξουν καὶ ὄχι τὰ ταγκαλάκια».
Στὸ τέταρτο μέρος γίνεται ἀναφορὰ στὴν ἁπλότητα,
ποὺ εἶναι «τὸ πρῶτο παιδὶ τῆς ταπεινώσεως», στὴν πίστη καὶ στὴν ἐλπίδα στὸν
Θεό, ποὺ «εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀσφάλεια γιὰ τὸν ἄνθρωπο», στὴν ὑπομονή, ποὺ
«ξεδιαλύνει πολλὰ καὶ φέρνει θεϊκὰ ἀποτελέσματα», καὶ στὴν πνευματικὴ χαρά, ποὺ
«ἔρχεται μὲ τὴν ἐσωτερικὴ τακτοποίηση καὶ δίνει φτερὰ στὴν ψυχή». Τέλος, ὁ
Γέροντας μιλάει γιὰ τὴν διάκριση, τὴν «κορωνίδα τῶν ἀρετῶν». Ἡ διάκριση «δὲν εἶναι
ἁπλῶς μία ἀρετή», δὲν εἶναι βῆμα πρὸς τὴν πνευματικὴ πρόοδο, ἀλλὰ τὸ ἀποτέλεσμα
καὶ ἡ ἀσφάλειά της· εἶναι «τὸ τιμόνι ποὺ ὁδηγεῖ μὲ ἀσφάλεια τὴν ψυχή, ὥστε νὰ μὴ
σκοντάφτη οὔτε δεξιὰ οὔτε ἀριστερά», ἀλλὰ νὰ βαδίζη μὲ σταθερότητα τὴν βασιλικὴ
ὁδὸ τῶν ἀρετῶν ἀποφεύγοντας τὰ ἄκρα, ποὺ εἶναι τῶν δαιμόνων.
Ὡς ἐπίλογος τοῦ τόμου ἔχουν παρατεθῆ λόγοι
τοῦ Γέροντα γιὰ τὴν καλὴ ἀνησυχία, «τὴν καλὴ ἀγωνία γιὰ τὸν "καλὸν ἀγῶνα"», ὅπως τὴν χαρακτήριζε.
«Ἡ καλὴ ἀνησυχία, ἔλεγε, εἶναι φτερούγισμα. Δίνει στὴν ψυχὴ λεβεντιά, ζωντάνια·
δὲν φέρνει ἄγχος καὶ στενοχώρια, ἀλλὰ παρηγοριά· δὲν εἶναι κόπος, δὲν εἶναι ἀγωνία,
ἀλλὰ ζῆλος γιὰ ἀγώνα».
Αὐτὸς
ὁ πνευματικὸς ζῆλος
εὐχόμαστε νὰ ἀνάψη
σὲ ὅλους μας, ὥστε νὰ ἀγωνισθοῦμε νὰ ἀπεκδυθοῦμε τὸν
παλαιό μας ἄνθρωπο
καὶ νὰ ἐνδυθοῦμε
τὴν ταπείνωση, γιὰ νὰ κατοικήση στὴν καρδιά μας ἡ Ἀγάπη, ὁ Χριστός.
26 Σεπτεμβρίου 2006
Μετάστασις τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ
Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου
Ἡ Καθηγουμένη τοῦ Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου
Φιλοθέη Μοναχὴ καὶ αἱ σὺν ἐμοὶ ἐν Χριστῷ Ἀδελφαὶ
– Γέροντα, πέστε μας κάτι πρὶν φύγετε.
– Τί νὰ σᾶς πῶ; Τόσα σᾶς εἶπα!
– Πέστε μας κάτι, γιὰ νὰ τὸ
δουλέψουμε,μέχρι νὰ ξαναρθῆτε.
– Ἔ, ἀφοῦ ἐπιμένετε, νὰ σᾶς πῶ... Μία εἶναι
ἡ ἀρετή, ἡ ταπείνωση· ἐπειδὴ ὅμως δὲν τὸ καταλαβαίνετε, ἄντε, νὰ σᾶς πῶ καὶ τὴν
ἀγάπη. Ἀλλά, ὅποιος ἔχει ταπείνωση, δὲν ἔχει καὶ ἀγάπη;
Eισαγωγή
και δημοσίευση Κειμένων στο
Ορθόδοξο Διαδίκτυο
Η ηλεκτρονική επεξεργασία, επιμέλεια
και μορφοποίηση κειμένου
και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο
Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
.Διαβάστε και τούς Ορους Χρήσης του Ιστολογίου
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου