Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2016
Ζήλεια-Θυμὸς-Λύπη
«Ὅταν ὁ ἄνθρωπος φθάση νὰ χαίρεται γιὰ τὴν
πρόοδο τῶν ἄλλων, τότε ὁ Χριστὸς θὰ τοῦ δώση ὅλη τὴν πρόοδο τῶν ἄλλων καὶ θὰ
χαίρεται ὅσο χαίρονται ὅλοι οἱ ἄλλοι,καὶ τότε φυσικὰ θὰ εἶναι πολλὴ καὶ ἡ
πρόοδός του καὶ ἡ χαρά του».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 - Τὸ δηλητήριο τῆς ζήλειας
Ἡ ζήλεια εἶναι ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα πάθη
– Γέροντα, ζηλεύω μιὰ ἀδελφή. – Ξέρω ποιά ἀδελφὴ
ζηλεύεις... Ἔμαθα ὅμως ὅτι κι ἐκείνη ζηλεύει ἐσένα! Ἐγὼ θὰ εὔχωμαι καὶ οἱ δυό
σας νὰ ζηλεύετε τὸν ζηλωτὴ Ἠλία καὶ ἐκεῖνος νὰ σᾶς διώξη τὴν ζήλεια καὶ νὰ σᾶς
δώση ἀπὸ τὸν δικό του θεῖο ζῆλο. Ἀμήν.– Ὅταν, Γέροντα, ζηλεύω, προσπαθῶ νὰ
τοποθετηθῶ λογικά. – Ἂν ἐξ ἀρχῆς προσπαθήσης νὰ μὴ ζηλέψης, δὲν εἶναι πιὸ καλά;
Ἡ ζήλεια εἶναι γελοῖο πράγμα. Λίγη σκέψη χρειάζεται, γιὰ νὰ ξεπεράση τὴν ζήλεια
κανείς· δὲν χρειάζεται νὰ κάνη μεγάλους ἀγῶνες καὶ πολλὴ ἄσκηση, γιατὶ εἶναι
ψυχικὸ πάθος. Πρόσεξε, μὴν ἀφήσης ποτὲ τὸ πάθος τῆς ζήλειας νὰ σὲ κυριέψη, γιατὶ
εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα πάθη. Ξέρεις ἀπὸ τὴν ζήλεια ποῦ μπορεῖ νὰ φθάση ὁ ἄνθρωπος;
Στὸν φθόνο καὶ στὴν διαβολή. Καὶ οἱ διαβολὲς κάνουν πολὺ μεγαλύτερο κακὸ ἀπὸ τὸν
φθόνο.
– Γέροντα, τί ἔχει μέσα ἡ ζήλεια; – Καὶ τί
δὲν ἔχει!... Ὑπερηφάνεια ἔχει, ἐγωισμὸ ἔχει, φιλαυτία ἔχει... Δὲν ἔχει ἀγάπη οὔτε
φυσικὰ καὶ ταπείνωση. – Δηλαδή, Γέροντα, ἂν κανεὶς ζηλεύη, ἀποκλείεται νὰ ἔχη ἀγάπη;
– Καὶ βέβαια ἀποκλείεται! Δὲν εἶναι δυνατὸν
ἕνας ἄνθρωπος νὰ ἔχη συγχρόνως ζήλεια καὶ ἀγάπη. Κι ἂν ἀκόμη ἔχη λίγη ἀγάπη, ἡ ἀγάπη
του δὲν εἶναι καθαρή, γιατὶ μέσα στὴν ἀγάπη του εἶναι ὁ ἑαυτός του. Ἡ ζήλεια
μουρνταρεύει τὴν ἀγάπη καὶ τὴν καλωσύνη, ὅπως τὸ ψόφιο ποντίκι μουρνταρεύει ὅλο
τὸ λάδι, ὅταν πέση μέσα στὸ πιθάρι.
– Γέροντα, ἐγὼ νομίζω ὅτι ζηλεύω, ἐπειδὴ
μέσα μου δὲν νιώθω γεμάτη.– Πῶς νὰ νιώθης γεμάτη, ὅταν τὰ θέλης ὅλα δικά σου;– Ὅταν
ὅμως ἐπιθυμῶ κάτι ποὺ δίνεται σὲ μιὰ ἄλλη ἀδελφή;– Ἀφοῦ ὁ
Θεὸς εἶπε: «οὐκ ἐπιθυμήσεις ὅσα τῷ πλησίον
σού ἐστι»1, πῶς νὰ
ἐπιθυμήσουμε κάτι ποὺ ἔχει ὁ ἄλλος; Οὔτε τὶς βασικὲς ἐντολὲς νὰ μὴν τηρήσουμε;
Μετὰ ἡ ζωή μας γίνεται κόλαση. «Ἕκαστος πειράζεται ὑπὸ τῆς ἰδίας ἐπιθυμίας»2,
λέει ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος. Αὐτὲς οἱ ἐπιθυμίες θὰ βασανίζουν τὶς ψυχὲς
καὶ στὴν κόλαση. Κι ἂν μᾶς πάρη ὁ Θεὸς στὸν Παράδεισο, χωρὶς νὰ ἔχουμε ἀπαλλαγῆ
ἀπὸ τὴν ζήλεια, καὶ ἐκεῖ δὲν θὰ βροῦμε ἀνάπαυση, γιατὶ θὰ ἔχουμε τὶς ἴδιες
παράλογες ἐπιθυμίες.
Ἡ ζήλεια δηλητηριάζει τὴν πολλὴ ἀγάπη τῆς
γυναίκας
– Γέροντα, γιατί τὸ πάθος τῆς ζήλειας ὑπάρχει
στὶς γυναῖκες σὲ μεγαλύτερο βαθμὸ ἀπὸ ὅ,τι στοὺς ἄνδρες;– Ἐπειδὴ ἡ γυναίκα ἔχει
ἀπὸ τὴν φύση της πολλὴ καλωσύνη καὶ ἀγάπη, ὁ διάβολος πολὺ τὴν πολεμάει· τῆς
πετάει τὴν φαρμακερὴ ζήλεια καὶ τῆς δηλητηριάζει τὴν ἀγάπη. Καὶ ὅταν ἡ ἀγάπη
της δηλητηριασθῆ καὶ γίνη κακότητα, τότε ἡ γυναίκα ἀπὸ μέλισσα γίνεται σφήκα καὶ
ξεπερνᾶ τὴν σκληρότητα τοῦ ἄνδρα. Καὶ βλέπεις, ἐνῶ γιὰ τὸν ἄνδρα εἶναι ἀρκετὸ νὰ
φύγη ἕνα ἀνεπιθύμητο πρόσωπο ἀπὸ κοντά του, γιὰ νὰ μὴν τὸ βλέπουν τὰ μάτια του,
ἡ γυναίκα, ποὺ τὴν ἔχει πλάσει ὁ Θεὸς μὲ σπλάχνα, δὲν ἀρκεῖται στὸ νὰ ἐξαφανισθῆ
τὸ πρόσωπο ποὺ ζηλεύει καὶ νὰ μὴν τὸ βλέπουν τὰ μάτια της, ἀλλὰ θὰ ἤθελε νὰ
πεθάνη. Δηλαδὴ ...σίγουρες δουλειές!
Ἐμένα φοβήθηκε τὸ μάτι μου ἀπὸ τὴν κακία, ἡ
ὁποία, ὅταν μπῆ μέσα της ἡ ζήλεια καὶ τὸ πεῖσμα, μπορεῖ νὰ φθάση σὲ δαιμονικὸ
βαθμό. Οὔτε τὸν Θεὸ ὑπολογίζουν μετὰ οἱ ἄνθρωποι· γίνονται ταγκαλάκια σωστά. Καὶ
τοὺς ἄλλους βασανίζουν καὶ οἱ ἴδιοι βασανίζονται καὶ αἰώνια θὰ βασανίζωνται –
Θεὸς φυλάξοι –, ἂν δὲν διώξουν τὴν ζήλεια.Ἡ γυναίκα πρέπει νὰ προσέχη πολὺ τὴν
ζήλεια. Ἐπιβάλλεται νὰ βγάλη τὸν ἑαυτό της ἀπὸ τὴν ἀγάπη της, γιὰ νὰ μείνη
καθαρὴ ἡ πολλὴ ἀγάπη ποὺ ἔχει.– Πῶς θὰ γίνη αὐτό, Γέροντα;– Ἂν ξεπεράση τὶς
μικρότητες καὶ καλλιεργήση τὴν πνευματικὴ λεβεντιὰ καὶ τὴν πνευματικὴ ἀρχοντιά,
τὴν θυσία. Ἡ ἀρχοντιὰ εἶναι τὸ ἀντίδοτο τῆς ζήλειας. Ἀλλὰ δυστυχῶς λίγοι ἔχουν ἀρχοντιά.
Ἡ ζήλεια μᾶς ἀποδυναμώνει
– Γέροντα, δὲν ἔχω καθόλου κουράγιο.
– Ζηλεύεις, γι᾿ αὐτὸ δὲν ἔχεις κουράγιο. Ὅταν
ζηλεύη κανείς, στενοχωριέται, δὲν μπορεῖ νὰ φάη, ὁπότε ἀδυνατίζει καὶ χάνει τὸ
κουράγιο του· καὶ οἱ ἄλλοι μπορεῖ νὰ νομίζουν πὼς εἶναι μεγάλος ἀσκητής!
– Γέροντα, αἰσθάνομαι πολὺ φτωχὴ πνευματικὰ
καὶ ἀδύναμη. – Ἐσὺ ἔχεις πολλὲς δυνάμεις, ἀλλὰ τὶς χαραμίζεις μὲ τὴν χαζὴ ζήλεια
καί, ἐνῶ εἶσαι ἕνα ἀρχοντόπουλο, βασανίζεσαι σὰν κακόμοιρο γυφτάκι. Θὰ εἶχες
προχωρήσει πολὺ στὴν πνευματικὴ ζωή, ἂν δὲν σκάλωνες στὴν ζήλεια. Πρόσεξε, γιατὶ
ἡ ζήλεια σοῦ ρουφάει ὅλες τὶς ψυχικὲς καὶ σωματικές σου δυνάμεις, ποὺ θὰ μποροῦσες
νὰ τὶς προσφέρης θυσία στὸν Θεό. Ἐὰν ἔδιωχνες τὴν ζήλεια, καὶ ἡ προσευχή σου θὰ
εἶχε δύναμη.Μὲ τὴν ζήλεια
ἀποδυναμώνεται κανεὶς πνευματικά.
Γιατί, νομίζετε, οἱ Ἀπόστολοι δὲν μπόρεσαν νὰ βγάλουν τὸ
δαιμόνιο ἀπὸ τὸ δαιμονισμένο παιδί3, ἐνῶ εἶχαν
λάβει αὐτὴν τὴν ἐξουσία ἀπὸ τὸν Χριστὸ
καὶ εἶχαν βγάλει
ἄλλα δαιμόνια; Ἐπειδὴ ζήλεψαν, ποὺ
ὁ Χριστὸς πῆρε στὴν Μεταμόρφωση μόνον τοὺς τρεῖς Μαθητές, τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο
καὶ τὸν Ἰωάννη4. Μποροῦσε ὁ Χριστὸς νὰ πάρη ὅλους τοὺς Μαθητές, ἀλλὰ δὲν ἦταν ὅλοι
σὲ κατάσταση νὰ χωρέσουν αὐτὸ τὸ μυστήριο, γι᾿ αὐτὸ πῆρε αὐτοὺς ποὺ μποροῦσαν νὰ
τὸ χωρέσουν. Λέτε νὰ μὴν ἀγαποῦσε τοὺς ἄλλους Μαθητές; Ἢ μήπως ἀγαποῦσε τὸν Ἰωάννη
περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους; Ὄχι, ἀλλὰ ὁ Ἰωάννης ἀγαποῦσε περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους
Μαθητὲς τὸν Χριστὸ καὶ γι᾿ αὐτὸ καταλάβαινε
τὴν ἀγάπη τοῦ
Χριστοῦ καλύτερα. Εἶχε
πολλὴ χωρητικότητα· ἡ μπαταρία του ἦταν μεγάλη. Βλέπετε πῶς ἡ ζήλεια
ἀπομάκρυνε τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους καὶ δὲν μπόρεσαν νὰ
γιατρέψουν τὸ δαιμονισμένο παιδάκι; Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστὸς εἶπε: «Ὦ γενεὰ ἄπιστος
καὶ διεστραμμένη! ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾿ ὑμῶν; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;»5!
Ὅποιος θάβει τὰ δικά του χαρίσματα,
ζηλεύει τὰ χαρίσματα τῶν ἄλλων
– Γέροντα, πῶς θὰ βοηθηθῆ κάποιος ποὺ
ζηλεύει νὰ ξεπεράση τὴν ζήλεια; – Ἂν γνωρίση τὰ χαρίσματα μὲ τὰ ὁποῖα τὸν ἔχει
προικίσει ὁ Θεὸς καὶ τὰ ἀξιοποιήση,
τότε δὲν θὰ ζηλεύη
καὶ ἡ ζωή
του θὰ εἶναι
Παράδεισος. Πολλοὶ δὲν βλέπουν τὰ δικά τους χαρίσματα· βλέπουν
μόνον τὰ χαρίσματα τῶν ἄλλων καὶ τοὺς πιάνει ἡ ζήλεια. Θεωροῦν τὸν ἑαυτό τους ἀδικημένο,
μειωμένο, κι ἔτσι βασανίζονται καὶ κάνουν τὴν ζωή τους μαύρη. «Γιατί αὐτὸς νὰ ἔχη
αὐτὰ τὰ χαρίσματα κι ἐγὼ νὰ μὴν τὰ ἔχω;», λένε. Μὰ ἐσὺ ἔχεις ἄλλα χαρίσματα, ἐκεῖνος
ἄλλα. Θυμᾶστε τὸν Κάιν καὶ τὸν Ἄβελ; Δὲν ἔψαξε ὁ Κάιν νὰ βρῆ τὰ δικά του χαρίσματα,
ἀλλὰ κοιτοῦσε τὰ χαρίσματα τοῦ Ἄβελ· ὁπότε καλλιέργησε τὸν φθόνο πρὸς τὸν ἀδελφό
του, μετὰ τὰ ἔβαλε καὶ μὲ τὸν Θεὸ καὶ τελικὰ ἀπὸ τὸν φθόνο ἔφθασε στὸν φόνο6.
Καὶ μπορεῖ αὐτὸς νὰ εἶχε περισσότερα καὶ μεγαλύτερα χαρίσματα ἀπὸ τὸν Ἄβελ.
– Γέροντα, πῶς μπορεῖ κανείς, ὅταν βλέπη τὰ
χαρίσματα τῶν ἄλλων, νὰ μὴ ζηλεύη, ἀλλὰ νὰ χαίρεται; – Ἂν ἀξιοποιῆ τὰ δικά του
χαρίσματα καὶ δὲν τὰ θάβη, τότε θὰ χαίρεται μὲ τὰ χαρίσματα τῶν ἄλλων. Χρόνια
τώρα βλέπω ἐδῶ μιὰ ἀδελφὴ τί φωνὴ ἔχει, τί εὐλάβεια, καὶ ὅμως δὲν πάει νὰ ψάλη.
Καὶ ἐπειδὴ τὸ δικό της χάρισμα τὸ θάβει καὶ δὲν ψάλλει, μαραζώνει, ὅταν ἀκούη τὴν
ἄλλη ποὺ δὲν ἔχει καὶ τόσο καλὴ φωνὴ νὰ ψάλλη. Δὲν σκέφτεται ὅτι σ᾿ αὐτὴν ἔδωσε
ὁ Θεὸς καλύτερη φωνή, ἀλλὰ δὲν τὴν καλλιεργεῖ. Γι᾿ αὐτό, λέω, ὁ καθένας νὰ ψάξη
νὰ δῆ μήπως τὸ χάρισμα ποὺ βλέπει στὸν ἄλλον καὶ τὸ ζηλεύει τὸ ἔχει καὶ αὐτός, ἀλλὰ
δὲν τὸ καλλιεργεῖ, ἢ μήπως ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε ἄλλο χάρισμα. Γιατὶ ὁ Θεὸς δὲν ἀδικεῖ
κανέναν· στὸν καθέναν ἔχει δώσει ἕνα διαφορετικὸ χάρισμα ποὺ θὰ τὸν βοηθήση στὴν
πνευματική του πρόοδο.
Ὅπως ὁ ἕνας ἄνθρωπος δὲν μοιάζει μὲ τὸν ἄλλο,
ἔτσι καὶ τὸ χάρισμα τοῦ ἑνὸς δὲν μοιάζει μὲ τοῦ ἄλλου. Προσέξατε καμμιὰ φορὰ τὰ
ἀγριομπίζελα ποὺ ἔχετε ἐκεῖ κάτω στὸν φράχτη; Ὅλα εἶναι ἀπὸ μία ρίζα, ἀλλὰ ἔχουν
διαφορετικὰ χρώματα καὶ τὸ ἕνα εἶναι πιὸ ὄμορφο ἀπὸ τὸ ἄλλο. Καὶ ὅμως τὸ ἕνα δὲν
ζηλεύει τὸ ἄλλο... Τὸ καθένα χαίρεται μὲ τὸ χρῶμα ποὺ ἔχει. Βλέπετε καὶ τὰ
πουλιά; Τὸ καθένα ἔχει τὴν χάρη του, τὸ δικό του κελάηδημα.Ἂς βρῆ λοιπὸν ὁ
καθένας τὰ χαρίσματα ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, ἂς δοξάζη τὸν Καλὸ Θεό, ὄχι ἐγωιστικά,
φαρισαϊκά, ἀλλὰ ταπεινά, ἀναγνωρίζοντας
ὅτι δὲν ἔχει ἀνταποκριθῆ στὶς δωρεὲς τοῦ
Θεοῦ, καὶ ἂς τὰ ἀξιοποιήση στὸ ἑξῆς.
– Γέροντα, ζηλεύω μερικὲς ἀδελφές, γιατὶ ἔχουν
ὁρισμένα χαρίσματα ποὺ ἐγὼ δὲν τὰ ἔχω.– Σ᾿ ἐσένα ὁ Θεὸς ἔδωσε τόσα χαρίσματα κι
ἐσὺ ζηλεύεις τὰ χαρίσματα τῶν ἄλλων; Μοῦ θυμίζεις
τὴν κόρη ἑνὸς
ζαχαροπλάστη ποὺ εἴχαμε
στὴν Κόνιτσα. Ὁ πατέρας της τῆς ἔδινε κάθε μέρα ἕνα μικρὸ
κομμάτι ραβανί, γιὰ νὰ μὴν τὴν πειράξη τὸ μεγάλο, καὶ αὐτὴ ἔβλεπε τὰ παιδιὰ στὸ
σχολεῖο ποὺ ἔτρωγαν μεγάλο κομμάτι μπομπότα7
καὶ τὰ ζήλευε. «Τί μεγάλο κομμάτι τρῶνε αὐτά! ἔλεγε. Ἐμένα ὁ πατέρας μου
μικρὸ μοῦ δίνει». Ζήλευε τὴν μπομπότα ποὺ ἔτρωγαν τὰ ἄλλα παιδιά, ἐνῶ αὐτὴ εἶχε
ὁλόκληρο ζαχαροπλαστεῖο καὶ ἔτρωγε ραβανί! Θέλω νὰ πῶ, κι ἐσὺ δὲν ἐκτιμᾶς τὰ
μεγάλα χαρίσματα ποὺ σοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, ἀλλὰ βλέπεις τὰ χαρίσματα τῶν ἄλλων καὶ
ζηλεύεις.
Ἂς μὴν εἴμαστε ἀχάριστοι πρὸς τὸν Καλὸ
Πατέρα μας Θεό, ὁ Ὁποῖος ἔχει προικίσει ὅλα τὰ πλάσματά Του μὲ χαρίσματα
διάφορα, γιατὶ Αὐτὸς γνωρίζει τί χρειάζεται ὁ καθένας μας, ὥστε νὰ μὴ βλαφθοῦμε.
Ἐμεῖς ὅμως πολλὲς φορὲς κάνουμε σὰν τὰ μικρὰ παιδιὰ καὶ παραπονιόμαστε, γιατί δὲν
ἔδωσε καὶ σ᾿ ἐμᾶς ὁ Πατέρας ἕνα φράγκο8 ἢ ἕνα δίφραγκο, ὅπως ἔδωσε στὰ ἀδέλφια
μας, ἐνῶ σ᾿ ἐμᾶς ἔχει δώσει ὁλόκληρο ἑκατοστάρικο9. Νομίζουμε ὅτι αὐτὸ ποὺ ἔδωσε
σ᾿ ἐμᾶς δὲν εἶναι τίποτε, γιατὶ περνᾶμε τὸ ἑκατοστάρικο γιὰ χαρτί, καὶ μᾶς
συγκινεῖ τὸ φράγκο ἢ τὸ δίφραγκο ποὺ ἔδωσε στὰ ἀδέλφια μας καὶ κλαῖμε καὶ ἀγανακτοῦμε
μὲ τὸν Καλὸ Πατέρα μας10.
Ἡ καλὴ ζήλεια
– Γέροντα, ζηλεύω μιὰ ἀδελφή, γιατὶ βλέπω
πὼς ἔχει ταπείνωση, ἁπλότητα, εὐλάβεια. – Ἐγὼ θὰ κάνω κομποσχοίνι νὰ πεθάνη.
Θέλεις νὰ πεθάνη; – Ὄχι, Γέροντα!
Μπορεῖ νὰ ζηλεύω
τὸ καλὸ τοῦ ἄλλου, ἀλλὰ οὔτε κατὰ διάνοια δὲν θέλω νὰ πάθη κακό. Δὲν θέλω
νὰ μὴν ἔχη ὁ ἄλλος ἀρετή· θὰ ἤθελα ὅμως νὰ ἔχω κι ἐγὼ κάτι καλό.
– Ἔ, τότε νὰ τὸ μοιράσουμε, γιὰ νὰ τὸ ἔχετε
ἀπὸ μισό! Μὴ στενοχωριέσαι. Καλὴ εἶναι ἡ ζήλεια ποὺ ἔχεις· ζηλεύεις «τὰ κρείττονα»11...–
Δηλαδή, Γέροντα, ὑπάρχει καὶ καλὴ ζήλεια; – Ναί, ὅταν κάποιος ζηλεύη τὸ καλὸ τοῦ
ἄλλου καὶ συγχρόνως χαίρεται γιὰ τὴν πρόοδό του, αὐτὴ ἡ ζήλεια εἶναι καλή. Ἂν ὅμως
νιώθη ἄσχημα καὶ στενοχωριέται, ὅταν βλέπη τὸν ἄλλον νὰ προοδεύη, ἢ χαίρεται ὕπουλα
μὲ τὴν δυσκολία του, αὐτὴ ἡ ζήλεια εἶναι κακή. Ἂς ὑποθέσουμε ὅτι ζηλεύεις μιὰ ἀδελφή,
ἐπειδὴ ἔχει καλὴ φωνὴ καὶ ψάλλει ὡραῖα. Ἂν ἀκούσης ὅτι βράχνιασε καὶ δὲν μπορεῖ
νὰ ψάλη καὶ χαρῆς, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ ζήλεια σου ἔχει κακία, ἔχει δηλητήριο. Ἂν
στενοχωρηθῆς, αὐτὸ δείχνει ὅτι ἡ ζήλεια σου δὲν ἔχει κακία· ἁπλῶς θὰ ἤθελες νὰ
ψάλλης κι ἐσὺ καλά.
– Γέροντα, πῶς θὰ ἀποκτήσω τὴν καλὴ ζήλεια;
– Νὰ σὲ ποῦμε Ὡραιοζήλη!... Προσπάθησε νὰ ἐξαγνίσης τὴν ζήλεια ποὺ ἔχεις, γιὰ νὰ
γίνη καλὴ ζήλεια. Δηλαδὴ νὰ χαίρεσαι τὴν
ἀδελφὴ ποὺ προοδεύει καὶ νὰ ἀγωνίζεσαι νὰ τὴν μιμηθῆς. Ἔτσι θὰ ἀλλοιωθῆς
πνευματικὰ καὶ θὰ παραμένη μέσα σου ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, ποὺ χαρίζει τὴν οὐράνια ἀγαλλίαση
ἀπὸ αὐτὴν τὴν ζωή.
– Μπορεῖ, Γέροντα, ἀπὸ τὴν καλὴ ζήλεια νὰ
φθάση κάποιος στὴν κακή;– Ἂν δὲν κάνη δουλειὰ στὸν ἑαυτό του, καὶ βέβαια μπορεῖ.
Θέλει πολλὴ προσοχή. – Γέροντα, ἐγὼ δὲν μπορῶ πάντοτε νὰ καταλάβω ἂν αὐτὸ ποὺ
νιώθω γιὰ τὴν πρόοδο μιᾶς ἀδελφῆς εἶναι ζήλεια καλὴ ἢ κακή.
– Ρώτησε τὸν ἑαυτό σου: «Ἐὰν ἡ ἀδελφὴ ἔκανε
ἕνα θαῦμα, τί θὰ ἔνιωθα;» ἢ «ἐὰν ἔπεφτε σὲ πειρασμὸ καὶ ξέπεφτε στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων,
θὰ χαιρόμουν ἢ θὰ στενοχωριόμουν;». Ἀπὸ τὴν ἀπάντηση ποὺ θὰ δώσης θὰ καταλάβης ἂν
ἡ ζήλεια ποὺ ἔχεις εἶναι καλὴ ἢ κακή. Ἀλλὰ γιά πές μου: Ἂν ἀκούσης ὅτι ἡ ἀδελφὴ
ποὺ ζηλεύεις τὸ ἔρριξε στὸ ρεμπελιὸ καὶ δὲν κάνει καθόλου πνευματικά, ἀλλὰ
βάζει τὸ μαγνητόφωνο νὰ λέη τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», θὰ στενοχωρηθῆς;
– Ναί, θὰ στενοχωρηθῶ, ἀλλὰ κι ἂν ἀκούσω ὅτι
συνέχεια προοδεύει, νομίζω πὼς δὲν θὰ χαρῶ. – Κοίταξε, ἂν ἐσὺ μὲ δυσκολία
περπατᾶς, νὰ χαίρεσαι αὐτὸν ποὺ τρέχει, ὄχι νὰ στενοχωριέσαι. Ἂν
θέλης νὰ κάνης
πνευματικὴ προκοπή, νὰ χαίρεσαι, ὅταν οἱ
ἀδελφὲς προοδεύουν, καὶ νὰ παρακαλᾶς τὸν Θεὸ αὐτὲς νὰ προοδεύουν συνέχεια κι ἐσὺ
νὰ φθάσης στὴν δική τους πρόοδο. Στὸ Κοινόβιο, ὅταν ἤμουν δόκιμος12, ἦταν καὶ ἕνας
ἄλλος δόκιμος στὴν ἴδια ἡλικία περίπου μ᾿ ἐμένα, ποὺ εἶχε φθάσει σὲ πολὺ μεγάλη
πνευματικὴ κατάσταση· ἔλαμπε τὸ πρόσωπό του. Σὲ ὅλα ἦταν πρότυπο, ὑπόδειγμα·
πολὺ ἀγωνιστὴς καὶ βιαστής. Εἶχε καὶ πολλὴ εὐλάβεια· ἀκόμη καὶ οἱ γεροντότεροι
σηκώνονταν ὄρθιοι ἀπὸ σεβασμό, ὅταν περνοῦσε ἀπὸ μπροστά τους. Περισσότερο ὠφελήθηκα
ἀπὸ αὐτὸν τὸν
δόκιμο παρὰ ἀπὸ τὰ βιβλία
ποὺ εἶχα διαβάσει μέχρι τότε,
γιατὶ ἦταν ζωντανὸ παράδειγμα. Μιὰ φορὰ πονοῦσε ἡ καρδιά μου. Ἔτυχε τότε νὰ
περάση ἀπὸ τὸ κελλί μου αὐτὸς ὁ ἀδελφὸς καὶ τοῦ εἶπα νὰ κάνη εὐχή. Δὲν πρόλαβε
νὰ ἀπομακρυνθῆ καὶ μοῦ πέρασε ὁ πόνος. Ἄλλη φορὰ εἶχε ἔρθει ἕνας δαιμονισμένος
καὶ ζητοῦσε νὰ τὸν κάνουν οἱ Πατέρες καλά. Τότε ὁ Γέροντας εἶπε σ᾿ αὐτὸν τὸν
δόκιμο: «Ἄντε, πήγαινε νὰ κάνης καμμιὰ εὐχή, νὰ φύγη τὸ δαιμόνιο ἀπὸ αὐτὸν τὸν
ταλαίπωρο». «Μὲ τὶς εὐχές σας, εἶπε ἐκεῖνος, νὰ διώξη ὁ Χριστὸς τὸ δαιμόνιο».
Μόλις ἀπομακρύνθηκε, ἔφυγε τὸ δαιμόνιο. Τέτοια παρρησία εἶχε στὸν Θεό! Σὲ
τέτοια πνευματικὴ κατάσταση εἶχε φθάσει! Παρακαλοῦσα λοιπὸν τὸν Θεὸ αὐτὸς ὁ ἀδελφὸς
νὰ φθάση στὰ μέτρα τοῦ Ἁγίου ποὺ εἶχε τὸ ὄνομά του κι ἐγὼ νὰ φθάσω στὰ μέτρα τὰ
δικά του. Ἔτσι νὰ κάνης κι ἐσύ, καὶ θὰ δῆς φανερὰ τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος φθάση νὰ χαίρεται γιὰ τὴν πρόοδο τῶν
ἄλλων, τότε ὁ Χριστὸς θὰ τοῦ δώση ὅλη τὴν πρόοδο τῶν ἄλλων καὶ θὰ χαίρεται
ὅσο χαίρονται ὅλοι οἱ ἄλλοι, καὶ τότε φυσικὰ θὰ εἶναι πολλὴ καὶ ἡ πρόοδός του
καὶ ἡ χαρά του.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1 Βλ. Ἔξ. 20, 17· Δευτ. 5, 21.
2 Ἰακ. 1, 14.
3 Βλ. Ματθ. 17, 16· Μάρκ. 9, 18· Λουκ. 9,
40.
4 Βλ. Ματθ. 17, 1· Μάρκ. 9, 2· Λουκ. 9,
28.
5 Ματθ. 17, 17. Βλ. καὶ Μάρκ. 9, 19· Λουκ.
9, 41.
6 Βλ. Γέν. 4, 3-8.
7 Μπομπότα: Ψωμὶ ἀπὸ καλαμποκήσιο ἀλεύρι.
8 Φράγκο: Ἔτσι ὀνομαζόταν παλιότερα ἡ
δραχμή.
9 Ἑκατοστάρικο: Χάρτινο νόμισμα ἰσοδύναμο
μὲ ἑκατὸ δραχμές.
10 Ἀπὸ γράμμα τοῦ Γέροντα πρὸς ἀδελφὴ τὸ
1968.
11 Βλ. Α´ Κορ. 12, 31.
12 Στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἐσφιγμένου, τὸ 1953.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 - Θυμός, ὁ ἐχθρὸς τῆς εἰρήνης
τοῦ Θεοῦ
Νὰ στρέψουμε τὸν θυμὸ ἐναντίον τῶν παθῶν
– Γέροντα, θέλω νὰ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὸν θυμό.
Βλέπω πόσο ἀνάρμοστο εἶναι νὰ θυμώνη ὁ μοναχός. – Ὁ θυμός, ὁ καθαρὸς θυμός, εἶναι
δύναμη τῆς ψυχῆς. Ἐὰν ὁ ἐκ φύσεως πρᾶος βοηθιέται μιὰ φορὰ ἀπὸ τὸν χαρακτήρα
του γιὰ τὴν πνευματική του πρόοδο, ὁ θυμώδης βοηθιέται δυὸ φορὲς ἀπὸ τὴν δύναμη
ποὺ ἔχει ὁ χαρακτήρας του, ἀρκεῖ τὴν δύναμη αὐτὴ τοῦ θυμοῦ νὰ τὴν ἀξιοποιήση
κατὰ τῶν παθῶν του καὶ τοῦ πονηροῦ. Ἂν δὲν τὴν ἀξιοποιήση, θὰ τὴν ἐκμεταλλευθῆ ὁ
διάβολος. Ὁ ἐκ φύσεως ἤπιος, ἐὰν δὲν ἀγωνισθῆ νὰ ἀποκτήση ἀνδρισμό, δὲν μπορεῖ
νὰ κάνη ἅλματα. Ἐνῶ ὁ θυμώδης, ἐὰν πάρη μιὰ γενναία ἀπόφαση καὶ στρέψη τὸν θυμό
του ἐναντίον τοῦ κακοῦ, πάει, πήδησε. Γι᾿ αὐτὸ τὰ ἅλματα στὴν πνευματικὴ ζωὴ τὰ
κάνουν ὅσοι ἔχουν παλαβὴ φλέβα.
– Καταλαβαίνω, Γέροντα, ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ
θυμώνω μὲ τὸν διάβολο καὶ ὄχι μὲ τὶς ἀδελφές.– Κοίταξε, στὴν ἀρχὴ θυμώνει κανεὶς
μὲ τοὺς ἄλλους· ὕστερα, ἂν ἀγωνισθῆ,θὰ θυμώνη μὲ τὸ ταγκαλάκι καὶ στὸ τέλος
φθάνει νὰ θυμώνη μόνο μὲ τὸν παλαιό του ἄνθρωπο, μὲ τὰ πάθη του. Προσπάθησε
λοιπὸν νὰ θυμώνης μόνον μὲ τὸ ταγκαλάκι καὶ ἐναντίον τῶν παθῶν σου καὶ ὄχι μὲ τὶς
ἀδελφές.
– Γέροντα, ὁ θυμός, τὸ πεῖσμα, ποὺ ἔχω εἶναι
παιδικὰ πάθη; – Ὄχι, εὐλογημένη! Ἕνα μικρὸ παιδὶ δικαιολογεῖται νὰ θυμώση, νὰ
χτυπήση τὰ πόδια του κάτω, νὰ φωνάξη: «δὲν θέλω, δὲν θέλω!». Ὅταν ὅμως
μεγαλώση, πρέπει νὰ τὰ ἀποβάλη αὐτὰ καὶ νὰ κρατήση τὴν παιδικὴ ἁπλότητα, τὴν ἀθωότητα·
ὄχι νὰ κρατήση καὶ τὶς παιδικὲς ἀνοησίες. Καὶ βλέπεις μερικοὶ ποῦ φθάνουν
μετά!... Ὅταν θυμώνουν, χτυποῦν τὸ κεφάλι τους στὸν τοῖχο – εὐτυχῶς ποὺ ὁ Θεὸς
οἰκονόμησε νὰ εἶναι γερὰ τὰ κεφάλια καὶ δὲν παθαίνουν τίποτε!... Ἄλλοι σχίζουν
τὰ ροῦχα τους! Ἦταν κάποιος ποὺ κάθε μέρα ἀπὸ τὸν θυμό του ἔσχιζε ἕνα
πουκάμισο. Τὸ ἔκανε κομμάτια. Ξεσποῦσε σ᾿ ἐκεῖνο, γιὰ νὰ μὴν ξεσπάση στοὺς ἄλλους.
– Δηλαδή, Γέροντα, ὁ θυμὸς εἶναι ἕνα
ξέσπασμα; – Ναί, ἀλλὰ δὲν εἶναι καλύτερα νὰ ξεσπάη κανεὶς στὸν παλαιό του ἄνθρωπο
καὶ ὄχι στοὺς ἄλλους;
Γιατί θυμώνουμε
– Γέροντα, ἐγὼ νομίζω ὅτι δὲν θυμώνω, ἀλλὰ
ἁπλῶς νευριάζω. – Πῶς γίνεται
αὐτό, βρὲ παιδί;
Ἂν νευριάζης, πρέπει
νὰ ἐξετάσης νὰ δῆς
μήπως ἔχεις τὸ
πάθος τοῦ θυμοῦ.
Ἄλλο ἂν κάποιος
νευριάση καὶ πῆ
καμμιὰ κουβέντα, ἐπειδὴ εἶναι κουρασμένος ἢ ἔχει κάποιο πρόβλημα, ἕναν
πόνο κ.λπ. Τότε «καλημέρα» νὰ τοῦ πῆ ὁ ἄλλος, «δὲν μὲ παρατᾶς κι ἐσύ!», μπορεῖ
νὰ τοῦ ἀπαντήση. Μὰ καλά, «καλημέρα»
τοῦ εἶπε· δὲν
τοῦ εἶπε κάτι
κακό. Αὐτὸς ὅμως
εἶναι κουρασμένος, ἔχει τὸν
πόνο του, γι᾿ αὐτὸ ἀντιδρᾶ
ἔτσι. Βλέπεις, καὶ τὸ πιὸ ὑπομονετικὸ γαϊδουράκι, ὅταν τὸ παραφορτώσης,
θὰ κλωτσήση.
– Γέροντα, ὅταν δὲν εἶμαι συμφιλιωμένη μὲ τὸν ἑαυτό μου, μοῦ φταίει
τὸ καθετὶ καὶ ἀντιδρῶ. – Ἂν δὲν εἶσαι συμφιλιωμένη μὲ τὸν ἑαυτό σου, αὐτὸ
σημαίνει ὅτι ἔχεις μία πνευματικὴ ἀδιαθεσία καὶ εἶναι φυσικὸ μετὰ νὰ ἀντιδρᾶς. Ὅπως,
ὅταν κάποιος εἶναι σωματικὰ ἄρρωστος, χάνει καμμιὰ φορὰ τὴν ὑπομονή του καὶ
κουράζεται λ.χ. νὰ ἀκούη τοὺς ἄλλους
νὰ μιλᾶνε, ἔτσι
καὶ ὅταν δὲν εἶναι σὲ καλὴ πνευματικὴ κατάσταση, τοῦ λείπει ἡ ἐγρήγορση,
ἡ ὑπομονή, ἡ ἀνεκτικότητα.
– Τί φταίει, Γέροντα, ποὺ θυμώνω μὲ τὸ
παραμικρό; – Φταίει ποὺ πιστεύεις ὅτι πάντοτε φταῖνε οἱ ἄλλοι. Ὁ θυμὸς σ᾿ ἐσένα
ξεκινάει ἀπὸ τοὺς ἀριστεροὺς λογισμοὺς ποὺ βάζεις γιὰ τοὺς ἄλλους. Ἐὰν βάζης
δεξιοὺς λογισμούς, δὲν θὰ ἐξετάζης τί σοῦ εἶπαν ἢ πῶς σοῦ τὸ εἶπαν, θὰ παίρνης
τὸ βάρος ἐπάνω σου καὶ δὲν θὰ θυμώνης.
– Ὅμως, Γέροντα, δὲν μπορῶ νὰ πιστέψω ὅτι
πάντοτε φταίω ἐγώ. – Φαίνεται, ὑπάρχει
μέσα σου κρυφὴ ὑπερηφάνεια. Νὰ
προσέχης, γιατὶ ὁ θυμὸς ἔχει μέσα δικαιολογία, ὑπερηφάνεια, ἀνυπομονησία,
ἀναίδεια.
– Γέροντα, γιατί σήμερα οἱ ἄνθρωποι
νευριάζουν τόσο εὔκολα;– Τώρα καὶ οἱ μύγες νευριάζουν! Ἔχουν πεῖσμα, θέλημα!...
Παλιά, ἂν τὶς ἔδιωχνες, ἔφευγαν. Τώρα, ἐπιμένουν... Εἶναι ὅμως ἀλήθεια ὅτι καὶ
μερικὰ ἐπαγγέλματα σήμερα ὄχι μόνο δὲν βοηθοῦν γιὰ τὴν ψυχικὴ ἠρεμία, ἀλλὰ καὶ
τὸν ἐκ φύσεως ἤρεμο ἄνθρωπο μπορεῖ νὰ τὸν κάνουν νευρικό.
– Γέροντα, ἐγώ, ὅταν ἤμουν στὸν κόσμο,
θύμωνα πολύ· τώρα στὸ μοναστήρι γιατί δὲν θυμώνω;– Πολλὲς φορές, ἀπὸ μερικὲς ἐξωτερικὲς
ἀφορμὲς ἀγανακτεῖ ὁ ἄνθρωπος καὶ ξεσπᾶ, ἐπειδὴ δὲν ἀναπαύεται μὲ αὐτὸ ποὺ κάνει
καὶ θέλει κάτι ἄλλο. Αὐτὲς ὅμως οἱ ἀντιδράσεις εἶναι ἐξωτερικὲς σκόνες ποὺ
φεύγουν, ὅταν βρῆ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸ ποὺ τὸν ἀναπαύει.
«Ὀργίζεσθε καὶ μὴ ἁμαρτάνετε»1
– Γέροντα, ἡ ἀγανάκτηση προέρχεται ἀπὸ ἐγωισμό;–
Ὄχι πάντοτε. Ὑπάρχει καὶ δίκαιη, θεία, ἀγανάκτηση. Ὁ Προφήτης Μωυσῆς τὶς πλάκες
μὲ τὶς ἐντολὲς κρατοῦσε στὰ χέρια του καί, ὅταν εἶδε τοὺς Ἰσραηλίτες νὰ
θυσιάζουν στὸ χρυσὸ μοσχάρι, τὶς πέταξε κάτω ἀπὸ θεία ἀγανάκτηση καὶ τὶς ἔσπασε2.
Πρὶν ἀνεβῆ στὸ ὄρος Χωρήβ3, γιὰ νὰ πάρη τὶς ἐντολές, τοὺς εἶχε πεῖ τί ἔπρεπε νὰ
κάνουν μέχρι νὰ γυρίση. Ὕστερα καὶ οἱ ἴδιοι ἔβλεπαν τὰ ἀστροπελέκια στὸ Χωρήβ, ἀλλά,
ἐπειδὴ ἄργησε νὰ ἐπιστρέψη, ἔψαχναν γιὰ θεό. Πῆγαν στὸν Ἀαρὼν καὶ τοῦ εἶπαν: «Ὁ
Μωυσῆς δὲν ξέρουμε
τί ἔγινε. Ποιός
θὰ μᾶς ὁδηγήση
τώρα; Σήκω καὶ φτιάξε μας θεούς, γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσουν». Ὁ
Ἀαρὼν ἀντιστάθηκε στὴν ἀρχή, ἀλλὰ μετὰ ὑποχώρησε. Κοπίασαν
λοιπόν, ἔφτιαξαν ἕνα
καμίνι, ἔρριξαν μέσα ὅλα τὰ χρυσαφικὰ ποὺ τοὺς εἶχαν δώσει οἱ Αἰγύπτιοι,
πρὶν φύγουν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο4, καὶ ἔκαναν ἕνα ὁλόκληρο χρυσὸ μοσχάρι. Τὸ ἔστησαν
ἐπάνω σὲ ἕναν βράχο καὶ ἄρχισαν νὰ πίνουν καὶ νὰ γλεντοῦν. «Αὐτὸ θὰ μᾶς ὁδηγήση»,
ἔλεγαν. Τότε ὁ Θεὸς εἶπε στὸν Μωυσῆ: «Κατέβα γρήγορα, γιατὶ ὁ λαὸς ἀποστάτησε».
Καθὼς λοιπὸν κατέβαινε ὁ Μωυσῆς ἀπὸ τὸ Σινᾶ, ἄκουσε φωνές. Τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς τοῦ
Ναυῆ ποὺ τὸν περίμενε λίγο πιὸ κάτω: «Τί γίνεται; ἦρθαν οἱ ἀλλόφυλοι!». «Αὐτὲς
οἱ φωνὲς δὲν εἶναι ἀπὸ πόλεμο· γλέντια εἶναι», τοῦ λέει ὁ Μωυσῆς. Πλησιάζουν καὶ
τί νὰ δοῦν! Αὐτοὶ εἶχαν χαρές, γιατὶ θὰ τοὺς ὁδηγοῦσε τὸ μοσχάρι στὴν Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας!
Βλέπεις, ἦταν χρυσό!... Ὁπότε ἀγανάκτησε ὁ Μωυσῆς καὶ ἔρριξε κάτω τὶς πλάκες μὲ
τὶς ἐντολὲς καὶ τὶς ἔσπασε.Ἕνας πνευματικὸς ἄνθρωπος μπορεῖ
νὰ νευριάση, νὰ ἀγανακτήση καὶ νὰ φωνάξη, ἀλλὰ γιὰ θέματα σοβαρά,
πνευματικά. Δὲν ἔχει ὅμως κακία μέσα του οὔτε κάνει κακὸ στὸν ἄλλον. «Ὀργίζεσθε
καὶ μὴ ἁμαρτάνετε»5, δὲν λέει ὁ Δαβίδ;
«Ἡτοιμάσθην καὶ οὐκ ἐταράχθην»6
– Γέροντα, πῶς θὰ ξεπεράσω τὸν θυμό;– Σκοπὸς
εἶναι νὰ προλαβαίνης νὰ μὴ φθάνης στὸν θυμό. Καὶ τὸ γάλα, ἂν δὲν προλάβης νὰ τὸ
κατεβάσης ἀπὸ τὴν φωτιά, μόλις φουσκώση, χύνεται.– Πῶς θὰ προλαβαίνω νὰ μὴ
θυμώνω; – Χρειάζεται ἐπαγρύπνηση. Νὰ παρακολουθῆς τὸν ἑαυτό σου καὶ νὰ συγκρατῆς
τὸν θυμό σου, γιὰ νὰ μὴ ριζώση μέσα σου τὸ πάθος, γιατὶ μετά, καὶ νὰ θελήσης νὰ
τὸ κόψης μὲ τὸ τσεκούρι, θὰ πετάη συνέχεια «λαίμαργα»7. Νὰ θυμᾶσαι αὐτὸ ποὺ εἶπε
ὁ Δαβίδ: «Ἡτοιμάσθην καὶ οὐκ ἐταράχθην»8. Εἶδες ἐκεῖνος ὁ μοναχὸς τί ἔκανε;
Μόλις ἔβγαινε ἀπὸ τὸ κελλί του, ἔκανε τὸν σταυρό του καὶ ἔλεγε: «Θεέ μου,
φύλαξέ με ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς» καὶ ἦταν ἕτοιμος νὰ ἀντιμετωπίση πειρασμό. Ἦταν
σὰν νὰ κρατοῦσε σκοπιά. Κοιτοῦσε ἀπὸ ποῦ θὰ τοῦ ἔρθη ὁ πειρασμός, γιὰ νὰ ἀμυνθῆ.
Ἂν λοιπὸν κάποιος ἀδελφὸς τοῦ φερόταν ἄσχημα, αὐτὸς ἦταν ἕτοιμος καὶ τὸν ἀντιμετώπιζε
μὲ πραότητα καὶ ταπείνωση. Ἔτσι νὰ κάνης κι ἐσύ.
–
Γέροντα, μερικὲς φορὲς
σὲ ἕναν πειρασμὸ
λέω ἀπὸ μέσα
μου: «δὲν θὰ μιλήσω», ἀλλὰ στὸ τέλος ξεσπάω.– Τί θὰ πῆ
ξεσπᾶς; Τὰ σπασμένα
τί γίνονται μετά;
Καίγονται; Δὲν ἔχεις, φαίνεται, πολλὴ ὑπομονή, γι᾿ αὐτὸ
φθάνεις μέχρις ἑνὸς σημείου καὶ ὕστερα ξεσπᾶς. Χρειάζεσαι λίγη ἀκόμη... Πρὶν
μιλήσης, νὰ λὲς δυὸ-τρεῖς φορὲς τὴν εὐχή, γιὰ νὰ πάρηςλίγο φῶς. Μιὰ γυναίκα, ὅταν
θύμωνε, ἔλεγε τὸ «Πιστεύω» καὶ ὕστερα μιλοῦσε. Κοσμικοὶ ἄνθρωποι καὶ βλέπεις τί
ἀγώνα κάνουν! – Γέροντα, ὅταν ἀντιδρῶ μὲ τὴν συμπεριφορὰ μιᾶς ἀδελφῆς, τί νὰ
κάνω;– Νὰ βλέπης τὴν ἀδελφὴ μὲ καλωσύνη. Νὰ προσπαθῆς νὰ τὴν δικαιολογῆς μὲἀγάπη.
Αὐτὸ θὰ σὲ βοηθήση νὰ ἀποκτήσης φυσιολογικὰ μιὰ σταθερή, καλὴ πνευματικὴ
κατάσταση καί, ὅταν θὰ ἔρχεται τὸ πάθος τοῦ θυμοῦ, θὰ βρίσκη κατειλημμένη τὴν
θέση τῆς καρδιᾶς σου ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ δὲν θὰ μπορῆ πλέον νὰ σταθῆ· θὰ φεύγη.
Μὲ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν σιωπὴ δίνουμε
τόπο στὴν ὀργὴ
– Γέροντα, πῶς δίνει κανεὶς τόπο στὴν ὀργή;–
Μὲ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν σιωπὴ δίνουμε τόπο στὴν ὀργή. Γιατί λέμε ὅτι τὸ φίδι εἶναι
φρόνιμο; Παρόλο ποὺ ἔχει ὅπλο δυνατό, τὸ δηλητήριο, καὶ μπορεῖ νὰ μᾶς κάνη
κακό, λίγο θόρυβο ἂν ἀκούση, ἀμέσως φεύγει· δὲν πάει κόντρα, δίνει τόπο στὴν ὀργή.
Ἔτσι κι ἐσύ, ἂν κανεὶς σοῦ πῆ κανέναν λόγο καὶ σὲ πειράξη, μὴν ἀπαντᾶς. Ἂν σιωπήσης,
ἀφοπλίζεις τὸν ἄλλον. Μιὰ φορὰ στὸ Καλύβι ὁ Ντίκας, ὁ μεγάλος γάτος, πῆγε νὰ
χτυπήση ἕνα βατραχάκι. Ἐκεῖνο δὲν κουνήθηκε καθόλου, ὁπότε ὁ Ντίκας τὸ ἄφησε καὶ
ἔφυγε. Τὸ βατραχάκι μὲ τὴν σιωπή του καὶ μὲ τήν... ταπείνωσή του τὸν νίκησε. Ἂν
κουνιόταν λίγο, θὰ τὸ τίναζε ὁ Ντίκας ἐπάνω καὶ θὰ τὸ χτυποῦσε σὰν τὸ ντέφι. –
Γέροντα, ὅταν διαφωνοῦμε μὲ κάποια ἀδελφὴ καὶ ἐπιμένη ἡ καθεμιὰ στὴν γνώμη της,
φθάνουμε σὲ ἀδιέξοδο καὶ τελικὰ νευριάζω.– Κοίταξε, πρέπει ἡ μιὰ ἀπὸ τὶς δυό
σας νὰ ταπεινωθῆ καὶ νὰ ὑποχωρήση·
ἀλλιῶς δὲν γίνεται. Ἂν δύο ἄνθρωποι θέλουν
νὰ περάσουν ἕνα μακρὺ ξύλο ἀπὸ μιὰ μικρὴ πόρτα, πρέπει ὁ ἕνας νὰ κάνη πίσω, γιὰ
νὰ μπῆ πρῶτα ὁ ἄλλος· διαφορετικὰ δὲν θὰ μπορέσουν νὰ περάσουν. Ὅταν ὁ καθένας ἐπιμένη
στὴν γνώμη του, εἶναι σὰν νὰ χτυπάη ὁ πυριόβολος9 στὴν στουρναρόπετρα καὶ πετιοῦνται
φωτιές!... Οἱ Φαρασιῶτες10, ὅταν κάποιος ἐπέμενε στὸ δικό του, ἔλεγαν: «Ἂς εἶναι
τὸ δικό σου κατσίκι θηλυκὸ καὶ τὸ δικό μου ἀρσενικό»11, κι ἔτσι ἀπέφευγαν τὸν
καβγᾶ. Πάντως, ὅποιος ὑποχωρεῖ, κέρδος ἔχει, γιατὶ στερεῖται κάτι, κάνει μιὰ
θυσία, καὶ αὐτὸ τοῦ δίνει τὴν χαρὰ καὶ τὴν εἰρήνη. – Καὶ ὅταν κανεὶς ἐξωτερικὰ
φέρεται σωστὰ καὶ ὑποχωρῆ, ἀλλὰ μέσα του ἀντιδρᾶ;– Αὐτὸ σημαίνει ὅτι μέσα του ζῆ
ἀκόμη ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος καὶ παλεύει μὲαὐτόν.– Γιατί ὅμως, Γέροντα, ἂν καὶ
φέρεται σωστά, δὲν ἔχει εἰρήνη μέσα του; – Πῶς νὰ ἔχη εἰρήνη! Γιὰ νὰ ἔχη ὁ ἄνθρωπος
εἰρήνη, πρέπει καὶ ἐσωτερικὰ νὰ εἶναι
τοποθετημένος σωστά. Τότε
φεύγει ὁ θυμός,
ἡ ἀνησυχία καὶ ἔρχεται στὸν ἄνθρωπο ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅταν ἔρθη
ἡ ψυχικὴ ἠρεμία μέσα του, ἀφανίζει τὸν καπνὸ τοῦ θυμοῦ, καθαρίζουν τὰ μάτια τῆς
ψυχῆς καὶ βλέπει καθαρά. Γι᾿ αὐτὸ ὁΧριστὸς μόνον γιὰ τοὺς «εἰρηνοποιοὺς» λέει
ὅτι «υἱοὶ Θεοῦ κληθήσονται»12.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1 Ψαλμ. 4, 5.
2 Βλ. Ἔξ. 32, 1-24.
3 Ὀνομασία τοῦ ὄρους Σινᾶ, ἡ ὁποία συναντᾶται
στὴν Παλαιὰ Διαθήκη.
4
Βλ. Ἔξ. 11, 1-3 καὶ 12, 36-37. Οἱ Ἰσραηλίτες, λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν ἔξοδό
τους ἀπὸ τὴν
Αἴγυπτο, εἶχαν δανεισθῆ κατ᾿ ἐντολὴν τοῦ
Θεοῦ ἀπὸ τοὺς Αἰγυπτίους σκεύη ἀσημένια καὶ χρυσὰ καὶ ἱματισμό. Αὐτὰ δὲν τὰ ἐπέστρεψαν,
γιατὶ στὴν συνέχεια θανατώθηκαν τὰ πρωτότοκα τῶν Αἰγυπτίων καὶ ὁ Φαραὼ φοβήθηκε
καὶ τοὺς ἔδιωξε ἀμέσως ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο.
5 Ψαλμ. 4, 5.
6 Ψαλμ. 118, 60.
7
Λαίμαργα: Τὰ κλαδιὰ
ποὺ ἀπομυζώντας τὸν
χυμὸ τοῦ δένδρου
ἀναπτύσσονται
ὑπερβολικά, ἀλλὰ δὲν δίνουν καρπό.
8 Ψαλμ. 118, 60.
9 Πυριόβολος: Τσακμακόπετρα.
10 Κάτοικοι τῶν Φαράσων τῆς Καππαδοκίας,
πατρίδος τοῦ Γέροντος Παϊσίου.
11 Τὸ θηλυκὸ κατσίκι, ἐπειδὴ εἶναι
παραγωγικό, ἔχει μεγαλύτερη ἀξία ἀπὸ τὸ ἀρσενικό.
12 Ματθ. 5, 9.
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου