Θεωδορήτου Ιερομονάχου Αγιορείτου
Όταν οι Φύλακες προδίδουν
Ο δεύτερος Πρόδρομος της παρουσίας του Χριστού
ΕΙς τό περιοδικόν ΚΟΙΝΩΝΙΑ, δημοσιογραφικόν όργανον τής Πανελληνίου Ένώσεως Θεολόγων (τεύχη: Δεκ. 90, σ. 522-31 καΐ Ίαν. 91, σ. 83-98) έδημοσιεύθη αρθρον του θεολόγου κ. Άποστ. Νικολαΐδη με τίτλον: «Ό Ήλίας τής έσχατολογίας». Τό αρθρον άσχολεΐται με την δράσιν ή μή του προφήτου Ήλιού κατά τήν δευτέραν του Κυρίου παρουσίαν καί έγράφη, ώς αναφέρει ό συγγραφεύς, «μέ βάση τήν 'Αγία Γραφή καί τούς Πατέρες τής Εκκλησίας» προκειμένου νά γίνη ένα «ξεκαθάρισμα των παραστάσεων πού συνδέονται μέ τά έσχατα». Καί τούτο, διότι, ώς σημειώνει, «στις ή μέρες μας ή έσχατολογική φαντασία όργιάζει, μέ αποτέλεσμα νά ασχολούμαστε περισσότερο μέ τόν αντίχριστο... παρά μέ τόν Χριστό και τήν Βασιλεία του...» (σ. 522). Αέν θά πρέπη όμως νά λησμονή ό αγαπητός κ. Νικολαΐδης, ότι κάτι ανάλογο είχε συμβή καί μέ τόν άγιον Χρυσόστομον, πού τόν κατηγορούσαν τινές ότι άσχολεΐται πολύ μέ τόν Διάβολον, πρός τούς όποίους άπήντησεν ώς έξής: «Ποιούμεν δέ τούτο, ουκ επειδή ήδύς ήμΐν ό περί τού διαβόλου λόγος, άλλ’ έπειδή άσφαλής ύμΐν ή περί τούτου διδασκαλία· εχθρός γάρ έστι και πολέμιος· μεγάλη δέ ασφάλεια τά των εχθρών είδέναι σαφώς».
'Ο κ. Νικ. τονίζει ότι ό προφήτης Ήλίας δέν πρόκειται νά έλθη πρό τής δευτέρας παρουσίας νά κηρύξη πρός σωτηρίαν τών πιστών, ώς πιστεύουν πολλοί, καθότι, «ή έρμηνεία αύτή στηρίζεται περισσότερο στην απόκρυφη γραμματεία, παρά στα έπίσημα κείμενα τής Εκκλησίας μας» (σ. 95).
Τονίζει επίσης ότι «σύμφωνα μέ τά λόγια του Κυρίου, ό Ήλίας δεν ήλθε, ούτε καΐ θά ελθει (αυτό συνάγεται τουλάχιστον άπό τά λόγια τού Κυρίου), ώς τό αυτό πρόσωπο μέ εκείνο πού έζησε εννέα περίπου αιώνες προ Χριστού» (αύτ.). Ή προφητεία επίσης τού Μαλαχίου κεφ. 4, 4-5 «Καί ιδού εγώ άποστελώ ύμΐν Ήλίαν τον Θεσβίτην, πριν ή έλθεΐν την ημέραν Κυρίου την μεγάλην καί επιφανή, δς άποκα-ταστήσει καρδίαν πατρός προς υιόν και καρδίαν άνθρώπου προς τον πλησίον αυτού, μή έλθών πατάξω τήν γήν άρδην», δέν άναφέρεται στην δευτέραν παρουσίαν, αλλά τήν πρώτην, τής γεννήσεως (σ. 96). Σημειωτέον ότι εις τήν πρώτην παρουσίαν τού Κυρίου άναφέρεται ό αύτός προφήτης, γραφών: «Iδού εγώ έξαποστέλλω τον άγγελόν μου, καί έπιβλέψεται όδόν προ προσώπου μου...» (γ.1).
Έρμηνεύων τά άνωτέρω Γραφικά κείμενα ό άγιος Χρυσόστομος καταλήγει εις τά ακριβώς αντίθετα συμπεράσματα τού κ. Νικολαΐδη! Γράφει: «Διότι αί μέν Γραφαι όμιλούν διά δύο παρουσίας τού Χριστού· καί δι’ αυτήν ή οποία έπραγματοποιήθη καί διά τήν μέλλουσαν... ’Αλλά καί οι προφήται ύπενθυμίζουν καί τά δύο. Τής μιας λοιπόν, δηλαδή τής δευτέρας, θά είναι, λέγουν, πρόδρομος ό Ήλίας, διότι τής μέν πρώτης πρόδρομος έγένετο ό Ιωάννης, τόν όποιον ό Χριστός ώνόμαζε καί. Ήλίαν, όχι επειδή ήτο ό Ήλίας, άλλ’ έπειδή έπραγματοποίει τό έργον εκείνου. Όπως άκριβώς δηλαδή εκείνος θά γίνη πρόδρομος τής δευτέρας παρουσίας, έτσι καί αύτός ύπήρξε πρόδρομος τής πρώτης. Οί γραμματείς όμως συγχέοντες αυτά και παραπλανώντες τόν λαόν, έκαμνον λόγον προς αύτόν μόνον διά τήν δευτέραν παρουσίαν καί έλεγον, ότι έάν αύτός είναι ό Χριστός, έπρεπε νά ήρχετο πριν άπό αυτόν ό Ήλίας. Διά τούτο καί οί μαθηταί έρωτούν «Πώς οί γραμματείς λέγουν, ότι πρέπει ό Ήλίας νά έλθη πρώτος;» Διά τούτο καΐ οι Φαρισαίοι άποστείλαντες ανθρώπους των προς τον Ίωάννην τον ή ρωτούν «Μήπως σύ είσαι ό Ήλίας;», μή κάμνοντες πουθενά λόγον διά την πρώτην παρουσίαν.
Ποία λοιπόν είναι ή άπάντησις πού έδωσεν ό Χριστός; Ότι ό μεν Ήλίας θά έλθη τότε πρίν από την δευτέραν παρουσίαν του’ καΐ τώρα δέ ήλθεν ό Ήλίας, όνομάζων έτσι τον Ίωάννην. Αυτός ό Ήλίας ήλθεν. Έάν δέ θέλης τόν Θεσβίτην, θά έλθη. Διά τούτο και έλεγεν «Ό μέν Ήλίας θά έλθη και θά τακτοποιήση όλα». Ποια όλα; Αυτά ακριβώς διά τά όποια έλεγε ό προφήτης Μαλαχίας. Διότι λέγει: Θ’ άποστείλω εις σάς τόν Ήλίαν τόν Θεσβίτην, ό όποιος θά άποκαταστήση τήν καρδίαν τού πατρός προς τόν υιόν του, διά νά μή έλθω καΐ έξολοθρεύσω τήν γην εκ θεμελίων». Βλέπεις ακρίβειαν προφητικού λόγου; Διότι, επειδή ό Χριστός ώνόμασε τόν Ίωάννην Ήλίαν, λόγω τής όμοιότη-τος τού έργου του, διά νά μή νομίσης ότι τό ίδιο νόημα έχουν τώρα τά λόγια τού προφήτου, προσέθεσε καΐ τήν πατρίδα του, λέγων «τόν Θεσβίτην»· ασφαλώς ό Ιωάννης δέν ήτο Θεσβίτης. Μαζί δέ μ’ αύτό προσθέτει καΐ άλλο χαρακτηριστικόν γνώρισμα, λέγων, «διά νά μή συμβή νά έλθω καΐ καταστρέψω έκ θεμελίων τήν γήν», δηλώνων μέ τά λόγια αύτά τήν φοβεράν δευτέραν παρουσίαν του· διότι κατά τήν πρώτην δέν «ήλθε διά νά πατάξη τήν γήν»· καθ’ όσον λέγει· «δέν ήλθα διά νά κρίνω τόν κόσμον, άλλά διά νά σώσω τόν κόσμον». Αύτό λοιπόν τό είπε διά νά δηλώση ότι ό Θεσβίτης θά έλθη πριν άπό τήν δευτέραν παρουσίαν του, κατά τήν όποίαν θά γίνη ή κρίσις. Συγχρόνως δέ διδάσκει καΐ τήν αιτίαν τής παρουσίας του. Ποία δέ είναι ή αιτία αυτή; Διά νά πείση, αφού έλθη, τούς Ιουδαίους νά πιστεύσουν εις τόν Χριστόν, ώστε νά μή έξολοθρευθούν όλοι ριζικώς, όταν έλθη ό Χριστός. Διά τούτο λοιπόν και ό Κύριος τούς ύπενθυμίζει αύτό, λέγων, «και θά τακτοποιήση όλα», δηλαδή θά έπαναφέρη είς τήν ορθήν πίστιν τούς τότε -ευρισκομένους Ιουδαίους. Διά τούτο και τό άνέφερε με πάρα πολύ μεγάλη ακρίβειαν. Αέν είπε δηλαδή, θ’ άποκαταστήση την καρδίαν του υίοϋ προς τον πατέρα του, άλλα «του πατρός προς τον υιόν του». Διότι, επειδή οί ’Ιουδαίοι ήσαν πατέρες των άποστόλων, λέγει αυτό, ότι θά όδηγήση είς τό νά πιστεύσουν εις τάς άληθείας των υίών των, δηλαδή των άποστόλων, τάς καρδίας των πατέρων, δηλαδή τήν διάνοιαν του ’Ιουδαϊκού γένους. «Σάς λέγω δε ότι ό Ήλίας ήδη ήλθε καΐ δέν τον άνεγνώρισαν, αλλά τού έπροξένησαν όσα κακά ήθέλησαν. ’Έτσι καΐ ό Υιός τού ανθρώπου πρόκειται νά πάθη πολλά άπ’ αυτούς. Τότε άντελήφθησαν ότι μέ τά λόγια του αυτά εννοούσε τόν Ίωάννην». (Όμιλ. ΝΖ είς τόν Ματθαίον, 31).
Μετά τούς άνωτέρω λόγους τού άγίου Ίωάννου γίνεται ολοφάνερο, ότι ό κ. Νικολ. δέν έχρησιμοποίησε καλώς τόν πλούτον τής πατερικής γραμματείας, γι’ αυτό καΐ κατέληξε σέ άντιπαραδοσιακά συμπεράσματα.
Κατωτέρω παραθέτομεν γνώμας αγίων Πατέρων καΐ ’Εκκλησιαστικών συγγραφέων, οί όποιοι άποδέχονται τόν προφήτην Ήλίαν ώς πρόδρομον τής δευτέρας τού Χριστού παρουσίας.
1. «... ούχι τής φοβέρας καί μεγάλης ήμέρας τούτ’ έστι τής δευτέρας παρουσίας αύτού, πρόοδον γενήσεσθαι τόν Ήλίαν νοήσομεν τόν λόγον τού Θεού κεκηρυχθέναι; — Μάλιστα, άπεκρίνατο». ('Αγ. ’Ιουστίνου Μάρτυρος, Διάλογος πρός Τρύφωνα, ΒΕΠΕΣ, 3, 251).
2. «Τών γάρ έξήκοντα δύο έβδομάδων πληρωθεισών καί Χριστού παραγενομένου και τού Εύαγγελίου εν παντι τόπφ κηρυχθέντος, έκκενωθέντων τών καιρών μία έβδομάς περιλειφθήσεται ή έσχατη, εν ή παρέσται Ήλίας καί Ένώχ καί έν τω ήμίσει αυτής άναφανήσεται «τό βδέλυγμα τής έρημώσεως ό αντίχριστος». «Μίαν μέν ούν εβδομάδα εΙπών, τήν έσχάτην τήν έπι τώ τέρματι τού σύμπαντος κόσμου έσομένην επ’ εσχάτων έσήμανεν, ής έβδομάδος τό μέν ήμισυ λήμψονται οί δύο προφήται Ένώχ καΐ Ήλίας... άναγκαίως δει τούς προδρόμους αύτοϋ πρώτους φανερωθήναι, καθώς διά Μαλαχίου τού αγγέλου φησχν «πέμψω ύμϊν Ήλίαν τον Θεσβίτην... τήν γην άρδην». Ούτοι συμπαραγενόμενοι κηρύξουσι τήν μέλλουσαν έσεσθαι άπ’ ουρανών Χριστού έπιφάνειαν». ('Άγιος ’Ιππόλυτος, Είς τον Δανιήλ, ΒΕΠΕΣ, 6, 211/2).
3. «Άπόδειξις ήμερότητος και άνεξικακίας Θεού, τό καΐ Ήλίαν ήμΐν τόν Θεσβίτην προαναλάμψαι κατά καιρούς, ότι παρέσται λοιπόν ό κριτής, τοϊς άνά πάσαν τήν οικουμένην προαγγέλοντα».
«Άλλ’ ώσπερ αύτός (ό πρόδρομος) διεκήρυττε λέγων «έτοιμάσατε τήν όδόν Κυρίου, ευθείας ποιείτε τάς τρίβοϋς τού Θεού ήμών»· οΰτω καΐ ό θεσπέσιος Ήλίας έγγύς όντα διακηρύξει τότε, και όσον ούδέπω παρεσόμενον, «'ίνα κρίνη τήν οικουμένην έν δικαιοσύνη». (Άγ. Κύριλλος ’Αλεξάνδρειάς, P.G. 72, 361D και 364Α).
4. «Τηρείται γάρ εις τήν έσχάτην ήμέραν τό λείψανον σωθήσονται γάρ καί αυτοί (οί χοϊκώτερον ζώντες) διά Ήλιού τού προφήτου» (Μέγας ’Αθανάσιος, ΒΕΠΕΣ, 32, 233).
5. «Πριν δε ταΰτα γενέσθαι, αποστέλλει ό Κύριος Ήλίαν τόν Θεσβίτην καί τόν Ένώχ, ώς εΰσπλαγχνος, όπως αυτοί γνωρίσωσιν εύσέβειαν τώ γένει τών άνθρώπων». (Αγ. Έφραιμ ό Σύρος, Λόγος είς τήν παρουσίαν τού Κυρίου).
6. «Άποσταλήσεται δέ Ένώχ καί Ήλίας ό Θεσβίτης καί έπιστρέψουσι τάς καρδίας πατέρων έπί τέκνα, τούτέστι τήν Συναγωγήν έπί τόν Κύριον ήμών Ίησοΰν Χριστόν καί τό τών Αποστόλων κήρυγμα, καί ύπ’ αυτού άναιρεθήσονται». (Αγ. ’Ιωάννης ό Δαμασκηνός, P.G. 94, 1217).
7. «Διά τούτο ολίγοι οί μέλλοντες στήναι (έπί άντιχρίστου). Διά τούτο Ήλίας καί Ένώχ· ούκ οϊδαμεν εί καί ό θεολόγος καί εύαγγελιστής, άρωγοί τής άνθρωπίνης άσθενείας" καί πρωτοστάται καί άθλοφόροι τής ύπέρ ομολογίας Χριστού νίκης. Διά τούτο κολοβωθήσονται αί ήμέραι τής ανάγκης έκεΐνης τή έπιφανεία του Χρίστου αναιρούμενης». (Άγ. Θεόδωρος Στουδίτης, P.G. 99, 1033).
8. «Εί δε τις εριστικώς τε και προπετώς άκροώμενος τάς ίεράς ταύτας φωνάς τε καΐ μαρτυρίας, άκαίρως δήθεν συλλογιζόμενος εϊποι, ότι προς τό καταγγεΐλαι (ό ’Ιωάννης ό θεολόγος) τήν δευτέραν του Χρίστου παρουσίαν κατελείφθη ζών εν σαρκΙ μετά Ένώχ καΐ Ήλία, άκουέτω, ότι περ μόνους αυτός διά τής Άποκαλύψεως έκείναυς έκ προσώπου Κυρίου λέγει, τούς δύο μάρτυρας γενήσεσθαι Ένώχ και Ήλίαν, τοιάδε φάσκων «και δώσω τοϊς δυσΙ μάρτυσί μου, καΐ προφητεύσουσιν ήμέρας χιλίας διακοσίας έξήκοντα» ("Αγ. Θεοφύλακτος Βουλγαρίας, P.G. 126, 148).
9. «...έτι μετά σώματος τήν τελευταίαν Χρίστου προφθάνεις έλευσιν, ένδοξε τής μετανοίας παντι τω κ(^μφ κήρυξ έσόμενος...» ('Άγ. Μάρκος ό Εύγενικός, έκ τής άκολουθίας του είς τον προφήτην).
10. «Πάσα ή τού Χριστού Εκκλησία κοινώς δοξάζει, ότι ό προφήτης Ήλίας θέλει έλθει κατά τήν δευτέραν τού Χριστού παρουσίαν δι’ δ και είς τήν ετήσιον αύτοϋ μνήμην άναφέρει τούτο είς πολλά μέρη των άσματικών αυτού τροπαρίων». «... ότι τής μεν συντελείας τού κόσμου, σημεϊον θέλει είναι ό άντίχριστος και ό Ήλίας, ούχΙ δε καΐ τής τού Χριστού παρουσίας, διατί αύτή θέλει γίνη αίφνιδία καΐ άδηλος. ('Αγ. Νικόδημος 'Αγιορείτης, είς τήν έρμηνείαν τής Α' Θεσσ., κεφ. Ε, στιχ. 3 και σημ. 3).
11. «Προφητεύει δε (ό Μαλαχίας) περί τής ήμέρας τής κρίσεως καΐ τής τού Σωτήρος έπιλάμψεως, καί προ τής παρουσίας τού Σωτήρος άποστέλλεσθαι τον Ήλίαν σημαίνει» (Ευσέβιος Καισαρείας, ΒΕΠΕΣ, 28, 306).
12. «Έγώ άποστελώ ύμΐν Ήλίαν τόν Θεσβίτην και σημαίνων τόν καιρόν έπήγαγε· πρίν έλθεΐν τήν ημέραν Κυρίου τήν μεγάλην καί επιφανή, τήν τής δευτέρας παρουσίας ώνόμασε...» (Θεοδώρητος Κύρου, P.G. 83, 528).
13. «Λέγεται δυνάμει Ήλίας ό ’Ιωάννης καΐ ώς πρόδρομος γεγονώς τής πρώτης του Χρίστου παρουσίας, ώς καΐ ό Θεσβίτης τής δευτέρας (Ωριγένης, ΒΕΠΕΣ, 15, 17).
13α. «... και έν Κρανίου δέ τόπφ, ϊνα όπου τό διά ξύλου πτώμα, έκεΐ καΐ ή διά του ξύλου έγερσις γένηται· ένθα και μετ’ ολίγον Ένώχ καΐ Ήλίας, οι προφήται και μάρτυρες, ύπέρ Χριστού μαρτυρήσωσι, καΐ μετά τρίτην ημέραν τής αυτών τελευτής άναστήσονται...» (Ιωσήφ Βρυεννίου, ΑΠΑΝΤΑ, έκδ. 1990, τόμ. F, σ. 252).
14. «Ό είς ούρανούς άναληφθείς υπό πυρίνου άρματος προφήτης Ήλίας δέν άπέθανε. Θά έλθη ολίγον προ τής Δευτέρας Παρουσίας, ϊνα πολεμήση κατά τού Αντιχρίστου καΐ έπαναφέρη πολλούς πεπλανημένους Ιουδαίους είς τήν εύθεΐαν όδόν. Ό Κύριος βέβαιοί τούτο ρητώς». (Ματθ. 17.9.11· Αποκ. 11.3). (Ίωήλ Γιαννακόπουλος, είς τήν ερμηνείαν τού Μαλαχίου, 4, 4-5).
Τά άνωτέρω είναι ικανά διά ν’ άποδείξουν, ότι δέν αποτελεί «σύγχρονη αντίληψη τής όρθόδοξης παράδοσης», ώς γράφει ό κ. Νικολ. (σ. 95), ή πίστις εις τήν προδρομικήν άποστολήν τού προφήτου Ήλιού πρό τής δευτέρας Παρουσίας.
Καλόν θά είναι ό συγγραφεύς νά άνακαλέση τά συμπεράσματα τού άρθρου του είς τήν ΚΟΙΝΩΝΙΑΝ, ή τό καλλίτερον, νά ένεργήση πρός δημοσίευσιν τού παρόντος άρθρου είς αύτήν, ώστε οί άναγνώσται τού περιοδικού νά γνωρίσουν καί τήν πατερικήν έν προκειμένω διδαχήν.
Η ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΘΥΑΤΕΙΡΩΝ
"Εκκλησις του Μητροπολίτου Φιλαρέτου προς τούς Προκαθημένους των αγίων τού Θεού Εκκλησιών και τούς Σεβασμ. ορθοδόξους Ίεράρχας
Παραγγέλων εις ή μάς νά διατηρώμεν σταθερώς εν πάσι την διακηρυχθεϊσαν ορθόδοξον πίστιν ό άγιος Απ. Παύλος έγραψε προς τούς Γαλάτας: «Άλλα καΐ άν ήμεΐς ή άγγελος έξ ουρανού εύαγγελίζηται ύμΐν παρ’ δ εύηγγελισά-μεθα ύμΐν, ανάθεμα έστω». (Γαλ. 1, 8). Τον μαθητήν του Τιμόθεον έδίδαξε νά παραμείνη πιστός εις όσα τόν έκατή-χησε και εις όσα ένεπιστεύθησαν εις αυτόν, ώς γνωρίζων καλώς υπό ποιου έκατηχήθη ταϋτα. (Β'Τιμ. 3, 14).
Τά ανωτέρω συνιστοΰν ένα δείκτην τόν όποιον έκαστος ιεράρχης τής ’Ορθοδόξου Εκκλησίας όφείλει νά άκολουθή καΐ πρός τόν όποιον όφείλει ύπακοήν ένεκα τού όρκου τής χειροτονίας του. Ό ’Απόστολος γραφών σχετικώς θέλει τόν επίσκοπον «άντεχόμενον τού κατά τήν διδαχήν πιστού λόγου, ϊνα δυνατός ή καΐ παρακαλεΐν εν τή διδασκαλία τή ύγιαινούση καΐ τούς άντιλέγοντας ελέγχει ν». (Τιτ. 1, 9).
Εις τόν παρόντα καιρόν τής παγκοσμίου άμφιβολίας, συγχύσεως καΐ διαφθοράς άπαιτεΐται είδικώς άπό ή μάς νά όμολογώμεν τήν άληθή διδασκαλίαν τής ’Εκκλησίας, άνεξαρτήτως τού ποιος θά άκούση και είς πείσμα τής κυκλούσης ή μάς άπιστίας. ’Εάν πρός χάριν τής προσαρμογής είς τάς πλάνας τού αΙώνος τούτου σιγήσωμεν π'ερι τής άλη θείας, ή δώσωμεν μία διεφθαρμένη ν διδασκαλίαν χάριν
τής εύαρεστήσεως του κόσμου, τότε πράγματι θά δώσωμεν εις αύτούς πού ζητούν την αλήθεια λίθον άντί άρτου.
Όσον ύψηλότερα ϊσταται αυτός πού ενεργεί παρομοίως, τόσον μεγαλύτερον είναι καί τό σκάνδαλον τό όποιον δημιουργεΐται ύπ’ αύτοϋ, και μάλιστα αί συνέπειαί του. Διά τον λόγον αυτόν μεγίστην θλΐψιν μάς προεκάλεσε ή άνάγνωσις τής καλούμενης «'Ομολογίας Θυατείρων», ή όποία προσφάτως έκυκλοφορήθη εις την Ευρώπην με τήν Ιδιαιτέραν ευλογίαν καί επιδοκιμασίαν τής 'I. Συνόδου καί τού Πατριάρχου τής Εκκλησίας Κων/λεως.
Γνωρίζομεν ότι ό συγγραφεύς τού βιβλίου αυτού, ό Σεβ. Μητροπολίτης Θυατείρων (Λονδίνου) Άθηναγόρας είχε παρουσιάσει εις τό παρελθόν σημεία όμολογητού τής ’Ορθοδόξου άληθείας, και συνεπώς ουδόλως άνεμένομεν άπ’ αύτόν μίαν τοιαύτην όμολογίαν, ή όποία πόρρω άπέχει τής ’Ορθοδοξίας.
Παρά ταύτα, εάν τό γεγονός αυτό ήτο μόνον μία προσωπική έκφρασις τού ιδίου, δεν θά έγράφομεν. Παρεκι-νήθημεν εις τούτο περισσότερον, διότι έπΙ τής έργασίας αύτής εναπόκειται ή σφραγίς τής αποδοχής όλοκλήρου τής Εκκλησίας Κων/λεως, εν τω προσώπω τού Πατριάρχου Δημητρίου και τής Συνόδου του. ΈπΙ είδικού Πατριαρχικού πρωτοκόλλου άπευθυνομένου προς τον Μητροπολίτην Άθηναγόραν άναφέρεται, ότι ή εργασία του έξητάσθη υπό ειδικής Συνοδικής ’Επιτροπής. Μετά τήν άποδοχήν αύτής ύπό τής ’Επιτροπής, ό πατριάρχης συμφώνως προς τήν άπόφασιν τής Συνόδου, έδωκε τήν εύλογίαν του διά τήν έκδοσιν «τής λαμπράς αύτής έργασίας», ώς γράφει. Συνεπώς ή ευθύνη διά τό έργον αύτό μεταφέρεται τώρα από τόν Μητροπολίτην Άθηναγόραν εις ολόκληρον τήν 'Ιεραρχίαν τής Κων/λεως.
Αί προηγηθεΐσαι ήμέτεραι ΈπιστολαΙ τού Πόνου έχουν ήδη έκφράσει τήν θλΐψιν πού μάς κατέλαβε, όταν άπό τόν θρόνον τών άγίων Πρόκλου, Χρυσοστόμου, Ταρασίου, Φωτίου καΐ πολλών άλλων άγιων Πατέρων, άκούομεν μίαν διδασκαλίαν τήν οποίαν χωρίς άμφιβολίαν οί άνωτέρω άγιοι θά κατεδίκαζον και θά παρέδιδον εις τό ανάθεμα.
Είναι θλιβερόν νά άναγράφεται τό άνωτέρω. Πόσον θά ηύχόμεθα νά ήκούομεν άπό τόν Θρόνον τής Εκκλησίας Κων/λεως, ή όποία έγέννησε τήν ήμετέραν Ρωσικήν Εκκλησίαν, ένα μήνυμα τής χρηστότητος τής Εκκλησίας καί ομολογίας τής άληθείας εν τω πνεύματι των μεγάλων ιεραρχών της. Μετά πόσης χαράς θά άπεδεχόμεθα έ'να τοιοΰτον μήνυμα τό όποιον θά μετεδίδαμε πρός οίκοδομήν καί είς τό ήμέτερον πλήρωμα. Άντιθέτως νυν, μία μεγάλη θλΐψις έχει προκληθή είς ήμάς ένεκα άκριβώς τής άνάγκης νά προειδοποιήσωμεν τό ποίμνιόν μας, ότι άπό τήν κάποτε πηγήν τής ’Ορθοδόξου όμολογίας νυν προέρχεται ένα σκανδαλώδες μήνυμα διαφθοράς τής άλη θείας.
Έάν κανείς ξεφυλλίση τήν «'Ομολογίαν Θυατείρων» άλλοίμονον! ύπάρχουν τόσαι έσωτερικαί άντιφάσεις καί άντορθόδοξοι σκέψεις, ώστε έάν ήθελε τάς άριθμήσει θά έπρεπε νά γράψη ένα ολόκληρο βιβλίον. Νομίζομεν ότι δεν ύπάρχει λόγος νά τό πράξωμεν. Είναι ικανόν δι’ ήμάς νά ύπογραμμίσωμεν τό κύριον σημείον έπΙ του οποίου έρείδε-ται καί εκ του οποίου προέρχεται ή άντορθόδοξος διδαχή, ή όποία περιέχεται είς τήν ομολογίαν ταύτην.
'Ο Μητροπολίτης Άθηναγόρας είς έν σημειον (σ. 60) γράφει πολύ δικαιολογημένα, ότι οί ’Ορθόδοξοι Χριστιανοί πιστεύουν ότι ή ’Εκκλησία των είναι ή Μία, 'Αγία, Καθολική καί Άποστολική ’Εκκλησία, ήτις καί κατέχει τήν πληρότητα τής καθολικής άληθείας. 'Ο αύτός έπίσης άναγνωρίζει ότι αί άλλαι όμολογίαι δεν έχουν διατηρήσει αύτήν τήν πληρότητα. ’Αλλά περαιτέρω, φαίνεται ότι έλησμόνησε, ότι κάθε διδασκαλία ήτις άφίσταται του σεβασμού τής άληθείας, δι’ αύτό καί μόνον είναι έσφαλμέ-νη. Οί άνήκοντες είς θρησκευτικήν κοινότητα πού ομολογεί
μίαν τοιαύτην διδασκαλίαν, είναι ήδη χωρισμένοι τής μιας αληθούς Εκκλησίας.
Ό Μητροπολίτης Άθηναγόρας βεβαίως τό αναγνωρίζει αύτό, όσον άφορά εις τούς άρχαίους αιρετικούς, ως ήσαν οί Άρειανοί, όταν όμως όμιλή περί των συγχρόνων του, δέν επιθυμεί νά λάβη σοβαρώς ύπ’ δψει τά ανωτέρω. Άναφορι-κώς λοιπόν πρός αυτούς (συγχρόνους) μάς προσκαλεΐ νά έχωμεν ώς οδηγούς ούχΙ τήν άρχαίαν Παράδοσιν και τούς Κανόνας, αλλά «τήν νέαν διάθεσιν ή όποία επικρατεί σήμερον μεταξύ των Χριστιανών» (σ. 12) καί «τά σημεία των καιρών» (σ. 11).
Τυγχάνει όμως σύμφωνον πρός τήν διδασκαλίαν τών αγίων Πατέρων; Άς άναμνησθώμεν τού α' Κανόνος τής Ζ Οίκ. Συνόδου, ό όποιος μάς δίδει ένα τελείως διαφορετικόν κριτήριον άναφορικώς πρός τήν σκέψιν καί ζωήν τής Εκκλησίας μας. «Τούς τήν ιερατικήν λαχούσιν άξίαν» γράφει, «μαρτύριά τε καί κατορθώματα αί τών Κανονικών Διατάξεων είσιν ύποτυπώσεις». Καί περαιτέρω: «...άσπα-σίως τούς θείους Κανόνας ένστερνιζόμεθα, καί όλόκληρον τήν αύτών διαταγήν καί άσάλευτον κρατύνομεν, τών έκτεθέντων υπό τών αγίων σαλπίγγων τού Πνεύματος πανευφήμων ’Αποστόλων, τών τε έξ αγίων Οίκ. Συνόδων, καί τών τοπικώς συναθροισθεισών επί έκδόσει τοιούτων διαταγμάτων, καί τών αγίων Πατέρων ήμών έξ ενός γάρ άπαντες καί τού αυτού πνεύματος αύγασθέντες, ώρισαν τά συμφέροντα».
Έν άντιθέσει καί προκλήσει πρός τήν ανωτέρω άρχήν εις τήν «Όμολογίαν Θυατείρων» ή έμφασις γίνεται συνεχώς έπι «τής νέας διαθέσεως». «Οί χριστιανοί σήμερον», γράφει, «έπισκέπτονται Εκκλησίας καί προσεύχονται μέ άλλους Χριστιανούς διαφόρων παραδόσεων, μέ τούς όποίους είς τό παρελθόν ήτο άπηγορευμένον νά σχετίζωνται, διότι έθεωροΰντο αιρετικοί...» (σ. 12).
Αλλά ποιος ήτο προηγουμένως ό όποιος άπηγόρευε αύτάς τάς προσευχάς; Δεν ήτο ή 'Αγία Γραφή, οί άγιοι Πατέρες, αί Οίκ. Σύνοδοι; Καί τό θέμα είναι ότι μόνον εκαλούντο αιρετικοί καί δεν έθεωροΰντο τοιοΰτοι εις την πράξιν;
'Ο α Κανών τού Μ. Βασιλείου παρέχει ένα διαυγή ορισμόν τής όνομασίας των αιρετικών. «Οί παλαιοί (πατέρες) ώνόμασαν (αιρετικούς) τούς παντελώς άπερρηγμέ-νους καί κατ’ αυτήν τήν πίστιν παντελώς άπηλλοτριωμέ-νους». Δέν άναφέρεται τούτο ακριβώς είς έκείνας τάς δυτικάς όμολογίας, αί όποίαι έχουν έκπέσει τής ’Ορθοδόξου Εκκλησίας; Ό άγιος Άπ. Παύλος παραγγέλει ήμϊν: «αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοΰ». (Τιτ. 3, 10), ενώ ή «'Ομολογία Θυατείρων» προσκαλεΐ ήμάς εις μίαν μετ’ αυτών προσευχητικήν κοινωνίαν.
. Ό 45ος Άποστ. Κανών διατάσσει: «Επίσκοπος ή πρεσβύτερος ή διάκονος αίρετικοΐς συναυξάιιενος μόνον, άφοριζέσθω...». 'Ο 64ος Άπ. Κανών καί ό 33ος κανών τής Συνόδου τής Λαοδικείας ομιλούν περί τού αυτού θέματος. 'Ο 32ος κανών τής Λαοδικείας άπαγορεύει νά λαμβάνωμεν ευλογίας έξ αιρετικών. Ή «'Ομολογία Θυατείρων» άντιθέ-τως καλεϊ ήμάς είς συμπροσευχήν μετ’ αυτών καί προχωρεί μάλιστα έτι περαιτέρω, ώστε νά έπιτρέπη είς ’Ορθοδόξους χριστιανούς νά λαμβάνουν θείαν Κοινωνίαν καί νά τήν δίδουν είς αύτούς.
'Ο ίδιος ό Μητρ. Αθηναγόρας δίδει τήν πληροφορίαν ότι, είς τήν Αγγλικανικήν 'Ομολογίαν μέγα μέρος έπισκό-πων καί πιστών δέν άναγνωρίζουν ούτε τον επισκοπικόν βαθμόν, ούτε τήν αγιότητα τών Οίκ. Συνόδων, ούτε τήν μεταποίησιν τών Τιμίων Δώρων είς τήν Θ. Λειτουργίαν,' ούτε άλλα μυστήρια, ούτε τήν τιμήν τών αγίων λειψάνων. 'Ο ίδιος ό συγγραφεύς τής «'Ομολογίας» ύποδεικνύει τά άρθρα τής ’Λγγλικανικής 'Ομολογίας είς τά όποια τά άνωτέρω άναφέρονται. Είσέτί δε καταφρονών πάντα ταύτα, επιτρέπει είς τούς ’Ορθοδόξους Χριστιανούς νά λαμβάνουν Θ. Κοινωνίαν από τούς Άγγλικανικούς καί τούς Καθολικούς, καί εύρίσκει ότι είναι δυνατόν νά μεταλαμβάνουν αύτούς είς την ’Ορθόδοξον Εκκλησίαν.
Πού στηρίζεται αύτή ή ενέργεια; ΈπΙ τής διδασκαλίας των αγίων Πατέρων; ΈπΙ των Κανόνων; Ούχί! Ή μόνη δικαιολογία γι’ αυτό είναι τό γεγονός, ότι ή άντικανονικό-της αύτη ύφίσταται καί συγχρόνως υπάρχει καί μία «φιλία», ή οποία έξεδηλώθη ύπό των ’Αγγλικανών προς τούς ’Ορθοδόξους.
Έν τούτοις, άνεξαρτήτως ποιαν θέσιν λαμβάνει κάποιος πού έπιτρέπει μίαν άπαγορευμένην ύπό των Κανόνων πραξιν, καί άνεξαρτήτως τί ε’ίδους φιλία έχει έμπνεύσει αύτήν τήν ένέργειαν, αυτό δέν μπορεί νά δικαιώση μίαν πραξιν καταδικαζόμενηV ύπό των Κανόνων. Τί άπάντησις θά δοθή εις τον ούράνιον Κριτήν ύπό των Ιεραρχών πού συμβουλεύουν τά πνευματικά των τέκνα νά λαμβάνουν άντί τής αληθούς κοινωνίας, αύτήν, τήν οποίαν συχνά ό προσφέρων ταύτην δέν αναγνωρίζει ώς Σώμα καί Αίμα Χριστού;
Μία τοιαύτη παρανομία προέρχεται από τήν τελείως αιρετικήν, Προτεσταντικήν ή —διά νά έκφρασθώμεν είς τήν σύγχρονον γλώσσαν— οίκουμενιστικήν διδασκαλίαν τής «'Ομολογίας Θυατείρων» περί τής ’Ορθοδόξου ’Εκκλησίας. Δέν βλέπει αύτη δρια είς τήν ’Εκκλησίαν. «Τό Αγιον Πνεύμα» διαβάζομεν είς αύτήν, «είναι άπεριόριστος δύναμις καΐ ένεργεΐ μέσα είς τήν ’Εκκλησία καΐ έξω άπό τήν ’Εκκλησίαν. Αι’ αύτό ή ’Εκκλησία έχει δρια, άλλα διηνεκώς έπεκτείνονταί' έχει θύρα, άλλά όχι τοίχους», (σ. 77).
Αλλά έάν τό Πνεύμα τού Θεού ένεργεί παρομοίως έντός καΐ έκτός τής ’Εκκλησίας, τότε διατί ήτο άναγκαΐον νά έλθη ό Σωτήρ είς τήν γήν διά νά τήν ίδρύση; 'Η φροντίς διά τήν διατήρησιν και όμολογίαν τής αύθεντικής άληθείας, μία φροντίς ή όποία έχει διαβιβασθή είς ήμάς διά τού Κυρίου Ίησοΰ Χριστού, των άγιων ’Αποστόλων καΐ άγιων Πατέρων, καταντά περιττή διά τής άνωτέρω εκδοχής.
Καίτοι ή «'Ομολογία» λέγει εις τήν σελ. 60 ότι ή ’Ορθόδοξος Εκκλησία δύναται «δικαίως νά διεκδικήση εις τήν στιγμήν αυτήν τής 'Ιστορίας, ότι είναι ή Μία Εκκλησία τήν οποίαν ό Χριστός, ό Υιός τού Θεού, 'ίδρυσε έπΙ τής γής», δεν βλέπει ούδεμίαν άναγκαιότητα άδιαφθόρου διατηρήσεως τής πίστεώς της, έπιτρέπων διά τούτο τήν συνύπαρξιν άληθείας καΐ πλάνης. Εις πείσμα των λόγων τού Αποστόλου, ότι ό Χριστός παρέστησεν Αύτω έαυτήν «ένδοξον τήν Εκκλησίαν, μή έχουσα σπίλον ή ρυτίδα ή τι των τοιούτων» (Έφ. 5, 27), ή «'Ομολογία Θυατείρων» παρουσιάζει τήν Εκκλησίαν ώς ένούσα έν έαυτή άμφότερα, αλήθεια και δ,τι έχει ή ίδια άναγνωρίσει ώς άποστασίαν, δηλαδή τήν α'ίρεσιν, καίτοι ή τελευταία έκφρασις δεν χρησιμοποιείται ενταύθα.
'Η άπόρριψις μιας τοιαύτης διδασκαλίας έχει διαυγώς έκφρασθή εις τήν περίφημον «Επιστολήν των Πατριάρχων τής Ανατολής», άναφορικώς πρός τήν ’Ορθόδοξον πίστιν. «'Ομολογούμεν άνευ άμφιβολίας ώς σταθεράν πίστιν, ότι ή Καθολική Εκκλησία δεν δύναται νά σφάλλη ή πλάνηθή καΐ νά έκφέρη τό ψεύδος εις τήν θέσιν τής άληθείας, διότι τό 'Άγιον Πνεύμα, πάντοτε ενεργόν διά μέσου των Πατέρων και διδασκάλων τής Εκκλησίας, οί όποιοι πιστώς τήν ύπηρε-τοΰν, διατηρεί αύτήν μακράν πάσης πλάνης» (12).
'Ο συγγραφεύς τής 'Ομολογίας Θυατείρων ύπείκων εις τό νέον δόγμα τής εύαρεστήσεως των καιρών λησμονεί τελείως τήν παραγγελίαν τού Σωτήρος, τήν λέγουσαν: «εάν ό άδελφός και τής ’Εκκλησίας παρακούση, έστω σοι ώσπερ ό εθνικός και ό τελώνης» (Ματθ. 18, 17), και τήν παρομοίαν παραγγελίαν τού Αποστόλου «Αιρετικόν άνθρωπον μετά πρώτην και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού» (Τιτ. 3, 1θ).
'Όθεν μετά μεγίστης θλίψεως πρέπει νά παραδεχθώμεν, ότι ή καλούμενη «'Ομολογία Θυατείρων» άντηχεΐ εκ της Κων/λεως ούχι την φωνήν τής ορθοδόξου άληθείας, άλλά μάλλον την φωνήν τής όσημέραι έπεκτεινομένης πλάνης του ΟΙκουμενισμοϋ.
Άλλά τί θά γίνη τώρα μέ αυτούς πού «τό Πνεύμα τό Άγιον εθετο επισκόπους, ποιμαίνειν την Εκκλησίαν τού Κυρίου καΐ Θεού, ήν περιεποιήσατο διά τού ίδίου αίματος»; (Πραξ. 20, 28). Ή ανωτέρω εσφαλμένη διδαχή έπισήμως διακηρυχθεΐσα εν τω όνόματι τής καθόλου Εκκλησίας τής Κων/λεως, θά παραμείνη χωρίς διαμαρτυρίας εκ μέρους των Ιεραρχών τού Θεού; Θά συνεχισθή είσέτι, κατά τήν έκφρασιν τού Γρηγορίου του Θεολόγου, ή προδοσία τής άληθείας διά τής σιωπής;
Όντας ό νεώτατος άπ’ αυτούς πού προεδρεύουν των ’Ορθοδόξων Εκκλησιών, ηύχόμεθα και έπιθυμούσαμεν νά ήκούομεν τάς φωνάς τών πρεσβυτέρων ήμών, προτού όμιλήσωμεν δημοσία. Άλλά μέχρι τής στιγμής ή φωνή αύτή δεν ήκούσθη. Έάν δεν έχουν γνωρίσει εισέτι τό περιεχόμενον τής «'Ομολογίας Θυατείρων», τούς ίκετεύο-μεν νά μελετήσουν αυτήν προσεκτικώς καΐ νά μή τήν άφήσουν άνευ καταδίκης.
Είναι φοβερόν καΐ μόνον τό ότι είναι δυνατόν νά άναφερθούν εις ημάς οί λόγοι τού Κυρίου, ούς άπηύθυνε προς τήν Εκκλησία τής Λαοδικείας: «Οίδά σου τά έργα, ότι ούτε ψυχρός εί, ούτε ζεστός· δφελον ψυχρός ής ή ζεστός· ότι χλιαρός εί καΙούτε ζεστός ούτε ψυχρός, μέλλω σε έμέσαι εκ τού στόματός μου» (Άπ. 3, 15-6).
Προειδοποιούμεν τό ποίμνιόν μας και ένημερούντες τούς συμποιμενάρχας μας καλούμεν αυτούς εις άγώνα υπέρ τής πίστεως τής Εκκλησίας μας, ένεκα τής κοινής ευθύνης διά τό ποίμνιόν μας ενώπιον τού ουρανίου άρχιποιμένος. 'Ικετεύομεν αύτούς νά μή καταφρονήσουν τήν προειδοποί-ησίν μας καΐ ούτω μία φανερά άκρωτηρίασις τής ορθοδόξου διδασκαλίας, παραμείνη χωρίς κατηγορίαν καΐ καταδίκην.
Ή εύρεΐα κυκλοφορία τής 'Ομολογίας μάς παρεκίνη-- 257 -σεν νά πληροφορήσωμεν δλην την Εκκλησίαν διά την θλΤψιν μας. Έπιθυμοϋμεν νά έλπίζωμεν ότι ή κραυγή μας αΰτη θά είσακουσθή.
Ό Πρόεδρος τής Συνόδου τής έν Διασπορα ’Ορθοδόξου Ρωσικής ’Εκκλησίας Μητροπολίτης Φιλάρετος Ν. Ύόρκη, Δεκέμβριος 6, 1975
Orthodox Russia, 1976 No 2, σ. 1-3 καί Orthodox Word, 1976, Jan. σ. 6-11.
«’Ορθόδοξος Μαρτυρία», σ. 62-68, Άθήναι 1985. Εις τό παρόν εργον δημοσιεύονται απασαι αί άντιοικουμενιστικαι ΈπιστολαΙ και Εγκύκλιοι του άειμνήστου 'Ιεράρχου.1/’86
«“Εργον δέ Μονάχου, μηδε τό τυχόν άνέχεσθαι καινοτομεΐσθαι τό Εϋαγγελιον»
Πρώτη εισαγωγή και δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το Βιβλίο:
ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ 'Αγιορείτου
ΟΤΑΝ ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ ΠΡΟΔΙΔΟΥΝ
Άρθρα καΐ σχόλια άναφερόμενα εις την αϊρεσιν του Οικουμενισμοΰ καί την μεγάλην ευθύνην των κοινωνούντων αμέσως η εμμέσως μετ’ αυτής
Εκδοσις περιοδικού «Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ»
ΑΘΗΝΑΙ 2001
Η ηλεκτρονική επεξεργασία, σάρωση Βιβλίου , η επιμέλεια κειμένων και εικόνων έγινε απο τόν Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου