Το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας
Συχνότητα μετοχής στη Θεία Ευχαριστία
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΜΕΤΟΧΗΣ ΣΤΗ ΘΕΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ
«Πολλοί τῆς θυσίας ταῦτης ἅπαξ μεταλαμβάνουσι τοῦ παντός ἐνιαυτοῦ, ἄλλοι δὲ δίς, ἄλλοι δὲ πολλάκις. Τί οὖν; Τίνας ἀποδεξόμεθα; Τοὺς ἅπαξ; Τοὺς πολλάκις; Τοὺς ὀλιγάκις; Οὔτε τοὺς ἅπαξ, οὔτε τοὺς πολλάκις, οὔτε τοὺς ὀλιγάκις, ἀλλὰ τοὺς μετὰ καθαροῦ συνειδότος, τοὺς μετὰ καθαρᾶς καρδίας, τοὺς μετὰ βίου ἀλήπτου. Οἱ τοιοῦτοι ἀεὶ προσίτωσαν· οἱ δὲ μὴ τοιοῦτοι, μηδὲ ἅπαξ». Το πρόβλημα της συχνότητας μετοχής των πιστών στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας θέτει και αμέσως φροντίζει να επιλύσει, με λιτότητα και σαφήνεια, ο μέγας κήρυκας της Εκκλησίας στις παραπάνω γραμμές. Θα αναρωτιόταν, ίσως, ο πιστός για ποιο λόγο το πρόβλημα της συχνότητας προσέλευσης στο μυστήριο ταλαιπωρεί το πλήρωμα των μελών της Εκκλησίας έως σήμερα, εφόσον τόσο απλά και κατηγορηματικά δόθηκε η απάντηση αιώνες νωρίτερα. Η συνήθεια της αραιής προσέλευσης στη θεία Κοινωνία φαίνεται να είναι αποτέλεσμα της εκκοσμίκευσης και πνευματικής χαλάρωσης, που ακολούθησε την αθρόα είσοδο πλήθους ανθρώπων στο Χριστιανισμό μετά το διάταγμα της Ανεξιθρησκίας, αλλά και της πράξης των ερημιτών ασκητών - γι αυτό και ο ιερός Χρυσόστομος διευκρινίζει ότι απευθύνει τον παραπάνω λόγο σε όλους, όχι μόνο τους παρόντες, αλλά και τους «ἐν τῇ ἐρήμῳ καθεζομένους» - που λόγω ανάγκης κοινωνούσαν μία φορά κατά τη διάρκεια του έτους ή ακόμη και των δύο ετών. Η παραδοσιακή πράξη της καθημερινής προσέλευσης του πληρώματος της Εκκλησίας στα Τίμια Δώρα αρχίζει να διαταράσσεται - γεγονός που χαρακτηριστικά αποτυπώνει ο β΄ κανόνας της τοπικής συνόδου Αντιοχείας το μ. Χ. - καθώς υιοθετείται, παράλληλα με την αμέλεια, η ευσεβιστική πρόφαση της αναξιότητας, που διογκώνεται αργότερα, κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, εξαιτίας της δουλείας, των διωγμών αλλά και της αμάθειας και της πρακτικής αδυναμίας, που προέκυψαν εξ αυτών. Η δε λειτουργική τυποποίηση και η πρόταξη της άσκησης σε βάρος της Ευχαριστίας, που έλαβε χώρα στη συνέχεια, οδήγησε στην παγίωση της πλήρως αντιπαραδοσιακής συνείδησης των μελών της Εκκλησίας, ότι η αραιή θεία Κοινωνία είναι όχι μόνο αρκετή, αλλά εκφράζει και την ταπεινή έκφραση σεβασμού προς το μυστήριο.
Η στέρηση της θείας Ευχαριστίας υιοθετήθηκε ως μέσο διαπαιδαγώγησης ή και εκφοβισμού και είχε προσλάβει το ένδυμα της κανονικότητας και της παραδοσιακότητας, ούσα πλήρως υιοθετημένη από τις κανονικές πηγές της εποχής. Αντίθετα, η «εξαφάνιση» της θείας μετάληψης και η θεώρησή της ως ενός είδους πολυτέλεια, είναι σατανικό επίτευγμα, που κάνει το μυστήριο να αδρανεί και το μετατρέπει σε μια τελετουργική πράξη, στην οποία ο πιστός απλώς συμμετέχει, επαναλαμβάνοντας την πράξη των παλαιοτέρων και η οποία δε φέρνει κανένα καρπό, παρά μόνον να διασώζει ένα είδος ασκητικότητας, που όμως ουσιαστικά είναι η κατάργηση μιας αλήθειας, της ανάγκης για συνεχή μετάληψη. Σε αυτή, λοιπόν, τη «νεκρωτική για την πίστη, τη λατρεία και το ήθος» της Εκκλησίας συνήθεια αντέδρασαν οι Φιλοκαλικοί πατέρες του ιη΄ αιώνα, με τη διδασκαλία και το έργο τους, χρησιμοποιώντας και το θεοφώτιστο λόγο του ιερού Χρυσοστόμου, διατυπώνοντας το γνήσιο εκκλησιαστικό φρόνημα για συνεχή συμμετοχή στο «ποτήριο της ζωής» και διαλύοντας, ως νέφη, τις ενστάσεις των αντιφρονούντων. Τρεις αιώνες μετά από εκείνους, αξίζει να επιστρέψουμε στην πατερική διδασκαλία, που παρακίνησε και τους ίδιους να ανακινήσουν το ζήτημα της συχνότητας μετοχής στη θεία Ευχαριστία, αφού η αδιαφορία και η προσκόλληση στις συνήθειες, που μας παραδόθηκαν από τους κατά σάρκα προγόνους μας, δεν επιτρέπει πολλές φορές στους πιστούς να ενστερνιστούν την αλήθεια και να «ενσωματωθούν» στο αναστημένο Σώμα του Χριστού που προσφέρεται καθημερινά. Την καθημερινή τέλεση του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας αναφέρει συχνότατα ο ιερός Χρυσόστομος, συνδέοντας πάντα αυτή την αναφορά του με προτροπή των πιστών να κοινωνούν «ἀεὶ» και «διαπαντός». Σύμφωνα με το χρυσό του λόγο, μάταιη είναι η καθημερινή θυσία, και μάταια προσερχόμαστε σε αυτήν, όταν κανείς δε μετέχει, και είναι περιφρόνηση που προσβάλλει τον Θεό, όταν μόνοι μας καθιστούμε τον εαυτό μας ανάξιο και απέχουμε εθελούσια από τη θεία Ευχαριστία. Διευκρινίζει, εδώ, ο μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας, πως διαφορετική είναι η μη προσέλευση των μη δυναμένων, δηλαδή είτε των αμυήτων, είτε των μετανοούντων και διαφορετική η αποχή των πιστών, που, ενώ έχουν ακώλυτη τη δυνατότητα της προσέλευσης, αντί να σπεύδουν, προφασίζονται την αναξιότητα, την ασθένεια, τη φύση και απέχουν από τη «βασιλική τράπεζα».
Ας μη λησμονούμε, επιπλέον, πως η προσέλευση στο άγιο ποτήριο αποτελεί εντολή του ίδιου του Κυρίου προς τους μαθητές, κατά το «λάβετε φάγετε... πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες». Επιμένει ότι η αποχή, εξαιτίας δήθεν αναξιότητας, είναι οπωσδήποτε πρόφαση και πως αυτός που δεν είναι άξιος να μεταλάβει, δεν είναι άξιος ούτε να παρίσταται στη θυσία και τις προσευχές· είναι, εξάλλου, τόσο «υβριστική» η εθελούσια αποστροφή των Τιμίων Δώρων, όσο η προσέλευση μεν κάποιου σε τραπέζι, ως προσκεκλημένου, η άρνησή του, όμως, στη συνέχεια να μετάσχει σε αυτό, ενώ πλύθηκε, κάθισε και ετοιμάστηκε γι αυτό· θα ήταν προτιμότερο να μην προσέρχονταν καθόλου. Εξάλλου, η λειτουργία εξ ορισμού είναι «έργο του λαού» και «δεν ανέχεται κανέναν απαθή ή εξωτερικό θεατή». Την υποκριτική αυτή ταπεινολογία ξεσκεπάζει, απευθυνόμενος ευθέως σε εκείνον που έτσι «ἀνοήτως» και «ἀθλίως» σκέπτεται: «καὶ τοῦτο εὐλάβειαν εἶναι νομίζεις, τὸ μὴ πολλάκις προσελθεῖν, οὐκ εἰδὼς ὅτι τὸ ἀναξίως προσελθεῖν, κἄν ἅπαξ γένηται, ἐκηλίδωσε· τὸ δὲ ἀξιως, κἄν πολλάκις, ἔσωσεν» και υπενθυμίζοντας πως και οι σταυρωτές του Κυρίου μία φορά Τον σταύρωσαν και ο Ιούδας μία φορά Τον πρόδωσε, άρα καθόλου ελαφρύτερο δεν είναι το «ἅπαξ γενόμενο» αμάρτημα. Αντίθετα, «οὐ γὰρ δὴ τὸ ἅπαξ τοῦ ἐνιαυτοῦ προσελθεῖν ἀπαλλάττει τῶν ἐγκλημάτων ἡμᾶς, ἄν ἀναξίως προσίωμεν, ἀλλ’αὐτὸ δὴ τοῦτο μειζόνως καταδικάζει, ὅτι ἅπαξ προσιόντες, οὐδὲ τότε καθαρῶς προσίεμεν». Γι’ αυτό, όταν κάποιος δε βαρύνεται από κάτι κακό, μπορεί καθημερινά να προσέρχεται, όταν όμως είναι φορτωμένος αμαρτήματα και δε μετανοεί γι’ αυτά, είναι ασφαλές να μη πλησιάζει στα Άχραντα Μυστήρια, ούτε μια φορά το χρόνο, έστω κι αν είναι εορτή.
Σε καμία περίπτωση δεν δέχεται ο άγιος Ιεράρχης, ως δικαιολογία την αδυναμία κάθαρσης, λόγω της βραχύτητας του χρόνου, αφού η φιλανθρωπία του Θεού είναι τόση, ώστε να μη χρειάζονται ούτε ημέρες, ούτε χρόνια για να γίνει η μετάνοιά μας αποδεκτή από Εκείνον, αλλά και μόνο όταν υπάρχει αγαθή προαίρεση, ακόμη και σε μία μόνο ημέρα είναι εφικτή. Κατά τον προσφιλή και άκρως παιδαγωγικό του τρόπο, ο άγιος δεν αφήνει την παραπάνω διδασκαλία του να μείνει θεωρητική, αλλά τη στηρίζει πρακτικά στη διάνοια των ακροομένων - και των αναγνωστών, σήμερα - προβάλλοντας παραδείγματα σπουδαία που επιβεβαιώνουν την αλήθεια των λόγων του· υποδεικνύει τους Νινευίτες, που σε τρεις μόνον ημέρες μετεστράφησαν, αλλά και την πόρνη που μύρωσε τα πόδια του Κυρίου και τον Ζακχαίο, που «ἐν βραχείᾳ καιροῦ ροπῇ» εξιλεώθηκαν και έγιναν για εμάς πρότυπα μετανοίας. Ακόμη, λοιπόν, κι αν το «καθ’ἡμέραν» φαίνεται σύντομο, η μετοχή σε κάθε κυριακάτικη σύναξη είναι απολύτως εφικτή για κάθε πιστό, «ἱκανὴ γὰρ τῶν πέντε ἡμερῶν τούτων ἡ προθεσμία, ἐάν νήφῃς καὶ προσεύχῃ καὶ ἀγρυπνῇς, τὸ πολὺ τῶν ἁμαρτημάτων ὑποτέμνεσθαι». Χρειαζεται, λοιπόν, συνεχής τροφοδοσία με το Σώμα και το Αίμα του Θεού - Λόγου, προκειμένου να καταλυθεί «ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος» και να εισαχθεί ο καινός ευχαριστιακός άνθρωπος στην Εκκλησία και τον κόσμο . Άλλωστε, ως γνήσια πράξη της Εκκλησίας, η προσέλευση στο μυστήριο σε κάθε σύναξη τηρείται από τους ιερείς ανέκαθεν, χωρίς ποτέ να διαταραχθεί από την κατ’ επίφαση αναξιότητα. Αυτό έγινε μόνο σε σχέση με τους λαϊκούς, προκαλώντας, ουσιαστικά, μια διάκριση μεταξύ κληρικών και λαϊκών, ως προς τη συχνότητα προσέλευσής τους στην Ευχαριστία, που είναι πλήρως αντιπαραδοσιακή. Δεν λειτουργεί η σύναξη ως «Εκκλησία», όταν οι ιερείς συμμετέχουν αυτόματα ως τελετουργοί, ενώ σχετικοποιείται η συμμετοχή του λαού, που συνήθως απέχει. Η διδασκαλία του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου είναι πολύ ξεκάθαρη, όσον αφορά την εξίσου μετοχή ιερέων και λαϊκών στα Τίμια Δώρα.
Διευκρινίζει πως δε διαφέρει καθόλου ο ένας από τον άλλο την ώρα της θείας Κοινωνίας, αλλά όλοι απολαμβάνουμε τα ίδια και με τον ίδιο τρόπο. Το ότι προηγείται ο ιερέας δεν είναι σπουδαίο· είναι όπως στο γεύμα, που απλώνει το χέρι του στα εδέσματα πρώτα ο μεγαλύτερος και έπειτα ο νεώτερος· η τιμή, όμως, είναι η ίδια ακριβώς. Η πρόσκληση «μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε» απευθύνεται σε όλους, κλήρο και λαό, και αν οι παρευρισκόμενοι δεν προσέλθουν στη θεϊκή τράπεζα, θα παραμείνει «ένας τραγικός τύπος, χωρίς απήχηση», ακυρώνοντας το ίδιο το νόημα του μυστηρίου· ομοίως, με την εκφώνηση «πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες», καλείται όλος ο λαός του Θεού να μετάσχει στο μυστήριο, και όχι μόνο οι τελετουργοί του. Εκτός από την αποχή από το μυστήριο, ο ιερός Χρυσόστομος συνεχώς στηλιτεύει τη σύνδεση της μετοχής των πιστών σε αυτό με τις μεγάλες εορτές. Κατ’ αρχήν, φροντίζει να διαλευκάνει στη σκέψη του πληρώματος πως τίποτε παραπάνω δεν έχει το μυστήριο που τελείται το Πάσχα, από αυτό που τελείται σε κάθε σύναξη, αλλά ότι πρόκειται για μία δύναμη, μία αξία, μία χάρη, ένα σώμα και το αυτό, ούτε εκείνο (το πασχάλιο) αγιότερο από αυτό (το καθημερινό), ούτε αυτό κατώτερο από εκείνο· η μόνη διαφορά συνίσταται στο «λαμπρό πλήθος». Δεν είναι, συνεπώς, δυνατόν να προσερχόμαστε ανέτοιμοι, «ραθυμως και ταλαιπώρως», επειδή είναι εορτή ή επειδή προσέρχονται όλοι, ή αντίθετα, ενώ έχουμε προετοιμασία και κατάνυξη, να μην προσερχόμαστε, επειδή δεν είναι εορτή. Άλλωστε, «ἑορτή ἐστιν ἔργων ἀγαθῶν ἐπίδειξις καὶ ψυχῆς εὐλάβεια καὶ πολιτείας ἀκρίβεια· κἄν ταῦτα ἔχῃς, διαπαντὸς ἑορτάζειν δυνήσῃ καὶ διαπαντὸς προσιέναι». Είναι καθαρή ύβρις η προσέλευση από συνήθεια και υποχρέωση, επειδή είναι Τεσσαρακοστή ή Θεοφάνεια ή Πάσχα, «εἰκῇ καὶ ὡς ἔτυχε»· είναι απαράδεκτος ο ορισμός χρονικών περιόδων κατάλληλων για προσέλευση στη θυσία, μπροστά στην οποία και οι άγγελοι ακόμη τρέμουν. Ακούραστα, επαναλαμβάνει, συνεχώς νουθετώντας τους αμελείς, πως δεν μπορούν ωθούμενοι από την εορτή να πλησιάζουν τη θεία Ευχαριστία από συνήθεια, καθώς πολλοί από αυτούς δεν θα έπρεπε ούτε να την αντικρίζουν, εξαιτίας του απρόσεκτου βίου τους· ο καθαρός στην καρδιά και το βίο, καλείται πάντοτε να μετέχει, ο δε ρυπαρός ποτέ. «Οὐ γὰρ ὡς καταφρονῶν προσέρχομαί σοι, Χριστὲ ὁ Θεός, ἀλλ᾿ ὡς θαῤῥῶν τῇ ἀφάτῳ σου ἀγαθότητι, καὶ ἵνα μή, ἐπὶ πολὺ ἀφιστάμενος τῆς κοινωνίας σου, θηριάλωτος ὑπὸ τοῦ νοητοῦ λύκου γένωμαι...».
Εισαγωγή και δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο :
Ελένη Β. Παπαδοπούλου
Το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας
κατα τήν διδασκαλία Ιερού Χρυσοστόμου
Λειτουργική και Θεολογική προσέγγιση
Σύμβουλος καθηγητής: αρχιμανδρίτης
Νικόδημος Σκρέττας Θεσσαλονίκη
Η ηλεκτρονική επεξεργασία, επιμέλεια κειμένων και εικόνων έγινε απο τόν Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου