Παύλος Νιρβάνας
Τό Αγριολούλουδο
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΗ΄
Την άλλη Κυριακή, στην εκκλησιά του χωριού, έγιναν οι γάμοι του Άλκη με τη Μαρία.
Ο Άλκης είχε πάρει την απόφασή του από το πρωί εκείνο, που είχε βρεθεί μοναχός του με τον πιστό του σκύλο στην κορφή του Μεγάλου Σωρού. Ως να τον είχε σπρώξει εκεί απάνω μια μυστική δύναμη, σα σε κάποιο αρχαίο ναό, για να ζητήσει ένα χρησμό, στην παραζάλη του νου του, ο χρησμός μίλησε μέσα στα βάθη της ψυχής του με το ιερό θρόισμα των φύλλων, που χαιρετούσαν, στη μυσταγωγική εκείνη στιγμή, τη γέννηση του φωτός. Και ο Άλκης, με την ψυχή του γεμάτη φως, υποτάχθηκε στην προσταγή του χρησμού.
Δε βασάνισε πια καθόλου τη σκέψη του. Ένας θεός του φαινότανε τώρα πως οδηγεί τη ζωή του. Δεν ήθελε να ξέρει ποιο δρόμο θα πάρει η ζωή του. Πάντα ωραίοι είναι οι δρόμοι που μας δείχνει τα χέρι ενός θεού. Μήπως τάχα κυβερνούμε μόνοι μας τη ζωή μας; Φανταζόμαστε πως την κυβερνούμε. Καλύτερα να εμπιστευόμαστε στο θεό, που κατοικεί μέσα μας, παραδίνοντας του όλη μας την ύπαρξη, με την απόλυτη πίστη, που κανένας δισταγμός δεν την ταράζει.
Ένα πρωί ο Άλκης παρουσιάσθηκε ανέλπιστα στο σπίτι της Μαρίας και ζήτησε από τους γέρους την κόρη τους. Οι γέροι δε μπόρεσαν να πιστέψουν την ευτυχία που τους έστελνε ο Θεός. Με τα δάκρυα στα μάτια ευλόγησαν τα Όνομά του και λαμπάδες ανάφθηκαν στη χάρη της Μεγαλόχαρης. Ένα θαύμα είχε φανεί στα φτωχικό τους. Και όλο το χωριό, που η μεγάλη, η ανέλπιστη είδηση είχε χυθεί σαν αστραπή απ’ άκρη του σ’ άκρη, είχε πιστέψει στο θαύμα. Ως κι ο φθόνος ακόμα λούφαξε. Μπροστά στο θέλημα του Θεού, κανένα χείλι δεν πρόφερε βέβηλο λόγο. Άμποτε κάθε μάνας κόρη να ’βλεπε την τύχη της Μαρίας! Και μαζί με τη θρησκευτική κατάπληξη, που είχε σκορπίσει στο χωριό η μεγάλη είδηση, οι χωριάτες άρχισαν να βλέπουν και το πρακτικό μέρος του θαύματος. Ένας μεγάλος γιατρός από την Ευρώπη — ο Άλκης είχε πια κάμει τη φήμη του — ήτανε δικός τους πια, θα τον είχανε κοντά τους, για κάθε ανάγκη και κάθε κίνδυνο.
— Τι λέει ο γιατρός μας; ρωτούσαν οι γυναικούλες την ευτυχισμένη μητέρα, γυρίζοντας από την εκκλησία, όπου ο γάμος της Μαρίας είχε γίνει το μεγαλύτερο πανηγύρι, που είδε ποτέ το ταπεινό χωριουδάκι. — Τι λέει ο γιατρός μας; Θα μείνει στο χωριό ή θα μας φύγει;
— Δεν ξέρω η καημένη! τους απαντούσε, με τα δάκρυα στα μάτια, η ευτυχισμένη μητέρα, θα σας γελάσω... Αυτός ορίζει να κάνει ό,τι θέλει!
Σε λίγες μέρες μια μεγάλη είδηση πάλι, τόσο μεγάλη για τους χωριάτες, όσο κι ο ανέλπιστος γάμος της Μαρίας, έτρεχε από στόμα σε στόμα.
— Ο γιατρός θα μείνει στο χωριό μας.
Ο υπενωμοτάρχης, που ήτανε στα μέσα και στα όξω, μέσα σε όλη αυτή τη χαρά, είχε φέρει το μεγάλο νέο. Ο γιατρός θα νοίκιαζε το καλύτερο σπίτι του χωριού, το σπίτι του παπά — ο παπάς κι η παπαδιά, άκληροι άνθρωποι, είχανε αποφασίσει να τραβηχθούν στο καλύβι, που είχανε στο κτήμα τους, απόξω από το χωριό — και θα καθότανε εκεί με τη γυναίκα του και τα πεθερικά του.
— Τι ανάγκη έχει αυτός; τους έλεγε ο πονηρός χωροφύλακας. Αυτός δεν περιμένει να ζήσει από την επιστήμη του. Έχει εκατομμύρια. Αλλά του άρεσε, βλέπεις, ο τόπος. Και, σαν αγάπησε και τη Μαρία, αποφάσισε να ζήσει μαζί μας. Εννοείς, πως έβαλα κι εγώ το λογάκι μου. Γιατί έμενα πρωτορώτησε. Κι αν του ’λεγα έναν ενάντιο λόγο, ούτε η Μαρία θα ’βρισκε την τύχη της, ούτε το χωριά τέτοιο γιατρό, που θα ’καναν πώς και τι να τον έχουνε στην Αθήνα.
Ο πονηρός υπενωμοτάρχης αγαπούσε να περνάει για μυστικοσύμβουλος του γιατρού. Και, καθώς μπαινόβγαινε σα δικός μέσα στο σπίτι του Άλκη, είχε καταφέρει να πείσει τους χωριάτες, πως τίποτε δεν έκανε ο γιατρός, χωρίς να τον ρωτήσει.
Ο Άλκης είχε πάρει πράγματι την απόφαση να μείνει στο χωριό. Του φαινότανε σαν το φυσικό πλαίσιο της ευτυχίας του. Έπειτα μάντευε, πως το ήθελε η Μαρία, όπως μάντευε τις πιο κρυφές της επιθυμίες. Και, μαζί με όλα αυτά, η ιδέα πως μπορούσε να ξαναγυρίσει — τόσο γρήγορα τουλάχιστον — στην Αθήνα, του ’κανε φόβο. Η ανάμνηση της τραγωδίας της Στέλλας, μολονότι στο γάμο του με τη Μαρία έβλεπε μια θέληση της αγαπημένης τους σκιάς, έδινε μιαν αγριάδα στους τόπους όπου είχανε ζήσει μαζί τις ερωτικές τους ημέρες, και που τώρα θα τους ξανάβλεπε με μιαν άλλη γυναίκα. Είχε και κάποιους μυστικούς φόβους, σε στιγμές δισταγμών και δεισιδαιμονιών, πως η άμοιρη πεθαμένη δε θα ’βλεπε με ευνοϊκό πνεύμα τόσο κοντά στον τάφο της τη νέα του ευτυχία. Μια γυναίκα, και πεθαμένη ακόμα, είναι πάντα γυναίκα. Οι τάφοι ζηλεύουν. Και έπρεπε να ευλαβηθεί τον τάφο της. Γιατί, ποιος ξέρει, ποιος μπορεί να είναι βέβαιος, ότι οι τάφοι δεν εκδικούνται;
— Θα μείνουμε μαζί σας! είχε πει στους γέρους, μια μέρα που ο μυστικός αυτός φόβος είχε κυριέψει την ψυχή του. Το θέλει κι η Μαρία κι εγώ. Δε θα σας αφήσουμε!
Οι γέροι πανηγυρίσανε την απόφαση του Άλκη.
— Ό,τι σας φωτίσει ο θεός, παιδί μου, να κάνετε, είπε η μητέρα της Μαρίας. Εμείς πόσο θα ζήσουμε ακόμα; Και ύστερα...
Ο Άλκης ήτανε ευχαριστημένος για την απόφαση που είχε πάρει, και τόσα πράματα ακόμα, που τα θυμότανε ένα ένα, του στερέωναν την απόφασή του. Η θεία του! Δεν ήτανε μονάχα ο φόβος να τη συναντήσει μια μέρα στο δρόμο του, την εγκληματική αυτή γυναίκα. Τώρα συλλογιζότανε και το κακό, το ειρωνικό χαμόγελο, που θ ανθούσε στα λεπτά, τα φαρμακωμένα της χείλη. Γιατί βέβαια η περήφανη εκείνη Κράλαινα δε θα μπορούσε να συχωρέσει ποτέ στον ανιψιό της, σ’ έναν Κράλη, που είδε κι έπαθε να τον σώσει από μια καλοαναθρεμμένη, τέλος πάντων, μικροαστή, να δώσει τ’ όνομά του τώρα σε μια πρόστυχη χωριάτισσα. Και νόμιζε πως βλέπει μπροστά του τα λεπτά, τα φαρμακωμένα εκείνα χείλη, να στάζουνε πράσινο δηλητήριο.
Έπειτα οι αντιπαθητικοί εκείνοι κύκλοι της Αθήνας, οι περιέργειες του ενός και του άλλου, τα παράξενα βλέμματα, που θα ενέδρευαν παντού για να βρουν τροφή κακογλωσσιάς, η εντύπωση που θα ’κανε η εμφάνισή του στην Αθήνα, με τη Μαρία, ύστερ’ από τη φήμη του ειδυλλίου του, που θα είχε γίνει το ζήτημα της ημέρας στα σαλόνια και στους αριστοκρατικούς κύκλους, όλα αυτά τα ενοχλητικά μικροπράματα, που ήτανε βέβαιος ν’ απαντήσει μπροστά του, τον έκαναν ν’ αντικρίζει την ιδέα μιας επιστροφής στην Αθήνα με πραγματικό τρόμο.
Ο Άλκης το πρώτο πράμα που σκέφτηκε στην ευτυχία του, ήτανε να την ανακοινώσει αμέσως στην καλή του φίλη, τη Μίνα. Πόσο θα χαιρότανε η αγαθή κόρη, που του είχε σταθεί ο πιστότερος φίλος και ο ειλικρινέστερος σύμβουλος στις δυσκολότερες στιγμές της ζωής του για την απόφασή του! Μήπως, φεύγοντας, δεν του είχε πει να προσέξει μήπως κάνει στο αθώο αυτό πλάσμα περισσότερο κακό από κείνο, που θα φοβότανε να κάνει στον εαυτό του; Θυμότανε τώρα τα λόγια της αυτά, που τα είχε ονομάσει τότε σιβυλλικά, και θυμότανε ακόμα τον αυστηρό, χρησμοδοτικό τόνο της φωνής της, που νόμιζε να τον ακούει, σα να ήτανε αυτή η στιγμή, στα βάθη της ψυχής του. Λοιπόν, το κακό, που είχε φοβηθεί η Μίνα για τη μικρή της προστατευόμενη, δεν είχε γίνει. Της είχε χαρίσει την ευτυχία και ήταν ευτυχισμένος ο ίδιος για την τίμια και ωραία πράξη του. Η Μίνα δεν μπορούσε παρά να εκτιμήσει την απόφασή του και να χαρεί, να χαρεί με όλη της την καρδιά για την ευτυχία της μικρής της φιλενάδας και τη δική του.
Της έγραψε ένα μεγάλο γράμμα. Η Μαρία, σκυμμένη απάνω του όσο έγραφε, ήταν ευχαριστημένη, πως σε λίγες μέρες η καλή κυρία Μίνα, που την αγαπούσε τόσο πολύ, θα ήξερε την ευτυχία της.
Το γράμμα του Άλκη ήτανε μια εξομολόγηση όλων των ηθικών και αισθηματικών ελατηρίων, που τον κινήσανε να αποφασίσει το γάμο του με τη Μαρία. Της έγραφε ακόμα πως για πολύν καιρό ήταν αποφασισμένος να μείνει στο χωριό. «Πέστε στον κύριο πατέρα σας — της έλεγε κάπου — ότι η προφητεία του αλήθεψε. Έγινα επιτέλους ο γιατρός του χωριού». Αλλά βέβαια δε θα περνούσε όλη του τη ζωή στο χωριό, μολονότι τον τραβούσε τόσο πολύ η απλή και ειρηνική αυτή ζωή, που είχε γίνει το ωραιότερο πλαίσιο της ευτυχίας του. Με τον καιρό, όταν οι κακές γλώσσες θα έπαυαν να καταγίνονται με το επεισόδιό του και οι πονηρές περιέργειες των κυριών της Αθήνας θα είχανε κοπάσει, θ' αποφάσιζε να πάρει τη Μαρία και να ’ρθούνε ν’ αποκατασταθούν στην πρωτεύουσα.
«...Όσο για την εμφάνιση της Μαρίας — τελείωνε το γράμμα του — στο νέο της περιβάλλον, δεν έχω, σας βεβαιώ, καμία απολύτως ανησυχία. Η πριγκιποπούλα σας, όπως τη λέγατε, μπορεί άφοβα να ανθέξει σε κάθε σύγκριση. Έχει τόση φυσική ντιστενξιόν, που νομίζει κανείς πως γεννήθηκε μέσα σε παλάτια. Δεν ήτανε αυτή κι η δική σας ιδέα; Και έπειτα η ομορφιά της και η φυσική της χάρη δίνουν ακόμα και στις ασήμαντες, χωριάτικες αφέλειες της έναν τόσο θελκτικό, προσωπικό χαρακτήρα! Κάποιο στυλ, θα έλεγα. Εσείς, που την ξέρετε, μπορείτε να καταλάβετε τι λέω. Και δε θα πάρετε τα λόγια μου για αστεία παραληρήματα ενός τρελού ερωτευμένου. Έπειτα, στο μεταξύ αυτό, η Μαρία θα κάνει κοντά μου την κοσμική και την αισθητική της ανατροφή. Δεν μπορείτε να φαντασθείτε, τι μοναδική μαθήτρια που είναι και πόση ευχαρίστηση βρίσκω να της κάνω τα μικρά αυτά κοσμικά μαθήματα, που τα μαντεύει περισσότερο με τη φυσική της διαίσθηση, παρά όσο τα αποστη-θίζει.»
Και ακολουθούσε ύστερα ένα μικρό υστερόγραφο.
«Μη φαντασθείτε όμως, δεσποινίς Μίνα, ότι το έργο μου είναι και πολύ εύκολο. Όχι γιατί η μαθήτρια μου είναι χοντροκέφαλη ή τα μαθήματα είναι πολύ δύσκολα για την αντίληψή της. Κάθε άλλο! Φοβούμαι όμως μήπως με τη διδασκαλία μου της χαλάσω το ωραίο φυσικό της. Και θα ήτανε κρίμα! Βρίσκομαι λοιπόν στη θέση ενός δασκάλου ζωγράφου, μπροστά σ’ ένα μαθητή μ’ εξαιρετικό τάλαντο, που φοβάται μήπως, με την ακαδημαϊκή του διδασκαλία μαράνει το φυσικό τάλαντο του μαθητή του και του καταστρέψει ή του παραστρατήσει την προσωπικότητά του. Και δε θα ήθελα ποτέ να γίνω ο αίτιος μιας τέτοιας καταστροφής. Ελπίζω, όπως και να είναι, πως όταν ξανασυναντηθούμε στην Αθήνα ή αλλού, και όταν ξαναϊδείτε το αγριολού-λουδό σας, μεταφυτεμένο στη σέρα, θα εκτιμήσετε τη μέθοδό μου και δε θα ντρέπεστε για τη μικρή σας φιλενάδα, που θέλω να ελπίζω, ότι θα της είσαστε ο ίδιος αγαθός άγγελος και στη νέα της ζωή, όπως και στο ωραίο αυτό δάσος, όπου τόσο μας λείπετε.»
— Μα τι είναι όλα αυτά που γράφεις; τον ερώτησε η Μαρία, που είχε καθίσει άξαφνα στα γόνατά του με μια πλαστική χάρη, που θα μπορούσε να εμπνεύσει σ’ ένα ζωγράφο γυναικών μια δύσκολη σύνθεση. Γράφεις μια ώρα τώρα.
— Γράφω πολλά κακά για σένα, ανόητο κορίτσι! της είπε βάζοντας την υπογραφή του.
Και καθώς ακουμπούσε απάνω του, με το χέρι της πλεγμένο γύρω από το λαιμό του, γύρισε και τη φίλησε στα μάτια.
— Θέλω να μου τα διαβάσεις! του είπ' εκείνη μ’ ένα ύφος χαριτωμένα αυστηρό.
— Μα αφού γράφω κακά για σένα;
— Ας γράφεις! Θέλω να μου τα διαβάσεις.
— Άκουσε λοιπόν να σου διαβάσω...
Άρχισε να διαβάζει. Εκείνη όμως του έσφιγγε το λαιμό με το λευκό της μπράτσο, τραβούσε το κεφάλι του επάνω της, το ’σφιγγε στο στήθος της νευρικά, επίμονα.
— Μα βλέπεις, πως δε μ’ αφήνεις να διαβάσω; Τι κατάσταση είναι αυτή; Άφησε με λοιπόν;
— Διάβασε! Ποιος σ’ εμποδίζει; του είπε αδιάφορα εκείνη. Ο Άλκης πέταξε το γράμμα απάνω στο τραπέζι, την
έσφιξε στην αγκαλιά του και κόλλησε τα χείλη του απάνω στο μικρό της στοματάκι, ενώ εκείνη σπαρτάριζε να του ξεφύγει, με πονηρά, πνιγμένα γέλια.
Και όπως οι ερωτευμένοι του Δάντε — ο Άλκης της είχε διηγηθεί κάποτε το επεισόδιο της Φραντσέσκας ντα Ρίμινι — το γράμμα εκείνο τους έγινε ο Γαλεότος τους. Και δε διαβάσανε πια εκείνο το βράδυ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΘ΄
Είχε φτάσει το φθινόπωρο. Οι περίπατοι στο δάσος του Άλκη με την ωραία του γυναικούλα είχαν γίνει σπανιότεροι. Και τις βροχερές ημέρες — το φθινόπωρο εκείνο ήταν εξαιρετικά βροχερό — το χωριάτικο σπιτάκι, που είχε κλείσει την ευτυχία τους, τους κρατούσε μέσα του τον περισσότερο καιρό. Κοίταζαν, καθισμένοι πλάι κοντά στο παράθυρο, τα μεγάλα σύννεφα, που έτρεχαν στον ουρανό μ’ ένα εύθυμο κυνηγητό, έβλεπαν τη βροχή που έπεφτε ήσυχη και στρωτή, σαν ευλογία Θεού, και άκουαν το χαρούμενο, χαρούμενο τραγούδι της απάνω στις στέγες και στα τζάμια του παραθύρου. Ήτανε τόση η χαρά της ψυχής τους, ώστε ν’ ανάβει μικρούς, χαρούμενους ήλιους μέσα στα μαύρα σύννεφα του ουρανού.
— Θυμάσαι — είπε μια μέρα ο Άλκης στη Μαρία — θυμάσαι κάποτε, που σου είχε πει η μητέρα σου να κλειστείς μέσα στο σπίτι και να μη ξαναβγείς όξω; Θυμάσαι που έκλαιγες απ’ το κακό σου; Γύριζες, σαν το αγρίμι, στο δάσος με όλους τους καιρούς κι έλεγες πως θα πεθάνεις, αν σε κλείσουνε μια μέρα στο σπίτι. Τώρα δε στενοχωριέσαι;
Η Μαρία κοκκίνισε.
— Δε σου είπα να μη μου ξαναλές αυτά που έλεγα; του είπε θυμωμένη.
Δεν ήθελε να της θυμίζουν τα παιδιάτικά της λόγια. Νόμιζε πως ο Άλκης περιγελούσε τις μικρές της ερωτικές αδυναμίες. Κι αυτό την πείραζε τρομερά. Το εύθυμο προσωπάκι της συννέφιαζε αμέσως σαν τον χινοπωριάτικο ουρανό και δε μιλούσε για ώρες ολόκληρες.
— Καλά! Δε σου τα ξαναλέω πια! της είπε ο Άλκης, που δεν μπορούσε να καταλάβει το λόγο που την έκανε να θυμώνει. Δε σου να ξαναλέω πια. Μη θυμώνεις!
Μα οι μικροί αυτοί θυμοί περνούσανε γρήγορα, σα συννεφάκια του φθινοπώρου, και ο ήλιος της χαράς τους έλαμπε πάλι στο μικρό τους σπιτικό.
Ο Άλκης, με τη λεπτή του καλαισθησία, είχε βαλμένο το σπιτάκι τους όσο μπορούσε καλύτερα, με τα λίγα έπιπλα, που του είχε φκιάξει ένας μαραγκός του χωριού, σύμφωνα με τις οδηγίες του, κι εκείνα που του είχε αφήσει φεύγοντας ο κύριος Σταλίδης. Είχε κάνει και το μικρό του γραφείο, με τη βιβλιοθηκούλα του, που είχε βάλει τα λίγα του βιβλία, το τραπεζάκι της εργασίας του, ένα ντιβανάκι κοντά στο παράθυρο, ό,τι του χρειαζότανε για να περνάει εκεί, με τη μικρή του μαθήτρια, τις ώρες της ευλογημένης μοναξιάς του. Μερικά παλιά χωριάτικα υφάσματα, που τα είχε διαλέξει με γούστο και με πολλές φροντίδες, συμπλήρωναν το διάκοσμο του μικρού γραφείου, ένα διάκοσμο αρμονικό και ταιριασμένο, που δεν του έλειπε κάποιο ευγενικό στυλ. Σιγά σιγά η Μαρία είχε μυηθεί στις λεπτές αυτές ευγένειες και τις συμπλήρωνε με την έμφυτη αντίληψη της ομορφιάς, που έχουν οι χωριάτικες ψυχές, πριν πνίξει μέσα τους ένας ψεύτικος πολιτισμός την προσωπική τους αισθητική, κληρονομιά ενός παλιού ντόπιου πολιτισμού.
— Τι λες, Μαρία; της έλεγε κάποτε ο Άλκης. Να βάλουμε αυτό το πραγματάκι σ’ αυτήν εδώ τη γωνίτσα;
Και ζητούσε σοβαρά τη γνώμη της, γιατί πολλές φορές την εύρισκε ανώτερη από τη δική του.
— Όχι, καημένε! του ’λεγε εκείνη. Δε θα είναι όμορφα έτσι!
Και ύστερα έβλεπε πράγματι κι εκείνος πως δε θα ήτανε όμορφα. Κι έτσι τελειοποιούσε τη δική του σοφή αισθητική, που την εύρισκε κάποτε βάρβαρη, με την πρωτόγονη, αλλά τόσο αρμενισμένη με το περιβάλλον αισθητική της Μαρίας.
Με την ωραία αυτή ζωή μπήκανε στο χειμώνα. Οι εκδρομές τους στο δάσος είχαν γίνει σπανιότερες ακόμη. Τον περισσότερο καιρό τους τον περνούσανε τώρα μέσα στο σπιτάκι τους. Ο Άλκης έβγαινε όξω, έκανε τις γιατρικές τους επισκέψεις και ξαναγύριζε πάλι βιαστικός κοντά στη γυναικούλα του. Η Μαρία, που είχε μάθει λίγα γράμματα στη δασκάλα του χωριού, είχε τρελή επιθυμία να συμπληρώσει την εκπαίδευσή της. Και ο Άλκης της είχε γίνει ο δάσκαλός της. Είχε εφεύρει ένα δικό του εκπαιδευτικό σύστημα, που δεν ήξερε κι ο ίδιος αν εφαρμόζεται πουθενά αλλού. Το σύστημά του όμως έκανε θαύματα. Σε λίγο καιρό η Μαρία ήξερε όσα δεν ξέρουν στην Αθήνα πολλοί μαθητές του γυμνασίου. Και ο Άλκης, ενθουσιασμένος από τη μέθοδό του και τη μαθήτριά του, συλλογιζότανε συχνά, ότι και στα γράμματα ακόμα ο καλύτερος παιδαγωγός είναι η αγάπη.
Όταν τελείωναν το ακαδημαϊκό τους μάθημα — που δεν ήτανε και αυτό καθόλου σχολαστικό — περνούσαν τα βράδια τους διαβάζοντας ωραία βιβλία. Ο Άλκης πρόσεχε πολύ στην εκλογή των έργων, που ήσανε προορισμένα για την αισθητική ανατροφή της Μαρίας. Είχε την ιδέα πως μια απλή και παρθε-νική ψυχή, που ο κόσμος των βιβλίων είχε μείνει κλειστός ως τώρα γι’ αυτήν, έπρεπε να σχετισθεί κατευθείαν με την ανώτερη τέχνη.
— Εμείς, της έλεγε, για να φθάσουμε στα καλά βιβλία, περάσαμε από όλα τα άσχημα, που πέσανε στα χέρια μας. Πόσος καιρός χαμένος και πόση ζημιά για το γούστο μας; Δεν πρέπει να πάθεις κι εσύ το ίδιο, Μαρία!
Είχε φέρει από την Αθήνα μια σειρά εκλεκτών βιβλίων της εκλογής του. Και η Μαρία είχε αρχίσει ν’ αγαπά και να ξεχωρίζει τόσο εύκολα την καλή τέχνη από την πρόστυχη, ώστε κάποτε, που για δοκιμή της διάβαζε ο Άλκης κανένα παρακατινό κείμενο, η Μαρία δεν αργούσε να δείξει τη δυσαρέσκειά της.
— Δε μ’ αρέσει αυτό! του ’λεγε. Δεν είναι σαν τα άλλα...
Ο Άλκης δεν μπορούσε να καταλάβει, με τι τρόπο μια χωριατοπούλα μπόρεσε να μορφώσει τόσο γρήγορα ένα αισθητικό κριτήριο, που δεν το είχανε άνθρωποι, που φάγανε τη ζωή τους στα γράμματα. Έφθανε να παραδεχθεί κάποτε μια διαίσθηση στο εξαιρετικό αυτό πλάσμα. Έπειτα όμως εύρισκε το πράμα φυσικό. Αν υπήρχαν στον κόσμο, συλλογιζότανε, μόνο καλά βιβλία, το φαινόμενο της Μαρίας θα ήταν ένα συνηθισμένο φαινόμενο. Γιατί θα υπήρχαν βέβαια πάντοτε οι άνθρωποι, που δεν τους λέει τίποτα η τέχνη, δε θα υπήρχαν όμως άνθρωποι που ν’ αγαπούν όλες τις προστυχιές, που παρουσιάζονται με το όνομα της τέχνης. Και θα μπορούσαν να τις ξεχωρίζουν, αν τύχαινε ποτέ να τις βρούνε μπροστά τους.
Η Μαρία αγαπούσε εξαιρετικά το Σολωμό και παρακαλούσε συχνά τον Άλκη να της διαβάζει, με την ωραία και έμψυχη απαγγελία του, κομμάτια, από τους «Ελευθέρους Πολιορκημένους» και το «Όνειρο της Μαρίας», που είχε τ’ όνομά της.
— Σ’ αρέσουνε αυτά τα τραγούδια — της έλεγε — γιατί μ’ αρέσουνε κι έμενα. Το καταλαβαίνω, θέλεις να μ’ ευχαριστήσεις...
— Όχι! του απαντούσε εκείνη, με μια ειλικρίνεια, που ήτανε φανερή στον εγκάρδιο τόνο της φωνής της. Σου τ’ ορκίζομαι, πως θα μ’ αρέσανε κι αν δεν σ’ αρέσανε εσένα.
Η Μαρία είχε μάθει απόξω πολλούς στίχους. Μια βραδιά, ξαπλωμένη στη μακριά, ψάθινη πολυθρόνα, που από το δάσος είχε βρεθεί τώρα στο μικρό γραφείο του Άλκη, άρχισε να του λέει με τη μελωδική φωνή της, που έδινε μια καινούργια δροσεράδα στους στίχους, ένα κομμάτι από τον Πειρασμό.
Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη
κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα
και μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους
ανάκουστος κελαϊδισμός και λιγοθυμισμένος.
Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα
χύνονται μες στην άβυσσο τη μοσχοβολισμένη
και παίρνουνε το μόσχο της κι αφήνουν τη δροσιά τους.
Κι όλα στον Ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,
τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί και κάνουν σαν αηδόνια.
Έξω αναβρύζει κι η ζωή σε γη, ουρανό και κύμα,
αλλά στης λίμνης το νερό, π’ ακίνητο ’ναι κι άσπρο,
ακίνητο όπου κι αν ιδείς και κάτασπρο ως τον πάτο,
σε μικρόν ήσκιον άγνωρον έπαιξε η πεταλούδα,
που ’χ’ ευωδιάσει τσ’ ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.
Αλαφροΐσκιωτε, καλέ, για πες μου απόψε τ’ είδες;
Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Και καθώς ο Άλκης την άκουγ’ εκστατικά, καθισμένος μπροστά στο γραφείο, εκείνη χύθηκε στην αγκαλιά του κι άρχισε να τον φιλεί γλυκά, σα να είχε στήσει μέσα στην ψυχή της, τη στιγμή αυτή, ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη.
— Σ’ αρέσει λοιπόν τόσο πολύ αυτό το τραγούδι; της είπε ο Άλκης, σφίγγοντάς την στα στήθη του και φιλώντας τα μάτια της, δακρυσμένα από τη συγκίνηση των ωραίων στίχων.
— Αν ήξερες! του είπ’ εκείνη. Το τραγουδάω και μέσα στον ύπνο μου ακόμα.
Ο απλοϊκός αυτός θαυμασμός της Μαρίας, που ζωντάνευε μέσα στα όνειρά της τα πλάσματα του ποιητή, είχε συγκινήσει βαθιά τον Άλκη. Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να θυμηθεί πως ήτανε κι ο δάσκαλος της μικρούλας του αγαπημένης.
— Μπορείς να μου πεις — τη ρώτησε — γιατί σου αρέσει; Η Μαρία τον κοίταξε παράξενα.
— Ξέρω γω γιατί μ’ αρέσει; του είπε αδιάφορα.
Και γέρνοντας στην αγκαλιά του, αποκαμωμένη, του ξαναείπε κοιτάζοντάς τον πονηρά στα μάτια.
— Εσύ ξέρεις γιατί σου αρέσω;
Και μέσα στα φιλιά τους ξεχάσανε πάλι τη φιλολογία, όπως την ξεχνούσανε συχνά, σε κάποιες ωραίες στιγμές.
Όταν δε διαβάζανε ωραία βιβλία, κλεισμένοι από τη βαρυχειμωνιά στο σπιτάκι τους — το σπιτάκι της ευτυχίας, όπως το είχε βαφτίσει ο Άλκης — έβλεπαν ωραίες εικόνες. Μια συλλογή από εικονογραφημένες μονογραφίες των μεγάλων ζωγράφων της Αναγεννήσεως και των πιο ξακουστών της εποχής μας, που είχε παραγγείλει ο Άλκης στη Γερμανία και που είχαν φτάσει σε κατάλληλη στιγμή, είχε συμπληρώσει τη βιβλιοθηκούλα τους. Δεν έλειπε από τη συλλογή αυτή κι ο τόμος του Γκύζη. Κι ο Άλκης προσπαθούσε, με σοφές προσπάθειες, ν’ αποκαλύψει στην ψυχή της Μαρίας, τόσο ανοιχτή πάντα σε κάθε ομορφιά, τα τόσο εύκολα και τόσο δύσκολα μαζί μυστικά της μεγάλης τέχνης. Η παιδιάστικη ψυχή της Μαρίας πανηγύριζε μέσα στον ωραίον αυτό ψεύτικο κόσμο, που τον ζωντάνευε με τη φαντασία της. Και είχε τους έρωτές της μέσα σ’ αυτόν. Αγαπούσε ξεχωριστά τις γλυκές Παναγίες και τους μικρούς Χριστούς του Ραφαέλου κι έμεν' εκστατική μπροστά στις αιθέριες άγιες γυναίκες του Μποτιτσέλι. Ο Γκύζης όμως μιλούσε περισσότερο στην ψυχή της με τα έργα της πρώτης του εποχής, που καθρέφτιζαν τις γνώριμες ομορφιές και τις γραφικότητες του ελληνικού χωριού. Η ευλαβητική ψυχή της αγαπούσε παθητικά το «Τάμα», με τη χλωμή μαυροφόρα παρθένα, που, κουρασμένη από το δρόμο, είχε ακουμπήσει, με τη λαμπάδα στο χέρι, απάνω στον έρημο βράχο της ανηφοριάς, καρφώνοντας τα μάτια της στο μακρινό εκκλησιδάκι, που ξεχώριζε, σα λιμάνι των τρικυμισμένων ψυχών, στην κορυφή του βουνού. Με αναμμένη τη λαμπάδα της ψυχής της, κι εκείνη ακολουθούσε, σα σε όνειρο, τη φανταστική παρθένα στο προσκύνημά της κι έφερνε τη λαμπάδα της στη χάρη μιας μακρινής Παναγίας. Ο Άλκης την είχε ιδεί πολλές φορές να σκύβει εκστατική επάνω στην ωραία εικόνα. Το πρόσωπό της χλόμιαζε τότε σαν το πρόσωπο της παρθένας του ζωγράφου και τα μάτια της παίρνανε μια γλυκιά έκφραση αγιοσύνης. Στις στιγμές αυτές ποτέ δεν έσκυψε να τη φιλήσει ο Άλκης. Ένοιωθε πως άλλες αγάπες, μυστικές αγάπες, φλόγιζαν την ψυχή της. Πήγαινε και καθότανε κοντά της και βυθιζότανε μαζί της στο μυστικά δράμα. Κάποτε της είπε:
— Σ’ αρέσει πολύ αυτή η ζωγραφιά, Μαρία;
— Εσένα δε σ’ αρέσει; τον ρώτησ’ εκείνη, που ήθελε πάντα να μοιράζεται τις αγάπες της και τους θαυμασμούς της με τον Άλκη.
— Μ’ αρέσει πολύ! της είπε. Μ’ αρέσει όμως ακόμα περισσότερο γιατί η θλιμμένη αυτή κοπέλα σου μοιάζει σα να ήτανε αδερφή σου.
Πράγματι, εύρισκε μια καταπληκτική ομοιότητα της Μαρίας με το πλάσμα του ζωγράφου. Είχανε την ίδια λεπτή ευγένεια στα πρόσωπο και την ίδια χάρη της γραμμής στο λυγερό κορμί.
— Μακάρι να της έμοιαζα! του είπε η Μαρία. Αυτή είναι ωραία και πόσο θλιμμένη! Κι εγώ είμαι...
Κατέβασε τα μάτια της.
— Τι είσαι; της είπε ο Άλκης.
— Εγώ είμαι ένα τρελλοκόριτσο. Δε μου το είπες τόσες φορές; Από τότε που σε γνώρισα δεν πήγα ούτε μια φορά ν’ ανάψω μια λαμπάδα στον Άγιο. Θα μ’ αφήσεις να πάω την Κυριακή;
Ήτανε τόσο ικετευτικός ο τόνος της φωνής της, που ο Άλκης δεν μπόρεσε να της πει το όχι.
— Να πας, Μαρία! της είπε. Δε θέλω όμως να σε ιδώ ποτέ έτσι θλιμμένη, σαν τη φτωχούλα αυτή την ορφανή.
Η Μαρία τον κοίταξε στα μάτια.
— Και τη θλίψη ο Θεός τη στέλνει... ψιθύρισε. Στο χέρι μας είναι να είμαστε πάντα χαρούμενοι;
Σαν κάποιο ρίγος μυστικού φόβου πέρασε, την ίδια στιγμή, από τις ψυχές των δυο αγαπημένων. Μείνανε αρκετή ώρα σιωπηλοί κι οι δυο μπροστά στο ανοιχτό βιβλίο. Ο Άλκης, σα να ήθελε να τινάξει από πάνω του έναν εφιάλτη, σηκώθηκε απάνω, έκανε μερικά βήματα στο δωμάτιο και προσπάθησε ν’ αλλάξει ομιλία.
— Έλα να ιδείς — της είπε ζυγώνοντας στο παράθυρο — πώς καθάρισε ο ουρανός! Αύριο θα ’χουμε ωραία ημέρα. Και είναι τόσος καιρός, που δεν πήγαμε να κάνουμε επίσκεψη του Αντώνη στο δάσος.
Η Μαρία σηκώθηκε και πήγε σιμά του. Τα άστρα σπιθοβολούσαν χαρούμενα σ’ έναν κατακάθαρο ουρανό. Και καθίσανε, σαν πάντα, ο ένας πλάι στον άλλον, με τα μάτια υψωμένα στην ουράνια φωτοχυσία. Ο Άλκης όμως δεν τη φίλησε καθόλου εκείνο το βράδυ.
Έτσι περνούσανε, πότε με τις ωραίες χαρές του σπιτιού, πότε μ’ εκδρομές στο δάσος, που ήτανε σπαρμένο από τις αναμνήσεις της πρώτης τους αγάπης, οι χειμωνιάτικες ημέρες του ευτυχισμένου ζευγαριού.
Συχνά στις ομιλίες τους ερχότανε το όνομα της Μίνας, που την αγαπούσανε κι οι δυο, σαν καλό τους άγγελο. Η Μίνα, ύστερ’ από το γράμμα, που είχε γράψει στον Άλκη για να τον συγχαρεί για τους γάμους του, ένα γράμμα σύντομο και τυπικό, δεν είχε ξαναγράψει πια.
Θα έχει φύγει φαίνεται για την Αίγυπτο, όπως μας έγραφε — εξηγούσε ο Άλκης στη Μαρία τη σιωπή της καλής τους φιλενάδας — και δεν έλαβε ακόμα καιρό να μας ξαναγράψει. Φαντάζεσαι όμως, πόσο θα χαίρεται για την ευτυχία μας. Κι αν πάμε καμιά φορά στην Αθήνα, να είσαι βέβαιη πως το σπίτι του Σταλίδη θα είναι σα δικό μας σπίτι.
— Πότε θα πάμε στην Αθήνα; τον ρωτούσε η Μαρία. Ρωτούσε περισσότερο για να μαντέψει την επιθυμία του
Άλκη, παρά γιατί είχε ανυπομονησία να γνωρίσει την πρωτεύουσα. Η καρδιά της ήτανε δεμένη περισσότερο με το χωριό και με την ωραία, ήσυχη ζωή που περνούσανε εκεί. Και η ιδέα της Αθήνας της έκανε κάποιο μικρό φόβο, που δεν ξέφευγε την προσοχή του Άλκη.
— Δεν έχομε καμιά βία να πάμε στην Αθήνα! της έλεγ’ εκείνος. Πού θα βρούμε καλύτερα από δω; Λέω, σαν πάμε καμιά φορά...
Ο Άλκης της μιλούσε συχνά και για τον Κώστα, τον παιδικό του φίλο. Ο Κώστας του είχε γράψει ένα θερμό και εγκάρδιο γράμμα για τους γάμους του, χωρίς να του κάνει κανένα λόγο για την παλιά του ιστορία, που ευγενικά τη λησμονούσε. Από τότε είχανε ανταλλάξει δυο τρία γράμματα. Ο Κώστας που είχε αναλάβει με πολλή προθυμία όλες τις μικρές παραγγελίες του φίλου του για βιβλία και άλλα μικροπράματα, του ’γραφε, πως θα ’ρθει να περάσει λίγον καιρό μαζί τους το καλοκαίρι, για να λάβει την ευχαρίστηση να γνωρίσει και το χαριτωμένο αγριολούλουδο, που με τόσο θαυμασμό του είχε μιλήσει γι’ αυτό η δεσποινίς Σταλίδη.
— θα ιδείς, τι καλό παιδί που είναι, σαν τον γνωρίσεις! έλεγε της Μαρίας ο Άλκης. Φτάνει μονάχα να ’ρθει και να μη μας γελάσει.
— Αν είναι σαν κι εσένα, θα είναι καλός... του έλεγε η Μαρία. Κι αφού τον θέλεις τόσο πολύ...
Ο Άλκης πράγματι είχε αρχίσει να αισθάνεται την ανάγκη κάποιας πολιτισμένης συντροφιάς. Χορτασμένος από αγάπη, ένοιωθε κάποιες στιγμές κάτι άλλο να του λείπει, μέσα στους απλοϊκούς ανθρώπους του χωριού και τη μονοτονία της ζωής τους. Έπειτα ήθελε να ζητήσει και τη γνώμη του Κώστα για την επιστροφή του στην Αθήνα. Καταλάβαινε πια πως ήτανε καιρός ν’ αφήσει το χωριό. Είχε ανάγκη να τελειώσει και την επιστημονική του εκείνη εργασία που ετοίμαζε να υποβάλει στο Πανεπιστήμιο και που την είχε παραμελήσει κάμποσους μήνες. Τώρα τελευταία είχε ξαναρχίσει πάλι να εργάζεται. Άφηνε τη Μαρία να πάει να κοιμηθεί κι εκείνος έμενε αργά στο γραφείο του, μελετώντας και γράφοντας.
— Μα τι είναι όλα αυτά που γράφεις τώρα; τον ρωτούσε αθώα η Μαρία. Θ’ αρρωστήσεις να κάθεσαι να ξενυχτάς έτσι!
— Αυτά είναι πράματα της επιστήμης μου, της έλεγε εκείνος — που δεν τα καταλαβαίνεις. Άφησε με να δουλέψω!
— Πού το ξέρεις πως δεν τα καταλαβαίνω; του απαντούσε κακιωμένη. Όλα όσα μου λες εσύ τα καταλαβαίνω. Γιατί δε μου διαβάζεις κάποιο από τα γράμματα αυτά — του ’λεγε — να ιδείς;
Η αθώα αυτή πεποίθηση της Μαρίας, πως δεν βρισκότανε πράμα, που μπορούσε να της το πει εκείνος και να μην το καταλάβει, όσο δύσκολο και να ήτανε, μια πεποίθηση βγαλμένη από την αγάπη, που φαντάζεται πως μαντεύει κι όσα σε φτάνει ο νους, συγκινούσε βαθιά τον Άλκη.
— Καλά! — της έλεγε. Καμιά μέρα θα σου τα πω κι αυτά, αφού το θέλεις, θα σου τα πω!
Και σταματούσε τη δουλειά του για να τη σφίξει στην αγκαλιά του.
Έβλεπε όμως τώρα ο Άλκης, πως δεν μπορούσε να προχωρήσει στη δουλειά του. Τα λίγα βιβλία, που είχε φέρει μαζί του, κι εκείνα, που του είχε στείλει ο Κώστας, δεν του φτάνανε. Είχε πολλά κενά στην εργασία του. Και για να προχωρήσει είχε ανάγκη από πηγές, που μόνο στις βιβλιοθήκες μπορούσε να τις βρει. Έπειτα είχε ανάγκη ακόμα κι από κάποια πειράματα και κλινικές παρατηρήσεις, που χωρίς επιστημονικά εργαστήρια και νοσοκομεία ήτανε αδύνατο να γίνουν. Σε κάποια κόρη, που είχανε φέρει στη χάρη του Αγίου και που παρουσίαζε φαινόμενα «μεγάλης υστερίας», ο Άλκης μπόρεσε να εξακριβώσει μερικές αμφιβολίες του για την υστερία της μυθικής Κασσάνδρας. Αυτό όμως ήτανε το μοναδικό του εύρημα στο χωριό. Κι έβλεπε τώρα, πως, μένοντας ακόμα εκεί, θα ήτανε αναγκασμένος να σταματήσει μια εργασία τόσων ετών και τόσων κόπων και να την αφήσει στη μέση. Έπρεπε, με κάθε τρόπο, να γυρίσει στην Αθήνα. Και, τώρα τελευταία, είχε πάρει πια την απόφασή του και δεν περίμενε παρά τον ερχομό του φίλου του, για ν’ αποφασίσει οριστικά και την εποχή του ταξιδιού του.
Στη Μαρία ωστόσο δεν είχε πει τίποτε ορισμένο ακόμα. Κάποιες στιγμές όμως, που εκείνη τον έβλεπε αφηρημένο, μάντευε πως ο νους του πετούσε στην Αθήνα.
— Για πες μου, Άλκη μου! του ’λεγε. Όταν πάμε στην Αθήνα, θα μ’ αγαπάς, όπως μ’ αγαπάς κι εδώ;
Εκείνος τη μάλωνε:
— Σου είπα εκατό φορές να μη μου λες τέτοιες ανοησίες! Έπειτα, ποιος σου είπε πως θα πάμε στην Αθήνα; Ακόμη δεν είναι αποφασισμένο...
Εκείνη όμως μελαγχολούσε, σα να μην τον πίστευε.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου