Παύλος Νιρβάνας
Τό αγριολούλουδο
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Κ΄
Είχε περάσει ο κακός χειμώνας και είχ’ έρθει η άνοιξη. Το ομορφότερο λουλούδι της στα μάτια του Άλκη ήτανε η Μαρία. Μια χαρούμενη ανεμώνη κι η ωραία λυγερή κοπέλα μέσα στις άλλες αδερφές της, που είχανε γεμίσει τους κάμπους και τις πλαγιές του βουνού.
Είχε μεστώσει τώρα το άπλερο κορμί της, και ο ξεχωριστός τεχνίτης, που την είχε πλάσει, νόμιζες πως είχε περάσει το τελευταίο χέρι απάνω στο αριστούργημα του, είχε αρμονίσει το ρυθμό των γραμμών του, είχε στρογγυλέψει τα γλαφυρά σχήματα του έργου του, του είχε δώσει τελειωτικά το θείον αέρα της τέχνης του. Οι μυστικές δυνάμεις, που, δουλεύοντας όλο το χειμώνα, μέσα στα βάθη της γης και στην αόρατη ουσία του αέρα, είχαν αναστήσει το φυσικά θαύμα κάτω από τον καταγάλανο ουρανό, είχανε δώσει στις ανεμώνες του κάμπου τη γλυκιά τους αδερφή. Κι απάνω στο άλικο άνθισμα των χειλιών της, που ήτανε πάντοτε επαφρόδιτα υγρά, νόμιζες πως οι ανοιξιάτικες αυγούλες άφηναν κάθε πρωί τη δροσιά τους. Κι ο Άλκης, φιλώντάς της το στόμα, δεν ήξερε αν πίνει το μέλι του λουλουδιού ή τη δροσιά της αυγής..
Τώρα περνούσαν πάλι τις περισσότερες ώρες τους στ’ αγαπημένα τους μέρη, μέσα στα πυκνά έλατα, στις γελαστές ραχούλες, στις απόμερες ρεματιές, που τόσες φορές είχανε κρύψει φοβισμένα την αγάπη τους. Τώρα δεν είχανε φόβο πια από τους αδιάκριτους χωροφύλακες του δάσους και τους πονηρούς χωριάτες. Όμως ο Άλκης αγαπούσε να φοβίζει κάποτε τη μικρή του αγαπημένη.
— Μαρία! της έλεγε ξαφνικά. Κάποιο κλαρί έτριξε. Κάποιος περνάει...
Εκείνη ξαφνιζότανε μια στιγμή, κιτρίνιζε, κοκκίνιζε και ύστερα τον μάλωνε για τα αστεία του.
— Τι αστεία είναι αυτά, καημένε; Μου ’κοψες το αίμα μου πάλι!
— Είσαι κουτή! της έλεγε εκείνος. Καλά όμως! Αφού σου κόβεται το αίμα, δε σου το ξανακάνω.
Και της το ξανάκανε πάλι, γιατί του άρεσε να τη βλέπει έτσι χαριτωμένα τρομαγμένη και να ξαναζεί, σα σε όνειρο, τις πρώτες στιγμές της δειλής τους αγάπης.
Η Μαρία δεν ήτανε πια η παλιά χωριατοπούλα, με το απλό τσίτινο φορεματάκι και τις μεγάλες κοτσίδες, που έπεφταν στην πλάτη της, ξεφεύγοντας από το παλιό, κίτρινο μαντήλι του κεφαλιού της. Ήτανε ντυμένη τώρα σαν κυρία του κόσμου, με έναν τρόπο όμως απλό κι ευγενικό, που έδειχνε πως ο Άλκης είχε συνεργασθεί με τη μοδίστρα του Αργοστολίου, που είχε ντύσει τη νέα νυφούλα. Μα και μέσα στο κοσμικά φόρεμα η Μαρία δεν είχε χάσει τίποτε από την πρώτη της χάρη. Θα ’λεγε κανείς πως ήτανε πάντα μαθημένη να ντύνεται έτσι. Η κοντή φούστα, που συνηθιζότανε την εποχή εκείνη, μ’ ένα πλατύ, λευκό πουκαμισάκι κιμονό, και μια μεγάλη ψάθα στα κεφάλι, τριγυρισμένη μ’ ένα λευκό τούλι, της έδινε μια χαριτωμένη, απλή εμφάνιση, που έδειχνε περισσότερο ακόμα τη φυσική της ομορφιά. Και δε φαινότανε καθόλου στενοχωρημένη μέσα στο καινούργιο της ντύσιμο, όπως είχε φοβηθεί στην αρχή ο Άλκης. Φορούσε τη νέα της φορεσιά με την ίδια ελευθερία, που φορούσε και τα ταπεινά χωριάτικα της ρούχα. Και τα ωραία της ποδαράκια, μέσα στη λεπτή κάλτσα και τα κομψά γοβάκια της κυρίας, πατούσανε με την ίδια αλαφράδα τη χλόη, όπως όταν έδειχναν τη γυμνή τους ασπράδα στον ήλιο.
Αυτό ευχαριστούσε πολύ τον Άλκη, γιατί είχε πάντα στο νου του, τώρα τελευταία, την Αθήνα και την εμφάνιση της γυναίκας του μέσα στο δύσκολο και ειρωνικό κόσμο των σαλονιών. Δεν ήθελε να γίνει γελοία η Μαρία μπροστά στις κομψές κυρίες των Αθηνών. Και η ανησυχία του είχε και κάποιο κρυφό εγωισμό μέσα της. Ένοιωθε την ανάγκη να δικαιολογήσει στον κόσμο τον ανέλπιστο γάμο του — που, όπως του ’γραφε ο Κώστας, είχε κάνει την Αθήνα να βουίξει — και να τον δικαιολογήσει όχι μονάχα με την ομορφιά της γυναίκας, που του είχε πάρει τα μυαλά του, αλλά και με τη φυσική της ευγένεια και τη μόρφωση, που είχε φροντίσει σε τόσο λίγον καιρό να της δώσει. Και προσπαθούσε ν’ ανακαλύψει απάνω στην καινούργια εμφάνιση της Μαρίας, αν θα μπορούσε να είναι εντελώς βέβαιος για το αποτέλεσμα που ζητούσε.
— Γιατί με κοιτάς έτσι παράξενα; του ’λεγε κάποτε η Μαρία, μαντεύοντας τις ανησυχίες του. Σου φαίνομαι παράξενη μέσα σ’ αυτά τα ρούχα;
Εκείνος την ησύχαζε.
— Τι λες, παιδί μου; Ίσια ίσια, που σε καμαρώνω. Ποτέ δεν ήσουνα τόσο όμορφη όσο τώρα.
— Δεν είμαι λοιπόν γελοία; Πες μου το! Ορκίσου μου πως δεν είμαι γελοία!
— Γελοία; της ξανάλεγε εκείνος. Πώς σου πέρασε τέτοια ιδέα; Μακάρι να ήσανε πολλές κυρίες στην Αθήνα σαν κι εσένα.
Η Αθήνα, πάντα η Αθήνα, τώρα τελευταία! Και η Μαρία χωρίς να το δείχνει, πειραζότανε βαθιά μέσα της!
— Εσύ όλο με την Αθήνα! του είπε πειραγμένη μια μέρα. Έμενα δε με μέλει για την Αθήνα και για τις κυρίες της Αθήνας. Εγώ, κι αν πάμε στην Αθήνα, δε θα με ιδεί κανένας. Εγώ μονάχα την κυρία Μίνα γνωρίζω. Δε θέλω να γνωρίσω καμιά άλλη. Κι ούτε με μέλει τι θα πούνε για μένα. Για σένα με μέλει. Δε θέλω να γελάς μαζί μου εσύ...
Και το κάτω της χείλι είχε κρεμαστεί παραπονεμένα, σαν τα παιδάκια που ετοιμάζονται να κλάψουν.
Ο Άλκης της έδωκε την απάντηση χωρίς λόγια, μ’ ένα φιλί, που της τα ’λεγε όλα και την έκανε να ξεχνάει το παράπονό της και να ξαναβρίσκει το χαρούμενο, φωτεινό της γέλιο.
Ένα πρωί — το καλοκαίρι είχε προχωρήσει πια — λάβανε τηλεγράφημα από την Αθήνα πως έρχεται ο Κώστας. Και, όπως γίνεται πάντα με τα τηλεγραφήματα, πριν το καλοδιαβάσουν ακόμα, ο Κώστας, οδηγημένος από κάποιο χωριάτη, χτυπούσε την πόρτα του σπιτιού τους.
Ο Άλκης και η Μαρία δεχτήκανε το φίλο τους με τη μεγαλύτερη χαρά. Γιατί και για τη Μαρία, που τόσες φορές της είχε μιλήσει ο Άλκης για το φίλο του, ήτανε πια σαν ένας παλιός γνώριμος. Η ίδια του είχε ετοιμάσει την καμαρούλα του, μ’ εξαιρετικές φροντίδες, από τη μέρα, που τους είχε γράψει πως ήτανε αποφασισμένος να ’ρθει στο βουνό.
Κι ο Κώστας, από την στιγμή του ερχομού του ένοιωσε το ευχάριστο κι αναπαυτικό αίσθημα πως βρίσκεται με δικούς του, σα μέσα στο σπίτι του.
Εκείνος τους έφερε τα νέα της Αθήνας, όσα μπορούσαν να ενδιαφέρουν βέβαια τη Μαρία, οι φίλοι του του μιλήσανε για την ευτυχία τους και για την ήσυχη ζωή του χωριού και, ύστερ’ από το φαγί, έκαναν ένα περίπατο στο δάσος, που τόσα είχε ακούσει για τις ομορφιές του ο Κώστας και που ήταν ανυπόμονος να τις θαυμάσει και με τα μάτια του. Από την εκδρομή δεν έλειπε, όπως πάντα, κι ο Γκραφ, που είχε αναγνωρίσει το φίλο του κυρίου του και είχε ενώσει τη χαρά της ουράς του στη θερμή υποδοχή που του είχε γίνει.
— Τι ευτυχισμένοι που είσαστε εδώ απάνω! τους είπε ο Κώστας. Μακάρι να μπορούσα να περάσω κι εγώ εδώ όλη μου τη ζωή.
— Αποφάσισέ το λοιπόν! του είπε ο Άλκης. Δε γυρεύομε τίποτα, καλύτερο, παρά να σ’ έχουμε μαζί μας.
— Αν μου υπόσχεσαι να μου βρεις μια τόσο ωραία και τόσο καλή γυναικούλα σαν τη δική σου, το αποφασίζω αμέσως!
Η Μαρία, που δεν ήτανε συνηθισμένη ν’ ακούει φιλοφρονήσεις από τους κυρίους και ούτε προετοιμασμένη ν’ απαντήσει σ’ αυτές, κοκκίνισε, έκανε ένα κίνημα στενοχώριας και προσπάθησε ν’ αλλάξει ομιλία.
— Πέστε του λοιπόν του Άλκη, κύριε Κώστα, πως είναι ωραία εδώ! είπε δειλά. Γιατί τώρα τελευταία άρχισε να βαριέται. Όλο την Αθήνα έχει στο νου του.
— Εσείς δεν έχετε περιέργεια να ιδείτε την Αθήνα, κυρία Μαρία; ρώτησε ο Κώστας.
— Εγώ... σα θέλει ο Άλκης... Εκείνος ξέρει... μουρμούρισε.
— Άκουσε, παιδί μου, της είπε τρυφερά ο Άλκης. Εγώ δεν έχω καμιά βία, ν’ αφήσω την ωραία ζωή, που κάνουμ’ εδώ και που τόσο συνήθισα σ’ αυτή, και να ξαναγυρίσω στην Αθήνα. Ο Κώστας, από τα γράμματά μου, ξέρει καλά, πόσο είμαι ενθουσιασμένος από την καινούργια μου ζωή. Κάποτε όμως πρέπει να το πάρουμε απόφαση. Η δουλειά μου το θέλει. Κι έπειτα κι εσύ, Μαρία, πρέπει να γνωρίσεις κάποιον άλλον κόσμο, που αν δεν είναι ωραιότερος απ’ αυτόν, έχει όμως τις ομορφιές του. Γιατί, επιτέλους, δεν είσαι πια τώρα μια χωριατοπούλα σαν τις άλλες. Το καταλαβαίνεις και μονάχη σου. Και η θέση σου δεν είναι πια μέσα στους καλούς αυτούς χωριάτες, που δε σου λένε όμως τίποτε πια. Όσο για τους γονείς σου, αν δε θέλουν να ’ρθούνε μαζί μας, θα ’ρχόμαστε μεις κάθε καλοκαίρι να τους βλέπουμε.
Ο Άλκης είχε βρει την ευκαιρία να πει μαζεμένα όλα όσα τόσες φορές θέλησε να πει της Μαρίας, χωρίς να το αποφασίσει ποτέ. Η παρουσία του φίλου του του είχε δώσει το θάρρος, που παίρνουν πάντα όλοι οι διστακτικοί άνθρωποι κι από την απλή ακόμα παρουσία ενός τρίτου. Και ήταν ευχαριστημένος που πήρε την απόφαση, επιτέλους, να μιλήσει.;
— Γιατί μου τα λες όλα αυτά; του είπε πειραγμένη η Μαρία. Μήπως σου είπα ποτέ εγώ πως δε θέλω;...
— Τέλος πάντων — είπε κόβοντας τη συζήτηση ο Κώστας — έχουμε καιρό να τ’ αποφασίσουμε όλα αυτά. Εγώ ήρθα να μείνω λίγον καιρό μαζί σας. Και δε θα με πάρετε, ελπίζω, να με κουβαλήσετε μπρος πίσω στην περίφημη πρωτεύουσα.
Και κοιτάζοντας τη Μαρία.
— Δεν έχω δίκιο, κυρία Μαρία;
Η Μαρία χαμογέλασε ευχαριστημένη, χωρίς ν’ απαντήσει.
Σιγά σιγά γύρισαν πάλι στο χωριό. Ήτανε πια η ώρα του φαγητού, κι αφού φάγανε και μείνανε λιγάκι ακόμα στο τραπέζι, ο Κώστας, κουρασμένος από το ταξίδι και τον περίπατο, ζήτησε συχώρεση να πάει να πλαγιάσει. Ο Άλκης πήγε να τον συνοδεύσει ως την κάμαρή του, ενώ η Μαρία αποσύρθηκε κι εκείνη στη δική τους.
— Τώρα έφτασα, παιδί μου, κι εγώ... της είπε ο Άλκης.
Όταν βρέθηκαν μόνοι οι δυο φίλοι, κοιτάχθηκαν μια στιγμή, σα να ρωτούσαν ο ένας τον άλλον για ένα γνωστό θέμα.
— Κάθισε μια στιγμή να κάνουμε το αποβέγγερό μας! του είπε ο Κώστας, θα θυμηθούμε το φοιτητικό μας δωμάτιο.
— Πόσα πράματα άλλαξαν από τότε! του είπε αναστενάζοντας ο Άλκης.
Ο Κώστας κάθισε απάνω στο κρεβάτι του και ο Άλκης σε μια καρέκλα κοντά του.
— Λοιπόν, σε μακαρίζω με όλη μου την καρδιά! του είπε ο Κώστας.
— Πώς σου φάνηκε η Μαρία; Πες μου ειλικρινώς.
— Ορκίζομαι, πως δεν περίμενα αυτό που είδα.
— Να σε πιστέψω;
— Αλλά, φίλε μου, χωρίς καμιά υπερβολή, η γυναίκα σου δεν είναι η ωραία χωριατοπούλα, που περίμενα να ιδώ. Αυτή είναι μεγάλη κυρία. Σε βεβαιώνω πως δεν μπορώ ακόμα να πιστέψω σε τέτοια μεταμόρφωση.
— Σου ορκίζομαι πως δεν κοπίασα πολύ για το αποτέλεσμα αυτό. Η φύση έκαμε το περισσότερο. Μερικά πλάσματα νομίζει κανείς πως έρχονται στον κόσμο με την ευγένεια και την ανατροφή μέσα στο αίμα τους.
— Αυτό ακριβώς, που μου ’λεγε για τη γυναίκα σου η δεσποινίς Σταλίδη.
Ο Άλκης στο όνομα της Μίνας σταμάτησε.
— Αλήθεια, την είδες τη Μίνα;
— Λίγες μέρες πριν φύγει για την Αίγυπτο.
Δεν ξέρεις, τι καλή που στάθηκε για μένα και για τη Μαρία. Σωστός άγγελος!
— Η γυναίκα σου είναι η μικρή της χαϊδεμένη.
Ο Άλκης ήτανε περίεργος να μάθει την εντύπωση της Μίνας από το πραξικόπημά του.
— Πες μου, αλήθεια... Πώς της φάνηκε ο γάμος μου; Έμενα, ξέρεις, δεν μου ’γραψε, παρά λίγα λόγια για να με συγχαρεί. Και σου ομολογώ πως περίμενα ένα θερμότερο κάπως γράμμα από μέρος της. Φαντάζομαι πως θα ήταν ενασχολημένη με τις φροντίδες του ταξιδιού της.
Ο Κώστας δεν αποκρίθηκε αμέσως.
— Ναι, βέβαια — είπε σε λίγο — η είδηση των γάμων σου της ήρθε στις παραμονές του ταξιδιού της. Εγώ την είχα συναντήσει μια μέρα στο Ζάππειο. Δεν ήτανε και τόσο καλά. Ένοιωθε τον εαυτό της λίγο κουρασμένο.
— Κι έφυγε τόσο καλά από το βουνό... είπε ο Άλκης ανήσυχος.
— Και εξακολουθεί να είναι μια χαρά. Έγινε αγνώριστη Αλλά είχε κουρασθεί κάπως από μερικές επισκέψεις αποχαιρετισμών και από τις προετοιμασίες του ταξιδιού.
— Εσένα τι σου είπε; Πες μου ειλικρινώς.
— Μα ξέρεις... η Μίνα έχει και τις ιδέες της.
— Δηλαδή; ρώτησε ανήσυχος ο Άλκης.
— Δεν θέλω να πω, πως δεν την ευχαρίστησε η ευτυχία σου. Φαντάζομαι όμως από τα λόγια της, ότι έχει κάποιους δισταγμούς για την ευτυχία της Μαρίας.
— Πώς το φαντάζεται αυτό;
— Ξέρω γω; Μια φράση της: «ξεριζωμένο λουλούδι», κάποια μισά λόγια...
Ο Άλκης γέλασε.
— Η Μίνα, ξέρεις, βλέπει όλα τα πράματα μ’ έναν ρομαντικό τρόπο, θα πεισθεί όμως γρήγορα, πως δεν υπάρχει κανένας λόγος ν’ ανησυχεί για τη μικρή της φιλενάδα. Είναι τόσο ευτυχισμένη. Και σου δίνω τον λόγο μου πως θα εξακολουθήσει να είναι.
— Όσο για μένα τουλάχιστον είμαι βέβαιος... είπε ο Κώστας.
— Εγώ είχα υποθέσει, ότι νόμισε ταπεινωτικό για μένα αυτό που έκαμα. Και ότι είχα ξεπέσει στην εκτίμησή της.
— Αυτή είναι η γνώμη της θείας σου...
Ο Άλκης τινάχθηκε από το κάθισμά του.
— Μη μου μιλάς, Κώστα, γι’ αυτή την ολέθρια γυναίκα. Μη μου θυμίζεις...
— Είδες, νομίζω, ότι δε σου έκαμα ως τώρα κανένα λόγο για την υπόθεση, που είναι τόσο θλιβερή και για τους δυο μας. Ας την ξεχάσουμε... Το όνομα της θείας σου...
— Δεν είναι θεία μου, δεν είναι τίποτε πια για μένα.
— Το όνομα, τέλος πάντων, αυτό έπεσε τυχαίως στη μέση. Είχα υποθέσει πως επιθυμούσες να μάθεις τη γνώμη της.
— Δε μ’ ενδιαφέρει καθόλου.
— Τόσο το καλύτερο.
— Ας κλείσουμε λοιπόν την παρένθεση. Πες μου τώρα άλλη μια φορά: Φαντάζεσαι πως η Μαρία θα είναι presentable στην Αθήνα;
— Κάτι περισσότερο.
— Αυτό μου είναι εξαιρετικά ευχάριστο. Εγώ τη βλέπω με τα μάτια του ερωτευμένου. Ήθελα να ’χω τη γνώμη ενός αδιάφορου κριτικού.
— Την έχεις, χωρίς την παραμικρότερη επιφύλαξη.
Ο Άλκης έσφιξ’ ενθουσιασμένος το χέρι του φίλου του.
— Καληνύχτα τώρα. Το αποβέγγερό μας τράβηξε περισσότερο από ό,τι έπρεπε και η Μαρία θα υποψιασθεί πως κάτι βυσσοδομούμε.
— Δεν της έρχεται λοιπόν πολύ η ιδέα της Αθήνας;
— Δε βαριέσαι!... Δισταγμοί ενός χαριτωμένου αγριμιού. Βεβαιώσου ότι θα με ακολουθούσε και στην Κόλαση ακόμα και θα ήτανε κι εκεί ευτυχισμένη.
Έσφιξαν πάλι τα χέρια και ο Άλκης, κατευχαριστημένος από την εντύπωση του φίλου του, έτρεξε να πει στη μικρούλα του αγαπημένη το εγκώμιο, που της έπλεξε ένας αυστηρός και δύσκολος Αθηναίος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΑ΄
Το καλοκαίρι είχε περάσει, χωρίς να το καταλάβουν, με την καλή συντροφιά του Κώστα. Και, με τις πρώτες φθινοπωρινές μέρες, τα ταξίδι είχε αποφασισθεί. Ο Άλκης έπρεπε να βρεθεί στην Αθήνα, για να μπορέσει να τελειώσει την εργασία του, που είχε αφήσει στη μέση, και η Μαρία είχε συνηθίσει πια στην ιδέα του ταξιδιού. Έφτανε που ήτανε ευχαριστημένος ο Άλκης, για να είναι κι εκείνη ευχαριστημένη μαζί του. Τις παραμονές μάλιστα του ταξιδιού, η παιδιάτικη ψυχή της είχε μικρές, χαρούμενες περιέργειες για τον καινούργιο κόσμο, που ήτανε να γνωρίσει σε λίγες μέρες.
Ένα πρωί του Σεπτεμβρίου, δυο ώρες πριν φέξει, τρία μουλάρια, στρωμένα με μαξιλάρια και παχιά κιλίμια, είχανε σταματήσει μπροστά στην πόρτα του γιατρού. Τα βαπόρι θα περνούσε πολύ πρωί από τα Αργοστόλι κι έπρεπε να βρεθούν στην ώρα στο λιμάνι.
Χαρούμενοι κατέβηκαν από το σπίτι ο Άλκης, η Μαρία κι ο Κώστας. Οι γέροι είχανε κατεβεί στην πόρτα να τους προβοδίσουν. Η Μαρία, στην αγκαλιά της μητέρας της άφησε να στάξουν δυο δάκρυα. Η γριά δάκρυσε κι εκείνη φιλώντας τους. Ο γέρος όμως τους αγρίεψε.
— Όχι κλάματα στα προβοδίσματα... είπε. Δεν θέλω να βλέπω κλάματα. Τα παιδιά να είναι καλά και σε λίγους μήνες πάλι μαζί μας θα τα ’χουμε. Όχι κλάματα όμως...
Μα και τα μάτια τα δικά του είχανε βουρκώσει κι η φωνή του έτρεμε.
Καβαλίκεψαν με τις ευχές των γέρων. Σ’ ένα άλλο μουλάρι είχανε φορτώσει τις βαλίτσες τους κι η συνοδεία ξεκίνησε, κάτω από τα λαμπρά άστρα του φθινοπωρινού ουρανού, με τον Γκραφ μπροστά, που άνοιγε το δρόμο, με τα χαρούμενα γαυγίσματά του.
Σε λίγο η συνοδεία βρέθηκε μέσα στο δάσος. Τα ζώα είχανε πάρει το μονοπάτι, το ένα ακολουθώντας το άλλο, και οι αγωγιάτες πήγαιναν από πίσω, αφήνοντας τα νοητικά ζώα να βρούνε μοναχά τους το δρόμο, μέσα στο πηχτό σκοτάδι. Μονάχα, πού και πού, ένα νυσταγμένο ντε!... έλεγες πως ήτανε περισσότερο για να ξυπνήσει τον ίδιο τον αγωγιάτη παρά το μουλάρι.
Σε λίγο τίποτα δεν έβλεπε κανείς γύρω του. Μια μαύρη πηχτή μάζα απλωνότανε ολόγυρα, που τη σχίζανε προχωρώντας με μικρά, φοβισμένα βήματα τα ζώα, ενώ οι καβαλάρηδες νοιώθανε από καιρό σε καιρό τα κλαριά των ελάτων να τους αγγίζουν το κεφάλι σαν αόρατα δάχτυλα φαντασμάτων.
— Κοντά μου είσαι, Άλκη; είπε μια στιγμή η Μαρία.
— Ναι, παιδί μου. Από πίσω σου έρχομαι. Ο Κώστας πάει μπροστά;
— Μπροστά είναι.
Ο Γκραφ, μόλις άκουσε τις γνώριμες φωνές, γαύγισε κι αυτός ένα συμπαθητικό γαύγισμα, σαν να τους έλεγε:
— Εδώ είμαι κι εγώ. Έννοια σας! Κανένας δε λείπει.
Ο Άλκης ένοιωθε να του πιάνεται η αναπνοή του. Το πηχτό σκοτάδι του έδινε την αίσθηση πως του ’λειπε ο αέρας. Μια στιγμή φοβήθηκε πως θα σκάσει, δεν είπε όμως τίποτε. Καταλάβαινε πως ήτανε μια νευρική δύσπνοια, που του σταματούσε την αναπνοή του, αλλά δε μπορούσε να διώξει τον κρυφό φόβο που τον κρατούσε. Δεν ήτανε παρά λίγα λεπτά, που είχανε ξεκινήσει από το χωριό, και του φαινότανε πως είχανε περάσει αιώνες, μέσα σε μιαν ατέλειωτη νύχτα, χωρίς ξημέρωμα. Κανένας δε μιλούσε. Έλεγες πως κρατούν όλοι την αναπνοή τους, προσμένοντας μιαν αυγή, που δε θα ’φτανε ποτέ. Και τη μεγάλη σιωπή την έκοβε μονάχα, από καιρό σε καιρό, τα σπαραχτικό παράπονο του γκιώνη και ο μονότονος και πνιγμένος ήχος των βημάτων των μουλαριών απάνω στο μαλακό χώμα.
Όταν σε λίγο βρέθηκαν όξω από το δάσος, κάτω από τη θαμπή αστροφεγγιά, και ο βραχνάς του σκοταδιού, που τους κρατούσε μουδιασμένους, σηκώθηκε από τα στήθη τους, οι τρεις οδοιπόροι, σα να ξαναβρήκαν τη φωνή τους, που είχανε χάσει, άρχισαν να μιλούν πάλι μεταξύ τους.
Μαζί με το αχνό φως των άστρων, ένα κύμα μελαγχολίας χύθηκε στην ψυχή του Άλκη. Οι έρημοι κάμποι ολόγυρα, οι άγριοι γκρεμοί, που ανοίγανε μεγάλα λαίμαργα στόματα αβύσσων στο πέρασμά τους, οι πυκνές τούφες των δέντρων, που μαυρολογούσαν εδώ κι εκεί σαν κακά στοιχειά, που κάνανε καρτέρι στους διαβάτες, και, μέσα στη νεκρική σιωπή της νύχτας, τα μακρινά γαυγίσματα των τσοπανόσκυλων, που τα ’φερνε η ηχώ του δάσους από τις βαθιές χαράδρες, ξυπνούσανε στην ψυχή του Άλκη όλα τα φοβερά κι όλα τα μελαγχολικά πράματα της ζωής του, που είχανε χαθεί στα βάθη της μνήμης του και, στον ίδιο καιρό, του μηνούσανε όλα τα μελλούμενα που φοβάται να συλλογισθεί ο νους του ανθρώπου.
— Μαρία! είπε. Πώς τα πας; Καλά;
Ήθελε ν’ ακούσει μια αγαπημένη φωνή, για να δώσει θάρρος στον εαυτό του.
— Πολύ καλά, Άλκη! Έχω το καλύτερο μουλάρι της συντροφιάς! του αποκρίθηκε εύθυμα εκείνη.
Για το πλάσμα αυτό, το γεννημένο μέσα στη Φύση, δεν είχε φοβέρες και μελαγχολίες η νύχτα και η ερημιά. Η ψυχή της ήτανε σχετισμένη βαθιά με όλα τα φυσικά μυστικά και ο κόσμος του άγνωστου ήτανε γι’ αυτήν ένας κόσμος τόσο πραγματικός, όσο κι ο άλλος. Κι από τα φαντάσματα ακόμα και τους νεκρούς, που ξαναγυρίζουν στη γη, είχε φόβους φυσικούς μονάχα και δεν είχε γνωρίσει ποτέ τα μυστικά ρίγη του υπερφυσικού, που είναι τρομερότερα από τον κάθε φόβο των πραγματικών κινδύνων και που πάγωναν τώρα την καρδιά του Άλκη.
Το βραχνό κράξιμο της κουκουβάγιας ακούσθηκε από μακριά. Ο Άλκης ανατρίχιασε. Του φάνηκε σαν ένα μήνυμα δυστυχίας, που μιλούσε μονάχα γι’ αυτόν, αποκλειστικά γι’ αυτόν. Προσπάθησε να διώξει από την ψυχή του την ανόητη αυτή πρόληψη. Κι άρχισε να συλλογίζεται ψυχραιμότερα. Τι είναι τάχα οι μονότονοι, οι κανονικοί αυτοί κρωγμοί των νυχτοβίων πουλιών, που κρυμμένα, μοναχικά, ακοπάδιαστα, σαν παράξενοι μισάνθρωποι, διαλέγουν την ησυχία της νύχτας για να λαλήσουν, σα να ήθελαν κανένας άλλος ήχος να μη σκεπάσει τη φωνή τους, για να την ακούσουν όλα τ’ αυτιά των ανθρώπων και να καταλάβουν το νόημά της; Είναι τάχα φωνές χαράς ή φωνές πόνου; Φωνές έχθρας ή αγάπης; Παρακάλια ή τραγούδια θανάτου: Όλες οι άλλες φωνές των ζώων κάτι μας λένε, κάτι μας αφήνουνε να καταλάβουμε. Η φωνή της κουκουβάγιας και του γκιώνη είναι το μυστήριο των μυστηρίων, η γλώσσα του σκοταδιού. Μια στιγμή συλλογίσθηκε πως τα νυχτόβια πουλιά είναι κολασμένες ψυχές, καταδικασμένες να χύνουν τον άγριο πόνο τους στην ερημιά του φωτός και στην ερημιά της ζωής. Μήπως τάχα η άμοιρη Στέλλα;... Η ιδέα αυτή τον έκανε ν’ ανατριχιάσει. Κέντησε το μουλάρι του, που, οκνότερο από τα άλλα, είχε απομείνει πίσω, και προχώρησε να συναντήσει τους συντρόφους του. Από πίσω του του φάνηκε πως άκουγε πνιγμένα παρακαλετά:
— Στάσου! Βοήθεια! Στάσου!...
Κέντησε το ζώο του να ξεφύγει τη φωνή της μυστικής ικεσίας. Αυτό του φάνηκε σαν ανανδρία και σα σκληρότητα, αλλά του ήτανε αδύνατο να κάμει διαφορετικά.
— Τι έγινες, Άλκη; του φώναξε Μαρία, όταν πλησίασε. Έμεινες ένα μίλι πίσω...
Η ζωντανή κι αγαπημένη φωνή χύθηκε σαν παρηγοριά μέσα του.
— Τι να σας κάνω, είπε, αφού δεν πάει τα μουλάρι μου; Ποιος σας είπε κι εσάς να τρέχετε μπροστά;
— Το διάλεξες, αλήθεια, το μουλάρι! είπε ο Κώστας, που δεν είχε μιλήσει ως τώρα, επηρεασμένος κι αυτός από το μυστήριο της νύχτας.
— Δεν έχει τίποτα το ζώο! εξήγησε ο αγωγιάτης του Άλκη. Το καλύτερο ζώο το ’χει ο αφέντης. Μα είναι λίγο υπνιάρικο. Κοιμάται στο δρόμο που πηγαίνει, θέλει να το τσινάς για να ξυπνάει!
Η ιδέα, πως προχωρούσε μέσα στη νύχτα, καβαλικεύοντας ένα κοιμισμένο μουλάρι, που τον έφερνε στη χώρα των ονείρων του ζώου, φάνηκε αστεία στον Άλκη.
Σε λίγο τα τοπίο ημέρεψε. Ανάρια νυσταγμένα φώτα ξεχώρισαν στο βάθος. Βραχνά γαυγίσματα σκύλων προμηνούσαν την παρήγορη παρουσία άλλων ανθρώπων μέσα στην άξενη ερημιά. Ζυγώνανε σε κάποιο χωριό. Οι εύθυμοι λαρυγγισμοί των φρύνων, μέσ’ από κάποιο βάλτο, όπου είχανε στήσει το πανηγύρι τους οι μικροί χαροκόποι, έδωκαν έναν χαρούμενο τόνο μέσα στην αγριάδα της βουνίσιας νύχτας. Σε λίγο περνούσανε μέσα τα ήσυχα, στενά δρομαλάκια του χωριού. Τα μικρά σπιτάκια κοιμόντουσαν βαθιά, πίσω από τα πυκνά δέντρα. Πού και πού ένα ανοιχτό παράθυρο έχυνε το μελιχρό φως του καντηλιού στο δρόμο το σκοτεινό και φαινότανε σα να λέει με τις τρεμουλιαστές του αχτίδες στο διαβάτη: «Εδώ απάνω, από το ψηλό εικονοστάσιο παραστέκω τον ειρηνικό ύπνο του χωριάτη, βλογάω τα σεμνά όνειρα της κόρης, αγρυπνώ στην κούνια του μικρού παιδιού. Πέρνα σιγαλά, διαβάτη, πέρνα σιγαλά!» Και κάθε σπιτάκι με τους μαυρισμένους του τοίχους, με τα σκεβρωμένα του παράθυρα, φαινότανε σα να ’χει τη δική του την ψυχή, τη δική του ιστορία.
Ο Άλκης, βαθιά συγκινημένος από το θέαμα, είπε στη Μαρία και τον Κώστα, μια στιγμή που είχανε σταματήσει τα μουλάρια, για να σφίξει ο αγωγιάτης του Κώστα τα λουριά του σαμαριού του, που είχανε χαλαρωθεί.
— Να συλλογίζεται κανείς πως άνθρωποι γεννήθηκαν εδώ, μεγάλωσαν, παντρεύτηκαν, παιδοκόμησαν, πεθάνανε μέσα στους ίδιους τοίχους! Η ψυχή τους έμεινε μέσα στο σπιτάκι τους κι έγινε δική του ψυχή. Τι διαφορά με τα παλάτια της Αθήνας, όπου άγνωστοι διαδέχονται τους άγνωστους μέσα στο ίδιο σπίτι και περνούν και χάνονται, χωρίς ν’ αφήσουν τίποτε πίσω τους όπως περνούν οι στρατοκόποι από τα χάνι του μεγάλου δρόμου...
Η Μαρία αγαπούσε ν’ ακούει τον Άλκη, όταν έλεγε τέτοια λόγια, μα η απλή και φυσική ψυχή της δεν μπορούσε να μπει καθαρά στο νόημά του.
— Εσύ τι λες, Μαρία; είπε.
Η Μαρία δεν είπε τίποτε. Τα λόγια του Άλκη, όσο κι αν δεν μπορούσε να μπει μέσα στο βαθύτερο νόημά τους, την είχανε ρίξει σε συλλογισμούς. Το λυγερό της κορμί έγερνε, σαν κουρασμένο, απάνω στα ζώο και το κεφάλι της ήτανε λυπητερά σκυμμένο.
Συλλογιζότανε τα δικό της χωριό και τους γέρους της, που είχανε μείνει μονάχοι κι έρημοι στο άδειο το σπίτι. Και η ψυχή της έκλαιγε. Ο Άλκης, που δεν είχε μπει κι αυτός στο βαθύτερο νόημα της σιωπής της, μουρμούρισε, κοιτάζοντάς την με πόθο, τους στίχους του Παλαμά:
Σ’ αγαπώ σα λεβέντικο
τραγούδι της Ηπείρου.
Εσύ ποτέ δε μέθυσες
απ’ το κρασί του ονείρου.
— Καλύτερα! είπε ο Κώστας. Καλύτερα που δε μέθυσε από τα αμφίβολο αυτό κρασί.
Η Μαρία σκυμμένη απάνω στο ζώο της, ακολουθούσε τους θλιβερούς στοχασμούς της.
— Κουράστηκες, Μαρία; της είπε ο Άλκης.
— Δεν έχω τίποτε! είπ’ εκείνη.
Ο αγωγιάτης είχε τελειώσει τη δουλειά του και μ’ ένα ντέεε! μακρόσυρτο ξεκίνησαν πάλι τα τρία μουλάρια, το ένα πίσω από το άλλο.
Είχανε αφήσει πια πίσω τους το κοιμάμενο χωριό και κάτω, στη σκοτεινή πεδιάδα, ξεχώριζε μπροστά τους, με τα ιερά της φώτα, η μονή του Άγιου. Σε λίγο περάσανε μπροστά από τη μεγάλη, αψιδωτή πύλη του ειρηνικού κτιρίου. Κανένας ήχος φωνής ή ψαλμωδίας δεν έφτανε μέσα από τους ψηλούς του τοίχους.
Η Μαρία έσκυψε ευλαβητικά το κεφάλι της κι έκανε το σταυρό της. Ο Άλκης κι ο Κώστας τη μιμηθήκανε με ειλικρινή ευλάβεια, στη μυστική εκείνη ώρα, που δεν υπάρχουν άπιστες ψυχές.
— Θυμάσαι, Μαρία; είπε ο Άλκης. Εδώ σε πρωτογνώρισα...
— Ήτανε το θέλημα του Άγιου! ψιθύρισε με συγκίνηση η Μαρία. Ας είναι πάντα μαζί μας η χάρη του!
Κι έκαμε πάλι το σημείο του σταυρού.
Ο Άλκης έριξε μια ματιά στον ιερόν τόπο, αναζήτησε το ψηλό δέντρο, που είχε φυτέψει ο Άγιος με τα χέρια του, τα πηγάδι με τα θαυματουργά νάμα, όπου η μικρή χωριατοπούλα, που του είχε θυμίσει τόσο καταπληκτικά την άμοιρη Στέλλα, του είχε ανιστορήσει το θαύμα του νερού, για να του φανερώσει, χωρίς να το καταλάβει, την ίδια στιγμή, και το ωραίο θαύμα της αγάπης. Πίστευε τώρα κι αυτός, πως η αγάπη του για τη Μαρία ήτανε παιδί του θαύματος και ότι το θέλημα του Αγίου τον είχε ενώσει με την αγνή παρθένα.
Προχωρήσανε, σιωπηλοί όλοι από τη βαθιά εντύπωση του μυστηρίου. Ο Άλκης γύρισε πάλι μια στιγμή πίσω του κι έριξε μια ματιά στα ψηλά καμπαναριά, που ασπρολογούσαν ειρηνικά μέσα στη νύχτα, απάνω από το σκοτεινόν όγκο του μοναστηριού. Η ψυχή του, μυστικός κωδωνοκρούστης, σήμαινε τις καμπάνες του όρθρου, που ο ήχος τους έφτανε χαρούμενος ως τα βάθη του είναι του. Με τη φαντασία του μπήκε μέσα στα στενά κελιά, όπου οι μελαγχολικές νύφες του Χριστού, με τα μάτια σφαλιστά ακόμα, ήσανε βυθισμένες στο γλυκύτατο δράμα των ουρανίων γάμων. Ζωγραφιές ντροπαλής γύμνιας περάσανε μπροστά του. Κι απάνω από τα σκληρά ασκητικά κρεβάτια, έβλεπε να πλέκεται με χρώματα αέρινα η φαντασμαγορία των αειπαρθενικών ονείρων. Λευκά σώματα αγγέλων, που αγκάλιαζαν με τις μεγάλες τους φτερούγες γυμνά σώματα παρθένων, και ουράνιες μορφές παλικαριών με ιερά φωτοστέφανα, γύρω από τις ξανθές κόμες, που έσκυβαν απάνω στα χείλη αφίλητων κοριτσιών, με τη λαχτάρα του διψασμένου οδοιπόρου, που σκύβει απάνω στο γάργαρο νερό της κρυφής δροσοπηγής. Και ύστερα συμπλέγματα άπειρα, παράξενα, αέρινα, που περνούσαν κι έσβηναν με θαμπόφεγγα σωμάτων και φτερών, με αστραπές φωτοστέφανων, με γλυκιές αστροφεγγιές ματιών. Μια στιγμή φαντάστηκε τη Μαρία κλεισμένη μέσα σ’ ένα στενό κελί, απ’ αυτά με τα κάλλη του ωραίου κορμιού της μαραμένα από τα φλογερά φιλιά των αγγέλων.
— Θυμάσαι, Μαρία, της είπε, μια φορά μου είχες πει, πως ήθελες να γίνεις καλογριά.
— Αν δε σ’ έφερνε μπροστά μου ο Άγιος εκείνο το πρωί, θα γινόμουνα! — είπε η Μαρία, σα να ήτανε αυτή η στιγμή, που είχε πάρει μια μεγάλη και σταθερή απόφαση. Είχα ταχθεί στη χάρη του.
— Μετάνιωσες τώρα που δεν έγινες; τη ρώτησε ο Άλκης, για να τη δοκιμάσει.
— Αφού ήτανε το θέλημα του Θεού, γιατί να μετανιώσω; είπε.
Ήτανε τόσο αθώα χαριτωμένος ο παιδιάτικος τόνος της φωνής της, καθώς έβγαινε από μια ψυχή, που πίστευε όπως αγαπούμε κι αγαπούσε όπως πιστεύουμε στο Θεό, ώστε ο Άλκης ένοιωσε μια τρελή επιθυμία μέσα του να τη σφίξει στην αγκαλιά του και να την κάνει να του ξαναπεί εκατό, χίλιες φορές τα ωραία αυτά λόγια, να του τα τραγουδήσει σαν τραγούδι.
Είχε αρχίσει να χαράζει.
Σε λίγη ώρα βρεθήκανε κάτω στο λιμάνι. Το βαπόρι ήτανε φτασμένο πριν από τη συνηθισμένη του ώρα και τα στρίγγλικα, αντιπαθητικά του σφυρίγματα σπαράζανε τον ήσυχον αέρα της ειρηνικής αυγής. Βιάσθηκαν να ξεπεζέψουν και να μπαρκάρουν και, σε λίγο, είχανε βρεθεί απάνω στο κατάστρωμα του βαποριού. Το βαπόρι δεν άργησε να σαλπάρει. Η Μαρία ήτανε συγκινημένη από την ιδέα του πρώτου της ταξιδιού. Δεν ήθελε όμως να το δείξει. Καθίσανε σε μια γωνιά, απάνω στη γέφυρα του πλοιάρχου, με τα μάτια γυρισμένα προς το ωραίο νησί, που αφήνανε πίσω τους. Η κορυφή του Αίνου, σκεπασμένη από σύννεφα, έσβηνε σιγά σιγά μπροστά στα μάτια τους. Τα μεγάλα, βαριά σύννεφα άρχισαν σε λίγο να σκεπάζουν όλο τον ουρανό και μια μαύρη σκιά απλώθηκε απάνω στη θάλασσα. Η μπόρα έδερνε τώρα τα ψηλά βουνά της Ακαρνανίας. Τα μουγκρητά της βροντής έφταναν από μακριά, σα φοβέρα, και χοντρές σταλαγματιές άρχισαν να πέφτουν στο κατάστρωμα.
Μέσα στη ζοφερή αυτή ζωγραφιά ξεχώρισε άξαφνα, μέσα σε καταρράχτες από φως, η κορυφή του Αίνου, μονάχη, ξεχωριστή από τη φύση όλη, ασύγκριτη.
Με τα μάτια καρφωμένα στο φωτεινό όραμα, ο Άλκης κι η Μαρία αποχαιρετούσαν το βουνό των ελάτων, το βουνό της πρώτης τους αγάπης.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου